Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

Βασίλης Βαφέας: Η ζωή του όλη

 

Ο Βασίλης Βαφέας είναι ένας σκηνοθέτης με έργο στο Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, το οποίο σημείωσε όχι μόνο καλλιτεχνική, αλλά και εμπορική επιτυχία. Ποιος δεν θυμάται το «Ρεπό» και τον «Έρωτα του Οδυσσέα» που χαρακτήρισαν ολόκληρη τη δεκαετία του 1980 λίγο πριν την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης και τη νέα εποχή του ελληνικού κινηματογράφου όπως την ξέρουμε σήμερα; Ο Βαφέας είναι ένας άνθρωπος με πλήρη συνείδηση της θέσης του μέσα στον χώρο, αλλά και της ηλικίας του (όπου να’ναι γίνεται ογδόντα ετών), βασισμένης στο μότο «Οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο όταν θέλουν να πεθάνουν και παραιτούνται». Μακριά απ’ τον Βαφέα αυτές οι απαισιόδοξες σκέψεις! Το αποδεικνύει η ενεργή του ενασχόληση με τα κοινά και συγκεκριμένα η καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Μεσογειακού Ντοκιμαντέρ της Σάμου, που του ανήκει. 

Σας βρίσκω στη Σάμο, όπου έχετε την καλλιτεχνική διεύθυνση του φεστιβάλ κινηματογράφου.

Είμαι τα πάντα. Εργάτης, αγρότης, φοιτητής. Άμα δεν κάνεις όλες τις δουλειές, όπως και στο σινεμά, δεν είσαι κυρίαρχος του παιχνιδιού. Άλλοι το λένε αδυναμία μας, εγώ το λέω δύναμη μας. Δεν θα υπήρχε ΝΕΚ, αν δεν υπήρχαν αυτά τα όντα σαν εμένα.

Πόσα χρόνια μετράει το φεστιβάλ;

Είναι ο δεύτερος χρόνος. Τυπικά, διότι όταν ζούσε ο Παπαστάθης , εμείς ήμασταν αυτοί που «αποστατήσαμε» από την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών. Γι’ αυτό αγαπώ τον Χάρη Παπαδόπουλο, που όταν επέστρεψα, με καλοδέχτηκε. Και τον Λάκη τον ήθελε πίσω, αλλά εκείνος δεν ήθελε να γραφτεί. Μεγάλη προσωπικότητα ο Λάκης, περίεργη, όπως όλοι μας. Τιμώ τον Παπαδόπουλο και γι’ αυτό τον ενέταξα στο φεστιβάλ με ένα ντοκιμαντέρ που είχε κάνει πριν χρόνια για τη Σάμο. Το φεστιβάλ μας δεν είναι διαγωνιστικό, μπορούμε να παίξουμε και κάτι παλιότερο.

Άρα μιλάμε για ένα πανόραμα ντοκιμαντέρ.

Ακριβώς, αλλά που θέλουμε οπωσδήποτε να υπάρχουν και ξένες ταινίες από τον μεσογειακό χώρο: Γαλλικές, τουρκικές, ιταλικές, αιγυπτιακές – μας ενδιαφέρει η Μεσόγειος σαν ένα μωσαϊκό που ενώνει τα κράτη. Το ονομάσαμε «δύο παρά κάτι» αφού πέρασαν δεκαοχτώ μήνες από το τελευταίο.

Είστε γεννημένος στην Αίγυπτο, σωστά;

Γεννήθηκα στην Αίγυπτο το 1944. Είμαι 80 ετών, αφού όταν γεννιέται ένα παιδί δεν λέμε ότι είναι ενός χρόνου. Πρέπει να κλείσει τον ένα χρόνο, οπότε κι εγώ είμαι ογδόντα παρά κάτι, δεν τα έκλεισα τα ογδόντα. Η Αίγυπτος ήταν μια κοσμοπολίτικη χώρα με την ελληνική κοινότητα, την ιταλική, τη γαλλική, την αγγλική και την εβραϊκή. Όπως στην Ελλάδα είναι άλλο πράγμα η Κρήτη, άλλο η Πελοπόννησος και άλλο τα νησιά του Αιγαίου. Ο αγαπημένος φίλος της γενιάς μου, ο Λυκουρέσης, είναι από τη Ζάκυνθο, εγώ όμως είμαι από τη Λήμνο. Έγινα Σαμιώτης γιατί η αδερφή μου παντρεύτηκε έναν Σαμιώτη, ο οποίος έγινε δήμαρχος πριν από κάμποσα χρόνια στο Καρλόβασι.

Μιλήστε μου λίγο για τα παιδικά σας χρόνια.

Ο πατέρας μου ήταν ένας κοσμοπολίτης από τη Λήμνο και η μάνα μου επίσης από τη Λήμνο. Έχω 100% αιγαιοπελαγίτικη ρίζα. Πολύ έντιμος άνθρωπος ο πατέρας μου, αλλά επειδή στην Αίγυπτο υπήρχε ένα γυμνάσιο και μια εμπορική σχολή, όλοι εκεί πήγαιναν, φτωχοί και πλούσιοι. Στη μεσαία τάξη ανήκε ο πατέρας μου, γνώρισε όμως έναν πολύ πλούσιο, βιομήχανο καπνών, τον Κουταρέλη. Αυτός, όταν τελείωσε το Γυμνάσιο ο πατέρας μου, τον πήρε στη δουλειά του καπνεργοστασίου. Κάποια στιγμή επειδή ήθελε να προεδρεύσει στην ελληνική κοινότητα χρειαζόταν μία εφημερίδα. Υπήρχε μία αριστερή, μία κεντρώα εφημερίδα κλπ., αλλά ο Κουταρέλης ήθελε να κάνει τη δικιά του. Έβαλε το μπαμπά μου από το λογιστήριο να κάνει τον εκδότη. Λεγόταν τα Ημερήσια Νέα η εφημερίδα, αλλά όταν ο Κουταρέλης βαρέθηκε να κάνει τον πολιτικό, την έκλεισε και ξαναγύρισε τον πατέρα μου στο λογιστήριο του αφρικανικού καπνεργοστασίου. Ο πατέρας μου πάλι δεν άντεξε που από εκδότης μιας εφημερίδας κοντά στα γεγονότα, ξαναγύρισε μέσα σε τέσσερις τοίχους. Έτσι ήρθαμε στην Ελλάδα, εγώ με τη μάνα μου το 1957 και ένα χρόνο αργότερα ο πατέρας μου. Έκτοτε δεν ξαναγύρισα στην Αίγυπτο, αφού ήταν πολύ τραυματικά τα χρόνια της προσφυγιάς. Την πατρίδα δεν την ήξερα, απόκτησα συνείδηση Ρωμιού και δεν ήθελα να γυρίσω πίσω να ξανασκαλίσω τις πληγές μου. Ποτέ δεν ξαναπήγα, ακόμη κι όταν παίζονταν οι ταινίες μου στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Και να πεθάνω χωρίς να ξαναδώ εκείνη την πατρίδα, δεν με ενδιαφέρει πια.

Και τα πρώτα καλλιτεχνικά ερεθίσματα στην Ελλάδα;

Ήθελα να γίνω ηθοποιός. Η μάνα μου ήταν αριστερή, ενώ ο πατέρας μου ήταν ένας αστός. Με πήγε έτσι σε μία αριστερή εκπαιδευτικό να με συμβουλέψει, την κυρία Ξένου. Αυτή μου είπε: «Βρε παιδί μου, θέλεις να πεινάς σ’ όλη σου τη ζωή;» Αίσχος! Δεν λένε σ’ ένα παιδί 17 χρονών ότι θα πεινάει σ’ όλη του τη ζωή. Που ξέρεις εσύ πόσο θα πεινάσω αν προσπαθήσω να δουλέψω σ’ ένα εστιατόριο; Το παν είναι να κάνεις αυτό που αγαπάς. Άμα δεν το αγαπάς, ακόμη και λεφτά να βγάζεις, θα’σαι δυστυχισμένος. Με πτόησε αυτό που μου είπε και τελικά δεν έγινα ηθοποιός. Έκανα δηλαδή αίτηση στο Θέατρο Τέχνης του Κουν και δεν πήγα να δώσω εξετάσεις. Μπήκα όμως στη σχολή Σταυράκου. Όταν έγινε η χούντα, βέβαια, εγώ είχα φύγει στη Γαλλία σαν τον Κούνδουρο και τον Φέρρη που μετανάστευσαν. Ο Φέρρης είναι άλλη ιστορία, καθώς υπήρξε βοηθός και στο «αράπικο» σινεμά. Εγώ δεν το ήξερα, ενώ αυτός ήταν βοηθός του Γιούζεφ Σαχίν. Πριν φύγω στο εξωτερικό, είχα πάρει ήδη το πτυχίο του χημικού. Έμεινα ένα χρόνο στο Παρίσι, έχοντας πάρει και μια υποτροφία, όμως η αριστερή μάνα μου υπέφερε εδώ εν μέσω χούντας. Έπρεπε να γυρίσω γι’ αυτήν και τότε πήγα στη σχολή Σταυράκου. Δούλευα ως χημικός σ’ ένα εργοστάσιο και το βράδυ πήγαινα στη Σταυράκου, όντας ήδη παντρεμένος και μ’ ένα παιδί. Αντί για το παιδί μου, έβλεπα τον Γλυκοφρύδη και τους διάφορους καθηγητές στον Σταυράκο τότε.

Και μπήκατε στην παραγωγή του κινηματογράφου αμέσως;

Δούλεψα βοηθός μόνο σε μία ταινία ενός ανισόρροπου μεγαλοφυούς, του Κώστα Σφήκα. Ως άλλος ανισόρροπος κι εγώ, ήμουν βοηθός του Σφήκα στο «Μοντέλο». Δεν είμαι εύκολος άνθρωπος, ξέρετε.

Πως το εννοείτε;

Δεν θέλω ζόρι εγώ, θέλω να κάνω τα πράγματα που μου αρέσουν. Είχα φτάσει μέχρι το διευθυντιλίκι των εργοστασίων φαρμάκων, όντας χημικός ερευνητής που δεν άντεχα το χημείο. Μοναξιά! Δε μπορώ τη μοναξιά, θέλω κόσμο!

Γι’ αυτό γίνατε και σκηνοθέτης.

Το 1973 έκανα την πρώτη μου μικρού μήκους ταινία με δικά μου λεφτά. Την έστειλα σε φεστιβάλ, διακρίθηκε στη Γκρενόμπλ και παίχτηκε μέχρι το Ρίο Ντε Τζανέιρο. Μόνος μου, επαναλαμβάνω, χωρίς κανένα Κέντρο Κινηματογράφου, αφού έβγαζα πέντε δεκάρες γιατί ήμουν καλός χημικός.

Πάντως η δική σας δεκαετία ήταν αναμφισβήτητα αυτή του 1980. Δεν δουλέψατε πολύ στο σινεμά, αφού είχατε άλλη δουλειά.

Είναι αλήθεια, υπήρξα ένας κακομαθημένος που έκανα πάντα ότι μου άρεσε, αλλά αυτό δεν μπορούσα να το κάνω επ’ άπειρο. Έτσι, έκανα και πράγματα που δεν μου άρεσαν.

Είναι καλό όμως να είσαι καλλιτέχνης και ανεξάρτητος οικονομικά.

Πολύ μεγάλο αβαντάζ! Επί χούντας, το Ford Foundation έδωσε λεφτά στον ελληνικό κινηματογράφο. Η διευθύντρια των καλλυντικών στο εργοστάσιο που εργαζόμουν ήταν Αμερικάνα και είχε έναν άντρα, τον Θόδωρο Χατζηπανταζή, ο οποίος ήταν μέσα στο διοικητικό συμβούλιο του Σύγχρονου Κινηματογράφου. Αυτός ήξερε και ήλεγχε τα σενάρια των ταινιών και έτσι δουλέψαμε την «Απορρόφηση» με τον Θανάση Ρετζή στη μουβιόλα του Σύγχρονου Κινηματογράφου. Έρχεται η Αμερικάνα και μου λέει κάποια στιγμή: «Είδα το σενάριο σου»! Αναρωτήθηκα: «Που ξέρει αυτή ότι εγώ γράφω σενάρια;» Μου εξήγησε ότι της το έδειξε ο άντρας της που ήταν μαζί με τον Ραφαηλίδη και τον Μπακογιαννόπουλο στον Σύγχρονο Κινηματογράφο. Έτσι έκανα αίτηση για μια ταινία μεγάλου μήκους με τα λεφτά του Ford Foundation. Γίνεται όμως η ιστορία με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, εγώ τσαντίζομαι και αποσύρω την αίτηση μου, εκεί που είχε αποφασιστεί να χρηματοδοτηθεί. Την «Ανατολική Περιφέρεια», την ταινία μου, την έκανα μόνος μου τελικά χωρίς ένα φράγκο από το Ford. Άσε που γινόταν σφαγή με το ποιοι πήραν χρήματα…Βάραγαν εμένα επειδή ήμουν νέος, έλα όμως που εγώ αρνήθηκα τη χρηματοδότηση ως αντίδραση της αμερικανικής στήριξης στην χούντα και στην Τουρκία. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι σπουδαίοι Σφήκας και Μαρκετάκη, η οποία έκανε το «Ιωάννης ο Βίαιος», δεν έπραξαν σωστά που ολοκλήρωσαν τις ταινίες τους. Όπου υπάρχει χρήμα, υπάρχει φαγωμάρα, αλλά και σινεμά χωρίς χρήμα δεν γίνεται, κυρίως μεγάλου μήκους. Με την «Ανατολική Περιφέρεια» είχα την τύχη να πάρω βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, οπότε έκανα απόσβεση των χρημάτων που είχα βάλει με την πρώτη μου ταινία.

Ο κοινωνικός προβληματισμός ήταν ένα πρωταρχικό ζητούμενο στις ταινίες σας;

Βέβαια, γι’ αυτό και όταν παράτησα την καριέρα του χημικού, έκανα τον «Έρωτα του Οδυσσέα» με τον μεγάλο Βουτσά. Έναν Βουτσά πραγματικά απ’ άλλο πλανήτη. Μας είχε συστήσει μια ηθοποιός μου, που μετά έγινε μεγαλοδημοσιογράφος, η Μιχαλιτσιάνου. Τόσο ο «Έρωτας του Οδυσσέα», όσο και το «Ρεπό», έκαναν και μεγάλη εισπρακτική επιτυχία. Ο Βουτσάς ήθελε να παίξει τον πρώτο ρόλο στο «Ρεπό». Του έδωσε η Μιχαλιτσιάνου το σενάριο, που εγώ ήθελα να έπαιζε το ρόλο του Πιατά. «Ρε Βαφέα, θα παίξω εγώ το ρόλο του Πιατά; Γιατί δεν μου δίνεις τον πρώτο ρόλο;» Του απάντησα: «Να σας πω κάτι, κύριε Βουτσά; Δεν είστε για τον πρώτο ρόλο»! «Γιατί;» άρχισε να φωνάζει, «δεν είμαι καλός ηθοποιός;» κι εγώ να προσπαθώ να του εξηγήσω πως άλλο είναι το θέατρο και άλλο ο κινηματογράφος: «Εσύ είσαι αντάρτης, ότι ανεβαίνει στην πλάτη σου, δίνεις μια και το αποτινάζεις»! «Ρε, άσε τις μαλακίες» επέμενε ο Βουτσάς! Έτσι, υποσχέθηκα πως θα έγραφα ένα σενάριο γι’ αυτόν. Ήταν ο «Έρωτας του Οδυσσέα» που του έδωσα το σενάριο στη Σάμο, μετά από μια παράσταση του στο πλαίσιο περιοδείας. Δεν το πίστευε ότι υπήρχε στο χώρο σκηνοθέτης που τηρούσε την υπόσχεση του. Ξεκίνησε η τεράστια φιλία μας και δεν έπαιξε μόνο σε μία ταινία, αλλά και σε άλλες, όπως και σε παραστάσεις μας. Μεγαλοφυία λαϊκή ο Βουτσάς, γεννημένος ηθοποιός. Ήμουν κωλόφαρδος που τον είχα στο σινεμά, όπως και τον μεγάλο Καρέλη στο θέατρο. Τους λατρεύω.

Έχετε αναφερθεί συχνά στη χρυσή εποχή των ταινιών του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.

Το εμπορικό σινεμά με την τηλεόραση έπεσε σε μαρασμό. Εξαφανίστηκαν οι παλαιού τύπου παραγωγοί και το ΕΚΚ είχε μπει στην παραγωγή προ χούντας ακόμα. Άρχισε να χρηματοδοτεί εμάς, τον Λυκουρέση, τον Καρυπίδη, τον Περάκη, εμένα, τη γενιά του ΝΕΚ. Να σκεφτείτε πως εγώ και ο Περάκης γεμίζαμε παράλληλα τις αίθουσες, κάτι που δεν άρεσε στους περισσότερους. Τσακώθηκε ο Βουτσάς με τον Σακελλάριο, αν θυμάστε.

Θυμάμαι, ναι, ο Σακελλάριος ήταν στην επιτροπή του φεστιβάλ όταν προβλήθηκε ο «Έρωτας του Οδυσσέα».

Ακριβώς, όπως ήταν και ο Αγγελόπουλος στην επιτροπή του «Ρεπό» και αγνοήθηκα πλήρως. Με τον Σακελλάριο πήρα και το βραβείο σκηνοθεσίας, ενώ με τον Αγγελόπουλο, που εγώ ήμουν της δικής του σχολής, δεν μου έδωσαν καμία σημασία. Και ο Ραφαηλίδης και ο Κατράκης ήταν επίσης στην ίδια επιτροπή. Θυμάμαι τον Κατράκη να λέει στον Ζαρκάδη: «Αγωνίστηκα να πείσω τον Αγγελόπουλο να σου έδινε ένα βραβείο, ρε Πέτρο», αφού εκείνο τον καιρό ο Ζαρκάδης δεν είχε να φάει κυριολεκτικά. Εγώ στο κάτω – κάτω έτρωγα, αφού είχα κάνει ηρωική έξοδο από τον χώρο των επιστημών.

Με τον Σακελλάριο τα βάλατε ποτέ κάτω να τα πείτε;

Είχα δηλώσει στον Μπράμο, που έγραφε στην «Αυγή», ότι εγώ τις απολαμβάνω τις ταινίες του Σακελλάριου και στενοχωριέμαι που αυτός δεν μπορεί να απολαύσει μία δική μου. Ο Σακελλάριος άλλαξε και έγραψε σ’ ένα χρονογράφημα του: «Κάτι έχει τελικά αυτή η ταινία». Τραυματίζεται συχνά ο εγωισμός των ανθρώπων και πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί μαζί τους. Μια κουβέντα είναι, πες τη κι ας πέσει χάμω.

Ο Κώστας Βουτσάς στην ταινία «Ο έρωτας του Οδυσσέα» (1984) του Βασίλη Βαφέα
Εσείς πως κρίνετε τις σημερινές ελληνικές ταινίες;

Εμείς ζήσαμε την περίοδο που ελλείψει επιχειρηματιών – παραγωγών, γίναμε οι ίδιοι επιχειρηματίες. Αυτό δεν το έχει η νέα γενιά. Βεβαίως και υπάρχουν παραγωγοί σήμερα που είναι ερωτευμένοι με το έργο νέων σκηνοθετών, αλλά αυτό είναι άλλο απ’ το να θέλεις να βάλεις στην τσέπη σου τα μισά λεφτά ή το 1/3 απ’ αυτά. Μου αρέσουν οι ταινίες του Οικονομίδη, επειδή δείχνουν πως αυτός βλέπει τον κόσμο με τα δικά του μάτια. Χαιρόμουν, ας πούμε, όταν έβλεπα μια παλιά ταινία του Σακελλάριου, η οποία προερχόταν όμως από το θέατρο, αναρωτώμενος γιατί είχε αντιδράσει τόσο πολύ με τη δική μου ταινία. Μετά είδα μια ταινία που έκανε μόνος του, το «Καλωσήρθε το δολάριο», γυρισμένη όλη σε πλατό. Εγώ πάλι δεν κάνω τίποτα σε πλατό, όλα είναι φυσικοί χώροι. Οι παλιοί δεν πίστευαν στους φυσικούς χώρους, ήθελαν πάντα το στούντιο τους.

Θα ήθελα να μου μιλήσετε τώρα για το ντοκιμαντέρ του Άκη Πάνου που κάνατε το 1977.

Ήταν ένας συνθέτης που λάτρευα και λατρεύω, ιδιότυπος όπως ξέρετε.  Αυτός δεν ήθελε ντοκιμαντέρ, εγώ όμως κατάφερα να τον βάλω να σχεδιάζει και να μαστορεύει τα μουσικά του όργανα. «Θα έρθω να το δω πρώτα» μου είχε πει, «και μετά θα το δώσεις στην τηλεόραση». Τον φέρνω στο μοντάζ της Σινετίκ με τον Βαγγέλη Γούσια και τσαντίστηκε πολύ όταν άκουσε το «Θολωμένο μου μυαλό». «Τι το έβαλες αυτό;» φώναζε κι εγώ να του εξηγώ πως είναι ένα αριστουργηματικό λαϊκό τραγούδι. «Γιατί, το ‘’Η ζωή μου όλη’’ δεν είναι αριστουργηματικό;» συνέχισε να φωνάζει. «Είναι πιο μεγάλο τραγούδι το ‘’Θολωμένο μου μυαλό’’» του λέω κι αυτός πετάει ένα «Ρε άι στο διάολο» και σηκώνεται και φεύγει. «Τη γλιτώσαμε» πετάγεται και μου λέει ο καημένος ο Γούσιας (γέλια). Του τηλεφώνησα και του είπα: «Άκη, εγώ σ’ αγαπώ και σε θαυμάζω, αλλά πρέπει να μου πεις αν θα το δώσω στην τηλεόραση τελικά». Απάντησε «Δώσ’ το» και μου έκλεισε το τηλέφωνο. Ρόλος ήταν ο Άκης Πάνου, μεγάλη μορφή!

Τον γνωρίσατε με αφορμή το ντοκιμαντέρ;

Τον ήξερα απ’ τα τραγούδια του, αλλά μόλις είχε βγει ο δίσκος «Παρών», η εταιρεία του ήθελε να του έκανε ένα ντοκιμαντέρ και έδωσαν το θέμα στο Παρασκήνιο. Ο Παπαστάθης και ο Χατζόπουλος μου έδωσαν μια λίστα και με ρώτησαν ποιο ντοκιμαντέρ θα ήθελα να κάνω. Είπα αμέσως: «Τον Άκη Πάνου θα κάνω». Προς τιμήν του του Μητσιά που ήρθε και τραγούδησε μπροστά σ’ ένα nagra, όχι σε κονσόλα. Είπε το «Άσ’ τον τρελό στην τρέλα του» και ο Άκης Πάνου έπαιζε μπουζούκι με το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο με σαγιονάρες. Για μένα είναι η μεγαλύτερη μορφή που ο φόνος ξεχάστηκε, όπως είχε ξεχαστεί και αυτός του Μπάροουζ. Όταν είναι μεγάλος ο καλλιτέχνης, ξεχνιέται και η κακοτοπιά του.

Δεν νομίζω, είναι σχετικά πρόσφατη η ιστορία με τον φόνο. Τον ακολουθεί η ρετσινιά του δολοφόνου.

Ναι, είναι πρόσφατο, θα δείτε σε λίγο τι θα γίνει. Και ο Πανουσόπουλος τον αγαπούσε πολύ τον Άκη Πάνου. Η μουσική έπαιξε μεγάλο ρόλο στις δικές μου ταινίες. Την έκανα εγώ όπως ήθελα, αφού την έκοβα και την έραβα στις διάρκειες που χρειαζόμουν. Μόνο με τον Θάνο Μικρούτσικο είχα αυτή την ευκολία: «Εγώ την έκανα τη μουσική, εσύ τώρα χρησιμοποίησε την όπως νομίζεις». Μπορεί να έβαζα, ας πούμε, μόνο τρεις νότες από ένα μεγάλο κομμάτι κλασικής μουσικής. Γενικώς έχω μεγάλη αγάπη στη μουσική.

Κάνατε και πολλά άλλα εκτός από κινηματογράφο. Θέατρο, μεταφράσεις. Μου έλεγε η ηθοποιός η Χαρά Αγγελούση που την είχατε πάρει μαζί σας κάποια στιγμή στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Αυτή ήταν ένα πανέμορφο πλάσμα στο «Vortex» του Κούνδουρου και χαίρομαι που την «ξαναβρίσκω» τώρα μέσω εσού.

Έχουν πεθάνει πολλοί σκηνοθέτες της γενιάς σας.

Είναι τεράστιο πλήγμα, αλλά πρέπει να συνεχίσεις. Έχω μία ομάδα που δεν είναι καλλιτέχνες, απ’ τα παλιά, και όποτε βρισκόμαστε, μιλάνε για τις αρρώστιες τους. Τους λέω «Όλοι θα πεθάνουμε, αλλά εσείς πεθαίνετε κάθε μέρα. Εγώ θα πεθάνω μόνο μία φορά και δεν έχει σημασία αν πονάει το σώμα μου. Αφού πονάμε, υπάρχουμε»! Το έλεγε και ο Μπέκετ αυτό. Όσο υπάρχουμε, κάνουμε κάτι, από μία ταινία και ένα ποίημα ή από μία παράσταση μέχρι μια ωραία συζήτηση. Αρκεί! Δεν είναι ανάγκη να είμαστε όλοι Μπετόβεν ή Αϊζενστάιν. Δεν μπορούμε να τρωγόμαστε γιατί δεν έγινα εγώ, όπως ο Αγγελόπουλος, ο Ζανούσι ή ο Κισλόφσκι. Σπουδαίοι όλοι, αλλά είμαστε ότι είναι ο καθένας μας. Σκύβουμε μέσα μας και προχωράμε.

Ύστερα απ’ αυτή την ανασκόπηση της ζωής σας, ας γυρίσουμε πάλι στο φεστιβάλ της Σάμου.

Το φεστιβάλ ξεκίνησε το 1998, πριν από το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Κάποια στιγμή ο Δημητρίου απεφάνθη να μη φέρνουμε ξένους για να περιορίσουμε τα έξοδα. Έτσι, πήρα το φεστιβάλ από κει και το πήγα στο Τεχνολογικό Πάρκο Λαυρίου. Για οχτώ χρόνια ήταν στην Ανατολική Σάμο και για άλλα πέντε χρόνια μετακομίσαμε. Επομένως το φεστιβάλ επέστρεψε στη Σάμο τα τελευταία δύο χρόνια, αλλά με την πείρα δεκατριών χρόνων. Θέλει αγώνα το πράγμα και δεν πρέπει να σταματάμε, καθώς έτσι σταματά και το ενδιαφέρον για τη ζωή. Μόνο έτσι δεν πεθαίνεις. Ο Γλυκοφρύδης πέθανε όταν αποφάσισε να πεθάνει με τελειωμένη την ενέργεια του. Σας ευχαριστώ που με ρωτήσατε για τον πατέρα μου, γιατί ο ίδιος δεν πρόλαβε να δει καμία ταινία μου.

* Το φεστιβάλ Μεσογειακού Ντοκιμαντέρ - Μεσογειακοί Διάλογοι διεξάγεται στο Καρλόβασι της Σάμου το τριήμερο 20-22 Σεπτεμβρίου 2024

** Η συνέντευξη με τον Βασίλη Βαφέα δημοσιεύθηκε με διαφορετική μορφή στο ένθετο «Docville» με την εφημερίδα «Documento»

*** Οι φωτογραφίες του Βασίλη Βαφέα είναι του Γιάννη Μαραπά και της Μαρίας Δημητριάδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου