Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Το αγαπημένο τραγούδι της Όλιας Λαζαρίδου είναι ο «Γυάλινος κόσμος» με τον Στέλιο Καζαντζίδη - Μία εκ βαθέων συνέντευξη με την ηθοποιό από το 2018

Ως φοιτητής κινηματογράφου γνώρισα την Όλια Λαζαρίδου μέσα από τη ''Γλυκιά συμμορία'' του Νίκου Νικολαΐδη και την ''Παραγγελιά'' του Παύλου Τάσιου. Συχνή και σημαντική παρουσία στον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, μέλος μιας ανήσυχης παρέας καλλιτεχνών που περιλάμβανε σκηνοθέτες και ηθοποιούς, ποιητές και μουσικούς, αγρίμια κι αγριμάκια. Η ίδια πιστεύει πως το ελληνικό σινεμά των χρόνων εκείνων ήταν αμήχανο και άχαρο. Κάπου λογικό να το λέει μία ηθοποιός που ταυτόχρονα συνεργαζόταν με την αφρόκρεμα των σκηνοθετών του ελληνικού θεάτρου, από τον Ζιλ Ντασέν και τη Μάγια Λυμπεροπούλου μέχρι τον Λευτέρη Βογιατζή και τον Βασίλη Παπαβασιλείου. Η Όλια Λαζαρίδου διαθέτει την πιο ωραία μελαγχολική φωνή – σαν όνειρο τη θυμάμαι τώρα και στα ”Παραμύθια της Κούκλας” το 1983 στην κρατική τηλεόραση. Το 2011 είχα την τύχη να τη δω στο δικό της ”+Κορίτσι Μπαταρία-”, που παρουσίασε μέσα στον ισόγειο χώρο μιας κολωνακιώτικης πολυκατοικίας. Ποιητική φιγούρα, μάτια πράσινα, γυναίκα ”ανοιχτόχρωμη”, ικανή να σε παρασύρει στο ατομικό της ηλεκτρικό φορτίο. Αναρωτήθηκα, λίγο πριν τη συναντήσω ένα απόγευμα στην πλατεία Μαβίλη, αν θα συνομιλήσω με έναν σνομπ άνθρωπο. Καθόλου δεν είναι σνομπ η Λαζαρίδου! Αν ήταν δηλαδή, δεν θα ανοιγόταν τόσο πολύ στη συνέντευξη που θα διαβάσετε: Διότι δεν μιλήσαμε τελικά μόνο για θέατρο και κινηματογράφο, αλλά και για πολλά άλλα πράγματα, που άπτονται της ευρύτερης φιλοσοφίας της και αντίληψης για τον κόσμο και τους ανθρώπους. 

Χαιρετώ την ηθοποιό με την ωραιότερη φωνή στο ελληνικό θέατρο! Να μην ξεκινήσουμε, λέγοντας πως ο πατέρας σας υπήρξε ραδιοφωνικός εκφωνητής;

Ο πατέρας μου ήταν ιδιωτικός υπάλληλος, αλλά και εκφωνητής. Φίλος του Οικονομίδη επίσης. Εγώ γεννήθηκα στο Κολωνάκι, Πλουτάρχου, και προτιμούσα να λέω ότι ο μπαμπάς μου ακούγεται από το ραδιόφωνο παρά το ότι ήταν υπάλληλος. Μου φαινόταν πιο χάι το άλλο! Είχε πολύ ωραία φωνή ο πατέρας μου!

Θα ήθελα να τη φέρετε τώρα στο μυαλό σας και να μου την περιγράψετε.

Ήταν μια ωραία βαθιά φωνή. Θύμιζε τον Χορν. Ήταν και λίγο θεατρίνος! Ερχόταν να με πάρει από το σχολείο, το Αρσάκειο που πήγαινα τότε, με κάτι κασκέτα και καρό σακάκια. Ήταν σαν τον Κάρι Γκραντ, αυτό το στυλ. Θυμάμαι ότι κατέβαιναν τα κοριτσάκια για να τον δουν με το ανοιχτό αυτοκίνητο του, που ήταν κάτι τότε. 

Μοναχοκόρη είσαστε;

Έχω μία αδερφή ετεροθαλή από το δεύτερο γάμο του πατέρα μου, που δεν έχουμε ζήσει μαζί. Εκ των υστέρων μεταξύ μας τα «φτιάξαμε» μόνες μας και σήμερα είμαστε πολύ καλές φίλες. Πρόκειται για μια κοπέλα ψηλή, ξανθιά, πολύ όμορφη που εργάζεται ως δημοσιογράφος. Η μαμά μου ήταν Αθηναία που μικρή έκανε πολλές δουλειές και μετά άνοιξε μια μπουτίκ ρούχων στη Βαλαωρίτου. Θυμάμαι ότι πήγαινα να τη δω και δίπλα, στη Βουκουρεστίου, ήταν το δισκάδικο της Ρηνιώς Παπανικόλα που δούλευε και ο Αντώνης Καφετζόπουλος. Αγόραζα δίσκους και από τότε γνωρίστηκα με τον Αντώνη. 

Έχετε μεγάλη σχέση με τη μουσική, αν λάβουμε υπ’ όψιν και τις κατά καιρούς συμπράξεις σας με συγκροτήματα.

Στην πραγματικότητα, αν ξαναγεννιόμουν θα ήθελα να είμαι μουσικός. Να γράφω τραγούδια και να βγαίνω να τα τραγουδάω, γιατί θεωρώ ότι είναι η πιο αγνή και η πιο άμεση τέχνη.

Εγώ πάλι θα τη χαρακτήριζα την πιο δύσκολη τέχνη. Μου φαίνεται αδιανόητη η έμπνευση να σκαρώσεις μια μελωδία.

Η μουσική έχει πνευματικότητα, ξέρετε. Δεν είναι σαν το θέατρο που περνάς από διάφορα μονοπάτια μέχρι να αγγίξεις την ύψιστη πνευματικότητα.

Εσείς θα λέγατε ότι την αγγίξατε ποτέ την πνευματικότητα αυτή;

Όχι. Είναι πολύ δύσκολο να το πεις αυτό και νομίζω πως η τέχνη και το θέατρο εκφράζουν τη νοσταλγία του να αγγίξεις την τελειότητα.

Το προσπαθείτε ωστόσο.

Εννοείται. Και ποιος καλλιτέχνης δεν θα τό’θελε; Γενικά όμως πιστεύω πως η τέχνη εκφράζει τη λαχτάρα και τη νοσταλγία γι’ αυτό που δεν μπορείς να ”πιάσεις”. Αυτό το νοσταλγικό τραγούδι, ένα ”blues” είναι ακριβώς η τέχνη.

Τι τραγούδια ακούγατε μικρή;

Σαρλ Αζναβούρ, Ρενάτο Καροζόνε και μετά ως φυσικό ελληνικό επακόλουθο Γιάννη Πάριο κλπ. Δεν μεγάλωσα στο σπίτι, όμως. Ήμουν στο Αρσάκειο και μετά εσωτερική στο κολλέγιο, γιατί είχαν χωρίσει οι γονείς μου. Έβγαινα τα σαββατοκύριακα. 

Κάπου θα τη θέλατε και την απόδραση, δεν είναι σαν το σπίτι σου που ναι μεν στερείσαι πράγματα, αλλά έχεις τη σιγουριά μιας εστίας.

Τα σχολεία αυτά προετοίμαζαν ανθρώπους να αναλάβουν θέσεις – κλειδιά σε πόστα εξουσίας. Είναι ένας πάρα πολύ στενός κόσμος αυτός της εξουσίας και άχρηστος για έναν καλλιτέχνη. Αντίθετα, οι άνθρωποι που συναναστράφηκα μετά ήταν αναζητητές του απόλυτου, των απόλυτων μεγεθών της ζωής από τη σκοτεινή τους πλευρά, βέβαια. Μιλάω για φίλους και την περιοχή των Εξαρχείων που κινήθηκα πολύ. 

Κάνατε και μία δράση για τα παιδιά της κοινότητας ”18 Άνω”, δεν είναι έτσι;

Ναι, αλλά πολύ αργότερα. Εκεί πήγα για τη Μάτσα, που τη θεωρώ σημαντικό πρόσωπο, όπως και γιατί είχα περάσει κοντά από ανθρώπους, οι οποίοι είχαν σχέση με τα ναρκωτικά. Ήξερα το βάσανο των παιδιών, ξέροντας και το βάσανο των φίλων μου. Τό’χα ζήσει έστω απ’ το πλάι και με την Κατερίνα (σ.σ. τη Γώγου) και με την κόρη της, τη Μυρτώ. Ενδιαφέρθηκα από νωρίς να μάθω την άλλη πλευρά της ζωής, εκεί που δεν είχα πάει. Θυμάμαι να παίζουμε στη ”Φιλουμένα Μαρτουράνο” κι όταν τελειώναμε, να τους παρακαλάω να πάμε στα τελευταία σκυλάδικα. Είχα τρομερή περιέργεια να ανακαλύψω πράγματα που δεν ήξερα. 

Σας αποτύπωσε ωραία ο Παύλος Τάσιος στην ”Παραγγελιά” με τα μακριά μαλλιά και με την τσίχλα στο στόμα.

(γελάει) Ακόμα και μέσα απ’ αυτές τις αναζητήσεις μου, καταλάβαινα ότι μιλούσε μέσα μου ο καλλιτέχνης. Ρε παιδί μου, θέλω μια σφαιρική αντίληψη της ζωής για να την κάνω κάτι μετά!

Σε ποια ηλικία όλο αυτό;

Από 23 μέχρι 30 κάτι. Στην εφηβεία αρχίζει και μας μιλάει λίγο ο εαυτός μας, δεν τον έχουμε γνωρίσει όμως. Πιο μετά, στη νεανική ηλικία, αρχίζεις και γνωρίζεις τον κόσμο, το γύρω – γύρω, ή και τον ίδιο σου τον εαυτό σε συνάρτηση με τον κόσμο. Συλλέγεις πληροφορίες. Τον εαυτό σου τον γνωρίζεις όταν είσαι έτοιμος για τη μεγάλη βουτιά κι όχι όταν είσαι ακόμη διπλωμένος από τις εντυπώσεις κι από τις εμπειρίες σου.

Πως ήταν η έφηβη Όλια Λαζαρίδου; Ευαίσθητη, εύθραυστη, σκληρή, αυστηρή;

Ήμουν αγρίμι. Κοιτώντας πίσω τώρα το καταλαβαίνω κι εγώ…Ήμουν ένα πλάσμα πολύ κλεισμένο εσωτερικώς, αρκετά σκληρή με τον εαυτό μου και με τους άλλους. Αγρίμι, όπως το είπα, αλλά με ένα πολύ εύθραυστο περίβλημα. Και, όντως, ήμουν εύθραυστη, κι ίσως γι’ αυτό έκλεισα πολύ, για να με προστατέψω. Αγριμάκι ήμουν. 

Το καταλάβαιναν οι άλλοι γύρω σας;

Οι κοντινοί μου πιστεύω ότι ήξεραν τις ”γωνίες” μου. Με τους γονείς μου είχαμε μια αρκετά απόμακρη σχέση. Δεν ξέρω να σας πω αν είχαν διαβλέψει στοιχεία του χαρακτήρα μου. Επειδή όταν βγήκα απ’ τα σχολεία δεν ήξερα που να πατήσω, ακολούθησα εξ αρχής έναν πολύ ιδιοσυγκρασιακό δικό μου δρόμο. Έμεινα μόνη μου, πήγα στη Γαλλία, μετά νοίκιασα σπίτι…Πατούσα στο δικό μου μονοπάτι κι έφτιαχνα, αυτό γινότανε. 

Με την απόσταση των χρόνων, πιστεύετε πως επειδή ακριβώς προέρχεστε από ένα στέρεο αστικό περιβάλλον, είπατε κάποια στιγμή να αυτονομηθείτε;

Τό’χω σκεφτεί αυτό που λέτε, μην κάνω δηλαδή τον τσάμπα μάγκα. Νόμιζαν μες τα χρόνια πως επειδή ήμουν επιλεκτική, ήμουν και ζάπλουτη. Αυτό δεν ισχύει. Δεν ήμουν και χωρίς τίποτα όμως πίσω μου, υπήρχε η αίσθηση πως ότι και να συμβεί, δεν θα βρεθώ και στο δρόμο. Πιθανώς αυτό να μου έδωσε την ασφάλεια να είμαι αριστοκρατική στην τέχνη μου. Παρ’ όλα αυτά, το στοιχείο του ”πρίγκιπα – αλήτη” υπάρχει μέσα μου. Αυτό μου αρέσει στην πραγματικότητα, είναι στοιχείο του χαρακτήρα μου.  

Και η θητεία στο Τέχνης του Κουν πάλι ολόδική σας απόφαση ήτανε. Πως προέκυψε όμως;

Τι να σας πω, δεν ξέρω…Δεν ήταν κάτι που το έλεγα από μικρή. Το έχω συναντήσει αυτό πολλές φορές στη ζωή μου, να μην σχεδιάζω πράγματα και εκ των υστέρων να βλέπω ότι βγαίνουν μπροστά μου σε έναν καλά προσχεδιασμένο δρόμο. Δεν είναι ότι τα σκέφτομαι εγκεφαλικά, δρω ενστικτωδώς, σχεδόν υπνοβατικά. 

Κάποιοι πιο ειδήμονες λένε πως όταν ένα ταλέντο κοιμάται και ξαφνικά ξυπνάει αυτόματα, εκεί μπορεί να έχουμε έναν σπουδαίο καλλιτέχνη.

Αυτό που έλεγα: Τίποτα δεν προσχεδίαζα. Στου Κουν τότε ήταν ο Λαζάνης, η Ρένη Πιττακή. Ο ίδιος ο Κουν ζούσε ακόμη, αλλά είχε αποσυρθεί, δεν σκηνοθετούσε. Υπήρχε σαν απόηχος. Τον πρώτο χρόνο ήμουν αλλού γι’ αλλού, δεν επικοινωνούσα. Ξαφνικά, στο δεύτερο έτος, κάτι έγινε και ξύπνησα! Δόθηκα, κατάλαβα ότι μού νοηματοδοτήθηκε όλο αυτό το πράγμα. Έγινε μέσα μου το κλικ και μέχρι το τέλος της σχολής, ήμουν εκεί 1.000%.

Να υποθέσω ότι εν τη απουσία του Κουν, το κλίμα θα ήταν χαλαρό στη σχολή.

Καθόλου! Εμένα με κατέτρεχε εκεί το γεγονός ότι πήγα ως πρώην κολεγιόπαιδο. Θυμάμαι μια μέρα που με σχολίασε ο Λαζάνης, του τύπου: ”Αυτό το στυλάκι σου, το επιμελώς ατημέλητο”…Πήγα να πεθάνω, έκοψα το μαλλί κοντό, γουλί σχεδόν, εκεί που είχα μακριά ξανθά μαλλιά σαν νεράιδα. Άρχισα να ντύνομαι χύμα, να φοράω τα ταγαρέ, που ήταν της μόδας, για να χαθώ μες την ομοιομορφία και να μην ξεχωρίζω. Με θυμάμαι ακόμη να δίνω συνεντεύξεις και να μη λέω ότι πήγαινα κολέγιο. Κι η μάνα μου να ωρύεται, να μου λέει ”Δώσαμε τόσα λεφτά για να πηγαίνεις στο κολέγιο κι εσύ ντρέπεσαι να το πεις τώρα;” 

Από ποια ηλικία αρχίσατε να δίνετε συνεντεύξεις;

Ε, εκεί, οι πρώτες μου, με τις πρώτες παραστάσεις που συμμετείχα και με τους πρώτους ρόλους που πήρα.

Στο Θέατρο Τέχνης πρωτοβγήκατε στη σκηνή;

Ναι, στον ”Υπηρέτη δύο αφεντάδων” του Γκολντόνι με τον Αρμένη και μετά στο ”Φιόρο του Λεβάντε” του Ξενόπουλου. 

Σας εξέφραζε το εν λόγω ρεπερτόριο;

Τότε ήμουν εκστασιασμένη, διάβαζα πολύ. Από μικρή διάβαζα. Όσο δε διάβαζα στα μαθήματα, διάβαζα συνέχεια μυθιστορήματα, λογοτεχνία και ποίηση.

Είστε και μία λογοτεχνική φιγούρα, θα έλεγα, αν με καταλαβαίνετε.

(γελάει) Την αγαπώ πολύ τη λογοτεχνία…

Εκεί θα φτιάξατε και τις παρέες σας.

Γενικά δε θα έλεγα ότι οι περισσότεροι κοντινοί φίλοι μου είναι ηθοποιοί. Πάντα ήμουν με το ένα πόδι στον κόσμο του θεάτρου, εκτός σκηνής εννοώ. Με το άλλο ήθελα να ζω πιο ιδιωτικά, να είμαι πιο προφυλαγμένη. Ίσως να είναι φοβία, δεν ξέρω…Πάντως δεν αισθάνομαι ότι ταυτίστηκα ποτέ απόλυτα με το θέατρο και τον κόσμο του. 

Υπήρξαν ποτέ παρεμβατικά τα ΜΜΕ στη διάρκεια της πορείας σας;

Ναι, στην αρχή. Κάποια στιγμή όταν έπαιξα στο ”Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ” ήταν η πρώτη φορά που γινόμουν γνωστή με τον Ζιλ Ντασέν κλπ. Με πήρε μετά ο Ντασέν στο Εθνικό κι έπαιξα σ’ ένα έργο του Μπέρναρντ Σο, το ”Σπίτι του σπαραγμού”. Έγινα πρωταγωνίστρια, μπήκα σε υψηλή κλίμακα μισθοδοσίας και στη φάση που είσαι μικρός και περιζήτητος και σε θέλουν όλοι. Είχα τρομάξει πάρα πολύ! Θυμάμαι ότι καθόμουν κι έτρωγα ένα πιάτο φακές και με παίρνουν τηλέφωνο από το δέκατο περιοδικό για συνέντευξη. Δίνω μια και σπάω το τηλέφωνο! Είχα φρίξει! Δεν μου ταίριαζε όλη αυτή η έκθεση! Αργότερα ήθελε ο Ντασέν να κάνουμε μία εμπορική παράσταση σε ένα θέατρο του κέντρου. Με φώναξε στο σπίτι του να συζητήσουμε κι ενώ θα μπορούσα να είχα γίνει θιασάρχης, του είπα το εξής: ”Κύριε Ντασέν, σας αγαπώ, σας λατρεύω, αλλά θα ήθελα να πάω στη Γαλλία να μάθω περισσότερα για το θέατρο, ν’ ακολουθήσω μια πιο εναλλακτική διαδρομή”. Προς τιμήν του, διότι ήταν σπουδαίος άνθρωπος ο Ντασέν, γύρισε και μου είπε: ”Κοριτσάκι μου, ξέρεις πόσο θα σε ήθελα κοντά μου, αλλά σήκω φύγε καλύτερα”…Και με τη Μελίνα είχαμε πολύ αγαπησιάρικη σχέση, αν και όχι τόσο στενή όσο με τον Ντασέν. Η Μελίνα είχε μεγάλη γενναιοδωρία για τους μικρότερους ως χορτασμένη. 

Στη Γαλλία πόσο μείνατε τελικά;

Ένα χρόνο. Ήταν καλά, είδα πράγματα πολλά. Πήγαινα στη σχολή του Βιτέζ κι έμενα σε μια φίλη μου. Ζούσα ξανά τη ζωή του φοιτητή. Με την επιστροφή μου, ακολούθησα άλλη διαδρομή. Δούλεψα με τη Μάγια Λυμπεροπούλου στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, με τον Παπαβασιλείου, τον Βογιατζή, τον Τερζόπουλο…

Προτεραιότητα είχατε το θέατρο, σίγουρα, αλλά ευρέως γνωστή γίνατε από τον κινηματογράφο. Δεν φαντάζομαι να το σνομπάρετε το σινεμά.

Όχι, δεν το σνομπάρω, απλά ήταν η εποχή που γίνονταν πολλές ταινίες. Ήταν μια αρκετά άχαρη περίοδος…

Ξέρετε τι έχω ακούσει για σας να λένε; ”Η Λαζαρίδου ήταν τυχερή, της έκατσαν οι ταινίες τη δεκαετία του ’80”…

Αυτό είναι το θέμα, γι’ αυτό και ήμουν επιλεκτική συν το ότι μου αρέσει η ποιητική πλευρά της ζωής, όπως το είπατε πριν. Το θέατρο είναι ο χώρος που αυτό μπορείς να το βρεις περισσότερο.

Είναι άχαρο το σινεμά και σαν βιομηχανία;

Εξαρτάται. Έχουν γίνει υπέροχες ταινίες που θα έλεγα ”Αχ, πως θά’θελα να παίξω”, ειδικά των τελευταίων χρόνων. Από ξένες μπορώ να σας πω άπειρες. Η εποχή εκείνη ήταν άχαρη γιατί οι σκηνοθέτες μας ήταν χαμένοι μέσα στις εγωκεντρικές και υπαρξιακές τους αναζητήσεις. Με θυμάμαι να λέω ”Ρε παιδιά, δώστε μου ένα ρόλο συγκεκριμένο, μια νοσοκόμα, μια εργάτρια, όχι κάτι χαρακτήρες που περπατάνε και πάνε και πάνε…” (γέλια) 

Θα εξαιρούσατε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο απ’ αυτό;

Εντάξει, μιλάω για τους άλλους που δεν ήταν Αγγελόπουλοι. 

Κι εσείς σαν τον Σαββόπουλο, λοιπόν, που έγραψε για τους ”τριγύρω σκηνοθέτες που οδήγησαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά”…

Κάτι θα είδε για να το πει κι αυτός, κάτι θα ένιωσε…Απ’ την άλλη, όμως, γυρνώντας πίσω τώρα, είχε μόχθο ο ελληνικός κινηματογράφος.

Κι εσείς παίξατε σε οριακές ταινίες: Νικολαΐδης, Τάσιος, Βακαλόπουλος.

Δε νοσταλγώ γενικά, δεν το έχω αυτό. Ότι αγαπώ, το περιέχω ως ζωντανό, οπότε δε μου χρειάζεται να το νοσταλγήσω. Εντάξει, μεγαλώνοντας, κάνω έναν απολογισμό των συνεργατών και φίλων που χάθηκαν κι ένα ”δάγκωμα” που και που το νιώθω…Αλίμονο, άνθρωποι είμαστε, πράγματα όμως που έχω κάνει γενικά δεν τα νοσταλγώ. 

Παράλληλα κάνατε και θέατρο.

Μα τώρα κλείνω σαράντα χρόνια στο θέατρο, ίσως και παραπάνω, αν τα μετρήσεις. Ούτε κι εγώ δεν το πιστεύω!

Ποιες διαφορές επισημαίνατε στην εργασία των θεατρικών με τους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες;

Είναι διαφορετικές τέχνες. Το σινεμά είναι laboratory, δουλειά εργαστηρίου. Με κούραζαν τα γυρίσματα, γιατί – η Τζόαν Κρόφορντ τό’χε πει αυτό νομίζω – ”Its all about waiting”, πρέπει δηλαδή να περιμένεις πολύ. Θυμάμαι τις ατέλειωτες ώρες σουρσίματος και να πρέπει να είσαι ακμαίος για τη μία στιγμή του πλάνου. Σίγουρα θα είχα και τις εντάσεις μου, αλλά δε θυμάμαι κάτι συγκεκριμένο, οπότε δε θα ήταν και κάτι σοβαρό…

Στην τηλεόραση παίξατε για βιοπορισμό;

Καταρχάς έμπαινα σε πράγματα που μου έλεγαν κάτι, τα έβρισκα ενδιαφέροντα, αλλά, ναι, και για βιοπορισμό.

Έχετε βραβευτεί και για την τηλεόραση, πάντως.

Ναι, μπράβο, τό’χα ξεχάσει (γέλια) Να πω την αλήθεια, δεν μου λένε κάτι τα βραβεία. Χαίρομαι σε ανθρώπινο επίπεδο και το θεωρώ τιμή μου, που κάποιοι σκέφτηκαν να με βραβεύσουν, αλλά μέσα μου ουσιαστικά υπάρχει ένας πολύ αυστηρός κριτής! Με αυτόν συνομιλώ εγώ και απ’ τη μία αυτός συνομιλεί μαζί μου, απ’ την άλλη όμως με όλους αυτούς, εξωτερικώς, που εγώ θεωρώ δάσκαλους μου. Ανθρώπους, ας πούμε, που μπορεί να μην τους γνώρισα καν. Συνομιλώ με τον Χατζιδάκι κι ας μην τον συνάντησα ποτέ μου. Λέω καμιά φορά: ”Μωρέ, αν ερχόταν ο Χατζιδάκις και τό’βλεπε αυτό, θα του άρεσε;”

Δεν είναι βασανιστικό όλο αυτό;

Βρε Αντώνη, η αλήθεια είναι πως η τέχνη αυτή που κάνουμε έχει πολύ μεγάλα βάθη. Είναι σαν αυτό που ερωτήθηκα στην αρχή: Να οδεύεις προς τα κει που ξέρεις ότι δεν θα φτάσεις μόνο και μόνο για τη νοσταλγία του απόλυτου. Δεν θα γίνεις ο Ντοστογιέφσκι, αλλά η σκέψη ότι υπήρξε και κάπου υπάρχει στο βάθος ο Ντοστογιέφσκι, σε κάνει να συνομιλείς μαζί του. Όταν ήμουν στη Γαλλία και παρακολουθούσα πολλά πράγματα, ένιωθα δέος που ανήκα σε μία τέχνη με τέτοιες εκτάσεις και βάθη. 

Έχετε καταρρεύσει ποτέ από το βάρος της αναζήτησης των πραγμάτων;

Πολλές φορές. Από κει πήρα όλη τη δύναμη που έχω στη ζωή μου. Είχε προηγηθεί κάτι. Είχα βρει ένα τοίχο μπροστά μου για να κάνω το άλμα προς την άλλη μεριά. Τα τελευταία χρόνια νομίζω ότι έχω ηρεμήσει, δεν γίνονται πια πολλοί κλυδωνισμοί…Μπορεί το βαπόρι να πηγαίνει προς την τρικυμία, αλλά ξέρω βαθιά μέσα μου πως θα την ξαναβρεί τη γαλήνη.

Έχει να κάνει με την εμπειρία και την ωρίμανση σας.

Με όλα αυτά. Έχω γειωθεί μες την ελπίδα και αυτό ήθελα να πριμοδοτώ πάντα, την πορεία προς το φως. 

Μου αρέσει που αναγράφετε στο facebook ότι είστε παντρεμένη. Λέτε και το ονοματεπώνυμο του συντρόφου σας. Αλλάζατε συχνά στη ζωή σας ερωτικούς συντρόφους;

Ήμουν ένα παιδί της γενιάς του ’70 και του ’80, τότε που ζούσαμε μια άλλη κατάσταση σε σχέση μ’ αυτό. Μια πιο ελευθεριάζουσα εποχή κι εγώ είχα κάποιες σχέσεις. Επιθυμούσα τη σταθερότητα, αλλά δεν μπορούσα να την διεκδικήσω. Είχα την ανάγκη για μία εστία.

Όπως όλοι οι άνθρωποι.

Δεν ξέρω, δεν μπορώ να μιλήσω εξ ονόματος όλων. Κάθε άνθρωπος είναι δικό του ποίημα, αλλά εγώ σίγουρα την ήθελα και την ίδια στιγμή την κλοτσούσα. Έκανα δηλαδή ότι την περιφρονώ τη σταθερότητα.

Έχετε πονέσει απ’ αυτό;

Εννοείται. Μια γνώση ήταν κι αυτό! Εκ των υστέρων θα έλεγα το εξής: Ο πόνος της ερωτικής απώλειας είναι πολύ συχνά ένας τραυματισμός του Εγώ μας. Δεν είναι σαν τον αμετάκλητο πόνο του θανάτου, μία τελείως διαφορετική συνθήκη. Στο θάνατο συνειδητοποιείς πως ο άλλος παύει να υπάρχει σαν σχήμα και δεν θα τον ξαναδείς, ούτε εσύ, ούτε κανείς άλλος στη ζωή αυτή. Αναγκάστηκα να φαρδύνω για να χωρέσουν μέσα μου όλοι οι άνθρωποι που έχασα και να τους περιέχω. Να σας πω και κάτι άλλο σκληρό; Ανθρώπους, για τους οποίους χτυπιόμουν ερωτικά, σήμερα δεν τους περιέχω καθόλου. Αντίθετα, αυτοί με τους οποίους είχα μια πιο ήπια και λιγότερο ”θεαματική” σχέση, υπάρχουν ακόμη μέσα μου. Το παν είναι να συνειδητοποιήσουν όλοι οι άνθρωποι στην πορεία τους πως η πάλη μονίμως δίνεται με το Εγώ. 

Εσείς δεν φαίνεστε άνθρωπος, πάντως, που παλέψατε με το Εγώ σας.

Μην το λέτε! Στην τέχνη μου μόνο, επειδή την είχα πιο ψηλά από μένα και την αντιμετώπιζα με θρησκευτικότητα, ένιωθα την ανάγκη να την υπηρετήσω. Ακόμα κονταροχτυπιέμαι κι εγώ με βαθύτερα πράγματα, δεν λέω ότι άγιασα ξαφνικά.

Ωστόσο, μια που λέτε ”άγιασα”, θα ήθελα να σχολιάσω ότι δημοσιοποιείτε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις σας με μία ποιητική διάσταση, δίχως ίχνος διδακτισμού.

Ακούστε, οτιδήποτε φύγει από την ουσία και γίνει ιδεολόγημα, ξαφνικά ρηχαίνει. Είμαι πολύ προσεχτική και όποτε μιλάω για τέτοια θέματα, αναφέρομαι στη συγκίνηση που εγώ νιώθω μέσα σ’ αυτά, προσπαθώντας ν’ αποφύγω οποιαδήποτε ιδεολογική χροιά. Όταν τα πράγματα ιδεολογικοποιούνται, χωρίζουν τους ανθρώπους, μπαίνουν μέτωπα και οι άνθρωποι δεν είναι για να χωρίζονται. Εδώ λέμε να μπορέσουμε να τους χωρέσουμε όλους μέσα μας, αν είναι δυνατό, μέχρι να πεθάνουμε! Βέβαια αν αισθανθώ ότι ο άλλος προσπαθεί να μου περάσει τη δική του ιδέα ή να μου κάνει προσηλυτισμό, κλείνω με αμπάρες, με κερκόπορτες. 

Πότε νιώσατε να έχετε έντονη θρησκευτική συνείδηση;

Μετά από πολύ μεγάλα τράκα. Όταν βάρεσα κουτουλιά στον τοίχο, που έλεγα πριν, και αναγκάστηκα να κάνω το δικό μου άλμα προς την άλλη μεριά. Αν δεν τό’χα κάνει μπορεί να είχα πέσει στα ναρκωτικά ή σίγουρα να έχανα την πορεία μου προς το φως. Δεν αναζήτησα, υπήρχε κάτι μέσα μου και μου βγήκε.

Να τολμήσω να ρωτήσω αν είχατε μεταφυσική εμπειρία;

Δεν θα ήθελα να κάνουμε μια τέτοια συζήτηση, αλλά θα σας πω ότι όχι, δεν είχα μεταφυσική εμπειρία. Αυτά τα πράγματα έρχονται και σε βρίσκουν μόνα τους, δεν τα βρίσκεις εσύ. Δεν ξέρω πως να το ονομάσω, είναι σαν να ανταποκρίνεται σε κάτι η ψυχή σου. Αυτή τη θεία φωνή ή τη φωνή του Θεού – ονομάστε την, όπως θέλετε – εγώ την ακούω απέναντι στον πόνο. Λέω ”Για να υπάρχει αυτό, δε μπορεί να μην υπάρχει και το άλλο, το Καλό” κι αυτό το λιώσιμο που νιώθω μες την ψυχή μου είναι η απόλυτη επαφή μου με το θεϊκό στοιχείο. Υπάρχει η επιθυμία να ενωθούν τα πάντα και να λουστούν από το φως του Ελέους, σαν να φύγουμε όλοι αγκαλιασμένοι, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε. 

Πως θα τα άκουγε όλα αυτά, πιστεύετε, η φίλη σας η Κατερίνα Γώγου; 

Η Κατερίνα το εμπεριείχε αυτό το πράγμα, πολύ. Στα τελευταία της κείμενα έγραψε ότι αγαπούσε πολύ τον Χριστό, γιατί τον θεωρούσε τον πρώτο και μεγαλύτερο αναρχικό. Θυμάμαι κι ένα άλλο παιδί, φίλο της κόρης της, που είχε πάει στο Σινά και έλεγε ιστορίες. Αν κάτσεις και καθαρίσεις απ’ τη σκόνη αυτά που κατά καιρούς έχει πει ο Χριστός, λες ότι έχει μιλήσει για το πιο χαμένο στοίχημα της ανθρωπότητας. Όταν έχει πει ”Αγάπα τον διπλανό σου σαν τον εαυτό σου”….

Αρχές δεκαετίας του 1980: Η Όλια Λαζαρίδου γωνία δεξιά με την παρέα της που περιελάμβανε την Κατερίνα Γώγου, τον Γιώργο Κορδέλλα, τον Αντώνη Καφετζόπουλο, τον Κώστα Φέρρη, τη Βίκυ Βανίτα και τη Σωτηρία Λεονάρδου (αρχείο Γ. Κορδέλλα)
Άντε να το καταφέρεις αυτό!

Μα, αυτό σας λέω! Γίνεται όταν όλοι βουλιάζουμε στην κτηνωδία μας μέσα;

Και στο ”Δον Καμίλο”, πάντως, ο συγγραφέας Πατατζής έλεγε πως ο μεγαλύτερος κομμουνιστής ήταν ο Χριστός.

Λέμε αναρχικός, αριστερός κλπ. Έχει πει κανείς άλλος με δυο λόγια αυτό που είπε ο Χριστός για το πιο χαμένο – επαναλαμβάνω – στοίχημα της ανθρωπότητας; Άμα μπορούσε να κερδηθεί αλλιώς, θα ήταν το μεγαλύτερο κέρδος για όλους.

Σε ένα υποθετικό δείπνο με ομοτράπεζο σας τον Ιησού Χριστό, τι θα τον ρωτούσατε άραγε;

(γελάει) Δεν νομίζω…(σοβαρεύει) Δεν νομίζω να τον ρωτούσα τίποτα. Δεν ξέρω…Αυτό μόνο σε σενάριο θα συνέβαινε…Απορρίπτεται η ερώτηση! Άλλη ερώτηση (γέλια) Προστατεύω…Προστατεύομαι…Όχι από σας τώρα…

Εκτός από την υποκριτική, εκφράζεστε και μέσα από το γράψιμο. Έχετε εκδώσει και βιβλία.

Τρία κιόλας! Πέρσι κυκλοφόρησαν τα ”Δύσκολα εύκολα”. Είχε προηγηθεί η ”Προσευχή του Ελαχίστου” στις εκδόσεις ”Υποκείμενο” και πιο πριν ένα άλλο. Κοίτα να δεις, ούτε που το κατάλαβα πως έβγαλα τρία βιβλία με ποιήματα! Γράφω όποτε μού’ρχεται, δεν το κάνω συστηματικά. 

Είστε πλέον επιλεκτική πραγματικά όταν σας προσεγγίσει κάποιος για συνεργασία;

Τελευταία ακολουθώ μια πιο ιδιωτική πορεία με την έννοια ότι προσπαθώ να κάνω πράγματα χειροποίητα, από μόνη μου. Πράγματα που να συγκινούν εμένα προσωπικά και να θέλω να τα μοιραστώ. Κι αυτό τώρα που κάνουμε με τον Νίκο Ξυδάκη κάπως εγώ το προκάλεσα. Πιστεύω πως τα ποιήματα του Σολωμού, όπως τα είχε μελοποιήσει, είναι από τα ωραιότερα τραγούδια του. Η ”Ευρυκόμη”, το ”Προς τον κύριον Γεώργιον Δε Ρώσση” είναι αριστουργήματα. Να σας πω για να καταλάβετε ότι πριν από τρία χρόνια ήμασταν με φίλους και βάζαμε την ”Ευρυκόμη” για ν’ αλλάξει η χρονιά. Με ακολουθούν πολύ αυτά τα τραγούδια του Νίκου και δεν έχουνε γίνει ευρέως γνωστά.

Πως να γίνονταν; Αφού είχαν προηγηθεί η ”Εκδίκηση της γυφτιάς” και ”Τα δήθεν”, ατόφια λαϊκά τραγούδια δηλαδή.

Ακριβώς. Εγώ σκέφτηκα, λοιπόν, έχοντας κάνει τον ”Λάμπρο” του Σολωμού, τη ζωή του Άκη Πάνου. Στο α’ μέρος ο ”Λάμπρος” τελειώνει με το ”Θολωμένο μου μυαλό” του Πάνου που τραγουδάει ο Μιχάλης Νικόπουλος, ενώ υπάρχει και το ”Καράβι” του Τσιτσάνη μέσα. Δεν είναι τυχαίο πως αν διαβάσεις τον ”Λάμπρο”, η ζωή του Άκη Πάνου με όλα τα σκοτεινά και τα περίεργα της, ταιριάζει ανατριχιαστικά. Για το β’ μέρος σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο να έλεγε ο Νίκος τα τραγούδια του Σολωμού, αλλά όχι με το πιάνο, στην κλασική μορφή τους. Να τα έλεγε σαν να τα ψιθυρίζει, το ένα μετά το άλλο, σαν εσωτερικός μονόλογος. Έτσι το ονομάσαμε ”Με μια αναπνοή” και είδαμε τι έγινε στο ΜΙΕΤ που το παρουσιάσαμε: Από την πρώτη στιγμή που αρχίσαμε μέχρι το τέλος, δεν ακουγόταν κιχ, τίποτα! Και, ξέρετε, εγώ πια έχω εξασκημένο αυτί, μπορώ να καταλάβω αν κάτι κάνει κριτς – κριτς, αν κουνιούνται οι άνθρωποι στα καθίσματα τους. 

Να ο ”πρίγκιπας – αλήτης” που λέγατε. Εμπεριέχετε και τους λαϊκούς περιθωριακούς ανθρώπους, σαν να τους εξωραΐζετε.

Μεγαλώνοντας προσπαθώ να δίνω άλλοθι σε όλους. Καμιά φορά μού είναι δύσκολο να πάρω θέση δημόσια για κάποιο θέμα, αφού σε όλους αναγνωρίζω ελαφρυντικά. Να, γι’ αυτή την ιστορία που έγινε τώρα με τον Ζακ Κωστόπουλο και τον κοσμηματοπώλη: Τό’γραψα στο facebook κιόλας, μέσα μου έλεγα ”Τώρα εγώ ποιος είμαι, ο Ζακ ή ο κοσμηματοπώλης;” Τρόμαξα υπαρξιακά, αναρωτήθηκα αν έχω κι εγώ το τέρας μέσα μου και ξυπνήσει καμιά μέρα! Σ’ αυτή βία του ενός απέναντι στον άλλον, εγώ δεν αισθάνομαι αμέτοχη. 

Δεν είναι τόσο σύνθετα ενίοτε τα πράγματα. Με την ίδια λογική, ας πούμε, κάποιοι λένε ”Αν έμπαινε εμένα στο σπίτι μου ένας να κλέψει” κλπ.

Εγώ λέω πως αν κοιτάξεις μέσα σου σε βάθος, όλο και λιγότερα άλλοθι θα δώσεις στον εαυτό σου. Εγώ αναρωτιόμουν το εξής: Σε έναν πυρηνικό πόλεμο, εκείνος που δεν θα σε πατήσει για να πάρει το τελευταίο μπουκάλι γάλα από το σούπερ μάρκετ, σε ποια κατηγορία ανήκει; Πρέπει να εκπαιδεύουμε συνέχεια τον εαυτό μας κόντρα σε όλη αυτή την αγριάδα που εμπεριέχουμε. 

Ίσως ένας καλλιτέχνης να είναι σε πιο πλεονεκτική θέση επ’ αυτού.

Χρειάζεται προσπάθεια να χωρέσει ο δίπλα σου. Αυτός είναι ο ύψιστος αγώνας. Σ’ αυτό πρέπει να ασκούμαστε. Ακόμα και ο Παπαδιαμάντης έγραψε σε ένα διήγημα του ότι μια κότα μπήκε στο διπλανό κοτέτσι και η άλλη της είπε: ”Ξουτ, ξένη”! Ο αγώνας αυτός πρέπει νά’ναι από καρδιάς, όχι από ιδεολογική τοποθέτηση. Διότι τα ιδεολογικά, άσ’ τα, τα είδα…

Η Όλια Λαζαρίδου με τον Νίκο Ξυδάκη και τους μουσικούς τους
Μια τυχαία έντονη εικόνα στο δρόμο τη σκέφτεστε για μέρες;

Πολύ συχνά. Ακόμα κι όταν βγαίνω βόλτα με το μηχανάκι, ο μισός μου εαυτός λέει: ”Αχ, μην πάω από κει, μην πάρω την καθημερινή μου δόση από δηλητήριο”…Ο άλλος μου μισός, όμως, λέει καλύτερα να πάρω αυτή τη δόση και να συνεχίσω να κοιτάω παρά να τυφλωθώ και να μη βλέπω. Σ’ αυτό το μεταίχμιο είναι η καθημερινότητα μου στους δρόμους της πόλης, όπως και πολλών άλλων, φαντάζομαι. 

Σας αρέσει να βγαίνετε έξω;

Μου αρέσει.

Νύχτα ή μέρα;

Νομίζω πως η φόρα μου είναι τη μέρα περισσότερο. Δεν ξενυχτάω πια, η φυσική μου τάση είναι να κοιμάμαι νωρίς. Μου ταιριάζει, θα έλεγα, το ωράριο των πουλιών.

Τηλεόραση βλέπετε;

Έχω χρόνια να δω…Έχω, αλλά δεν την ανοίγω. Άμα γίνει κάτι τρομερό, θα την ανοίξω να ενημερωθώ, αλλά για πέντε λεπτά. Η ενημέρωση με ενδιαφέρει για να ξέρω μόνο τι συμβαίνει γύρω μου. 

Σας μεταφέρει άγχος ένα αστυνομικό δελτίο;

Βέβαια, ειδικά όπως είναι σήμερα τα δελτία ειδήσεων. Είναι φτιαγμένα για να σε αγχώνουν. Όσο πιο πολλή αδρεναλίνη σε κάνουν να εκκρίνεις, τόσο πιο πετυχημένα θεωρούνται. 

Θέλω να μου πείτε ποιο είναι το αγαπημένο σας ελληνικό τραγούδι.

(σκέφτεται) Ένα που μου έρχεται τώρα είναι ο ”Γυάλινος κόσμος” που έλεγε ο Καζαντζίδης: ”Να σου δώσω μια να σπάσεις, α ρε κόσμε γυάλινε…”, γι’ αυτό το στίχο της Παπαγιαννοπούλου και μόνο! Με καθόρισε αυτό το κομμάτι στην παιδική ηλικία μου.

Μια αγαπημένη σας θεατρική παράσταση;

Όταν έπαιζε η Έλλη Λαμπέτη τα μονόπρακτα, βοηθούσα: Έκανα την πλάτη ή της έλεγα τα λόγια όταν έπαιζε την ”Ανθρώπινη φωνή” του Κοκτώ. Ήταν, επομένως, οι πρώτες μου επαφές από τον κόσμο του θεάτρου και μ’ ένα πλάσμα πολύ μαγικό. Ήταν σα να τράβηξα μια κουρτίνα και να αντίκρισα για πρώτη φορά τη μαγεία αυτού του κόσμου. 

Και μία ταινία;

Του Ταρκόφσκι θα έλεγα, τον έχω πάνω απ’ όλους. Ξανάβλεπα πρόσφατα τον ”Καθρέφτη” του. Ποιητής ήταν αυτός! Και ο Κουροσάβα μ’ αρέσει, τα ”Όνειρα”, ας πούμε. 

Είστε νέα ακόμη. Πως θέλετε να είστε όταν μεγαλώσετε κι άλλο;

Θέλω να είμαι χαρούμενη, με ειρήνη εσωτερική και δημιουργικότητα. Δεν αναφέρω την υγεία, καθώς είναι κάτι που δεν εξαρτάται από μας. Η χαρά, που ανάφερα, προϋποθέτει να είσαι ελαφρύς. Από τι πρώτα απ’ όλα; Απ’ τον εαυτό σου τον ίδιο. Να μη σε μολύνουν οι επιθυμίες και οι φιλοδοξίες. 

* Η συνέντευξη με την Όλια Λαζαρίδου πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2018 σε καφέ της πλατείας Μαβίλη

** Όλες οι φωτογραφίες της Όλιας Λαζαρίδου αποσπάστηκαν από τον προσωπικό της λογαριασμό στο facebook και από το διαδίκτυο 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου