Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Δώρος Δημοσθένους: «Το σκοτάδι δεν είναι το τέλος, αλλά το μέρος ενός κύκλου»

 

Με τον Δώρο Δημοσθένους είμαστε φίλοι τουλάχιστον είκοσι χρόνια και είναι η πρώτη φορά που μου παραχωρεί μία συνέντευξη. Όχι πως δεν είχαμε ευκαιρίες τα προηγούμενα χρόνια, διότι ο Δημοσθένους και συναυλίες κάνει ακατάπαυστα, και δίσκους βγάζει, ωστόσο δεν ανήκει στους ανθρώπους που θα ζητήσουν ποτέ τίποτα, ειδικά από τους φίλους τους. Κι εγώ όλο του έλεγα «Έλα να κάνουμε μία συνέντευξη» κι αυτός μου απαντούσε «Την επόμενη φορά» κλπ. ώσπου έφτασε η στιγμή να ξαναβρεθούμε στο σπίτι του ένα μεσημέρι με το κινητό τηλέφωνο ανάμεσα μας να καταγράφει τη συνομιλία μας. Δεν παραθέτω κανένα βιογραφικό στοιχείο στον πρόλογο της συνέντευξης αυτής, καθώς τα όσα σπουδαία έχει καταφέρει ο Δημοσθένους, ειπώνονται από τον ίδιο. Αφορμή, λοιπόν, για τη δημόσια συζήτηση μας είναι ένας πολύ ιδιαίτερος δίσκος που έκαναν από κοινού με τη στιχουργό Ελένη Φωτάκη. Έχει τον τίτλο «Είχα φωνή, την πήραν τα πουλιά» και περιλαμβάνει μία σειρά λυρικών «dark» τραγουδιών σε δική του μουσική και ερμηνεία, μέσα στα οποία βρίσκει κανείς τις «συνομιλίες» του Δημήτρη Λάγιου με τον Nick Cave και του Μάνου Χατζιδάκι με τον Tom Waits. Πώς γίνεται αυτό; Αναζητήστε τα τραγούδια σ' όλες τις διαδικτυακές πλατφόρμες και θα το καταλάβετε. Ή καλύτερα περάστε από τον Σταυρό του Νότου τις δύο τελευταίες Παρασκευές του Οκτώβρη (24 & 31/10) όπου το έργο «Είχα φωνή, την πήραν τα πουλιά» θα παρουσιαστεί «live» ολόκληρο από τον Δημοσθένους και τους μουσικούς του.  

Αν τα λέω σωστά, με το άλμπουμ αυτό κάνετε και την πρώτη σας εμφάνιση ως συνθέτης.

Είναι η πρώτη μου ολοκληρωμένη συνθετική απόπειρα, πάντα όμως στους δίσκους μου συμπεριλάμβανα και ένα – δύο δικά μου τραγούδια Τα εφτά αυτά τραγούδια γεννήθηκαν πάνω στους στίχους της Ελένης Φωτάκη – μιας δημιουργού με ιδιαίτερη ευαισθησία και βάθος. Με την Ελένη μοιραστήκαμε τη μελαγχολία μας, και μέσα από αυτή τη συνάντηση γεννήθηκε κάτι αληθινό. Το βλέπω σαν ένα ταξίδι ψυχής που βρήκε τώρα τον χρόνο να βγει στο φως.

Πόσα χρόνια υπάρχετε στα μουσικά πράγματα;

Από τα 14 μου είχα φτιάξει στη Λεμεσό ένα ροκ συγκρότημα. Παίζαμε Beatles, Animals, Κλιφ Ρίτσαρντ κλπ. Λίγο μετά μπήκα στη «Διάσταση», ένα φωνητικό σύνολο, που υπάρχει ακόμη. Ήμουν σολίστ στη «Διάσταση» κι έτσι είχα την τύχη να γνωρίσω τον Δημήτρη Λάγιο.

Είχε κάποιος άλλος στην οικογένεια το χάρισμα του τραγουδιού;

Ο πατέρας μου έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε ερασιτεχνικά. Ο παππούς μου είχε ένα κουρείο στην πλατεία Ηρώων, κοντά στο Ριάλτο, μια περιοχή γεμάτη λαϊκά πορνεία. Θυμάμαι γυναίκες που η κοινωνία τις περιθωριοποιούσε, κι όμως για μένα ήταν φιγούρες τρυφερές και ανθρώπινες. Έχω φωτογραφίες Polaroid που με κρατάνε στα χέρια τους οι πόρνες. Μεγάλωσα με τις πουτάνες θα λέγαμε, που ήταν όμως Κυρίες. Δεν είναι τυχαίο που τη λέγαμε “πλατεία των Αγγέλων”.

«Έχω φωτογραφία Polaroid που με κρατάνε στα χέρια τους οι πόρνες»...
Μιλήστε μου για τη γνωριμία με τον Λάγιο.

Στη «Διάσταση» εντάχθηκα γύρω στο 1985. Είχε έρθει για πρόβες με τη «Διάσταση» ο Λάγιος, αφού συνεργαζόταν συχνά μαζί τους. Με άκουσε να τραγουδάω στη χορωδία και μου έκανε νόημα να πάω πιο κοντά του στο πιάνο.  «Αν είναι να σπουδάσεις στην Αθήνα, θα αναλάβω τη μουσική σου εκπαίδευση» μου είπε, αφού τότε δίδασκε στο Εθνικό Ωδείο. Παρέμεινα στην Κύπρο και στα 19 μου, έχοντας τελειώσει με τη στρατιωτική θητεία, ήρθα στην Αθήνα. Για την ακρίβεια ήρθα τον Σεπτέμβρη του 1991, ο Λάγιος δυστυχώς όμως πέθανε νεότατος τον Μάιο του ’91.  

Άρα πότε ακριβώς ηχογραφήθηκε το άλμπουμ «Ίνα τι»;

Ο Λάγιος το είχε τελειώσει το έργο αυτό, όπως και την «Ερωτική πρόβα», που κανονικά λεγόταν «Ερωτική πρόβα στο θάνατο», αλλά η εταιρεία δεν ήθελε έναν τόσο «βαρύ» τίτλο. Στα τέλη του ΄91 ηχογραφήθηκε και η φωνή μου σ’ ένα τραγούδι δίπλα σ’ αυτά με τον Νταλάρα και τη Σαβίνα Γιαννάτου. Ύμνους του Δαυίδ περιείχε το άλμπουμ.

Ήσασταν πολύ νέος. Είχατε επίγνωση του διαμετρήματος του Λάγιου;

Με είχε επηρεάσει βαθιά όλος αυτός ο μυστικισμός, με τον οποίο φλέρταρε πολύ ο Λάγιος. Παρόλο που ήταν άθεος, εμπεριείχε βαθύτατα ένα θρησκευτικό στοιχείο με την έννοια της πνευματικότητας. Συνήθιζε να λέει: «Δεν πιστεύω στον Θεό. Πιστεύω στον Άνθρωπο με άλφα κεφαλαίο». Την εποχή εκείνη που βρισκόμουν στην εφηβεία και διάβαζα Καρυωτάκη, το ίδιο διάστημα που γνώρισα τον Λάγιο, με είχαν συνεπάρει όλες αυτές οι αναζητήσεις. Ακόμη κι ως έφηβος είχα πλήρη συνείδηση του πόσο σπουδαίος ήταν ο Δημήτρης Λάγιος. Ίσως αυτή η επίγνωση ήταν και ο λόγος που πήρα τότε την απόφαση να αφιερωθώ στη μουσική. Είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν δίπλα σε έναν άνθρωπο με σπάνιο φως – και η λάμψη εκείνη συνεχίζει να με οδηγεί μέχρι σήμερα.

1987, το πρώτο εφηβικό συγκρότημα στην Κύπρο 
Μα και ο Λάγιος είχε μελοποιήσει Καρυωτάκη και κάποτε παρουσίασαν από κοινού τις συνθέσεις τους με τη Λένα Πλάτωνος.

Δεν το γνώριζα, κι όμως κάτι μέσα μου το υποψιαζόταν. Ίσως γιατί εδώ και καιρό με ακολουθεί η σκέψη μιας παράστασης αφιερωμένης στον Λάγιο και τη Λένα Πλάτωνος. Είναι δύο κόσμοι που φαινομενικά κινούνται σε διαφορετικές τροχιές, αλλά κάτω από την επιφάνεια τους ενώνει μια ίδια πνοή: μια βαθιά, σχεδόν μεταφυσική ευαισθησία. Η κόρη του, η Υακίνθη, αγαπά τη Λένα με έναν τρόπο που μοιάζει μοιραίος — σαν να συνεχίζεται μέσα της μια παλιά συνομιλία. Τελικά, οι συναντήσεις δεν συμβαίνουν ποτέ τυχαία∙ απλώς περιμένουν τον χρόνο τους για να αποκαλυφθούν.

Το ’91 που ήρθατε στην Αθήνα ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν εν ζωή και οι συνθέτες της γενιάς του επίσης παραγωγικοί. Υπήρχε όμως και η συμπατριώτισσά σας, Άννα Βίσση, που μεσουρανούσε. Αναρωτιέμαι σε ποιου είδους καριέρα στοχεύατε.

Πριν έρθω στην Ελλάδα, κάναμε παραστάσεις μιούζικαλ με τη «Διάσταση». Η Βίσση είχε έρθει σε μια συναυλία που κάναμε και, μάλιστα, όπως μου είπαν εκ των υστέρων, με είχε ακούσει και με ήθελε για τους «Δαίμονες» με τον Καρβέλα. Όμως τότε με συμβούλεψαν να μείνω πιστός στο “ποιοτικό” μου μονοπάτι — στα τραγούδια του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, σ’ εκείνον τον πιο εσωτερικό τόπο της μουσικής. Κι εγώ, νέος ακόμη, επέλεξα τη σιωπή αντί για τα φώτα. Ίσως από φόβο, ίσως από πίστη πως το φως που καίει πιο αργά, διαρκεί περισσότερο.

Ποια τροπή θα είχε η ζωή σας αν ακολουθούσατε τη Βίσση και όχι τον Λάγιο;

Αν είχα ακολουθήσει εκείνον τον δρόμο, πιθανότατα η ζωή μου θα είχε πάρει μια πιο εμπορική τροπή, ίσως πιο θορυβώδη, πιο εκτεθειμένη στα φώτα. Όμως μέσα μου υπήρχε πάντα μια συστολή, μια διστακτικότητα απέναντι σ’ αυτό το είδος της λάμψης. Είχα γερές βάσεις, αλλά και μια βαθιά ανάγκη να κατανοήσω πρώτα τη μουσική, όχι απλώς να τη χρησιμοποιήσω. Αν το είχα τολμήσει, πιστεύω πως θα το είχα κάνει με σεβασμό και ποιότητα. Κι όμως, ο νεανικός φόβος έγινε τότε φρένο, ίσως και σωτηρία. Άλλος στη θέση μου θα έπεφτε με τα μπούνια. Εγώ προτίμησα να μείνω λίγο πίσω και να ακούσω τη φωνή μέσα μου, πριν βγω στη σκηνή του κόσμου.

Ένα από τα πρώτα φωτογραφικά πορτραίτα στη ζωή αυτή
Ποιες ήταν οι πρώτες γνωριμίες που οδήγησαν σε μετέπειτα μεγάλες συνεργασίες;

Το 1993 ξεκινήσαμε κάποιες παραστάσεις με τον Μάριο Τόκα. Τραγούδησα τις επιτυχίες του, όπως και τραγούδια για την Κύπρο, που κάποια απ’ αυτά ηχογραφήθηκαν στη συνέχεια με τον Νταλάρα. Το ’94 δώσαμε μια παράσταση στο Ηρώδειο σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη με τίτλο «Κύπρος – 20 χρόνια μετά», δηλαδή 20 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή. Βοηθός του Κακογιάννη ήταν ο χορογράφος Δημήτρης Παπαϊωάννου, που μου έδωσε μία κασέτα με τα «Τραγούδια της αμαρτίας» του Χατζιδάκι και του Χριστιανόπουλου. Δεν τα είχα ξανακούσει, ούτε καν γνώριζα τον τραγουδιστή τους. Τα λόγια του Παπαϊωάννου ήταν τα εξής: «Τα έχει κάνει ο Χατζιδάκις μ’ ένα παιδί και τώρα θέλω να τα πεις εσύ». Και πάλι ήμουν επιφυλακτικός, αφού πριν μπω στη «Διάσταση» στην Κύπρο δεν είχα ιδέα περί Χατζιδάκι. Άκουγα τραγούδια όλων των ειδών από το ραδιόφωνο. Περισσότερο τα τραγούδια του Θεοδωράκη είχα στα αυτιά μου παρά του Χατζιδάκι.

Σας είχε κάπως ξενίσει το ομοερωτικό στοιχείο των συγκεκριμένων τραγουδιών;

Ναι, στην αρχή με είχε ξενίσει ή, καλύτερα, με είχε φέρει αντιμέτωπο με τις προκαταλήψεις της εποχής και του περιβάλλοντος μου. Θυμάμαι τον μέντορά μου στην Κύπρο να μου λέει: “Κάν’ το, αλλά πρόσεχε”. Αυτή η φράση, όσο καλοπροαίρετη κι αν ακουγόταν, φύτεψε μέσα μου τον σπόρο της αμφιβολίας. Όταν όμως γνώρισα τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και μπήκα στον κόσμο του, όλα αυτά ξεθώριασαν. Μου μίλησε με ευθύτητα, με αξιοπρέπεια, χωρίς να κρύβεται πίσω από τίποτα. Μπήκα στις πρόβες με καθαρό βλέμμα, χωρίς πια φόβο — μόνο με περιέργεια για το άγνωστο. Ήταν μια μύηση, όχι μόνο στη μουσική του Χατζιδάκι, αλλά και στην αποδοχή του άλλου, του διαφορετικού, του ίδιου του ανθρώπου. Ίσως τότε να ξεκίνησα πραγματικά να καταλαβαίνω τι σημαίνει Τέχνη.

Ο Χατζιδάκις είχε φύγει από τη ζωή ήδη.

Ναι, δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω, αν και θα μπορούσα. Ένας φίλος λίγο μεγαλύτερος από μένα τον ήξερε και θα με έστελνε να μ’ ακούσει, αλλά όμως μου είπε το εξής: «Δεν σε στέλνω, γιατί εσένα σ’ αρέσει ο Νταλάρας και ο Χατζιδάκις δεν έχει καμία σχέση μ’ όλο αυτό το κλίμα». Ο Νταλάρας, που τον ακούγαμε πολύ στην Κύπρο, ήταν το είδωλο μου.

Πάντως ήταν και η αιτία που «ψυχραθήκατε» με τον Ανδρέα Καρακότα, τον τραγουδιστή που είχε επιλέξει ο ίδιος ο Χατζιδάκις για τα «Τραγούδια της αμαρτίας».

Δεν νομίζω να είχαμε ποτέ ουσιαστικά πρόβλημα με τον Αντρέα. Εξάλλου εμένα ο Παπαϊωάννου με επέλεξε και μου έδωσε μια κασέτα να ακούσω τα τραγούδια και μου είπε να τα τραγουδήσω με τη φωνή μου και τον δικό μου τρόπο. Ο Παπαϊωάννου ήταν σαφής: «Δεν θέλω να τα πεις λαϊκά τα τραγούδια, αλλά πιο ''ίσια''». Μετά έμαθα ποιος τα τραγουδάει. Ο Αντρέας μου είναι πολύ συμπαθής ως άνθρωπος και, κυρίως, ως τραγουδιστής.  Απ’ αυτή τη δουλειά, λοιπόν, γνωρίστηκα με τον Νίκο Κυπουργό και τον Χρήστο Λεοντή. Ακολούθησαν συναυλίες με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, όχι μόνο με έργα του Χατζιδάκι, αλλά και με τραγούδια των Beatles.

Αντιληφθήκατε πια πως γίνεστε ένας λόγιος τραγουδιστής;

Αυτό το είχα αντιληφθεί απ’ όταν τραγουδούσα Χατζιδάκι – Θεοδωράκη με τη «Διάσταση». Το ΄94 είχα κάνει μια σχέση με μία κοπέλα που άκουγε πολύ Χατζιδάκι και είπα «Εδώ είμαστε»! Κόλλησα τρομερά με τον «Μεγάλο Ερωτικό» και με τη «Ρωμαϊκή Αγορά», που συνεχώς ανακάλυπτα το περιεχόμενο τους. Την ίδια περίοδο τραγούδησα δίπλα στη Νάνα Μούσχουρη στο θέατρο «Olympia» στο Παρίσι. Σε μια συναυλία με τη «Διάσταση» θα έλεγε δύο τραγούδια η Μούσχουρη και τελικά τα είπαμε μαζί. Της κράταγα το χέρι, θυμάμαι, γιατί μου έλεγε πως είχε τρακ.

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης πότε μπαίνει στη ζωή σας;

Αρκετά αργότερα, το 2005. Τον γνώρισα στο σπίτι της τότε κοπέλας μου, με την μητέρα της οποίας ο Λουκιανός είχε σχέση στα νιάτα του. Πάω ένα βράδυ στο σπίτι της και βλέπω έναν τύπο μακρυμάλλη να κρατάει ένα μπουκάλι ουίσκι. Τον είχα ξανασυναντήσει, βέβαια, σ’ ένα μπαρ στην Κύπρο, αφού ήταν φίλος με έναν χορωδό  από τη «Διάσταση». Τον φοβόμουν λίγο τον Κηλαηδόνη απ’ τη φάτσα. Εκείνο το βράδυ βλέπανε μαζί με τη φίλη μου μία παράσταση του από τον Λυκαβηττό. «Θες να πούμε μαζί ένα τραγούδι;» μου πρότεινε. Είπα ναι, αλλά χαθήκαμε και κάναμε δέκα χρόνια σχεδόν να ξαναβρεθούμε. Όταν κάποια στιγμή με είδε σε εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου, μου τηλεφώνησε η Βαγενά, η γυναίκα του, για να μου πει πως ήθελε να συνεργαστούμε. Πήγα στον χώρο του, τον είδα αγουροξυπνημένο, όπου γυρνάει και μου λέει: «Σε ξέρω εσένα. Εγώ τα’χα με τη μάνα κι εσύ τα’χες με την κόρη» (γέλια). Έτσι ξεκίνησε μια μεγάλη φιλία που οδήγησε σε συναυλιακές και δισκογραφικές συνεργασίες.

Ωστόσο, δισκογραφία κάνατε συνέχεια για ένα μεγάλο διάστημα.

Πριν κάνουμε με τον Μιχάλη Χριστοδουλίδη τα μεσαιωνικά κυπριακά τραγούδια με μένα και την Αλίκη Καγιαλόγλου, είχα τραγουδήσει σ’ ένα άλλο δίσκο του ίδιου συνθέτη που λεγόταν «Κύπρος Γη Εναλία» μαζί με τον Νταλάρα και τη Μελίνα Κανά. Η ζωή περνούσε καλά, θα έλεγα, με πολλές συνεργασίες: Με το Μουσικό Σύνολο Μάνος Χατζιδάκις συμμετείχα στην ζωντανή παρουσίαση και στη δισκογράφηση της «Αμοργού» του Νίκου Γκάτσου και του Μάνου Χατζιδάκι. Ο Κυπουργός μου πρότεινε να πάρω στην «Αμοργό» το ρόλο του νεαρού τραγουδιστή, όπως το’χε οραματιστεί το έργο ο Χατζιδάκις. Πάντως έχει σημασία για μένα να πω ότι πάντα ήμουν ανήσυχος και δεν μπορούσα να μείνω σ’ ένα συγκεκριμένο είδος. Όλο αυτό το χατζιδακικό κλίμα μού φαινόταν κάπως αποστειρωμένο, αφού όλοι πρόσεχαν να λειτουργήσουν με τον τρόπο που θα δούλευε ο Χατζιδάκις. Είδα στην πορεία τραγουδιστές που δεν θα συνεργάζονταν με τον Χατζιδάκι, όσο εκείνος ήταν στη ζωή, να το κάνουν μετά. Εκεί εγώ ένιωσα μια ματαίωση σε σχέση με όσα περίμενα και αποφάσισα να ακολουθήσω ότι είχα μέσα στο ταραγμένο μου μυαλό.

Ποια ήταν τα όσα περιμένατε;

Εκείνη την εποχή μου είχαν δώσει και μια κασέτα με ανέκδοτα τραγούδια του Χατζιδάκι, τα οποία είχαν αποδοθεί από ξένους ερμηνευτές. Αυτό περίμενα να κάνω και ποτέ δεν έγινε. Σε μερικά απ’ αυτά έβαλε στίχους αργότερα η Νικολακοπούλου και τα τραγούδησε η Γαλάνη. Ίσως τα έλεγα στα αγγλικά κιόλας, γιατί είχα καλή προφορά λόγω των μιούζικαλ στην Κύπρο με τη «Διάσταση».

Το 2008 κάνατε τον πρώτο σας προσωπικό δίσκο από τη Μικρή Άρκτο.

Ήταν ο πρώτος μου δίσκος που προέκυψε από μια σειρά παραστάσεων στις «Ροές», Είχα φτιάξει ένα στόρυ γύρω απ’ το αλκοόλ και τις μουσικές που θα ήθελα εγώ ν’ ακούω στα μπαρ. Το άλμπουμ λεγόταν «One more for the road», έτσι, σαν ένα τελευταίο ποτό πριν κλείσει το μπαρ. Ελευθερώθηκα εκεί θα έλεγα.

Λογικό δεν είναι όταν επί σειρά ετών δουλεύατε ως «οργανέτο» των συνθετών;

Ναι, ένιωσα μια μεγάλη ελευθερία, την ίδια που μου είχε δώσει και ο Λουκιανός. Μου έλεγε «Κάνε ότι έχεις στο μυαλό σου μέσα» και με απελευθέρωσε. Στο μεταξύ, έκανα κι έναν ακόμη δίσκο με τραγούδια που άκουγα στο κουρείο του παππού μου, τα λεγόμενα ρετρό. Ίσως να ήμουν κι ο πρώτος που ξεκίνησε όλο αυτό το κλίμα των σουίνγκ διασκευών, μετά όμως, όταν είδα ότι έγινε μόδα, το σταμάτησα. Λίγο αργότερα είπα ότι θα τον βγάλω το δίσκο, αφού είχα ξοδέψει και ώρες και χρήματα για τις ηχογραφήσεις. Η παρέα με τον Λουκιανό έπαιξε ρόλο μαζί με τα αμερικανικά του ακούσματα. Αυτή η παρέα δεν είχε καμία σχέση με τους χατζιδακικούς. Ο Λουκιανός ήταν συνθέτης – σκηνοθέτης. Στα υπόψιν, το 2000, πριν ακόμη γνωρίσω τον Κηλαηδόνη, κάναμε αρκετές περιοδείες με τη Μαρία Φαραντούρη σε Ελλάδα και εξωτερικό. Πέρασα πάρα πολύ ωραία, γιατί η Μαρία, αν και μεγαθήριο της μουσικής, διέθετε και τρομερό χιούμορ. Το δε ίνδαλμα μου, τον Νταλάρα, τον είχα γνωρίσει αρκετά νωρίτερα. Πήγα και τον βρήκα όταν ήρθα στην Ελλάδα. Η πλάκα είναι πως οι φίλοι μου, που ήξεραν πόσο τον εκτιμούσα, μου κάνανε πλάκα. Οι Κατσιμιχαίοι με είχαν συμβουλέψει να του αφήσω μία κασέτα με τη φωνή μου για να με βοηθήσει. Ένα πρωί μου τηλεφώνησε: «Γεια σου, Δώρο, είμαι ο Γιώργος Νταλάρας» κι εγώ απάντησα «Κόφτε, ρε, την πλάκα, αφήστε με να κοιμηθώ», όμως το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Όταν τον άκουσα να μου λέει «Μου άφησες μία κασέτα», τότε κατάλαβα ότι ήταν πράγματι ο Νταλάρας. Πήγα απ’ το σπίτι του, προτού ακόμη ξεκινήσω τις σπουδές στο Ωδείο. Ο Νταλάρας προθυμοποιήθηκε να με έστελνε κάπου, αλλά του εξήγησα πως προτιμώ να σπουδάσω μουσική για να δω τι μου γίνεται. Έτσι έκανα θεωρητικά μαθήματα, ενώ ένας άλλος, που ο Νταλάρας θα του έδειχνε προς τα που να πάει, αμέσως θα το έκανε. Το ίδιο και στο Ωδείο, όταν μου είπαν πως έχω φωνή για κλασικό τραγούδι, είπα πως θα το δοκιμάσω και μετά θα αποφασίσω αν θα’ναι αυτός ο δρόμος μου.

Στην Κύπρο, δεκαετία 1980, ο Δώρος Δημοσθένους με τον μικρότερο αδερφό του
Φτάνουμε στον τωρινό δίσκο, τον τρίτο προσωπικό σας.

Πριν κάνω το δίσκο αυτό, τραγούδησα τραγούδια πολλών συνθετών: Του Μιχάλη Γρηγορίου, του Γιώργου Καγιαλίκου, της Τατιάνας Ζωγράφου, του Κωνσταντίνου Στεφανή, του γαμπρού του Ρασούλη, του Κώστα Βόμβολου… Πάρα πολλές συμμετοχές. Τα τωρινά τραγούδια μου, μου πήρε τρεις εβδομάδες για να τα ολοκληρώσω. Μιλάμε για πριν μία δεκαετία περίπου με τους στίχους της Φωτάκη. Θυμάμαι πως τον καιρό που γνώρισα την Ελένη, μοιραστήκαμε τη μελαγχολία μας μ’ ένα τρόπο. Της πρότεινα να’ναι αυτό το θέμα των τραγουδιών μας. Πάνω σε μία χαρτοπετσέτα μου έγραψε το εξής: «Μιαν αγάπη έχω/ στην παλάμη μου χωράει/ με τα μάτια μου τη βρέχω/ και με συγχωράει». Γύρισα στο σπίτι και αμέσως το μελοποίησα. Την άλλη μέρα της το έστειλα και της ζήτησα να γράψει και τα κουπλέ.

Άρα μια δεκαετία περίμεναν να βγουν τα καινούργια τραγούδια.

Ναι, σωστά. Όπως ξέρετε, τις δουλειές πλέον τις πληρώνουμε μόνοι μας, επομένως έγραφα στο στούντιο μόνο όποτε είχα λεφτά. Η Φωτάκη ήθελε να έβγαινε ο δίσκος τότε που γράψαμε τα κομμάτια, αλλά συνέπεσε με το δεύτερο δίσκο μου και έτσι το άφησα. Ίσως να πίστεψε πως δεν τα εκτιμούσα — κι όμως, για μένα είναι τα πιο αληθινά, τα πιο αγαπημένα μου. Τώρα χαίρομαι που η συνεργασία μας βγήκε τόσο αβίαστα, τόσο φυσικά. Είναι σπάνιο να συμβεί αυτό ανάμεσα σε συνθέτη και στιχουργό.

Ο Δώρος Δημοσθένους ανάμεσα στους γονείς του
Εγώ, πάντως, θα χαρακτήριζα το δίσκο σαν την «Ερωτική πρόβα» του 2025 χωρίς να μιμείστε καθόλου τον Δημήτρη Λάγιο. Μιλάω σαν αίσθηση περισσότερο.

Μα ο Λάγιος και ο Χατζιδάκις με είχαν επηρεάσει βαθιά, επομένως δεν θα διαφωνήσω. Σάμπως υπάρχει παρθενογένεση στη μουσική; Τις επιρροές μας βγάζουμε όλοι. Επειδή οι στίχοι της Φωτάκη ήταν πολύ αληθινοί, βγήκε και σε μένα μία αλήθεια.

Αντιλαμβάνεστε ότι πρόκειται για έναν «ιδιαίτερο» δίσκο που μάλλον δεν θα ξεπηδήσουν «σουξέ» από μέσα του;

Δεν είχαμε καμία τέτοια πρόθεση, να πάμε δηλαδή προς την εμπορική λογική. Είναι κάτι εσωτερικό και αληθινό και μ’ αυτό το σκεπτικό προσέγγισα τα τραγούδια. Ούτε συμμετοχές ήθελα, δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου κάτι τόσο επιτηδευμένο. Ίσως ο δίσκος εμπεριέχει κάτι «σκοτεινό», αλλά εγώ δεν πιστεύω πως το σκοτάδι είναι το τέλος. Είναι το μέρος ενός κύκλου.

Τι έχει η Φωτάκη που την έχει αναγορεύσει σε μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες στιχουργούς;

Διαχρονικά δεν θα την έβαζα στους «νέους» στιχουργούς, αυτή τη στιγμή όμως θα τη συμπεριλάμβανα μέσα στους τρεις – τέσσερις κορυφαίους. Θα το πω, η Ελένη για μένα είναι η καλύτερη στιχουργός σήμερα. Ματώνει για να γράψει κάτι, έχει κόστος ψυχικό και χωρίς να θέλει να μπει στα κανάλια της εμπορικότητας.

Εσείς ματώνετε όταν τραγουδάτε;

Όταν τραγουδάω…(σκέφτεται) Είμαι σαν να με παίρνει ο άνεμος και να με πηγαίνει πότε σε μια θάλασσα φουρτουνιασμένη και πότε σε μια ήσυχη. Τραγουδάω και στο φως και στο σκοτάδι, ταξιδεύω σ’ όλα τα χρώματα και τις εποχές. Το τραγούδι είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας που με φέρνει σε επαφή με την πρωταρχική μου αλήθεια, με κάτι πιο πρωτόγονο.

«Είχα φωνή, την πήραν τα πουλιά»: Ωραίος τίτλος για παράσταση αυτός του δίσκου.

Ναι, είναι από στίχο που εμπεριέχεται σ’ ένα τραγούδι. Ταυτίζομαι μαζί του, διότι εγώ δεν προσπάθησα καθ’ όλη την πορεία μου να έχω μια φωνή εκμεταλλεύσιμη για να πλουτίσω. Με κάποιο τρόπο είναι σαν να πήραν τα πουλιά και τη δική μου φωνή. Ανήκει στον αέρα, είναι ελεύθερη, αφού ποτέ δεν έγινα μαϊντανός για να προβάλλω τον εαυτό μου. Μπορεί και να χαθεί η φωνή μου, αλλά έχει κάτι ποιητικό όλο αυτό που το προτιμώ.

Σίγουρα πολλές καλές φωνές χάνονται ειδικά με την διαδικτυακή υπερπληροφόρηση.

Σίγουρα! Υπάρχουν καλές φωνές, όπως αγγίζουν τον καθένα. Μπορεί δηλαδή αυτή τη στιγμή να υπάρχει ένας πολύ καλός συνθέτης, που να μην τον ξέρουμε, γιατί στοχευμένα όλα τα ΜΜΕ πάνε στο αναγνωρίσιμο και το υπάρχον. Δεν προτείνουν στον ακροατή να ανακαλύψει κάτι καινούργιο. Είναι σαν ένα στημένο παιχνίδι. Πιο πολύ πουλάει η εικόνα σήμερα παρά η ουσία.

Με το «ogdoo», που εξέδωσε το δίσκο σας, πως αποκτήσατε σχέση;

Τα τραγούδια τα είχε ακούσει ο Μανώλης Φάμελλος κι αυτός μίλησε στον Δημήτρη Καρρά του «ogdoo». Ενδιαφέρθηκαν και τα βγάλαμε. Εγώ, πάντως, όντας της παλιάς κοπής, θα ήθελα να βάλω ν’ ακούσω κάτι που μ’ αρέσει σε βινύλιο. Μ’ αυτή την ευκολία, όμως, που δίνει το κινητό, έχουμε μπει όλοι μέσα. Έχει χάσει τη χάρη της η μουσική και ο κόσμος δεν ακούει με την ίδια λαχτάρα. Αν θες να κάνεις κάτι διαφορετικά, θα το κάνεις, αλλά – εννοείται – με δικά σου έξοδα. Το CD έχει πεθάνει ως format, γνωστά πράγματα λέμε τώρα.

Σκοπεύετε να κάνετε λάιβ στο πλαίσιο στήριξης του δίσκου;

Στις 24 & 31 Οκτωβρίου θα παρουσιάσω στον Σταυρό του Νότου τα νέα τραγούδια μου αλλά μαζί και μ’ άλλα τραγούδια της ίδιας αισθητικής, του Λάγιου, της Πλάτωνος, του Χατζιδάκι κ.α. Θέλω να πω ότι το υλικό άρεσε πάρα πολύ της Φωτάκη από την πρώτη στιγμή. Διαφορετικά δεν θα έβγαινε τόσο εύκολα αυτή η συνεργασία. Κάποιοι που άκουσαν τα τραγούδια μας – δεν το είπα εγώ – σχολίασαν πως βγήκε επιτέλους το κλίμα της Φωτάκη.

Έχετε ακούσει κάτι άλλο ενδιαφέρον αυτόν τον καιρό;

Πάντα έχουν ένα ενδιαφέρον οι δίσκοι του Αλκίνοου, του Δεληβοριά, υπάρχουν όμως και άλλοι δημιουργοί που σίγουρα δεν φτάνουν στα αυτιά μου. Κι αυτό είναι κάτι που με λυπεί. Τον Αλκίνοο, που είμαστε και συμπατριώτες, έχω πολλά χρόνια να τον συναντήσω.

Τι προσδοκάτε μ’ αυτό το άλμπουμ;

Είμαι χαρούμενος που άνθρωποι, τους οποίους εκτιμώ, άκουσαν το υλικό και μου εξέφρασαν το θαυμασμό τους, τόσο για τους στίχους της Ελένης, όσο και για τις μουσικές μου. Προσδοκώ να αγγίξει όσες ευαίσθητες ψυχές έχουν απομείνει.

Πως σας φαίνεται η ζωή που στρώσατε στην Ελλάδα; Θα φεύγατε οικογενειακώς για την Κύπρο όπως έκανε και ο Αλκίνοος;

Όχι. Η Κύπρος πια έχει αλλάξει, δεν θυμίζει σε τίποτα τα παιδικά και τα νεανικά μου χρόνια. Η εξέλιξη με τους α λα Ντουμπάι ουρανοξύστες είναι πια κάτι άλλο. Χάθηκε η αίσθηση της γειτονιάς και όλα είναι απρόσωπα. Στην Αθήνα, αντίθετα, βρίσκεις κι ανθρώπους που έχουν μια σχέση με το παλιό στοιχείο, κρατάνε ακόμα. Μην ξεχνάτε ότι στην περιοχή της πλατείας Ηρώων στη Λεμεσό που μεγάλωσα, έχω πάρει πάρα πολλές εικόνες. Έχω δει μαχαιρώματα, τους τρελούς της γειτονιάς, όπως και ξένες καλλιτέχνιδες του καμπαρέ που σύχναζαν πρώτα στο κουρείο του παππού μου και αργότερα στο κομμωτήριο της μάνας μου. Θα σας πω για το τέλος μια αστεία ιστορία: Μία απ’ αυτές τις καλλιτέχνιδες που έκανε διάφορα τρικ με ένα φίδι, είχε έρθει να τη λούσει η μάνα μου και να της φτιάξει τα μαλλιά. Επειδή φοβόταν ν’ αφήσει μόνο του το φίδι, το κουβαλούσε παντού μαζί της. Καθώς η μάνα μου την έλουζε, βλέπει να βγαίνει μέσα από το στήθος της το κεφάλι ενός φιδιού. Πάρ’ την κάτω τη μάνα μου! Λιποθύμησε! (γέλια) 

* Το άλμπουμ «Είχα φωνή, την πήραν τα πουλιά» των Δώρου Δημοσθένους - Ελένης Φωτάκη κυκλοφορεί από το ogdoo σ' όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες.

** Αυτή την Παρασκευή 24/10 και την επόμενη 31/10 γίνεται η «live» παρουσίαση του άλμπουμ στον «Σταυρό του Νότου plus» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου