Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Λουδοβίκος των Ανωγείων: «Αυτή η συνέντευξη θα ''μείνει''» (η συνέντευξη της ζωής του από το 2019)


Θυμάμαι το διαμέρισμα του Λουδοβίκου των Ανωγείων, όταν με είχε δεχτεί για μία άλλη συνέντευξη στο περιοδικό ΗΧΟΣ: Παντού υπήρχαν παλιές ραπτομηχανές, πορτραίτα γυναικών του Μεσοπολέμου και αμέτρητα σκορπισμένα κοχύλια. Στον τοίχο μια αφιέρωση με τον γνώριμο γραφικό χαρακτήρα: «Στον Λουδοβίκο των Ανωγείων και της καρδιάς μου, Μάνος Χατζιδάκις…» Είναι λογικό να θέλει να μιλάει για τον μέντορα του ο Ανωγειανός τροβαδούρος τόσα χρόνια μετά. Ο μεγάλος συνθέτης ήταν εκείνος που τον ανακάλυψε και τον σύστησε στη δισκογραφία ως δημιουργό, αλλά και ως ερμηνευτή. 

Μια δημόσια συζήτηση με τον Λουδοβίκο των Ανωγείων έχει πάντα ενδιαφέρον. Διαθέτει το χάρισμα του παραμυθά, βλέπεις, ακόμη κι όταν δίνει συνεντεύξεις μέσα σ’ ένα γραφείο γεμάτο από κούτες, σαν αυτό της αποθήκης του «Black Duck Multiplarte» που συναντηθήκαμε. 

Κι έτσι, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων αφέθηκε σε μια μεγάλη κουβέντα, στην οποία καταφέραμε να συμπεριληφθούν τα έργα και οι ημέρες του, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Φλέρυ Νταντωνάκη, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο Τσίπρας και ο Κουτσούμπας, το ζεύγος Κώστας & Νατάσσα Καραμανλή, το λυτρωτικό δάκρυ που προξενεί το τραγούδι του, καθώς και η ιστορία του Σαμίρ, ενός 25χρονου πρόσφυγα από το Αφγανιστάν. 

Τελευταία σας βλέπουμε να έχετε κάνει μεγάλο ξάνοιγμα στις εικαστικές τέχνες. Υποθέτω ότι αυτό θα σχετίζεται με μία έλλειψη ευχέρειας να εκδίδετε πια δίσκους με τραγούδια.

Προφανώς και σχετίζεται μ’ αυτό, αλλά εγώ ζωγραφική έκανα πριν ασχοληθώ με τη μουσική. Όταν δηλαδή γνωρίστηκα με τον Χατζιδάκι, ήδη εγώ ζούσα από τη ζωγραφική, κάνοντας προσωπογραφίες.

Του στυλ, τη στήνω κάπου κι όποιος περνάει, τον ζωγραφίζω;

Όχι, όχι, κανονικά, με παραγγελίες. Μπήκα στην Ανωτάτη Εμπορική – δεν την τελείωσα ποτέ, αλλά δεν έχει σημασία – και η φίλη μου, η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, με φώναζε στην Καλών Τεχνών κι έπαιζα μαντολίνο πριν απ’ το μάθημα της. Εκείνη με έβαλε σε ένα εργαστήριο ζωγραφικής, του Κοκκινίδη. Πήγα αρχικά ως ακροατής και παρακολούθησα για δυο χρόνια σχέδιο. Μιλάμε για το 1985 περίπου.

Είστε γεννημένος το 1951 τελικά; Σας είχα για μια δεκαετία νεότερο!

Ναι, του ’51 είμαι. Σας ευχαριστώ πολύ. Όταν πας, λοιπόν, σ’ ένα εργαστήριο, ακυρώνεται το θράσος σου. Το να κάνεις ένα σχέδιο, ας πούμε, που να μοιάζει στην ωραία γυναίκα που συνοδεύεις, δεν λέει τίποτα. Πρέπει να δομήσεις ένα πράγμα προσωπικό, να έχει χαρακτήρα, όπως όλα τα πράγματα. Εκεί πάνω με βρήκε το δίλημμα του Χατζιδάκι, για το οποίο μου μίλησε και η βοηθός του Κοκκινίδη: «Αν ήμουν στη θέση σου, θα ακολουθούσα την πρόταση του Χατζιδάκι. Η ζωγραφική είναι το ίδιο καλή με το τραγούδι σου», προφανώς για να μη με προσβάλλει το είπε η γυναίκα συν το ότι «η ζωγραφική θά’ναι εδώ και θα σε περιμένει». Έτσι ακολούθησα τον Χατζιδάκι στις παραστάσεις του «Σείριου», μην έχοντας ξαναβγεί στη σκηνή ως ερμηνευτής, αλλά αφού είχαμε κάνει και τα μοιρολόγια. 

Έχουμε να πούμε πολλά για τον Χατζιδάκι. Ας πούμε τώρα για τα Ανώγεια και τη μητέρα σας, τη Λουλουδιά με το όνομα, που χάσατε πρόσφατα.

Ναι, 98 ετών…Με το μυαλό της ακέραιο όμως! Υπήρξε μια συγκινητική στιγμή την ώρα που έφευγε…«Έλα, μάνα» της λέω, «άνοιξε τα μάτια σου». «Δεν μπορώ» μου κάνει με αδύναμη φωνή. Και τέλος! Έφυγε από φυσικά αίτια, καρδιακή ανεπάρκεια, έβηξε λίγο κι αυτό ήταν…

Τον πατέρα σας τον έχετε;

Όχι, έφυγε πολύ πριν, έχει είκοσι χρόνια περίπου. Έξι αδέρφια είμαστε, εγώ είμαι ο δεύτερος. Μεγαλώσαμε όλοι μαζί σε ένα δωμάτιο χωρίς κουζίνα. Έτσι ήταν το χωριό όλο. Καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Γερμανούς, όπως ξέρετε, και με το που έφυγαν οι Γερμανοί, ο καθένας κοίταζε να φτιάξει ένα δωμάτιο, το οποίο γέμιζε από παιδιά. Στη γειτονιά τη δική μου ήταν εφτά μητέρες. Σύνολο: 43 παιδιά! Τώρα, 11 και 12 Μαΐου, θα έχουμε και άλλη μία εκδήλωση σαν Υακίνθεια. Μες τα Ανώγεια, κοντά στο Μεϊντάνι, θα γίνει η Γιορτή της Μάνας, για τη μάνα που γέννησε και για τη μάνα που δεν γέννησε! 

Για τη στείρα γυναίκα λέτε.

Όχι τη στείρα, για τη γυναίκα που δεν παντρεύτηκε. Οι γυναίκες αυτές έμειναν ανύπαντρες και βοήθησαν στο μεγάλωμα των παιδιών των αδερφών τους. Να σας πω μια μικρή ιστορία: Μια γυναίκα με δυο παιδιά έχει χάσει τον άντρα της και συζεί με του άντρα της την αδερφή. Τα παίρνει αυτή μια μέρα να τα βγάλει βόλτα. Περνάει ένα ζευγάρι ξένων και της λένε: «Τι ωραία παιδιά! Δικά σας είναι;» Κοντοστέκεται αυτή: «Ναι, δικά μου είναι»! «Να σας ζήσουν»! Μετανιώνει αμέσως η γυναίκα που τό’πε και πάει στην κουνιάδα της: «Ελευθερία μου, συγγνώμη, αλλά είπα έτσι»…«Μαρία μου» της απαντάει η Ελευθερία, «εγώ τα γέννησα, αλλά εσύ τα μεγάλωσες. Δικά σου, δικά μας είναι»…Καταπληκτικό! Πάνω στη σκέψη αυτή κάνουμε το διήμερο στα Ανώγεια, όπου σε κάποια δέντρα, τα οποία ονομάσαμε «δέντρα των αναμνήσεων», θα αναρτήσουμε φωτογραφίες των μανάδων που έφυγαν. Στα μπαλκόνια θα κρεμαστούν τα πολύχρωμα υφαντά αυτών των γυναικών. Οι κόρες και οι εγγονές θα φτιάξουν γλυκά και εδέσματα για τον κόσμο που θα’ρθεί. Παράγγειλα σε ένα φίλο μου εικαστικό να φτιάξει ένα ψηφιδωτό με τα ονόματα των εφτά γυναικών, τα οποία θα μπουν έξω από’να σπίτι. Ακούστε ονόματα! Αργυρώ, Ασημένια, Λουλουδιά, Ελευθερία, Αθηρεσία, Μαρία! Θα έχουμε και μία έκθεση φωτογραφίας – όλο αυτό ξεκίνησε ως δική μου ιδέα μέσα στα ετήσια Υακίνθεια. Μεγάλο θά’ναι και το μουσικό κομμάτι: Θα τραγουδήσουν μόνο γυναίκες και θα χορέψουν γυναικεία συγκροτήματα. Οι αδερφές Βουγιουκλή θα τραγουδήσουν, με τις οποίες συνεργάζομαι. Τα κορίτσια αυτά έχουν ένα υψηλό επίπεδο, μεγαλωμένα από δυο γονείς καθηγητές πανεπιστημίου.  

Απορώ πως μεγάλωνε ένα παιδί μέσα σ’ ένα δωμάτιο όλοι στρωματσάδα.

Φτώχεια…Ο πατέρας βοσκός και η μάνα στα περβόλια. Στα Ανώγεια τέλειωσα το λύκειο. Εκεί έζησα παιδικά χρόνια κι εφηβεία και γι’ αυτό με τραβάει πίσω. Το περιβάλλον ότι είναι να σου πει, στο έχει πει ως τα 17 σου. Αν δηλαδή είχα μεγαλώσει στην Αθήνα, καθόλου δεν θα ήμουν αυτός που είμαι. Εκεί γαλουχήθηκα με το λόγο, γιατί στα καφενεία οι άνθρωποι δε μιλάνε για αυτοκίνητα και τέτοια, μαντινάδες λένε. Μιλιέται η μαντινάδα, συζητιέται, υπάρχει ακόμα μια άσκηση του λόγου ακαδημαϊκού επιπέδου. Έχουμε εξαιρετικούς μαντιναδολόγους! Από τον «Ερωτόκριτο» πιαστήκαμε όλοι. Εγώ δεν άκουσα ποτέ τη μάνα μου να λέει «Θέλω να πω, να, δηλαδή». Δεν υπάρχει αυτό, επεξήγηση, όλα είναι μια κι έξω! Τηλεφωνούσα στη μάνα μου: «Μάνα, ίντα καιρό κάνει;» και μου απαντούσε «Γιώργη, κατσιφάρα ίσαμε τη γης», δηλαδή «ομίχλη μέχρι το χώμα». Να σας πω και κάτι άλλο που έλεγε η μάνα μου και που θα σας αρέσει; «Κάθε πρωί που βάζαμε κάτω τα υλικά μας για το φαγητό, το πρώτο πράγμα ήταν η ανέχεια». Το δεύτερο και πιο ηδονικό που έχω να θυμάμαι είναι ο «αρραβώνας» της μάνας μου την ώρα που έπλενε τα πιάτα. Γλυκός ήχος! 

Βρίσκετε; Θά’χει να κάνει με τον τόπο αυτό. Εγώ ξέρω ανθρώπους που έλεγαν άντε να φύγουμε να μην ακούμε τα κατσαρολικά της μάνας μας…

Μου φαίνεται τελείως ούφο αυτό, χαζό! Ένας που είναι καλοντυμένος, τρώει μια τυρόπιτα και προσπαθεί να μη λαδωθεί. Τον παρατηρώ να κοιτάει διακριτικά και να πετάει κάτω το χαρτί. Περνάει την ίδια στιγμή ο «σκουπιδιάρης», όπως τον λέμε υποτιμητικά, ο οποίος μαζεύει το χαρτί. Ποιος από τους δύο είναι ο σκουπιδιάρης; Αυτός που παράγει σκουπίδια ή αυτός που καθαρίζει το δρόμο; Ο ένας υπερασπίζεται τη βρωμιά κι ο άλλος την καθαριότητα, άρα ο πρώτος είναι ο σκουπιδιάρης. 

Ήσασταν ευφάνταστος μαθητής, τα παίρνατε τα γράμματα;

Όχι, μέτριος ήμουν. Δεν έχασα ποτέ χρονιά. Στα 16 μου έτυχε να πρωτοέρθει στα χέρια μου ένα μαντολίνο. Ένας ξάδερφος μου, που δούλευε στα καράβια, το είχε ξεχάσει στο σπίτι μας. Μαντολίνο δικό μου απόκτησα στα 27 μου χρόνια. Στρατιώτης που ήμουν στη Ρόδο, πάλι ζωγράφιζα. Είχα νοικιάσει σπίτι έξω απ’ το στρατόπεδο και μάλιστα όταν έκανα πρώτη έκθεση εκεί, την είχε προλογίσει ο Μάνος Χατζιδάκις. Μιλάμε για το ΄82, δηλαδή τον είχα γνωρίσει πριν ν’ ασχοληθώ με τη μουσική. «Δεν ξέρω αν κάνει ζωγραφική» είχε πει ο Μάνος, «αλλά στα πρόσωπα που φτιάχνει ο Λουδοβίκος, ανακαλύπτω τα δικά μας πρόσωπα». Στη Ρόδο έμαθα να παίζω μαντολίνο στην ουσία και έκανα ένα κορίτσι να μ’ ερωτευθεί, που το σπίτι της ήταν λίγα μέτρα παραπάνω απ’ το στρατόπεδο. 

Τραγούδια πότε γράψατε πρώτη φορά;

Όταν συνειδητοποίησα ότι μπορώ να γράψω μια μελωδία, έγινε πάνω στα μοιρολόγια, σ’ αυτή τη «λιτή και απέριττη μελωδία τους», όπως την έλεγε ο Χατζιδάκις. Έκλεψα κάτι από τη φωνή της γυναίκας που μοιρολογούσε κι έκανα μια παραδρομή, που ήταν κάτι δικό μου. Αυτό κινητοποίησε τον Χατζιδάκι κι ήρθε προς εμένα! Ο Μάνος Χατζιδάκις ήρθε στα Ανώγεια το 1979 με τον Κλάδο δήμαρχο. Καθόταν στο Μεϊντάνι κι όπως περνούσα, μου φωνάζει ο Κλάδος: «Έλα να γνωρίσεις τον Μάνο Χατζιδάκι». Τον ήξερα, αλλά συναίσθηση του μεγέθους του δεν είχα. Καθίσαμε, γνωριστήκαμε, ανταλλάξαμε τηλέφωνα, γιατί ήθελα να μου έδινε μία συνέντευξη για την τοπική εφημερίδα. Ερχόταν τα επόμενα χρόνια στο σπίτι της μάνας μου, του μαγείρευε, καθόταν στο παράθυρο το βορινό, είχαμε αναπτύξει μια σχέση τέλος πάντων. Όταν μετά κατέβαινα στην Αθήνα, του πήγαινα εδέσματα κρητικά, ποτέ όμως δεν είχα σκεφτεί ότι θα κάνω τον τραγουδιστή ή κάτι καλλιτεχνικό με τον Χατζιδάκι. Πάνω στην οικειότητα που είχαμε, του λέω μια μέρα: «Πάρε αυτή την κασέτα να ακούσεις ένα μοιρολόι πώς τό’χω κάνει». Λέει «Άσ’ την, θα την ακούσω», αλλά μάλλον δεν την άκουσε αμέσως. Το έκανε μετά από πολύ καιρό και μου τηλεφώνησε: «Έλα λίγο που σε θέλω». Πάω και με ρωτάει: «Έχεις άλλα απ’ αυτά;» Του παίζω επί τόπου μερικά και μου κάνει: «Τι ειν’ αυτό το πράγμα; Ερωτική ελεγεία»! Το πήρα το μήνυμα αμέσως! Ο Χατζιδάκις με έστειλε στην Κρήτη να μαζέψω κι άλλα τραγούδια για να τα κάνουμε ένα δίσκο. 

Το 1985 έγινε αυτό, αν δεν κάνω λάθος, με την έναρξη του δισκογραφικού «Σείριου».

Ακριβώς! Πάω στην Κρήτη, γυρνάω μετά από δέκα μέρες και μπαίνουμε κατευθείαν στο στούντιο: Ο δίσκος όλος γράφτηκε μέσα σε 32 ώρες ηχογράφησης! Έπαιζα μαντολίνο με μια χαρτοπετσέτα που δίπλωνα για να γλυκάνει ο ήχος του. Φυσικά μετά από τρία κομμάτια η χαρτοπετσέτα χάλαγε και την άλλαζα. Ο Χατζιδάκις δεν ήρθε καν για να μη με επηρεάσει. Μετά κατάλαβα ότι με έβαλε πολύ γρήγορα στο στούντιο για να μην υποψιαστώ κάτι κι αρχίσω να φτιάχνω τα μαλλιά μου, που λέει ο λόγος. Σκεφτείτε ότι όπως καθόμουν στην καρέκλα, με έπιασε το πόδι μου και ντρεπόμουν να σηκωθώ να ξεπιαστώ. Δεν ήξερα τίποτα, μηδέν, μα την ώρα που κούρδιζα, μου λέει ο Λυκούργος Βαγιάκης ο ηχολήπτης: «Έχεις πολύ καλό αυτί, το μαντολίνο σου είναι πλήρως κουρδισμένο». Έτσι που μου το είπε, μου προσέδωσε ένα κύρος.

Ο Χατζιδάκις σας είχε γνωρίσει στο περιβάλλον του;

Όχι, όχι. Μπορεί νά’χε μιλήσει για τα μοιρολόγια ως κάτι που του άρεσε. Μια μέρα τον παίρνω και τον πάω στο Μεγάλη Βρετάνια που θα συναντούσε τον Νίκο Γκάτσο. «Πάρκαρε κι έλα μέσα» μου κάνει. Πάλι ήξερα τον Γκάτσο, αλλά δεν είχα επίγνωση του μεγέθους του. Σήμερα θα είχα τρακ αν συναντούσα τον Γκάτσο! Τότε ήμουν ένα παιδί που μίλαγε όλο άνεση κι αυτό ήταν κάτι που άρεσε του Χατζιδάκι. «Λουδοβίκε, γράφεις;» με ρωτάει κάποια στιγμή ο Γκάτσος, «Κύριε Γκάτσο, όχι» απαντάω. Πιάνουμε μια κουβέντα με θέμα τα ριζίτικα. «Κύριε Γκάτσο» του λέω, «μας μπερδέψατε με το ”Έβαλε ο θεός σημάδι” και όλοι νομίζαμε πως ήταν ριζίτικο». Χαμογελάει και σχολιάζει: «Είδες; Πέτυχε, πέτυχε»…Μετά άρχισα να του λέω πως τελευταία το ριζίτικο έπαθε ζημιά στην Κρήτη απ’ τους ατάλαντους. Έδειξε ενδιαφέρον. «Το ριζίτικο έχει την οικονομία του λόγου», του εξηγούσα, «ξεκινάς από δω και φτάνεις ως εδώ. Αποδίδεις ότι χρειάζεσαι εσύ ν’ ακούσεις και χρεώνεσαι το υπόλοιπο του τραγουδιού». Μου ζήτησε να πω ένα παράδειγμα. Απαντάω: «”Όμορφο νιο εζύγωνε ο Χάρος στη Μαδάρα/ Κι ήταν ο νιος ο γλήγορος κι ο Χάρος κουρασμένος/ και παίρνει ο νιος το ρίζωμα”. Τέλος! Μετά οι ατάλαντοι προσθέσανε άλλους στίχους, τον έπιασε πάνω στην κορυφή, παλέψανε εφτά – οχτώ φορές, τον έβαλε κάτω, τον σκότωσε! Αυτό είναι σκουπίδι». Παρατηρώ τον Γκάτσο να συμφωνεί μαζί μου. Συνέχισα: «Το τραγούδι τους ακυρώνει! Αφού ο νιος ήταν γρήγορος και ο Χάρος κουρασμένος, τού’φυγε, άσ’ τον να φύγει, τι νόημα έχει να πιαστούν παραπάνω στα χέρια;» Τα λέω όλα αυτά και γυρνάει ο Γκάτσος και λέει του Χατζιδάκι: «Μάνο, ο Λουδοβίκος με πείθει για την Κρήτη! Εσύ δεν με έπεισες ποτέ!» Ο Χατζιδάκις ντράπηκε λίγο σαν μαθητής του, τον είδα να αλλάζει δυο-τρεις φορές το τσιγάρο στα δάχτυλα του. Εγώ ένιωσα αμήχανα, «Ναι, είναι χαρισματικός ο Λουδοβίκος» απάντησε στον Γκάτσο.

Τα «Μοιρολόγια» παρουσιάστηκαν live στην Κρήτη τότε;

Βέβαια, Ιούλιο του ’85. Ο Ταγματάρχης και ο Λάλας είχαν έρθει και κρατούσαν τις κούτες για να πουληθούν οι δίσκοι. Το θέατρο «Νίκος Ξυλούρης» φίσκα γεμάτο από παιδάκια τριών ετών και να μην ακούς άχνα! Ο Χατζιδάκις έκανε το πρώτο μέρος της συναυλίας και είπε: «Ήρθα εδώ να φτιάξω μια κορνίζα να βάλει μέσα ο Λουδοβίκος τα δικά σας τραγούδια». Έπαιξε με Λέκκα, Λιούγκο, Πασπαλά και στο δεύτερο μέρος βγήκα εγώ. Είχα φοβερό τρακ να πω τριών γυναικών τα μοιρολόγια που κι οι τρεις βρίσκονταν μεσ’ στο θέατρο. Ξέρετε τι ειν’ αυτό; Και μόνο που το σκέφτομαι τώρα, ταράζομαι. Πιάνω στο διάλειμμα τον Χατζιδάκι και τον ρωτάω: «Αν ξεκουρδιστεί το μαντολίνο, τι θα κάνω;» Μου απαντάει «Θα σταματήσεις και θα κουρδίσεις», πάντα καταλυτικός που δεν ήθελε να σε αγχώσει. Παίζω και πράγματι κάποια στιγμή ξεκουρδίστηκε. Από κάτω, άχνα, μόνο λυγμοί. Ακριβώς μπροστά μου καθόταν ο Ζαχαριάς Χαιρέτης, ένας άντρας σιδερένιος, αριστερός, μια ζωή στις εξορίες, που τον έκαιγαν με αποτσίγαρα και ποτέ δεν «έδωσε» κανέναν. Τον άντρα αυτόν είδα να καταρρέει μπροστά μου σαν χαρτί…Ένας άντρας κατέρρευσε μπροστά στον τραγουδημένο θρήνο της γυναίκας!  

Εκείνη την περίοδο νιώσατε μιαν υπεροψία; Ένας μουσικός που είχε την υποστήριξη του Χατζιδάκι ήσασταν.

Ποτέ! Επειδή μπήκα και κάπως μεγάλος στην ιστορία αυτή, στα 27 μου, δεν πίστεψα ότι θα γινόμουν τραγουδιστής. Εγώ πιστεύω ότι είμαι ένας άνθρωπος με μια ικανότητα να αφηγηθεί συναισθηματικά ένα τραγούδι. Δεν είμαι τραγουδιστής εγώ, ούτε ανάσες ξέρω να παίρνω, τραγουδώ όπως μου βγαίνει. Καταφέρνω, όμως, μ’ ένα τρόπο να μεταδώσω συγκίνηση κι έτσι ποτέ δεν μπόρεσα να πιστέψω ότι είμαι κανονικός τραγουδιστής. Ποτέ δεν τραγούδησα τραγούδια αλλωνών. 

Σας έχει ζητηθεί;

Ναι, μου τό’χουν ζητήσει, αλλά δεν το κάνω, γιατί δεν μπορώ να το κάνω. Για τον εαυτό μου κάνω ότι κάνω και, που λες, δεν κινδύνεψα να την ψωνίσω. Μου έλεγαν όλοι «Μα, ο Χατζιδάκις…», αλλά εγώ δεν είχα καμία αίσθηση. Ένιωθα απλά πολύ ωραία να πιάνω το μαντολίνο και να σε κάνω να κλάψεις, εκεί ήταν η επιτυχία μου. Δεν με συγκίνησε ποτέ να πω επίσης «Α, ο Χατζιδάκις…» και στο λέω τίμια τώρα, όχι με έπαρση. 

Η σχέση σας με τον Χατζιδάκι κράτησε ως το τέλος του. Σας έβγαλε κι άλλους δίσκους.

Ναι, ως το τέλος. Κάναμε το «Ο έρωτας στην Κρήτη είναι μελαγχολικός» και τον «Χαΐνη», τρεις δίσκους σύνολο. Στον τέταρτο, το «Μεϊντάνι», αρρώστησε και μου λέει: «Να κλείσουμε στούντιο γρήγορα». Έκλεισε το Σιέρρα, «Δεν θ’ ακούσεις πρώτα;» τον ρωτάω. «Δεν χρειάζεται, ξέρω πια πως σκέφτεσαι» μου απαντάει. Δυστυχώς, το «Ποιο το χρώμα της αγάπης» δεν το άκουσε ποτέ, δεν το πρόλαβε.

Κρίμα, είναι το ομορφότερο τραγούδι σας. 

Μια φορά θυμάμαι τον Χατζιδάκι να μου λέει – αμέσως μετά το δίσκο «Ο Χαΐνης» έγινε αυτό: «Λουδοβίκε, χρησιμοποίησες σωστά την ευκαιρία που σου δόθηκε, ενώ άλλοι όχι». 

Τι να εννοούσε;

Θυμάμαι, μάλιστα, να μου λέει: «Εσύ και η Αλίκη Καγιαλόγλου»! Θα πούμε πολλά τελικά σ’ αυτή τη συνέντευξη…Είχα πάει στο Άγιο Όρος κάποτε, όχι για θρησκευτικούς λόγους. Ήμουν καλεσμένος από τον ηγούμενο μιας μονής και έπαιξα τα μοιρολόγια στους καλογήρους. Βάζει ο ηγούμενος τη λάμπα πετρελαίου σε μια μεριά και κάθε τραγούδι που έλεγα, το εξηγούσε. Εγώ δεν έχω δει περισσότερα αντρικά δάκρυα! Νομίζω πως τα περισσότερα παιδιά πάνε εκεί για να γλιτώσουν απ’ τη μάνα τους, να μπουν στην αγκαλιά της Παναγίας ως άλλης μάνας τους. Όταν τους τραγουδούσα το «Γιε μου, ακριβέ μου», τίποτα άλλο δεν υπήρχε εκεί! Τελειώνω τα μοιρολόγια και φτάνω σ’ αυτό που ένας γιος μοιρολογάει τη μάνα του. 

Πιστεύω πως είναι το πιο σπαρακτικό ελληνικό τραγούδι, δε μπόρεσα ποτέ να τ’ ακούσω ολόκληρο…

Σας ευχαριστώ γι’ αυτό που μου λέτε! Όταν πέθανε η μάνα μου, είχα κλείσει λίγες μέρες μετά να παίξω στη Θεσσαλονίκη. Είπα θα πάω προς τιμήν της, στη σκέψη της και θα προσπαθήσω να πω το τραγούδι αυτό. Ήταν στοίχημα για μένα να περάσω μέσα απ’ τη φωτιά και να μην την παρακάμψω! Φίλε, να σου πω κάτι; Λέω από πάνω: «Πριν τέσσερις μέρες έχασα τη μάνα μου, αλλά θα πω το τραγούδι αυτό που της άρεσε». Παίζει η μελωδία την εισαγωγή και στη λέξη «Μάνα» κολλάω, στο «Μα», όχι στο «Μάνα», στην πρώτη συλλαβή. Ακίνητος…Τρέχουν τα μάτια μου και δεν μιλώ (σ.σ. κλαίει). Προς τιμήν του, αυτός που είχε το χώρο, είπε «Παιδιά, απόψε ζήσαμε ένα συγκλονιστικό γεγονός» κι έτσι ήταν. Είναι τρομερά πράγματα αυτά! 

Μιλώντας πριν για το περιβάλλον του Χατζιδάκι, θυμήθηκα εκείνη τη φωτογραφία από το σπίτι του, που βρίσκεται εύκολα στο διαδίκτυο: Εσείς, ο Χατζιδάκις και μαζί σας ο Σωτήρης Κακίσης, ο Νίκος Χουλιαράς και ο Τζίμης Πανούσης.

Ξέρω ποια λέτε, αυτή στο μαρμάρινο τραπέζι. Καταρχάς ο Χατζιδάκις εκτιμούσε τον Πανούση ως τραγουδιστή, του άρεσε πολύ η φωνή του κι ο ίδιος δεν είχε τόσο μεγάλη αυτοεκτίμηση ώστε να το καταλάβει αυτό. Τον Κακίση νομίζω τον είχε γνωρίσει από τις μεταφράσεις του στη Σαπφώ. Με τον Χουλιαρά ήταν φίλος ο Μάνος, αυτόν τον σωστό διανοούμενο, συγγραφέα, εικαστικό και τραγουδοποιό. Δυνατή προσωπικότητα! Ένας άλλος πολύ φίλος του Χατζιδάκι ήταν ο ζωγράφος Γιώργος Σταθόπουλος, ένας εξαιρετικά σεμνός άνθρωπος. Μια φορά με κάλεσε να παίξω σε μια έκθεση του στην Πάτρα και λέω στον κόσμο: «Ο Σταθόπουλος ειν’ ένας ανίκανος»! Κόβω εκεί! Συνέχισα: «Είναι ένας ανίκανος άνθρωπος για να κάνει το κακό» (γέλια). 

Θα ήθελα να σας ρωτήσω αν μετά το θάνατο του Χατζιδάκι μείνατε κι εσείς κάπως μετέωρος, όπως τόσοι άλλοι…

Ισχύει. Όχι όμως με μένα, εγώ ότι έκανα, αυτό συνέχισα να κάνω. Η απουσία του Χατζιδάκι δεν ήταν κάτι τρομερό για μένα, αφού ανακαλύπτεται συνεχώς. Να σας συνεχίσω όμως την ιστορία στο Άγιο Όρος: Την επόμενη μέρα που είχα παίξει τα μοιρολόγια, μου λέει ο ηγούμενος:«Ο Τσαρούχης στο τέλος φωτίστηκε. Αν παρατηρήσεις τις συνεντεύξεις του, θα δεις ότι έδινε αντισυνεντεύξεις. Μια φορά ένας ζωγράφος τον προσφώνησε ”Δάσκαλε” κι ο Τσαρούχης τον ”έστειλε”, του φώναξε: ”Σκάσε”»! Όλα αυτά που σας λέω τώρα τα διηγούμαι στον Χατζιδάκι, στο σπίτι του, αφού γύρισα. «Μάνο, ρώτησα και για σένα τον ηγούμενο» του είπα, «”Για τον Μάνο Χατζιδάκι τι γνώμη έχετε;”» Τον έπιασε μια ανυπομονησία ν’ ακούσει! Τα λόγια του ηγούμενου ήταν: «Ο Μάνος Χατζιδάκις βρίσκεται στο δρόμο αυτή τη στιγμή»! Του άρεσε τόσο του Μάνου αυτό! Σηκώθηκε, πήγε στην εσπρεσσιέρα του και λέει στους άλλους: «Πρέπει να πηγαίνετε κι εσείς στα πράγματα! Βλέπετε τον Λουδοβίκο που φεύγει; Τι κάθεστε;» Μιαν άλλη φορά μου λέει ο Μάνος: «Λουδοβίκε, πες μου κάτι απ’ τα μέρη σου, απ’ τ’ Ανώγεια, που σ’ αρέσει». Του απαντάω με μια ιστορία: Έπαιρνα συνέντευξη από μία γεροντοκόρη ανύπαντρη. «Θεία Μαριοράκη» τη ρώτησα, «πως αισθάνεσαι που δεν παντρεύτηκες;» Μου απάντησε «Παιδί μου, ας έχεις την υγειά σου και μόνος σου καλά είσαι. Εγώ έχω τα αδέρφια μου, τα ανίψια μου. Μια μέρα μου φόρεσαν κάτι ακουστικά και άνοιξε η κεφαλή μου και άκουσα πράγματα που δεν τα κάτεχα ποτέ. Ακούω παράξενες μαντινάδες»! Φανταστείτε τι άκουγε αυτή η γυναίκα, η γεννημένη το 1890: «Το πορτοκάλι ράγιζε – ραγίζει το πορτοκάλι; – δες το με το τέλι, μα να σε πάρω θέλω εγώ αν είσαι και κοπέλι». Συνέχισε η θεία Μαριοράκη: «Ένα πρωί σηκώθηκα να βάλω τις κάλτσες μου. Άκουσα τη φωνή της μάνας μου: ”Μαριοράκη μου, αχ Μαριοράκη μου”. Γιώργη μου, ένα σταμνί δάκρυα έβγαλα εκείνη τη μέρα». Τα λέω όλα αυτά του Μάνου και μου απαντάει με την εξής δική του ιστορία: «Πριν από 15 χρόνια, καθόμουν στο γραφείο μου και δούλευα. Η μητέρα μου είχε πεθάνει. Ασυναίσθητα σηκώνομαι πάνω και λέω: ”Μητέρα, κάνε μου ένα καφέ”. Η παραίσθηση είναι η πολυτέλεια των μοναχικών ανθρώπων»…Μάνος Χατζιδάκις!

Αριστούργημα!

Γι’ αυτό και μιαν άλλη φορά ρώτησα εκείνο τον ηγούμενο τι διαφορά έχει η παραίσθηση από το όραμα. «Άσ’το, άσ’ το αυτό» μου απάντησε…Φεύγοντας, μου έκανε: «Σχετικά μ’ αυτό που με ρώτησες, και τα δύο είναι θεϊκή επίσκεψη». 

Πάντως, αν σας ρώτησα πριν για τη συνέπεια της απουσίας του Χατζιδάκι, το εννοούσα και σε επαγγελματικό επίπεδο. Ξέρατε ότι είχατε μια σίγουρη δισκογραφική στέγη.

Είχα ήδη φύγει από τον Σείριο όταν ζούσε ο Χατζιδάκις. Με είχε ζητήσει ο Στεφανίδης από τη Θεσσαλονίκη που είχε τον «Μύλο» κι έτσι το «Μεϊντάνι» είχε βγει σε συμπαραγωγή του «Σείριου» με τον «Μύλο». Μάλιστα ήταν η μοναδική φορά που ο Στεφανίδης γνώρισε τον Χατζιδάκι, αφού συναντήθηκαν για τα οικονομικά. Ο Χατζιδάκις τού’χε ζητήσει ένα μικρό ποσοστό για τον «Σείριο» και να έβγαινε με καλές προϋποθέσεις ο δίσκος, με κείμενα μέσα κλπ. Πέρασα καλά με τον Στεφανίδη, έκανα τέσσερις δίσκους απάνω, γράφαμε στο στούντιο του Νίκου Παπάζογλου.

Κι έτσι η Θεσσαλονίκη έγινε η δεύτερη πόλη σας μετά τα Ανώγεια.

Θυμάμαι ότι πήγαμε να παίξουμε με τον Ηλία Λιούγκο στο «Λιόγερμα» της Θεσσαλονίκης με τις ευλογίες του Χατζιδάκι. «Λιουγκοβίκος» μας έλεγε και γελούσαμε. Είχαμε τόση επιτυχία απάνω που κάναμε δύο παραστάσεις τη βραδιά, το πιστεύετε; Λέω κάποια στιγμή της Χαρούλας Αλεξίου, που είχαμε βρεθεί: «Πως θα τη βγάλω με δύο παραστάσεις τη μέρα;» Μου σύστησε να πάρω μια πολυβιταμίνη και θά’μαι εντάξει. Και να μη μπορώ να κοιμηθώ καθόλου μετά…Έπαιρνα το αμάξι μου και πήγαινα και ξημερωνόμουν σε μια λίμνη. Στο «Λιόγερμα», θέλω να πω, με άκουσε ο Στεφανίδης και μου πρότεινε δισκογραφική συνεργασία. Εννοείται πως η καταγωγή μου είναι από την Κρήτη και την περιέχω, η μουσική μου γραφή όμως διαμορφώθηκε από τη Θεσσαλονίκη. 

Στο τραγούδι «Πύλη της άμμου» κλείσατε μέσα του τη συμπρωτεύουσα με όλες τις επιρροές σας.

Ακριβώς, τον Σαββόπουλο, τον Ρασούλη, τον Παπάζογλου, τον Μάλαμα, τον Μπακιρτζή, τον φίλο μου τον Γκαϊφύλλια. Μέχρι και οι Τρύπες περνάνε από το τραγούδι αυτό, αλλά μάλλον δεν θα το καταλάβατε! Αναφέρομαι στο στίχο: «Στην άσφαλτο λακκούβες, τρύπες στον ουρανό» – οι Τρύπες με τον Αγγελάκα τότε μεσουρανούσαν. Η μεταγραφή μου στη ΛΥΡΑ έγινε μέσω της σπουδαίας Ντόρας Ρίζου. Είχαν ακούσει την «Πύλη της άμμου» το ’98 και αμέσως κάναμε μαζί «Το όχι αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του ναι» ένα χρόνο μετά. Ωραίος δίσκος αυτός, άρεσε επίσης πολύ και, μέσω ΛΥΡΑ, συμμετείχαν εξαιρετικοί τραγουδιστές, η Κανά, η Βενετσάνου, ο Λιδάκης. 

Υπήρξατε και τυχερός. Ναι μεν εμφανιστήκατε το ’80, η δεκαετία του ’90 όμως με όλη αυτή την έκρηξη του έντεχνου και των τραγουδοποιών, σας ωφέλησε! 

Εγώ πιστεύω πως ένα τραγούδι για νά’ναι καλό πρέπει να κουβαλά συναίσθημα ο στίχος του. Να τό’χει, αν δεν τό’χει, τέλειωσε! Μ’ αυτό τον τρόπο γράφω εγώ τραγούδια. Δεν δηλώνω μουσικός με όλη τη μουσική γνώση. Πάντα είχα κοντά μου άξιους ενορχηστρωτές, τον Θανάση Μπίκο, τον Γιώργο Παυλάκο, είναι συνδημιουργοί αυτοί οι άνθρωποι και κάνουν την πρώτη κίνηση πάνω σ’ ένα πρωτογενές υλικό. Άπαξ και γίνει αυτή η πρώτη κίνηση, μετά γίνονται όλα τα άλλα. Εγώ έχω ας πούμε μια φράση (σ.σ. τραγουδά το «Ποιο το χρώμα της αγάπης»), την παίρνει μετά ο Θανάσης και τη χτίζει, κάνει θαύματα. Είχε πλάκα γιατί ο Παυλάκος είχε τις ανασφάλειες του μην τον κλέψουν μουσικά κι έβγαινα εγώ κι έλεγα παντού: «Ευχαριστώ, Γιώργο Παυλάκο, που παίρνεις την πρωτόλεια μουσική μου και της δίνεις φτερά»! Οφείλεις να τα λες αυτά!

Προτιμάτε τον χαρακτηρισμό του παραμυθά παρά του συνθέτη;

Βέβαια, ναι, εξαιρουμένων κάποιων τραγουδιών μου, όπως η «Σαλώμη», που θεωρείται καλή σύνθεση. Ε, έχει μια ωραία μελωδία, πως να το κάνουμε; Χαίρομαι γι’ αυτό, πιστεύω ακράδαντα πως αν εγώ ο ίδιος δεν συγκινηθώ απ’ το τραγούδι που γράφω, δεν έχω καμία απαίτηση να το κάνεις εσύ. Σχετικά με την άνοδο μου στη δεκαετία του ’90 που επισημάνατε, θα σας πω πάλι κάτι με τον Χατζιδάκι! Όταν τελείωσαν τα μοιρολόγια, μετά δεν ήξερα τι να κάνω. «Δεν έχεις να κάνεις τίποτα παραπάνω» σχολίασε ο Μάνος, «απ’ αυτό που εσύ ξέρεις να κάνεις καλύτερα. Το πρόβλημα θα τό’χουν οι άλλοι που δεν θα σ’ ανακαλύψουν». Μ’ αυτή την εντολή προχώρησα, δεν έκανα τίποτα κόλπα. Είμαι ένας άνθρωπος αυτάρκης, μπορώ να ζήσω με τα πολλά και τα λίγα, δεν έχω αυταπάτες, ποτέ δεν είχα το ψώνιο να φανώ ή να κάνω το κακό. 

Θεωρείτε τον εαυτό σας τυχερό άνθρωπο;

Φυσικά! Πάνω απ’ όλα τα ταλέντα που μου αναγνωρίζουν οι άλλοι, εγώ λέω το εξής: Το ταλέντο είναι ένα χάρισμα της φύσης, για το οποίο η ίδια η φύση σε χρεώνει να το πας παραπέρα, αλλιώς καταστρέφεται. Η ομορφιά μας χρεώνει την ανακάλυψη της και μας ξεχρεώνει όταν την εξομολογηθούμε! Αν ο καθένας έλεγε στον άλλον κάθε πρωί μια ωραία ιστορία που άκουσε, θα περνούσε η ασχήμια! Είμαι απόλυτος σ’ αυτό! 

Η εξωτερική ομορφιά είναι ένα ανθρώπινο χάρισμα;

Οι νόμοι του Μίνωα, που ο Πλάτωνας σύστηνε να μην τους παραβλέπουμε, ξεκινούσαν ως εξής: Νόμος πρώτος, να είσαι όμορφος! Ξανακούσατε ποτέ τέτοιο πράγμα;

Δεν με τρελαίνει σαν άποψη βέβαια.

Ακούστε πως το καταλαβαίνω εγώ. Μπαίνω σ’ ένα πορτοκαλεώνα και λέω «Τι ομορφιά είναι αυτή»! Πρέπει να σκέφτεσαι ότι και ο πορτοκαλεώνας σκέφτεται το ίδιο για σένα, οφείλεις δηλαδή. Η ελευθερία, λένε, είναι η μεγαλύτερη αρετή, αλλά πρέπει να γυμνάζεσαι για να την έχεις. 

Ωραία όλα αυτά, και ο πορτοκαλεώνας και η ελευθερία, τι λες όμως σε μία δύσμορφη γυναίκα ή σ’ έναν δύσμορφο άντρα που δεν τους προσέχει κανείς ερωτικά;

Είναι σίγουρα οδυνηρό σαν πρώτη αίσθηση, η φύση όμως δεν κάνει λάθη. Αν περάσει το δικό σου κόμπλεξ απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους, διότι κόμπλεξ είναι τα πρότυπα ομορφιάς, θα πλησιάσεις αυτό το ακαθόριστο δύσμορφο σχήμα και θα σου αποκαλυφτεί η κρυμμένη ομορφιά του. 

Γνωρίζω πως είστε και φαν των παλιών ελληνικών ταινιών, της Βασιλειάδου και του Αυλωνίτη.

Σας έχω πει μια ιστορία με τη Βασιλειάδου; Είχα ένα φίλο ψυχίατρο στα Χανιά και καμιά φορά πήγαινα κι έπαιζα στους ασθενείς του. Υπήρχε ένας τρόφιμος εκεί μέσα που έγραφε γράμματα στη Βασιλειάδου. Ακόμη ήταν εν ζωή αυτή. Μια μέρα ένας χαζός νοσοκόμος, ενώ του τρόφιμου ήταν το μυστικό του, τον έκανε βούκινο. Έπαθε κατάπτωση ο άνθρωπος και ο γιατρός ευτυχώς τον έστειλε στο διάολο το νοσοκόμο. Ο γιατρός, ο Αντώνης Λιοδάκης ήταν, όταν συνήλθε κάπως ο ασθενής του, τον ρώτησε: «Βρε Μανώλη, θέλω σαν γιατρός σου, από ενδιαφέρον, να μου πεις γιατί έγραφες γράμματα στη Βασιλειάδου». «Γιατρέ, αυτό δεν καταλαβαίνεις;» του κάνει ο Μανώλης. «Είναι η μόνη γυναίκα που έκανε την ασχήμια ομορφιά»! 

Στα τραγούδια σας υμνείτε το κάλλος, την ομορφιά, αλλά και τον έρωτα. Ξέρετε τι μου είχε πει κάποτε ένα κορίτσι 25 ετών για τα τραγούδια σας; Ότι στάζουν καύλα, με το συμπάθιο.

Το ξέρω…Μου είχε πει γυναίκα το εξής: «Βάζω τα τραγούδια σας και κάνω έρωτα»! 

Όπως και κάποτε που παίζατε στη Θεσσαλονίκη και το 95% του κοινού αποτελείτο από γυναίκες. Πετάχτηκε ένας και είπε: «Μα τι τους κάνεις; Τους γαμάς τα μυαλά;» 

(γέλια) Αληθινά πράγματα ειν’ αυτά! 

Αλήθεια είναι, επίσης, πως πάντοτε δίπλα σας είχατε καλές φωνές και πολύ ωραία κορίτσια. Σας θυμίζω την Καλλιόπη Βέττα και τη Μαρία Θωΐδου στα ξεκινήματα τους.

Τη Μαριαστέλλα Τζανουδάκη, τη Μαρία Αναματερού, τη Δάφνη Πανουργιά και φυσικά τη Μαριάννα Πολυχρονίδη, που την είχα μια πενταετία μαζί μου. Κοιτάξτε, δεν έψαχνα εγώ ωραία κορίτσια, έρχονταν σε μένα τα ωραία κορίτσια με τις πολύ ωραίες φωνές. Τι να έκανα;

Ερωτευθήκατε ποτέ τραγουδίστρια σας;

Μου συνέβη μια – δυο φορές, αλλά συνιστώ να μην το κάνει κανείς αυτό! Όχι για να μη μπλέξει τα προσωπικά με τα επαγγελματικά, αλλά γιατί σε μια μουσική ομάδα μέσα, αν έχεις σχέση με την τραγουδίστρια, επηρεάζονται όλοι, αφού η κοπέλα αυτή έχει βαθύ λόγο. Έχει απαιτήσεις, εννοώ…Μπορεί να αργήσει σε μια πρόβα κι αν της κάνεις παρατήρηση, να σου πει «Άσε μας τώρα», είναι η φιλενάδα σου, κατάλαβες; 

Ούτε παντρευτήκατε ποτέ, σαν τη θειά τη Μαριωράκη που λέγαμε πριν κι εσείς…

Όχι. Πάντα έχω μια γυναίκα δίπλα μου. Συζούσα για αρκετό καιρό με μια σπουδαία κοπέλα, βέβαια. Κάποτε ο Χατζιδάκις ρώτησε έναν μικρό ανιψιό μου που χόρευε σε ένα συγκρότημα στα Ανώγεια: «Βασίλη, πότε θα παντρευτείς εσύ;» Του απαντάει: «Μόνο όταν παντρευτεί ο θειός μου ο Λουδοβίκος» και κάνει ο Χατζιδάκις: «Κατάλαβα, ποτέ δηλαδή»

Πιθανώς του Χατζιδάκι να του άρεσε η ερωτική σας ελευθεριότητα.

Ναι, όντας ομοφυλόφιλος ο ίδιος, που επίσης ζούσε ερωτικά μεν, μοναχικά δε. Θυμάμαι καμιά φορά μού’κανε πλάκα όταν με πλησίαζε καμιά γυναίκα. Έκανε έτσι με τα χέρια του κι έλεγε: «Να, αυτή έρχεται να σε γραπώσει τώρα» (γέλια)

Αναρωτιέμαι αν σε μια συνέντευξη σας θα αναφέρουμε ποτέ τον Μίκη Θεοδωράκη. Όλο για τον Χατζιδάκι μιλάμε.

Μια φορά τον συνάντησα, τον θεωρώ τεράστια προσωπικότητα της Ελλάδας, αλλά δεν έχω προσωπική άποψη. Μόνο μια γυναίκα, Ελληνίδα που ζούσε στο Παρίσι, Galanos το όνομα της, μου μετέφερε κάτι και ένιωσα μεγάλη υπερηφάνεια. Ήταν, λέει, το ’78, το ’79, εγώ δεν είχα κάνει δίσκο, και ο Μίκης βρισκόταν μέσα σ’ ένα τραίνο. «Mr. Mikis, Mr. Mikis!» τον φωνάζουν κάποιες Ελληνίδες φοιτήτριες. «Κύριε Μίκη» θα πείτε, τους λέει αυτός αυστηρά. Ο Μίκης ήταν φίλος με τον Galanos, τον πατέρα της κοπέλας. Τον κάλεσαν σπίτι τους για φαΐ κι εκεί τους είπε: «Μην ακούτε μόνο εμένα, υπάρχουν και νέα άξια παιδιά, σαν τον Νίκο Παπάζογλου και τον Λουδοβίκο των Ανωγείων». «Για μένα τό’πε αυτό ο Μίκης;» ρώτησα εγώ, «Μα έτσι σ’ έμαθα» μου απάντησε η κοπέλα. 

Πότε σας ήρθε η ιδέα να στήσετε τα Ανώγεια;

Όταν ο Χατζιδάκις έκανε τις Γιορτές των Ανωγείων, κληρονόμησα την αισθητική του και την άποψη του για τον πολιτισμό. Αυτό έκατσε μέσα μου χωρίς να κάνω τίποτα. Το 1996, κάπου εκεί, μας κάλεσε ο Στεφανίδης να κάνουμε μια σειρά εκδηλώσεων με Αντι-Βαλεντινιακό χαρακτήρα. Ήμασταν ο Τζίμης Πανούσης κι εγώ με κάποιους άλλους. Εγώ σκέφτηκα: «Ρε παιδιά, υπάρχει άγιος του πυροβολικού, η Αγιά Βαρβάρα, και δεν υπάρχει άγιος του έρωτος, τι είναι τώρα αυτό;» Έτσι πήγα στην Κρήτη και βρήκα τον Μητροπολίτη και του είπα: «Αν ο έρωτας δεν είναι θεϊκή επίσκεψη, τι είναι; Πως να παραδεχτώ την Αγία του πυροβολικού, η οποία κάνει μόνο να πηγαίνουν ίσια τα βλήματα; Αστειότητες! Ο ερωτευμένος άνθρωπος είναι αθώος, ευάλωτος, πρώτη φορά γυμνός»! Τον έπεισα τον Μητροπολίτη και μου λέει: «Όχι μόνο θα θρονιάσω, αλλά θα θεμελιώσω και τον ναό του Αγίου Βαλεντίνου»! Πήρα το ok σε μία εποχή που έβγαζα πολλά λεφτά απ’ τη δισκογραφία. Με 5.000.000 δραχμές ξεκίνησα την ιδέα κατασκευής του ναού με ένα φίλο αρχιτέκτονα. Από το ’98 που ξεκίνησαν οι εκδηλώσεις μας, θέλαμε να εξυμνήσουμε την αγάπη. Εκεί με βοήθησε η Ντόρα Ρίζου και την πρώτη χρονιά κατεβάσαμε πολύ κόσμο στην Κρήτη: Γκαϊφύλλιας, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Αλκίνοος, Κώστας Καλδάρας, Λιζέτα Καλημέρη, οι πάντες. Έγινε μια μυθική κατάσταση με την ουρά των αυτοκινήτων να φτάνει τα δυόμισι χιλιόμετρα. Βοήθησε πολύ και μια εκπομπή που κάναμε με τον Φυντανίδη και τον Γραμματικάκη στο MEGA, στο «Εφτά συν Εφτά» με τον Ρουσσόπουλο. Έσκισε η εκπομπή και την επόμενη τα ΝΕΑ είχαν πρωτοσέλιδο «Υακίνθεια και Άγιος Βαλεντίνος». 

Και τώρα τι γίνεται που τα budgets έχουν μειωθεί;

Υπάρχουν φίλοι χορηγοί. Το 1953 χτίζει Γυμνάσιο στα Ανώγεια ένας δικός μας μετανάστης στις ΗΠΑ. Έφυγε στα έντεκα του, έκανε λεφτά κι όταν το χωριό καταστράφηκε από τους Γερμανούς, είπε να χτίσει ένα σχολείο. Έφτιαξε ένα εξατάξιο Γυμνάσιο και το προίκισε, αλλά στην αυτοβιογραφία του, το ’53, δεν αναφέρει το γεγονός αυτό. Τα εγκαίνια έγιναν το ’54. Αυτός υπακούει στη φράση που είναι και το φετινό μας μότο στα Ανώγεια: «Δεν είναι το πρεπό του αντρούς, τα κάλλη να διηγάται, οι άλλοι να τα διαλαλούν κι εκείνος να τα αρνάται» – πρόκειται για απόσπασμα από τον «Ερωτόκριτο» και το όνομα του ευεργέτη ήταν Μιχάλης Σταυρακάκης. 

Να πούμε κάτι άλλο τώρα: Την περίοδο της ανθηρής δισκογραφίας και της καθιέρωσης των Υακινθείων, είχαμε διακυβέρνηση από τη ΝΔ του Κώστα Καραμανλή. Αν και έχετε δηλώσει ψηφοφόρος του ΚΚΕ, είχε σχολιαστεί έντονα, επικριτικά σχεδόν, η στενή φιλία σας με τη Νατάσσα Παζαΐτη. Ευνοούμενο της ΝΔ, σας λέγανε. 

Φυσικά είμαι αριστερός. Ακούστε, εγώ γνωρίστηκα με τον Καραμανλή και τη Νατάσσα σαν μουσικός. Σε μία συναυλία είχε έρθει η Νατάσσα χωρίς να έχω πολιτική σχέση μαζί της. Μάλιστα, σε μια μεγάλη συνέντευξη μου στην τότε «Ελευθεροτυπία», σαν κι αυτή που κάνουμε μαζί τώρα, με είχαν ρωτήσει σχετικά και είχα πει «Σε ψηφώ, μα δεν σε ψηφίζω»! Ο Κώστας με εκτιμούσε γι’ αυτό, όπως κι εγώ τον εκτιμούσα και τον εκτιμώ.

Θυμάμαι δημοσιεύματα της εποχής: Στην πρωθυπουργική οικία στη Ραφήνα συνέφαγαν με το πρωθυπουργικό ζεύγος ο Παντελής Βούλγαρης με την Ιωάννα Καρυστιάνη, η Κική Δημουλά και ο Λουδοβίκος των Ανωγείων…

Επίσης τον ίδιο καιρό ο Καραμανλής έκανε παρέα με τον Φλωράκη, έτρωγαν μαζί. Εκτιμούσε προσωπικότητες! Θυμάμαι ότι μετά από εκείνη τη συνέντευξη μου, μου τηλεφώνησε: «Μπράβο, αυτή είναι συνέντευξη! Κάποιος που με εκτιμά χωρίς να με ψηφίζει»! 

Είχατε την τύχη, λοιπόν, να γνωρίσετε την καλή αστική δεξιά, να την πούμε έτσι. Σήμερα πως βλέπετε την παρείσφρηση των ακροδεξιών στοιχείων στη λεγόμενη συντηρητική παράταξη;

Καταρχάς μόνο με τον Καραμανλή και τη Νατάσσα είχαμε σχέσεις, δεν πήγαινα σε άλλους. Ακούστε να σας πω, εγώ θεωρώ τον Τσίπρα σημαντικό πρόσωπο! Ένα νέο παιδί, που όπως εσείς αυτή τη στιγμή αγωνίζεστε για ν’ αφήσετε κάτι, αυτός έγινε Πρωθυπουργός. Η δουλειά του ήταν να φτιάξει απ’ την αρχή ένα οικοδόμημα, ένα σπίτι, το οποίο μετρούν οι μηχανικοί και τους λέει: «Ναι, μπορούμε»! Όταν το βάζουν μπροστά, αποδεικνύεται σάπιο όλο και βγαίνει έξω απ’ το λόγο του. Ο Τσίπρας έχει καθαρό μάτι, τον βλέπεις, αλλά όταν παίζεις ποδόσφαιρο κάνεις και πίσω μπαλιές, κάνεις και αυτογκόλ – και τι έγινε, ρε παιδιά; Έχω ένα καλό φίλο συνταξιούχο, Γιώργη Μανουρά τον λένε, που μου είπε: «Εγώ έπαιρνα μια καλή σύνταξη! Με ρήμαξε, αλλά δεν με νοιάζει! Τονε ψηφώ, γιατί είναι τίμιος άνθρωπος, τέλος»! Εγώ αυτό εκτιμώ στους ανθρώπους, γι’ αυτό και τους μουσικούς μου απ’ τα μάτια τους διαλέγω! 

Το ΚΚΕ πως το κρίνετε;

Ο Κουτσούμπας είναι ένας τίμιος άνθρωπος, όπως τίμιοι είναι όλοι οι αριστεροί. Μπορεί νά’ναι αγκυλωμένοι, αλλά ξέρετε πόσο καθαρό λόγο έχουν; Δεν μπερδεύουν τα λόγια τους οι αριστεροί! Ο Κουτσούμπας ξέρει ότι δεν θα κυβερνήσει ποτέ, όπως ξέρει και που χάνει ο άνθρωπος του μεροκάματου και γι’ αυτό προσπαθεί να κάνει το καλύτερο. Περί αυτού πρόκειται!

Σας τρομάζει η άνοδος του φασισμού;

Τον θεωρώ σαν τις φούσκες που ανεβαίνουν και πέφτουν! Φυσικά και είναι τραγικό που συμβαίνουν δολοφονίες, αλλά δεν θα τρελαθούμε επειδή ανεβαίνει πανευρωπαϊκά η ακροδεξιά. Στην Κρήτη, στα Ανώγεια, έχουμε ένα πρόγραμμα εξαιρετικής ποιότητας, βάσει του οποίου δεχόμαστε μετανάστες τα τελευταία 25 χρόνια. Οι καλύτεροι ξένοι μεταφραστές έχουν βγει απ’ τα Ανώγεια! Μιλάω για παιδιά κυρίως από Αφγανιστάν – Πακιστάν. Την κατάσταση έστησε ο αδερφός μου, ο Νίκος Δραμουντάνης, ο οποίος ήταν διευθυντής στην εστία και κατάφερε να το περάσει σαν πρόγραμμα μαζί με μια καθηγήτρια. Σήμερα θεωρείται πρότυπο! Έτσι έχουμε και τον Σαμίρ από το Αφγανιστάν. Η μάνα του πέθανε όταν ήταν πέντε ετών. Είδε τον πατέρα του να τον εκτελούν οι Ταλιμπάν και έφυγε από την Περσία στα 15 του. Στα νανουρίσματα του Αφγανιστάν, λένε «Να γίνεις μεγάλος σαν τον Αλέξανδρο». Έτσι, του μπήκε στο μυαλό η ιδέα να ζήσει στην Ελλάδα, τη χώρα του Αλέξανδρου. Μ’ άρεσε το παιδί αυτό, ο χαρακτήρας του, είχε κι ένα μικρό πρόβλημα υγείας. Μου δούλευε σ’ ένα περιβόλι και μετά πηγαίναμε και τρώγαμε. Μου ανοίχτηκε, μου είπε την ιστορία του…Τον άκουσα μια μέρα να τραγουδάει στο περιβόλι και με συγκίνησε. Του έγραψα ένα τραγούδι που λέει τα εξής: «Με τα μάτια μου κλαμένα και τα χείλη πικραμένα, θέλω να σας πω, έχασα το παρελθόν μου, κυνηγώντας το παρόν μου, ένα μέλλον για να βρω. Μ’ έπνιξε μεσ’ στην αρμύρα η κουρελιασμένη μοίρα, μάνα μου, μάνα μου! Με τα λόγια της γιαγιάς μου έχτισα τα όνειρα μου κι ήταν τυχερό, στου Αλέξανδρου τη χώρα νά’ναι ευλογημένη η ώρα πριν βρεθώ. Περπατώντας στην Περσία, το Ιράκ και την Τουρκία, ήρθα ως εδώ. Μ’ έπνιξε μεσ’ στην αρμύρα η κουρελιασμένη μοίρα, είπα ”θα χαθώ”. Ήρθα δω μπας και ριζώσω, τα κομμάτια μου να ενώσω,.μάνα μου, μάνα μου!» Ακούστε το στο YouTube να σας σπάσει την καρδιά…Δεν πρόκειται για μοιρολόι, αλλά για ένα περήφανο τραγούδι. Το τραγουδάει ο ίδιος! Τι νόημα θά’χε να το έλεγα εγώ; Το παιδί αυτό τραγουδά τη ζωή του στη γλώσσα μας! Σαμίρ Σαλαμί λέγεται και το τραγούδι έχει τίτλο «Η ιστορία του Σαμίρ». Είναι 25 ετών σήμερα. Τον παίρνω μαζί μου σε εκδηλώσεις και πρόσφατα θα τον τιμήσουν. Για την ακρίβεια, στο πρόσωπο του θα τιμηθούν όλα τα προσφυγόπουλα στον 21ο αιώνα! Να φανταστείτε, πήγα ένα CD με το τραγούδι στον φίλο μου, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, και μου είπε: «Πολύ μ’ αρέσει η φωνή αυτή»! 

Ο Vangelis και ο Λουδοβίκος των Ανωγείων
Μάλιστα. Κάτι που επίσης δεν γνωρίζει πολύς κόσμος είναι και η μεγάλη φιλία σας με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, τον παγκόσμιο Vangelis.

Τον Βαγγέλη Παπαθανασίου τον γνώρισα μέσω του σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή. Με είχε ακούσει στα μοιρολόγια παλιά και του είχαν αρέσει πολύ ως βαθύς Έλληνας που είναι. 

Σε τι κατάσταση βρίσκεται σήμερα;

Καταπληκτική! Μου έδωσε μια συνέντευξη, την οποία πρόκειται να δημοσιεύσω ολοσέλιδη σε εφημερίδα. 

Λέτε βαθύς Έλληνας, αλλά γιατί εδώ δεν έχει τη θέση που του αξίζει, συγκριτικά με το εξωτερικό;

Ποιοι είναι οι Έλληνες αυτοί; 

Αναφέρομαι στον μέσο Έλληνα, τον «λαϊκό», που θα σου μιλήσει για τους Χατζιδάκι – Θεοδωράκη, αλλά όχι για τον Παπαθανασίου. 

Το έργο του Παπαθανασίου απευθύνεται σε ένα άλλο παγκόσμιο επίπεδο. Ήμουν στην Ιταλία σε μια παρέα φίλων, άκουγαν τη μουσική του και του τηλεφωνώ: «Βαγγέλη, πάρε λίγο να σου μιλήσει μια κοπέλα Ιταλίδα». Κι αυτή τι έκανε, λέτε; Γονάτισε και του μιλούσε με το τηλέφωνο γονατιστή! Έχει πολύ μεγάλο κύρος έξω! Όταν έκανε τις «Ωδές» ο Παπαθανασίου με την Ειρήνη Παπά, ένας χωριάτης του είπε: «Παιδί μου, αυτά είναι πιο παλιά κι απ’ τα παλιά». Του άρεσε τόσο πολύ αυτό! Είναι κάτι που λέει ο ίδιος με μεγάλο καμάρι πάντα. Να ξέρετε πως όταν πέθανε ο Χώκιν, έγραψε ένα κομμάτι με ηχητικά δείγματα της φωνής του Χώκιν, που έλεγε κάτι σπουδαίο. Το έστειλε στην Αμερική σε 1.000 κομμάτια για να μοιραστεί στον κόσμο και αμέσως αυτό βγήκε στη μαύρη αγορά! Έγινε κάτι συγκλονιστικό τελικά: Στην κηδεία του Χώκιν παίχτηκε το κομμάτι του Βαγγέλη Παπαθανασίου! Ο Παπαθανασίου όταν λέει παράδοση, δεν αναφέρεται στο φολκλόρ, στα 100 χρόνια πίσω, αλλά πάει στην αρχαιότητα, 10.000 χρόνια πίσω! 

Βέβαια, λίγο η αρχαιολατρεία, λίγο η ΝΑΣΑ, δε θες πολύ να πας σ’ όλους τους αστικούς μύθους.

Δεν υπάρχει αρχαιολατρεία, μιλάμε για Αριστοτέλη – Πλάτωνα, τα κείμενα τους. Σ’ αυτά βασίζονται και ο Βαγγέλης και η ΝΑΣΑ. 

Ανεβάσατε στο διαδίκτυο το «Τραγούδι του Σαμίρ», άρα να υποθέσω ότι έχετε καλή σχέση με την τεχνολογία.

Βέβαια όταν το διαδίκτυο μας άρπαξε τα τραγούδια κι αυτά άρχισαν να μπαίνουν στα promo-CD, εκεί ήρθε το τέλος της δισκογραφίας. Μιλώ για προ Γιαννίκου, αλλά με τον Γιαννίκο τελείωσε η φάση! Και να σας πω και κάτι άλλο; Σαν συγγραφείς τραγουδιών, να μας ονομάσω έτσι,. δεν παίρνουμε δα και τίποτα. Το να πουλήσει σήμερα ένας δίσκος δυο και τρεις χιλιάδες, πιστεύετε είναι όφελος για μας; Η ουσία είναι να γράψουμε ένα καλό τραγούδι, να έχει πέραση στον κόσμο κι αν ο κόσμος το αγαπήσει, να έρθει από μια συναυλία μας. Μέσα απ’ αυτό επιβεβαιωνόμαστε μόνο. Ποσοστά από την ΑΕΠΙ σάμπως πέρναμε;

Ε, πως, κάποτε βγάζατε λεφτά είπατε.

Ναι, κάποτε! Από τότε που η ΛΥΡΑ πουλήθηκε στον Γιαννίκο, όμως, αυτός δεν απέδωσε κανένα δικαίωμα! Εγώ έχω 17 δίσκους, αν παίρνω δέκα χιλιάρικα το χρόνο, θα μπορέσω να ζήσω αξιοπρεπώς, ρε παιδί μου.Να μη μπορώ δηλαδή να ζήσω με τόσο έργο πίσω μου;

Ντόρα Ρίζου - Λουδοβίκος των Ανωγείων - Μπόσκο. Το 2019 στο Black Duck Multiplatre (φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου)
Βάζατε ποτέ λεφτά στην άκρη;

Όχι, δεν είμαι τέτοιος τύπος. Κάποια στιγμή είχα αφήσει στην άκρη μερικά χρήματα, ένα καλό ποσόν, κι έφτιαξα το σπίτι του πατέρα μου στο χωριό. Κατευθείαν, «Πόσα θες; Πάρτα», αλλά τό’φτιαξα το σπίτι, όπως τό’θελα. Τώρα φιλοξενούμαι στο σπίτι της αδερφής μου στο Χαλάνδρι στην Αθήνα. 

Ενώ δείχνετε άνθρωπος χαμηλών τόνων, εγώ θυμάμαι πως τα έχετε «χώσει» κατά καιρούς, ακόμα και στη συχωρεμένη τη Δόμνα Σαμίου.

Φυσικά!

Την είχατε κατηγορήσει για αφαίμαξη του ερωτισμού από το δημοτικό τραγούδι.

Επιμένω ακόμα! 

Έξαλλη είχε γίνει η μακαρίτισσα.

Καλά να πάθει (γέλια)! Ακούστε, η Σαμίου ήταν πολύ καλή στο να ανακαλύπτει τραγούδια, να τα βγάζει στο φως. Δεν μπορώ να ακούω το ερωτικό δημοτικό τραγούδι και να σκέφτομαι συνέχεια τη Δόμνα Σαμίου να το τραγουδάει μ’ ένα νταούλι. Της τό’χα πει και της ίδιας! Και του Σαββόπουλου τό’χα πει και μού’πε: «Έχεις δίκιο»! Ένα παραδοσιακό τραγούδι ερωτικό ας το πει καλύτερα ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ένας όμορφος νέος άνθρωπος. Όταν ερωτεύεται κανείς, μια φορά γράφει κάτι σημαντικό και ωραίο, όχι κάθε μέρα. Να πάρω τώρα μια ηλικιωμένη γυναίκα που το τραγουδάει ρυθμικά ή βυζαντινά, δεν μου αρέσει εμένα, τι να μου πει αυτό το τραγούδι; Την παραδέχομαι ως ερευνήτρια, ως ερμηνεύτρια δεν μου αρέσει καθόλου η Δόμνα Σαμίου!

Σας καθόρισε ως τραγουδοποιό ο Σαββόπουλος;

Ναι, όπως όλους μας.

Δεν μοιάζουν καθόλου τα τραγούδια σας.

Μιλώ για τη γενικότερη στάση του, να αποδομεί τον ίδιο του τον εαυτό. Ξέρεις τι είναι να έχεις εξασφαλίσει αυτό το τραπέζι κι εσύ να το κάνεις κομμάτια;

Σωστά, μετά τον «Μπάλλο» και το «Βρώμικο ψωμί» να τραγουδάς «Κωλοέλληνες» σηματοδοτεί μία αποδόμηση. Κι είναι καλό αυτό, πιστεύετε;

Είναι, να σου πω γιατί; Ο πραγματικός καλλιτέχνης οφείλει να εκθέτει τον εαυτό του στο κοινό του.

Συμφωνούμε.

Ακόμα και την κακή του στιγμή! Αν εγώ πειστώ ότι μπορεί ο Ερωτόκριτος να γίνει ραπ, ακόμη κι αν εσύ δεν πειστείς, θα το κάνω! 

Παρόλα αυτά, δεν πήρατε ποτέ το ρίσκο να αποκλίνετε από το μουσικό σας ύφος. Θα εξαιρούσα μόνο το «Μπιτ Παζάρ» που κάνατε με τη Μαριώ, όπου εκεί το συγκρότημα Ομαδική Απόδραση έβαλε έναν ηλεκτρισμό.

Δεν θα κάτσω να υπερασπιστώ τον εαυτό μου αντίθετα μ’ αυτά που λες! Συμφωνώ με όσα μου λες! Δεν έχω την τόλμη να το κάνω κι αν την είχα, πιστεύω θα τό’κανα! Το ζητούμενο του κάθε καλλιτέχνη είναι να έχει δικό του βηματισμό. Ποτέ μου, ας πούμε, δεν κατάλαβα το Νέο Κύμα, γράφανε όλοι το ίδιο πράγμα περίπου. Δεν καταλάβαινες ποιο τίνος…Ωραία τραγούδια, αλλά χωρίς προσωπικότητα, χάνονταν οι δημιουργοί. 

Χάνονταν η Αρλέτα, ο Μαυρουδής και ο Γιώργος Ρωμανός;

Δεν νομίζεις ότι χάνονταν, δεν έμοιαζαν ολωνών οι συνθέσεις; Εγώ, λοιπόν, μπόρεσα ν’ αρθρώσω έναν απλό μουσικό λόγο και να βρω το μουσικό μου χαρακτήρα. Ξέρω τι μου γίνεται, έχω συναίσθηση. Πιστεύω πως έχει ενδιαφέρον η σκέψη μου που την κάνω στίχο κι από κει και πέρα αν είχα τη δυνατότητα να πάω παραπέρα, όπως μου το είπες εσύ λίγο επιτακτικά, θα τό’χα κάνει! Όταν εγώ πήρα το θρήνο της Κρήτης και τον έπαιξα μ’ ένα μαντολίνο κι ο Χατζιδάκις έβαλε την υπογραφή του από κάτω, μου αρκεί! Δεν έχω ανάγκη να με κρίνει κάνας άλλος!

Διαβάζετε;

Όχι πολλά πράγματα. Εγώ είμαι παρατηρητής περισσότερο. Εμπνέομαι από μια καθημερινή εικόνα παρά από ένα κείμενο, το οποίο συνήθως το διάβασε ένας άλλος και σου μίλησε γι’ αυτό. Άντε δες το εσύ, όμως, πρώτος! 

Θα ήθελα να κλείσουμε με την εμμονή του δημοσιογράφου – ερευνητή, εν προκειμένω με τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Τι έγινε με εκείνο το μοιρολόι που γράψατε γι’ αυτήν;

Επρόκειτο να τραγουδήσει στον «Σείριο», αλλά δεν ήταν στα καλά της. «Προς τιμήν της», μας έλεγε ο Χατζιδάκις, «που δεν ζήτησε να πει τον ”Μεγάλο Ερωτικό”, διότι τον είπε με έναν τρόπο που δεν γίνεται να επαναληφθεί»! Ήρθε μια μέρα η Φλέρυ να τραγουδήσει, ο Μάνος δεν την είδε καλά και της λέει: «Άσ’το να το κάνουμε αύριο». Αυτό της έκοψε τα πόδια, δεν ξανάρθε ποτέ! Την αποχαιρετίσαμε στην Παιανία το 1998, δίπλα στον Μάνο. Ήταν ένα από τα πιο συγκλονιστικά πράγματα που έχω δει σε κηδεία: Η Φλέρυ μεσ’ στο φέρετρο κι εκεί που ψάλλει μια τετράφωνη εκπληκτική χορωδία – νομίζαμε πως ήταν ηχογραφημένη – γονατίζει η γριά μάνα της κι αρχίζει να προσεύχεται μεσ’ στις φωνές: «Χριστούλη μου, σου στέλνω την πιο ωραία φωνή του κόσμου. Ήτανε άτυχο στη ζωή του. Δείξε της δρόμο»! Τι να σου πω, κλαίγαμε όλοι…Μετά το τέλος της κηδείας, καθώς προχωρούσαμε στην έξοδο του νεκροταφείου, ακούστηκε το τακούνι μιας γυναίκας. Κοιτάζω πίσω κι ήταν η Λίνα Νικολακοπούλου, ντυμένη στα μαύρα με μια αγκαλιά μεγάλους κρίνους. Προσπαθούσε να μην ακουστεί το τακούνι της, αλλά ακούστηκε. Όπως την είδα ξοπίσω μου, ήταν η πιο ωραία εικόνα, ο πιο ωραίος επίλογος στο δράμα. 

Το δικό σας τραγούδι δείχνει το δρόμο;

Πιστεύω πως ναι! Όταν το τραγούδι μου προκαλεί δάκρυα, τα μάτια καθαρίζουν και βλέπουν το δρόμο. 

Λουδοβίκε των Ανωγείων, κατά κόσμον Γιώργη Δραμουντάνη, είπαμε τα πάντα. Συγκινηθήκαμε, νοσταλγήσαμε, χαμογελάσαμε. Οφείλω να σ’ ευχαριστήσω.

Εγώ ευχαριστώ. Αυτή η συνέντευξη θα «μείνει», είμαι σίγουρος από τώρα!

* Η συνέντευξη με τον Λουδοβίκο των Ανωγείων πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2019 και δημοσιεύθηκε στο koutipandoras.gr  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου