Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Κώστας Θωμαΐδης: «Ο Θάνος Μικρούτσικος είναι για μένα το άλφα και το ωμέγα σε ότι έχω κάνει μέχρι σήμερα»

 

Αγαπημένη φωνή στις μεγαλύτερες μουσικές σκηνές και στα ερτζιανά. Ένας απ’ τους πιο στενούς συνεργάτες του αείμνηστου Θάνου Μικρούτσικου, που του εμπιστεύτηκε σπουδαία έργα. Απ’ αυτόν αρχίσαμε κάποτε να μελετάμε τις μουσικές του κόσμου, τα fados, τα tangos και τα ιρλανδικά παραδοσιακά, έτσι όπως τα παρουσίαζε απ’ τις εκπομπές του στον κάποτε κραταιό Μελωδία. Ο Κώστας Θωμαΐδης συνεχίζει να κάνει ραδιόφωνο από τη συχνότητα της ΕΡΑ και να ηχογραφεί καινούργια τραγούδια. Ανάμεσα τους δύο σε δική του μουσική και σε στίχους της ποιήτριας από την Ξάνθη, Στέλλας Δενδηλιάρη. Επίσης, ένα ανέκδοτο τραγούδι του Θάνου Μικρούτσικου σε ποίηση Γιάννη Σκαρίμπα. «Και που θα βγουν, τι έγινε;» τον άκουσα να μου λέει εμφανώς απελπισμένος με την κατάσταση που επικρατεί ως προς τη διανομή του νέου ελληνικού τραγουδιού. Μια καλή αφορμή για να ξεκινούσαμε τη συζήτηση μας.

Στο Καφέ των Ποιητών της πλατείας Βικτωρίας με τον Κώστα Θωμαΐδη (Πεμπτη 8 Αυγούστου 2024)
Ενώ είστε ένας πολύ αγαπητός καλλιτέχνης, έχω την εντύπωση πως δεν υπήρξατε ποτέ καριερίστας.

Συμφωνώ, αν και το «καριερίστας» εγώ δεν μπορώ να το μεταφράσω και δεν θέλω, γιατί πάντα ήμουν έξω απ’ αυτή τη λογική. Από πολύ νωρίς υπήρξε ένα σημείο καμπής στην πορεία μου και αναφέρομαι στο 1982, όταν κάναμε με τον Θάνο Μικρούτσικο τον «Γέρο της Αλεξάνδρειας». Όχι μόνο δισκογραφικά, αφού αυτό το έργο έγινε παράσταση στο αντίστοιχο Θέατρο Τέχνης των Βρυξελλών και μετά εδώ σε σκηνοθεσία Μουμουλίδη. Η βοήθεια του Θάνου σ’ αυτή μου την καμπή ήτανε καταλυτική, αν σκεφτούμε πως λίγο μετά έκανα έναν πολύ νεανικό ποπ δίσκο που δεν με αντιπροσώπευε. Ήταν μία εποχή που ψαχνόμουν και κατάλαβα ότι εκεί θα παίξω σ’ ένα γήπεδο με πολλούς άλλους, όπου δεν μετράει αν έχεις καλή φωνή παρά μόνο η εμφάνιση. Ο Θάνος μου είπε σε μία συζήτηση: «Κώστα, εσύ έκανες τον Καβάφη και πήρες εξαιρετικές κριτικές στις γαλλόφωνες χώρες. Αυτός είναι ο προνομιακός σου χώρος και, κατά τη γνώμη μου, δεν σε αντιπροσωπεύει το άλλο». Συμφώνησα απόλυτα.

Ο δεύτερος προσωπικός δίσκος του Κώστα Θωμαΐδη, «Της φαντασίας ταξίδια» (1991), με ένα ρεπερτόριο που, κατά τον Θάνο Μικρούτσικο, δεν του ταίριαζε
Θα θέλατε και την επιβεβαίωση.

Ακριβώς. Ήταν και το κλίμα της εποχής, όχι τόσο πολιτικοποιημένο πια, εφόσον μιλάμε για τη δεκαετία του 1980 και όχι του ’70. Η παρέα ήταν πιο ποπ – ροκ και δε μπορούσα να περπατήσω σ’ αυτά τα μονοπάτια όσο και αν τα συμμεριζόμουν.

Μην το λέτε, είστε ίδιος ο Φιλ Κόλινς!

(γέλια) «Φιλ» με φώναζε ο Γιάννης Σπάθας, «Φιλ» με έλεγε ο Μπονάτσος, όλοι «Φιλ» με αποκαλούσαν. Βάλε και σε πόσους τέτοιους δίσκους της εποχής έπαιζα μαντολίνο, βέβαια μόνο σε δίσκους φίλων. Με φώναζαν και πήγαινα. Θυμάμαι τώρα τους Τερμίτες και μερικά κομμάτια με τον Πασχαλίδη. Στη «Γυμνή σκιά» των Κατσιμιχαίων παίζω φλογέρα, ενώ σε πάρα πολλούς δίσκους σφυρίζω.

Έχετε σπουδάσει μουσική και τραγούδι;

Τραγούδι δεν σπούδασα, αλλά είχα καλούς δασκάλους. Σπούδασα αρμονία, αντίστιξη χωρίς να πάω φούγκα και παραπάνω. Από πολύ νωρίς διάβαζα παρτιτούρα, διαφορετικά δεν θα μπορούσα να ερμηνεύσω έργα του Μικρούτσικου και του Θεοδωράκη. Στο εξωτερικό, π.χ., κυκλοφόρησε σε CD η «Κατάσταση Πολιορκίας» με μένα και τη Φαραντούρη υπό τη διεύθυνση του Μίκη.

Πάντως η Τσανακλίδου όταν σας προλόγισε στη συναυλία της στο Ηρώδειο, αναφέρθηκε στο ότι ξεκινήσατε μαζί στη Θεσσαλονίκη ως παιδάκια.

Οχτώ χρονών! Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, είχα αγκαλιά το ραδιόφωνο. Μου άρεσε να γυρίζω το κουμπάκι και να σταματώ όπου ήθελα. Κάποια στιγμή ήρθε στο σπίτι μας ένα πικάπ, απ’ αυτά που το καπάκι ήταν και ηχείο. Έτσι ήρθαν οι πρώτοι δίσκοι του Θεοδωράκη και του Γιάννη Βογιατζή που ήταν η μεγάλη μου αγάπη στα μέσα του 1960. Εγώ ανέκαθεν λάτρευα δύο τραγουδιστές: Τον Γιάννη Βογιατζή και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, που ερμήνευσαν εξαιρετικά τραγούδια. Στο σπίτι που μέναμε, έβγαινα στο μπαλκόνι και μου φώναζαν από απέναντι: «Κωστάκη, τραγούδησε μας» κι εγώ τραγουδούσα.  Ένας θείος της μαμάς μου, που είχε απωθημένα με το τραγούδι, με πήρε μια Κυριακή πρωί και είδαμε στο θέατρο Παλλάς της Θεσσαλονίκης παιδική παράσταση της Μαίρης Σωίδου. Στην Ελλάδα δεν είχε ξαναϋπάρξει ολόκληρο θέατρο μόνο με παιδιά που τις Κυριακές γέμιζε με πάνω από χίλια άτομα. Εκεί τραγουδούσε ο Χρήστος Λεττονός, μεγαλύτερος από μένα. Απ’ την πρώτη στιγμή, ένα κοριτσάκι ήρθε και με βρήκε και τακιμιάσαμε. Ήταν η Τάνια Τσανακλίδου! Όλα τα παιδικά μας χρόνια μόνο ένα παιχνίδι είχαμε: Το θέατρο και το τραγούδι. Μεγαλώσαμε μαζί, κοιμόμασταν αγκαλιά στο σπίτι της, ήταν η αδερφή μου και έτσι παραμένει μέχρι σήμερα. Χαίρομαι και με θεωρώ τυχερό που δεν λέμε μεταξύ μας ονόματα, αλλά «αδερφέ μου» και «αδερφούλα μου». Και πάντα «Κωστάκη», ποτέ «Κώστα». Όσοι μ’ αγαπάνε και ας μην το ξέρουν, ξαφνικά το γυρίζουν στο «Κωστάκη». Ποιος ξέρει τι εκπέμπω.

Τάνια Τσανακλίδου - Κώστας Θωμαΐδης, παιδιά τη δεκαετία του 1960 στη Θεσσαλονίκη
Μια παιδικότητα. Δεν χαίρεστε;

Πολύ, καθώς είχα ευτυχισμένα παιδικά και εφηβικά χρόνια. Έχω έναν αδερφό σπουδαίο στο χώρο του Θεάτρου Σκιών. Γιάννης Χατζής λέγεται.

Γιατί όχι Γιάννης Θωμαΐδης;

Όχι, το «Θωμαΐδης» δεν υπάρχει σε καμία ταυτότητα μου, Κώστας Χατζής λέγομαι, αλλά το άλλαξα λόγω συνωνυμίας με τον μεγάλο Κώστα Χατζή. Μου δόθηκαν ως παιδί πολλές ευκαιρίες. Δύο απ’ αυτές γευτήκαμε εγώ και η Τάνια: Πρώτη η Τάνια έπαιξε στα εννιά της χρόνια στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» των Μυράτ – Ζουμπουλάκη με τα τραγούδια του Χατζιδάκι και εγώ στα 14 μου συμμετείχα με το Θέατρο Τέχνης του Κουν σ’ άλλο έργο του Πιραντέλο. Πατέρας μου «ήταν» ο Γιώργος Λαζάνης, μητέρα μου η Αγγέλικα Καπελαρή και αδέρφια μου ο Μίμης Κουγιουμτζής και η Μάγια Λυμπεροπούλου. Βουβά πρόσωπα ήταν ακόμη ο Ηλίας Λογοθέτης με τον Αντώνη Αντύπα, οι οποίοι με βοηθούσαν αφού μοιραζόμασταν το ίδιο καμαρίνι. Στην πορεία μου, βέβαια, έχω παίξει σε τόσες παραστάσεις τραγουδώντας, που ένας ηθοποιός θα ήθελε γύρω στα δεκαπέντε χρόνια για να τις καλύψει. Το λατρεύω το θέατρο, ενώ κάνοντας και σπουδές κινηματογράφου, για τρία χρόνια δούλεψα βοηθός οπερατέρ του Νίκου Καβουκίδη σε διαφημιστικά. Με έστειλε ο Βούλγαρης που τον είχα καθηγητή στη σχολή Σταυράκου και ήταν απ’ τις καλύτερες στιγμές μου. Όμορφα χρόνια χωρίς άγνοια κινδύνου και, προσέξτε, χωρίς να προέρχομαι από καλλιτεχνική οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν γεωπόνος και η μητέρα μου νοικοκυρά, η οποία όμως είχε καλή φωνή και κάναμε μαζί διφωνίες. Στα έντεκα μου, ο θείος ο Κώστας μού χαρίζει μία κιθάρα. Σε λίγη ώρα έμαθα να παίζω το «Αστέρι του βοριά» πατώντας σε μία χορδή. Στους τρεις μήνες κάποιος μου έδειχνε τις συγχορδίες και τραγουδούσα παίζοντας παράλληλα. Αυτό ενώ μου έκανε καλό ακουστικά, μου έκανε κακό στο εξής: Άργησα να ξεκινήσω σπουδές στη μουσική, επαναπαύθηκα.

Το έχετε μετανιώσει;

Πολύ, γιατί θα μάθαινα το όργανο που λατρεύω, το πιάνο. Στο πιάνο είσαι ολοκληρωμένος μουσικά.

Και η Αρλέτα που έλεγε πως ένα τραγούδι δεν είναι τραγούδι αν δεν μπορεί να παιχτεί με μία κιθάρα;

Το κάθε όργανο έχει τη δική του προσωπικότητα, αλλά η κιθάρα δεν έχει τη δυναμική και την ένταση του πιάνου με τα μπάσα, τη συγχορδία και τη μελωδία. Έχω συναντήσει, όμως, κιθαρίστες σαν τον Μανώλη Ανδρουλιδάκη, που ακούω ολόκληρη ορχήστρα μέσα από την κιθάρα του. Αυτός είναι ειδική περίπτωση, έχει εξελίξει πολύ την τέχνη του. Ίσως η Αρλέτα το έλεγε αυτό για τους μουσικούς του Νέου Κύματος, που είχαν μεν κλασική παιδεία, αλλά κανένας δεν ήταν τρομερός σολίστ.

Πότε μπήκατε στη δισκογραφία;

Λίγο μετά την εφηβεία τυχαία με τα «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας» του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Είχα κατέβει στην Αθήνα κάπως τυχοδιωκτικά με έναν πατέρα που εκείνη την εποχή, όταν του είπα ότι θα φύγω για να βρω την τύχη μου, μου είπε κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ: «Στενοχωριέμαι που θα φύγεις από μας, αλλά προχώρα και να ξέρεις ότι είμαι δίπλα σου». Ήταν τρομερό να στο λέει αυτό ο πατέρας σου εν έτει 1972. Του το χρωστάω αιώνια!

Πότε τον χάσατε;

Το 1979, έφυγε νέος. Είχε μια επισφαλή υγεία…Στην Αθήνα, λοιπόν, έμπλεξα με παιδιά της Καλών Τεχνών, κουλτουριάρηδες της εποχής. Παρέα στενή κάναμε τότε εγώ, η Τάνια και η Ναταλία Θωμαΐδη, η πρώτη μου γυναίκα. Ο έρωτας μας με τη Ναταλία πραγματώθηκε κι αυτή ήταν συμμαθήτρια τότε με τον Ανδρέα Τσεκούρα, τον ακορντεονίστα του Λουκιανού. Αυτός με πήγε στον Λουκιανό και σε μία βδομάδα με βάλανε στο στούντιο και είπα τρία τραγούδια. Θυμάμαι τον Λουκιανό με μεγάλη αγάπη, ένα παιδί ήταν, κάτι που βλέπω και σε μένα χωρίς όμως να εγκλωβιστώ. Το λέω γιατί έχω δει ανθρώπους μεγάλους πια σε ηλικία να είναι «κολλημένοι» με τη δεκαετία του 1950. Όσο μεγαλώνεις, οι αναμνήσεις έρχονται και είναι πολύ όμορφο να ξέρεις να τις διαχειριστείς. Αν αφεθείς, έχασες το έδαφος. Η μνήμη όταν επιστρέφει, εκδικείται.

«Ο Γέρος της Αλεξάνδρειας» (1983), η πρώτη δισκογραφική συνεύρεση του ερμηνευτή Κώστα Θωμαΐδη με τον συνθέτη Θάνο Μικρούτσικο 
Εγώ νομίζω πως κάποιος που το κάνει αυτό δεν είναι και πολύ καλά ψυχολογικά.

Ασφαλώς. Οτιδήποτε καινούργιο βγαίνει, ειδικά στην τεχνολογία, κάνω βουτιά για να το μάθω! Το δρόμο μου δεν τον βρήκα με τον Λουκιανό, αφού τον είχα βρει από παιδάκι. Δεν σκέφτηκα να κάνω απολύτως τίποτα άλλο στη ζωή μου! Στο σχολείο, σε αντίθεση με την Τάνια που ήταν καλή μαθήτρια, εγώ δεν διάβαζα. Είχα μια κιθάρα που με περίμενε στο σπίτι και απλά περνούσα τις χρονιές. Ένα χρόνο πριν τον Λουκιανό, περίοδο Μεταπολίτευσης, έμενα στην οδό Σωζοπόλεως κοντά στην πλατεία Αττικής, σ’ ένα υπόγειο μαζί μ’ ένα γνωστό μου από τη Θεσσαλονίκη. Τεράστιες μοναξιές μέχρι να γνωρίσω κάποια παρέα. Δίπλα υπήρχε ένα φωτογραφείο που το’χε ένας Θεσσαλονικιός και μένα με είχε σαν γιο του. Όταν έφυγε απ’ τη ζωή, άφησε μια τσάντα με φακούς και μηχανές για να την παραδώσουν σε μένα. Ένα μεσημέρι ήρθε ένας γνωστός του μαζί με τον Ανδρέα Μικρούτσικο που έφεραν κάποια φιλμ για εμφάνιση. Το απόγευμα της ίδιας μέρας μπαίνουμε στο σπίτι αυτού του γνωστού του – Αύγουστος του 1975 ήταν – όπου βλέπω μπροστά μου τη Μαρία Δημητριάδη. Μου κόβονται τα πόδια! Είχα τη Δημητριάδη στο ένα μέτρο. Πιάνει ο Ανδρέας την κιθάρα, αυτή αρχίζει να τραγουδάει και δε μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυα μου. Ένας απ’ την παρέα κάνει: «Κώστα, πες κι εσύ ένα τραγούδι». Το ζήτησε κι ο Ανδρέας, οπότε πιάνω την κιθάρα και λέω το «Γωνιά – γωνιά» του Μίκη. Βγάζω την κορώνα και δεύτερο τραγούδι δεν είπα. Ο Ανδρέας μου λέει: «Αύριο το απόγευμα στις 6 θα έρθεις να σε γνωρίσει ο αδερφός μου». Πάω εκεί, σ’ ένα ρετιρέ πέμπτου ορόφου, όπου κάνανε πρόβα για ένα πρόγραμμα σε μπουάτ με τραγούδια Θεοδωράκη και Μπρεχτ. Ο Θάνος στο πιάνο, ο Στέφος στο τρομπόνι, ο Κολοβός στο κλαρινέτο, οι Ρακόπουλος – Περσίδης στις κιθάρες και ο Τουλιάτος, 18 ετών, στα κρουστά. Ο Θάνος μου ζητάει να πιάσω την κιθάρα και να τραγουδήσω κάτι. Ξανά λέω το «Γωνιά – γωνιά» με κλειστά μάτια, παρουσία της Δημητριάδη, της Αφροδίτης Μάνου και του Θόδωρου Δημήτριεφ. Τελειώνοντας, προτού δω τις αντιδράσεις τους, ακούστηκαν χειροκροτήματα απ’ τα απέναντι διαμερίσματα. «Έλα έξω» μου λέει ο Θάνος και βγαίνουμε σε μια γωνιά στο μπαλκόνι. Τον θυμάμαι να ακουμπάει στην κουπαστή και να λέει: «Γαμώτο, έχω κλείσει πρόγραμμα»…Και μετά από λίγο: «Στα αρχίδια μου, θα’σαι κι εσύ»! Έτσι ξεκινάμε στη μπουάτ «Ορίζοντες» όπου έπαιζα και μπουζουκάκι, ενώ ο κόσμος μου επέβαλλε να λέω δύο φορές το «Γωνιά – γωνιά»! Αυτό ήταν το μπάσιμο μου. Τραγουδούσαμε εγώ, η Δημητριάδη, η Μάνου, ο Δημήτριεφ και ο Γιάννης Συρρής, ένας καλός τραγουδιστής που πέθανε νωρίς, νομίζω ότι πνίγηκε στη θάλασσα. Άρχισα να έχω επαφές στενές με τον Θάνο και να ξεπατικώνω ολόκληρη την τεχνική της Δημητριάδη. Τη ρωτούσα και μου έδειχνε, ήταν δασκάλα μου. Φτάνουμε στο 1982 και μπαίνω στις συναυλίες του Θάνου με Δημητριάδη, Βασίλη Παπακωνσταντίνου και Γιώργο Μεράντζα. Τελειώνοντας από μια συναυλία στο Μεσολόγγι, γυρνάει και μας λέει με τον Μεράντζα ο Θάνος: «Θα φτιάξω Καβάφη για μία παράσταση και θα πάμε στις Βρυξέλλες». Ο ίδιος ο Θάνος είχε πει πως αν δεν έφευγα φαντάρος, εγώ θα τραγουδούσα στον «Σταυρό του Νότου», αλλά θέλω να ξεκαθαρίσω πως ο Γιάννης Κούτρας ήταν ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ερμηνευτής του έργου. Από εκείνη τη στιγμή γίναμε οικογένεια με τον Θάνο. Οι δυο μας με τον Θάνο είχαμε γράψει ολόκληρο το σάουντρακ για μία παράσταση της Νίκης Τριανταφυλλίδη με έργο του Ρίτσου. Εγώ έπαιζα φλογέρα, κιθάρα, μαντολίνο, σφύριζα, ενώ ο Θάνος έπαιζε πιάνο και κίμπορντς. Πήγαμε στις Βρυξέλλες και παίρνω τα καλύτερα credits από τον Βέλγο σκηνοθέτη. Τρία χρόνια αργότερα ο Θάνος ανέβασε στο ίδιο θέατρο την «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Ρίτσου και μου τηλεφωνεί από ένα ξενοδοχείο της Γαλλίας: «Γυρίζω την Κυριακή στην Αθήνα, Δευτέρα ξεκινάμε πρόβες για τη ‘’Σονάτα του Σεληνόφωτος’’ που θα τραγουδήσεις εσύ στις Βρυξέλλες»! Ήξερα το έργο αυτό με τον Βουτσίνο και δεν πίστευα ότι θα τα καταφέρω. Το δουλέψαμε νότα – νότα ώσπου θα το παρουσιάζαμε σε μία εκδήλωση για τον Ρίτσο. Πάμε κι είναι ο Ρίτσος από κάτω. Αρχίζω και τρέμω! Ο Θάνος μου έριξε το γνωστό υβρεολόγιο του: «Μπες και πες το, έχεις εμένα δίπλα σου, θα το σκίσεις»! Το είπα κι ήρθε ένας Ρίτσος με μια μεγάλη αγκαλιά. Έκτοτε πήγαινα συχνά σπίτι του και μιλούσαμε ή μάλλον δεν μιλάς όταν έχεις απέναντι σου τον Γιάννη Ρίτσο, αλλά απλώς ακούς. Ο Ρίτσος μου είπε απίστευτα πράγματα με μια καλοσύνη μοναδική. Ήταν ο πιο ευγενής άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου!

Ο Θάνος Μικρούτσικος τελικά υπήρξε κεφάλαιο στις ζωές πολλών άλλων ανθρώπων.

Ο Θάνος είναι για μένα το άλφα και το ωμέγα σε ότι έχω κάνει μέχρι σήμερα, είτε σε δικές του μουσικές, είτε όχι. Μου έμαθε πράγματα, τα οποία δεν μαθαίνεις ποτέ στο ωδείο και πάντοτε μου έδινε στίχους μεγάλων ποιητών. Απ’ τον Καβάφη και μετά, η δυσκολία σε ότι μου έδινε, ήταν επί δέκα! Ανέβαζε τον πήχη μέχρι που αξιώθηκα να τραγουδήσω τον Καββαδία στην τελική μορφή που του είχε δώσει. Συνήθιζε να αυτοσχεδιάζει ο ίδιος επί σκηνής, πήγαινε σπίτι και δοκίμαζε νέα πράγματα, αναθεωρώντας την αρχική εκδοχή αυτού του έργου. Αξιώθηκα ακόμη να τραγουδήσω την «Καντάτα για τη Μακρόνησο» και τη «Σπουδή στα ποιήματα του Μαγιακόφσκι», πράγματα που εγώ λάτρευα με τη φωνή της Δημητριάδη.


Επίσης ηχογραφήσατε σε πρώτη εκτέλεση το «Καραντί» του Καββαδία σε δίσκο 45 στροφών. Με το χέρι στην καρδιά, σας ενόχλησε που αυτό καθιερώθηκε με τη φωνή του Νταλάρα;

Όχι, δεν με πείραξε, αφού αν το έλεγα σήμερα σε δίσκο, θα το έλεγα αλλιώς. Κατά τον Κώστα Γανωσέλλη, που έκανε την ενορχήστρωση, το είχα πει πολύ καλά, του άρεσε κι ακόμη, όποτε με βλέπει, μου μιλάει γι’ αυτό. Δεν με ενόχλησε, γιατί βρήκα τη φωνή μου πάρα πολύ στη «Γυναίκα», στην «Εσμεράλδα», στο «Cambays water» και στο «Μαχαίρι». Το τελευταίο δεν μου το έδινε ο Θάνος: «Δεν το λες καλά αυτό» ήταν τα λόγια του. Όταν, όμως, έγινε η τελευταία συναυλία του στο Βράχων, που όλοι κλαίγαμε, μου ανακοίνωσε πως θα τραγουδούσα το «Μαχαίρι». «Βρε Θάνο, είναι ο Βασίλης εδώ» του κάνω κι εκείνος μου είπε να μην ανησυχώ. Πήγα απ’ το σπίτι του και κάναμε δυο πρόβες, που τις ηχογράφησα. Με σκηνοθέτησε κανονικά, δεν μου επέβαλλε πως θα το έλεγε εκείνος. Τα έχασα απ’ το χειροκρότημα στη συναυλία και ο Θάνος δεν μ’ άφηνε να κατεβώ απ’ τη σκηνή. Όταν κατέβηκα, έτρεξα κατευθείαν στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Αγκαλιαστήκαμε και μου είπε: «Το έσκισες, Κωστάκη, το έσκισες»! Τον λατρεύω, κάποτε μέναμε και στην ίδια πολυκατοικία με τον Βασίλη.

Μήπως, όμως, συνεργαζόμενος τόσο στενά με τον Μικρούτσικο, στερηθήκατε και άλλων καλλιτεχνικών συμπράξεων;

Έκανα πολλά πράγματα με τον Μίκη. Φτάσαμε με περιοδεία μέχρι το Σαντιάγο της Χιλής μαζί με την Άρια Σαγιονμάα και τον Πέτρο Πανδή. Ο Θάνος ήταν αυτός που μου έλεγε να κάνω και άλλα πράγματα. Όταν με έψαχνε ο Νότης Μαυρουδής για τον κύκλο «Έρως ανίκατε μάχαν», τηλεφώνησε του Θάνου. «Βρε Νότη, δε ντρέπεσαι; Από μένα ζητάς άδεια;» του είπε ο Θάνος. Πολλά τέτοια περιστατικά! Ξαναπάω πίσω και σκέφτομαι πως όταν ήμουν στο παιδικό θέατρο, μια μέρα θα’χε συναυλία ο Μίκης με Μπιθικώτση και Φαραντούρη. Με βάλανε μέσα οι τεχνικοί του θεάτρου και κοιτούσα τον αετό να ανοίγει τα χέρια του. Έκανα μια ευχή! Να είμαι μεγάλος και να τραγουδάω με τον Μπιθικώτση και τη Μαρία υπό τη διεύθυνση του Μίκη. Αφελής σκέψη…Κι είναι μια βραδιά στο Σίδνεϊ στην Αυστραλία που τραγουδώ για πρώτη φορά με τον Μίκη. Κάναμε εκεί πρόβες με την «Κατάσταση Πολιορκίας», ένα δύσκολο έργο. Αφού το τέλειωσα και πήγε καλά, πλησίασα τον Μίκη: «Κύριε Μίκη, θα ήθελα να σας δώσω ένα φιλί». Και ξέρετε, ο Μίκης δεν ήθελε να τον ακουμπάνε. Τον αγκαλιάζω, τον φιλάω και του αφηγούμαι εκείνη την παιδική σκηνή. «Φέρε γρήγορα ένα πρόγραμμα της παράστασης» μου κάνει. Του το έφερα και μου έγραψε μια τρομερά εγκάρδια αφιέρωση. Από τότε περιοδεύσαμε σ’ όλη τη Γερμανία, την Αυστραλία, ενώ στη Χιλή παίξαμε για πρώτη φορά μετά τη χούντα του Πινοσέτ το «Κάντο Χενεράλ» του Πάμπλο Νερούντα.

Πως και δεν συνεργαστήκατε με τον Μάνο Χατζιδάκι;

Φταίω εγώ γι’ αυτό. Στη σχολή Σταυράκου είχα καθηγητή τον Παντελή Βούλγαρη, όταν έκανε ταινία τον «Μεγάλο Ερωτικό».  Σε ένα σκετς μάλιστα εμφανίζεται και ένα σκυλάκι που είχα τότε. Ο Βούλγαρης μου λέει μια μέρα: «Ο Χατζιδάκις ετοιμάζει ένα πρόγραμμα στο Πολύτροπον της Πλάκας με τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Του έχω μιλήσει και θα περάσεις από την οντισιόν». Παίρνω την κιθαρίτσα μου, πάω απ’ την οντισιόν και βλέπω περίπου 150 άτομα στην αναμονή. Ο Χατζιδάκις καθόταν σε μια πολυθρόνα με τον καφέ του και τα τσιγάρα του – συνέχεια κάπνιζε – μέχρι που έρχεται η σειρά μου. «Γεια σας», λέω «με στέλνει ο Παντελής Βούλγαρης». Εκείνος το θυμήθηκε και με ρώτησε τι θα τους τραγουδήσω. Είπα το «Μίλησε μου» και αμέσως μετά ζήτησε να με ξανακούσει. Λίγες μέρες αργότερα δώσαμε ραντεβού στον Μαγεμένο Αυλό. Το θυμάμαι σαν τώρα! Παράγγειλα ένα τσάι και πριν αρχίσει να μου μιλάει ο άνθρωπος, τον τρέλανα στις ερωτήσεις για τον «Κύκλο του CNS», για τα «Reflections» κλπ. Τα έχασε με ένα παιδάκι 19-20 ετών που γνώριζε λεπτομέρειες για έργα του επιπέδου λιντ. Απέναντι απ’ το άγαλμα του Τρούμαν, είχε ένα δώμα που ήταν σαν στούντιο. Πήγαμε εκεί και είδα όλους τους τοίχους γεμάτους δίσκους κλασικής μουσικής. Του ξανατραγούδησα και μου λέει: «Εσύ θα είσαι με τη Νταντωνάκη». Κόπηκαν τα πόδια μου! «Θέλω να μάθεις το ανδρικό μέρος από τα ‘’Λιανοτράγουδα’’ και από τη ‘’Μυθολογία’’, το ‘’Αερικό’’ και το ‘’Ήσουν παιδί σαν το Χριστό’’». Τεράστια η χαρά μου, μιλάμε για τον Οκτώβρη του 1973. Ο Νοέμβριος του ’73 με βρίσκει κλεισμένο στο Πολυτεχνείο. Κάποια μέρα που κατάφερα να γυρίσω στο σπίτι μου, βρήκα σημειώματα: «Σε ζητάει ο Χατζιδάκις». Το πρόγραμμα στη μπουάτ που ετοίμαζε, δεν έγινε. Κι εγώ έκανα τη μεγάλη βλακεία να μην πάω να του χτυπήσω την πόρτα! Πέρασαν τα χρόνια, είκοσι για την ακρίβεια, και φτάνουμε στα 1993 όπου έκανα ένα δίσκο από παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής. Σύμβουλος στη συναυλία αυτή ήταν ο Μονεμβασίτης και στέλνουμε μια επιστολή στον Χατζιδάκι, ζητώντας άδεια για πέντε – έξι τραγούδια του. Δεν πήραμε απάντηση και οι μέρες περνούσαν. Ένα μεσημέρι του τηλεφωνεί ο Μονεμβασίτης και τον βρίσκει καλοδιάθετο, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή. Δεν είχε ιδέα, δεν παρέλαβε ποτέ καμία επιστολή. Όταν άκουσε για μια συναυλία του Κώστα Θωμαΐδη, ρώτησε: «Μισό λεπτό! Είναι το παιδί που τραγουδάει τον Καβάφη του Μικρούτσικου; Έχει ενδιαφέρουσα φωνή και θα του πρότεινα να έλεγε το ‘’Αερικό’’ και το ‘’Ήσουν παιδί σαν το Χριστό’’»! Σιγά μη με θυμόταν, αλλά η φωνή μου στον Καβάφη κάτι του θύμισε σίγουρα. Εκεί με έπιασε δέκα φορές το παράπονο. Ήθελα να του πήγαινα το δίσκο με μια αγκαλιά λουλούδια, αλλά λίγες μέρες μετά πέθανε. Βέβαια, τώρα που πέρασαν τα χρόνια, κατάλαβα πως έχω συνομιλήσει πολύ με τον Χατζιδάκι και το έργο του.

Πάμε και στο ραδιόφωνο, μία άλλη ενασχόληση που σας έκανε τρομερά δημοφιλή σ’ ένα μεγάλο κοινό.

Το ραδιόφωνο ανέκαθεν το λάτρευα, αφού έμαθα μουσική από τον αγαπημένο μου Γιώργο Παπαστεφάνου. Όπως και από τη Σοφία Μιχαλίτση, που ήταν αυστηρή και βοηθητική παράλληλα. Ξεκίνησα από το 1984 και κάνω ανελλιπώς ραδιόφωνο από τότε. Αρχικά στο Τέταρτο Πρόγραμμα για λίγο, πέρασα μετά από τον TOP FM του Λαμπράκη ώσπου βρέθηκα στον 902 τον πρώτο του χρόνο, τότε που τον άκουγε όλη η Αθήνα. Μόλις είχε πάρει τον ΣΚΑΪ ο Αλαχούζος κι εμείς τραγουδούσαμε στο «Κύτταρο» με τον Ανδρέα Μικρούτσικο. Ήρθε ο Αλαχούζος στο «Κύτταρο» κι εκεί ζήτησε να με πάρει στο ραδιόφωνο κατευθείαν. Ο ΣΚΑΪ τότε ήτανε κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι σήμερα. Ήταν μια παρέα που έκανε δουλειά με ενθουσιασμό. Σταμάτησα απ’ τον 902, συνέχισα στον ΣΚΑΪ και λίγο μετά έκανα παράλληλα καθημερινό στον Μελωδία. Σύνολο: Περίπου 24 χρόνια έμεινα στον όμιλο αυτό κι ήμουν απ’ τους πρώτους που έστησαν τον Μελωδία. Όταν ο Μελωδία μεταμορφώθηκε σε τζουκ μποξ και μας διώξανε, πέρασα από διαγωνισμό ραδιοφωνικών παραγωγών της ΕΡΤ. Πήραν 14 άτομα, ήμουν ανάμεσα τους κι εγώ. Έκανα εκπομπές από το 2011 στο Δεύτερο, στο KOSMOS και στη Φωνή της Ελλάδος. Το ’13 πέφτει το μαύρο και μιλήσαμε με τον Κώστα Αρβανίτη.  Πήγα στο Κόκκινο ώσπου με ζήτησαν από την ΕΡΤ και είμαι εκεί από το 2018. «Πλανόδιες μουσικές» 10 με 11 κάθε βράδυ.

Αλήθεια είναι πως από τις εκπομπές σας μάθαμε πολλά για τις μουσικές του κόσμου.

Θεωρώ ότι δεν υπάρχουν κάθετες γραμμές στη μουσική. Η αλληλεπίδραση είναι σπουδαία. Μέχρι σήμερα, είμαι ο μόνος που μπορώ να παίζω ελληνικά με ξένα τραγούδια. Τώρα ακούω κάπου – κάπου στο Δεύτερο να ρίχνουν και κάνα ξένο, δηλαδή άκουσα κι έναν Τζιμ Μόρισον πριν έρθω εδώ. Η μουσική είναι μία, το καλό και το κακό θα το βρεις παντού. Η αγάπη που είχα από παιδί στην κλασική μουσική και την όπερα, με διαμόρφωσαν. Οξύνεται το αυτί όταν ακούς πολύ. Επί 3 – 4 χρόνια, το έπαιξα λίγο μουσικολόγος χωρίς να είμαι. Ασχολήθηκα με τη μουσική της Λατινικής Αμερικής, της Ιρλανδίας κ.α. Για μια ώρα εκπομπή κάνω προετοιμασία τεσσάρων ωρών.

Έχετε φτιάξει και μια ωραία οικογένεια.

Εδώ και πολλά χρόνια. Έκανα δυο γάμους, που ο ένας ήταν βραχύβιος. Με την πρώτη μου γυναίκα ήμασταν πιτσιρίκια και χωρίσαμε πολιτισμένα, με αγάπη. Κράτησα το επίθετο της, είναι ζωγράφος η πρώην σύζυγος μου. Ένα γλυκύτατο πλάσμα. Με την τωρινή μου σύζυγο, η οποία έκανε μουσικές επιμέλειες στον ΣΚΑΪ επί 24 χρόνια, είμαστε πάρα πολλά χρόνια μαζί. Έχουμε ένα γιο που είναι 26 ετών σήμερα και κάνει το διδακτορικό του στη θεωρητική Φυσική στην Ουαλία. Χωρίς μουσική δε μπορεί, έχει πάρει δίπλωμα στο πιάνο.

Έχοντας γαλουχηθεί με μεγάλες στιγμές του ελληνικού τραγουδιού. Πως το βλέπετε σήμερα;

Με αμηχανία. Οι συνθέτες με την έννοια που τους μάθαμε, είναι είδος προς εξαφάνιση αν δεν έχουν εξαφανιστεί ήδη. Αυτό δεν είναι καλό. Το να κάθομαι εγώ στο πιάνο και να γράφω ένα τραγούδι σημαίνει πως είμαι τραγουδοποιός που εκφράζω αυτά που νιώθω μέσα σε μία συγκεκριμένη φόρμα. Ένα τραγούδι είναι ένα έργο από μόνο του. Ο συνθέτης είναι κάτι άλλο, πιο μεγάλο. Οι συνθέτες ξέρανε πως να μεταφράσουν στην παρτιτούρα όσα ένιωθαν και σχεδίαζαν. Μελωδία μπορώ να σου σκαρώσω κι εγώ, αλλά με τίποτα δεν θα με έλεγα συνθέτη, γιατί επικεντρώθηκα σ’ ένα άλλο όργανο: Τη φωνή.

Πως κρίνετε αυτή τη νέα τάση να γίνονται σουίνγκ όλα τα παλιά τραγούδια;

Δεν μπορώ! Μερικά είναι χαριτωμένα, τα ακούω στο ραδιόφωνο, αλλά μέχρι εκεί. Όχι, με τίποτα! Αυτό δείχνει την αμηχανία μας και τη ρεπερτοριακή μας ένδεια. Ποιο είναι το τελευταίο μεγάλο τραγούδι που ακούσατε; Εννοώ, πανελλήνιο, που να το ακούν οι πάντες. Οι «Μέλισσες» του Γιώργου Καζαντζή είναι, που κι απ’ αυτό πέρασε εικοσαετία. Ακούς το «Δίχτυ» του Ξαρχάκου σαράντα χρόνια μετά και σου σηκώνεται η τρίχα. Μιλάω, λοιπόν, για τραγούδια που αγκαλιάστηκαν απ’ όλο τον κόσμο. Το να βγάζεις δίσκους σήμερα, δεν λέει τίποτα. Όλα στις πλατφόρμες ανεβαίνουν, σε μια ζούγκλα σαν το YouTube. Εγώ εκτιμώ πολύ τον Χρήστο Θηβαίο, όχι μόνο σαν ερμηνευτή, αλλά και σαν δημιουργό. Οι στίχοι του είναι ποιήματα. Το τραγούδι πλέον πλασάρεται από ορισμένα mainstream ραδιόφωνα, τα ξέρουμε αυτά. Ξέρετε με πόσα τραγούδια συντηρούνται αυτά τα ραδιόφωνα; Γύρω στα 350 τραγούδια, που ανακυκλώνονται συνέχεια. Φωνάζουν μερικούς ακροατές σ’ ένα meeting room και τους ρωτάνε ποιο τραγούδι τους αρέσει. Κι αυτοί καθορίζουν τι θα παίξει το ραδιόφωνο. Πρόκειται για μια αμερικανιά! Ξέρετε τι κρατάω από τον Μελωδία; Μόνο το σήμα του, από το «Επέστρεφε» του Μικρούτσικου, που παίζω μαντολίνο.

Εισπράττετε δικαιώματα;

Εισπράττω, βέβαια! Ο Θύμιος Παπαδόπουλος πήρε τα ¾ του κομματιού και τα έκανε 6/8 για τις ανάγκες του ραδιοφωνικού σήματος.

* Η συνέντευξη τελείωσε με τον Κώστα Θωμαΐδη να σιγοτραγουδά το τόσο οικείο μουσικό θέμα του μέντορά του, Θάνου Μικρούτσικου,  για τον Μελωδία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου