Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Βασίλης Τερλέγκας: «Είναι μια αρρώστια η λογική των διανοούμενων. Πιστεύω στη λογική της καρδιάς»

 

Ομολογώ πως την ίδια περίοδο που οι συμμαθητές μου στο λύκειο άκουγαν τα τραγούδια του, εγώ προτιμούσα τους Led Zeppelin και τους Doors. Τσακωνόμασταν, μάλιστα, για το αν θα καταλήγαμε ως παρέα σε ροκάδικο ή σε σκυλάδικο. Μέση λύση δεν υπήρχε, όπως γίνεται σήμερα, που τα στεγανά στη μουσική έχουν καταρριφθεί. Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα πως το σκυλάδικο – το «ορίτζιναλ και όχι το δήθεν» που λέει κι ο Πουλικάκος – είναι μέρος μιας αδιαφιλονίκητης μαζικής λαϊκής έκφρασης. Την ήθελα μία συνέντευξη με τον Βασίλη Τερλέγκα, τον τελευταίο της «χρυσής εποχής» του σκυλάδικου των 90s, όπως είπα και του ιδίου. Κι όταν τελικά συναντηθήκαμε από κοντά, στο στούντιο του, στην Παιανία, είδα έναν άνθρωπο εξαιρετικά φοβισμένο με τον κορονοϊό. Είχε λόγους, βέβαια, σαν άνοιξε το πουκάμισο του και είδα την τομή στο στήθος του: Ένα χειρουργείο καρδιάς, που τον εντάσσει σήμερα στις ευπαθείς ομάδες για την πανδημία. «Να γράψεις το όνομα του γιατρού μου» μου ζήτησε και δεν θα μπορούσα να μην το κάνω, καθώς επρόκειτο για τον κορυφαίο καρδιοχειρουργό Ανδρέα Μπαϊρακτάρη, τον άνθρωπο που μέχρι σήμερα έχει παρατείνει επιτυχώς τη ζωή και της ίδιας μου της μάνας.

Παρατηρώ μέσα στο στούντιο σας διάφορα μηχανήματα αναλογικού ήχου και αναρωτιέμαι από πότε ξεκίνησε αυτή η στενή σχέση σας με τον ήχο και με την παραγωγή ήχου.

Όταν λες ότι ασχολείσαι με τη μουσική, το πρώτο πράγμα που φροντίζεις είναι η αρτιότητα του ήχου. Όποτε έκανα τραγούδι που ήταν πρόχειρο, δεν είχε καμία, μα καμία τύχη! Οι άνθρωποι μεταξύ τους συνεννοούνται δια του ήχου. Αυτή τη στιγμή μιλάμε οι δυο μας με τη μετάδοση του ήχου, ο καθένας όμως έχει τη δική του χροιά. Η μουσική είναι το ίδιο ακριβώς με τον τρόπο που μιλάμε: Αν σε κάποιον μιλήσεις με ένταση, θ’ αλλάξεις τρόπο. Αν πάλι του μιλήσεις με αγάπη, θα του δώσεις να καταλάβει, ακόμη κι αν του πεις μια κακή κουβέντα.

Το ίδιο συμβαίνει με την παραγωγή της μουσικής; Αυτό μου εξηγείτε;

Η μουσική είναι γλώσσα ψυχής. Αν εμείς έχουμε τη γλώσσα συνεννόησης των ανθρώπων, υπάρχει και μία αόρατη γλώσσα που είναι η μουσική. Πες ότι θες να βγάλεις μια μουσική ή ένα τραγούδι που θα σε πιάσει συναισθηματικά και θα βγάλει τον καημό από μέσα σου. Μιλάμε για ντέρτια, άρα θα φροντίσεις ο ήχος σου να εκφράσει το συναίσθημα που θες να περάσεις. Είναι η μέθοδος της ψυχοακουστικής.

Ακούγοντας πάντως τη λέξη «ντέρτια», ο νους μου στο λαϊκό τραγούδι πήγε.

Αν ντέρτι είναι ο πρωταγωνιστής σ’ όσα έχω τραγουδήσει εγώ ή κάποιος άλλος συνάδελφος, ισχύει. Το ίδιο όμως συνέβη και με τα ροκ που τραγούδησα, επειδή το ήθελα μία συγκεκριμένη στιγμή.

Μ’ αρέσει που με πήγατε στο ροκ, γιατί σ’ αυτό εδώ το στούντιο έχουν γράψει οι φίλοι μου οι Electric Litany.

Α ναι, βέβαια. Και απ’ τη Γερμανία έχουν έρθει για να γράψουν ειδικά σ’ αυτό το στούντιο. Κι εγώ τους το δίνω, γιατί είναι μερικοί άνθρωποι που σέβονται αυτό το χώρο. Η τεχνογνωσία που έχω να ξέρετε πως δεν είναι σπουδαγμένη, αλλά βιωμένη. Συνήθως κάνω μόνος μου τις μίξεις και την επεξεργασία για να βγάλω ακριβώς την ψυχοακουστική που θέλω ή τον λόγο για τον οποίο τραγουδάω κάθε φορά.

Λέτε πως δεν έχετε σπουδάσει ηχοληψία, αλλά μιλάμε για ένα πολύ συγκεκριμένο αντικείμενο.

Και απ’ τις πιο δύσκολες ηχοληψίες, γιατί τα μηχανήματα που χρησιμοποιούμε είναι τα καλύτερα, κορυφαία.

Οι «Στροφές», το κομμάτι σας που έκανε πάταγο, έγινε κάτω απ’ αυτές τις τόσο ψαγμένες συνθήκες;

Και ακόμη κάνει πάταγο, να πούμε! Η επιτυχία αυτού του τραγουδιού οφείλεται στην καινοτομία της ψυχοακουστικής. Γράψαμε με έναν ενορχηστρωτή, τον Γιάννη Κουρκουμέλλη, που κι αυτός ήταν «άρρωστος» με το θέμα του ήχου και μοιάζαμε πολύ. Το ότι όλα τα τραγούδια απ’ αυτό το δίσκο έγιναν σουξέ, οφειλόταν στην ενορχήστρωση και στην έλλειψη ψηφιακού ήχου που χάνεις σε πρώτη και δεύτερη αρμονική, δηλαδή στον αναλογικό ήχο. Δεν είναι τυχαίο που ο δάσκαλος μου έλεγε πως τα πουλάκια κελαηδούν αναλογικά, γι’ αυτό και στο συγκεκριμένο άλμπουμ υπάρχουν στιγμές που δεν καταλαβαίνεις ποιος τραγουδιστής τραγουδάει. Καμιά φορά στα στούντιο που πάω, μου λέει ο ηχολήπτης: «Τραγούδα εσύ και θα το φτιάξω εγώ». Τι θα φτιάξεις εσύ; Το φάλτσο; OK, με μηχάνημα το φτιάχνεις! Είσαι εσύ, όμως; Δίνεις ψυχούλα;

Συνήθως ότι τραγουδάτε, εδώ δεν το φτιάχνετε;

Εντάξει, μ’ έχουν καλέσει διάφοροι φίλοι, του στυλ «Έλα, Βασιλάκο, πες μας ένα τραγούδι».

Και δεν τους δημιουργείτε θέμα με την τελειομανία σας στον ήχο;

Εκεί βασίζομαι στο φιλότιμο του ηχολήπτη και του λέω: «Κοίτα κει να το ”φέρεις” όσο μπορείς, γιατί εγώ μια χάρη έκανα σ’ ένα φίλο». Υπάρχουν, έτσι, αρκετοί νέοι, που για λόγους ηθικής και αγάπης προς το πρόσωπο τους, έκανα ντουέτο μαζί τους για να μπορέσουν να κάνουν κάτι. Τώρα θα μου πεις, εσύ δηλαδή είσαι ο αυτόφωτος; Όχι, αυτόφωτος μπορεί να’ναι κι ο άλλος που απλά θέλει μία βοήθεια, όπως και μένα κάποιος με βοήθησε.

Ποιοι σας βοήθησαν στην καριέρα σας;

Καταρχάς το κερί της Παναγίας που έβαλα στην εκκλησία του χωριού μου απ’ όταν έφυγα, μικρό παιδί. Από κει και πέρα, έδωσα τις μάχες μόνος μου. Με βοήθησαν πολύ οι πειρατικοί σταθμοί της εποχής, αφού μας κυνηγούσαν τότε κι εγώ δεν ήξερα απ’ αυτά τα πράγματα. Ξέρετε, ο κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του έναν αλυσοδεμένο δαίμονα κι έναν αλυσοδεμένο άγγελο. Εγώ κατάφερα σ’ αυτόν τον τομέα να βγάλω τον άγγελο μου έξω και ευχαριστώ το σύμπαν ή τον Θεό – πάρτε το όπως θέλετε – που κατάφερα να το κάνω.

Ο άγγελος δηλαδή σας πήγε στην επιτυχία;

Η επιτυχία είναι το τελευταίο πράγμα που μ’ ενδιαφέρει κάθε φορά που κάνω κάτι. Δεν μ’ ενδιαφέρει αν αρέσει ή δεν αρέσει στον κόσμο, που μια ζωή ήταν κατευθυνόμενος κι ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλο μας. Η αλήθεια, όμως, δεν κρύβεται.

Η αλήθεια που λέει πως σας συμπαθούν όλοι στο χώρο σας και δεν ακούγονται κακά σχόλια για το άτομο σας.

Όχι, έχω πάρα πολλούς εχθρούς κι έτσι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στο χώρο έχει τελικά μεγαλύτερο κύρος από έναν άλλον που είναι στάνταρ, φλατ.

Εμένα, πάντως, μου έχουν πει πως στα μαγαζιά που δουλεύατε, φερόσασταν με το σεις και με το σας μέχρι και στον τελευταίο υπάλληλο.

Μου είναι αδιανόητος ο σνομπισμός. Αν εξετάσουμε καλά το θέμα της ζωής, θα φτάσουμε σ’ ένα σημείο ενδοσκόπησης. Πήρα προχθές τον γιο μου να τον πάω μια βόλτα και τράκαρα, το έκανα μπάχαλο το αυτοκίνητο. Θα μπορούσα κάλλιστα αυτή τη στιγμή να μην ήμουν εδώ, άρα σήμερα είμαστε και αύριο δεν είμαστε. Μου λένε ότι έχω ωραία φωνή. OK, αν πάθω κάτι όμως, έναν κάλο – μην πας μακριά – ποιος καλός τραγουδιστής;

Το έχετε φιλοσοφήσει, βλέπω.

Είναι απλά τα πράγματα. Δεν ξέρω αν αύριο θα ζω, γιατί να’μαι σνομπ; Κάποτε που γινόταν χαμός με την επιτυχία μου, λες και κάτι τρέχει στα γύφτικα, πήγα να πάρω δυο σουβλάκια τυλιχτά. Σταμάτησα σ’ ένα συνοικιακό σουβλατζίδικο. Παράγγειλα, μου τα έδωσε ο άνθρωπος, τον πλήρωσα, τον ευχαρίστησα και έκανα να φύγω. «Σας παρακαλώ» μου κάνει, «εσείς, ολόκληρος Τερλέγκας, κι ήρθατε να φάτε εδώ δυο σουβλάκια;» Του απάντησα: «Άνθρωπε μου, να’ σαι ευλογημένος, αλλά τι μου λες τώρα;» Στα μαγαζιά, που σας είπαν, δεν είμαι καθόλου καλό παιδί! Έχω κι εγώ τα στραβά μου, όμως δεν μπορώ να μη σεβαστώ τον κόπο του κάθε παιδιού που έρχεται για να βγάλει το μεροκαματάκι του. Γιατί να του μιλήσω άσχημα; Ποιος είμαι εγώ; Ο τραγουδιστής;

Ναι, ο τραγουδιστής και, μάλιστα, ο βιοπαλαιστής.

Όχι, δεν ισχύει! Και άκουσε να δεις, ισχύς μου ο άνθρωπος και πίστη μου ο Θεός. Όταν δεν αγαπάς τον άνθρωπο, δεν αγαπάς ούτε τον εαυτό σου! Ειδικά τον εργαζόμενο άνθρωπο, που κανείς δεν τον ρώτησε την εποχή που ζούμε αν έχει φαΐ στο σπίτι του ή να πληρώσει το νοίκι του. Βλέπω διάφορα τρελά, στα οποία μπορεί να τρέξω ή και όχι. Να πάω να τραγουδήσω που δεν μ’ ενδιαφέρει για μένα τον ίδιο. Θα τη βγάλω την άκρη και ξέρεις πως θα τη βγάλω; Όπως μ’ έμαθε ο πατέρας μου απ’ το χωριό να επιζώ, στις δυσκολότερες συνθήκες! Και σε βουνό να μ’ αφήσεις, θα επιζήσω, γιατί εκεί γεννήθηκα, στα Καλάβρυτα. Υπάρχουν άνθρωποι, όμως, που δεν ξέρουν πως να επιζήσουν.

Εκτιμάτε τη φτώχεια, κύριε Τερλέγκα;

Μα είμαι φτωχός! Είμαι τόσο φτωχός, όσο δεν μπορείς να φανταστείς, γιατί γεννήθηκα μες τη φτώχεια, μεγάλωσα χωρίς να μου λείπει τίποτα, αφού όλα στο χωριό τα φτιάχναμε εμείς κι ήταν δικά μας, αλλά αγαπώ τον φτωχό άνθρωπο. Μόνο αυτός ξέρει τις αξίες της ζωής. Πως να καταλάβει ένας πλούσιος τον συνάνθρωπό του; Το ξαναλέω, ισχύς μου ο άνθρωπος και πίστη μου ο Θεός.

Το κατέγραψα, αλλά βλέπω το χώρο σας και σκέφτομαι αυτό που είχατε πει, ότι ήσασταν δυστυχής ως πλούσιος.

Είναι αλήθεια. Είχα καβαλήσει ένα καλάμι ή υπέθετα ότι το’χα καβαλήσει και να μην το διέκρινα. Η επιτυχία μπορεί να σου φέρει τόσα πολλά προβλήματα, που μπορείς να χάσεις τον εαυτό σου. Ίσως το χειρότερο πράγμα είναι η επιτυχία, αφού θέλει σωστή διαχείριση. Μη φεύγεις απ’ τον άνθρωπο, αγάπα τον πλησίον σου, τον αξιοπαθούντα. Τι άλλο ν’ αγαπήσεις, τα σίδερα;

Απαντήστε μου τότε, ποιοι σας πίστεψαν στο ξεκίνημα σας;

Μη γελιόμαστε, με βοήθησαν άνθρωποι και μένα. Στην πρώτη μου εταιρεία, βρήκα μυστικό χαρτί που έγραφε για μένα: «Καταπληκτική φωνή, δεν πρόκειται για σκύλο». Στην πορεία μού φόρεσαν αυτή την ταμπέλα για να μ’ αποδομήσουν, εγώ όμως δεν αποδομήθηκα και ούτε θ’ αποδομηθώ εκτός κι αν το θελήσω!

Τι εννοείτε «μυστικό χαρτί»; Δεν ξέρατε ποιος το είχε γράψει;

Είχα πάει το δισκάκι μου και τους είπα: «Παιδιά, αν θέλετε, κυκλοφορήστε το». Το άκουσαν και το χαρτάκι αυτό το άφησε η κυρία Λιάνα Μαλανδρενιώτη, η πρώτη παραγωγός μου.

Δεν το πιστεύω! Η Μαλανδρενιώτη γράφει ακόμη στην «Εποχή», την εφημερίδα, και υπήρξε το ίδιο βοηθητική και για μένα στη δημοσιογραφία. Εξαιρετικός άνθρωπος.

(χαμογελάει) Η Λιάνα μού είπε να μην αλλάξω τ’ όνομα μου, αν και κακόηχο. Μου έλεγε πως θα το μπερδεύουν, θα λένε Τρελέγκας ή Τερλέγκας και τελικά θα μαθευτώ. Είχε την εταιρεία Intersound, σπουδαία εταιρεία! Μ’ αγαπούσε σαν παιδάκι η Λιάνα και το έβλεπα. Όταν μπήκα στο γραφείο της και είδα το δισκάκι μου μ’ έναν φάκελλο, πονηρούλης εγώ, τον άνοιξα και διάβασα αυτό που σας είπα.

Ξέρετε τι γίνεται; Απ’ την Intersound τότε περνούσε ο συγγραφέας Γιώργος Σκούρτης, ο οποίος ήταν φίλος της Λιάνας και της έδινε στίχους μάλιστα για σκυλάδες. Πιθανώς να του είχε δώσει το δισκάκι σας και να ήταν δικό του το σχόλιο. Σημειωτέον, ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, επίσης φίλος της Μαλανδρενιώτη, της είχε πει για την εταιρεία της: «Δεν θα λέτε ”Έχω μια εταιρεία κάτω απ’ την Ομόνοια, αλλά μια εταιρεία στον ίδιο δρόμο με το Εθνικό Θέατρο”». 

(γελάει) Πιθανώς έγινε όπως το λες, γιατί η Λιάνα είχε στείλει το δισκάκι μου να το ακούσουν πέντε – έξι άλλοι. Το’χε πάρει σοβαρά. Αν δεν πάθαινε ζημιές η γυναίκα, η εταιρεία της θα υπήρχε ακόμη, αν και δεν υπάρχουν πια εταιρείες μετά την επέλαση της ψηφιακούρας! Να γιατί είμαι ενάντιος στον ψηφιακό διάδρομο. Και το λέω εγώ, που έχω τρέλα με τα μηχανήματα και δεν είμαι καθόλου τεχνοφοβικός. Για ν’ ακούσω ένα τραγούδι σήμερα δεν θα βάλω CD, αλλά τα ακουστικά για να το ακούσω μέσω του τηλεφώνου μου, που μπορεί και να σκοτωθώ την ώρα που οδηγάω. Εγώ μπορεί να θέλω ν’ ακούσω ένα δίσκο του Νταλάρα, αλλά να τον ακούσω ολόκληρο κι άμα μ’ αρέσει ένα τραγούδι, να το ακούω συχνά, όπως μου αρέσει πολύ ο συγκεκριμένος συνάδελφος.

Ποιους είχατε τραγουδιστικά πρότυπα όταν ήρθατε στην Αθήνα;

Βασικά μου άρεσε πάρα πολύ ο Μητσιάς, τον οποίο δεν έχω γνωρίσει ποτέ. Μεγάλη φωνή, βυζαντινή. Ίσως από κει να κόλλησα μαζί του, ειδικά όταν είχε βγάλει το «Αχ, έρωτα» του Federico Garcia Lorca και του Λεοντή. Είχα πάθει πλάκα και να φανταστείτε ότι τότε στο χωριό μου η μόνη κουλτούρα ήταν τα κλαρίνα. Δε ντρέπομαι γι’ αυτό! Όταν άκουσα τον Μητσιά, περίμενα πότε θα μπει στο ραδιόφωνο το νέο διαφημιστικό της εταιρείας του για να ενημερωθώ. Το ίδιο και για τη Βιτάλη ή την Αλεξίου, τον Νταλάρα και τον Καζαντζίδη. Καλά, άσ’ τον τον Καζαντζίδη, ήταν τότε…

Παροπλισμένος;

Όχι, ίσα – ίσα, θεός ήτανε! Ο καθένας μας έχει τα δικά του, αλλά στον Καζαντζίδη σεβασμός! Εκεί σηκώνουμε τα χέρια ψηλά!

Τον είχατε γνωρίσει ποτέ;

Του είχα φιλήσει το χέρι. Ήταν τσακωμένοι πάλι με τον Νικολόπουλο και εγώ είχα κλείσει το στούντιο του, ο Νικολόπουλος δηλαδή δεν το έδινε στον Καζαντζίδη. Είπε, λοιπόν, ο Καζαντζίδης: «Κοίτα να δεις που δεν μου δίνει στούντιο, γιατί το’χει δώσει σ’ ένα παλικάρι, τον Τερλέγκα». Το μαθαίνω εγώ απ’ τον ηχολήπτη και λέω: «Δεν μου το λέγατε, ρε παιδιά; Θα έπαιρνα άλλες ώρες, δεν χάλασε ο κόσμος». Αυτός το λέει με τη σειρά του στον Καζαντζίδη, ο οποίος με πιάνει μια μέρα: «Να σου πω, πιτσιρίκο, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ. Είσαι σπουδαίος άνθρωπος». «Εγώ σπουδαίος;» του κάνω, «γιατί;» και του φιλάω το χέρι.

Συγκινητικό.

Συγκινητικό, έτσι! Το ίδιο έκανα και σε μιαν άλλη τεράστια δημοτική τραγουδίστρια, τη Φιλιώ Πυργάκη. Της φίλησα το χέρι, μ’ αγκάλιαζε και μου έλεγε «Αγόρι μου, τι κάνεις;» Προσφάτως έγινε αυτό κιόλας. Η δε φωνή της, καμπάνα!

Τελικά, απ’ όσα μου λέτε, ήσασταν του ποιοτικού λαϊκού.

Δεν είναι ακριβώς ποιοτικό, όλα είναι ποιοτικά! Έχω πει από Μάνο Ελευθερίου εγώ μέχρι τον χειρότερο, που λέγεται Τερλέγκας!

Γνωστό ότι είχατε μεγάλη φιλία με τον Μάνο Ελευθερίου.

Μα δεν μπορούσες να μην αγαπήσεις μια τέτοια μορφή. Λες το όνομα του, φαντάζεσαι έναν ογκόλιθο και βλέπεις έναν άνθρωπο που κάθεται να φάει μαζί σου, όπως κάναμε εμείς εδώ ακριβώς πριν γίνει στούντιο. Τον πήγαινα στο Μαρκόπουλο, σ’ ένα σταθμό εδώ πέρα, που έκανε εκπομπές. Είχαμε αναπτύξει μεγάλη φιλία, όπως και με την Ιφιγένεια Γιαννοπούλου. Είχα πει τραγούδια του Χρήστου Νικολόπουλου τότε. Σπουδαίες συνεργασίες, δεν υποτιμώ όμως κανέναν άλλο συνάδελφο μουσικό, στιχουργό και συνθέτη.


Δεν πιστεύετε στον διαχωρισμό εμπορικού και ποιοτικού τραγουδιού.

Χθες βράδυ παρακολουθούσα τον Κραουνάκη στην τηλεόραση. Έμεινα παγωτό! Καλλιτεχνάρα! Άκουγα κάτι το διαφορετικό και ταυτόχρονα κάτι γεννιόταν μέσα μου, με συνέπαιρνε, που μου’ λεγε «Σε εκφράζει, βρε»! Να τον έχει ο Θεός καλά, αλλά αυτό που είδα, που έπαιζε, που μετέδιδε, με κάνει να τον κατατάσσω στους μεγαλύτερους μας καλλιτέχνες. Προσέξτε τι λέω, καλλιτέχνης είναι να δίνεσαι στο κοινό κι αυτουνού το χαιρόταν η ψυχή του. Το έβλεπα! Αν ήμουν κάπου αλλού, θα έπαιρνα ένα ποτήρι ουίσκι να πιω για να διασκεδάσω. Δεν είναι μόνο θέμα ποιότητας, λοιπόν, αλλά και διασκέδασης.  Δύο σε ένα, ο καλλιτέχνης πρέπει να κάνει κομμάτια την καρδιά του και να τη δίνει στους ανθρώπους. Δεν τραγούδαγε τίποτα παράξενο ο άνθρωπος, αλλά λαϊκά όμορφα τραγούδια.

Αληθεύει ότι παίζετε πολλά μουσικά όργανα;

Γρατζουνάω, πιο πολύ για να φτιάχνω τα τραγούδια μου.

Αυτοδίδακτος και σαν μουσικός, επομένως.

Ναι, αν δείτε μέσα, είναι γεμάτο έγχορδα. Βιολί δεν παίζω μόνο, γιατί δεν μπορώ να πατήσω τα μόρια, και πιάνο. Τις βάσεις βάζω εγώ, την ψυχούλα μου, τρία – τέσσερα ακόρντα, όλα τα άλλα τα κάνει ο ενορχηστρωτής. Ακόμη κι αν τρολλάρει εις βάρος μου, θα τον ευχαριστήσω πάρα πολύ.

Τι ακριβώς εννοείτε;

Ξέρετε, υπήρχε μία ομάδα που με τρολλάριζε και το ήξερα. Μπήκα σφήνα και τους είπα: «Σας ευχαριστώ, παιδιά». Ήταν τόσο έξυπνοι και τόσο διανοούμενοι αυτοί που κανείς δεν καταλάβαινε ότι με τρολλάρανε, εκτός από μένα. Χάρηκα βέβαια για το επίπεδο τους, γιατί κράτησαν ζωντανή τη γλώσσα μας. Μιλάω για τον Σύλλογο Φίλων και Μελέτης Έργου Βασίλη Τερλέγκα. Ξεκίνησαν τρολλάροντας με, αλλά δεν το’ βλεπες φανερά. Τώρα πια οι ίδιοι άνθρωποι μπορεί να είναι μαζί μου.

Πάντως, σήμερα γίνεται χαμός με τις σελίδες που εμφανίζονται στο όνομα ενός καλλιτέχνη, τα φαν κλαμπ κλπ.

Έχω κι εγώ μια σελίδα, αλλά παρατημένη. Τι να την κάνω;

Να λέτε τα νέα σας.

Δεν έχω βρει τον κατάλληλο άνθρωπο – διαχειριστή. Και δεν μπορώ να βρω έναν που να ξέρει να διαχειρίζεται σωστά την ιστοσελίδα μου, που την έχω και την πληρώνω εδώ και μία δεκαετία.

Σχολιάστε μου μια παλιότερη σας δήλωση ότι δεν σας αρέσει η λογική των διανοούμενων.

Είναι μια αρρώστια η λογική των διανοούμενων. Πιστεύω στη λογική της καρδιάς.

Δεν οδηγεί σε λάθη αυτή, όμως;

Αυτή είναι η άποψη μου. Η λογική μπορεί να σε πάει εκεί που δεν περιμένεις, να σου δώσει την επιτυχία, τα πάντα. Άνθρωπο θα σε κάνει, όμως; Όχι. Η καρδιά θα σε κάνει. Όταν πονάς με την καρδιά σου για τον διπλανό σου κι όχι με το νου σου, δε μπαίνεις σε άσκοπους λογισμούς. Λες «Το τάδε σπίτι πεινάει», πας απ’ έξω, αφήνεις κάτι και φεύγεις. Η λογική το έκανε ή η καρδιά μου;

Περιγράψτε μου τα συναισθήματα σας όταν βλέπατε να βγαίνουν οι πρώτοι δίσκοι σας.

Ήμουν μικρό παιδί ακόμα, άβγαλτο απ’ το χωριό και παραμένω έτσι. Τα βινύλια δεν τα κρατούσα εγώ, γιατί τα έβγαζε η εταιρεία. Εγώ τους πήγαινα το πρωτότυπο, εντάξει, το’χα φάει στη μάπα στο στούντιο, τι να ακούσω μετά, τι και πως να αισθανθώ; Ξέρετε πότε ήρθε το μεγάλο συναίσθημα; Μπήκα μια μέρα σ’ ένα ταξί και μου πιάνει την κουβέντα ο ταξιτζής: «Ρε πιτσιρικά φιλαράκο, τι δουλειά κάνεις;» Του απάντησα ότι τραγουδάω σ’ ένα σκυλάδικο. «Καλά, ν’ ακούσεις έναν καινούργιο που έχει βγει» μου κάνει. «Λέει το ”Φεύγω γιατί είσαι θάνατος” και τραβάει πέντε – έξι μέτρα με την αναπνοή του»! «Σώπα, ρε» απαντάω ξανά, σοκαρισμένος όμως, γιατί εκείνη τη στιγμή εννοούσε εμένα.

Του είπατε ότι εσείς το τραγουδάτε;

Όχι, δεν του είπα τίποτα. Απλά πήγα σπίτι και είπα «Βασίλη, πέτυχες», παρότι ακόμη ήμουν παιδί.

Σε ποια ηλικία καταλάβατε τι τρέχει με το ταλέντο σας;

Ποτέ δεν ήμουν κάτι άλλο απ’ αυτό που είμαι σήμερα. Πάντα ήμουν ο ατίθασος, ο εξτρίμ, που έκανε ζημιές και φασαρίες, αλλά όλο αυτό στην εφηβεία μου μετατράπηκε σε μία εσωστρέφεια, η οποία βρήκε μόνη διέξοδο στο τραγούδι.

Εσωστρέφεια στα όρια της μελαγχολίας, της έλλειψης κοινωνικότητας;

Ήταν μια απλή φυσιολογική ροή του ανθρώπου που γεννήθηκε μ’ αυτό το χαρακτήρα. Δεν είχα προβλήματα ψυχολογικής φύσεως.

Δεν σας αρέσει να αναλύετε πολύ τα πράγματα, βλέπω.

Αντιθέτως, αυτό ήταν το κακό, ότι τα ανέλυα πάρα πολύ. Ίσως γι’ αυτό το στόμα μου έκλεισε και βγήκε η ψυχή μου προς τα έξω μ’ έναν τρόπο διαφορετικό.

Μιλάτε για την ευαισθησία του καλλιτέχνη τώρα, να όμως που προτάσσετε τη λογική.

Δεν μπορείς ν’ αποφύγεις ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Η λογική δεν θα πάψει ποτέ για μένα να είναι ένα στερεότυπο.

Στερεότυπο;

Ναι, ένα στερεότυπο που δεν θα πάψει ποτέ για μένα να κυριαρχεί μες το σημερινό μπάχαλο. Κι εγώ άνθρωπος είμαι, θα τη βάλω τη λογική. Τη χρησιμοποιώ στο μέτρο που με βοηθάει, διότι αν ξεφύγω, θα γίνω παράλογος.

Που αλλού θα σας έβγαζε η εσωστρέφεια σας, αν όχι στο τραγούδι;

Δεν ξέρω, πάντως από μικρό παιδί τέτοια βιώματα είχα. Ο παππούς μου μία έψελνε και μία τραγουδούσε. Συγκεκριμένα, επειδή πολέμησε στη Μικρά Ασία, τραγουδούσε μικρασιάτικα, τα οποία έφερε από κει και τα λάτρεψα. Ο πατέρας μου ήταν στο Γράμμο – Βίτσι, στην αντίσταση, τα είχανε δει όλα αυτοί οι άνθρωποι, καταλαβαίνετε.

Αριστερή οικογένεια, να υποθέσω;

Δημοκρατική, θα έλεγα, και σίγουρα αντιφασιστική, δεν το συζητώ! Απ’ τα Καλάβρυτα είμαστε. Δεν κατάλαβα, θα’μαι και Ναζί; Μαζί μπορεί να’μαι, Ναζί όχι. Κάθε φορά αντικρίζω 1.300 καντήλια και γεννήθηκα ανάμεσα Μεγάλου Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας, όπου συνέβη η εκτέλεση. Ξέρετε τι τραγωδία συντελέστηκε στα Καλάβρυτα; Ασύλληπτη! Ποτάμι το αίμα! Τιμούμε το θάνατο κάθε Έλληνα που έπεσε για την πατρίδα, αλλά η σφαγή των Καλαβρύτων ήταν μεγαλύτερη κι απ’ αυτή του Διστόμου. Για μένα, φίλε Αντώνη, μόνο ο Καποδίστριας και ο Αθανάσιος Κλάρας από πολιτικούς, μπορώ να καταλάβω ότι ήταν Έλληνες. Μετά από τους Ήρωες του ’21, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, όλοι οι άλλοι διέπονται από κοτζαμπασισμό, εκεί έχουνε μείνει. Έτσι, ποτέ δεν τους κατάλαβα, άντε λίγο τον Πλαστήρα.

Σας απασχολούσε ανέκαθεν η ιστορία;

Πάρα πολύ. Κι αν σήμερα δεν προλαβαίνω να διαβάσω, στην ιστορία έπαιρνα πάντα εικοσάρια. Όταν άρχισαν να μου λένε ιστορίες για γαλλικές επαναστάσεις και για δράκουλες, έφυγα, πήγα αλλού. Όπα! Όχι και ότι δεν έγινε τίποτα στη Σμύρνη, είχαμε συνωστισμό δηλαδή. Ο παππούς μου εκεί ήτανε, την έκανε με μια μοτοσικλέτα κλεμμένη από έναν Τούρκο. Δε θα μου πει τώρα ο οποιοσδήποτε, είτε δεξιός, είτε αριστερός, ότι δεν έγινε σφαγή. Δεν γίνεται, ρε παιδιά, ν’ αμφισβητήσουμε τη γενοκτονία των Ποντίων, επίσης, πως να το κάνουμε; Η μισή Αθήνα έχει ολόκληρες περιοχές με μικρασιατικά ονόματα.

Θα σας ταίριαζε, νομίζω, η πατριωτική Αριστερά της Σπίθας του Μίκη Θεοδωράκη.

Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που πιστεύω στην απόλυτη και καθαρή δημοκρατία. Η δημοκρατία είναι δίκοπο μαχαίρι, μπορεί το ναι να γίνει όχι και το όχι, ναι. Μπορεί να βγάλουν νόμους παλαβούς και εξάλλου δεν με εκφράζει καθόλου αυτό το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα. Πες ότι τρελάθηκε ο κόσμος και αύριο βγει ένας ακραίος. Δηλαδή ότι πει ο Πρωθυπουργός; Δεν έχουμε αντιστάσεις ως λαός; Ο Κασιμάτης λέει σ’ ένα βιβλίο του ότι δεν μπορείς να έχεις πρωθυπουργό σε μια μικρή χώρα και να τον έχουν οι Γερμανοί για άλλη μία φορά με το πιστόλι στον κρόταφο. Δεν πιστεύω ότι κάποιος θέλει το κακό της Ελλάδας, σου λένε όμως «Είσαστε που είσαστε υπό κατοχή, ας φάμε τώρα και τα λεφτά σας». Ξέρεις τι χρωστάνε στα Καλάβρυτα; Τίποτα, νέκρα, Σημίτης, θάνατος! Η μόνη ιδεολογία είναι η Δημοκρατία. Εμείς τη φτιάξαμε, την πήραν και την κάνανε αστική δημοκρατία και μας την πασάρανε.

Μιλάμε για πολιτική, δημοκρατία και δε μπορώ να μη ζητήσω την άποψη σας για τη φυλάκιση της Χρυσής Αυγής.

Θες την αλήθεια μου; Ευτυχώς που το κάνανε αυτό. Είμαι ένας άνθρωπος, ξέρετε, που έχω βγάλει την κακή φήμη του θρησκόληπτου, ενώ απλά πιστεύω στον Χριστό, στην Αλήθεια. Είμαι χριστιανός ορθόδοξος, άσχετα αν είμαι καλός ή κακός με τον Θεό μου. Οι Ναζί προέρχονται από ένα παγανιστικό μπακγκράουντ. Έχουνε φτάσει σε ακρότητες. Όλα γίνονται με μια ανοχή κάποιων, πίσω απ’ τις κλειστές κουρτίνες που εμείς βλέπουμε. Η Χρυσή Αυγή είχε ξεκινήσει σαν υποτιθέμενο κόμμα διαμαρτυρίας αμέσως μετά την είσοδο μας στο ΔΝΤ. Να το πρόβλημα που δημιουργούν οι πολιτικοί και δεν τους πιστεύει ο κόσμος. Που να ήξερε ο χωριάτης στο χωριό τι ήταν αυτοί και από που προέρχονταν; Πάντως, ούτε κομμουνιστής θα δήλωνα, είμαι άνθρωπος της άμεσης δημοκρατίας.

Πόσα τραγούδια έχετε τραγουδήσει;

Διακόσια να’ναι; Κάπου εκεί, έχω χάσει κι εγώ το λογαριασμό.

Τα περισσότερα θα τα χαρακτηρίζαμε καψουροτράγουδα.

Εγώ την καψούρα δεν την υπηρέτησα ποτέ. Εγώ αγάπη μοιράζω, ρε παιδιά. Όταν θέλουμε να διακωμωδήσουμε τον έρωτα ή, σωστότερα, το συναίσθημα της αγάπης, το βαφτίζουμε καψούρα, ντέρτι, καημό. Λέει ο άλλος «Έχω φάει φωτοβολίδα στο κεφάλι». Εντάξει, δεν είναι εκφράσεις αυτές τώρα. Πες ότι είσαι ερωτευμένος, ότι σε γουστάρω, σε θέλω. Φτάνει. Τι θα πει καψούρα; Το λέει κι η λέξη, προέρχεται απ’ το κάψιμο.

Μοιραία, έτσι, ευτελίζεται το τραγούδι;

Εγώ ποτέ δεν έχω χαρακτηρίσει καψουροτράγουδο ένα τραγούδι συναδέλφου μου. Αγάπης, ναι, έρωτα, κοινωνικό, πολιτικό, δημοτικό που εξυμνεί τη φύση, τον έρωτα και το θάνατο, τα πάντα! Ακόμη και το κέρατο! Να σας πω ένα τέτοιο δημοτικό τραγούδι που έλεγε ο πατέρας μου: «Στον κάμπο εφυτρώσανε δυο όμορφα λουλούδια/ τό’να η αγάπη η παλιά και τ’ άλλο μου η καινούργια». Άκου τώρα, ερωτικό δημοτικό τραγούδι.

Μπορώ να σας διαβάσω στίχους από ένα ποίημα του Νάνου Βαλαωρίτη και να μου τους σχολιάσετε; Λέγεται «Βιβλική σημειολογία» και υποτίθεται ότι κάποιοι έχουν «στριμώξει» ένα κορίτσι (διαβάζω: «αλλά εκείνη κάνοντας το σταυρό της, παρεδόθη ψιθυρίζοντας: «συγχώρεσε με, θεέ μου, επειδή αμαρτάνω οικειοθελώς με αυτούς, με αυτά τα κτήνη που ωστόσο μ’ ερεθίζουν τόσο, τι να πω – ντρέπομαι να τ’ ομολογήσω – είμαι πολύ αναστατωμένη, τους θέλω διακαώς, τους λαχταρώ κι ας είναι εκείνοι που είναι άγγελοι εξ ουρανού αποδιωγμένοι»).

(ακούει με προσοχή και στο τέλος δείχνει βουρκωμένος σχεδόν) Τώρα μου κάνεις ψυχανάλυση και το βλέπω. Έτσι όπως το άκουσα, καθορίζει απόλυτα την ανθρώπινη φύση. Με συγκίνησε ο Βαλαωρίτης, γιατί λέει μία αλήθεια, που εγώ την αντιλαμβάνομαι με τον δικό μου τρόπο. Η γυναίκα κόβεται στα δύο, και θέλει και δεν θέλει. Το ένα είναι η ηθική της και τ’ άλλο η ανθρώπινη υπόσταση της, άρα έχουμε μια φυσιολογία. Αποδίδει θεϊκή ιδιότητα στους διώκτες της, αλλά στην πραγματικότητα τους γουστάρει. Συγγνώμη, αλλά είναι σαν να λέει ο Βαλαωρίτης πως αν δε μπορείς ν’ αποφύγεις έναν βιασμό, απόλαυσε τον. Να γελάσουμε και λίγο, γιατί πολύ το σοβαρέψαμε.

Δεν φοβάστε μη σας πουν σεξιστή;

Ας με πουν και σεξιστή και τροτσκιστή κι ότι θέλουν. Ομοφοβικό μη με βγάλεις μόνο, όπως μ’ έχουν βγάλει. Συγγνώμη ζήτησα μόνο για μία απρεπή φράση, ότι δεν γουστάρω να τον παίρνει ο γιος μου. Ο ομοφυλόφιλος είναι παιδί του θεού κι αυτός, όλοι κάτω απ’ τη γη προερχόμαστε, απ’ τη δημιουργία. Δεν μπορώ ως χριστιανός να μη σέβομαι τη δημιουργία του καθενός. Εγώ είπα ότι δεν θα έφευγα και πολύ χαρούμενος απ’ αυτόν τον κόσμο αν ο γιος μου γινόταν ομοφυλόφιλος. Θα τον στήριζα; Βεβαίως και θα τον στήριζα και το είπα! Άσε το άλλο, ότι κατέβηκε ο Θεός και μου έφτιαξε το λάστιχο!

Μ’ αυτό είχα πεθάνει στο γέλιο, το ομολογώ.

Μοιάζω για τρελός; Είπα το εξής: Επειδή δεν το’ χω πολύ με το αυτοκίνητο, μια φορά δεν θεώρησα τυχαίο ότι βρέθηκε ένας μες το σκοτάδι και μου έφτιαξε το αυτοκίνητο. Κατέβηκε απ’ το αυτοκίνητο του, αυτό έφυγε με τον οδηγό του και τον άφησε εκεί, με αναγνώρισε, φόραγε μια κουκούλα, μου άλλαξε στο τσακ μπαμ τη ρεζέρβα και μου είπε: «Για καλό έγινε, παλικάρι μου, μη στενοχωριέσαι. Μπορεί παρακάτω να έπεφτες κάπου». Γυρνάω να του πω «Δίκιο έχεις» και χάθηκε μες το σκοτάδι, κάπου στον Κόκκινο Μύλο. Επαναλαμβάνω, δεν το θεωρώ τυχαίο, ποτέ δεν είπα όμως ότι κατέβηκε ο Θεός και μου έφτιαξε το λάστιχο. Είναι δυνατόν; Έλεος! Για ποια δημοκρατία και ισονομία πολιτών μιλάμε μετά; Πληρώνω φόρους στον τόπο μου και απαιτώ να μη με χλευάζει κανείς, όπως δεν χλευάζω κι εγώ κανέναν.

Πέρα απ’ την αγανάκτηση σας, αυτό ήταν κομματάκι αστείο σε αντίθεση με τα άλλα περί ομοφυλοφιλίας.

Ξέρετε ότι το βράδυ, στο μαγαζί που τραγούδαγα, ήρθαν και μ’ έπιασαν καμιά τριανταριά φίλοι μου καλοί, όλοι ομοφυλόφιλοι; «Είναι τρελοί οι άνθρωποι, εσένα λένε ομοφοβικό;» με ρώταγαν. Για τα παιδιά μου, όμως, έχω το δικαίωμα να λέω την άποψη μου. Μέχρι να πάνε 18 ετών, βέβαια.

Κι εκείνα, όμως, μάλλον δεν θα ζητήσουν την άδεια σας για το αν γίνουν στρέιτ ή γκέι.

Ναι, σίγουρα, αλλά όχι στα 15 – 16 τους, που είναι ακόμα στο ψάξιμο. Γι’ αυτό είπα ότι έχω γνώμη μέχρι να ενηλικιωθούν. Αν μετά γίνουν, ας γίνουν ότι θέλουν, πατέρας είμαι και θα τα στηρίξω. Και φυλακή να μπει το παιδί μου, και φονιάς να γίνει, ότι και να γίνει, δίπλα του θα είμαι.

Το πρόβλημα ίσως ξεκινάει απ’ το ότι θεωρείτε την ομοφυλοφιλία σαν κάτι κακό, μεμπτό.

Ένας φίλος μου, γκέι, γνωστός ηθοποιός κιόλας, ήρθε στο καμαρίνι μου: «Γιατί μου είπες ότι είμαι μια χαρά; Εγώ είμαι δυστυχής, ξέρεις τι έχω περάσει;» Του απάντησα «Γιατί να’σαι δυστυχής μια χαρά παλικάρι;». Μου εξήγησε ότι βλέπει γυναίκα και στρίβουν τα μάτια του, πάνε αλλού. Ότι θέλει να κάνει παιδιά και δεν θα το καταφέρει ποτέ, άρα θα νιώθει δυστυχής. Επέμενα ότι είναι μια χαρά, ότι είναι ελεύθερος άνθρωπος κι αυτό λέει η δημοκρατία. Γιατί εμένα δεν μ’ αφήνουν να καθορίσω τα θέλω μου – προσέξτε, τα θέλω μου – για τη ζωή των παιδιών μου; Δεν επιβάλλω τίποτα, είπα απλά τι θα ήθελα. Κι εκεί απάνω πέταξα τη φράση, για την οποία απολογήθηκα.

Και την άλλη μέρα σας στόλισαν από ομοφοβικό έως φασίστα.

(με έκπληξη) Φασίστα; Γιατί;

Λόγω μη ανοχής στη διαφορετικότητα.

Ξέρουν όλοι αυτοί τι έχω κάνει εγώ υπέρ των διαφορετικών ανθρώπων; Κανείς δεν ξέρει! Αν εγώ τάισα πενήντα οικογένειες που δεν είχαν να φάνε, γιατί δεν μπορούσε να δουλέψει το παιδί τους, αυτή δεν ήταν διαφορετικότητα; Μην κρίνουμε για να μην κριθούμε. Ούτε εσύ ξέρεις για μένα, ούτε εγώ ξέρω για σένα. Μία απ’ τις μεγαλύτερες Ελληνίδες συγγραφείς, την Ιωάννα Καρυστιάνη, τη γνωρίζεις;

Φυσικά.

Έχεις διαβάσει τον «Άγιο της μοναξιάς» της, που αναφέρεται στον Τερλέγκα; Για μένα το έγραψε και για το λαϊκό τραγούδι μέσα από μια φανταστική μυθοπλασία. Best seller, πήγα και πήρα πέντε – έξι βιβλία και δεν μου έμεινε κανένα, τα έδωσα σε φίλους. Ποτέ δεν την έχω γνωρίσει, ξέρω όμως ότι ο «Άγιος της μοναξιάς» σε μένα αναφέρεται. Γιατί έγραψε για μένα η γυναίκα αυτή; Με τα τρολλ της, με τα στραβά μου, με τα κακά μου, με τους καπνούς, με τα μπουζούκια, με όλα αυτά! Όμως, έγραψε για μένα και για ν’ ασχοληθεί μαζί μου μία Καρυστιάνη, κάτι σημαίνει!

Μόλις μου περιγράψατε έναν ολόκληρο κόσμο, του σκυλάδικου, σχολείο για κάποιους.

Εμένα σχολείο μου ήταν το πανηγύρι. Εκεί τραγουδάμε, δεν παίζουμε, όπως κι εδώ με τα αναλογικά. Είσαι στοναριστός, κρυωμένος, φαλτσάρεις λιγάκι; Καλύτερα να μη γράψεις. Διαφορετικά, κάνω τραγουδίστρια και τη θειά μου Νικολάκαινα απ’ το χωριό.

Αλήθεια είναι πως είστε ο τελευταίος της χρυσής εποχής του λεγόμενου «σκυλάδικου».

Εμένα τα δημοτικά είναι το φόρτε μου. Βάλε ν’ ακούσεις την «Ανθολογία Νο 1». Χρησιμοποίησα όργανα α λα παλαιά: Τουμπελέκι, κιθάρα, μπάσο για χαμηλές, λαούτο, βιολί, κλαρίνο, φωνή. Τέλος. Για οχτώ εβδομάδες ήμουν μέσα στα πέντε πρώτα κι έλεγε ο Ρουβάς, που ερχόταν δεύτερος: «Εντάξει, ρε παιδιά, ο Τερλέγκας είναι αυτός και με δημοτικά, δεν είναι κάνας τυχαίος». Μπράβο του! Κι άλλη μια φορά που είπα μια καλή κουβέντα γι’ αυτόν, βγήκε και είπε: «Εμένα με στηρίζουν οι λαϊκοί, όπως ο Τερλέγκας». Παιδί ήταν κι αυτός, είχε τις φιλοδοξίες του, όπως κι ο καθένας κάνει τις επιλογές του.

Είστε ευχαριστημένος με τη μέχρι τώρα ζωή σας;

Όχι.

Γιατί όχι;

Γιατί μ’ έχει καταπονήσει η κακεντρέχεια των ανθρώπων, που εκβάλλει από μέσα τους ο δαίμονας και όχι ο άγγελος. Δέχομαι συνέχεια επιθέσεις.

Σε καλλιτεχνικό ή σε προσωπικό επίπεδο;

Σε καλλιτεχνικό, τι άλλο; Σε προσωπικό με λένε ομοφοβικό, φασίστα, σεξιστή και ότι άλλο είπαμε. Είναι, όμως, που ακόμη δεν έχω τελειώσει και με το όνειρο μου.

Τελειώνει ποτέ το όνειρο; 

Ναι, έρχεται η μέρα που ξυπνάς και διαλέγεις τον παράδεισο ή την κόλαση.

Δεν υπάρχουν άμυνες;

Θα το δω, προς το παρόν δεν το’χω ζήσει. Είμαι σαν το παιδί που δεν θέλει να βγει απ’ την κοιλιά της μάνας του, αφού όλα του φαίνονται παράξενα και κλαίει. Μα, αν δεν κλάψει, δεν ζει. Έτσι θα’μαι κι εγώ, όταν θα τελειώσει το όνειρο μου. Για την ώρα, πάντως, έχω καμιά δεκαπενταριά τραγούδια έτοιμα που θα τα ρίξω στο αναλογικό για να βάλω τη φωνή μου από πάνω. Μιλάω για ένα πολυπρόσωπο άλμπουμ. Θα συνεργαστώ ξανά με τον Γιάννη Κουρκουμέλη και βασικά με τον εαυτό μου, καθώς, όπως σας είπα, δεν με νοιάζει πια η επιτυχία. Να μοιράσω την καρδιά μου θέλω στους ανθρώπους.

Κύριε Τερλέγκα, σας ευχαριστώ.

Κι εγώ χάρηκα που σε γνώρισα και τα είπαμε.

* Η συνέντευξη με τον Βασίλη Τερλέγκα πραγματοποιήθηκε στο σπίτι - στούντιο του στην Παιανία τον Νοέμβριο του 2020

** Ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στο ένθετο «Docville» του «Documento»

*** Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr 

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Σπύρος Σακκάς: «Η φωνή είναι παράγωγο του μυαλού, του σώματος και του νευρικού συστήματος» (Η συνέντευξη της ζωής του ερμηνευτή από το 2020)

Το ραντεβού μας κλείστηκε το μεσημέρι της 28ης Οκτωβρίου, ανήμερα της εθνικής επετείου, σε ένα καφέ της Πλάκας, λίγο παραπέρα απ’ το σπίτι του. Έβρεχε καταρρακτωδώς, μα η χαρά ήταν μεγάλη που θα συναντούσα τον Σπύρο Σακκά για να μου αφηγηθεί τη ζωή του όλη. Ανέκαθεν πίστευα ότι του «πηγαίνει» του Σακκά η Πλάκα ως μέρος διαμονής του. Είναι που έχει κάτι το αρχαιοελληνικό πάνω του, το σοβαρό σωκρατικό και το αστείο αριστοφανικό, σε ένα εκρηκτικό mix ειλικρίνειας και χιούμορ κάθε φορά, δίχως ίχνος σπουδαιοφάνειας. Του θύμισα πως ακριβώς 20 χρόνια πίσω, στις αρχές του 2001, τον είχα κινηματογραφήσει στα ίδια πλακιώτικα σοκάκια να μας δείχνει το σπίτι που έζησε για ένα φεγγάρι η αγαπημένη φίλη και συνάδελφός του, η Φλέρυ Νταντωνάκη. Ο Σπύρος Σακκάς είναι ένας εμβληματικός καλλιτέχνης της ελληνικής, μα και της διεθνούς μουσικής: Βαρύτονος τραγουδιστής, μοναδικός εκτελεστής των γερμανικών liede, αλλά και ερμηνευτής πρωτότυπων έργων που έγραψαν για τη φωνή του οι πιο πρωτοποριακοί συνθέτες σαν τον Γιάννη Χρήστου και τον Γιάννη Ξενάκη. Ταυτισμένος κατά κόρον, επίσης, με το έργο του Μάνου Χατζιδάκι, απ’ όταν ο μεγάλος συνθέτης εισήλθε στην περίοδο των πιο προσωπικών του αντιλήψεων περί ποιητικού τραγουδιού. Ο Σακκάς αποτελεί, παραδόξως ίσως, μία οικεία φιγούρα και των μικρών παιδιών, εφόσον η φωνή του σφράγισε τη θρυλική εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη» του Τρίτου Προγράμματος: Τραγούδια που ακόμη αποτελούν μία δίοδο επικοινωνίας των παιδιών με την πιο σωστή έννοια της ψυχαγωγίας και της διάπλασης της προσωπικότητας τους. Στην ακόλουθη συνέντευξη του, μάλλον σπάνια εφόσον ο Σακκάς δεν δίνει συχνά συνεντεύξεις πλέον, παρελαύνουν όλα τα Ιερά Τέρατα που διαμόρφωσαν τον πολιτισμό στην Ελλάδα του 20ου αι. μέσα από το συνταξίδεμα τους μαζί του και τα σημαντικότατα έργα που άφησαν από κοινού.  

Κύριε Σακκά, σας συναντώ την 28η Οκτωβρίου στην Πλάκα και βρέχει καταρρακτωδώς. Έτσι όπως σας έχω τώρα απέναντι μου, παρατηρώ πως θα μπορούσατε να είσαστε γνήσιος απόγονος των αρχαίων Ελλήνων, είστε δηλαδή μία σωκρατική μορφή. Σας τό’χουν πει κι άλλοι;

(γελάει) Όχι. Ίσως κάποιοι μαθητές μου…Εγώ είμαι πάρα πολύ μπερδεμένος σε πάρα πολλά πράγματα. Πριν έρθω εδώ πέρα, ανέβασα τη σημαία στο σπίτι μου και μόλις το έκανα, έκατσα προσοχή λιγάκι και μετά την κατέβασα για να μη βρέχεται. Έτσι μου φάνηκε, είπα «Δεν κάνει να βρέχεται η σημαία»!

Πάντως, την ανάγκη να κάτσετε προσοχή στη σημαία τη νιώσατε.

Ναι, βέβαια! Άλλωστε, όπως λέει και η Νατάσσα Ζούκα, η γυναίκα μου, «το μόνο πράγμα που αξίζει να μένει όρθιο και αγέρωχο είναι η σημαία». Είναι παράξενο αυτό, όταν όλα τ’ άλλα καταρρέουν.

Το λέτε μ’ ένα αίσθημα εθνικοφροσύνης;

Καθόλου, μάλλον θα το έβγαζα τελείως απ’ έξω αυτό, γιατί έχουμε περάσει και από το μαρξισμό, καταλάβατε; Θίγεσαι κάπως κι εγώ έπρεπε να γίνω φίλος με τον Μάνο (σ.σ. τον Χατζιδάκι) για να μου φύγουν αυτά. Περιπλανήθηκα σ’ άλλα κομμάτια, σ’ αυτά που είναι ο άνθρωπος ανά τους αιώνες. 

Δηλαδή αν δεν γνωρίζατε τον Χατζιδάκι θα ήσασταν ένας αμετανόητος μαρξιστής;

Μαρξιστής είμαι ακόμα! Όχι εξαιρετικός κομμουνιστής, αλλά σίγουρα μαρξιστής και, όπως γνωρίζετε, ο μαρξισμός δεν είναι κάτι ξεπερασμένο.

Θεωρείτε ότι υπηρετήσατε τον μαρξισμό με την τέχνη σας, όντας καλλιτέχνης διεθνούς εμβέλειας;

Κατά καιρούς, ναι, αλλά νομίζω ότι είναι έτσι η ιδιοσυγκρασία μου. Είμαι πολύ ευαίσθητος, ρομαντικός – θα έλεγα – πράγματα δηλαδή που τα μάθαμε και δεν τα είδαμε απλά μέσα από τον πόλεμο και τον εμφύλιο. Η χειρότερη περίοδος της Αθήνας ήταν μετά την απελευθέρωση μέχρι το ’55. Ήταν άθλιες οι συνθήκες! Οι άνθρωποι δεν είχαν δουλειά ή δούλευαν για ένα – δυο μεροκάματα το μήνα, ενόσω δούλευε το παρακράτος. Όλα αυτά παίξανε μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση μου και δεν ήταν μόνο ο Μάνος, που τον ανέφερα, αλλά και άλλοι άνθρωποι: Ο Γκάτσος, ο Κουν, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Ελύτης ήταν μια συμμοριούλα ωραία που δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω. 

Ωραίο είναι να τους θυμάσαι όλους αυτούς σαν «συμμοριούλα».

Ισχύει. Όταν συναντούσα τον Ελύτη και τον Γκάτσο στα καφενεία και μετά συζητούσαμε τα «αποτελέσματα» με τον Μάνο στο σπίτι του, ήταν τεράστια ιστορία! Κάποτε, βέβαια, εγώ ζούσα έξω και πηγαινοερχόμουν για να τους βλέπω.

Είστε γέννημα θρέμμα Αθηναίος, σωστά;

Εδώ που είμαστε γεννήθηκα, στην Πλάκα. Με πήραν μετά, μωρό μηνών, που δεν το θυμάμαι φυσικά, και πήγαμε στην Κοδριγκτώνος, στο κέντρο. Είχα την τύχη να βραβευτώ σ’ ένα διαγωνισμό για τα πιο «όμορφα και υγιή νήπια» υπό την αιγίδα της Φρειδερίκης. Απ’ ότι μου λέγανε, πήγαινα εγώ, της σήκωνα το φουστάνι και κρυβόμουν από κάτω κι αυτή μ’ έβγαζε. 

Πολυμελής η οικογένεια σας;

Βέβαια. Τέσσερα παιδιά εμείς και ένα πέμπτο, εξώγαμο, που’χε η μάνα μου από μία σχέση της στα 16 της. Όταν γέννησε το παιδί αυτό, αναγκάστηκε να το στείλει στη γιαγιά της στους Φούρνους απέναντι απ’ την Ικαρία. Εκεί μεγάλωσε ο Τάσος και τον βλέπαμε όποτε ερχόταν εδώ. Μετά πήγε στη Γερμανία, έκανε εκεί οικογένεια κλπ. Δεν ζει πια…Και η μικρή μου αδερφή, η Χρυσούλα, πέθανε πριν εφτά χρόνια από’να καρκίνο στα πνευμόνια. Μείναμε τρεις τώρα, η αδερφή μου η Μαριέτα, ο Νικόλας που’ναι τρία χρόνια μικρότερος μου, κι εγώ. Τώρα τι να σας πω, εάν έχει και πουθενά αλλού κάνα άλλο παιδί ο πατέρας μου κι εμφανιστεί ξαφνικά, αυτό δεν το ξέρω. 

Λέτε να ανακαλύψετε κι άλλα αδέρφια στην ηλικία που φτάσατε;

Μα, έχει συμβεί: Όταν ήμουν μικρός, 18 – 19 ετών, μόλις είχα αρχίσει να τραγουδάω και κάποιοι άνθρωποι απ’ τη Θήβα ήρθαν και μας βρήκαν οικογενειακώς! Η μάνα, δυο – τρεις κόρες κλπ. που διατείνονταν ότι είμαι αδερφός τους και ότι ο πατέρας μου απλά με είχε βρει σαν μωρό και με πήραν! Έγινε μεγάλη φασαρία, ήρθε ο πατέρας μου και άρχισε να τους ρίχνει χριστοπαναγίες! Θύμωσε, έβριζε, ε κι αυτοί φύγανε τρέχοντας! 

Μάλιστα. Δεν θα ήταν ιδιαίτερα φιλότεχνο το οικογενειακό περιβάλλον σας.

Καθόλου. Να σας πω τι σκέφτομαι; Στα δύο χρόνια που μείναμε στην Κυψέλη και μεγάλωσα εκεί, πήγα στο Ναυτικό. Στα 19 μου ερωτεύθηκα τη Μαίρη, την πρώτη μου γυναίκα και παντρευτήκαμε. Εξαιρετικό κοπέλι ήταν αυτή και από εξαιρετική οικογένεια. Έτσι ειν’ αυτά, το τσιγάρο και το γάμο τα κάνεις μικρός για να τα ξεπεράσεις μετά. 

Λογικό τότε να σας ρωτήσω ποια ήταν τα ερεθίσματα σας για ν’ ασχοληθείτε με το χώρο της τέχνης.

Από μικρός, απ’ το δημοτικό, είχα μεγάλη έφεση στην ποίηση και τη λογοτεχνία. Έγραφα ωραίες εκθέσεις και όταν μου χάρισαν μία κιθάρα, άρχισα να κολλάω με τους τραγουδιστές της Κυψέλης.

Πλανόδιους εννοείτε;

Όχι ακριβώς. Κάθε γειτονιά τότε είχε τη δική της χορωδία με τραγουδιστές. Μαζεύονταν σε διάφορα μέρη και κάνανε καντάδες, σερενάτες. Μεταξύ Άνω και Κάτω Κυψέλης υπήρχε μια τέτοια ομάδα παιδιών, μεγαλύτερων μου, που μαζευόμασταν και τραγουδούσαμε. Εγώ θα’μουν εφτά – οχτώ χρονών, ενώ αυτοί εικοσάρηδες.

Και τραγουδούσατε τα ελαφρά της εποχής, Αττίκ, Χαιρόπουλο, αυτά;

Καντάδες και τέτοια, ναι. Εγώ με τον Αττίκ μεγάλωσα! Αυτό ήταν το πρώτο έναυσμα, αλλά λίγο αργότερα επίσης, μόλις είχα πιάσει την κιθάρα, είχα αρρωστήσει με αδενοπάθεια. Μια νύχτα είδα στον ύπνο μου ότι έπαιζα βιολί και ξύπνησα κλαίγοντας, είχα κατασυγκινηθεί. Ο πατέρας μου προφανώς με είδε που έκλαιγα και με ρώτησε τι έχω…«Μπορείς να μου πάρεις ένα βιολί;»…«Παιδί μου, εδώ δεν έχουμε να φάμε, που να σου βρούμε βιολί;»…Το είπε, όμως, σ’ ένα φίλο του ελαιοχρωματιστή και αυτός του έδωσε μία σπασμένη κιθάρα να μου χαρίσει, που της έλειπε όλο το καπάκι. Μου την έδωσε την κιθάρα ο πατέρας μου και μου ζήτησε συγγνώμη που δε μπορούσε να μου χαρίσει μία σε καλύτερη κατάσταση.

Να που μπορεί να μην ήταν φιλότεχνος ο μπαμπάς, αλλά εκτίμησε την ροπή σας προς τη μουσική.

Ακριβώς. Θυμάμαι τον ίδιο του το φίλο, τον Μήτσο, να μου δίνει την κιθάρα και να μου λέει: «Σπύρο μου, αυτήν έχω, τη θες ή να την πετάξουμε;»…«Άσ’ την» είπα και έκοψα εφημερίδες, που τις κόλλησα με αλευρόκολλα γύρω- γύρω απ’ το σώμα της κιθάρας. Η μάνα μου της έφτιαξε κι ένα ντύμα κι εγώ την κούρδιζα λίγο χαμηλά, γιατί φοβόμουν μην ξεκολλήσει ολόκληρη. Έτσι, άρχισα να παίζω διάφορα.

Ο Χατζιδάκις δεν υπήρχε στη ζωή σας τότε; Μες το σπίτι εννοώ.

Όχι, τίποτα, καθόλου.

Ούτε τα ρεμπέτικα;

Τα ρεμπέτικα ήταν αποκρουστικά πράγματα και απαγορευόντουσαν απ’ το ραδιόφωνο. Άσε που μόνο η κυρα – Λουκία, δίπλα μας, είχε ραδιόφωνο και πήγαινα εκεί κι άκουγα. Θυμάμαι εκείνον τον ωραίο που τραγούδαγε τον «Αγωγιάτη», δεν ξέρω αν τον είχατε ακούσει ποτέ.

Τον Τίτο Ξηρέλλη λέτε.

Αυτόν, μπράβο! Πολύ γνωστός και διάσημος βαρύτονος! Τραγούδαγε στις όπερες της Ευρώπης κι είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω. Έμενε στους Θρακομακεδόνες, «Έλα να με δεις, Σπυράκη» μου είπε από τηλεφώνου κι όταν πήγα, συγκινήθηκε. Στην Κυψέλη, λοιπόν, πρωτοτραγούδησα καντάδες κι αυτά τα ωραία πράγματα που έγραφαν οι Αθηναίοι. 

Ο Χατζιδάκις, βέβαια, τα σνόμπαρε αυτά, τα θεωρούσε τραγούδια της μικροαστικής Αθήνας.

Ναι, μόνο που τον Χατζιδάκι δεν τον ξέραμε ακόμη τότε. Βέβαια, αλήθεια ήταν αυτό που έλεγε, αλλά τι να κάνουμε; Τα τραγούδια αυτά είναι ιστορικά μνημεία κι έτσι πήγαμε απ’ τη μία πτέρυγα στην άλλη και παραπέρα. Και τα ρεμπέτικα, που κάπως αποκαταστάθηκαν με την ομιλία του Μάνου στο Θέατρο Τέχνης, έπαιξαν τελικά μεγάλο ρόλο στην αστική ζωή των Αθηναίων.

Σήμερα αναγνωρίζετε την αξία του ρεμπέτικου;

Τα παλιά και όχι όλα. Μ’ αρέσει το συναίσθημα που αποκομίζω. Μετά τον πόλεμο, άλλωστε, γράφτηκαν πολλά λαϊκά ψευτορεμπέτικα. Εμένα, ας πούμε, δεν μου αρέσει κανένα τραγούδι του Ζαμπέτα, του φίλου του Μάνου. Κανένα! Ούτε του Χιώτη, που υποτίθεται ότι ανήκε στους εξευρωπαϊσμένους. 

Θα τα λέγατε φτηνά ή άμουσα τα τραγούδια του Ζαμπέτα και του Χιώτη;

Θα τα έλεγα άχρηστα! Με απασχολεί πολύ, ξέρετε, το ωφέλιμο και το μη ωφέλιμο στη ζωή του ανθρώπου. 

Και είναι μη ωφέλιμο να συγκινείται ένας ολόκληρος λαός με τη φωνή της Μοσχολιού σ’ ένα τραγούδι του Ζαμπέτα;

Όλοι οι λαοί του κόσμου ήταν, είναι και θα είναι πάντα ανασφαλείς! Ο δικός μας λαός δεν είναι εξελιγμένος, έχουν φροντίσει να τον εντοιχίσουν στο 1821. Τον έχουν φοβίσει κι εδώ κάνω μία παρένθεση: Με μεγάλη καθαρότητα έχω να παρατηρήσω ότι ο τόπος, η γη – όχι οι Έλληνες – το Αιγαίο, τα νησιά μας, τα βουνά μας, είναι από τον Αλέξανδρο, από τον 3ο – 4ο π.χ. αιώνα, ένας τόπος ακυβέρνητος! Ο Αλέξανδρος μάζεψε στρατό, έκανε κράτος την Ελλάδα με μία έννοια, ήτανε και νέος, ήτανε και γοητευτικός, φόρτωσε τις πλάτες του με κασόνες πολιτισμού της Αθήνας, της αρχαίας Ελλάδας. Το κακό είναι ότι ο Αλέξανδρος έφυγε μ’ ενθουσιασμό από δω και χρησιμοποίησε τον πολιτισμό. Ήταν άθλιος, αλλά όχι και τόσο πολύ. Εκπαιδεύτηκε απ’ τους μεγάλους Έλληνες φιλοσόφους, απ’ τον Αριστοτέλη κ.α., που τον κάνανε σοφό. Πήγαινε από δω κι από κει, ξόδευε τον πολιτισμό κι έφτασε στις Ινδίες, στην Αφρική…

Σφάζοντας, η αλήθεια είναι.

Καλά, αυτό το δεχόμαστε, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσε να το κάνει. Πρέπει να υπάρχει μια δύναμη που να τη φοβάται ο άλλος και κάτι ωραίο για να το θαυμάζει. Ωραίος ήταν ο ίδιος, όπως και πανέμορφη η δράση του και πολύ συγκινητική. Το μεγαλύτερο λάθος του ήταν που ξεπούλησε τον πολιτισμό του σε άχρηστα μέρη. Έχουμε δηλαδή μία πηγή που αναβλύζει νερό εδώ και πετάγεται! Άμα την πάρεις αυτή την πηγή και τη μοιράσεις στον κόσμο, τίποτα δεν θα μείνει. 

Ακραία άποψη ειν’ αυτή.

Δεν πειράζει. Πρακτικά σκέφτομαι! Άμα την πηγή τη μοιράζεις απ’ τό’να σπίτι στο άλλο, θα στερέψει, θα τελειώσει.

Δηλαδή είστε κατά του μοιράσματος του πολιτισμού;

Απόλυτα! Ο πολιτισμός θα έπρεπε να μείνει εδώ για να άνθιζε μέχρι σήμερα. 

Δεν σκέφτεστε πως κι εσείς, όπως ο Χατζιδάκις, που κάνατε τέχνη στο εξωτερικό, μοιράσατε ελληνικό πολιτισμό;

Κοιτάξτε, εγώ είμαι χαρούμενος γιατί είχα την τύχη να μου γράψουν οι μεγαλύτεροι συνθέτες του εξωτερικού, τους οποίους αποδέχτηκε ο Μάνος. Ποτέ δεν μου είπε «Μη, μα» κλπ. Ήτανε κάτι σαν επακόλουθο της εθνικής συνείδησης μου: Ο Βάγκνερ, ας πούμε, πίστευε στην Ελλάδα πολύ, το ίδιο και ο Νίτσε ή ο Σοπενχάουερ. Ήταν καθηγητές αρχαίων ελληνικών όλοι αυτοί και κατά συνέπεια εγώ δεν θεωρώ γερμανικό αυτό που έκανε ο Βάγκνερ στη μουσική. Επειδή συνέβη στη Γερμανία είναι γερμανικό, αλλά στην πραγματικότητα ανάλογα πράγματα είναι εκπορευόμενα απ’ την αρχαιοελληνική ποίηση και φιλοσοφία.

Γνωστό, επίσης, πως οι τεύτονες φιλόσοφοι είχαν μία τάση χαμηλής αυτοεκτίμησης έναντι των Ελλήνων.

Έτσι είναι. Το είδα, ζώντας στην Αυστρία και τη Γερμανία, γιατί ένα κομμάτι αυτών παίρνει τον Χίτλερ και τον βάζει μέσα τους. Είναι επικίνδυνος ο εθνικισμός, μα απ’ την άλλη λέω: «Για στάσου! Αν δεν ήταν τόσο σοφοί, καθηγητές, ερευνητές και δεν αγαπούσαν πραγματικά την Ελλάδα, τότε τι θ’ απογίνονταν;» Ας είχαν και τον Χίτλερ, ας έγιναν φασίστες – που δεν έγιναν ποτέ φασίστες – μπορέσαμε όμως στην καρδιά του έργου του Βάγκνερ ή του Μότσαρτ να βρίσκουμε την Ελλάδα. Θέλω να ξαναπάμε, όμως, στον λαό και πως αγκαλιάζει ιστορικά τα διάφορα πράγματα: Ο κάθε λαός είναι ο μεγάλος πολιτισμός της κάθε χώρας. Είναι αυτός που φυλάει ως κόρη οφθαλμού οποιονδήποτε πολιτισμό έχει υπάρξει στον τόπο του από παλιά. Μόνο ο λαός το διατηρεί, γιατί η πρώτη του ανάγκη είναι η επιβίωση, δεν είναι το να κάνει έργα τέχνης. Παρατηρεί, έτσι, τι γίνεται όταν βρέχει, τη θάλασσα, τα παράγωγα της φύσης. Ο λαός δεν επιβίωσε ψαρεύοντας ή κυνηγώντας κατσίκια κι ελάφια. Βλέπει και παρατηρεί, όντας μέλος της φυσικής λειτουργίας, εξ ου και θα χαρακτήριζα τον κάθε λαό φυσικό φαινόμενο. Όταν ο Μάνος τότε μιλούσε για τον λαό ή για τα ρεμπέτικα, έβρισκε τρόπους να εισχωρήσει μες το λαό. 

Το ίδιο και ο Γκάτσος, πιστεύω. 

Αυτός παραπάνω ίσως! Κάποτε έδωσα του Γκάτσου μια μεγάλη ηχογράφηση που είχα κάνει στη Γαλλία σε μουσική του Γιώργου Κουρουπού που παραμένουμε στενοί φίλοι. «Άκουσε το αυτό» είπα του Γκάτσου και την άλλη βδομάδα που τον συνάντησα πάλι στου Φλόκα, μου σχολίασε ως εξής: «Σπύρο, να σου πω κάτι! Εσύ είσαι ένας λαϊκός επικός τραγουδιστής»…«Νίκο μου, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ» του απάντησα, αλλά ακόμη δεν είχα καταλάβει τι θα πει επικός τραγουδιστής. Ήμουν και μικρός, τριαντάρης, έτρεχα να προλάβω το τρένο, να με γνωρίσουν και να κάνω καριέρα. Το κατάλαβα αυτό αργότερα, εκεί που έλεγα «Ο Νίκος τώρα λέει μαλακίες, αφού εγώ είμαι ένας ασκημένος και γυμνασμένος τραγουδιστής. Τι σχέση έχω με τους λαϊκούς;» Πέρασε, λοιπόν, πολύς καιρός για να αντιληφθώ ότι με τη λέξη «λαϊκός» εννοούσε όλα όσα σας είπα εγώ πριν για την έννοια του λαού. Έλα, όμως, που ο λαός μια ζωή ταραγμένος ήτανε. Υπήρξε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μετά το Βυζάντιο, που το θεωρώ πιο επικίνδυνο απ’ τους Ρωμαίους, και μετά ήρθε η τουρκοκρατία. Είναι φοβερό πως κρατήθηκαν όλα αυτά τα πολιτισμικά στοιχεία από την Ήπειρο ως την Κρήτη! Μιλάμε, επομένως, για έναν λαό που δεν ήταν καλλιεργημένος και δόξα τω Θεώ, διότι αν ήταν, θα γινόταν σαν τους αστούς στις πόλεις, σαν εμένα ή σαν εσένα. Ο λαός είναι σαν τα μωρά παιδιά, αθώος. Όλοι οι λαοί είναι αθώοι και φυλάνε σθεναρά τα πράγματα που μαθαίνουν. 

Ο Σπύρος Σακκάς στο Ηράκλειο της Κρήτης το 2009 (φωτογραφία: Μπόσκο)

Φύγατε νωρίς στο εξωτερικό, αμέσως μετά τις σπουδές στο Ωδείο Αθηνών. Γευθήκατε το ίδιο νωρίς την αποδοχή;

Νομίζω πως είχα κωλοφαρδία, βλέποντας τη μία συγκυρία μετά την άλλη που ήταν πάντα προς δικό μου όφελος. Χωρίς να καταβάλω ιδιαίτερες προσπάθειες κιόλας. Μεγάλη υπόθεση να’σαι ελεύθερος να μελετάς χωρίς να χάνεις το κέφι σου για μελέτη. Τη μεγαλύτερη μελέτη, βέβαια, τώρα την κάνω.

Γιατί έτσι;

Δεν ξέρω.

Υπάρχει πιο πολύς ελεύθερος χρόνος;

‘Οχι, όχι, άδραξα την ευκαιρία, φαίνεται. Τραγουδάω λίγα πλέον και αυτά που μπορώ.  

Σας απορρόφησε κάπου η διδασκαλία επίσης.

Μπήκα στο ακαδημαϊκό κομμάτι, στην εκπαίδευση, χωρίς να με ενδιέφερε και ούτε μ’ ενδιαφέρει. Τα τελευταία πενήντα χρόνια ασχολούμαι με την εξερεύνηση της φωνής κι αυτό είναι που μ’ ενδιαφέρει πιο πολύ απ’ όλα.

Ισχύει ότι με τον Xenakis δουλέψατε ιδιαιτέρως πάνω σ’ αυτό που λέτε;

Βέβαια, γίνανε πολλά πράγματα. Ο Μάνος είχε προηγηθεί του Xenakis. Υπήρξαν συνθέτες κολοσσοί που ακολουθήσαμε ο ένας τον άλλον στην εξερεύνηση της φωνής. Είδαν όλοι αυτοί ότι δεν ήμουν αμιγώς τραγουδιστής μόνο.

Σωστό, είστε και performer εσείς.

Performer, ναι, αυτή ειν’ η σωστή λέξη! Εμένα η καριέρα μου κινήθηκε στην όπερα, στη σύγχρονη μουσική, στο ποιοτικό – ποιητικό τραγούδι, σ’ όλα αυτά, που ήταν ένας μυστικός πομπός μέσα μου από πράγματα που έχω δει, αλλά δεν τα’χω ζήσει, άρα οφείλω να τα γνωρίσω. Ήμουν στο Ανόβερο όταν μου τηλεφώνησε ο Γιάννης Χρήστου: «Σπύρο, σου έγραψα το έργο που ήθελες»! «Μπράβο, ρε Γιάννη» του είπα κι αυτός μου πρότεινε να το παρουσιάσουμε στο Μόναχο με τον Ροδουσάκη, τον Θόδωρο Αντωνίου και τους άλλους Έλληνες μουσικούς. Στέλνει την παρτιτούρα, ήταν η πρώτη «Αναπαράσταση» για βαρύτονο, αλλά έριξα ένα βλέμμα στα χαρτιά και δεν είδα πουθενά βαρύτονο. Ούτε ηθοποιό, ούτε τραγουδιστή, ούτε τίποτα! Μου εξήγησε πως είναι ένα έργο που πρέπει να εμφανιστεί ο ψυχισμός από κάτω, η ψυχική κατάσταση ενός γεγονότος. Ήρθε, μου υπέδειξε τη σωματική κίνηση και θυμάμαι ότι ερχόταν στις πρόβες με τη Σία, τη γυναίκα του, και πέθαινε στα γέλια! Του έδινε η Σία ένα μαντίλι να σκουπίζει τα δάκρυα απ’ τα γέλια που έκανε. 

Θα του άρεσε η παρουσία σας.

Ξέρω κι εγώ τι έκανε…Γέλαγε, πάντως…Ήταν κι ένα έργο, αν προσέξετε, κυριολεκτικά μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Έγινε χαμός στο Μόναχο, το μισό θέατρο σφύριζε και τ’ άλλο μισό γιουχάιζε. Είχε προηγηθεί η πρόοδος μου προς την κατεύθυνση του σύγχρονου τραγουδιού μέσω της Ακαδημίας του Σάλζμπουργκ που σπούδασα. Πήγαινα και παρακολουθούσα την τάξη της διεύθυνσης ορχήστρας, αλλά και ανάλυσης που έκανε ο Όβερχοφ για όλα τα μεγάλα έργα της όπερας. Εκεί σπούδαζε επίσης σύνθεση ο φίλος μου ο Δημήτρης Αγραφιώτης, που του έχω μεγάλη αγάπη και εκτίμηση. Ένα έργο που είχε γράψει για τη φωνή μου ο Αγραφιώτης ήταν σε ποίηση Σεφέρη, αλλά στα γερμανικά. Δεν νομίζω να το δισκογραφήσαμε ποτέ, αν κι ήταν ένα πολύ συμπαθητικό έργο. Μετά άρχισαν να μου γράφουν κι άλλοι. Ήταν φυσικό να τρέχουν να βρίσκουν έργα πρωτοποριακά πέραν του Στραβίνσκι και του Μπέλα Μπάρτοκ. Έβλεπαν κιόλας ότι τα εκτελώ ως ηθοποιός, ως performer, πράγμα που τους άρεσε πολύ.

Το καταλαβαίνω. Η έννοια performer θα ήταν ασυνήθιστη για τη «βαριά» μουσική που υπηρετούσατε.

Έλα ντε! Έλαβα γνώση της πρωτοποριακής μουσικής προτού δουλέψω με τον Χρήστου. Μετά γνώρισα τον Θόδωρο Αντωνίου με μια συναυλία στο Μόναχο. Θαύμα ήτανε! Έτσι μελοποίησε μια σύνθεση του Ελύτη και μέχρι σήμερα μου έχει γράψει πάνω από είκοσι έργα, όπως και ο Κουρουπός. Αυτοί οι δύο, πιστεύω, πως αν δεν ήταν φίλοι αδερφικοί και δεν μ’ αγαπούσαν, μπορεί να μην είχα κάνει τίποτα ίσαμε τώρα. Μου λέγανε την άποψη τους, με συμβούλευαν, πάνω απ’ όλα ήταν φίλοι και μου γράφανε έργα! 

1970 ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Σπύρος Σακκάς σε πρόβες στο σπίτι του συνθέτη στη Νέα Υόρκη

Απ’ αυτούς φτάσατε και στον Μάνο Χατζιδάκι να υποθέσω;

Στον Χατζιδάκι έφτασα προτού να πάω έξω, στα 21 μου, όταν υπηρετούσα στο Ναυτικό. Ο Μάνος είχε ανεβάσει το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» που δεν πήγε καλά με τη Βουγιουκλάκη μελαχρινή (γέλια). Δύο τραγούδια είπα μες το έργο αυτό. Με έπιασε η πιανίστρια Έλλη Νικολαΐδου στο Ωδείο, φίλη του Μάνου που την αγαπούσε πολύ ο Μάνος, και μου είπε: «Ψάχνει ο Μάνος έναν τραγουδιστή να πει ένα – δυο τραγούδια στο νέο έργο που ετοιμάζει». «Άσε με, μωρέ Έλλη μου, τώρα» της απαντούσα. Δεν τον γούσταρα…

Τον ίδιο ή τη μουσική του;

Όταν είχα πάει στο Ωδείο μου, στα 16 – 17 μου, ο Μάνος είχε εμφανιστεί με το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» κι εγώ αναρωτιόμουν «Καλά, αυτόν τον θεωρούν σπουδαίο;» Μου φαίνονταν παιδικά τα τραγούδια του, έτσι που ήμουν αγκαζαρισμένος με τον Σούμαν και τον Σούμπερτ. Θαύμαζα τις μετατροπίες όλων αυτών κι ο Μάνος έγραφε τραγουδάκια. Επίσης είχα ήδη παντρευτεί στα 19 μου, όπως σας είπα, και ένα άλλο με απωθούσε πάνω του: Δεν μου άρεσε καθόλου που ήταν ομοφυλόφιλος. Μα, είναι δυνατόν;

Γιατί έτσι;

Με απωθούσε αυτό…Ποιος ξέρει γιατί…Στην φτωχή κοινωνία που μεγάλωσα, όλα ήταν ενάντια σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Η κοινωνία σ’ έβαζε σε μια τέτοια λογική, έλα όμως που οι περισσότεροι και καλύτεροι φίλοι μου στη ζωή μου ήταν ομοφυλόφιλοι. Και, μάλιστα, ομοφυλόφιλοι, που ποτέ δεν μου τα «ρίξανε» για κάποιο λόγο, εξαιρουμένων δυο – τριών καταστάσεων στην Αμερική όταν ήμουν. Λαϊκά παιδιά ήμασταν, καμαρώναμε που ήμασταν άντρες και κουτουπώναμε καμιά κοπέλα, όλα αυτά με τα οποία μεγαλώσαμε.

Αυτά όλα τα είχατε πει ποτέ του Χατζιδάκι;

Αμέ, αμέ! «Να ξέρεις» του είπα μια μέρα, «αυτό κι αυτό»…«Αφού είσαι τγελός και δεν καταλαβαίνεις» μου απάντησε (γέλια). Γελούσε πολύ κι ο ίδιος. Τέλος πάντων, με προτροπή της Νικολαΐδου μαθαίνω το «Τραγούδι του Ρούφιου» για το έργο εκείνο του Χατζιδάκι και πάμε στο «Ρεξ». Έκανε πρόβα και μας ανέβασε πάνω στη σκηνή. Τραγούδησα, έρχεται στη σκηνή, κοντά μου, και μου λέει: «Έχετε» ή «Έχεις πολύ ωγαία φωνή, το ξέγεις;»…«Ευχαριστώ πολύ, κύριε Χατζιδάκι» απάντησα, αλλά πρόσεξα πόσο μέσα στα μάτια με κοίταζε. Αυτό ήταν, εκεί τελείωσε κάθε αμφιθυμία μου περί ομοφυλοφιλίας του! Ο Μάνος είχε τα ωραιότερα μάτια που μπορούσε να’χει κανείς, μ’ έναν ολόκληρο κόσμο μέσα τους, γι’ αυτό και σ’ όλη την υπόλοιπη κοινή μας πορεία πάντα στα μάτια τον κοίταζα. Ήταν ειλικρινής, τίποτα άλλο δεν ήθελε!

Έτσι όπως τα λέτε ωστόσο υπήρχε ένας διάχυτος ερωτισμός μεταξύ σας.

Ναι, ακριβώς, αλλά εκείνη τη στιγμή που με πρωτοκοίταξε, έκλεισε μέσα μου αυτό το θέμα του. Αισθάνθηκα ότι είναι ένας πολύ ωραίος άνθρωπος. Όταν λίγο αργότερα, κάναμε τους «Όρνιθες», ερχόταν κοντά μου στο στούντιο και με διηύθυνε σαν μαέστρος, πάλι μ’ αυτά τα σοβαρά μάτια του. Ήταν ο ξεκάθαρος έρωτας και των δυονών μας για τη μουσική. Τον αγάπησα πολύ αυτόν τον τύπο…Μια φορά που πήγαμε στο Ντόρτμουντ για ρεσιτάλ, καθόμασταν στο ξενοδοχείο και τα λέγαμε, όπου του κάνω: «Βρε Μάνο, καμιά φορά σκέφτομαι πως έχω μετανιώσει που δεν μου τά’ριξες». Και μου απαντάει: «Άσ’ τα αυτά τώρα, εσύ δεν καταλαβαίνεις, αφού είσαι γυναικάς» (γέλια). Με ήξερε, αλλά κι εγώ ένιωσα μια ζεστασιά και μια τρυφερότητα για να του το πω αυτό. 

Διατηρήσατε επαφές με τον Χατζιδάκι όταν έφυγε στην Αμερική το 1966;

Βρισκόμασταν μερικές φορές στο Παρίσι, όπου κι εγώ πήγαινα και τραγουδούσα. Μου έγραφε γράμματα, κάνα – δυο δηλαδή, στα οποία αναφερόταν στα έργα που ήθελε να κάνουμε. Το πρώτο ήταν η «Εποχή της Μελισσάνθης» με μένα και τη Φλέρυ Νταντωνάκη, όπως και η «Αμοργός» του Γκάτσου. Βέβαια, εγώ με τη Φλέρυ ήμασταν πολύ φίλοι κι είχα χαρεί απίστευτα τη μία φορά που τραγουδήσαμε μαζί στην Αμερική.

Μιλήστε μου λίγο γι’ αυτή τη συναυλία, μ’ ενδιαφέρει.

Ήταν μια σειρά ρεσιτάλ του Μάνου στο Σαν Φρανσίσκο. Ένα είχαμε κάνει με τη Φλέρυ, ένα μόνη της κι ένα εγώ με τον Μάνο μόνο, οι δυο μας.

Ονειρικό θα ήταν το Σαν Φρανσίσκο των χίπις του 1969 – 70.

Παρότι ήταν μεγαλύτερος μας, ο Μάνος ήταν πιο πολύ μέσα σ’ αυτό που λέτε. Του είχαν στήσει τότε διάφορες συναυλίες στο Ντιτρόιτ, στο Σαν Φρανσίσκο, στη Νέα Υόρκη, όπου πηγαίναμε μαζί και είχαμε μεγάλη πλάκα. Μία φορά μόνο είχαμε μαζί μας τη Φλέρυ, γιατί ήταν η ίδια περίοδος που δούλευαν μαζί στο σπίτι του Μάνου τα «Λειτουργικά». Θυμάμαι ότι ήμουν στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ με τον Αντωνίου και πήγαμε να δούμε τον Μάνο, ο οποίος μας τραπέζωσε αμέσως μετά. Εκεί μας είπε «θα σας βάλω ν’ ακούσετε κάτι να μου πείτε πως σας φαίνεται» κι έβαλε τη Φλέρυ στα δοκιμαστικά απ’ τα «Λειτουργικά». Έμεινα άφωνος! «Μάνο μου, αυτή είναι πάρα πολύ μεγάλη τραγουδίστρια, θαύμα» του είπα! Το’χω ξαναπεί, η Φλέρυ για μένα είναι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του περασμένου αιώνα! Έκανε με τη φωνή της ότι ήθελες! Τη ρώταγε ο Μάνος «Σε ποιο τόνο να παίξουμε το κομμάτι;» και του απαντούσε «Απ’ όπου θες, παίξτο». 

Η Κρίστη Στασινοπούλου έλεγε πως η ερμηνεία της Νταντωνάκη ήταν πάνω σ’ ένα νήμα σουρεαλισμού και χιούμορ.

Της λέει ο Μάνος μια μέρα «Βρε Φλέρυ, για κοίτα και πες μας τι κόσμο έχουμε». Είχε χτυπήσει και το τρίτο κουδούνι για να βγαίναμε στη σκηνή σε μία αίθουσα δύο χιλιάδων θέσεων. Μετά από λίγο του λέει η Φλέρυ: «Παρά 1.930 άτομα θα ήμασταν φίσκα»! «Πόσοι είναι δηλαδή από κάτω;» ρωτάει ο Μάνος. «Εβδομήντα» απαντάει ξανά η Φλέρυ (γέλια). Ύστερα από ένα – δυο χρόνια, πάντα στις ΗΠΑ, πήγα εγώ με τον Μάνο για συναυλία στο Ιλινόις. Αριστούργημα η συναυλία, τραγούδαγα εγώ τον «Σωκράτη» απ’ τους «Όρνιθες» κι είχε την παρτιτούρα για να τη βλέπει. «Τι τη θες την παρτιτούρα;» τον ρώταγα, «είτε έτσι το παίξεις, είτε αλλιώς, πάλι δικό σου θα’ναι το κομμάτι»…«Όχι, όχι, θέλω να το μαθαίνω σωστά» μου έλεγε. Γυρίζει, λοιπόν, σελίδα και πέφτει σε δύο σελίδες άλλου κομματιού. Δε βρίσκει τη συνέχεια και σταμάτησε να παίζει. Γυρίζω και τον κοιτάω, είχε ιδρώσει, αλλά συνέχισα να τραγουδάω α καπέλα. Μετά από ένα λεπτό, έπαιζε ότι του ερχόταν, μια νότα από δω και μια από κει. Είχε πάθει τρακ, γιατί χάθηκε. Ε, τελειώσαμε το τραγούδι και του’βαλα χέρι, «Μα δικά σου κομμάτια και να μην ξέρεις να τα παίζεις;» Μεγάλη πλάκα είχαμε! Την άλλη μέρα πήγαμε σ’ ένα μεγάλο θέατρο στο Ντιτρόιτ. Μας περνάει απ’ έξω με το αυτοκίνητο ο ιμπρεσάριος και μας λέει «Εδώ θα παίξετε το βράδυ». Κοιτάζουμε και βλέπουμε στην είσοδο με τεράστια κόκκινα γράμματα: «Tonight Manos Hadjidakis concert». Κι από κάτω: «Never on Sunday»! Τίποτα άλλο! Του λέω: «Μάνο, το βλέπεις αυτό;»…«Ναι» μου κάνει, «είναι βλάκας! Βλάκας»! Ήταν έξω φρενών! Την επόμενη μέρα του λέω «Να ξέρεις δεν ήταν σωστό αυτό που έκανε ο τύπος ή που έκανες εσύ ο ίδιος για να μη φανεί τ’ όνομα μου». Τον δούλευα στάνταρ, του έκανα πλάκες: «Θα το πληρώσεις πολύ ακριβά»! Πάμε για τη δεύτερη παράσταση μας το επόμενο βράδυ και βγαίνω πρώτα εγώ στη σκηνή. Σταματώ και τον περιμένω, βλέποντας από κάτω καμιά πενηνταριά άτομα το πολύ. Έρχεται κι ο Μάνος, κοντοστέκεται και μου κάνει: «Πάμε, γενική πρόβα» (γέλια). Παίξαμε ωραία παρόλα αυτά, την επόμενη όμως του’πα «Νάτα, δεν σ’ τά’λεγα; Όλα εδώ πληρώνονται»! «Ε, α να χαθείς» μου έλεγε αυτός…  

Ο Σπύρος Σακκάς τον Ιούλιο του 2009 στην Κρήτη μέσα στο λεωφορείο Ηράκλειο - Ανώγεια (φωτογραφία: Μπόσκο)

Μου κάνει εντύπωση πως, όντας πρωτοποριακός καλλιτέχνης, δεν ανακατευτήκατε με τη ροκ μουσική ειδικά τότε.

Όχι, δεν είχα σχέση, αφού δεν μου άρεσε οτιδήποτε ομαδοποιημένο και οι χίπις – αν εννοείτε αυτό – ήταν ομαδοποιημένοι. Με ενοχλούσαν και τα ναρκωτικά, με θεωρούσα καλό παιδί – τι καλό παιδί δηλαδή, σκατά, πολύ χειρότερος απ’ αυτούς ήμουν -, αλλά το όλο movement μ’ όλη αυτή τη συμπεριφορά, με ξένιζε, δεν μ’ άρεσε.

Αναφερόμουν στη μουσική πιο πολύ, στον Bob Dylan, στους Beatles, στη Joan Baez.

Τους άκουγα, αλλά δεν με συγκινούσαν. Μου άρεσε η φωνή της Baez, αλλά όχι του Dylan. Στον Dylan μ’ ενδιέφεραν αυτά που έλεγε. Μου πέρναγαν κι από μία ανάλυση μέσα μου. Σκέψου ότι ο Dylan βραβεύτηκε με το Νόμπελ για την ποίηση του και δεν πήγε να το πάρει! 

Πως νιώσατε με τη βράβευση αυτή του Dylan;

Πολύ όμορφα, χάρηκα! Βραβεύτηκε για κάτι άσχετο με τη μουσική του και να γιατί μου άρεσε: Οι στίχοι των τραγουδιών του ήταν ανέκαθεν κοινωνικοπολιτικοί. Αναλογιζόμουν πως είναι απίστευτα σημαντικό να βραβεύεται ο λόγος ενός καλλιτέχνη. 

Ο Μάνος, πάλι, ήταν πιο δεκτικός με τους αστέρες της ροκ μουσικής.

Ξέρετε πόση πολλή μουσική άκουγε ο Μάνος; Ήταν ασύλληπτο!

Και την ίδια στιγμή, απ’ ότι έχω ακούσει, ο Μίκης Θεοδωράκης απαγόρευε στους τραγουδιστές του να ακούν Chick Corea και Leonard Cohen. «Εμείς κάνουμε αγώνα» τους έλεγε, ενώ ο Χατζιδάκις έστελνε στον Κυπουργό και στα άλλα παιδιά στην Ελλάδα δίσκους των H. P. Lovecraft και των Moby Grape.

(γελάει) Ο Μάνος κατά 90% ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα. Αντικειμενικά. Υπήρχε κι ένα 10% με τα απόκρυφα του, αλλά τι να τα κάνεις αυτά, δεν έχουν καμιά σημασία. Έστελνε πράγματι ροκ δίσκους στους φίλους του, κυρίως στον Κυπουργό και στα πιο νέα παιδιά που κάνανε σύνθεση, για να τους δείξει την ελευθερία του πράγματος. Τους έδινε τροφή να καταλάβουν τι γίνεται έξω.

Κοίτα να δεις που ενώ δεν έχετε σχέση με το ροκ, μια χαρά υποδυθήκατε τον χίπη γκουρού στον «Εξόριστο στην κεντρική λεωφόρο» του Νίκου Ζερβού.

Δεν μου ήταν και πολύ κόντρα ρόλος! Δεν την έχω δει ποτέ ολόκληρη αυτήν την ταινία εκτός απ’ το κομμάτι το δικό μου. Έδιωχνα τον Φέρρη, θυμάμαι, τον έλεγα «Παλιομαλάκα, τρόμπα» (γελάει). Με τον Φέρρη είχαμε κάνει τα «Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο» όπου είχε χρησιμοποιηθεί στους τίτλους κι ένα τραγούδι του Κυπουργού, το οποίο λίγο αργότερα μπήκε στη «Λιλιπούπολη». Εγώ του’χα μιλήσει του Φέρρη γι’ αυτό το κομμάτι, το «Αχ Παπουαλίλι». Από κει κι έπειτα, στην ταινία χρησιμοποίησε την 4η Συμφωνία του Μπετόβεν και πάρα πολλές φορές τον Βιβάλντι με τα μαντολίνα του. Τώρα έμαθα ότι άλλαξε τις μουσικές κι έγινε μαντάρα η ταινία. Η μουσική, όμως, του Μπετόβεν και του Βιβάλντι στην ταινία ήταν καταπληκτική!

Με τον Φέρρη γνωριζόσασταν από τη Γαλλία;

Όχι, δεν τον ήξερα εγώ προσωπικά τον Φέρρη. Μου τον γνώρισε η Μυρτώ Παράσχη, που είχαν ζευγαρώσει τότε, προτού αυτή πάρει τον Ζουράρι. Μαζευτήκαμε και τους είπα «Είστε σίγουροι;»…«Ναι, εσένα θέλουμε» μου λέγανε, «είσαι ο μόνος που ταιριάζει». Κι επειδή εγώ όλα τα έκανα για να διερευνώ τι είναι αυτό που θα μετασχηματίσει σε καλύτερο φθόγγο τη φωνή μου, το έκανα, έγινα και κανονικός ηθοποιός. Όπου και να πήγαινα, ότι και να έκανα, ακόμη και το σινεμά, τα έβλεπα σαν παρατήρηση και μελέτη της φωνής μου. Σε ότι αφορά την ταινία του Ζερβού, αυτός ήτανε συνέχεια κοντά μας, του’χε αρέσει πολύ η ταινία και στη Θεσσαλονίκη στο φεστιβάλ, θυμάμαι. Έγραψε το σενάριο, τον «Εξόριστο στην κεντρική λεωφόρο», για μένα! Εγώ το διάβασα και ξέρω ότι πολλές φορές το σενάριο καταστρατηγείται και μετατοπίζεται το κέντρο βάρους. Δεν τον ήξερα και καλά κιόλας για να πω ότι ο Ζερβός θα έκανε και μια καλή ταινία. Βασικά, όμως, το καλοκαίρι θα τραγουδούσα τον «Μαγεμένο αυλό» του Μότσαρτ στο Ηρώδειο κι ήμουν πολύ απασχολημένος. Του το’πα ότι έχω υποχρεώσεις και επέμενε πολύ. «Γιατί δεν το λες στον Κώστα, που’χει και μακριά μαλλιά κι αυτός και θα παίξει μια χαρά;» Έτσι έπαιξε ο Φέρρης κι έτσι γυρίστηκε η ταινία αυτή. Με παρακάλεσε, όμως, να πάω κι εγώ να εμφανιστώ έστω σε μία σκηνή με ατάκες που προέκυψαν αυτοσχεδιαστικά. 

Στη σκηνή που λέγαμε πριν και που σας αναδεικνύει τελικά σε μεγάλο κωμικό.

Τέτοια να μου δώσεις εμένα, θα ξεσαλώσω (γέλια). Πάντως, η ωραιότερη ταινία που θα είχα κάνει, εάν πρόσεχε το μοντάζ, θα ήταν η «Νίκη της Σαμοθράκης» του Αβδελιώδη. Του ξέφυγε στο μοντάζ όλη η ταινία, αφού καθοδηγούσε τον μοντέρ του κι έβγαλε τελικά μια ταινία χλιαρή με τόσο ωραίο σενάριο και πλάνα. 

Ο Αγγελόπουλος θα σας «πήγαινε» σαν σκηνοθέτης, πιστεύετε;

Με κάλεσε μια φορά να κάνω ένα – δύο πλάνα κάπου στην κρεαταγορά στην Αθηνάς. Πήγα, κάθισα κάνα δίωρο, δεν είχαν αρχίσει καν κι έφυγα. Μετά μου τηλεφώνησε: «Σπύρο, συγγνώμη, άλλαξα γνώμη και θα τη γυρίσουμε τελικά τη σκηνή κάπου στο Ζάππειο σ’ ένα μεγάλο καφέ». Ξαναπήγα, την κάναμε τη σκηνή – νομίζω ήταν για το «Ταξίδι στα Κύθηρα» με τον Κατράκη. Τελικά, όμως, δεν είμαι μες την ταινία, αφού την πέταξε τη σκηνή στο μοντάζ. 

Τσαντιστήκατε;

Όχι, καθόλου. Δεν μ’ απασχόλησε το θέμα, δεν είχα λόγους. Εγώ να πω την αλήθεια, σχεδόν σπάω πλάκα μ’ όλα τα πράγματα. 

Αυτό το’χω καταλάβει να σας πω κι εγώ την αλήθεια.

Ναι, αλλά ταυτόχρονα είμαι και πολύ σοβαρός, πεθαίνω για να γίνονται σωστά τα πράγματα. 

Τα μαλλιά τα είχατε αφήσει μακριά από νέος;

Α, τα μαλλιά είναι άλλη ιστορία και δεν μου το έχουν ρωτήσει ποτέ! Τον Ιανουάριο του 1970 βρισκόμουν στο Ανόβερο και τράβηξα για το σταθμό του τρένου. Ήταν Κυριακή και μόνο εκεί κυκλοφορούσαν οι ελληνικές εφημερίδες. Παίρνω τα «Νέα», κάθομαι στο αυτοκίνητο και διαβάζω «Σκοτώθηκε ο συνθέτης Γιάννης Χρήστου». Κόντεψα να πάθω ανακοπή…Τρελάθηκα, άφησα τ’ αυτοκίνητο, πήγα σπίτι που με περίμενε η Μαίρη, η πρώτη γυναίκα μου, και άρπαξα ένα φτυάρι. Άρχισα να φτυαρίζω τα χιόνια επί ώρες…Τότε αποφάσισα πως δεν θα ξανακόψω τα μαλλιά μου, ούτε θα ξαναξυριστώ. Αποφάσισα επίσης να φοράω μόνο μαύρα, ούτε επίσημα ενδύματα, ούτε φράκα. Με το τελευταίο είχα ιδιαίτερα προβλήματα σε music halls και διάφορες ορχήστρες, όπως στο Σικάγο, θυμάμαι. Θέλανε φράκο ή σμόκιν τουλάχιστον. 

Κάνατε άλλη μία ανατρεπτική πράξη, έτσι;

Ναι, συμφωνώ, αλλά εγώ το έκανα στη μνήμη του φίλου μου, που «έφυγε». Μέχρι σήμερα είμαι έτσι. Υπόψιν, ούτε και μαύρα φόραγαν τότε.

Αν σας ρωτούσα να μου πείτε τις διαφορές μεταξύ του Χρήστου και του Xenakis, ποιες θα ήταν;

Θα είχατε δίκιο αν με ρωτούσατε, πολύ δίκιο, γιατί κρύβει ένα μυστικό η ερώτηση αυτή: Φαίνεται σαν να έχουν διαφορές αυτοί οι δύο, ενώ είναι ίδιοι απ’ άλλους δρόμους. Ο Χρήστου επίεζε τα πράγματα με δυνατό ψυχισμό εξ ου και η «Αναπαράσταση» του, πράγματα που δεν στα’βγαζε ο Βέρντι λόγου χάριν. Ο δε Xenakis προχωρά τα έργα του σε τέτοιο υψηλό σημείο δυσκολιών, που όταν τραγουδάς ένα έργο ή παίζει τα έργα του μία ορχήστρα, προσπαθείς να διασωθείς. Κοιτάς την παρτιτούρα με τεράστια αγωνία και κοιτάς να μην καταστραφείς λόγω των ακραίων ατμοσφαιρικών και ηχητικών καταστάσεων.

Καταστάσεις που, ωστόσο, εσάς σας «έφτιαχναν». 

Ε, βέβαια, ασυζητητί. Ακόμη δεν έχω βρει συνθέτη που να’κανε τέτοια πράγματα. Ήταν και ο Χρήστου, αλλά δεν άφησε τόσα πολλά έργα. Θυμάμαι πολλές φορές που ταξιδεύαμε με τον Xenakis και τρώγαμε παρέα, να με ρωτάει: «Πες μου γι’ αυτόν τον συνθέτη τον Χρήστου που κάνει πράγματα στην Ελλάδα». Κι εγώ του μιλούσα γι’ αυτόν. Πέθανε και ο Χρήστου πάνω στην πιο δημιουργική ηλικία του, πέθανε πολύ μετά και ο Xenakis – και οι δύο Γιάννηδες…Τον Χρήστου τον εκτιμούσε πολύ και ο Χατζιδάκις ως μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως. Δεν έγραφαν άλλοι πουθενά τέτοια μουσική που έμπλεκε τη φιλοσοφία, τους γιόγκι και τη μαγεία. Θα κάναμε πρεμιέρα την «Ορέστεια» στην Οζάκα της Ιαπωνίας, είχε γράψει όλο το σκεπτικό του κι ετοιμαζόταν να βάλει τις νότες του, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε. 

2009, Ανώγεια Κρήτης, ο Σπύρος Σακκάς τραγουδά Μάνο Χατζιδάκι (φωτογραφία: Μπόσκο)

Πάμε τώρα σ’ ένα άλλο: Παρατηρώ πως αν και υπηρετήσατε κατά κόρον τη σύγχρονη μουσική, δεν διστάσατε να συνεργαστείτε και με πιο νέα παιδιά του λεγόμενου «έντεχνου»: Τον Πέτρο Περάκη, τον Σταύρο Παπασταύρου, τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ που κάνατε το «Βλέποντας το θρίλερ» κ.α. Αφήνω εκτός για την ώρα τη θρυλική «Λιλιπούπολη». Να μην ξεχάσω και τη «Μια βραδιά με ένα τραγούδι» που κάνατε μαζί με τη Δήμητρα Γαλάνη. 

(γελάει) Α, το «Βλέποντας το θρίλερ» μ’ αρέσει και μένα πολύ! Και το διπλό άλμπουμ «Μια βραδιά μ’ ένα τραγούδι» ήταν εξαιρετική δουλειά που περιείχε από τραγούδια του Back και του Mahler μέχρι Χατζιδάκι και Σαββόπουλο. Πήγαινα και ξύπναγα τη Δήμητρα, θυμάμαι, για να κάνουμε πρόβες. Θεωρώ υπέροχη την ερμηνεία της στο «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα» του Τσιτσάνη μέσα στον δίσκο αυτό! Τώρα, σε ότι αφορά τα παιδικά, «Τα Μελωδόνια» του Πέτρου Περάκη και της Παυλίνας Παμπούδη βγήκαν από τον Σείριο του Μάνου και τα θεωρώ πολύ σπουδαίο έργο. Έλεγα, μάλιστα, ότι’ναι το ωραιότερο έργο που’χα δει τα τελευταία τριάντα χρόνια. Το έβαζα πάνω κι απ’ τη «Λιλιπούπολη»! Ο Περάκης ζει στην Κρήτη, έγραψε άλλο ένα έργο και είναι πια δάσκαλος μουσικής. 

Ξέρετε ότι με τη «Λιλιπούπολη», τα «Μελωδόνια» και το «Μίλα μου για μήλα» του Παπασταύρου, γίνατε ο αγαπημένος τραγουδιστής των μικρών παιδιών;

Βέβαια και το ξέρω. Ότι και να κάνω με τα παιδιά, είτε τραγουδάω, είτε παίζω μαζί τους, είτε κάτι τα ρωτάω, με απελευθερώνουν. Είμαι εκεί πέρα 101%! Όταν κάναμε τη «Λιλιπούπολη» στο Μέγαρο είχαν έρθει όλοι οι πολιτικοί, ακόμη κι ο πρόεδρος της Βουλής, με τα εγγόνια τους και χόρευαν. Υπάρχει ακόμη και η «Συνέλευση των ζώων», το παιδικό έργο που κάναμε με τον Κουρουπό. Καμιά φορά σκέφτομαι πως η ιδιαιτερότητα μου είναι να μπορώ ν’ αφήνω τα συναισθήματα μου να επηρεάζουν 100% την τεχνική μου. 

Ζητούσατε τη συμβουλή του Χατζιδάκι όταν τα πιο πολλά νέα παιδιά, που σας έδιναν τα έργα τους, ανήκαν στον κύκλο του;

Όχι, αλλά όταν γινόταν η «Λιλιπούπολη», εγώ βρισκόμουν στην Αμερική και ο Μάνος μου τηλεφώνησε: «Σπύρο, κάνουμε ένα παραπάνω βήμα για τα παιδιά του Τρίτου Προγράμματος. Είναι μερικοί ταλαντούχοι νέοι συνθέτες και κοίτα να τους βοηθήσεις». Ερχόμουν εγώ, αυτοί τα είχαν ήδη ηχογραφημένα τα play back και τραγουδούσα από κάτω. Γινόταν της πουτάνας το κάγκελο, τα άλλαζα όλα! Τ’ αγαπάω λοιπόν τα παιδικά τραγούδια, όπως και τα παιδιά, καθώς μου δίνουνε όλη την ελευθερία. 

Τα τραγουδάτε σήμερα στα εγγόνια σας τα τραγούδια αυτά;

Είναι πολύ μικρά ακόμα, αλλά τους βάζουμε κι ακούνε τα CD και μαθαίνουν. 

Το 2005 δισκογραφήθηκε η «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου, το έργο ζωής του Μάνου Χατζιδάκι. Εσείς δεν είστε μέσα, όμως. Σας πείραξε αυτό; Με το χέρι στην καρδιά.

Βεβαίως και με πείραξε. Στενοχωρήθηκα. Πάνω στα σχέδια της «Αμοργού», ο Μάνος είχε σημειωμένα: «Αυτό το τραγούδι, Σπύρος Σακκάς. Αυτό, Φλέρυ Νταντωνάκη». Τ’ άλλο, ένας τενόρος ή ένας μπουζουξής, τα’χε όλα γραμμένα όπως και στην «Εποχή της Μελισσάνθης». Όταν ο Μάνος γύρισε στην Ελλάδα το ’72 ο Πατσιφάς της ΛΥΡΑ είχε οργανώσει μια βραδιά, μια συγκέντρωση προς τιμήν του. Πήγαμε εκεί με τη Νταντωνάκη και τραγουδήσαμε τα νέα τραγούδια του Μάνου. Εκεί βρέθηκε κι ο Φρέντυ Γερμανός που μας κάλεσε στην εκπομπή του και τραγουδήσαμε πάλι μαζί με τη Φλέρυ όλα αυτά τα τραγούδια. Ο Πατσιφάς τον επιδοτούσε με λεφτά τον Χατζιδάκι και υποτίθεται θα δισκογραφούσε τα νέα έργα του, φτιαγμένα στην Αμερική. Φτάνουμε στο ’79 – ’80 όταν θα γινόταν «Η Εποχή της Μελισσάνθης» και μου είπε ο Μάνος ότι ήθελε να βάλει μέσα τον «Βασιλάκη τον Λέκκα», ενώ τα δικά μου τραγούδια θα τα’λεγε η Μαρία Φαραντούρη. 

Πιθανώς η εταιρεία να ήθελε τη Φαραντούρη που τότε μεσουρανούσε πραγματικά. Ο δε Χατζιδάκις έλεγε πως πάνω απ’ τη Φαραντούρη δεν έβαζε καμία άλλη τραγουδίστρια στην Ελλάδα! 

Ισχύει απόλυτα και μου το’πε κι ο Μάνος. «Είναι κάποια πράγματα, Σπύρο μου, που με ξεπερνάνε» ήταν τα λόγια του. Εγώ πάλι θεωρούσα ότι’ναι καλό να’χει τη Φαραντούρη, εφόσον η Φλέρυ τότε είχε τα δικά της θέματα και δεν ήταν ιδιαιτέρως συνεργάσιμη. Ένα βράδυ που μείναμε μόνοι μας στον «Αυλό», του είπα: «Μάνο μου, μη σε βλέπω κάπως με τη ”Μελισσάνθη”. Κάντο όπως το ονειρεύεσαι και μη σκέφτεσαι τίποτα άλλο. Ούτε στο ελάχιστο μη σκεφτείς ότι στενοχωριέμαι. Το’χα υπολογίσει, αλλά δεν τρέχει και τίποτα, κάνουμε άλλα πράγματα εμείς». 

Δεν πειράζει, τραγουδήσατε στο Μουσικό Αύγουστο στο Ηράκλειο και σήμερα σώζεται η ηχογράφηση που θεωρείται συλλεκτική και ιστορικής σημασίας.

Βέβαια! Εκεί κάναμε και τα περίφημα «Πινδαρικά». Η συναυλία αυτή στο Μουσικό Αύγουστο του Ηρακλείου έμελλε να κλείσει μυστηριωδώς και ατυχώς όλο τον κύκλο του συγκεκριμένου φεστιβάλ, δηλαδή μετά δεν ξανάγινε. Σκοπεύω να το βγάλω σε CD το υλικό αυτό, το’πα και στον Γιώργο Χατζιδάκι, αλλά μετά δεν τον ξαναβρήκα. Άμα δεν γίνεται, θα κοιτάξω να το κάνω και μόνος μου. Τραγουδάω τον «Καπετάν – Μιχάλη», τον «Μεγάλο Ερωτικό», την «Αμοργό» και «Τα Πινδαρικά». 

Μην ξεχάσουμε και τα πέντε τραγούδια του έργου «Παίδες επί Κολωνώ», ένα υπέροχο έργο του Χατζιδάκι γραμμένο πάνω στη φωνή σας. 

Πολύ ωραία τραγούδια ήταν αυτά! Καμωμένα απλά σαν ρεμπέτικα και liede μαζί. Είναι κρίμα, πάντως, που δεν κυκλοφόρησε η «Αμοργός» με μένα και τον Μάνο στο πιάνο απ’ τον Μουσικό Αύγουστο, αλλά τότε – βλέπεις – γύριζαν τον άλλο δίσκο με τον Κυπουργό. Υποτίθεται ότι είχε αφήσει οδηγίες ο Χατζιδάκις. Τίποτα δεν είχε αφήσει ο Χατζιδάκις εκτός από κάποιες ιδέες γραπτές και κάποιες νότες! Του τα’πα του Κυπουργού δια ζώσης: «Πως είσαι σίγουρος ότι ο Μάνος θα τα’κανε έτσι; Δεν καταλαβαίνεις ότι θα’χε το inspiration της στιγμής να προσθέσει ή ν’ αφαιρέσει; Κι εσύ, Βρούτε;» Έτσι ακριβώς του είπα! 

Κοιτάξτε, ενδεχομένως να του έγινε ανάθεση του Κυπουργού γι’ αυτό το έργο. Σε μένα ο Γιώργος Χατζιδάκις είχε δηλώσει προ δεκαετίας και βάλε, κάτι που ακούστηκε σκληρό: Οι χατζιδακικοί ερμηνευτές, εξαιρουμένης της Φλέρυς Νταντωνάκη, που δεν ζει πια, έκλεισαν τον κύκλο τους.

Δικαίωμα του να το λέει και είναι αλήθεια. Εγώ δεν έχω τη λάμψη της φωνής μου, όπως πριν από 20 και 30 χρόνια, αλίμονο! Το θέμα απ’ ότι κατάλαβα είναι ότι του ίδιου δεν του πολυάρεσαν τελικά οι επιλογές του ίδιου του Μάνου. Δεν τις κατανοούσε ιδιαίτερα. Όταν τον βρήκα κάποια στιγμή για το θέμα, μου είπε το εξής: «Ο Κυπουργός απεφάνθη πως σε ένα σημείο, στον Μουσικό Αύγουστο, ο Μάνος έπαιζε λάθος». «Βρε, τι λες;» του απάντησα, «αν έπαιζε λάθος ο Μάνος, θα σου’λεγα εγώ να το βγάλουμε;» Τι ήταν το λάθος, νομίζετε; Ένα σημείο που ξεχνάει ο Μάνος τι έχει παίξει, γιατί το συγκεκριμένο σημείο στην «Αμοργό» το είχε ασυμπλήρωτο. Έπαιζε απλά κάτι άλλο μέχρι που το ξαναβρήκε. Και όμως αυτό στάθηκε, υποτίθεται, εμπόδιο για την κυκλοφορία του ανέκδοτου υλικού μας. Πάντως, προτίθεμαι να γράψω μία επιστολή στον Γιώργο Χατζιδάκι που θα λέει ότι θα προχωρήσω στην έκδοση της συναυλίας από τον Μουσικό Αύγουστο.

Ποια θεωρείτε μεγαλύτερη τύχη στη ζωή σας, κύριε Σακκά;

Όλα τα πρόσωπα που κατευόδωσαν την ύπαρξη μου. Μάνος, Γκάτσος, Ελύτης, Κουν, Βολανάκης, Φλέρυ, Xenakis, Χρήστου, όλοι οι φίλοι μου που ήδη προανέφερα. Υπάρχουν μέσα μου μέχρι σήμερα που κάνω το ερευνητικό μου πρόγραμμα για τη φωνή του ανθρώπου. Με κάνανε από το ΑΠΘ επίτιμο διδάκτορα πέρσι και πριν μερικούς μήνες απ’ αυτό, ήρθε και το βραβείο της Ακαδημίας. Ο λόγος ήταν η θέση μου στο τραγούδι μέσα απ’ τις πιο σύγχρονες μορφές τέχνης. Κάτι είναι όλα αυτά για μένα που έζησα 25 χρόνια στην Αμερική κι άλλα τόσα στην Ευρώπη, που εισέπραξα την αγάπη και τις ευχαριστίες των ακροατών. Ξέρετε, δεν χαίρει και μεγάλης εκτίμησης όλο αυτό το κομμάτι των αξιών που υπάρχει στην Ελλάδα. Ούτε εκεί, αλλά ούτε κι εδώ! Ποιος θα βρεθεί να πει: «Α, τον βράβευσε η Ακαδημία Αθηνών»;

Πάντα δεν συνέβαινε αυτό, όμως;

Ναι, πάντα. Στη Θεσσαλονίκη, όμως, από το millennium και για εννιά χρόνια πηγαινοερχόμουν, διδάσκοντας στο πανεπιστήμιο, χωρίς να ερευνώ τίποτα. Ήταν πολλά τα παιδιά, ομαδικά ωραία πράγματα. Αξιολογούμαστε και μόνοι μας, θέλω να πω, μέσα απ’ την αγάπη των άλλων ανθρώπων. 

Ευτυχής νιώθετε με τη ζωή που κάνατε;

Ναι, θα το έλεγα! Και λίγο παραπάνω βέβαια, δεν θα με χάλαγε (γέλια). Δεν κατόρθωσα, ας πούμε, να ηγηθώ στην όπερα, στα μεγάλα θέατρα. Ασχολήθηκα με πολλά πράγματα κι αυτό ήθελε μεγάλη προσήλωση. Κάθε φορά που έμπαινα μέσα στην όπερα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έλυνα κόμπους που υπήρχαν κι έδινα διαφορετικές εκτελέσεις. Πολύ μου άρεσε να απορυθμίζω τα πράγματα από την έμπνευση της στιγμής. Το κομμάτι, όμως, που μ’ ενθουσίασε πιο πολύ στη ζωή μου, ήταν το liede, τα γερμανικά τραγούδια, αφού τραγούδησα όλο τον Σούμαν, τον Σούμπερτ, τον Μπραμς, ότι μπορείτε να φανταστείτε. Η ζωή μου ήταν για μένα, το ότι η φωνή, συνοδεία ενός πιάνου μόνο, άρχισε να παρουσιάζει εσωτερικότητες σε κάθε λυρικό τραγούδι. 

Έχετε δύο παιδιά, έναν γιο και μια κόρη. Ο Κωνσταντίνος Σακκάς έγινε επίσης μουσικός και γράφει πολύ ωραία τραγούδια. Τα βλέπετε σαν τη φυσική σας συνέχεια τα παιδιά σας;

Ο Κωνσταντίνος και η Κατερινούλα μεγάλωσαν μαζί μας με τη Νατάσσα. Δεν είχα άλλα παιδιά με την πρώτη μου γυναίκα και αν συγχωρώ τον εαυτό μου που άφησα τη Μαίρη, οφειλόταν σε δύο πράγματα: Στο ότι ήμουν πολύ ερωτευμένος με τη Νατάσσα – κι εκείνη το ίδιο, πάρα πολύ – και στο ότι κάναμε παιδιά. Δεν θα έκανα διαφορετικά την κίνηση να φύγω απ’ τη Μαίρη, που ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και από μία σπουδαία οικογένεια. Δεν έχω ενοχές, γιατί τα δύο πράγματα που σας είπα, είχαν μεγάλη σημασία τελικά στη ζωή μου: Τα παιδιά που ήρθαν, τα’χαμε από μικρά μαζί μας. Πήγαινα ταξίδια και τα έπαιρνα μαζί μου. Ο Κωνσταντίνος, όμως, ενώ έπαιζε πολύ καλό πιάνο απ’ το δημοτικό, δεν θέλει να παίζει για τον κόσμο. «Δεν πειράζει, παίζω για μας» μου έλεγε, έλα όμως που στα 15 – 16 του διοργάνωσε μόνος του φεστιβάλ για νέους. Ούτε ξέρω πως τα κατάφερε, βρήκε μόνος του λεφτά κλπ. Μια μέρα μου είπε: «Πήρα μια απόφαση, μπαμπά. Να τελειώσω το πανεπιστήμιο στην Αθήνα και θα σε παρακαλέσω να μου δίνεις δέκα ευρώ την ημέρα για να τα καταφέρω». Και τα κατάφερε μέσα σε δυόμισι χρόνια με βαθμούς υπέροχους! Χάρηκα που κράτησε το λόγο του. Ύστερα από ένα χρόνο ξανάρχεται και μου λέει: «Μπαμπά, έχουμε καθόλου λεφτά να φύγω για Βαρκελώνη να τελειώσω το μεταπτυχιακό μου πάνω στην οργάνωση και διεύθυνση φεστιβάλ;» Του έδωσα ότι είχα και δεν είχα, τα τελευταία μου λεφτά (γέλια). Πήγε, γύρισε, βρήκε και τη Μαρία, την κοπέλα που’ναι μαζί, έκαναν το παιδάκι τους και ξεκίνησαν τη δουλειά τους. Αγωνίζονται και προχωράνε με συνέπεια και ευαισθησία. Κάποια στιγμή έδωσε τραγούδια του στην Ελευθερία Αρβανιτάκη, στην οποία άρεσε το υλικό του και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος. «Κοίτα, καημένε μου» του είπα, «μην τραγουδήσω εγώ τελικά τα τραγούδια σου και τα ”σκοτώσω”, σ’ τα κάνω κάτι άλλο»! Και η Κατερίνα, όμως, είναι ένα σπάνιο πλάσμα. Έκανε δύο παιδιά με τον άντρα της και τα αγαπάνε, τα προσέχουν…Ίσως τελικά τα παιδιά και τα εγγόνια μου να’ναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή μου, κάτι που ο οποιοσδήποτε άλλος θα’λεγε στη θέση μου.  

Είστε πια 82 ετών…

Εγώ είμαι 85 τώρα.

Στο βιογραφικό σας στο διαδίκτυο αναφέρεται ως έτος γέννησης σας το 1938.

Όχι, είμαι γεννημένος το ’36, μπήκα στα 85. Δόξα τω θεώ που κρατιέμαι καλά ακόμα. Έβγαλα και τον προστάτη μου πρόσφατα, γιατί με ταλαιπωρούσε με σαχλαμάρες…

Βλέπετε ακόμα μακροπρόθεσμα;

Σκέφτομαι να κάνω κάτι πολύ σοβαρό για μένα: Όλες αυτές οι εμπειρίες και οι σκέψεις που κάνω να μετατεθούν σε νέα παιδιά. Έτσι, στα εργαστήρια που κάνω κι είναι 40 παιδιά περίπου, θα ήθελα να ελευθερωθεί το μυαλό και το σώμα τους ώστε να κάνουν ελεύθερο τραγούδι και ποιητικό θέατρο. Να μπορέσουν να βγουν απ’ τον χαρακτήρα που’ναι ο καθένας τους, αφού η φωνή είναι παράγωγο του μυαλού, του σώματος και του νευρικού – μυικού συστήματος. Ελπίζω να γίνει και αν έχω τη δυνατότητα, μέσα σε δύο ή τρία χρόνια το πολύ, θα ήθελα να ανεβάσω μία τραγωδία με μία σκηνοθεσία- να την πω- έτσι όπως τη γνώρισα από τον Κάρολο Κουν και τους μεγάλους δασκάλους μου. 

Τελειώσαμε, καθώς ξανάπιασε βροχή, καθόμαστε έξω και θα πουντιάσουμε. Πως σας φάνηκε που αφηγηθήκατε ολόκληρη τη ζωή σας;

Ου, χίλια βιβλία μπορώ να γράψω εγώ. Πολύ ωραία τα είπαμε, όμως, και να δω τι θα τα κάνετε όλα αυτά! Δεν μπορώ παρά να σας ευχαριστήσω θερμά γι’ αυτή την κουβέντα. 

2009, Ηράκλειο Κρήτης, Μπόσκο - Σπύρος Σακκάς (φωτογραφία: Γιώργος Μητρόπουλος)
* Η συνέντευξη με τον ερμηνευτή Σπύρο Σακκά πραγματοποιήθηκε σε καφέ της Πλάκας τον Νοέμβριο του 2020

** Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr