Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Κική Μορφονιού: «Με κάνατε να ξανασκεφτώ τη ζωή μου ολόκληρη» (μία συνέντευξη από τον Απρίλιο του 2020)


Είναι μεγάλη υπόθεση να συνομιλείς με έναν άνθρωπο, με μία καλλιτέχνιδα, που μοιράστηκε κάποτε τη σκηνή με τη θρυλική Μαρία Κάλλας. Ο λόγος για την Κική Μορφονιού, τη σημαντικότερη Ελληνίδα μέτζο σοπράνο, που εμφανίστηκε στην Επίδαυρο στο πλάι της Κάλλας σε δύο παραστάσεις: Η πρώτη ήταν στη «Νόρμα» του Μπελίνι, που έκανε πρεμιέρα στις 24 Αυγούστου του 1960, και η δεύτερη στη «Μήδεια» του Κερουμπίνι, στις 6 Αυγούστου του 1961. Για να είμαστε και ακριβείς, η Κική Μορφονιού είναι το μοναδικό σήμερα εν ζωή πρόσωπο, απ’ το οποίο μπορούμε να αντλούμε στοιχεία για την προσωπικότητα της Μαρίας Κάλλας. Η ίδια το γνωρίζει καλά, είναι κάτι που επιθυμεί μάλιστα, δηλαδή το να προσφέρει αφειδώς τις μνήμες από έναν βίο πλήρη εμπειριών.

Έναν βίο ταυτισμένο, επίσης, με τον συνθέτη Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος έγραψε για τη φωνή της δύο από τα πιο υπέροχα έργα του, που παραμένουν αδισκογράφητα: Την «Επιστροφή» και «Τα Πινδαρικά», που τελικά αποδόθηκαν μόνο επί σκηνής απ’ την ίδια και τον βαρύτονο Σπύρο Σακκά. Εξ αιτίας του Χατζιδάκι, άλλωστε, έχουμε σήμερα στα χέρια μας και ένα ολόκληρο άλμπουμ, την «Τέχνη της Κικής Μορφονιού», μέσα στο οποίο διασώθηκαν οι σπουδαιότερες άριες με τη δική της φωνή. 

Σήμερα η Κική Μορφονιού είναι μία γυναίκα ήρεμη και κατασταλαγμένη. Απολαμβάνει τη ζωή που περνάει δίπλα στον σύζυγο της, τα παιδιά της και τα εγγόνια της. Οι μνήμες δεν της προκαλούν μελαγχολία, αντίθετα της υπενθυμίζουν ποια ήταν και πόσα πρόσφερε στη χώρα της, όπως αρέσει και της ίδιας να λέει. Και, φυσικά, έχει κάθε δικαίωμα να τραγουδάει ακόμη, όσο κι αν παραδέχεται πως η φωνή, το όργανο της, την έχει εγκαταλείψει πια. 

Το ραντεβού γι’ αυτή τη συνομιλία κανονίστηκε για τις 6 το απόγευμα. Σκέφτηκα πως η Κική Μορφονιού, έτσι, δεν θα παρακολουθήσει την ενημέρωση περί κορονοϊού από τον Τσιόδρα.

Τον παρακολουθώ, αλλά τον παρακολουθεί κι ο σύζυγος μου και θα μου τα πει μετά. Τον ακούω καθημερινά γιατί είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος πάνω απ’ όλα και γι’ αυτό ακριβώς θα’ναι κι ένας καλός γιατρός. 

Λοιπόν, μου έκαναν μεγάλη εντύπωση οι εκδηλώσεις αγάπης προς το πρόσωπο σας από πολύ νέους ανθρώπους όταν ανακοίνωσα τη συνέντευξη μας.

Η αλήθεια είναι ότι μ’ αγαπάει πάρα πολύ και το νέο κοινό. Δεν ξέρω, ίσως έχουν ακούσει εκπομπές μου στο ραδιόφωνο ή στο διαδίκτυο πια, ίσως τους έχουν πει πράγματα οι γονείς τους, πάντως κι εγώ τα αγαπώ πολύ τα νέα παιδιά.

Εγώ το είδα αυτό και σαν μία νίκη κατά της σοβαροφάνειας. 

Εμένα μ’ αρέσει η σοβαρότητα, αλλά όχι η σοβαροφάνεια, που κάτι κρύβει συνήθως. Πιστεύετε, αλήθεια, ότι οι σημερινοί νέοι έχουν σοβαροφάνεια;

Κάθε άλλο. Αναφερόμουν στην προκατάληψη μιας σοβαροφάνειας γύρω από την όπερα και το λυρικό τραγούδι.

Μάλιστα, κατάλαβα. Κι όμως, ξέρετε πόσα νέα παιδιά έρχονται στην όπερα; Με χαροποιεί ιδιαιτέρως το να πηγαίνω καμιά φορά στο «Νιάρχος» και να τα βλέπω. 

Θεωρώ ότι έχει ενδιαφέρον να σου αφηγείται τα παιδικά του χρόνια ένας λυρικός τραγουδιστής, πόσο μάλλον όταν έχει και τη δική σας μεγάλη ιστορία.

Να σας τα αφηγηθώ, ευχαρίστως! Ν’ αρχίσω μόνη μου ή έχετε ερωτήσεις συγκεκριμένες;

Στην πορεία θά’ρθουν οι ερωτήσεις, μην ανησυχείτε. Ή, μάλλον, πείτε μου αν ήσασταν μέλος μιας πολυμελούς οικογένειας.

Ήμασταν τέσσερα άτομα. Είχα μια αδερφή μικρότερη, που δυστυχώς την έχω χάσει εδώ και εφτά χρόνια. Οι γονείς μου είχαν πάρα πολύ ωραίες φωνές, αλλά κι ένα γραμμόφωνο στο σπίτι, που πηγαίναμε και του βάζαμε δίσκους μαζί με την αδερφή μου. Θυμάμαι ότι το σπίτι μας πάντα ήταν ανοιχτό για συγγενείς με τραπέζια και με γλεντάκια. Ειδικά, δε, κάθε Καθαρά Δευτέρα γινόταν χαμός! 

Μιλάμε για την Αθήνα;

Γεννήθηκα στην Αθήνα και μέχρι τα τέσσερα μου μεγάλωσα στον Άγιο Λουκά, στα Πατήσια. Μείναμε για λίγα χρόνια στη γιαγιά, τη μητέρα της μητέρας μου, μέχρι να φτιαχνόταν το δικό μας σπίτι επί της Κυπριάδου, στα Πατήσια. Τη λατρεύω ακόμη τη γειτονιά αυτή, γιατί εκεί μεγάλωσα. Τώρα στη θέση του πατρικού μου υπάρχει μια πολυκατοικία, που- τέλος πάντων- δεν μου αρέσει καθόλου. Τη μουσική, όμως, την ένιωσα από πολύ νωρίς, απ’ τα τρία μου χρόνια, απ’ όταν άρχισα να μπουσουλάω.

Θυμάστε, αλήθεια, τον εαυτό σας τριών ετών; Με εντυπωσιάζετε.

Ναι, γιατί τότε υπήρχε ένας ράφτης κοντά μας. Ήταν πολύ φιλόμουσος και σ’ αυτόν άκουσα για πρώτη φορά τον «Ριγολέτο» σε δίσκο. Κάτι ένιωσα, το θυμάμαι πολύ καλά αυτό το συναίσθημα! Έβαζε το δίσκο ο κύριος Μήτσος- έτσι τον έλεγαν- κι εγώ έτρεχα μπουσουλώντας. Με ανέβαζε πάνω στη ραπτομηχανή του και καθόμουν με τις ώρες. Εκτός αυτού, ήταν δίπλα μας και άλλη μία φιλόμουση οικογένεια με τους γονείς και τα δυο τους παιδιά, έναν γιο και μια κόρη πιανίστα. Σ’ αυτούς έρχονταν πολλοί λυρικοί καλλιτέχνες και τους έπαιζαν τα κομμάτια τους. Είχαν πολύ όμορφο σπίτι με μεγάλες κουρτίνες και βελούδινες πολυθρόνες. Μ’ άρεσε να κάθομαι σε μια πολυθρόνα τέτοια και ν’ ακούω το κλασικό ρεπερτόριο, ούσα τριών – τεσσάρων ετών. 

Μου περιγράφετε ένα μεγαλοαστικό περιβάλλον. Την ίδια περίοδο, ας πούμε, θα μπορούσατε να βιώνατε εκ των έσω το ρεμπέτικο – λαϊκό και όχι το λυρικό τραγούδι.

Κοιτάξτε, μ’ αρέσει κάθε είδος μουσικής. Σας περιέγραψα τις δύο εμπειρίες που είχα ως μικρούλα, χωρίς να’χω μέσα μου την επιθυμία της τραγουδίστριας. Αυτή ήρθε σιγά – σιγά μέσα από το δημοτικό κι εδώ θα σας πω μια πίστη που έχω στο ότι κάθε άνθρωπος έρχεται μ’ έναν προορισμό στη γη. Θεωρώ πως η φωνή είναι ένα χάρισμα του Θεού, όπως είναι η υποκριτική και γενικά η καλλιτεχνία. Είναι προορισμένοι οι καλλιτέχνες.

Όλοι οι άνθρωποι μπορεί να έχουν ταλέντο που ίσως να μην το εκφράσουν ποτέ, άρα γι’ αυτούς μόνο θεόσταλτο δεν είναι.

Πιστεύω πως άμα τό’χουν, θα το εκφράσουν, ο κόσμος να χαλάσει. Θα σας το αποδείξω, γιατί εμένα με είχαν ξεχωρίσει πολύ νωρίς, απ’ το δημοτικό σχολείο με τις χορωδίες. Πήγαινα στα σχολειά για να τους μαθαίνω τα τραγούδια, ν’ ακούν εμένα δηλαδή για να τα μαθαίνουν, μαζί με δύο μουσικούς που λέγονταν Κουτσιμάνοι: Ο ένας έπαιζε βιολί και ο άλλος τσέλο – τι ωραίες εικόνες μου φέρνετε τώρα στο μυαλό! Όταν εγκατασταθήκαμε στα Πατήσια, άκουγα μουσική από ένα ραδιόφωνο που’χε πάρει ο πατέρας μου. Στο Γυμνάσιο, αργότερα, είχα την τύχη νά’χω έναν πολύ αυστηρό καθηγητή, αλλά και τρομερά φιλόμουσο. Παπαθανασόπουλος λεγόταν και σ’ αυτόν οφείλω τις σπουδές μου στο Ωδείο. Ο πατέρας μου ούτε ν’ ακούσει! «Δεν θα σε κάνω εγώ ταραντέλα» έλεγε! Διότι, μπορεί κι αυτός νά’χε μια ωραία φωνή ή ν’ ακούγαμε δίπλα μας άλλες δύο καλές φωνές, αλλά εγώ δεν τραγουδούσα μέχρι τότε. Ούτε όπερα ακούγαμε. Θυμάμαι μόνο ένα δίσκο, την «Καβαλερία Ρουστικάνα», που τον έβαζα συνέχεια και τον άκουγα. Στο τέλος ο πατέρας μου μού έβαλε ένα δίλημμα: «Εγώ δεν θα σ’ αφήσω ποτέ να πας στο Ωδείο και να μου βγεις στο θέατρο». Να, όμως, πως ήρθαν τα πράγματα! Έκανα γαλλικά στη γειτονιά με μία «Γαλλίδα», η οποία είχε φίλη την αείμνηστη Ειρήνη Σκέπερς, μετέπειτα δασκάλα μου στο Εθνικό Ωδείο. Αυτή έπιασε τον πατέρα μου: «Να την πάω την Αγγελική από μια φίλη μου που παίζει πιάνο;» Ούτε η ίδια δηλαδή δεν γνώριζε ότι η Σκέπερς ήταν καθηγήτρια τραγουδιού. Με άφησε, όντως, ο πατέρας μου να με πάει στην καθηγήτρια αυτή, νομίζοντας ότι θα κάνω ξένες γλώσσες και όχι τραγούδι. «Μα τι τό’φερες το κορίτσι; Εγώ κάνω μαθήματα τραγουδιού» της είπε η Σκέπερς. «Έχεις φωνή;» γυρνάει μετά και ρωτάει εμένα. Απάντησα πως μπορώ να της τραγουδήσω! Μ’ ακούει, χτυπάει μία το πιάνο και μου κάνει: «Τι φωνή είναι αυτή που έχεις, παιδί μου;» Εγώ τότε θά’μουν στην εφηβεία, στα 14 προς 15. Προθυμοποιήθηκε να μου αρχίσει αμέσως μαθήματα! Μήπως λέω παραπάνω απ’ όσα πρέπει;

Μα τι λέτε! Συνεχίστε.

Ωραία. Ξέρετε, με φέρατε πίσω και μ’ αρέσουν οι αναμνήσεις! Εντυπωσιάζεται με τη φωνή μου, αλλά εγώ της εξηγώ πως δεν μ’ αφήνει ο πατέρας μου. «Εγώ θα του μιλήσω, μην ανησυχείς» συνέχισε. Αυτή έμενε στο Γαλάτσι και είχε βγάλει πολλούς τραγουδιστές για την τότε Εθνική Λυρική Σκηνή. Μεταξύ αυτών και τον Μοσχονά, αν τον γνωρίζετε, που έκανε διεθνή καριέρα. Το λέω στον πατέρα μου κι αυτός κάνει: «Αποκλείεται»! Σηκώνεται η γυναίκα που ήταν και ηλικιωμένη, θυμάμαι, για να πιάσει τον πατέρα μου: «Κύριε Μορφονιέ, σας παρακαλώ»…«Εγώ σας παρακαλώ, μη μου ξεμυαλίζετε το παιδί μου»…«Μα εγώ θέλω να καλλιεργήσω τη φωνή της, δεν θα τη βγάλω στο θέατρο». Τον ίδιο καιρό τραγουδούσα στο Γυμνάσιο. Είχα αναλάβει τις σχολικές εορτές, τραγουδούσα τον «Γερο-Δήμο» και το έκανα σκετς, είχα και την τάση- εννοώ- και για θέατρο. Φόραγα στον καθρέφτη τα φουστάνια της μαμάς μου και παίζαμε σκηνές απ’ το σινεμά με τη μικρή αδερφή μου. 

Έχει ενδιαφέρον αυτό. Μίλαγα χθες με τη Λένα Πλάτωνος και μου έλεγε πως ο πατέρας της, ο Γεώργιος Πλάτων, δεν σας θεωρούσε απλά τη μεγαλύτερη μέτζο σοπράνο, αλλά και την καλύτερη ηθοποιό.

Μα τον είχα καθηγητή στη Λυρική Σκηνή και μου έκανε την εκμάθηση των ρόλων. Τα λέγαμε τότε με τον μπαμπά της Λένας, έχοντας μπει στη Λυρική, που εκεί αυτός ήταν ακομπανιαντέρ στους σολίστες. Εξαίρετος μουσικός, ένας πραγματικός κύριος, που μου μιλούσε πολύ για την κόρη του και λυπάμαι πολύ που δεν τη γνώρισα ποτέ από κοντά. Ξέρω ότι είναι μια καλή μουσικός και ότι έχει κάνει μεγάλη καριέρα, αλλά δεν έτυχε να γνωριστούμε, ούτε καν επί Τρίτου Προγράμματος. Επανέρχομαι στα γυμνασιακά χρόνια, όταν μ’ άκουσε ο γυμνασιάρχης να τραγουδώ σε μορφή σκετς τον «Γερο-Δήμο». Τελειώνει η σχολική γιορτή και με φωνάζει:

– Έλα δω, Μορφονιού! Δεν μου λες, εσύ δεν πας στο Ωδείο;

– Μην το συζητάτε, δεν μ’ αφήνει ο πατέρας μου!

– Τι είπες;

– Αυτό που σας είπα, καθόλου δεν μ’ αφήνει ο πατέρας μου.

– Πες του πατέρα σου νά’ρθει εδώ αύριο!

Σημειωτέον, ήταν ένας πάρα πολύ αυστηρός άνθρωπος! Τον βλέπαμε και φεύγαμε, τρέμαμε! Λέω του πατέρα μου ότι τον ζητά ο γυμνασιάρχης, αυτός με ρωτάει τι έκανα κι εγώ δεν ήξερα τι να υποθέσω, γιατί δεν είχε πάει το μυαλό μου ότι θα του μιλούσε ειδικά για το τραγούδι. Πάει ο πατέρας μου και του λέει:

– Ξέρετε, κύριε Μορφονιέ, τι έχει η κόρη σας στο λαρύγγι της;

– Τι έχει το παιδί μου; Μια χαρά είναι!

– Κοιτάξτε, έχει μια φωνή ιδιαίτερη. Πρέπει να σπουδάσει αυτό το παιδί!

– Α παπαπα! Γι’ αυτό με φωνάξατε εδώ; Ούτε λόγος, κύριε Γυμνασιάρχα!

Τι δουλειά έκανε ο πατέρας σας;

Ήτανε μηχανολόγος στην Εθνική Τράπεζα. Η μητέρα μου, πάλι, δεν εργαζόταν, αλλά κι οι δυο τους κρατούσαν μια ερασιτεχνική σχέση με το τραγούδι. Ο Γυμνασιάρχης, λοιπόν, επέμενε. Με ρωτάει μπροστά στον πατέρα μου: «Κάθε πότε είναι το Ωδείο;»…«Δύο μέρες τη βδομάδα, αλλά να, δεν μ’ αφήνει. Μόνο κάτι μαθήματα κάνω με μία κυρία»…Κάνει τότε στον πατέρα μου: «Ακούστε, κύριε Μορφονιέ, μην σας κρατάω άλλο, εγώ θα δίνω κάθε Τρίτη και Παρασκευή άδεια να φεύγει απ’ το σχολείο και να πηγαίνει στο Ωδείο για να πάρει την μόρφωση, που της είναι απαραίτητη. Σκεφτείτε το, αλλά εγώ θα το κάνω πάντως»! Ο πατέρας μου επηρεάστηκε πολύ απ’ τα λόγια του Παπαθανασόπουλου κι έτσι με άφησε να πηγαίνω στο Ωδείο. 

Άρα ο γυμνασιάρχης ήταν ένα κομβικό πρόσωπο στη ζωή σας, ασυζητητί.

Βέβαια και ομολογώ ότι έχω τύψεις…Πως τ’ άφησα εγώ να συμβεί αυτό…Εννοώ που δεν τού’δωσα ποτέ μια πρόσκληση για να έρθει και να μ’ ακούσει. Μέχρι σήμερα τό’χω βάρος αυτό, για νά’μαι ειλικρινής. Σ’ αυτόν όφειλα τις σπουδές μου! Να πω, όμως, ότι και η δασκάλα μου ποτέ δεν μου πήρε μία δραχμή! Ούτε αυτή, ούτε και η κόρη της – Σταματίου λεγότανε – που επίσης ήταν ακομπανιαντρίς στην Λυρική Σκηνή. 

Πολύ εκτιμώ που είστε λαλίστατη.

Μου το λένε κι άλλοι συνάδελφοί σας, αλλά ξέρετε εγώ τώρα συγκινούμαι που ανασύρω μνήμες. 

Έχετε και καλή μνήμη.

Δεν είναι και τόσο καλή.

Ε, πως…

Είναι πράγματα που δεν ξεχνιούνται, αλλά γενικά ότι ξεχνάω, ξεχνάω. Αυτά όλα όμως είναι η ζωή μου η ίδια.

Τελικά το πιο ενδιαφέρον σ’ αυτή την κουβέντα είναι που μιλάτε για σας, για τα βιώματα σας και όχι τόσο για τα της γραμματικής της μουσικής.

Θα έρθουμε τώρα σ’ αυτό! Τώρα έρχεται, τώρα μπαίνει (γέλια)

Είναι απαραίτητο να μιλάμε για τη γραμματική της μουσικής και όχι για σας την ίδια;

Δεν θα πρέπει να φτάσουμε και σ’ αυτό; Εγώ απλά είμαι υποχρεωμένη ν’ απαντώ στις ερωτήσεις σας, αν κι εδώ βλέπω μία μαεστρία να με πηγαίνετε όπου εσείς θέλετε.

Διόλου τυχαία η επόμενη ερώτηση μου: Το κομμάτι της τεχνογνωσίας ήρθε ποτέ σ’ αντιπαλότητα μ’ αυτό του συναισθήματος στην εκάστοτε ερμηνεία;

(σκέφτεται) Μα είναι πολύ ωραία ερώτηση αυτή! Ξέρετε, όμως, εγώ δίνω μεγάλη σημασία στην ερμηνεία κάθε τραγουδιστή. Βεβαίως πρέπει να πει σωστά κάποιος τις νότες, αλλά γι’ αυτό σας έλεγα πριν ότι ο καλλιτέχνης γεννιέται και με τη μόρφωση του επαυξάνει το δώρο που έχει πάρει. Εγώ – προσέξτε – τραγουδούσα από μικρή και ελαφρά τραγούδια προτού μπω μεσ’ στην όπερα. 

Του Αττίκ, του Κώστα Γιαννίδη, τέτοια τραγούδια;

Βεβαίως! Στις παρέες με τις φίλες μου τραγουδούσα Αττίκ και μέχρι σήμερα τον τραγουδάω.

Είναι διαχρονικός ο Αττίκ. Ποιος δεν θά’βρισκε ένα αριστούργημα το τραγούδι «Την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι»;

Ακριβώς. Θυμάμαι ότι στην κατασκήνωση της Εθνικής Τραπέζης που μ’ έστελνε ο πατέρας μου, είχαμε έναν μουσικό. Μ’ έβαζε να μιμούμαι, γιατί το έκανα καταπληκτικά, την Μαίρη Λω, την Κάκια Μένδρη…Μέχρι σήμερα τα τραγουδάω αυτά με όση φωνή έχει μείνει βέβαια. Είχα πριν λίγο αυτή τη συζήτηση με το σύζυγο μου. «Γιατί να μην είναι αθάνατη η φωνή;» του είπα…«Είναι δυνατόν τώρα; Τι είναι αυτά που λες;» μου απάντησε. Του έδινα να καταλάβει γιατί δεν κάθομαι και τραγουδάω ακόμη, επειδή δεν μπορώ να κάνω χωρίς το τραγούδι και χωρίς τη μουσική.

Το καταλαβαίνω. Η ανάγκη αυτή δε θα φύγει ποτέ.

Έτσι ακριβώς, το κάνω από ανάγκη…

Όχι από ματαιοδοξία.

Ποτέ δεν ήμουν ματαιόδοξη, γι’ αυτό ίσως άφησα μια μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό. Μ’ άρεσε η οικογένεια.

Πόσο δύσκολο είναι να εκφράσει την εποχή του ένας ερμηνευτής κλασικών έργων, λυρικού ρεπερτορίου;

Σας φαίνεται δύσκολο;

Μου φαίνεται βουνό.

Ανάλογα με την ψυχική του διάθεση, με το πως αισθάνεται. Αν ένας άνθρωπος είναι ευαίσθητος θα τραγουδήσει διαφορετικά, πιστεύω. Εκτός αν είναι και ηθοποιός, που θα βγάλει και τη σκληράδα, αφού ο κάθε ρόλος έχει τις δικές του απαιτήσεις. Μπαίνει και το θέμα της σκηνοθεσίας εδώ, του σκηνοθέτη, που μπορεί να σε οδηγήσει ερμηνευτικά.

Μιλάμε όμως για όπερα που είναι ένα ολόκληρο σύμπαν από μόνη της.

Συμφωνώ απόλυτα.

Για παράδειγμα, η ηθοποιός Μάρθα Βούρτση είχε επίσης σπουδάσει κλασικό τραγούδι και δεν την αναφέρω τυχαία.

Καλά κάνετε, γιατί ο πατέρας της, ο Μιχάλης Βούρτσης, ήταν ένας απ’ τους καλύτερους διευθυντές χορωδίας της Λυρικής για χρόνια. 

Το γνωρίζω, αλλά ήθελα να πω ότι εκείνη απορροφήθηκε από ρόλους στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Εσείς δεν μπήκατε ποτέ στη λογική της ηθοποιού.

Είδατε που με «φέρνετε» πάλι; Είχα γνωρίσει σκηνοθέτες στη Λυρική, μεγάλους σκηνοθέτες: Τον Μινωτή βέβαια, τον Ροντήρη και τον Κατσέλη. Αυτοί οι τρεις και ιδιαίτερα ο Ροντήρης και ο Κατσέλης με ρώτησαν: «Παιδί μου, γιατί δεν έρχεσαι εσύ στο Εθνικό;» Μιλάμε και γι’ άλλες εποχές, έτσι; Με ζητούσαν για μεγάλη καριέρα, αλλά τους εξηγούσα πως δεν γινόταν ν’ αφήσω το τραγούδι, έχοντας ήδη γίνει γνωστή στη Λυρική. Θυμάμαι καλά, πάντως, τον πρώτο μου ρόλο που ήταν η Ατζουτζένα στον «Τροβατόρε». Ήμουν 22 ετών και κακώς το έκανα, αλλά αν δεν τό’κανα ίσως να ήμουν ακόμα στη χορωδία! 

Να που λέγατε την αλήθεια ότι δεν υπήρξατε ματαιόδοξη. Ένα κορίτσι στα 22 του για να προτιμά το λυρικό τραγούδι και όχι το πιο «άμεσο» θέατρο, φανερώνει τάξιμο στην τέχνη του.

Τα συνδύαζα και τα δύο ούσα μέσα στο λυρικό θέατρο. Δεν ήμουν ματαιόδοξη, αλλά φιλοδοξία υπήρχε. Όχι με την κακή έννοια, αλλά μόνο για να προχωρώ, να γίνομαι καλύτερη και να ψάχνω πάντα την κεντρική ιδέα του ρόλου μου. Είχα μια διαρκή ανησυχία πάνω σ’ αυτό που έκανα. Όχι, δεν ήταν φιλοδοξία…

Η Μαρία Κάλλας με την Κική Μορφονιού
Πείτε μου τώρα, αληθεύει η ιστορία αυτή; Μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο σας, κάποιος σας έβαλε ν’ ακούσετε ένα απόσπασμα από τη «Νόρμα» στην Επίδαυρο, δίπλα στη Μαρία Κάλλας, και σας τό’κλεισε αμέσως μετά.

(με έκπληξη) Μάλιστα. Ποιος ήταν αυτός; Μήπως τον ξέρετε για να με ρωτάτε;

Όχι, όχι, δεν έχω ιδέα. 

Μα, ποιος σας το είπε;

Την ακούω χρόνια αυτή την ιστορία, αλλά μου το θύμισε να σας το ρωτήσω και ένας μέγας φαν σας.

Συνέβη πριν πάρα πολλά χρόνια. Χτυπάει το τηλέφωνο, δεν ακούω κανέναν στην άλλη γραμμή. Το μόνο που ακούω είναι η φωνή της Κάλλας. Λέω: «Πω, πω, πω», αφού ήξερα ότι η παράσταση είχε ηχογραφηθεί και είχα φάει τον κόσμο να βρω ένα αντίγραφο. Ακούω το ντουέτο μας, αμέσως μετά, με την Κάλλας και του λέω: «Σας παρακαλώ, θα μου κάνετε το μεγαλύτερο δώρο της ζωής μου! Πως μπορώ να το έχω; Και σας εγγυώμαι πως δεν πρόκειται να το εκμεταλλευθώ». Και τσακ μού το κλείνει!

Δεν πήγε πουθενά το μυαλό σας;

Κάνας φιλόμουσος θα ήταν μάλλον. Δεν πιστεύω να ήταν φίλος μου, να τον ήξερα και να μη μου τό’δινε.

Μάλιστα. Κάποιος δηλαδή βρήκε απλά το τηλέφωνο σας και θέλησε να σας ενημερώσει για την ύπαρξη του ντοκουμέντου.

Μάλλον ρώτησε στη Λυρική για το νούμερο μου και με πήρε. Τώρα τι ήθελε ν’ αποδείξει μ’ αυτό, δεν ξέρω…

Οι δύο παραστάσεις σας με την Κάλλας στην Επίδαυρο δεν είχαν απλά ηχογραφηθεί, αλλά κινηματογραφηθεί κιόλας.

Ισχύει, γιατί έχω βρει στο κινητό μου (σ.σ. εννοεί στο internet) μία σκηνή από την Επίδαυρο από πρόβα μας. Ήταν η Κάλλας με «πολιτικά» ρούχα μαζί με τον ένα τενόρο και με τον Έλληνα το σκηνοθέτη, τον Φρίξο Θεολογίδη. Την είδα να κάνει ένα πέρασμα, τίποτα άλλο. Το άλλο που έχω ακούσει είναι ότι υπήρχαν οι δύο παραστάσεις καταγραμμένες, αλλά επί χούντας στην ΕΡΤ «έγραψαν» ποδόσφαιρο πάνω στις ταινίες. Για να βρω πάντως πρόσφατα αυτή τη σκηνή, σημαίνει ότι σίγουρα θα’χουν διασωθεί. Θα ήθελα να’χω αυτό το υλικό, για το αρχείο μου, όχι φυσικά για να το εκμεταλλευθώ.

Δεν πειράζει, εσείς έχετε ολόκληρη χειρόγραφη επιστολή της Μαρίας Κάλλας.

Μα η Κάλλας δεν ήταν αυτό που της καταλογίζουν, σνομπ ή στριμμένη, αν και πολλοί συνάδελφοί σας είχαν γράψει τότε ότι «θέλει να βοηθήσει τη Μορφονιού για ν’ αλλάξει και τη δική της εικόνα». Όχι! Καμία εικόνα της δεν ήθελε ν’ αλλάξει. Ήταν μια παρεξηγημένη γυναίκα, πολύ πονεμένη στη ζωή της, η οποία μου φέρθηκε άψογα. Ξέρετε, εγώ είχα μια υποτροφία του ΙΚΥ για το Μιλάνο και της το είπα. Μάλιστα, στις τελευταίες παραστάσεις της «Μήδειας», την έπιασα και της είπα:

– Θα’θελα μια χάρη.

– Πες μου, ότι θέλεις!

– Θα’θελα να μου υποδείξετε κάποιον μαέστρο εκεί.

– Άκουσε, Κική, η σχολή σου είναι πολύ σωστή! Αυτό που σου χρειάζεται είναι ένας καλός μαέστρος για να μπορέσεις να τελειοποιήσεις το φραζάρισμα σου πάνω σ’ αυτά που θα τραγουδάς. Όταν θα’ρθεις στο Μιλάνο, πάρε με τηλέφωνο και θα σου βρω εγώ μαέστρο. Πάρε την κάρτα μου! 

Μ’ αγαπούσε πάρα πολύ, το πιστεύετε ότι στη «Μήδεια» μ’ έσπρωχνε για να βγω μπροστά; Κι εγώ τη σεβόμουν, δε μπορούσα να έχω εγώ την Κάλλας πίσω μου και να βγαίνω μπροστά.

Αναρωτιέμαι αν λέγατε κι άλλα πράγματα με την Κάλλας εκτός από όπερα και μουσική. Ήσασταν δύο νέες γυναίκες τότε.

Μου είπε κάποτε: 

– Κική, έχεις όλα τα προσόντα για να κάνεις μεγάλη καριέρα. Ξέρεις, όμως, όσα προσόντα και νά’χεις, υπάρχουν και κάποια πράγματα που πρέπει να κάνεις και εγώ βλέποντας το χαρακτήρα σου, σου λέω ότι θα σου είναι τρομερά δύσκολο.

– Προτιμώ να μην κάνω καριέρα, παρά να την κάνω μέσω άλλων.

Μου χαμογέλασε, με χτύπησε φιλικά στην πλάτη…Σας μιλάω ειλικρινά, ήταν ένας άνθρωπος παρεξηγημένος η Κάλλας, το λέω και θα το λέω όσο ζω!

Δυστυχώς οι δημοσιογράφοι όταν ένα πρόσωπο είναι τόσο προβεβλημένο ασχολούνται περισσότερο με την ιδιωτική του ζωή παρά με την τέχνη του.

Είναι τροφή για τους δημοσιογράφους, τη δουλειά τους κάνουν κι αυτοί. Ας μην τους αδικούμε. Έγινε άλλη μία παρεξήγηση κάποτε, για την οποία δεν έφταιγε η φουκαριάρα: Είχαμε μία τελική πρόβα. Όλοι οι φωτορεπόρτερ τότε ήρθαν μπροστά της, κάτω απ’ την υπερυψωμένη σκηνή, και αναβόσβηναν τα φλας τους συνέχεια πάνω της. Η γυναίκα τραγουδούσε, αυτή ήταν η ζωή της και γι’ αυτό η Κάλλας δεν «έγινε» τυχαία! Τους είπε ευγενικά: «Σας παρακαλώ, επειδή κάνουμε δουλειά τώρα, αν έχετε την καλοσύνη μη βγάζετε φωτογραφίες. Μετά ελάτε να βγάλετε όσες θέλετε»! Όσο τ’ ακούσατε εσείς, άλλο τόσο τ’ άκουσαν κι εκείνοι! Συνέχισαν τα φλας κανονικά, οπότε η Κάλλας σταματάει την πρόβα, πάει μπροστά στο προσκήνιο και τους λέει: «Επιτέλους, γιατί δε σέβεστε και τη δική μας δουλειά;» Μόνο αυτό είπε, τίποτ’ άλλο! Ούτε τους έβρισε, όπως έλεγαν, ούτε τίποτα! Για όνομα του Θεού, μπροστά ήμουν! 

Κρατήσατε επαφές όλα τα επόμενα χρόνια;

Όταν τελείωσαν οι παραστάσεις μας, εκείνη έφυγε για το Μιλάνο. Μετά από μία εβδομάδα πήγα κι εγώ. Της έστειλα μια μικρή ανθοδέσμη σ’ ένα καλαθάκι, μα δεν τόλμησα να την πάρω τηλέφωνο. Τη σεβόμουν και δεν ήθελα να νομίζει ότι της γινόμουν κολλητσίδα. Ήξερα ότι ενδιαφερόταν για μένα, μου τό’χε δείξει και το αισθανόμουν. Στην κάρτα μου στην ανθοδέσμη της έλεγα ότι είμαι εκεί με το νούμερο της πανσιόν μου. Αυτή την πανσιόν την είχε μία Ιταλίδα αρραβωνιασμένη με τον Νίκο Εγκολφόπουλο, έναν σπουδαίο βαρύτονο στη Σκάλα του Μιλάνο. Πήγαιναν πολλοί Έλληνες τότε στο Μιλάνο και σ’ αυτή την πανσιόν. Το πρωί έστειλα τα λουλουδάκια, το ίδιο βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο μου. Ξαφνιάστηκα, γιατί με τους γονείς μου είχα μιλήσει την προηγούμενη. Το σηκώνω και λέω:

Pronto! 

– Γεια σου, Κική, εδώ Μαρία.

– Ποια Μαρία;

– Η Κάλλας είμαι!

– Δεν φαντάστηκα ότι θα με παίρνατε τηλέφωνο.

– Πήρα για να σ’ ευχαριστήσω για τα όμορφα λουλούδια σου!

Καταλαβαίνετε, λοιπόν; Τι νά’θελε από μένα η Κάλλας; Εγώ τότε ήμουν άσημη, πήγαινα για πρώτη φορά στο Μιλάνο να σπουδάσω. Είχα την ανάγκη της να μου έδειχνε έναν δάσκαλο για νά’χα ήσυχο το κεφάλι μου. 

Τώρα που μου τα λέτε όλα αυτά, έχετε μια σκέψη έστω για τη νεότητα που χάθηκε;

Είμαι τόσο γεμάτη που – πιστέψτε με – δεν έχω το παραμικρό δυσάρεστο μέσα μου. Αν σας διαβάσω το γράμμα της, θα καταλάβετε. Είναι δυο σελίδες και θα καταλάβετε ποια ήταν η Κάλλας! Αν θέλετε, σας το διαβάζω! 

Φυσικά, αν το έχετε εύκαιρο.

Ήξερα ότι θα σας ενδιέφερε κι έχω φέρει εδώ τα χαρτάκια μου (σ.σ. μου διαβάζει την επιστολή της Μαρίας Κάλλας, η οποία επί λέξει έγραφε τα εξής:)

Αγαπητή Κική, εκανόνισα μία οντισιόν για σένα με τον διευθυντή του Covent Garden για το τέλος του μηνός. Τους είπα πως δεν μπορείς να έρθεις στα έξοδα σου κλπ., έτσι θα σου στείλουν εισιτήρια κλπ. Αυτό είναι το όνομα και η διεύθυνση του διευθυντή, γράψε και θα σου απαντήσουν με λεπτομέρειες. Πρόκειται για Ατζουτζένα στον «Τροβατόρε» και για δουλειά γενικώς. Πρόσεχε τον εαυτό σου και μελέτα με σοβαρότητα πάντα. Σε φιλώ, Μαρία Κάλλας. 

Ανατρίχιασα, σας μιλάω ειλικρινά.

Αν αυτή είναι γυναίκα που δεν ήθελε να βοηθήσει, ορίστε το γράμμα της! Το έχω κορνιζάρει και με πόνεσε πάρα πολύ ο θάνατος της. Ξέρετε, είμαι υπόχρεη απέναντι σε σας και σ’ όλους τους συναδέλφους σας που μου λένε: «Να είστε καλά, κυρία Μορφονιού, γιατί μάθαμε από σας πάρα πολλά πράγματα για την Κάλλας». Την αλήθεια λέω, βρε παιδιά, έχω κάνα συμφέρον να πω άλλα πράγματα; Δεν θα ξεχάσω τη στιγμή της είδησης του θανάτου της. Έπαθα κάτι σαν σοκ! Ενώ δεν είμαι ποιήτρια, ακούστε τι κάθισα κι έγραψα – το θυμάμαι απ’ έξω: Τραγούδα, τραγούδα εκεί πέρα στο άπειρο, στο σύμπαν, πρώτη εσύ ανάμεσα στον ουράνιο χορό των αγγέλων. Και με το μύρο, την πνοή του τραγουδιού σου, γαλήνιο θ’ απλωθεί ατέλειωτο φως. Σαν το τραγούδι, ουράνια κι ανθρώπινη μαζί η φωνή σου κι ο μεγάλος πόνος, Μαρία. Αυτό το’γραψα και το μοιράζομαι τώρα. Ούτε να το δώσω πουθενά, να το μοιράσω κλπ. Αισθανόμουν τόσο δεμένη μαζί της, ένιωθα την αγάπη της. Ξέχασα να σας πω, στη Σκάλα του Μιλάνου μου’χε δώσει το θεωρείο της…Δεν ξέρω αν πρέπει να το πω, δεν είναι και τόσο ωραίο (σ.σ. αναστενάζει)

Πείτε μου, πόσο άσχημο μπορεί να’ναι;

Μου είχε πει: «Ξέρω, εσύ πας απάνω στα φοιτητικά θεωρεία και βλέπεις όρθια τις παραστάσεις. Δεν θα στέκεσαι όρθια, θα σου δώσω το δικό μου ”ελευθέρας” στο θεωρείο για να πηγαίνεις εκεί». Έτσι έγινε. Η τελευταία της παράσταση έγινε στο τέλος του ’62, νομίζω, με «Μήδεια». Ήταν αδιάθετη…Καθόμασταν στο θεωρείο με τη Μπρούνα, την κοπέλα που είχε για χρόνια στο σπίτι της. Τη βλέπαμε να μη βγαίνει καλά η φωνή της, να μην την υπηρετεί δηλαδή. Εν πάση περιπτώσει, δεν θέλω να επεκταθώ, αλλά δεν ήταν καλή εκείνη τη φορά. Μάλιστα, ο κόσμος δεν αντέδρασε σωστά…Εγώ είχα βραχνιάσει να φωνάζω τ’ όνομα της…Από τότε η Μαρία δεν ξανατραγούδησε…Και χαθήκαμε! Εγώ της ξανάστειλα δύο γράμματα στο Παρίσι, όταν αρρώστησε πια, αλλά δεν δεχόταν τίποτα, δεν ήθελε κανέναν! Της είχε κάνει πολύ κακό αυτός ο έρωτας με τον Ωνάση, πάρα πολύ τον είχε αγαπήσει. Σαν τα χελιδονάκια ήταν οι δυο τους.

Μαρία Κάλλας - Κική Μορφονιού επί σκηνής
Συνήθως λένε πως ο έρωτας γεννάει τέχνη, αλλά εν προκειμένω έκανε κακό στη δική της τέχνη.

Έκανε κακό, ναι. Κάναμε μια πρόβα με τον Tullio Serafin, τον κορυφαίο μαέστρο. Η Κάλλας είχε αδιαθετήσει, γιατί ο Ωνάσης την είχε πάρει μαζί του σε ένα χορό στη Βενετία και γύρισε κρυωμένη. Φάνηκε στην πρόβα ότι είχε βραχνιάσει, οπότε σταματάει ο μαέστρος και της κάνει: «Μαρία, τι είναι αυτά που ακούω; Πως μπόρεσες εσύ να το κάνεις αυτό, σε ώρες δουλειάς να σηκώνεσαι να φεύγεις;» Μπροστά στο θίασο όλα αυτά, έτσι; Έσκυψε κάτω το κεφάλι της εκείνη…Ήταν όμως τόσο ευτυχισμένη! Δεν ξέρω αν είχε ξανανιώσει τόσο ευτυχισμένη ειδικά με όλα όσα είχε περάσει απ’ τη μάνα της. Όχι απ’ τον πατέρα της, γιατί αυτόν τον γνώρισα, ήρθε και με βρήκε! Είχαμε κάνει μια εκπομπή στην τότε ΥΕΝΕΔ όπου είχε συμμετάσχει και ο πατέρας της. Ήρθε στο καμαρίνι μου και μου είπε: «Κορίτσι μου, η Μαρία σ’ αγαπάει πολύ εσένα και δεν το κάνει με όλους αυτό. Σ’ έχει αγαπήσει για το χαρακτήρα σου και για τα προσόντα που έχεις».

Ίσως η Κάλλας ήταν μια τρομερά μοναχική προσωπικότητα και ένιωθε την ανάγκη μιας φίλης πραγματικής.

Οπωσδήποτε. Κι αν δεν υπήρχε η απόσταση, θα’μασταν καθημερινά μαζί. Εγώ δηλαδή θα τό’κανα μ’ όλη μου την καρδιά. Για να με δεχτεί εμένα αυτός ο κολοσσός, πέρασα από δύο ακροάσεις! 

Λέτε για τις κοινές παραστάσεις σας στην Επίδαυρο.

Ακριβώς. Εγώ έκανα πρόβες και για το ρόλο επρόκειτο να έρθει εδώ μία σπουδαία Ιταλίδα. Ένα μεσημέρι με ειδοποιούν: «Κυρία Μορφονιού, σας ζητάει ο κύριος Μπαστιάς», ο τότε διευθυντής. Στέλνουν ένα ταξί, με παίρνει και πάω κατευθείαν στο γραφείο του Μπαστιά, όπου μου λέει:

– Μορφονιού, ξέρεις το ρόλο της Αντελτζίζας;

– Ε, πως, αφού κάνω καθημερινές πρόβες.

– Κοίταξε να δεις, δε θα πεις τίποτα, ούτε εμείς θα πούμε, αλλά σκεφτήκαμε με τον Καραλίβανο να πας στη Ρώμη, να σ’ ακούσει ο Tullio Serafin και αν αρέσεις να σ’ ακούσει κι η Κάλλας μήπως τραγουδήσεις εσύ μαζί της.

Τά’χασα κανονικά! Λέω:

– Τι μου λέτε τώρα;

– Ετοιμάσου, σε δύο μέρες φεύγεις για Ρώμη.

Ήσασταν και μικρό κορίτσι τότε.

Βέβαια, το πολύ 22 ετών θα ήμουν. Είπα ότι θα πήγαινα στη Ρώμη μαζί με τον μπαμπά μου, όπως και έτσι έγινε. Αυτός που δεν ήθελε με τίποτε, τελικά με συνόδεψε στη Ρώμη (γέλια). Μα σας τα λέω όλα τώρα, δεν ξέρω γιατί. Αισθάνομαι πολύ φιλικά μαζί σας.

Με τιμάτε, κυρία Μορφονιού. Σας ακούω.

Μου λέει ο Μπαστιάς:

– Να πας με τον μπαμπά σου, αλλά εμείς τα έξοδα σε μπαμπάδες δεν τα κάνουμε. Τα δικά σου έξοδα μόνο θα σ’ τα κάνει η Λυρική. 

– Μη σας νοιάζει, θα τα κάνει ο μπαμπάς μου τα δικά του έξοδα.

Πάμε, λοιπόν, στη Ρώμη και ήρθαν και μας πήραν απ’ το ελληνικό Προξενείο. Με πήγαν απ’ το σπίτι του μαέστρου και μένα εκεί μ’ έπιασε το ελληνικό μου, είπα «Είμαι Ελληνίδα και πρέπει να βάλω τα δυνατά μου. Κάτσε καλά, σύνελθε και βγάλε ασπροπρόσωπη την Ελλάδα». Θυμάμαι τον πατέρα μου να περιμένει στο χολ, καθισμένος σε μια πολυθρόνα, κι εγώ μέσα να συνομιλώ με τον Tullio Serafin! Είδατε τι μου φέρνετε τώρα στο νου; Μου περνάει όλο το ρόλο στο πιάνο και μου λέει: «Έχεις πολύ ωραία φωνή, παιδί μου, εγώ συμφωνώ να τραγουδήσεις, αλλά δεν ξέρω τι θα πει η Μαρία». Σκέφτομαι εγώ, αν και χαρούμενη: «Ε ρε Παναγία μου»! Παίρνει τηλέφωνο από την Ελλάδα ο Μπαστιάς και του λέει: «Εγώ είμαι σύμφωνος να τραγουδήσει η κοπέλα που μου’ στειλες, αλλά να περιμένουμε και τη Μαρία, που σε λίγες μέρες θα βρίσκεται στη χώρα σας». Στο μεταξύ, κάθισα εγώ λίγες μέρες στη Ρώμη και πήγαινα και μου’δειχνε διάφορα πράγματα για το έργο. Γυρίζω στην Αθήνα και πρέπει τώρα να πάω να συναντήσω την Κάλλας στη «Μεγάλη Βρετάνια». Άλλη αγωνία εκεί και πολλά τα συναισθήματα! Με πήγε, θυμάμαι, ο Καραλίβανος. Με φαντάζεστε την ώρα που ανέβαινα στο δωμάτιο της; Θα συναντούσα αυτή τη γυναίκα που τη λάτρευα από μαθήτρια και τη θαύμαζα. Χτυπάω την πόρτα και μου ανοίγει. Έβλεπα την Κάλλας από κοντά για πρώτη φορά! Τι όμορφη που ήταν, όμως, κάτι μάτια που είχε! Έτρεμα απ’ την αγωνία μου, το είδε και μου είπε: «Έλα, ηρέμησε και κάθισε. Μην έχεις αγωνία γιατί θα τραγουδήσουμε μαζί τώρα». Κάθεται ο Καραλίβανος στο πιάνο κι αρχίζει να τραγουδάει. Παίρνω θάρρος, σηκώνομαι απάνω για να πούμε το ντουέτο από τη «Νόρμα». Μόλις τελειώνουμε, μου χτυπάει φιλικότατα την πλάτη: «Μ’ αρέσει πάρα πολύ η φωνή σου, ταιριάζει με τη δική μου και θα τραγουδήσεις». Εκείνη τη στιγμή, ασυναίσθητα, παίρνω το χέρι της, το φιλάω και της λέω:

– Από σας θα εξαρτηθεί η επιτυχία μου.

– Δεν σου κάνω καμία χάρη. Ούτε σε ξέρω, ούτε συγγενής μου είσαι. Έχεις αξία, παιδί μου. 

Τι ωραία ακούγονται όλα αυτά. 

Θέλω να τα λέω, γιατί νιώθω την υποχρέωση…

Μουσικός Αύγουστος 1981: Στο κέντρο η Κική Μορφονιού και ο Μάνος Χατζιδάκις
Γνωρίζετε την ιστορία με τη Μαρία Κάλλας και τον Μάνο Χατζιδάκι;

Όχι, αλλά ακούστε: Με τον Μάνο ήμασταν αδερφές ψυχές, πολύ φίλοι. 

Λέγεται πως συναντήθηκαν στο Παρίσι το 1960, αμέσως μετά τη βράβευση του με το Όσκαρ. Η Κάλλας έσκυψε και του τραγούδησε στ’ αυτί «Τα παιδιά του Πειραιά», κάτι που μάλλον εκνεύρισε τον Χατζιδάκι.

Δεν μου το’χε πει ποτέ, αλλά δεν αποκλείεται καθόλου. Ο Μάνος είχε λατρεία με μένα, όπως κι εγώ μαζί του. Εκτιμούσε, εννοείται, τη σχέση που είχα με την Κάλλας. Άλλος παρεξηγημένος ήταν κι αυτός! Δεν ξέρω τι γνώμη έχετε εσείς. Η Κάλλας και ο Χατζιδάκις ήταν οι δύο άνθρωποι που έδωσαν στη ζωή μου μεγαλύτερη αξία.

Γιατί, όμως, παρεξηγημένος ο Χατζιδάκις;

Ε, μα τώρα, εσείς πρέπει να τα ξέρετε καλύτερα από μένα! Μ’ αυτά που έλεγε, με τα κείμενα του και με τις εκπομπές του, εισέπραττε πολλές εχθρικές αντιδράσεις.

Δεν τον ένοιαζε, μη σας πω ότι αυτό ήθελε.

Σίγουρα…Ξέρετε τι γλυκός άνθρωπος ήταν ο Μάνος; Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι έκανε! Ο Μάνος είχε τρεις γιαγιάδες φτωχές, τις οποίες ούτε τις γνώριζε και είχε μάθει απλά ότι υπήρχαν. Μ’ ένα παιδί έστελνε τρεις φακέλλους για το νοίκι τους, τα ρούχα τους και τη διατροφή τους. Εμείς κάναμε στενή παρέα με τον Μάνο, αγαπιόμασταν, δεν ήταν μόνο η συνεργασία μας.

Πότε ακριβώς γνωριστήκατε μαζί του;

Απ’ τα γεννοφάσκια μου, που λένε, από τότε που άκουσα τη μουσική του! Ζήτησε εκείνος να μ’ ακούσει όταν έκανε για ένα φεγγάρι πρόεδρος του Συμβουλίου της Λυρικής. Ήμασταν ήδη γνωστοί, γιατί είχαμε βρεθεί στο σπίτι της πιανίστας…(σ.σ. προσπαθεί να θυμηθεί τ’ όνομα)

Της Ντόρας Μπακοπούλου;

Όχι, όχι, η Ντόρα είναι πολύ φίλη μου. Τη Νικολαΐδου λέω. Εκείνη μου είπε να μου γνωρίσει τον Μάνο Χατζιδάκι, εγώ χάρηκα κι από εκείνη τη μέρα γίναμε κολλητοί. Μου έδωσε έργα του, τα οποία δεν τα’χει βγάλει ο Γιωργάκης (σ.σ. εννοεί τον Γιώργο Χατζιδάκι) ακόμα.

Σαν όνειρο θυμάμαι τώρα μία ηχογράφηση του «Κύκλου του CNS» του Χατζιδάκι με εσάς στη φωνή, συνοδεία μόνο άρπας. Η Αλίκη Κρίθαρη σας συνόδευε.

Τι μου λέτε! Πρέπει να ήταν για το Τρίτο Πρόγραμμα! Εγώ θυμάμαι όταν είχε γράψει την «Επιστροφή», το ανέκδοτο έργο του. Μου τηλεφώνησε ένα βράδυ: «Κική, τι κάνεις τώρα; Δεν έρχεσαι από δω να κάνουμε παρέα;» Πήγαινα, έφευγα από τα βόρεια προάστια που μένω και τώρα για να τρέξω να τον συναντήσω. Τον αγαπούσα πάρα πολύ. Δεν θα ξεχάσω τη μητέρα του, μία γλυκύτατη γυναίκα.

Την κυρία Αλίκη.

Ακριβώς! Μου έλεγε: «Κική, σε παρακαλώ, κάνε μου μια χάρη. Ξέρω πόσο σ’ αγαπάει ο Μάνος. Πες του να μην ξοδεύει τόσα λεφτά»…Μα, έτσι ήταν ο Μάνος, δεν άφηνε να πληρώσει άλλος. Μια μέρα του’πε ο άνδρας μου: «Μάνο, δεν θα ξανάρθω»! «Γιατί, βγε; Εσύ μην έγχεσαι, την Κική θέλω»! (γέλια)

Αν και σας έγραψε πρωτότυπα έργα, δεν τραγουδήσατε ποτέ κύκλους τραγουδιών του.

Ίσως γιατί στο τέλος δεν έγραψε αυτά που ήθελε να γράψει.

Σαν την «Αμοργό» του Γκάτσου, ας πούμε, που δεν το τελείωσε ποτέ;

Στην «Αμοργό» θα τραγουδούσαμε εγώ και ο Σπύρος Σακκάς.

Το γνωρίζω, όπως γνωρίζω ότι ήθελε και τη Φλέρυ Νταντωνάκη για το ίδιο έργο.

Ναι, βέβαια, εξαιρετική τραγουδίστρια ήταν αυτή. Δεν την είχα γνωρίσει ποτέ, δεν έτυχε, αλλά την εκτιμούσα και είχα ακούσει πολλά απ’ τον Χατζιδάκι. Την ξέρετε μια ιστορία τους απ’ την Αμερική;

Ποια απ’ όλες; Κυκλοφορούν πολλές.

Είχε βγει να τραγουδήσει μ’ ένα αραχνοΰφαντο φόρεμα, γυμνή σχεδόν!

Δεν βαριέστε, κυρία Μορφονιού. Ο Χατζιδάκις την ίδια ακριβώς περίοδο πήγαινε σε συναυλίες της Melanie και ξάπλωνε στα πόδια της. Τα σήκωνε η εποχή αυτά.

Ναι, συμφωνώ, αλλά και τι ωραία τραγουδίστρια που ήταν η Φλέρυ! Έχει ένα ιδιαίτερο στυλ τραγουδίσματος. Και σήμερα, βρε παιδί μου, δεν ακούω κάτι που να με συγκινήσει…Φταίει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δεν ξέρω…Όχι πως δεν υπάρχουν, αλλά δεν έχω βρει έναν, μία, που να μου δώσει ότι μου έδιναν η Φλέρυ και οι άλλοι τραγουδιστές. Η Πασπαλά είναι μία καλή τραγουδίστρια.

Είναι, ναι, προερχόμενη κι αυτή απ’ το χατζιδακικό περιβάλλον. Πείτε μου κάτι άλλο, διαβλέπετε πολιτική ροπή στο λυρικό τραγούδι;

Τι εννοείτε ακριβώς;

Ο Λουκίνο Βισκόντι, ας πούμε, ένας αστός του πνεύματος, σκηνοθέτησε όπερες, αλλά παρέμεινε αριστερός βαθύτατα.

Το ξέρω, είχε σκηνοθετήσει και την Κάλλας, αλλά δίχως επιτυχία. Όπως επιτυχία δεν είχε κατά τη γνώμη μου και η ταινία που έκανε η Κάλλας με τον Παζολίνι. Εμένα ποτέ δεν μ’ απασχόλησε η πολιτική, πίστευα και πιστεύω ότι ανήκω παντού. Σ’ όλο τον κόσμο και στο λαό μου. Δεν είμαι σε θέση να πω ότι πιστεύω αυτόν ή τον άλλον. Θέλω να δίνω τον καλύτερο μου εαυτό, αυτή είναι η δική μου οπτική.

Έχετε συνεργαστεί και με τον Μίκη Θεοδωράκη, αν δεν κάνω λάθος.

Βέβαια, πολλές φορές! Κάναμε και δίσκο με τον Μίκη, μία λειτουργία του μόνο για φωνή και χορωδία χωρίς όργανα. Έχω τραγουδήσει Μίκη, αλλά ο Μάνος ήταν ο έρωτας μου, τι να κάνουμε τώρα…

Θα μείνουμε λίγο στον Χατζιδάκι, γιατί εκτός απ’ την «Επιστροφή», που ήταν σε ποιητικούς στίχους του Αβέρωφ, έγραψε για τη φωνή σας και για του Σακκά «Τα Πινδαρικά», επίσης αδισκογράφητα.

Βέβαια, τα’χω τραγουδήσει «Τα Πινδαρικά». Αριστουργηματικό έργο, αλλά δεν το καταλαβαίνουν όλοι. Είναι πολύ «προχωρημένος» στο έργο αυτό ο Μάνος! Υπάρχει στο διαδίκτυο ολόκληρη η συναυλία από τον Μουσικό Αύγουστο στο Ηράκλειο. Τι ωραία περνούσαμε, Χριστέ μου! Μας είχε γράψει με τον Σακκά κάτι ωραιότατα τραγούδια, τα οποία χάθηκαν, δεν ξέρουμε τι απέγιναν.

Εννοείτε άλλα τραγούδια, μεμονωμένα;

Ναι, δεν μιλάω για την «Επιστροφή» και «Τα Πινδαρικά». Έτσι «έφυγε» ο Μάνος, δεν άκουγε, δεν πρόσεχε τον εαυτό του. 

Ενώ υπήρξε επαγγελματίας στη ζωή του, στην πραγματικότητα ποτέ δεν ήταν επαγγελματίας με τη στενή έννοια του όρου.

Όπως ακριβώς το λέτε είναι, ακριβώς! Έκανε κακό στον εαυτό του, όμως, και σ’ όσους τον αγαπούσαν.

Δεν ξέρω αν μπορούμε να το λέμε αυτό για έναν άνθρωπο που ρούφηξε κυριολεκτικά τη ζωή.

Σίγουρα…Είχε μια μοναδική καλοσύνη ο άνθρωπος αυτός. Ανήκε σ’ αυτούς που δίνουν χωρίς να εισπράττουν…Το λες και αγιοσύνη, γιατί υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Κι αν είναι και μουσικοί, ακόμα καλύτερα!

Πάντως, το 1993, ένα χρόνο πριν πεθάνει, έβγαλε από τον Σείριο το άλμπουμ «Η Τέχνη της Κικής Μορφονιού».

Δεν είχαμε συζητήσει ποτέ με τον Μάνο για δίσκο, ποτέ δεν υπογράψαμε συμβόλαιο. Μου’ χε πει μόνο: «Θέλω αυτά που τραγουδάς να τα βγάλουμε σ’ ένα δίσκο για να μείνουν». «Να τα βγάλουμε, Μάνο μου» του’πα κι εγώ, χωρίς καμία εμπορική σκοπιμότητα. Ο δίσκος αυτός τώρα κυκλοφορεί στο διαδίκτυο ολόκληρος και αναρωτιέμαι αν είναι νόμιμο ή αν κάποιος εκμεταλλεύεται εμπορικά ένα προϊόν ερήμην των δημιουργών του.

Μια και είμαστε στα της δισκογραφίας σας, άκουσα κι ένα δισκάκι σας με την Λέλα Ζωγράφου.

Η Λέλα Ζωγράφου μαζί με τη Ζαχαράτου ήταν σοπράνο σε οπερέτες στη Λυρική. Έκανε και όπερα αυτή, όμως. Το δισκάκι που ακούσατε θα’ναι προφανώς από τη «Ζωντοχήρα», την οπερέτα του Χατζηαποστόλου. Με παρακάλεσαν να κάνω το σιγόντο μέσα και είπα ναι.

Ήταν η πρώτη καταγραφή της φωνής σας σε δίσκο;

Όχι, η πρώτη μου ηχογράφηση για δίσκο ήταν με τις «Άριες Αντίκες». Στο πιάνο ήταν ο Άρης Γαρουφαλλής.

Κυρία Μορφονιού, φτάνει ένα ταλέντο για να περάσει η ζωή ή χρειάζονται και κάποιες εμπειρίες, από τολμηρές μέχρι οδυνηρές;

Νομίζω πως δεν χρειάζεται κάτι άλλο πέραν του ταλέντου. Όταν είσαι δηλαδή προορισμένος, η ζωή κυλάει. Εγώ ξέρω τον μοναδικό τρόπο: Έχεις ταλέντο; Σίγουρα κάτι θα το κάνεις! Αν με ρωτάτε γενικά για τη ζωή, πάλι το πιστεύω. 

Η Μαρία Κάλλας είχε πει πως είναι το θήραμα μπροστά σ’ έναν άνδρα κυνηγό.

Δεν το θυμάμαι, να σας πω την αλήθεια, δεν το’χω διαβάσει αυτό. Εγώ δεν θα μπορούσα να κάνω ορισμένα πράγματα, που γίνονται και πρέπει να γίνονται, χωρίς να’ναι σίγουρο και το «πρέπει». Δεν θα μπορούσα να καταπατήσω διάφορες αρχές μου προκειμένου να κάνω καριέρα. Με τίποτα! 

Πείτε μου μερικές απ’ τις αρχές σας.

Το να’χω δύο θαυμάσια παιδιά, ένα γιο και μια κόρη, που μου χάρισαν τρία εγγόνια. Σκεφτείτε να μην είχα παντρευτεί, γιατί- εδώ που τα λέμε- δεν πάει μια μεγάλη καριέρα μαζί με οικογένεια. Ή πρέπει να’σαι γεννημένη στο εξωτερικό, διότι εδώ τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Εμένα μ’ άρεσε πάρα πολύ ο τίτλος της μητέρας. Μ’ άρεσαν πάρα πολύ τα παιδιά και δοξάζω τον Θεό που μου χάρισε τον Χρήστο και τη Μαρία μου, όπως και τα εγγόνια μου: Τον Αριστομένη, την Αγγελική και τη Μυρτώ – είναι οι χαρές της ζωής μου!

Να σας ζήσουν.

Ευχαριστώ. Η φωνή, ξέρετε, είναι κάτι που φεύγει, φθείρεται. Κι εγώ θέλω να τραγουδάω ακόμα, γιατί αυτή είναι όλη η ιστορία. Εξακολουθώ να κάθομαι στο πιάνο, αλλά δεν τραγουδάω. Προς Θεού, τώρα πια δεν μπορώ να τραγουδήσω, αλλά δεν ξέρετε πόσο θα το ήθελα! 

Πιστεύετε ότι η μητρότητα φανερώνει και μία άλλη όψη του έρωτα μεταξύ δύο συντρόφων, λιγότερο σαρκική;

Εγώ το πιστεύω αυτό, τό’χω δει δηλαδή. Και τό’χω δείξει με τη ζωή που κάνω, αν και κοντραρίστηκα με την καριέρα μου. Μου έλεγαν όλοι: «Είσαι χαζή και γύρισες απ’ το εξωτερικό; Τι το θες να παντρευτείς;» Ήθελα, όμως, δεν μ’ έσπρωξε κανένας. 

Απ’ την άλλη, ο έγγαμος βίος κοντράρεται μόνο με την καριέρα ή και με το πάθος;

Το πάθος πρέπει να υπάρχει για μένα, αλλά δυστυχώς όμως δεν υπάρχει. Ε μα τι…

Σαν να το λέτε με παράπονο.

Όχι, το λέω γενικά, γιατί τώρα εδώ δεν μπορεί να ισχύσει. Δεν ξέρω τι ορίζετε εσείς με το πάθος, βέβαια. Το ερωτικό, ας πούμε;

Ότι καταλαβαίνετε, δεν έχω θέμα.

Ας πούμε ότι πάθος πρέπει να υπάρχει στο οτιδήποτε. Πάθος με την καλή έννοια, έτσι; Να μη γίνεται καταστροφικό, όπως έχει συμβεί με πολλούς ανθρώπους. Έχει πάθος ο άλλος με το αλκοόλ, με το τσιγάρο, με την τεμπελιά…Πάει περίπατο έτσι η φωνή, δεν κάνει αυτό που πρέπει να κάνει. Δεν είναι καλός οιωνός τέτοιο πάθος.

Κική Μορφονιού - Μαρία Κάλλας επί σκηνής
Πριν μιλήσατε για το «ελληνικό» σας που σας έπιασε. Πως μπορούσατε, αλήθεια, να αποδίδετε όσα νιώθατε τραγουδώντας σε ξένες γλώσσες;

Δεν είχα πρόβλημα μ’ αυτό, ειλικρινά, γιατί το καθετί θέλει τον τρόπο του για να το εκφράσεις. Σε μία άρια ιταλική παίζει ρόλο και η μετάφραση, η απόδοση, αλλά σε μας υπήρχε ένας νόμος, να αποδίδεται το κάθε κομμάτι στη γλώσσα του. Αυτός που τό’γραψε, έχει κάποιο λόγο που τό’κανε, έτσι δεν είναι; Σημαντικότερη στην όπερα είναι η τοποθέτηση της φωνής ώστε να εκφράσεις και όσα εσύ νιώθεις ως ερμηνευτής. Όταν τραγουδάς στα ιταλικά, είναι πολύ πιο εύκολο να περάσεις κάποιες νότες απ’ ότι στα ελληνικά. Εδώ μιλάμε για την τεχνική, αλλά μην ξεχνάτε ότι εγώ έχω τραγουδήσει και πολλούς Έλληνες, από τον Καλομοίρη μέχρι τον Χατζιδάκι.

Τώρα θα σας ρωτήσω κάτι κι ελπίζω να μην «τσινίσετε»: Πιστεύετε ότι η Μαρία Κάλλας θα μπορούσε να θεωρηθεί μία τραγουδίστρια ισάξια της Μαρίκας Νίνου;

Α, όχι. Η Μαρίκα Νίνου είναι είδος πια! Και η Μαρία Κάλλας είναι πάλι είδος, αλλά άλλο. Δεν συγκρίνονται. Θα μου επιτρέψετε να το πω χωρίς να υποβιβάζω τη Νίνου, η οποία για μένα ήταν η καλύτερη λαϊκή τραγουδίστρια. Την ξεχωρίζω, όμως, ως λαϊκή, όχι ως τραγουδίστρια γενικώς. Έτσι δεν μπορώ να τη βάλω δίπλα στην Κάλλας. Εμένα η Νίνου μ’ άρεσε και μ’ αρέσει ακόμη ως μία βέρα λαϊκή τραγουδίστρια. Μη θεωρηθεί υπεροψία, αλλά κάποια πράγματα δεν συγκρίνονται.

Θά’χε ενδιαφέρον ν’ ακούγαμε την άποψη και της ίδιας της Κάλλας.

Δεν θα διαφωνούσε μαζί σας, γιατί τότε με τον Ωνάση είμαι σίγουρη πως η Κάλλας θά’χε ακούσει πάρα πολλά λαϊκά τραγούδια. Ο κάθε καλλιτέχνης φέρει ένα στυλ και ειδικά στην Ελλάδα αγαπάμε πολλά είδη τραγουδιού. Όπως κι εγώ άλλωστε, που μπορώ ν’ ακούσω οτιδήποτε καλό και αυθεντικό, αλλά σήμερα δυστυχώς δεν γράφονται τόσο ωραία τραγούδια σαν τα παλιά. Δεν ξεχνώ τον Αττίκ και τον Σουγιούλ! Ακόμη τραγουδάω το «Ζητάτε να σας πω», αυτό το υπέροχο τραγούδι (σ.σ. τραγουδάει το ρεφρέν) Το αίσθημα είναι κοινό σε όλα τα τραγούδια. Και ο Χατζιδάκις έγραφε λαϊκά τραγούδια καθ’ όλη τη ζωή του, αλλά προς το τέλος είχε γίνει πολύ επικριτικός, αν θυμάστε. Ακούμε τα πρώτα λαϊκά τραγούδια του Μάνου σήμερα και λέμε «Δώσε μου κι άλλα ν’ ακούω»! Το ίδιο και του Θεοδωράκη, που είχε τρομερές τεχνικές γνώσεις πάνω στο τραγούδι και στη μουσική.

Έχοντας βιώσει μοιραία τόσες απώλειες δικών σας ανθρώπων, θα λέγατε ότι έχετε φιλοσοφήσει το θάνατο;

Δεν θέλω να το σκέφτομαι! Τον φοβάμαι το θάνατο και μ’ αρέσει η ζωή…Το ξέρω, είμαι σε μία ηλικία που πρέπει να το σκέφτομαι, αλλά δεν θέλω να το σκέφτομαι! Είναι το μόνο σίγουρο στη ζωή μας κι επειδή πιστεύω στον Θεό, πιστεύω και ότι υπάρχει μία συνέχεια μετά. 

Όπως η ηθοποιός Δέσποινα Μπεμπεδέλη που μου είχε πει: «Εσείς μπορεί να πιστεύετε ότι θα γίνετε πετρέλαιο, εγώ όμως λέω ότι θα επιστρέψω στη μανούλα μου»…

Πολύ σπουδαία η Μπεμπεδέλη! Εσείς δεν πιστεύετε;

Έχω κι εγώ τις πεποιθήσεις μου. 

 Η πίστη είναι όπως τη νιώθει ο καθένας. Εγώ πιστεύω ότι έγινα ότι έγινα, επειδή πίστευα. Με βοήθησε αυτό, μου άνοιγε δρόμους. Δεν ήταν όλα τυχαία και ευκαιριακά. Ερχόμαστε με μιαν αποστολή και πρέπει να σκεφτόμαστε πως μπορούμε να γίνουμε τέλειοι. Κανείς δεν είναι τέλειος, αλίμονο. Ευτυχώς που τώρα μ’ αυτή την ασθένεια πάμε καλά στον τόπο μας και να δώσει ο Θεός, που λένε, να φύγει γρήγορα. 

Κάπως έτσι, λοιπόν, μη σκεπτόμενη το θάνατο, τον ξορκίζετε κιόλας.

Δεν ξέρω αν τον ξορκίζω, παρόλο που ώρες – ώρες συγκρούονται οι σκέψεις μου περί θανάτου με την πίστη μου. Έχω φίλους πιστούς, ένθεους, που μου λένε «Υπάρχει συνέχεια». Εμένα μ’ αρέσει όμως το τώρα που ζω, που μιλάω μαζί σας, τα όσα έχω κάνει, οι φωτογραφίες που βλέπω, οι κριτικές που ξαναδιαβάζω, που βλέπω τους φίλους μου, τα εγγόνια μου, τα δέντρα μου έξω, την πρασινάδα, κάτι μαργαρίτες όμορφες που ανθίζουν…Όλα αυτά είναι η χαρά μου και θέλω να τα βλέπω ζωντανά μαζί με μένα. Συγγνώμη που μιλάω έτσι τώρα…

Παρακαλώ. Τα λέτε πολύ όμορφα. Πείτε μου για το τέλος ποια πόλη του κόσμου έχει χαραχτεί περισσότερο μέσα σας.

Η Αθήνα, η Ελλάδα! Υπάρχουν κι άλλες, αλλά εγώ αυτήν έζησα, αυτήν αγαπώ. Ένας λόγος που μου κρύβεται ίσως είναι ότι θέλησα να δώσω στη χώρα μου όσα μπόρεσα και έδωσα. Είμαι ευτυχής, έτσι, που με γνωρίζουν ακόμη και νέα παιδιά. Υπάρχουν άνθρωποι που με συναντούν και μου λένε: «Κυρία Μορφονιού, μας λείπετε». Είναι μία ευχαρίστηση αυτή, όχι από εγωισμό, αλλά σαν αναγνώριση για όσα πρόσφερα. Μακάρι μέχρι τώρα να μπορούσα να τραγουδήσω, όπως θα ήθελα. 

Είδατε τελικά που δεν αρκούν η πρασινάδα και οι μαργαρίτες που ανθίζουν; Πάντα θα υπάρχει η καλλιτεχνική έκφραση. 

Η φλόγα αυτή δεν θα σβήσει ποτέ. Μόνο όταν «φύγω». Αφού κάθομαι ακόμη στο πιάνο και τραγουδάω…Όσο τραγουδάω…Δεν τολμάω βέβαια να «πιάσω» αυτά που τραγουδούσα. 

Κυρία Μορφονιού, σας ευχαριστώ γι’ αυτή τη συνέντευξη.

Εσείς ευχαριστείτε; Μου δώσατε την ευκαιρία να «ξανακοιτάξω» μέσα μου και να ανασύρω πράγματα, τα οποία παραμένουν ολοζώντανα. Με κάνατε να ξανασκεφτώ τη ζωή μου ολόκληρη. 


* Η συνέντευξη με την Κική Μορφονιού πραγματοποιήθηκε από τηλεφώνου - εξ αιτίας της πανδημίας του covid - τον Απρίλιο του 2020 και διήρκεσε μιάμιση ώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου