ΤΟ BLOG ΠΟΥ ΑΓΑΠΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΦΛΕΡΥΣ ΝΤΑΝΤΩΝΑΚΗ, ΤΙΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΤΕΠΕΣ ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΠΛΑΤΩΝΟΣ, ΤΗ FATA MORGANA, ΤΟΥΣ ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΥΣ, ΤΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΣ MAYA DEREN, ΤΗ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ WOODSTOCK, ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΥΔΡΟΧΟΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΕΣ ΚΟΙΝΩΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΝ
Μιλούσα τις προάλλες με τον βοηθό μου σε κινηματογράφο - θέατρο, ο οποίος μένει μόνιμα στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, αλλά πρόκειται να έρθει στην Ελλάδα στις 20 Ιουνίου και, μάλιστα, κανονίζουμε να πάμε κάπου παρέα ένα τριήμερο. Χθες που ξαναμιλήσαμε, με ενημέρωσε πως υπάρχει σοβαρή περίπτωση να μη μπορέσει να έρθει, καθώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ σταματάει τη χορήγηση φοιτητικής βίζας σε όλους τους αλλοδαπούς, πράγμα που σημαίνει πως μετά θα είναι δύσκολο να επιστρέψει στη Λουιζιάνα. Μου είπε και κάτι άλλο: Τους ανακοίνωσαν πως τα social media τους ελέγχονται διεξοδικά, αφού πριν λίγο καιρό - προφανώς με την ανάληψη της εξουσίας από τον Τραμπ - τους είχε ζητηθεί να καταθέσουν εγγράφως οποιονδήποτε λογαριασμό διατηρούν σε facebook, instagram και Χ (twitter). Ολοκληρωτισμός με τη βούλα, μόνο που δεν είναι και τόσο μακριά, καθόλου θα έλεγα, απ' όσα συμβαίνουν και σε εμάς εδώ.
Χθες βράδυ το facebook απενεργοποίησε τον λογαριασμό μου για λόγους...κυβερνοασφάλειας. Προφανώς ενόχλησαν κάποιους οι αναρτήσεις μου στήριξης στον Παλαιστινιακό αγώνα εναντίον της φασιστικής κυβέρνησης του Νετανιάχου, ενδεχομένως και οι σχολιασμοί μου για το θέμα που προέκυψε με την τραγουδίστρια Γλυκερία. Και τα δύο αυτά θέματα, όπως και νά'χει το πράγμα, σχετίζονται με το Ισραήλ. Τυχαίο;
Έκανα την ένσταση μου, μου ζήτησαν επικαιροποίηση των στοιχείων μου, μία σέλφι φωτογραφία μου και τον αριθμό του κινητού μου, ενώ με ενημέρωσαν πως θα πρέπει να περιμένω λίγα 24ωρα μήπως και ενεργοποιηθεί ξανά ο λογαριασμός μου. Αν διαπιστώσουν, λέει, πως δεν είμαι καλό παιδί, θα διαγράψουν οριστικά τον λογαριασμό μου. Μιλάμε για μεγάλη ζημιά σε επικοινωνιακό επίπεδο. Με την οριστική διαγραφή του facebook μου, αφενός κινδυνεύει να χαθεί ένα μεγάλο μέρος του αρχείου μου, της δουλειάς μου δηλαδή, αφετέρου δύσκολα θα ξαναμαζευτούν οι 30.000 followers που έχω/ είχα. Το μόνο παρήγορο στοιχείο στην όλη φάση είναι πως και σε άλλους που δεν κάθονταν καλά παιδιά συνέβη το ίδιο και οι λογαριασμοί τους ενεργοποιήθηκαν πάλι μετά από λίγες μέρες. Με μένα δεν ξέρω τι θα γίνει, καθώς είχα δεχτεί και στο παρελθόν αποκλεισμούς από το facebook.
Είμαι πολύ θυμωμένος με τα εβραιοσιωνιστικά ναζίδια, είναι - δεν είναι αυτοί πίσω από τα μπαναρίσματα. Τους τά'χω μαζεμένα άλλωστε και δεν είμαι ο μόνος για τη σφαγή στη Γάζα. Να απειλούμαστε από ένα κράτος, του οποίου ο πρόεδρος διώκεται ήδη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η τρομοκρατία τους, με το σαπόρτ φυσικά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που ευελπιστούμε να ξεκουμπιστεί στις επόμενες εκλογές, δεν θα περάσει! Είναι σιχαμένοι φασίστες, αιμοδιψείς δολοφόνοι και καταχωρούνται ήδη στην ιστορία ως οι υπεύθυνοι της πρώτης γενοκτονίας του 21ου αι.
Μέχρι να δω τι θα γίνει με το facebook μου, θα είμαι εδώ και θα γράφω. Αυτό είναι το πρώτο ιντερνετικό σπίτι μου, βλέπεις, από το 2007, αισίως 18 χρόνια, κι εγώ κρατάω τα κλειδιά του χωρίς κανέναν σκατοφασίστα πάνω απ' το κεφάλι μου.
Τον αναζητούσα
πολλά χρόνια τον συνθέτη Γιώργο Καζαντζή για μία συνέντευξη, αλλά η απόσταση
Αθήνα – Θεσσαλονίκη δεν ήταν εύκολο να καταρριφθεί. Μία αφορμή δόθηκε τον Οκτώβριο του 2021, σ' ένα ακόμη πέρασμα μου από την πόλη του. Αρχικά δώσαμε ραντεβού σε
κεντρικό καφέ της Θεσσαλονίκης, στην πολυσύχναστη Καρόλου Ντηλ, αλλά τελικά η
ερμηνεύτρια Βούλα Σαββίδη πρότεινε να μεταφερθούμε στο διαμέρισμα της για την
καταγραφή της συνομιλίας μας. Συνθήκη εξ αρχής «καλοστρωμένη»: Κουβέντα με έναν
απ’ τους πιο σημαντικούς Έλληνες συνθέτες στο σπίτι μιας απ’ τις πιο σημαντικές
Ελληνίδες τραγουδίστριες! Και γι’ αυτό ίσως προέκυψε μια ενδιαφέρουσα
συνέντευξη, λίγο…Μπεν Χουρ η αλήθεια είναι, στην οποία όμως ο Γιώργος Καζαντζής
αφηγήθηκε ολόκληρη τη ζωή του, απεικονίζοντας ταυτόχρονα ολόκληρο το σκηνικό
της περίφημης σχολής του «έντεχνου» της Θεσσαλονίκης που μεσουράνησε κατά τη
δεκαετία του 1990.
Ο Γ. Καζαντζής, φωτογραφημένος από μένα, στο μπαλκόνι της Β. Σαββίδη (Οκτώβριος 2021)
Θα θεωρούσατε τον
εαυτό σας συνθέτη της Θεσσαλονίκης, της πόλης δηλαδή που ζείτε και ασκείτε την
τέχνη σας;
Κατά ένα τρόπο,
ναι, αφού η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη μου και το μάτι μου. Όχι μόνο γιατί την
αγαπώ, αλλά κυρίως γιατί εδώ έχω νιώσει να συντίθεμαι ως μουσική φυσιογνωμία.
Δεν θα ήθελα, όμως, η εμβέλεια της μουσικής μου ή ο αποδέκτης της να’ναι μόνο η
Θεσσαλονίκη.
Δεν το είπα
αναφορικά με την εμβέλεια του έργου σας. Και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, λόγου
χάριν, τον αποκαλούσαν «ο ποιητής της Θεσσαλονίκης», το έργο του όμως είχε πάει
παντού.
Η Θεσσαλονίκη
είναι μια πόλη με τεράστια ιστορία και αδικημένη, θα έλεγα, απ’ τους ίδιους
τους Θεσσαλονικιούς.
Γιατί το λέτε
αυτό;
Γιατί οι
Θεσσαλονικείς δεν έχουν αντιληφθεί σε τι τεράστιας ιστορικής σημασίας πόλη
ζουν. Δεν έχουν αναδείξει όλα αυτά τα στοιχεία της. Εδώ έγινε όλη αυτή η
κατάσταση με τα βυζαντινά μνημεία και η παρουσία του κόσμου ήταν ελάχιστη. Εγώ
πήγα σε δυο – τρεις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κι ενώ στην πρώτη ήμασταν 5.000
άτομα, μετά το πράγμα ατόνησε. Εκεί που χρειαζόταν η παρουσία της πόλης, δεν
υπήρχε η ανάλογη ευαισθησία.
Είναι συντηρητική
πόλη η Θεσσαλονίκη;
Νομίζω πως ναι!
Αυτό έχει φανεί και από την πρόθεση ψήφου – δεν μιλάω για παρατάξεις, αλλά για
πρόσωπα. Στήριξαν πρόσωπα φθηνά, που η συνέχεια και το μέλλον έδειξαν τη
μικρότατη δυναμική τους. Αυτό δεν είναι ευχάριστο!
Αν υποτεθεί,
λοιπόν, πως δεν νιώθετε και πολύ καλά στην πόλη σας, μήπως γι’ αυτό τελικά το
έργο σας είναι πανελλήνιας εμβέλειας;
Εμένα είναι
επιλογή μου να ζω στη Θεσσαλονίκη, αλλά βλέπω πως έχω ένα προνόμιο έναντι των
συναδέλφων μου της Αθήνας: Εδώ μπορώ να απομονώνομαι και δεν το λέω μόνο
γεωγραφικά. Να, αυτό που κάνουμε τώρα: Αν ήμουν στην Αθήνα, μπορεί να το’χαμε
κάνει πριν δέκα χρόνια. Όχι ότι δεν θα υπήρχε πρόθεση από μένα κι από σας, αλλά
ο γεωγραφικός προσανατολισμός είναι αυτός που συχνά μας κρατάει μακριά.
Απομόνωση, πάλι, δεν σημαίνει ότι απομονώνομαι σ’ ένα στούντιο ή σ’ ένα σπίτι.
Το τηλέφωνο θα χτυπήσει, αλλά συνήθως θα’ναι γι’ άλλα πράγματα, όχι του τύπου
«πάμε να πιούμε ένα καφέ» ή «έλα να κάνουμε μία συνέργεια». Η ενδοσκόπηση είναι
απαραίτητη σε κάθε δημιουργό για να μπορεί να ψαρέψει ιδέες, ατμόσφαιρες και
συναισθήματα.
Που γεννηθήκατε,
κύριε Καζαντζή;
Εκεί που μένω!
Είμαι γεννημένος εκεί ακριβώς που ζω και δουλεύω, στο στούντιο μου.
Δραστηριοποιούμαι ουσιαστικά σε μία μονοκατοικία, που αποτελεί συνέχεια μίας
άλλης μονοκατοικίας, η οποία ήταν ένα παράπηγμα. Σ’ αυτό το παράπηγμα γεννήθηκα
με μαμή στο σπίτι.
Μία φτωχή
οικογένεια.
Ακριβώς. Μέχρι
την εφηβεία και λίγο παραπάνω, την έζησα τη φτώχεια. Υπήρχε βέβαια μία
περιουσία, η οποία ήταν αναξιοποίητη. Οι γονείς μου ήταν αμόρφωτοι άνθρωποι και
δεν ξέρανε ότι είχε μία δυναμική. Αυτό πρώτη φορά το λέω, δεν τό’χω ξαναπεί! Τη
συγκεκριμένη περιουσία μπόρεσα και την αξιοποίησα εγώ, λόγω και της ιδιότητας
μου ως μηχανικός. Είχα κάποια οφέλη…Μπόρεσα κι έφτιαξα το στούντιο και το σπίτι
που μένω. Αυτά, τίποτα άλλο.
Πόσο μάλλον όταν
αυτό το στούντιο σας εξασφάλισε και την πολυπόθητη καλλιτεχνική ελευθερία.
Σίγουρα. Πλέον το
στούντιο και τη δισκογραφική εταιρεία «Polytropon», τα διαχειρίζεται επαγγελματικά ο γιος μου. Εγώ
έχω κάπως απομονωθεί στη μονοκατοικία και εργάζομαι πάνω στη μουσική μου.
Ήσασταν
μοναχοπαίδι;
Όχι, έχω μια
αδερφή κι έναν αδερφό. Εγώ είμαι ο πιο μικρός. Δεν έχουν σχέση με τα
καλλιτεχνικά, αλλά ακούν. Ας πούμε ότι είναι φιλότεχνοι, όπως ήταν και οι
γονείς. Είχα ένα θείο, Καζαντζής Γιώργος λεγόταν κι αυτός, που ήταν μουσικός
και κατασκευαστής νυκτών οργάνων. Έφτιαχνε μαντολίνα, τζουράδες, λαούτα, τέτοια
όργανα.
Να το έναυσμα,
επομένως, για ν’ ασχοληθείτε με τη μουσική.
Ήταν γονιδιακή
μάλλον αυτή η επιρροή, καθώς εγώ τον θυμάμαι μόνο νεκρό. Ζουν βέβαια κάποια απ’
τα παιδιά του, όμως εγώ θυμάμαι που με είχαν πάει οι γονείς μου στην κηδεία
του. Στο σπίτι μας είχαμε ένα παλιό έπιπλο, ραδιόφωνο – πικάπ και μαγνητόφωνο
για δίσκο. Δεν το ξανάδα πουθενά αυτό! Υπήρχε δηλαδή ένας δίσκος με άλλη
βελόνα, ξεχωριστή απ’ αυτή του πικάπ, όπου μπορούσες κι έγραφες τη φωνή σου.
Φωνογράφος με δίσκο που έσβηνε με μαγνήτη από πάνω. Φοβερή ευρεσιτεχνία ενός
Θεσσαλονικού μουσικού!
Υπάρχει ακόμη
αυτό το μηχάνημα;
Το δάνεισα μια
φορά σ’ ένα συνάδελφο σπουδαίο μπουζουξή. Δεν είχα χώρο να το βάλω, έμενε έξω
και σάπιζε. «Δεν μου το δίνεις εμένα;» μου λέει αυτός και του τό’δωσα, το
έφτιαξε κιόλας και χαίρομαι τώρα που βρίσκεται εκεί.
Να φανταστώ ότι
μεγαλώσατε με τα λαϊκά ακούσματα της εποχής, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Πόλυ Πάνου
κλπ.;
Τα ακούσματα ήταν
κυρίως Καζαντζίδης και όλα τα δισκάκια της εποχής, που τα λέγαμε «πλάκες». Τα
ακούγαμε μάλιστα από ένα πικάπ που είχε διαχωρισμό πρίμο και μπάσο. Είχε ένα woofer κάτω κι έλεγε ο πατέρας μου ο Πόντιος:
«Άκου το ”πάσο” πως ακούγεται». Ακούγαμε και τα ευρωπαϊκά όλα, εννοείται: Πολ
Άνκα, Σέρτζιο Εντρίγκο. Οι γονείς μου άκουγαν κυρίως αυτά, αλλά και εμείς, τα
πιτσιρίκια. Η Θεσσαλονίκη τότε είχε δύο μεγάλα πολυκαταστήματα. Θυμάμαι τον
πατέρα μου, να κοιτάμε δίσκους, να με ρωτάει «τι δίσκο θες να σου πάρω;» κι εγώ
να του λέω χαρακτηριστικά: «Το ”Σήκω χόρεψε, κουκλί μου”».
Σε τι ηλικία
αυτό;
Στα εφτά μου.
Βέβαια, το επόμενο δώρο, στα 1964, που ήμουν πιο μεγάλος, ήταν «Το Άξιον Εστί».
Τη χρονιά που
είχε βγει το έργο.
Ναι, μόλις είχε
πρωτοβγεί. Αργότερα, επί χούντας, η θέση του δίσκου αυτού ήταν στο κοτέτσι.
Είναι μια εικόνα
αυτή, όπως την περιγράφετε, ικανή να διαμορφώσει πολιτική συνείδηση.
Βέβαια. Όχι από
το 1967, που ήμουν 12 ετών, αλλά από πολύ πιο πριν, είχα καταλάβει πως
συντελείται μία πολιτιστική επανάσταση με τα τραγούδια του Θεοδωράκη. Χαίρομαι
γι’ αυτό, αφού αν ρωτήσεις σήμερα πολλούς νέους δεν ξέρουν τον Χατζιδάκι. Εμείς
τότε ακούγαμε «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» και εκστασιαζόμασταν, όχι μόνο στο
σπίτι. Το εν λόγω έργο του Χατζιδάκι με θυμάμαι να πηγαίνω σε σπίτι φίλων να το
ακούσουμε και η ακρόαση γινόταν ομαδική μυσταγωγία.
Αυτή είναι μία
συνθήκη που θα συνεχίστηκε κατά κόρον με τους ροκ δίσκους στα seventies.
Όχι μόνο ακούγαμε
ροκ, αλλά και παίζαμε! Εγώ είχα συγκρότημα από το 1970, από τα 15 μου. Είχε
διάφορα ονόματα, δεν καταλήγαμε σε κανένα (γέλια). Ήμασταν τύμπανα, μπάσο,
κιθάρα και τραγούδι. Εγώ έπαιζα κιθάρα τότε. Τραγουδιστής ήταν ένας συμμαθητής
απ’ το γυμνάσιο.
Σε φάση Olympians κάπως ήσασταν;
Και Olympians παίζαμε, αλλά κυρίως αμερικανικά και
αγγλικά συγκροτήματα: Από Beatles και CreedenceClearwaterRevival μέχρι T-Rex και BlackSabbath. Πάντως, μια
πρώτη απόπειρα να δώσουμε όνομα στη μπάντα μας ήταν «Οι BPC», δηλαδή «BelievePerceverativeAccess»! Μετά,
πειράζοντας ο ένας τον άλλον, βγάζαμε αστεία ονόματα, λέγαμε π.χ. να είμαστε οι
«Mitsus, PitsusandTheGampsidianBoys», από μια περιοχή
εδώ στη Θεσσαλονίκη. Δεν ηχογραφήσαμε τίποτα, αφού ως πιτσιρικάδες δεν είχαμε
τη δυνατότητα, θυμάμαι όμως ότι, επηρεασμένοι από τους Beatles, είχαμε κάνει πάρτι σε μία ταράτσα.
Υπάρχει ακόμα αυτή η ταράτσα και τη βλέπω κάθε μέρα απέναντι απ’ το σπίτι μου!
Μάλιστα, επειδή είχαμε δανειστεί τα μηχανήματα από το καφενείο κάποιου θείου
απ’ τους συμμαθητές, ήρθαν και μας τα πήραν στη μέση της συναυλίας.
Αναγκαστήκαμε να παίξουμε liveunplugged!
Κι ύστερα ήρθαν
οι σπουδές στο Πολυτεχνείο.
Σπούδασα εδώ στο
Αριστοτέλειο, αλλά παράλληλα διάβαζα πολύ περί μουσικής. Ωδείο δεν πήγα, αλλά
είχα ξεκινήσει να κάνω ενορχηστρώσεις πριν πάω καν στο πανεπιστήμιο. Διάβαζα
θεωρητικά, μελέταγα αρμονία ας πούμε, αλλά δεν μού’φτανε. Μετά, όταν άρχισα ν’
αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα αυτού που είχα να κάνω, πήγα και βρήκα δάσκαλο
έναν σπουδαίο μαέστρο. Δύσκολος άνθρωπος ήταν, αλλά εμένα μ’ είχε αγαπήσει πάρα
πολύ. Μ’ αυτόν έμαθα μουσική. Μου είπε: «Για μένα δεν ξέρεις τίποτα! Θα τα πάμε
όλα απ’ την αρχή»! Περνάγαμε πάλι ένα – ένα τα σολφέζ, αρμονία, αντίστιξη,
φούγκα, οργανολογία. Ξεκίνησα να γράφω τραγούδια απ’ τα 17 μου. Χρόνια
αργότερα, παντρεμένος ων, ένα βράδυ που ήμουν ξαπλωμένος, λέω στην τότε σύζυγο
μου: «Κοίταξε, εγώ θα ενδυθώ πλέον τον μανδύα του δημιουργού». Δυσκολευόμουν να
πω τη λέξη «συνθέτης», γιατί τη θεωρώ πολύ βαριά λέξη. Ο κόσμος μου τον φόρεσε
τον όρο αυτό.
Ο Γ. Καζαντζής, φωτογραφημένος από μένα, έξω από το στούντιο του, το Polytropon, στη Θεσσαλονίκη (2024)
Δεν θεωρείτε
ακόμη πιο βαρύ τον όρο «δημιουργός»;
Το «συνθέτης»,
ξέρετε, είναι και κάτι που εμπεριέχει τεχνικές γνώσεις, πρέπει δηλαδή νά’χεις
ουσιαστικά την ικανότητα να συνθέσεις μελωδίες και αρμονίες, διότι σύνθεση
μελωδιών είναι η αντίστιξη. Να μπορείς να χρησιμοποιείς τις δυνατότητες της
φούγκας, κάτι που θεωρείται σπάνιο σήμερα. Εγώ, βέβαια, χρησιμοποιώ φούγκα,
αφού σε βγάζει από αδιέξοδα κατά την ενορχήστρωση. Και η αντίστιξη είναι κάτι
που χρησιμοποιώ, αλλά όχι όταν δουλεύω πολλές μελωδίες παράλληλα. Βάζω, εννοώ,
ένα – δυο όργανα να κινούνται αντιστικτικά μες τις ενορχηστρώσεις μου.
Έτσι που μου τα
λέτε αναλυτικά και ωραία, θεωρείτε απαραίτητη την τεχνική κατάρτιση.
Εφόσον
αφιερώνεσαι σε κάτι, πρέπει να το γνωρίζεις καλά, έστω ένα μεγάλο κομμάτι του.
Ο Σαββόπουλος,
π.χ., είναι ή δεν είναι σωστό να χαρακτηρίζεται συνθέτης;
Εγώ διαχωρίζω τον
συνθέτη απ’ τον τραγουδοποιό. Δεν θα μπορούσα να πω συνθέτη τον Σαββόπουλο,
αλλά ούτε μπορώ να διακρίνω μέγεθος, να πω δηλαδή ότι ένας τραγουδοποιός είναι
υποδεέστερος ενός συνθέτη. Έχουμε τραγουδοποιούς που μας έδωσαν αριστουργήματα,
των οποίων το επίπεδο δεν το φτάνουν οι συνθέτες: Σαββόπουλος, Λοΐζος, Μάλαμας,
Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Περίδης…Αριστουργήματα έχουν κάνει.
Η κόντρα αυτή
υπήρχε μεταξύ χατζιδακικών και θεοδωρακικών. Οι μεν υποστήριζαν ότι ο
Θεοδωράκης ήταν ένας καταρτισμένος μουσικός με σπουδές στο Παρίσι κλπ., ενώ οι
δε ότι ο Χατζιδάκις δεν ενδιαφερόταν ακόμη και για να τον χαρακτηρίσουν
συνθέτη.
Ο Χατζιδάκις όμως
έκανε ενορχηστρώσεις, χρησιμοποιούσε όλες τις μουσικές τεχνοτροπίες. Δεν
γνωρίζω τις σπουδές του Χατζιδάκι, αλλά νομίζω ότι τα έμαθε όλα. Χρησιμοποιούσε
και αντίστιξη, ενώ εισήγαγε και τζαζ συγχορδίες μέσα στις ενορχηστρώσεις του.
Ίσως λόγω και της
μακράς παραμονής του στην Αμερική.
Ίσως…Ίσως και
λόγω αισθητικής. Μια μεγάλη εβδόμη ή οι έκτες, που χρησιμοποιούσε πολύ συχνά ο
Χατζιδάκις, όπως έκτες χρησιμοποίησα κι εγώ στις «Μέλισσες», δίνουν μεγάλη
δραματικότητα. Όλα αυτά βέβαια δεν τα κάνεις σε στυλ «Α, τώρα εδώ θα βάλω μία
έκτη», σου βγαίνει και μετά εκπλήσσει και σένα τον ίδιο.
Σας συνέβη να σας
εκπλήξει μια μουσική που γράψατε;
Πολλές φορές. Όχι
ακριβώς να με εκπλήξει…Παίρνω απόσταση απ’ τη δουλειά, όταν θα τελειώσει. Την
ξανακούω, όμως, μετά από καιρό και βλέπω ότι είχε κάτι το θείο μέσα της. Για να
μην ακουστεί κάπως αυτό που λέω, εγώ θεωρώ ότι η στιγμή της έμπνευσης είναι και
μία στιγμή υπέρβασης, μία στιγμή επικοινωνίας με το σύμπαν και με τον εαυτό
σου, όπου ανοίγουν οι ουρανοί, παίρνεις ιδέες και μετά ξανακλείνουν. Στις
«Μέλισσες» έτσι νομίζω ότι λειτούργησε το πράγμα. Όταν τις έγραψα ήταν όπως
ακριβώς το ακούμε το τραγούδι. Μην έχοντας πάρει απόσταση, ένιωθα ότι δεν
επικοινωνούσα με τη βαθύτερη ουσία του τραγουδιού. Αναρωτιόμουν: «Όλη αυτή την
πολυρυθμία και τις αντιστίξεις, θα τα καταλάβει ο κόσμος;» Σκέφτηκα να
το κάνω ζεϊμπέκικο, πιο απλοποιημένο. Φεύγω διακοπές. Γυρίζω, ξανακούω τις δύο εκδοχές και εκεί μπόρεσα και
διέκρινα την απώτερη πληροφορία του τραγουδιού.
Πως εξηγείτε το
ότι ενώ είστε ένας πληθωρικός δημιουργός, ανά πενταετία βγάζετε κι από’ να
τραγούδι που θα γίνει μεγάλη επιτυχία, θα γράψει ιστορία, αν θέλετε; Αναφέρομαι
στις «Μέλισσες» με τη Βελεσιώτου, στο «Ήτανε αέρας» με την Καλημέρη και στον
«Χειμωνανθό» με τον Χαρούλη.
Εδώ σημαντικό
ρόλο παίζει και ο τραγουδιστής. Τον «Χειμωνανθό» νομίζω πως ο Χαρούλης τον
έκανε επιτυχία. Υπάρχουν κι άλλα τέτοια τραγούδια μου, όπως «Το πέταγμα σου» με
τον Ζερβουδάκη, το «Κατάρτι κι ατμός» με τον Λέκκα. Το υποστηρίζουν κιόλας αυτό
το ρεπερτόριο στα προγράμματα τους.
Μα, όταν είχαν
βγει «Τα Πέριξ», ο Χατζιδάκις είχε πει πως 80% της επιτυχίας το χρεωνόταν η
τραγουδίστρια Βούλα Σαββίδη κι ένα 20% όλα τα άλλα.
Εγώ, πάντως,
τίποτα δεν έχω φανταστεί ή σχεδιάσει απ’ όσα προέκυψαν στη συνέχεια. Το κάθε
τραγούδι μου δηλώνει τη δυναμική του τη στιγμή που το γράφω. Η πρώτη ανατριχίλα
μετράει για μένα. Μετά το χάνω κάπου. Αρχίζω να το επεξεργάζομαι.
Τη Φωτεινή
Βελεσιώτου, ας πούμε, κανείς δεν την ήξερε προ «Μελισσών», ήταν απλά μία
τραγουδίστρια σε μουσικές σκηνές της Θεσσαλονίκης.
Το feedback του τραγουδιού το’χαμε πάρει με τη
Φωτεινή απ’ τα live μας. Ήταν
ένα άγνωστο εντελώς τραγούδι, που δισκογραφήθηκε μετά από ενάμισι χρόνο. Εμείς
το παίζαμε, όμως, άλλοτε στο «Καφωδείον», εκεί που γνώρισα τη Φωτεινή, και
άλλοτε στη «Βάρδια», που υπήρχε τότε. Γινόταν χαμός, μας το ζητούσαν δεύτερη
και τρίτη φορά. Πιστεύω και στη χημεία των τριών: Η Ελένη Φωτάκη έγραψε έναν
καταπληκτικό στίχο, η μουσική και η ενορχήστρωση εξυπηρέτησαν τον στίχο αυτό
και μετά η φωνή της Φωτεινής που πήγε εκεί που πήγε το τραγούδι! Ο
«Χειμωνανθός» με τον Χαρούλη προηγήθηκε, αφού εκεί γνώρισα τη Φωτάκη, μέσω
αυτού του τραγουδιού, και γίναμε φίλοι.
Η Φωτάκη, πάλι,
είναι καλλιτέχνις αυθεντική, θα έλεγα.
Τη γνώρισα πάρα
πολύ καλά την Ελένη. Είναι ένα καλό βασανισμένο παιδί και εκπληκτική
στιχουργός. Θα ήθελα να κάνω και άλλα πράγματα μαζί της και ήδη έχουμε ένα
τραγούδι στο δίσκο που θα κάνω με τη Λιζέτα Καλημέρη. Σπουδαίο τραγούδι από
πλευράς στίχου!
Η αλήθεια είναι
πως το ψάχνετε πολύ με τον στίχο. Απόδειξη ότι συμμετέχουν πολλοί διαφορετικοί
στιχουργοί στις δουλειές σας.
Καταρχάς προσπαθώ
να διακρίνω μουσική μέσα στο στίχο για να με δονήσει πριν κάτσω στο πιάνο.
Πότε βγήκε ο
πρώτος σας δίσκος;
Το 1985.
Τραγουδούσε ο Κώστας Πρατσινάκης.
Αυτός ήταν ένας
τοπικιστικός δίσκος;
Μα, τοπικιστικός
ήταν! Εγώ τον έφτιαξα εδώ με τη βοήθεια μιας εταιρείας που λεγόταν «Μακεδονική
Μουσική Κίνηση» ιδιοκτησίας Νίκου Θεοδωράκη και Χρήστου Γκίλια, ο οποίος
Γκίλιας μας έφυγε πρόσφατα. Πήγα, τους συνάντησα και ουσιαστικά τα πληρώσαμε
όλα εγώ και ο Πρατσινάκης. Ανεξάρτητη παραγωγή, τη διανομή όμως την έκανε η
ΜΙΝΟΣ. Θυμάμαι ότι ως πληβείος δημιουργός της εταιρείας, πήρα τους δίσκους μου
παραμάσχαλα και κατέβηκα στην Αθήνα. Πήγα στην ΕΡΤ, δεν υπήρχε τότε και τίποτα
άλλο. Θυμάμαι ότι ο πρώτος που συνάντησα στους διαδρόμους του Ραδιομεγάρου,
ήταν ο Δημήτρης Λέκκας, ο οποίος με υποδέχτηκε τρομερά εγκάρδια.
Τον γνωρίζω τον
Δημήτρη Λέκκα κι είναι ένας σπάνιος γλυκύτατος άνθρωπος.
Ακριβώς. Εγώ
πήγαινα όλο κόμπλεξ και φόβο. Ο Λέκκας είναι σπουδαίος, καταρτισμένος μουσικός,
συνθέτης, μαθηματικός και διανοούμενος. Από κει και πέρα, γνώρισα πολλά παιδιά
μες την ΕΡΤ. Μια μέρα που γύριζα με τους δίσκους μέσα κει, ο παραγωγός της
εκπομπής με τον τίτλο «Πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους, τα τραγούδια τους
αγάπησα», μου είπε πως έπαιζε το «Ήτανε μια στιγμή» κάθε μέρα. Κι ένα ακόμη
τραγούδι μου, αν τα λέω σωστά.
Θα πήρατε θάρρος
και για τον επόμενο δίσκο έτσι. Δεν ήταν λίγο να «κατακτάς» την ΕΡΤ, όντας
Θεσσαλονικιός.
Πήρα κουράγιο από
την αποδοχή της πρώτης δουλειάς μου. Το σημαντικότερο ήταν που πήρα θάρρος και
τηλεφώνησα του Διονύση Σαββόπουλου. Του είπα «Διονύση, γεια σου, είμαι ένας
τραγουδοποιός από Θεσσαλονίκη» κι αυτός συγκινήθηκε. Ακόμη είχε πολύ στενή
σχέση με την πόλη του. Μου είπε να του στείλω το δίσκο μου. Μιλάω για το 1987 –
88, όταν έκανε το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» στην τηλεόραση. Του στέλνω το
δίσκο και μου λέει «Πάρε με σε μια βδομάδα». Απίστευτα συνεπής ο Σαββόπουλος!
Εγώ τότε είχα διοριστεί μηχανικός στην Κατερίνη και δούλευα εκεί. Πράγματι, του
ξανατηλεφωνώ και μου λέει ότι άκουσε το δίσκο και του άρεσε.
– Μπορούμε να
κάνουμε κάτι;
– Ναι, θα
κάνουμε! Μπορείς να μου κάνεις εκεί απάνω ένα βίντεο και να μου το φέρεις;
– Ναι. Έκλεισε.
Τότε δεν υπήρχε η
ΕΡΤ 3. Υπήρχε ανταπόκριση μόνο για την ΕΡΤ από Θεσσαλονίκη που γινόταν από’να
στούντιο κοντά στο αεροδρόμιο. Ήξερα κάποιους εκεί, προθυμοποιήθηκαν όλοι,
πληρώσαμε ελάχιστα ένα συνεργείο και κάναμε τα γυρίσματα ενός απ’ τα πρώτα
βίντεο κλιπ στην Ελλάδα τώρα που τα αναπολώ. Σκηνοθεσία έκανε η Μίκα
Ζαχαροπούλου και, γενικώς, όλα τα παιδιά δούλεψαν αφιλοκερδώς. Παίρνω το
κλιπάκι, ξανακατεβαίνω Αθήνα και συναντώ τον Σαββόπουλο, που τότε έμενε σε ένα
δωμάτιο του «Μεγάλη Βρετανία». Το είδε, μου κάνει «Είμαστε ΟΚ, πήγαινε το στην
Παιανία να το περάσουν στο πρόγραμμα». Δεν ήξερα πότε θα μεταδοθεί. Ούτε με
πήρε ποτέ τηλέφωνο να με ενημερώσει. Παρακολουθούσα όλες τις εκπομπές και
φτάνουμε στην εκπομπή το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Ο κόσμος δεν έβλεπε τίποτα
άλλο, όλοι «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι»! Μεταδίδεται εκεί το κλιπάκι με
παρουσιαστή τον Άρη Δαβαράκη, αν θυμάμαι καλά. Πολύ ωραία τα έφερε ο
Σαββόπουλος! Αμέσως μετά μας άνοιξε η όρεξη και κάναμε το δεύτερο δίσκο μου.
Πάλι με τον ίδιο τραγουδιστή, τον Πρατσινάκη, αλλά με μία εταιρεία που λεγόταν
«Ροτόντα» και ανέλαβε όλα τα έξοδα παραγωγής. «Ταξίδια με τον ίδιο χάρτη»
λεγόταν ο δίσκος. Δειλά – δειλά άρχισα ν’ αναζητώ κι άλλους τραγουδιστές
τοπικής εμβέλειας. Στίχους στους δύο πρώτους δίσκους είχαν γράψει διάφοροι: Η
αείμνηστη Σοφία Κατζούρη, π.χ., ενώ μετά άρχισα να συνεργάζομαι με τον Γιάννη
Τσατσόπουλο πού’ναι σπουδαίος στιχουργός.
Και φτάνουμε στο
1990 όταν ο Μάνος Χατζιδάκις πραγματοποιεί τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού
Καλαμάτας.
Έστειλα ένα
τραγούδι, το «Σαν καταιγίδα». Στους Αγώνες είχα τραγουδίστρια την Ελένη
Μιχαλοπούλου, μία σπουδαία τραγουδίστρια που σήμερα έχει δική της σχολή. Στη
δισκογραφία το τραγούδι πέρασε με τη Λιζέτα Καλημέρη. Για τη διφωνία, ήθελα τον
Μανώλη Χατζημανώλη, του οποίου του βγήκε σε καλό, γιατί τον άκουσε ο Χατζιδάκις
και του έδωσε ακόμη δύο κομμάτια, που ήταν ορφανά από τραγουδιστές. Πολύ ωραίο
ήταν το κλίμα στους Αγώνες Καλαμάτας, το σημαντικότερο όμως ήταν που γνώρισα
από κοντά τον Χατζιδάκι και την αύρα που διέθετε ο άνθρωπος αυτός. Σημαντική
ήταν και η γνωριμία μου με τον Μίλτο Λογιάδη. Μόλις είχε έρθει εφηβάκι από τη
Γερμανία, είχε μιλήσει με τον Χατζιδάκι κι αυτός του’ πε: «Ορίστε, έλα εκεί να
διευθύνεις». Τον είχα πετύχει μες το αεροπλάνο τον Λογιάδη, ο οποίος μου είπε
τα εξής: «Εσύ είσαι ο Καζαντζής; Επιτέλους είδα και μια παρτιτούρα που μπορώ να
βγάλω άκρη». Μου άρεσε πολύ αυτό! Η ενορχήστρωση στο κομμάτι ήταν δική μου.
Γνωρίστηκα και με τα άλλα παιδιά, τον Περίδη, τη Μαρία Βουμβάκη – πολύ σημαντική
είναι αυτή – και τον Κυπουργό, με τον οποίο γίναμε φίλοι. Τον κάλεσα αργότερα
στην Καλαμαριά, που ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής, για να μας δώσει κάποιο
σεμινάριο και παίξαμε κι ένα έργο του. Γνώρισα ακόμη τον Μιχάλη Γκανά, ο
οποίος, επειδή το τραγούδι μου δεν πέρασε τη δεύτερη μέρα κι ήμουν
στενοχωρημένος, με έπιασε και μου είπε: «Το τραγούδι σου είναι σπουδαίο, μην
ανησυχείς που δεν πέρασε». Μου’χει μείνει αυτό…
Η καθιέρωση ήρθε
μετά τους χατζιδακικούς Αγώνες Καλαμάτας;
Όχι, δεν θα
τό’λεγα. Ούτε σήμερα νιώθω καθιερωμένος, αλλά εν πάση περιπτώσει τώρα υπάρχει
μίαν αναφορά.
Ε, όχι και δεν
είστε καθιερωμένος σήμερα. Μην είστε τόσο σεμνός.
Άστε με να είμαι
σεμνός, κάτι κερδίζω απ’ αυτό. Δεν έχει να κάνει με μετριοπάθεια.
Συμφωνώ για την
καθιέρωση που τελικά δεν ήρθε μετά την Καλαμάτα. Κάνατε, βλέπεις, έναν οργανικό
τρίτο δίσκο.
«Οι εποχές»
λεγόταν κι ήταν η πρώτη οργανική δουλειά μου. Ένιωθα ένα περιορισμό με το
τραγούδι λόγω του στίχου. Εννοώ αυτό το συνεχές «κουπλέ – ρεφρέν – κουπλέ –
ρεφρέν» και μια εισαγωγή. Στα οργανικά, η μουσική είχε πολλά πεδία για να
απλωθεί, δύο θέματα, ένα επεισόδιο, μία παραλλαγή κ.ο.κ. «Οι εποχές» ήταν μια
παραγωγή του δήμου Καλαμαριάς, όπου είχα μετατεθεί μετά την Κατερίνη. Είχα
μεγάλη βοήθεια απ’ τον δήμαρχο Καλαμαριάς, τον αείμνηστο Θρασύβουλο Λαζαρίδη.
Αυτός μου έκανε την παραγωγή στο πλαίσιο των 50 χρόνων απ’ την ίδρυση του
δήμου. Γράψαμε στο στούντιο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και, γενικά, ο
δίσκος όλος εξέφραζε τη διάθεση μου να ανοίξω τα μουσικά πεδία μου.
Μιλάμε για το
1993…
Ακριβώς! Το ’93
βγήκαν «Οι εποχές».
Ήθελα να πω ότι
το ’93 εμφανίζονται ο Αλκίνοος με τον Ζούδιαρη, ο Περίδης, αρχίζει η
παντοδυναμία του λεγόμενου έντεχνου. Σκεφτήκατε πως ήρθε κι η δική σας ώρα να
διεκδικήσετε αυτό που σας ανήκει μέσα στο συγκεκριμένο ρεύμα;
Αν και με
εξέφραζε όλο αυτό το κλίμα, αυτό το περιβάλλον, δεν το είδα σαν ένα εφαλτήριο
για να μπω κι εγώ μέσα σ’ αυτό. Εγώ πάντα την εσωτερική μου φωνή ακολουθώ. Τώρα
αν αυτή η φωνή διαμορφώνεται ή επηρεάζεται και απ’ το κίνημα του έντεχνου, δεν
ξέρω τι να πω επ’ αυτού. Τα πράγματα γίνανε μοιραία. Μετά τον τρίτο δίσκο,
άλλαξε η οπτική στη ζωή μου. Ωρίμαζα μάλλον…Μπορεί να ήταν που έκανα ένα ταξίδι
στο Άγιο Όρος και γύρισα διαφορετικός; Δεν ξέρω…Μέσα στο Άγιο Όρος εμπνεύστηκα
κι ένα τραγούδι, το «Χρόνοι της απουσίας σου».
Κι αυτό είναι
εξαιρετικό τραγούδι πάλι με τη Λιζέτα Καλημέρη.
Ναι, ακριβώς. Το
έγραψα αυτό εκεί και γύρισα πίσω με δυο – τρία τραγούδια. Ήμασταν πολύ φίλοι με
τη Μελίνα Κανά. Την Καλημέρη δεν την ήξερα εγώ τότε, ήμασταν φίλοι
οικογενειακοί. Της λέω «Μελίνα, δεν κάνουμε ένα δίσκο;» και μου λέει «Μέσα»!
Ακούει πρώτο το «Χρόνοι της απουσίας σου», τη μελωδία. Κάνει: «Είναι
καταπληκτικό, μοιάζει αναγεννησιακό. Θα σου συστήσω μια φίλη μου να σου γράψει
στίχους»! Και έτσι μου προτείνει τη Λίλυ Βαρίνου, με την οποία ήταν
συμφοιτήτριες. Φτιάξαμε με τη Λίλυ τρία – τέσσερα τραγούδια, τα κάνουμε ντέμο,
αλλά μια μέρα μου λέει η Μελίνα: «Ήρθε και με βρήκε ένας Σωκράτης Μάλαμας και
μου έδωσε μία κασέτα. Τον ξέρεις;» «Πως δεν τον ξέρω;» της απαντώ, «τον
κιθαρίστα λες». Συνεχίζει η Μελίνα: «Δεν μου λένε τίποτα» και μου βάζει κι
ακούω πρώτο – πρώτο το «Να βάλω τα μεταξωτά». Παθαίνω πλάκα! «Τι λες, ρε συ
Μελίνα;» της λέω, «αυτά είναι τραγουδάρες». Της είπα να τον κάνει οπωσδήποτε το
δίσκο με τον Μάλαμα, αφού ήταν κι η ΛΥΡΑ στη μέση.
Σωστά αναφέρετε
τη ΛΥΡΑ, γιατί η Ντόρα Ρίζου με το «υποκατάστημα» της ΛΥΡΑ στη Θεσσαλονίκη,
έφτιαξε πραγματικά τη νεότερη σχολή τραγουδιού της Θεσσαλονίκης. Της οφείλουν
όλοι οι μουσικοί από τον Βορρά.
Εννοείται πως στη
Ντόρα οφείλουμε αυτή τη «σχολή της Θεσσαλονίκης», αν υπάρχει ο όρος. Πολλοί, ο
Μάλαμας, η Κανά, η Καλημέρη, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων που έμενε εδώ τότε, ο
Μπακιρτζής, εγώ, ακόμη και ο Παπάζογλου, χρωστάμε πολλά στη Ντόρα! Εμείς,
βέβαια, τότε δεν το ζούσαμε έτσι όπως το λέτε, αναγεννησιακά δηλαδή. Εκ των
υστέρων μπορώ να δω ότι η πόλη έχει μία ενέργεια που εμπνέει. Αυτό το «ερωτική
πόλη», που λένε, δεν ξέρω μόνο αν ισχύει.
Τα’πε όλα ο
Χριστιανόπουλος: «Γιατί ερωτική πόλη η Θεσσαλονίκη; Στις άλλες πόλεις δεν
γαμάνε;»
(γέλια) Ναι,
σωστά! Δεν ξέρω τι είναι, η υγρασία της; Εγώ το αποδίδω στην ιστορία της, στις
δονήσεις της…Η πόλη έχει και σου δημιουργεί μία εσωστρέφεια, η οποία είναι
γόνιμη για κάθε δημιουργό. Έχεις ένα εργαλείο περισυλλογής, έναν διάλογο με τον
εαυτό σου.
Απ’ την άλλη,
είστε και καλλιτέχνες εσείς εδώ που δεν «καήκατε» από την Αθήνα και τη νύχτα
της.
Όχι. Πολλοί
μουσικοί έχουν παίξει σε σκυλάδικα. Άλλοι έχουν ξεφύγει, άλλοι δεν ξέφυγαν.
Θυμάμαι να ξεκινώ με συναδέλφους με τα ίδια όνειρα, το ίδιο ταλέντο, την ίδια
αισθητική αντίληψη, που τους έφαγαν τα σκυλάδικα γιατί δεν είχαν άλλη
εναλλακτική βιοπορισμού. Σιγά – σιγά άλλαξε και η αισθητική τους.
Σε συνέχεια αυτών
που λέγαμε για τη Ντόρα Ρίζου, θα συμφωνήσετε με το ότι πέσατε και σε μία καλή
χρονική συγκυρία, κατά την οποία όλη η «καλή» Θεσσαλονίκη μεταφέρθηκε ατόφια
στην Αθήνα και τα τραγούδια σας έγιναν ευρέως γνωστά.
Μα γι’ αυτό κι
εγώ παρότρυνα τη Μελίνα να έκανε το δίσκο με τον Μάλαμα. Τα δικά μου τραγούδια
δεν είχαν ακόμη σπίτι. Οι εταιρείες ήταν παντοδύναμες τότε. Με τον Σωκράτη
ήμασταν φίλοι, του είπε η Μελίνα ότι τη συμβούλεψα να προχωρήσουν κι αυτός
συγκινήθηκε. Έκαναν τελικά το δίσκο «Της μέρας και της νύχτας» στο «Αγροτικόν»
του Παπάζογλου και έγινε αμέσως επιτυχία. Εγώ, όμως, άρχισα νά’χω πρόβλημα: Με
ποιον τραγουδιστή μετά τη Μελίνα, θα έκανα τα τραγούδια μου;
Ψυχραθήκατε τότε
με τη Μελίνα Κανά;
Όχι, ίσα – ίσα!
Εγώ της είχα προτείνει – επαναλαμβάνω – να προχωρούσε, εκεί που η ίδια ήταν
ανασφαλής. Είχαμε και εξακολουθούμε να έχουμε την καλύτερη σχέση.
Δεν είστε
ανταγωνιστικός άνθρωπος.
Είμαι
ανταγωνιστικός σε επίπεδο άμιλλας. Ακούω τραγούδια συναδέλφων μου, όχι πολλά,
που τα ζηλεύω, λέω «μακάρι να τό’χα γράψει εγώ αυτό». Κι υπάρχουν κι άλλα που
ξέρω πως δεν θα μπορούσα να τα γράψω, γιατί είναι σ’ άλλη κατεύθυνση απ’ τη
δική μου.
Ωστόσο σας
«έκαιγε» να έβγαινε εκείνο το υλικό.
Με «έκαιγε»,
εννοείται, κι είχαν μαζευτεί κι άλλα κομμάτια. Έκανα κάποια δοκιμαστικά με
τραγουδιστές μέχρι που κάποιος φίλος μού είπε: «Άκου και τη Λιζέτα, την αδερφή
της Μελίνας». Τραγουδούσε κάπου κοντά μου, στην «Ουτοπία». Πάω, την ακούω και
παθαίνω πλάκα, καθώς ήταν της ίδιας ακριβώς οικογένειας με τη Μελίνα. Η Λιζέτα
έχει πιο ευρύ φωνητικό αρμονικό φάσμα, αν και δεν συγκρίνονται οι δυο τους.
Σπουδαίες τραγουδίστριες και οι δύο! Παίρνω, λοιπόν, τη Λιζέτα και τη βάζω στο
στούντιο. Δεν είχε ιδέα, ήταν παντελώς άσχετη, αφού τη βοηθούσα να βάλει τα
ακουστικά της. Κάνουμε το ντέμο κι εκεί έρχεται ο Μάλαμας που ήθελε επίσης να
βοηθήσει και μου έφερε τον παραγωγό Δημήτρη Χατζόπουλο από την Αθήνα. Ο
Χατζόπουλος ήταν στον Μελωδία τότε και ο προσανατολισμός του ήταν στο έντεχνο.
Κάνουμε την ακρόαση στο σπίτι μου και μου λέει: «Αύριο μπαίνεις στούντιο». Η
Ντόρα Ρίζου μεσολάβησε έπειτα και μας πήραν στη ΛΥΡΑ. Ο δίσκος δεν έκανε μπαμ
με τη μία, έγινε όμως βραδυφλεγής επιτυχία. Τα τραγούδια δηλαδή μέχρι σήμερα
ακούγονται.
Έχοντας φύγει απ’
τη ζωή ο Χατζιδάκις, είπατε «μακάρι να ζούσε να άκουγε τα τραγούδια μας»;
Ναι, τό’χα
σκεφτεί ειλικρινά. Δεν χόρτασα αυτή τη μικρή επαφή που είχα μαζί του. Και,
σίγουρα, είναι μεγάλη μου επιρροή ο Χατζιδάκις. Μια φορά μόνο, εκεί στους
Αγώνες, κάτσαμε δίπλα – δίπλα σ’ ένα τραπέζι και γνώρισα το χιούμορ και την
απλότητα του. Τον Γκάτσο δυστυχώς δεν τον γνώρισα. Πάντως μ’ αυτό το δίσκο με
τη Λιζέτα ένιωσα πως σπάει λίγο το φράγμα της Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε ο
«Σορόκος», ακόμη ένας οργανικός δίσκος, που μπήκε στα BuddhaBar του εξωτερικού. Να πω ότι ο Μιχάλης Κουμπιός είχε βαφτίσει «Σορόκο» το
δίσκο από’να κομμάτι μ’ αυτόν τον τίτλο μέσα. Ο Μιχάλης δεν είχε αναλάβει ακόμη
το Δίφωνο, αλλά συνεργαζόταν ως παραγωγός με την FMRecords. Λίγο μετά, όταν η ΛΥΡΑ κάλεσε τον Ανδρέα Καρακότα να κάνει δίσκο, εκείνος
πάτησε πόδι: «Με τον Καζαντζή θα τον κάνω το δίσκο»!
Προς τιμήν του!
Ναι, μπράβο του
τού Ανδρέα! Έτσι, πολύ κοντά στον «Σορόκο», έφτιαξα ένα δίσκο με τραγούδια, για
τον οποίο δεν ήμουν τελείως προετοιμασμένος. Συμμετείχε η Δήμητρα Γαλάνη.
Το κομμάτι της
οποίας πήρε και όλο το airplay του δίσκου.
Τη Γαλάνη τη
θέλαμε με τον Ανδρέα. Πήγαμε και τη συναντήσαμε εδώ που τραγουδούσε, συμφώνησε
να είναι στη δουλειά και τα περαιτέρω τα κανόνισε η Ντόρα Ρίζου. Της Γαλάνη της
δόθηκε, πράγματι, ένα ωραίο τραγούδι και έκανε μια σπουδαία ερμηνεία, όμως η
αλήθεια είναι πως ο δίσκος δεν είχε καμία υποστήριξη, ούτε απ’ την εταιρεία.
Ίσως κι ο Ανδρέας να ήταν λίγο διστακτικός, γιατί έτρεχε με το στρατιωτικό του,
αν θυμάμαι καλά. Σήμερα, πάντως, που τα συζητάμε καμιά φορά με τον Ανδρέα, τον
θεωρεί έναν από τους καλύτερους δίσκους του. Εμείς λειτουργούσαμε σαν παθητικοί
ακροατές, δε μπορούσαμε να κάνουμε κάτι για να επηρεάσουμε. Ούτε και σήμερα
μπορώ πέρα απ’ τις συναυλίες που δίνω. Έχω γνωριμίες, αλλά δεν τό’χω κάνει ποτέ
να αρχίσω τα τηλέφωνα του στυλ «Παίξε το τραγούδι μου». Αυτός είμαι δηλαδή, δεν
μπορώ να τα κάνω αυτά. Τέλος πάντων, ο επόμενος δίσκος ήταν με τον Μιχάλη
Παπαζήση στην FMRecords, όπου συμμετείχε η Λιζέτα με το «Ήτανε
αέρας» σε ποίηση Γιώργου Χρονά.
Εκεί κι αν πήρε η
Λιζέτα όλο το air play του δίσκου!
Ισχύει…Εγώ τότε
ήμουν τρελά ερωτευμένος με μια τύπισσα, μια πολύ δύσκολη κατάσταση, κι έχουμε
κατέβει με τη Λιζέτα να παίξουμε στην Αθήνα. Μου τηλεφωνεί ο Χατζόπουλος ότι
θέλει να με γνωρίσει σ’ έναν σπουδαίο άνθρωπο και πάμε απ’ του Γιώργου Χρονά.
Είχε έναν υπέροχο τεράστιο σκύλο, θυμάμαι. Αντί να πούμε άλλα, άρχισα να του
λέω τον καημό μου. Του αφήνω την κασέτα με τη μελωδία του «Ήτανε αέρας»…«Άσε,
αγόρι μου, εγώ θα σου γράψω για όλα αυτά που μου διηγήθηκες» μου κάνει ο Χρονάς
και γράφει το «Ήτανε αέρας»!
Πολύ συγκινητικό.
Τρομερά
συγκινητικό…
Εγώ πάλι νόμιζα
πως ο Χρονάς τη Φλέρυ Νταντωνάκη είχε στο μυαλό του όταν έγραφε αυτό το
τραγούδι.
Το κατανοώ, θα
μπορούσε, δεν ήταν καν όμως μελοποίηση μου σε κάποιο ποίημα του Χρονά. Ο
ποιητής έγραψε πρωτότυπους στίχους βασισμένους σ’ όλο αυτό που του διηγήθηκα
στο σπίτι του. Είχα και μελοποιημένα ποιήματα του Χρονά μέσα, αλλά αυτό ήταν το
μοναδικό με πρωτότυπους στίχους του. Θεωρώ καρμική την επιτυχία του «Ήτανε
αέρας», σύμφωνα με την ιστορία του τραγουδιού, όπως σας την είπα. Όλα είναι
καρμικά, ξέρετε. Όταν το έφτιαξα, αρχικά σκεφτόμουν τη Μαρία Θωΐδου. Γράψαμε το
κομμάτι με τη φωνή – οδηγό της Μαρίας. Μιλάω για το τραγούδι τελειωμένο πριν
φωνάξω τη Λιζέτα. Δεν μου έβγαζε, όμως, αυτό που ήθελα κι έτσι κάλεσα τη
Λιζέτα. Μία φορά το είπε, μια κι έξω. Αυτό ήταν! Έκτοτε, κατάλαβα ότι δεν
πρέπει να’χω συναισθηματισμούς με τα τραγούδια μου, αφού το ίδιο το σύμπαν μας
δείχνει το δρόμο μας.
Εσάς ο δρόμος σας
έβγαλε σ’ άλλες πολύ σημαντικές συνεργασίες. Θυμίζω αυτή με τον Μανώλη Ρασούλη.
Ήμασταν πολύ
φίλοι με τον Ρασούλη. Ερχόταν σπίτι, καθόμασταν, τρώγαμε – κυρίως τρώγαμε – και
πηγαίναμε στο γήπεδο με τον γιο μου πιτσιρικά. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις.
Μάλιστα, έκανα όλες του τις εκπομπές στον «Ωχ FM» μέχρι να τον διώξουν. Ερχόταν ο Μανώλης στο
στούντιο κάθε Δευτέρα και Τετάρτη, τις γράφαμε, αλλά δεν υπήρχε κομπιούτερ για
να τις σώσουμε κι αυτό το θεωρώ μεγάλη απώλεια σήμερα. Γράφαμε τις κασέτες,
ερχόταν κούριερ και τις έπαιρνε και παίζονταν την επόμενη μέρα. Κάποια στιγμή ο
Μανώλης είχε αναφερθεί στον Χαρδαβέλλα, που’χε εμφανιστεί με σπασμένο χέρι τάχα
μου ότι τον δείρανε. Τον είχε αποκαλέσει «Χαρδαμπούχλα» ο Μανώλης και την άλλη
μέρα του τηλεφωνούν από την εκπομπή: «Ξέρεις, σου κόβουμε τη μία μέρα, θα
βγαίνεις μόνο κάθε Πέμπτη». Κι εκεί ο Μανώλης τους λέει: «Κι εγώ σας κόβω και
την Πέμπτη» και σταμάτησε.
Πολύ καλά έκανε.
Ανάγκη δεν τους είχε.
Ναι, έτσι. Με τον
Μανώλη κάναμε αρκετά τραγούδια. Συνέχισα και μ’ άλλους οργανικούς δίσκους, σαν
το «Fauxbizoux».
Που έχετε μέσα
ένα μόνο τραγούδι με τον Βασίλη Λέκκα.
Μπράβο! Με
συγκινείτε που ξέρετε τόσο καλά τη δουλειά μου.
Η δουλειά μου
είναι, κύριε Καζαντζή. Σας ευχαριστώ. Ας πούμε κάτι άλλο: Θεωρήσατε ποτέ ότι οι
τραγουδιστές έγιναν το Α και το Ω της δισκογραφίας, παραμερίζοντας τους
δημιουργούς;
Συνέβαινε. Οι
δίσκοι γίνονταν προσωπικοί του κάθε τραγουδιστή, συνήθως πολυσυμμετοχικοί από
πλευράς συνθετών και στιχουργών. Εμένα, πάλι, δεν ξέρω, η ρότα μου ήταν να
μαζεύω πέντε – δέκα τραγούδια και να κάνω ολοκληρωμένους δίσκους. Καταρχάς δεν
είμαι πολυγραφότατος, γι’ αυτό και κάνω δίσκο ανά δυο – τρία χρόνια. Δεν είχα
και ποτέ την πρεμούρα να κάνω δίσκο με ένα συγκεκριμένο στιχουργό για έναν
συγκεκριμένο τραγουδιστή. Φρόντιζα να κινούμαι σε ενιαίο ύφος μουσικά και
στιχουργικά και η ενορχήστρωση πάντα βοηθούσε σ’ αυτό. Από κει και πέρα,
πολυσυλλεκτικοί ήταν οι δίσκοι μου από τραγουδιστές. Αυτό, ξέρετε, το πλήρωνα!
Έκανα πολλά ωραία τραγούδια με πολλούς διαφορετικούς ερμηνευτές, τα οποία όμως
δεν υποστηρίχτηκαν. Θυμάμαι. π.χ., ένα τραγούδι μου με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, ο
οποίος κατέλυσε όλες τις δυσκολίες, βασικά απ’ την εταιρεία του που δεν θέλανε
να το κάνουμε. Μέχρι που μου έστειλαν email απαγόρευσης χρήσης του Αλκίνοου στο στούντιο,
αλλά εκείνος πάτησε πόδι και μου’πε να μην ανησυχώ για τίποτα.
Το κομμάτι αυτό
είναι στον ίδιο δίσκο με τις «Μέλισσες» μαζί και μ’ άλλους τραγουδιστές: Την
Τσαλιγοπούλου, τον Θηβαίο.
Ο Θηβαίος
τραγούδησε τη «Μαρμαρυγή» σε στίχους της Φωτάκη, άλλο καλό τραγούδι κατά τη
γνώμη μου. Ένα μόνο τραγούδι, πάντως, δεν το στηρίζουν οι τραγουδιστές. Δεν
τους πάει, δεν μπορώ να ξέρω…
Εκτός κι αν γίνει
επιτυχία, σαν τις «Μέλισσες» με τη Βελεσιώτου.
Έχετε δίκιο,
παίζουν ρόλο κι άλλες συγκυρίες.
Εννοώ πως οι
προαναφερόμενοι τραγουδιστές του δίσκου, που’ναι κι οι ίδιοι δημιουργοί κιόλας,
πολύ θα ήθελαν ένα «σουξέ» – να το πω έτσι – σαν τις «Μέλισσες».
Σωστά. Θεωρώ
βέβαια πως αν λίγο βοηθούσαν κι αυτοί, ίσως έσκαγε ακόμη μία επιτυχία.
Τελευταία,
πάντως, φαίνεται να εγκαταλείψατε τους πολυσυμμετοχικούς δίσκους. Βγάλατε
πρόσφατα το «Κατάρτι κι ατμός» με τον Βασίλη Λέκκα και το «Έρωτας ή τίποτα» με
τον Γιώργο Νταλάρα. Ο Νταλάρας, σαν ευφυής και «ψαχτήρι» που είναι, φαντάζομαι
ότι θα επιθυμούσε τη συνεργασία σας.
Με τον Νταλάρα
γνωριστήκαμε στην κηδεία του Σταύρου Κουγιουμτζή. Ήμασταν πολύ κοντά επίσης με
τον Σταύρο και με ειδοποίησε αμέσως η κόρη του, η Μαρία, για να πάω κοντά τους.
Πήγα και τη δεύτερη μέρα ήρθε από κει ο Νταλάρας. Κάτσαμε με τον Γιώργο σ’ ένα
μικρό δωμάτιο, θυμάμαι, και μου λέει: «Εσύ’σαι ο Καζαντζής; Ξέρεις ότι σε
αναζητούσα; Έχω ζηλέψει πολλά τραγούδια σου»! Μάλιστα ένα απ’ αυτά που’χε
ζηλέψει ο Νταλάρας ήταν σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη. Του εξήγησα κι εγώ πως
είχα φανταστεί πολλά τραγούδια μου με τη φωνή του, αλλά δίσταζα να τον
προσεγγίσω. Μου ζήτησε την επόμενη, στην κηδεία, να του πήγαινα όλους τους
δίσκους μου. Πράγματι, του έκανα ένα πακέτο και τους πήρε. Μου έλεγε μετά η
Άννα Νταλάρα: «Τους έχει λιώσει τους δίσκους μες τ’ αυτοκίνητο. Όλη την ώρα
Καζαντζή ακούμε». Δώσαμε υπόσχεση συνεργασίας. Τα χρόνια πέρναγαν και
βρισκόμασταν. «Γιωργάκη, δεν ήρθε η ώρα μας ακόμα» μου έλεγε ο Νταλάρας. Εγώ
το’χα ξεχάσει, αλλά εκείνος το’χε στο μυαλό του, αφού κάποια μέρα χτυπάει το
τηλέφωνο: «Γεια σου, Γιώργο, είμαι ο Γιώργος Νταλάρας. Ήρθε η ώρα μας. Έχω κάτι
στίχους να σου στείλω». Για τρία χρόνια μαζεύαμε υλικό, έγραφα, του έστελνα και
άκουγε.
Απέρριπτε
πράγματα ο Νταλάρας;
Δεν απέρριπτε
τίποτα. Μου λέγανε όλοι «θα σε ζαλίσει, είναι ψείρας», αλλά τίποτα τέτοιο δεν
έγινε. Διαλέξαμε το υλικό, κάτσαμε μαζί στο τέλος και είπαμε «ξεκινάμε». Έκανα
εγώ τις ενορχηστρώσεις μου, βρήκαμε τόνους και έγραψα στο στούντιο μου στη
Θεσσαλονίκη. Κατέβηκα Αθήνα και τον είδα να τραγουδάει σαν έφηβος. Βγήκε δηλαδή
πολύ αβίαστα το υλικό και με μεράκι. Κι ο ίδιος αγάπησε πολύ το δίσκο,
φαίνεται, ακούγοντας κανείς τις εκπληκτικές ερμηνείες του.
Πάντως, το «Στα
μισά του έρωτα βγαίνει ο δολοφόνος» της Φωτάκη είναι ένας απ’ τους πιο
ελκυστικούς και εκκεντρικούς τίτλους ελληνικού τραγουδιού.
Βέβαια! Σε τρία
κομμάτια στίχους έγραψε και η Ναντίνα Κυριαζή, ενώ υπάρχει κι ένα τραγούδι σε
στίχους του Μάνου Ελευθερίου, με τον οποίο είχαμε κάνει κι άλλα τραγούδια στο
παρελθόν. Επίσης, στίχους μου έδωσαν ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος και ο Γιώργος
Ανδρέου. Και με τον Μάνο Ελευθερίου είχαμε συνδεθεί στενά. «Έλα, αγοράκι μου,
τι γίνεται;» μου έλεγε όποτε μου τηλεφωνούσε μία φορά στάνταρ τη βδομάδα και
λέγαμε τα πάντα, τις χαρές και τα παράπονα μας. Δεν θα ξεχάσω που μια φορά με
κάλεσε στην Αθήνα και μου αφιέρωσε μία ολόκληρη μέρα. Ήπιαμε καφέ, φάγαμε, μετά
ξανά καφές, ήταν απίστευτος, απίστευτος! Σπουδαία μορφή. Χαίρομαι που τον
γνώρισα!
Τι παρέχει σήμερα
το στούντιο σας πρωτίστως σε εσάς τον ίδιο;
Καταρχάς ξεκίνησε
απ’ την ανάγκη μου να’χω το δικό μου χώρο. Είχα ένα homestudio, αλλά ήθελα βασικά να κάνω πρόβες με τους μουσικούς μου και να παίζουμε.
Τότε έκανα κι αυτή την κίνηση με την αξιοποίηση της περιουσίας, που σας έλεγα
στην αρχή. Είχα δύο διαμερίσματα και πούλησα το ένα με την κατακραυγή των
πάντων, αλλά δικαιώθηκα φτιάχνοντας το στούντιο, όπως αποδείχτηκε. Συγκυρία κι
αυτό ήτανε, αφού τη μέρα που το είπα σε άλλους, βρισκόμουν στο Σύλλογο Μουσικών
Βορείου Ελλάδος. «Ρε παιδιά, σκέφτομαι να κάνω ένα δικό μου στούντιο»
εξομολογήθηκα κι αμέσως εκεί ήταν ένας μηχανικός κι ένας ηχολήπτης που μου
είπαν «εμείς θα σ’ το φτιάξουμε». Μιλάμε για το 1992 περίπου.
Και σήμερα που
έχουμε 2021 η αλήθεια είναι πως το «Polytropon» καλύπτει το κενό του «Αγροτικόν» του Παπάζογλου
στη Θεσσαλονίκη.
Νομίζω πως τα
κενά καλύπτονται με τα homestudios του καθενός πια. Σκεφτείτε πως όταν
έγραφα την «Πνοή του ανέμου» στο «Αγροτικόν» με τον Παπάζογλου, βαρούσα
ταυτόχρονα κομπρεσέρ στο δικό μου στούντιο. Αποτέλεσμα, βάλε και το άγχος, ήταν
να πάθω μια νευραλγία τριδύμου με τρομερά φρικτούς πόνους στο πρόσωπο. Λίγο
μετά ήρθε και η ανάγκη της δημιουργίας μιας δισκογραφικής εταιρείας με πενιχρά
μέσα στην αρχή. Δεν μπορώ να πω, κάναμε αρκετές παραγωγές, γιατί είχα και την
πολύτιμη βοήθεια του συνθέτη Κώστα Αθυρίδη. Ο Κώστας ήταν συνέταιρος στο
δισκογραφικό κομμάτι. Όταν αποχώρησε ο Κώστας, ο γιος μου που ανέλαβε, δεν την
ήθελε τη δισκογραφική εταιρεία και κάναμε ομηρικές μάχες. Μικρός ήταν, δεν είχε
αντίληψη. Τώρα, όμως, έχει αλλάξει γνώμη γιατί το οικονομικό feedback απ’ τη δισκογραφία είναι αέναο, συνεχές.
Συν τοις άλλοις, στον κατάλογο μας έχουμε τις «Μέλισσες», «Τα ανείπωτα» με τον
Ζερβουδάκη, κομμάτια που σκίζουν! Στην ουσία ποτέ δε σταμάτησε η εταιρεία να
υφίσταται, απλά δεν σηκώνει πια να κάνουμε δικές μας παραγωγές. Επιχείρηση,
πάντως, δεν γίναμε ποτέ. Ούτως ή άλλως, η εταιρεία και το στούντιο ήταν πάντα
στο όνομα του παιδιού μου, του τα κληροδότησα όλα.
Πόσα παιδιά
έχετε;
Δύο παιδιά έχω.
Μουσικοί και οι δύο. Η μεγάλη κόρη μου είναι εξαιρετική τσελίστρια και ο γιος
μου είναι κρουστός με μια πολύ εναλλακτική προσέγγιση. Έπαιζε για χρόνια και με
τη Ματούλα Ζαμάνη. Ο Θάνος, ο γιος μου, είναι και πολύ καλός ηχολήπτης. Τον
συμβουλεύομαι σε επίπεδο ατμόσφαιρας.
Πάμε σε μια λίγο
σκληρή πραγματικότητα: Μιλήσαμε για τους πρόσφατους δίσκους σας με τον Νταλάρα
και με τον Λέκκα. Γιατί οι δίσκοι αυτοί δεν ακούγονται σαν να μην τους δίνεται
καμία ευκαιρία;
Πρώτα απ’ όλα
αναζητήστε την αιτία στα μέσα, μέσω των οποίων τα τραγούδια φτάνουν στα αυτιά
του ακροατή. Παλιά υπήρχαν οι εταιρείες, που πέραν του κέρδους, είχαν και μία
καλλιτεχνική προσέγγιση στα πράγματα. Τα μέσα πλέον ενδιαφέρονται μόνο για το
εισπρακτικό κομμάτι. Οι «Μέλισσες», όμως, ειδικά με το σήριαλ, φανέρωσαν τη
δυναμική του λεγόμενου έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.
Δεν έχετε άδικο.
Οι «Μέλισσες» ήταν μια τονωτική ένεση στο κουρασμένο έντεχνο και με το σήριαλ
έγιναν αφορμή για να γραφτούν κι άλλα παρόμοιου ύφους τραγούδια με
καθιερωμένους ερμηνευτές.
Τα γνωρίζω, ναι.
Τώρα έγραψαν ο Μάτσας με τη Φωτάκη και τον Μάλαμα για ένα ακόμη σήριαλ. Άρα τι
σημαίνουν όλα αυτά; Καταρρίπτεται η λογική των μέσων που θέλουν να πλασάρουν
«ποπάκια» και επιδερμικά τραγούδια, γιατί υποτίθεται ο κόσμος αυτά θέλει. Να,
όμως, τι θέλει ο κόσμος! Αν θέλετε ξανακούστε ολόκληρο το δίσκο με τις
«Μέλισσες». Έχει μέσα σπουδαία τραγούδια. Κι αν δε μιλάω ποτέ για τα τραγούδια
μου, υπάρχει κι ένα παράπονο. Αν δεν το πω εγώ, ποιος θα το πει; Δεν εννοώ
τραγούδια για να γίνουν επιτυχίες, αλλά με μια αισθητική που σπανίζει. Στο
δίσκο με τον Νταλάρα, αυτός που’ναι τόσο έμπειρος τραγουδιστής και μουσικός,
δεν άλλαξε ούτε μισή νότα στις ενορχηστρώσεις μου.
Σέλφι με τον Γιώργο Καζαντζή και τον Θωμά Κοροβίνη πάντα στη Θεσσαλονίκη (2024)
Να πούμε και ότι
τελειώσατε μόλις ακόμη έναν ολόκληρο δίσκο με ερμηνευτή τον Παντελή Θαλασσινό.
Βεβαίως. Μόλις
τον παρέδωσα και θα βγει απ’ το ogdoo. Οι στίχοι είναι όλοι του Κώστα Φασουλά. Ο Παντελής είναι σπουδαίος
τραγουδοποιός, αλλά έχει την ικανότητα να διακρίνει και τη δεύτερη φύση του,
αυτή του τραγουδιστή. Όπως είπε, «θα κάνουμε άλλον ένα δίσκο με δικά μου
τραγούδια που θα τα τραγουδήσει ο Γιώργος» (γέλια)
Αλήθεια, έχετε
τραγουδήσει σε δίσκους σας;
Έχω δύο
δισκογραφημένα τραγούδια με τη φωνή μου, τα οποία δεν είναι άξια λόγου.
Αν υποτεθεί πως ο
Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης και όλοι οι μεγάλοι, έδρασαν σ’ ένα συγκεκριμένο
πλαίσιο εποχής, τι γίνεται με τη σημερινή άσχημη κατά ομολογία δική μας εποχή;
Τα ισχυρά
ερεθίσματα μπορούν να γεννήσουν ισχυρές δημιουργίες, μεγάλα τραγούδια. Οι
μεγάλοι είχαν μέσα στα βιώματα τους τα δεινά που πέρασε ο τόπος μας. Αυτά τα
βιώματα εξέφρασαν. Η δική μου γενιά έζησε τα απώνερα της όλης ιστορίας, ακόμη
κι εμείς που ζούσαμε σ’ ένα περιβάλλον, στην Καλαμαριά, κι αν έβρεχε, κόλλαγαν
οι μπότες μας στη λάσπη. Έξω χιόνιζε, εμείς χαιρόμασταν σαν παιδιά κι η μάνα
μου μας έλεγε: «Ο μπαμπάς δε θα μπορεί να πάει για δουλειά και δεν θα’χουμε να
φάμε, άρα μη χαίρεστε». Τα λέω σήμερα στον γιο μου και την κόρη μου και με
κοιτάνε περίεργα. Ε, λοιπόν, όλα αυτά εκφράζω εγώ μέσα απ’ τη μουσική μου. Γι’
αυτό πιστεύω ότι οι νέες γενιές ναι μεν είναι πιο προχωρημένες τεχνικά και
τεχνολογικά, αλλά δείχνουν να στερούνται μοτιβικά. Θεωρώ ότι η κάθε εποχή
επηρεάζει το υλικό της έμπνευσης του δημιουργού. Αν ο δημιουργός είναι
ευαίσθητος και με τεντωμένες κεραίες, θα βρει δεινά να εκφράσει. Ο Καζαντζίδης
τι έλεγε; Τον πόνο του εξέφραζε.
Απ’ την άλλη, ο
σύγχρονος άνθρωπος βουλιάζει σε μοναξιά και κατάθλιψη, τα σύγχρονα δεινά θα
λέγαμε.
Ακριβώς. Κι αυτά
μπορούν να γεννήσουν τέχνη, αλλά θέλουν πολύ βαθύτερο ψάξιμο. Τότε απλά
πεινούσες, δε χρειαζόταν να ψαχτείς ιδιαιτέρως. Σήμερα πρέπει να εμβαθύνεις
στον πόνο του άλλου.
Ο άνθρωπος όμως
είναι εκ φύσεως φυγόπονος.
Κι αυτό ισχύει,
μόνο που και η σημερινή κοινωνία σε κάνει φύσει και θέσει πιο οκνηρό.
Το ταλέντο είναι
κάτι αυτόφωτο ή οφείλεις να το καλλιεργείς;
Και τα δύο.
Σίγουρα πρέπει να υπάρχει ένα υπόβαθρο, πρέπει όμως και να ασκηθεί, να
καλλιεργηθεί. Το ταλέντο δεν είναι μόνο η ικανότητα και η ανάγκη. Πρέπει να’ναι
βαθιά ριζωμένο μέσα σου για να σου συντηρεί την ανάγκη να το εξελίσσεις ανά
πάσα στιγμή.
Έχετε αφήσει
μακριά μαλλιά. Σας προσφέρουν κάτι σε ψυχολογικό επίπεδο;
Νιώθω καλά με τα
μακριά μαλλιά. Οι άνθρωποι, γύρω μου, με προτιμούν έτσι. Βέβαια, είχα και παλιά
μακριά μαλλιά, όχι τότε με τα συγκροτήματα, γιατί δεν μας άφηναν μες τη χούντα.
Ήρθατε στη
συνάντηση μας με ποδήλατο.
Εδώ και 15 χρόνια
έρχομαι από την Καλαμαριά μέχρι το λιμάνι και την πόλη μέσα. Κάνω ακριβώς 22
λεπτά. Μ’ αρέσει το ποδήλατο, αν και δε μπορώ να πω ότι είμαι τέρας φυσικής
κατάστασης. Εντάξει, διατηρώ κάποια κιλά καλά και σήμερα στα 66 μου μπορώ να πω
ότι δε νιώθω καμία διαφορά απ’ την εφηβεία μου, πέρα από κάτι λίγα
μυοσκελετικά.
Σε μια δεκαετία,
θα είστε 76 ετών, όχι πολύ μεγάλος, αλλά ηλικιωμένος σίγουρα. Τι πιστεύετε
θα’χει αλλάξει ως προς το χάρισμα σας, το ταλέντο σας;
Δύσκολη
ερώτηση…Αν παραμείνω το ίδιο ευαίσθητος, όλα τα άλλα έπονται.
Ποιος φόβος σας
κάνει να λέτε «αν»;
Πιστεύω ότι όλη
μου η ζωή ήτανε μια μάχη με τοξικά πράγματα που με περιβάλλουν. Ένα απ’ αυτά,
σημαντικό, είναι η ματαιοδοξία μου. Παλεύω με τη ματαιοδοξία μου και αν
κερδίσει, η τοξικότητα που εκπέμπει, θα αλλοιώσει και την ευαισθησία μου.
Παράδοξο πως ενώ
μιλήσαμε για φτώχειες, δεινά κλπ, στο τέλος της συνέντευξης μας μιλάτε για
ματαιοδοξία.
Η ματαιοδοξία
υπάρχει σε κάθε άνθρωπο, όχι μόνο στους καλλιτέχνες. Εμένα μ’ ακολουθεί όσο κι
αν φαίνομαι μετριόφρων ή μετριοπαθής. Ο νάρκισσος εαυτός καιροφυλακτεί, στην
έχει στημένη. Αν πω εγώ «Ποιος είμαι και τι έχω γράψει ο Θεός», εκείνη τη
στιγμή υπογράφω και τον καλλιτεχνικό μου θάνατο. Ο δημιουργός πρέπει να νιώθει
τον τρόμο της γύμνιας του μπροστά στο χάος της δημιουργίας. Να του λέει το
ταλέντο του: «Ποιος είσαι, ρε παπάρα; Τίποτα δεν είσαι! Για ξαναγύρνα απ’ την
αρχή»! Αυτό είναι και το ταλέντο στην τελική!
Και υγεία είναι.
Είναι, αλλά θα
ελλοχεύει και ο κίνδυνος να μη μπορέσεις να γράψεις ούτε μισή νότα αν δεν δεις
έτσι τον εαυτό σου με διάθεση αυτοκριτικής την κάθε στιγμή, όχι σε βάθος
χρόνου. Εκεί σταματάς…Έχουν συμβεί αυτά…
Νιώθετε ευτυχής
απ’ τη μέχρι τώρα ζωή σας;
Ναι, νιώθω! Σε
πολλά πράγματα τυχερός. Και σε προσωπικό επίπεδο, γιατί είχα περάσει πολλά,
αλλά τώρα νιώθω μια πληρότητα στον τομέα αυτό. Και καλλιτεχνικά, όμως, έτσι
νιώθω, γιατί βλέπω ότι έχω τη χαρά μιας δικής μου πορείας. Δόξα τω θεώ, έχω
υγεία. Ανακαλύπτω παράγοντες της καθημερινότητας, που συχνά τους ξεχνάμε. Έχω
δύο υπέροχα παιδιά, έχω δύο υπέροχα εγγόνια.
Τελευταία
ερώτηση: Πως σας φάνηκε που η μαραθώνια αυτή συνέντευξη έγινε στην οικία της
Βούλας Σαββίδη, παρουσία της κιόλας;
Όλη αυτή η αύρα
που διαπέρασε τη συνέντευξη μας, εκπορεύθηκε απ’ τη Βούλα, αυτό το μοναδικό
πλάσμα! (στο σημείο αυτό, παρεμβαίνει η Βούλα Σαββίδη και εξιστορεί τη βραδιά
της πρώτης γνωριμίας της με τον Γιώργο Καζαντζή. Τους ευχαριστώ θερμά και τους
δύο και το κινητό μου σταματά να καταγράφει)
Πρωινός καφές με τη Βούλα Σαββίδη και τον Γιώργο Καζαντζή, φωτογραφημένοι από μένα, στη Θεσσαλονίκη (2024)
* Η συνέντευξη με τον συνθέτη Γιώργο Καζαντζή πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2021 στο σπίτι της τραγουδίστριας Βούλας Σαββίδη στη Θεσσαλονίκη
** Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr
*** Το Σάββατο, 31 Μαΐου 2025, ο Γιώργος Καζαντζής θα δώσει μία μεγάλη συναυλία στη Μονή Λαζαριστών με ερμηνευτές την Ελένη Τσαλιγοπούλου, τον Παντελή Θαλασσινό, τη Φωτεινή Βελεσιώτου, τον Δημήτρη Μπάκουλη, τον Γιώργο Χουβαρδά και την Ελένη Δημοπούλου.
Έχει το πιο ασυνήθιστο όνομα (Κλαυδία) και το πιο κοινότοπο
επίθετο (Παπαδοπούλου). Είναι ένα νέο κορίτσι, μόλις 22 ετών, που ξεχώρισε μέσα
από το «The Voice» και αμέσως μετά βρέθηκε στο Άλσος, δίπλα στον Διονύση
Σαββόπουλο, να ερμηνεύει αγγλόφωνα τραγούδια της γενιάς του Γούντστοκ. Η
Κλαυδία ή Klavdia, όπως αναγράφεται στα λατινικά, φοράει πάντα τα
χαρακτηριστικά γυαλιά της και αυτόν τον καιρό ανοίγει το πρόγραμμα στο Votanikos
Live Stage, παρουσιάζοντας τα τραγούδια από το πρώτο της ep άλμπουμ. Είχε την τύχη,
βέβαια, να την «αναλάβουν» το δημιουργικό team των Arcade Music και της Panik Records
με τα τραγούδια της να κάνουν θραύση απ’ τα social media και κυρίως απ’ όλες
τις ψηφιακές πλατφόρμες διανομής της μουσικής. Τη συναντήσαμε ένα βράδυ στο
καμαρίνι της, λίγο προτού βγει να τραγουδήσει, και οδηγηθήκαμε σε μία
χειμαρρώδη συνέντευξη, πολύ ενδιαφέρουσα θα έλεγα για τη νέα τάση στο τραγούδι,
η οποία βασίζεται στις κατ’ εξοχήν λαϊκότροπες μελωδίες και στην πιο μοντέρνα
ηχητική παραγωγή.Μία συνέντευξη επίσης
ενδιαφέρουσα με μία νεαρή καλλιτέχνιδα που γνωρίζει πολύ καλά το είδος της
μουσικής που υπηρετεί και εκφράζει όλα τα όνειρα και τις επιθυμίες της.
Σας συναντώ στο καμαρίνι σας λίγο πριν βγείτε να
τραγουδήσετε. Εδώ και πόσο καιρό είστε στο σχήμα αυτό;
Ξεκινήσαμε 27 Οκτωβρίου του 2023 και θα πάμε όσο έχει
επισκεψιμότητα το μαγαζί. Μέχρι στιγμής πάμε πάρα πολύ καλά. Η Δέσποινα Βανδή,
ο Γιώργος Σαμπάνης και μαζί τους οι Kings κρατάνε στην ουσία το πρόγραμμα.
Βλέπω εδώ θρησκευτικές εικόνες. Είναι δικές σας;
Όχι, είναι της συναδέλφου μου Φαίης Θεοχάρη, που
μοιραζόμαστε το καμαρίνι. Πιστεύω κι εγώ, αλλά δεν νιώθω την ανάγκη να φέρω
εικόνες στο καμαρίνι μου ή να πηγαίνω κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Πιστεύω με το
δικό μου τρόπο, προσεύχομαι όποτε είναι να προσευχηθώ και επικαλούμαι τα θεία,
αλλά μέχρι εκεί, δηλαδή σε φυσιολογικά πλαίσια. Δεν είμαι φανατική.
Πιστεύετε πως βρίσκεστε στον φυσικό σας χώρο, ένα νυχτερινό
μαγαζί;
Στην αρχή ήταν λίγο ξένο για μένα γιατί ό,τι είχα κάνει
επαγγελματικά ήτανε συναυλίες με τον Good job Nicky. Και με τον Διονύση Σαββόπουλο
από συναυλίες ξεκινήσαμε και καταλήξαμε σε μαγαζί, αλλά όχι τέτοιου είδους.
Δουλεύαμε στο Άλσος, όπου εκεί ήταν και λίγο θέατρο. Μιλάμε για το 2019 που
ήμουν 17 ετών και πήγαινα ακόμη στην τρίτη λυκείου. Μόνο Σάββατα δουλεύαμε.
Πάντως, εδώ τώρα, ενώ σας είπα ότι ήταν κάπως παράξενο για μένα, άρχισα να το
συνηθίζω, να το απολαμβάνω και να μην πολυσκέφτομαι αν είναι ο χώρος που θέλω,
σε φάση «μήπως δεν μου ταιριάζει η νύχτα, μήπως μου πάνε καλύτερα οι
συναυλίες;» Έτσι, είπα ότι εμένα μου
αρέσει να τραγουδάω και αυτό θα έρχομαι να κάνω και νομίζω ότι πια νιώθω πιο
εξοικειωμένη.
Σας έκανα αυτή την ερώτηση διότι δεν είναι συνηθισμένο για
ένα κορίτσι 22 ετών να δουλεύει στη νύχτα, είτε είναι τραγουδίστρια, είτε είναι
σερβιτόρα. Είστε ουσιαστικά παιδί ακόμα.
Είναι η πρώτη μου φορά σε μεγάλο νυχτερινό μαγαζί. Επειδή το
επάγγελμα που κάνω δεν έχει καμία σχέση με ό,τι κάνουν οι φίλες μου, τα
κορίτσια που είναι στη ζωή μου, και γενικά δεν το συναντάς εύκολα, νιώθω λίγο
σαν τη μύγα μες το γάλα. Δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό, απλά είναι ξεχωριστό
να σου απαντάει μια κοπέλα «τραγουδάω επαγγελματικά» όταν τη ρωτάς τι κάνεις
στη ζωή σου.
Παρότι είστε πολύ νέα, η έκθεση στη νύχτα δεν είναι και μια
φθορά για τη φωνή σας;
Όλοι οι τραγουδιστές είναι αναγκαίο και βασικό να γνωρίζουν
το πως θα μιλάνε σωστά και το πως θα τραγουδούν σωστά. Το πώς επίσης θα
τοποθετούν τη φωνή τους για να μην την τραυματίσουν μελλοντικά, ειδικά όταν οι
απαιτήσεις μεγαλώσουν και το πρόγραμμα ανοίξει με επιπλέον μέρες. Δεν θα
μπορείς να τραγουδήσεις, πολύ απλά, θα κάψεις τη φωνή σου. Πάρτε παράδειγμα τη
Σελίν Ντιόν. Όπως και την Άννα Βίσση! Οι γυναίκες αυτές έχουν διανύσει τόσα
χρόνια καριέρας και φθοράς, αλλά ακόμη είναι κρυστάλλινες οι φωνές τους, είναι
υγιείς και συνεχίζουν ακόμη και κάνουν αυτό που αγαπάνε.
Η Σελίν Ντιόν δεν αρρώστησε, αν τα λέω σωστά;
Ναι, αλλά έχει ένα μυικό πρόβλημα υγείας, σοβαρό μεν, που
δεν έχει όμως να κάνει με τη φωνή της. Προς το παρόν δεν μπορεί να τραγουδήσει,
απ’ όσο ξέρω, αλλά δεν οφείλεται στις φωνητικές χορδές της.
Το «Κλαυδία» είναι το αληθινό σας όνομα;
Σωστά, είναι το βαφτιστικό μου.
Από που κρατάει τ’ όνομα αυτό;
Έχω τη γιαγιάκα μου την Κλαυδία, που την αγαπώ πολύ, ζει και
βασιλεύει και κάνει και σχοινάκι, αν θέλετε να ξέρετε. Είναι στα 78 τώρα, η
μαμά της μαμάς μου. Είμαι πολύ τυχερή που πήρα τ’ όνομα της γιατί δεν ήθελε να
μου το δώσει.
Είστε η πρώτη που γνωρίζω μ’ αυτό το όνομα, πάντως.
Είναι πάρα πολύ σπάνιο και δεν της αρέσει για κάποιο λόγο
της γιαγιάς μου. Της λέω «Κάνεις τελείως λάθος, εντυπωσιάζονται όλοι με το που
το ακούν». Με βοηθάει και καλλιτεχνικά, πιστεύω.
Ισχύει. Και με ένα τόσο κοινότοπο επίθετο: Κλαυδία
Παπαδοπούλου!
(γέλια) Σκεφτείτε ότι την αδερφή μου τη λένε Μαρία
Παπαδοπούλου, το πιο κοινότοπο όνομα και επίθετο. Την ψάχνω στο facebook και
πρέπει να σκρολάρω ένα δεκάλεπτο για να τη βρω.
Η γιαγιά σας έχει έρθει να δει το πρόγραμμα;
Όχι, η γιαγιά δυστυχώς κοιμάται νωρίς, γιατί ξυπνάει στις
τέσσερις τα χαράματα να κάνει την προσευχή της. Είναι αλλουνού παπά Ευαγγέλιο.
Η αδερφή μου η Μαρία είναι στα 26, με περνάει πέντε χρόνια δηλαδή. Κι αυτή
τραγουδάει, είναι πάρα πολύ καλή κιόλας, απλά δεν της βγήκε και δεν το επεδίωξε
επαγγελματικά. Έχει στραφεί στην οικογένεια, έχει ένα παιδάκι και με έκανε θεία
και μένα. Περνάει υπέροχα, γιατί είναι κάτι που πάντα το ήθελε.
Οι γονείς σας είναι φιλότεχνοι άνθρωποι;
Τα επαγγέλματα τους δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη της
μουσικής. Η μαμά ακολουθεί την τέχνη της κομμωτικής, ο μπαμπάς είναι οδηγός,
αλλά όλοι από την πλευρά της μαμάς είναι με κάποιο τρόπο καλλιτέχνες: Η γιαγιά,
ας πούμε, είναι πολύ καλή ηθοποιός. Ήθελε να το κάνει επαγγελματικά, αλλά τότε
ήταν άλλες οι εποχές. Η μαμά έχει καλή φωνή, της αρέσει να χορεύει, ενώ έχω κι
ένα θείο εξαιρετικά καλλίφωνο. Το έχουν όλοι τους, απλά δεν το καλλιέργησαν.
Σε ποια ηλικία νιώσατε έλξη για τον χώρο του θεάματος;
Το ήξερα απ’ όταν μπόρεσα να μιλήσω και να αρθρώσω λέξη. Η
μαμά μου τραγούδαγε κι εγώ αποστήθιζα ότι άκουγα.
Ελληνικά τραγούδια…
Ρωσικά για αρχή!
Τους «Γερανούς», τέτοια τραγούδια;
Ρωσικά προπολεμικά τραγούδια, δεν ξέρω γιατί…
Αριστερή οικογένεια;
Όχι, δεν είμαστε πολιτικοποιημένοι.
Μήπως αποφεύγετε την ερώτηση;
Όχι, προφανώς ψηφίζουμε όλοι, γιατί είναι καθήκον μας, αλλά
δεν υπάρχει αυτό το «Εγώ είμαι ΝΔ, εγώ είμαι ΚΚΕ, εγώ είμαι ΣΥΡΙΖΑ». Κανείς δεν
ασχολείται ενεργά με τα πολιτικά και δεν γίνονται πολιτικές συζητήσεις στο
σπίτι.
Ε, πείτε μου τότε πως προέκυψαν τα ρωσικά τραγούδια.
Εγώ είμαι ποντιακής καταγωγής. Με τον ξεριζωμό οι παππούδες
μου έφυγαν για τη Σοβιετική Ένωση. Η γενιά της γιαγιάς και της μαμάς μου
γεννήθηκαν εκεί. Η μαμά μέχρι μια ηλικία, ως τα 12 της, έζησε και πήγε εκεί
σχολείο. Μιλούσαν ρωσικά και ποντιακά στο σπίτι. Το ’91 που ήρθαν στην Ελλάδα
μιλούσαν τα ρωσικά, τα ποντιακά και τα ελληνικά. Έτσι, ξέρουμε λίγο απ’ όλα κι
εμείς.
Καλό δεν ειν’ αυτό; Δεν αποκτήσατε μια ευρυμάθεια;
Σωστό, όχι μόνο στις γλώσσες, αλλά γενικά με βοήθησε αυτό
στο σχολείο. Τα δίγλωσσα παιδιά είναι αποδεδειγμένα περισσότερο αποδοτικά στο
σχολείο, βάσει ερευνών. Ακόμη και τώρα καταλαβαίνω πράγματα πάρα πολύ εύκολα,
λόγω των ρωσικών.
Θα μπορούσατε να τραγουδήσετε στα ρωσικά;
Ναι, βέβαια, μπορώ. Διαβάζω επίσης ρωσικά.
Πολλές τραγουδίστριες έκαναν καριέρα τη δεκαετία του 1960 με
ξενόγλωσσο ρεπερτόριο. Η Κατερίνα Βαλέντε, αν τη γνωρίζετε.
Την έχω ακουστά. Κι εγώ έχω δύο cover στα αραβικά χωρίς να
ξέρω αραβικά. Είμαι πάρα πολύ καλή στο να μιμούμαι τις προφορές ξένων γλωσσών.
Έχω κι ένα cover στα σέρβικα, που θέλω να ανεβάσω τώρα. Επειδή τα σέρβικα είναι
μια σλάβικη γλώσσα, με βοήθησαν πολύ τα ρωσικά. Τραγουδώ ακόμη στα αγγλικά.
Πάντως, για τα ρωσικά, ενώ δεν μπορώ να κάνω κουβέντα σε βάθος, καταλαβαίνω τι
λένε αν ακούσω κάποιους να τα μιλάνε.
Αν σας ζητούσα να μου δώσετε ένα χαρακτηρισμό της φωνής σας,
ποιος θα ήταν αυτός;
Θα σου έλεγα ότι είναι flexible, πώς το λένε στα
ελληνικά…Ευέλικτη! Μπορεί να με δεις σαν μία σόουλ – τζαζ τραγουδίστρια σήμερα
και αύριο σαν μία λαϊκή με πολύ μεγάλη ευκολία.
Εδώ τραγουδάτε λαϊκό τραγούδι;
Δεν είναι το βαρύ παλιό λαϊκό, αλλά το λαϊκό της εποχής, το
πιο ελαφρολαϊκό δηλαδή. Το πιο μοντέρνο.
Όπως;
Όπως… (σκέφτεται)
Οικονομόπουλος, λόγου χάριν, Αργυρός, Βέρτης;
Όχι, μιλάω π.χ. για το δικό μου τραγούδι, τα «Χαράματα», που
είναι μοντέρνο από άποψη παραγωγής, αλλά στον πυρήνα του, με τα γυρίσματα που
έχει, είναι λαϊκό. Λαϊκή δηλαδή η μελωδία της φωνής, αλλά ο ήχος ποπ, πιο
μοντέρνος.
Έχετε άποψη για τις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών σας ή το
αφήνετε όλο πάνω στους ενορχηστρωτές;
Έχω μια άποψη για το πως θα επεξεργαστεί η φωνή μου και
είναι αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο να βγει προς τα έξω. Το πως θα
ακουστεί η φωνή μου, μια και δεν ειδικεύομαι στην παραγωγή. Αν ακούσω κάτι, που
θα φανταστώ ότι ταιριάζει στη φωνή μου, όπως ένα βιολί εδώ ή κάτι άλλο εκεί, θα
το πω.
Εγώ θέλω να μάθω, τι είναι αυτό που σας κάνει, ενώ μπορείτε
να επιβληθείτε ακόμη και μ’ ένα α καπέλα τραγούδισμα, να θέλετε να περνάει από
επεξεργασία η φωνή σας;
Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ θέλω να μου το απαντήσει κάποιος
αυτό.
Άρα σας απασχολεί το θέμα.
Ναι, θέλω να πω κι εγώ ότι είμαι της άποψης όσο πιο φυσικά
είναι όλα, και οι φωνές, και η παραγωγή, τόσο πιο προσιτό θα είναι το
αποτέλεσμα στον κόσμο. Νομίζω πως ο κόσμος πια έχει μια αμηχανία απέναντι στις
επεξεργασμένες φωνές και το καταλαβαίνω. Μ’ αυτό τον τρόπο δηλαδή ο καθένας
μπορεί να λέγεται τραγουδιστής. Μπορείτε εσείς να μπείτε στο στούντιο, να
επεξεργαστούν τη φωνή σας και να βγείτε και ως τραγουδιστής.
Καλά, ναι, ειδικά τώρα με την τεχνητή νοημοσύνη…
Ισχύει. Σε σχέση, πάντως, με άλλες δουλειές που έχω ακούσει,
οι δικοί μου ενορχηστρωτές, οι Arcade, που είναι και η εταιρεία μου,
επεξεργάζονται πολύ λιγότερο τη δική μου φωνή. Και γιατί μας ταιριάζει
αισθητικά και γιατί δεν χρειάζεται ιδιαίτερα να γίνονται αλλαγές και «ρετούς».
Έχετε υπογράψει συμβόλαιο;
Έχω υπογράψει συμβόλαιο με την Arcade Music και την Panik Records,
δεν θα σας πω για πόσο όμως, γιατί θα πάει πααάρα πολλά χρόνια (γέλια).
Πως νιώθατε τη μέρα που πηγαίνατε να υπογράψετε συμβόλαιο;
Ήμουν πάρα πολύ χαρούμενη, γιατί ανυπομονούσα να ξεκινήσω κι
εγώ την καριέρα μου, τη σταδιοδρομία μου και τη δισκογραφία μου. Ήθελα να γίνω
πιο ενεργή στο χώρο σαν καλλιτέχνιδα, γιατί πριν να υπογράψω, ήμουν πιο ενεργή
ως μουσικός. Έκανα backing vocals στις δουλειές μου.
Παίζετε κάποιο όργανο;
Παίζω λίγο πιάνο, ίσα – ίσα για να συνοδεύσω τον εαυτό μου
και να τραγουδήσω. Αν γύριζα το χρόνο πίσω, θα ήθελα να έχω ακολουθήσει σοβαρά
και το πιάνο, να κάνω σοβαρές πιανιστικές σπουδές.
Δεν θα μπορούσατε ενδεχομένως να κάνετε ό,τι κάνετε τώρα.
Όχι, δεν θα το έλεγα. Έχω ένα συμμαθητή που έχει πάρει το
πτυχίο του και αυτή τη στιγμή είναι δάσκαλος πιάνου. Ξεκίνησε πολύ μικρός
προφανώς, γι’ αυτό και στα 18 του πήρε πτυχίο. Εγώ δεν είχα την οικονομική
δυνατότητα, γιατί η αδερφή μου μάθαινε ήδη βιολί και δεν μπορούσαμε να
πηγαίνουμε και οι δύο. Πλέον δεν το εξασκεί, παρόλο που έπαιζε βιολί για μία
δεκαετία. Το παράτησε γιατί βαριόταν να διαβάσει αρμονία. Πολύ δύσκολο όργανο
το βιολί.
Από τον Σαββόπουλο μέχρι το μαγαζί εδώ, ποιες διαφορές
υπάρχουν;
Η διαφορά είναι τεράστια κυρίως ρεπερτοριακά. Με τον κύριο
Διονύση, τουλάχιστον εκείνη τη χρονιά που συνεργαστήκαμε, είχαμε θέμα
«Γούντστοκ», εποχές 1969 – 70. Τραγούδια από εκείνη την περίοδο, αντίστοιχα και
απ’ αυτόν γραμμένα οι ελληνικές εκδοχές τους. Τραγουδούσα, ας πούμε, το «Cry
baby» της Τζάνις Τζόπλιν. Λέγαμε Τζίμι Χέντριξ και τι άλλο να δεις;
Τα ακούγατε εσείς αυτά τα κομμάτια ή μέσω Σαββόπουλου τα
πρωτακούσατε;
Με θυμάμαι 9 – 10 ετών να ακούω μονίμως ξένη μουσική. Πάρα
πολύ Μάικλ Τζάκσον, Μπιγιονσέ σαν vocalist, όπως και Τζέσι Τζέι, την οποία
εκτιμώ σαν vocalist, αν και η δισκογραφία της δεν μου αρέσει ιδιαίτερα.
Μου μιλάτε για ακούσματα της γενιάς σας.
Μα άκουγα και πολύ Αρίθα Φράνκλιν, Έττα Τζέιμς, είχα αρκετά
τέτοια ακούσματα. Μπλουζ και σόουλ! Και η rnb μουσική μ’ άρεσε πάρα πολύ! Έιμι
Γουάινχάουζ δεν άκουγα ιδιαίτερα, αν και μερικά κομμάτια της μου αρέσουν
αρκετά.
Γιατί πιστεύετε ότι σας επέλεξε ο Σαββόπουλος;
Απ’ ότι κατάλαβα, όταν μου τηλεφώνησε η μάνατζερ του και μου
έκλεισε ραντεβού μαζί του, τον ρώτησα κι εγώ ακριβώς το ίδιο. «Έψαχνα νέους
καλλιτέχνες» μου απάντησε, που να το’χουν καλά με το αγγλικό, και έπεσα πάνω
στο ‘’The Voice’’. Μου φάνηκες πάρα πολύ συμπαθής και ταλαντούχα και γι’ αυτό
σε κάλεσα».
Πιστεύετε ότι έπαιξε κι ένα ρόλο η εμφάνιση σας; Αυτά τα γυαλιά που φοράτε είναι και λίγο lookseventies. Φαντάζομαι πως η Μαρία Φαραντούρη κάπως έτσι θα έμοιαζε στην
ηλικία σας.
Με συγκρίνουν περισσότερο με τη Νάνα Μούσχουρη, όχι τόσο με
τη Φαραντούρη, Το ακούω από το «The Voice» αυτό το «Νάνα Μούσχουρη»! Σίγουρα
παίζει ρόλο το γυαλί και μ’ έχει βοηθήσει σαν περσόνα και σαν προσωπικότητα.
Θα μπορούσατε να φοράτε φακούς επαφής, αλλά έχετε καθιερώσει
ήδη τα γυαλιά.
Ναι, και γιατί τα φοράω συνειδητά, και γιατί δεν βλέπω
αλλιώς. Κυρίως, όμως, θεωρώ ότι μου ταιριάζουν πολύ τα γυαλιά έναντι των φακών,
βρίσκω ότι είναι κάτι πολύ χαρακτηριστικό και πάρα πολλοί με θυμούνται απ’
αυτά.
Θα τα βγάλετε κάποια στιγμή ή θα τα αφήσετε μια ζωή όπως η
Μούσχουρη;
Για τώρα δεν έχω σκοπό να τα βγάλω, μου αρέσουν πολύ και σαν
αξεσουάρ. Όχι μόνο δηλαδή επειδή είναι χαρακτηριστικό μου. Δεν ξέρεις ποτέ,
μπορεί να αλλάξω γνώμη κάποια στιγμή. Σκελετούς αλλάζω συχνά.
Τι ήταν για σας ο κόσμος του «The Voice»;
Η πόρτα, το πέρασμα, από το τραγουδάω για χόμπι στο
τραγουδάω επαγγελματικά πια. Με βοήθησε να μπω στο χώρο και ήταν μια φανταστική
εμπειρία από πολλές απόψεις. Έκανα φιλίες, γνώρισα αξιόλογους ανθρώπους,
ταλαντούχους, γνώρισα την Έλενα Παπαρίζου, που ήταν η coach μου στην ομάδα.
Έχετε ακόμα επαφές;
Έχουμε και είμαι πολύ τυχερή και χαρούμενη γι’ αυτό. Θα
πούμε τα χρόνια μας πολλά, θα ρωτήσουμε τι κάνει και πως είναι η μία την άλλη
κλπ.
Το ίδιο και με τον Σαββόπουλο;
Δυστυχώς με τον κύριο Διονύση χάσαμε τις επαφές μετά τον covid.
Έχω πάντα την έγνοια του και θα ήθελα πάρα πολύ να τον δω και να ξαναμιλήσουμε.
Η αλήθεια είναι πως και οι δικοί μου, ενώ τον γνώριζαν, δεν είχαν τεράστια
επαφή με τη μουσική του. Γνώριζαν βέβαια ότι είναι ένα ιστορικό πρόσωπο και ένα
βαρύ όνομα, που τραγουδούσαμε τα τραγούδια του στις σχολικές εορτές. Ήταν πολύ
χαρούμενοι, γιατί η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά θα ήταν σ’ ένα ασφαλές
περιβάλλον για κάθε δεκαεφτάχρονο παιδί. Εδώ, ας πούμε, είναι η κλασική νύχτα,
ένα εξίσου ασφαλές περιβάλλον, αλλά εκεί τραγουδούσαμε από τις 9 έως τις 12 σ’
ένα αμιγώς καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Δεν χρειαζόταν να φορέσουμε το σορτσάκι μας
για να φανεί το ποδαράκι μας, πράγματα που συμβαίνουν σ’ όλα τα νυχτερινά μαγαζιά.
Αυτό που μόλις είπατε και που μου άρεσε, ενέχει τον κίνδυνο
να βαρεθείτε κάποια στιγμή να φαίνεται το ποδαράκι σας.
Δεν εννοώ ότι είναι κάτι κακό το κοντό σορτσάκι. Ακόμη και
άνθρωποι δικοί μου, που δεν είναι αυτής της αισθητικής, κατανοούν πως αν θες ν’
ασχοληθείς με το χώρο, πρέπει να’σαι flexible να φορέσεις και φόρεμα και
σορτσάκι και παντελόνι και οτιδήποτε χρειαστεί.
Κι αυτό ποιος το καθορίζει; Ο ενδυματολόγος των παραστάσεων, ο σκηνοθέτης αν υπάρχει;
Το καθορίζουν σίγουρα το ρεπερτόριο και οι περιστάσεις.
Παράδειγμα;
Κανείς εμένα δεν μου είπε να βάλω σορτσάκι, αλλά ξέρω πως
είναι πιο προσιτό για τον κόσμο, το να έχεις μία εικόνα σέξι, σε ευπρεπή όμως
πλαίσια. Καλώς ή κακώς και θα το πω χύμα, τα μπουζούκια δεν είναι μόνο για να
απολαύσω μουσική. Είναι και για να θαυμάσω την καλλιτέχνιδα, να της πετάξω και
το λουλούδι της, ν’ ανοίξω και κάνα μπουκάλι παραπάνω.
Γνωστά πράγματα ειν’ αυτά από καταβολής νυχτερινής
διασκέδασης.
Αυτό ακριβώς, δεν συμβαίνει μόνο τώρα, αλλά ανέκαθεν.
Τα τραγούδια σας κυκλοφορούν μόνο σε ψηφιακές πλατφόρμες. Θα
θέλατε να ήσασταν στην εποχή που βγαίνανε…
Τα CD!
Όχι τα CD, αλλά τα βινύλια. Ο κόσμος, ξέρετε, επιστρέφει στο
βινύλιο.
Θα ήθελα να ανήκω σε εκείνη την εποχή απ’ την άποψη του ότι
όλα ήταν πιο απλά και πιο ρομαντικά. Όχι μόνο στη μουσική βιομηχανία, αλλά
γενικότερα. Ο άλλος δεν θα σου πρότεινε να βγείτε μέσω Instagram, αλλά θα σε
έψαχνε και θα σ’ έβρισκε από κοντά μ’ έναν τρόπο. Γινόταν ένα νταλαβέρι και
σήμερα βρίσκω λίγο αντιαισθητικό να μη σε προσεγγίζει ο άλλος επειδή υπάρχουν
τα social media. Αντίστοιχα και τη μουσική έβρισκες πιο δύσκολα και την
εκτιμούσες περισσότερο.
Αλήθεια ειν’ αυτό.
Υπάρχει υπερπληροφόρηση και ο κόσμος έχει αποκτήσει ΔΕΠΥ και
δε μπορεί να προσηλωθεί. Γι’ αυτό και τα κομμάτια είναι το πολύ δύο – τρία
λεπτά, επειδή ο άλλος δεν μπορεί να κάτσει ν’ ακούσει κάτι μεγαλύτερο σε
διάρκεια, ειδικά αν δεν του κινήσει το ενδιαφέρον. Όλα πια κινούνται πολύ πιο
γρήγορα και πολύ πιο μαζικά και δεν το εκτιμάνε κατά βάθος αυτό. Άλλη
ευχαρίστηση υπήρχε, όταν περίμεναν όλοι να βγει κάποιο βινύλιο ή το CD, να το
κάνουν χρυσό ή πλατινένιο το άλμπουμ και να εκτιμήσουν κάτι που δυσκολεύτηκαν
για να το βρουν.
Το αγγλόφωνο κομμάτι σας, το «Lonely Heart», έσκισε σ’ όλες
τις ψηφιακές πλατφόρμες. Ποια ήταν η επιθυμία που σας ώθησε να το βγάλετε και
στα ελληνικά;
Το γεγονός ότι θέλω να προσεγγίσω και τον κόσμο που δεν
καταλαβαίνει αγγλικά, είτε γιατί δεν του αρέσουν, είτε γιατί δεν μπόρεσε να τα
μάθει. Καλό το αγγλικό αλλά κακά τα ψέματα ο Έλληνας για να νιώσει το κομμάτι
και να ταυτιστεί μ’ αυτό, του μιλάει καλύτερα η μητρική του γλώσσα. Είναι
αλλιώς να πω στον σύντροφο μου «Σ’ αγαπώ» και αλλιώς «I love you». Άλλη
βαρύτητα και σημασία αποκτά στη δική σου γλώσσα.
Ζείτε μόνη ή με τους δικούς σας;
Ζω με το αγόρι μου.
Μπράβο. Καλλιτέχνης κι αυτός;
Όχι. Βασικά είναι κι αυτός καλλιτέχνης, τραγουδάει, παίζει
πιάνο, αυτοδίδακτος, αλλά το επάγγελμα του δυστυχώς δεν έχει να κάνει μ’ αυτό.
Σας ευχαριστεί το ισόποσο μοίρασμα μεταξύ επαγγελματικής και
προσωπικής ζωής;
Υπάρχει μια ισορροπία, η αλήθεια είναι, επειδή ακριβώς δεν
κάνουμε την ίδια δουλειά. Αν έλειπα κι εγώ, έλειπε κι αυτός και δεν
συναντιόμασταν, θα μου έλειπε η σχέση και δεν ξέρω πως θα ήταν τα πράγματα. Το
ότι αυτός έχει μια δουλειά Δευτέρα με Παρασκευή, 9 με 5, και σαν χόμπι κάνει τη
μουσική του, είτε μόνος, είτε και μαζί, είναι πραγματικά ευλογημένη συγκυρία.
Πως βγήκατε μπροστά αμέσως μετά το «The Voice» και το Άλσος
με τον Σαββόπουλο; Με το επιτυχημένο
αγγλόφωνο κομμάτι που αναφέραμε;
Αμέσως μετά το
Άλσος έκανα μια συνεργασία με τον Good job Nicky, που διήρκεσε ένα
χρόνο. Του έκανα backing vocals στις συναυλίες του και μετά ήρθαν το συμβόλαιο
με τις εταιρείες και το «Lonely Heart».
Μόλις όμως κυκλοφόρησε και το πρώτο σας extended play. Πόσα
κομμάτια περιέχει;
Το «Χαράματα», το «Βασανίζομαι», το «Αλλού» και το
«Μαγεμένο», ελληνικά κομμάτια σ’ όλες τις streaming πλατφόρμες. Είναι συνθέσεις
της ομάδες Arcade Music, που αποτελείται από συνθέτες, στιχουργούς και
παραγωγούς.
Μάλιστα. Μια ομάδα δηλαδή σαν τους Stock Aitken Waterman που
μεγαλούργησαν στη βρετανική ποπ σκηνή των 80s – 90s, «φτιάχνοντας» πολλά megastar.
Ακριβώς, μόνο που οι Arcade Music έγιναν και δισκογραφικό label
που συνεργάζονται με την Panik αυτή τη στιγμή. Τους θεωρώ dream team!
Λογικό, αφού κάνετε επιτυχίες μαζί.
Και όχι μόνο μαζί, αλλά έχουν δώσει κομμάτια και σ’ άλλους
καλλιτέχνες που κάνουν φανταστικά νούμερα. Στην Παπαρίζου, στον Ρουβά, στον
Μάστορα, φοβερές επιτυχίες σε μουσική και στίχους των παιδιών.
Θα σκεφτόσασταν να κάνατε ένα δίσκο, π.χ., με τον Θέμη
Καραμουρατίδη που γράφει τα τραγούδια της Νατάσσας Μποφίλιου;
Τη Μποφίλιου τη θαυμάζω σαν καλλιτέχνιδα και σαν γυναίκα,
αλλά η έντεχνη σκηνή δεν είναι ιδιαίτερα μέσα στα ακούσματα μου. Ξέρω όμως ένα
τραγούδι της Ματούλας Ζαμάνη που το’χω τραγουδήσει. Εκτιμώ τη σκηνή του
έντεχνου και τους καλλιτέχνες της, αλλά εγώ δεν μπορώ να ταυτιστώ ιδιαίτερα.
Τι έχει το
έντεχνο; Σας κουράζει; Είναι πομπώδεις οι στίχοι του;
Είναι πολύ ποιητικό για μένα και ψιλογκριτζάρω, να πω την
αλήθεια (γέλια). Δεν είναι απλά εγκεφαλικός ο στίχος του έντεχνου, αλλά το όλο
ύφος του, υπερβολικά ποιητικό και αφηγηματικό.
Χαίρομαι, γιατί παρά το νεαρό της ηλικίας σας, έχετε άποψη
γι’ αυτά που ακούτε γύρω σας και γι’ αυτά που τραγουδάτε. Ποιους καλλιτέχνες
θεωρείτε συγγενείς σας αισθητικά;
Ρεπερτοριακά θα έλεγα πολλούς, αλλά είναι καινούργια η τάση
της μουσικής που κάνουμε τώρα. Λαϊκά στοιχεία στη μελωδία και πολύ μοντέρνα
στοιχεία στην παραγωγή από πίσω. Δεν υπάρχουν καλλιτέχνες παλιότερης γενιάς, με
τους οποίους θα έλεγα ότι κάνουμε κάτι παρεμφερές. Ούτε με της Παπαρίζου τα
τραγούδια ταιριάζουν τα δικά μου. Η Παπαρίζου έχει μια πάρα πολύ πιο ποπ
προσέγγιση και μελωδικά και ενορχηστρωτικά.
Παρόλο το νεαρό της ηλικίας σας, που σας προανάφερα, έχετε
εισπράξει ανταγωνισμό;
Όχι, δεν τον έχω νιώσει…
Σας αντιμετωπίζουν κάπως σαν το μικρό μας το παιδί;
Όχι γι’ αυτό, αλλά επειδή γενικά είμαι πάρα πολύ cool τύπος
και δεν το βλέπω σαν διαγωνισμό αυτό που κάνουμε. Δεν βγάζω τραγούδια για να
ξεπεράσω την άλλη σε νούμερα και σε κλικ. Ο χώρος είναι πολύ μικρός και δεν
καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Όταν ήμουν έξω απ’ το χώρο και απ’ το χορό, έλεγα
«Πω, πω, Παναγία μου, είναι αυτός κι ο ένας κι η άλλη», αλλά διαπίστωσα σύντομα
πως όλοι είμαστε μία οικογένεια. Όλοι συνεργάζονται με όλους και γνωρίζονται
μεταξύ τους. Επειδή λοιπόν κάνουμε από κοινού κάτι δημιουργικό, δε βλέπω το
λόγο εγώ προσωπικά να ανταγωνιστώ κάποιον ή κάποια απ’ το χώρο. Το βλέπω
συναγωνιστικά, όχι ανταγωνιστικά. Εδώ κάνουμε κι ωραίο καμαρίνι με τα κορίτσια,
κάνουμε και λάιβ στο Tik Tok.
Ναι, το έχετε αξιοποιήσει πετυχημένα το Tik Tok.
Δεν γίνεται στις μέρες μας να μη χρησιμοποιείς το Tik Tok,
όχι μόνο αν είσαι καλλιτέχνης, αλλά και σε οτιδήποτε κάνεις. Είτε είσαι
μάγειρας, είτε είσαι YouTuber. Το Tik Tok σου δίνει μια μεγάλη ευκαιρία να σε
ανακαλύψει ο κόσμος. Θεωρώ ότι δεν γίνεται διαφορετικά στη γενιά μας, επειδή
ακριβώς υπάρχει η υπερπληροφόρηση που λέγαμε. Θα χαθείς αν δεν είσαι μ’ ένα
τρόπο στα social media.
Μα δεν σας είχε βρει στο Tik Tok μέχρι και η Κριστίνα Αγκιλέρα;
Ναι, βέβαια, μου έχει πατήσει λάικ. Αυτές είναι οι ευκαιρίες
που σου παρουσιάζονται.
Διαβάζετε
καθόλου;
Βιβλία εννοείτε;
Ή αν διαβάζω, αν μελετώ γενικά; Είμαι περισσότερο οπτικοακουστικός
τύπος. Θα δω ταινίες, μου αρέσουν πάρα πολύ τα ντοκιμαντέρ και έτσι εμπλουτίζω
τις γνώσεις μου. Από παλιά ήμουν έτσι, μελετούσα ό,τι έπρεπε να μελετήσω για το
σχολείο, αλλά πάντα προτιμούσα τα βιβλία με εικόνες.
Τη χαίρεστε τη ζωή σας;
Πάρα πολύ! Τη χαίρομαι και την απολαμβάνω. Έχουν έρθει όλα
πολύ ωραία και ομαλά, δεν έχει γίνει κάτι ξαφνικό ή απρόβλεπτο.
Πραγματοποιήθηκαν όλα όσα ονειρευόμουν να μου συμβούν.
Είστε 22 ετών.
Τον Άυγουστο θα κλείσω τα 22, άρα είμαι 21, μη με μεγαλώνετε
(γέλια).
Ωραία, είστε στα 21. Πως θα είσαστε στα 31 ή στα 41 σας;
Το φαντάζομαι κι εγώ πάρα πολύ αυτό και λέω «Θα έχω
καταφέρει να είμαι το όνομα που θα ήθελα να γίνω; Θα έχω καταφέρει να διευρύνω τους ορίζοντες μου
και στο εξωτερικό, που το έχω όνειρο; Θα έχω πάει μία Eurovision να την κερδίσω άμα λάχει; Θα πάω στην
Αμερική ή σ’ ένα «TheVoice» εξωτερικού; Σκέφτομαι καμιά φορά αν θα
μπορέσω να κάνω έστω ένα παιδί αφού για την ώρα δεν είναι μέσα στα πλάνα μου.
Θα θέλω τότε; Θα μπορέσω; Θα τα καταφέρω; Ελπίζω στα 41 μου να μην έχω
απωθημένα.
Με πολιτική δεν ασχολείστε, είπατε. Δεν σας απασχολεί,
ωστόσο, ο κόσμος που ζείτε και που πάει από το κακό στο χειρότερο;
Με απασχολεί πάρα πολύ. Παρατηρώ ότι με τον καιρό ο κόσμος
είναι πολύ πιο δυστυχισμένος. Το βλέπω ακόμη και στο δρόμο. Πολλά νεύρα μέχρι
και στην οδήγηση.
Οδηγείτε;
Ναι. Εκεί παρατηρώ πως οι άνθρωποι δεν είναι πολύ καλά και
το κατανοώ. Ίσως γιατί όλοι κάνουν μηχανικά μια δουλειά και όχι αυτό που
αγαπάνε και που ονειρεύονταν. Όπως εγώ, π.χ., που ονειρευόμουν να γίνω
τραγουδίστρια και το κάνω. Υπάρχει κι η ακρίβεια, η φτώχεια που οδηγεί σε μια
εθνική κατάθλιψη. Υπάρχει όμως και μία απάθεια εκεί που τα παλιά χρόνια θα’χε
ξεσηκωθεί ο λαός. Διαβάζουμε στην ιστορία για συνεχόμενες επαναστάσεις του
ελληνικού λαού, αλλά τώρα πια σε πράγματα που συμβαίνουν και που θα «σήκωναν» μια
επανάσταση, βλέπεις απάθεια και να κοιτάει ο καθένας τον εαυτό του και το πώς
θα τη βγάλει.
Θα σας ενδιέφερε μέσα από το τραγούδι σας να κινήσετε έστω
την επαναστατική χαμένη διάθεση των ανθρώπων;
Τι ωραία ερώτηση! Θα με ενδιέφερε σίγουρα κάποια στιγμή να
μη μιλάνε τα τραγούδια μου μόνο για έρωτες και για αγάπες, όπως όλα τα λαϊκοπόπ
τραγούδια, αλλά να περνάνε και κοινωνικά μηνύματα.
Πως θα γίνει
αυτό; Θα γίνετε…έντεχνη κι εσείς.
Μα αυτό αναρωτιέμαι, αλλά δεν χρειάζεται να’ναι κάτι τόσο
ποιητικοφανές και πομπώδες. Θα ήθελα με τη δική μου μελωδία, μ’ αυτό που
ταυτίζομαι, να βγάλω κι εγώ ένα κοινωνικό τραγούδι.
Μπορείτε να το κάνετε λίγο αργότερα.
Σαφώς, γιατί όχι;
Για το τέλος, θα σας αναφέρω μερικά ονόματα και θέλω να τα
σχολιάσετε. Μάνος Χατζιδάκις.
Τον εκτιμώ, αλλά δεν θα κάτσω να ακούσω τα τραγούδια του
στην καθημερινότητα μου. Απ’ το σχολείο ακόμη τον θεωρώ θεμέλιο στο ελληνικό
τραγούδι.
Μίκης Θεοδωράκης.
Επίσης την ίδια ακριβώς άποψη έχω. Είναι ιστορικά πρόσωπα
αυτοί.
Αλκίνοος Ιωαννίδης.
Ακουστά τον έχω.
Madonna.
Δεν άκουγα ιδιαίτερα Madonna, αλλά αναγνωρίζω ότι είναι η
βασίλισσα της ποπ και τη βαρύτητα που έχει. Περισσότερο προτιμώ vocalists με
πολύ ισχυρά skills. Σ’ αυτούς θέλω να μοιάσω και η Madonna δεν ανήκει ανάμεσά
τους.
Έχετε αναλογιστεί ποτέ πως μπορεί κάποιοι συνάδελφοί σας να
έκαναν καριέρες μεγάλες χωρίς να είναι vocalists, δηλαδή χωρίς να είναι
ιδιαίτερα καλλίφωνοι;
Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι καλλιτέχνες, αλλά και η
προσωπικότητα παίζει μεγάλο ρόλο, αν είσαι καλή show – woman και καλός show –
man. Μπορεί να μην το’χουν με το τραγούδι, αλλά βγαίνουν, λάμπουν και λιώνει το
κοινό από κάτω. Θα σε διασκεδάσουν.
Τα είπαμε όλα και σας ευχαριστώ.
Εγώ σας ευχαριστώ και, πραγματικά, ήταν πολύ ωραία η
συνέντευξη αυτή.
* Σήμερα, Πέμπτη 15 Μαΐου 2025, η Klavdia διαγωνίζεται στον β' ημιτελικό για την Eurovision με το τραγούδι «Αστερομάτα». Καλή επιτυχία, Klavdia, καλή επιτυχία, Ελλάδα.
** Η συνέντευξη με την Klavdia πραγματοποιήθηκε στο καμαρίνι της, στο Votanikos Live Stage, τον Φεβρουάριο του 2024. Πρώτη δημοσίευση: olafaq.gr
*** Οι φωτογραφίες είναι της Βάσως Αθανασιάδου και οι δύο, με μένα μαζί, είναι του Γιάννη Αβραμίδη.