Οι Magic de Spell είναι το μοναδικό γκρουπ στην ιστορία του
ελληνικού rock, που οι
μουσικοί του ξεκίνησαν από τα αντεργκράουντ κλαμπ των αρχών του 1980, παίζοντας
αγγλόφωνο punk, για να γίνουν
μέσα σε μία εικοσαετία εκφραστές ενός ελληνόφωνου pop – rock ιδιώματος με τραγούδια «πιασάρικα», που αγαπήθηκαν και που ακόμη
τραγουδιούνται. Κι αν στα τέλη των 90s είχαν τη μεγάλη τύχη να κάνει την παραγωγή δύο δίσκων τους ο J. J. Burnel των Βρετανών Stranglers, τα αμέσως επόμενα χρόνια δεν δίστασαν να
φλερτάρουν με ακόμη πιο mainstream καταστάσεις, διασκευάζοντας το «Υποφέρω» του Φοίβου και της Βανδή. Ως
φαίνεται, η κρίση που ξεμπρόστιασε την επίπλαστη ευμάρεια των Νεοελλήνων ήταν
εκείνη που από το 2009 τους ξανάβαλε με ορμή στο πολιτικό τραγούδι, κάνοντας
τους να θυμηθούν ευφυώς τον Πάνο Τζαβέλλα και τους επαναστάτες
Λατινοαμερικανούς ποιητές!
Πάμε τώρα, όμως,
μαζί με τον Θοδωρή Βλαχάκη να ξετυλίξουμε απ’ την αρχή το νήμα της ιστορίας
μιας από τις μακροβιότερες μπάντες που αξιώθηκε η εγχώρια ηλεκτρική σκηνή. Και,
όπως είναι αναμενόμενο, να νοσταλγήσουμε, να συγκινηθούμε, να γελάσουμε και να
συνειδητοποιήσουμε πως το rock and roll, όπως και όλες οι μορφές τέχνης, είναι απαραίτητο για τη ζώσα ύπαρξη κάθε
εν ενεργεία καλλιτέχνη.
Θοδωρή, ξεκινήσαμε πριν να μιλάμε για τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, με τον οποίο μου είπες ότι γνωριζόσασταν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Για την ακρίβεια
από το 1978. Είχαμε ίδια ηλικία – νομίζω, ο Λαυρέντης δεν ήταν ούτε χρόνο
μεγαλύτερος μου. Η Πλάκα τότε είχε εφτά λαϊβάδικα και όλοι εκεί συχνάζαμε.
Αυτός, απ’ ότι θυμάμαι, δεν είχε ασχοληθεί ακόμα με τα μουσικά και πολύ
αργότερα έμαθα ότι τραγούδαγε αντάρτικα στις μπουάτ. Ήταν πολύ φίλοι με τον
Αρχοντάκη, τον τωρινό μπασίστα μας και τα λέγαμε παρέα στο καφενείο της
«Φιλομούσας». Θυμάμαι πως είχαμε κλείσει το στούντιο «Mastersound», στα Πατήσια, για να γράψουμε τον πρώτο
μας δίσκο. Είχαμε κλείσει το ημερήσιο session και το βραδινό, τις ίδιες μέρες, το είχαν κλείσει
οι PLJ Band, οι μετέπειτα Τερμίτες. Κάναμε την ανάλογη
πλακίτσα, τα γνωστά, «Τι γράφετε εσείς, τι γράφουμε εμείς» και το πως συνέπεσε
τα δύο συγκροτήματα να γράφουν μαζί τους δίσκους τους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν το
1998, όταν οι Τερμίτες έκαναν στο ΣΕΦ το reunion τους, να μας καλέσει ο Μαχαιρίτσας. «Θέλω να
παίξετε» μου είπε από τηλεφώνου, «γιατί δεν ξεχνάω που γράφαμε μαζί τους
πρώτους μας δίσκους και σας θεωρώ γουρλήδες». Έτσι έγινε!
Πόσων ετών είσαι;
62.
Μπαίνεις κι εσύ
σιγά – σιγά στην οικογένεια των πουρόκερς, έτσι;
(γελάει) Δεν
μπορώ να σου πω αν το σκέφτομαι ή δεν το σκέφτομαι αυτό, απλά δεν το
αισθάνομαι. Βλέπω σε κάποιες φάσεις ότι στην Ευρώπη ή στην Αμερική μεσουρανούν
τα εναπομείναντα συγκροτήματα της δεκαετίας του ’70. Οι Deep Purple, ας πούμε, έβγαλαν έναν ωραίο τελευταίο δίσκο, ο Alice Cooper επίσης με τον προτελευταίο δίσκο του, γιατί τον τελευταίο δεν τον άκουσα
ακόμα, κάνει εξαιρετική δουλειά. Βλέπω και μια τάση εδώ με τα γκρουπ της
δεκαετίας του ’90, Υπόγεια Ρεύματα, Ενδελέχεια κλπ. Πιστεύω πως αν
ξαναφτιάχνονταν γκρουπ των 90s που είχαν διαλυθεί, θα γινόταν χαμός. Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά στην
προσέλευση του κόσμου συγκριτικά με πριν τέσσερα – πέντε χρόνια.
Έχει αυξηθεί το
κοινό σας;
Ναι, ακριβώς. Από
την άλλη, όμως, εμένα μ’ ενδιαφέρει να κάνουμε καινούργια κομμάτια και να
προσεγγίζουμε, όσο γίνεται, νεότερους ήχους. Ίσως αυτό με κάνει να μη σκέφτομαι
ότι πέρασαν τα χρόνια, όπως και το ότι έγινα πουρόκερ ή όχι. Μάλιστα, στην
τωρινή γιορτή μας για τα 40 χρόνια της μπάντας, θα παρουσιάσουμε καινούργιο
τραγούδι. Θέλαμε να μην είναι μόνο το τι κάναμε, αλλά και το τι έχουμε μπροστά
μας.
Αναρωτιέμαι αν, περνώντας τα χρόνια, αγχώθηκες με το στερεότυπο του ροκά ακόμα και στην εμφάνιση σου.
Υπάρχουν
στερεότυπα, αλλά έχουν σπάσει κατά κάποιο τρόπο. Δεν είναι όπως παλιά, που
έπαιζες new wave και έπρεπε να’χεις πολύ κοντά μαλλιά ή μοϊκάνα,
αν έπαιζες punk. Να έπαιζες rock seventies, π.χ., όπου δεν γινόταν να μην έχεις μακριά μαλλιά ή να μη δείχνεις πάντα
νέος. Αυτό έσπασε από το εξωτερικό. Πολλές αμερικανικές μπάντες από μουσικούς
μεγάλους σε ηλικία, το δείχνουν ότι είναι μεγάλοι. Δεν βλέπω δηλαδή σήμερα να
είναι απόλυτα αναγκαίο να φαίνεσαι πιτσιρικάς, ενώ είσαι 60. Δεν γίνεται αυτό.
Παρόλα αυτά, εσύ
διατηρείς τη μακριά κώμη σου και αλογοουρά κιόλας.
Ναι, είμαι με
αλογοουρά, γιατί αν τα αφήσω ελεύθερα, όλο και κάνα φεγγαράκι θα φανεί απ’ την
κορυφή (γέλια)
Μάλιστα. Πάμε να πιάσουμε απ’ την αρχή το νήμα της πορείας των Magic de Spell στην ελληνική rock σκηνή.
Κοίταξε, εγώ από
μικρός άκουγα τις μπάντες της ελληνικής rock σκηνής, τους Πελόμα Μποκιού, τους Εξαδάχτυλος,
τους Poll, όλους αυτούς.
Γούσταρα πολύ και περίμενα πως και πως να τελειώσω το εξατάξιο Γυμνάσιο στην
Κρήτη για να έρθω στην Αθήνα και να δω αυτές τις μπάντες. Ήρθα το ’75, αλλά
δυστυχώς οι πιο πολλές απ’ αυτές είχαν διαλυθεί. Έτσι ήθελα να φτιάξω κι εγώ
μια μπάντα, χωρίς να ξέρω από μουσική. Ήταν κι ένα ταμπού αυτό για τους γονείς
στην Αθήνα, αλλά και στην Κρήτη, που δεν μπορούσες να τους πεις ότι θες να
γίνεις μουσικός. Ισοδυναμούσε με κάτι πολύ κακό.
Εκτός αν ήσουν
του Ωδείου.
Ναι, αν έκανες
πιάνο ξέρω γω. Το να πήγαινα όμως εγώ να έπαιζα ντραμς σε ένα rock ή σε ένα punk συγκρότημα, που είχα λόξα τότε, ήταν κάτι πολύ
ζόρικο. Με τα πρώτα λεφτά που έπεσαν στα χέρια μου αγόρασα μια ολοκαίνουργια
ντραμς, την ίδια που έπαιζε ο Stuart Copeland των Police, κι αργότερα πήγα σε ένα ωδείο και έκανα μαθήματα
μόνο για ένα εξάμηνο. Δεν τα βρίσκαμε με τον δάσκαλο στο πως πρέπει να κρατάω
τις μπαγκέτες και στο πως να χτυπάω το πόδι στην γκρανκάσα. Μάλιστα, μπορεί να
είναι ντροπή μου που το λέω, αλλά φεύγοντας, του έκλεψα και το τετράδιο με τις
σημειώσεις. Τότε, να ξέρεις, υπήρχε μόνο ιταλική βιβλιογραφία για τα ντραμς,
οπότε εγώ έτσι μπόρεσα να συνεχίσω στο σπίτι αυτά που θα έκανα για δυο χρόνια
στο ωδείο.
Δούλεψες πολύ
κατ’ οίκον, λοιπόν.
Ακριβώς, κατ’
οίκον και κατά μόνας. Να πω εδώ μια αστεία ιστορία: Όταν αγόρασα τα τύμπανα, τα
μετέφερα στο σπίτι με ένα ταξί μερσεντές, αφού μόνο εκεί χώραγαν. Τα άφησα στο
διάδρομο της πολυκατοικίας και τα ανέβαζα κομμάτι – κομμάτι στον πέμπτο όροφο
που έμενα με τους γονείς μου. Ανεβάζω πρώτα το βαθύ και έπειτα τη γκρανκάσα.
Την ίδια στιγμή, βλέπω τον πατέρα μου να κρατάει το βαθύ της ντραμς και να’ναι
έτοιμος να το ρίξει απ’ το μπαλκόνι. Τρέχω γρήγορα, βουτάω μια ωραία ασπρόμαυρη
τηλεόραση «Σάμπα» που είχαμε και πάω κι εγώ να την πετάξω απ’ το μπαλκόνι. Με
κοιτάει, τον κοιτάω, «Μία σου και μία μου» του κάνω και τελικά γλίτωσαν και η
Σάμπα και τα τύμπανα. Ε, μετά γνώρισα τον Αλέξη Κυριακάκη, τον πρώτο
τραγουδιστή της μπάντας και αποφασίσαμε με τις λιγοστές μας γνώσεις ν’
αρχίσουμε να παίζουμε. Σκέψου ότι τότε δεν υπήρχαν προβάδικα και γι’ αυτό
νοικιάσαμε ένα υπόγειο στο Μπραχάμι, που ο ιδιοκτήτης του το είχε για να
εκτρέφει κουνέλια. Το καθαρίσαμε, το διαμορφώσαμε σαν στουντιάκι και βάλαμε
αγγελία για να βρεθούν οι άλλοι μουσικοί που θα σχημάτιζαν τη μπάντα μας.
Μεταξύ των άλλων, βρήκαμε έτσι τον Γιώργο Σκαρλάτο στο μπάσο, έναν μουσικό
ιδιαίτερα σημαντικό για την πορεία μας τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Οι
τρεις μας οργανώσαμε την κατάσταση. Αρχικά παίζαμε με τον κιθαρίστα Μάκη Κόκο,
μετά από λίγους μήνες όμως αλλάξαμε και πήραμε τον Γιώργο Αλαχούζο, που έπαιζε
στους Πνευμονοκονίασις.
Μιλάμε για τον
γνωστό Αλαχούζο των ειδικών εφέ στο σινεμά;
Ναι, ο Αλαχούζος
που έγινε πολύ γνωστός τα επόμενα χρόνια για τα εφέ τρόμου και τα διάφορα που
φτιάχνει στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να κάνουμε
κάτι που καμία μπάντα δεν το έκανε εκείνα τα χρόνια, να γράψουμε δηλαδή δικά μας
κομμάτια. Στην Πλάκα τότε οι πιο πολλές μπάντες έπαιζαν blues – rock διασκευές. Εμείς είπαμε ότι θα το αλλάξουμε το
παιχνίδι, κάτι που σήμερα ακούγεται ως «και σιγά τι κάνατε»…Έχοντας επηρεαστεί
πολύ από τα εγγλέζικα punk
και rock γκρουπ, σαν τους Stranglers και τους Joy Division, αποφασίσαμε να πάρουμε μια τέτοια κατεύθυνση. Η αρχή έγινε στα τέλη του
’79. Μεσ’ στο ’80 παίξαμε στο Tiffany’ s της Πλάκας για πρώτη
φορά, ένα ιστορικό μαγαζί. Μάλιστα, εγώ σ’ αυτό πήγαινα κάθε βράδυ και άκουγα
και τα άλλα γκρουπ.
Με τα μέλη των
οποίων θα γνωριστήκατε σαν μια οικογένεια, να υποθέσω.
Μέσα στο Tiffany’ s όχι, γιατί φιλοξενούσε γκρουπ που έπαιζαν κυρίως blues rock. Στην πρώτη μας εμφάνιση, όμως, μπήκαν κάτι πανκιά μέσα, μεταξύ των οποίων
ήταν και ο Φρανκ των Panx Romana. Με τον Φρανκ γνωριζόμαστε από τότε, θέλω
να πω. Ήρθαν ακόμη πολλοί, από το μαγαζί το «Remember» στην Πλάκα επίσης. Έτσι φτιάχτηκε η πρώτη μαγιά
για το λεγόμενο ελληνικό punk, οι πρώτες κολεγιές ας πούμε.
Υπήρχε πολιτικοποίηση στα πρώτα σας βήματα, όπως συνέβαινε με τα γκρουπ του εξωτερικού που θαυμάζατε;
Κοίταξε, θεωρώ
ότι εδώ δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Τουλάχιστον για εμάς, τους Παρθενογένεσις
που ήταν το πρώτο γκρουπ του νέου rock στην Ελλάδα και για τα άλλα γκρουπ αγγλόφωνου punk. Αυτό, όμως, που είχαμε μέσα μας και τελικά μας
καθοδηγούσε, ήταν μια αντίδραση απέναντι σε όλα όσα βλέπαμε. Θα μας χαρακτήριζε
κάποιος «αντισυστημικούς» ή «αντικαθεστωτικούς» αν υφίστατο ο όρος για τα
χρόνια εκείνα. Ήδη, όμως, από τα τέλη του ’80 αρχίσαμε να παίζουμε σε φεστιβάλ
κομματικών νεολαιών – αριστερόστροφων, εννοείται – και σε άλλες μαζώξεις.
Στο πλαίσιο
γνωριμίας της μουσικής σας με ένα μεγαλύτερο κοινό;
Αυτό πάντα
υπήρχε, γιατί εμείς ήμασταν απόλυτα αντεργκράουντ τότε και σίγουρα ψάχναμε να
βρούμε ποιο είναι το μεγαλύτερο κοινό, στο οποίο μπορούσαμε ν’ απευθυνθούμε.
Εκεί «διαλέξαμε» πολιτικά.
Ελληνικό punk συγκρότημα χωρίς χιουμοριστικές ιστορίες
δεν νοείται. Έχεις να θυμηθείς κάτι ανάλογο;
Πρώτα – πρώτα να
σταθώ στην παρθενική μας εμφάνιση. Ο μακαρίτης ο Λοΐζος, ο ιδιοκτήτης του Tiffany’ s, μας λέει: «Θα παίξετε με τους Dalton’ s Family». Οι Dalton’ s Family, λοιπόν, αποφασίζουν να παίξουν πρώτοι
και να βγούμε μετά εμείς. Παικταράδες αυτοί, είχαν έναν κιθαρίστα, που έκανε
κάτι φοβερά σόλα. Ο κιθαρίστας μας λέει «Αυτός κάνει παπάδες, πως θα βγω να
παίξω εγώ;» κι εμείς να του λέμε «Μην ανησυχείς, κάνουμε κάτι άλλο εμείς»…«Ναι»
μας λέει, «αλλά έτσι όπως τον ακούω, θα λιποθυμήσω» και κάνει ένα χραπ και
λιποθυμάει! Του ρίχνουμε νερά, τον συνεφέρνουμε και τον ανεβάζουμε στη σκηνή.
Έτσι ξεκίνησε η μπάντα, με λιποθυμία κιθαρίστα (γέλια) Τα επόμενα χρόνια που
φτιάχτηκαν κι άλλες μπάντες ελληνόφωνες, υπήρξε μια τεράστια κόντρα χίπηδων και
πάνκηδων, να την πούμε. Σε κάθε συναυλία, που τα δύο είδη συναντιόντουσαν, το
αποτέλεσμα ήταν ξύλο, πέτρες, αίματα, ταραχές.
Πες μου ένα αντιπροσωπευτικό τέτοιο παράδειγμα από συναυλία.
Είχαμε παίξει σε
μια συναυλία, αρχές ’81, στο αμφιθέατρο της φοιτητικής εστίας Ζωγράφου. Εκεί
έπαιζαν ο Λήτης, οι Vavoura Band, οι TVC και άλλες μπάντες. Βγήκαμε τρίτοι στη σειρά μετά
τους Vavoura Band και, όπως καταλαβαίνεις, ο χώρος ήταν
τίγκα, εφτακόσια άτομα, ίσως και παραπάνω. Το κοινό το δικό μας ήταν μειοψηφία
μέσα σε ένα κοινό «σεβεντάδων» που γούσταραν Vavoura Band, οι οποίοι παίζανε ψυχεδέλεια, Hendrix και Hawkwind οι άνθρωποι. Κι εμείς, όμως, ως αδίστακτοι τύποι,
είχαμε αγοράσει μαύρα σατέν πανιά που τα κρεμάσαμε παντού, πήραμε και δυο
κηροπύγια και παίξαμε με γυρισμένες πλάτες στο κοινό. Μόνο εγώ είχα οπτική
πρόσβαση, που έπαιζα τύμπανα. Βγάλαμε τρία κομμάτια. Όλοι είχαν δυσανασχετήσει
από κάτω, του στυλ «Τι κάνουν αυτοί τώρα;», αλλά εμείς αποζητούσαμε την
πρόκληση. Στο επόμενο κομμάτι που γύρισαν μπροστά οι μουσικοί και παίξαμε μια
διασκευή στους Sex Pistols, ανέβηκαν δυο φρικιά στη σκηνή. Κρατούσαν
ένα μαντίλι και έκαναν ότι χορεύουν τσάμικο για να μας κοροϊδέψουν. Πλησιάζει ο
ένας τον τραγουδιστή μας και του χώνει μια κλοτσιά στα αρχίδια. Το επόμενο
δευτερόλεπτο ο δικός μας, του είχε τυλίξει το καλώδιο του μικροφώνου στο λαιμό
και τον έπνιγε! Το επόμενο δεκάλεπτο, δέρνονταν οι πάντες μέσα εκεί, μιλάμε
στην κυριολεξία για το απόλυτο ξύλο! Περιττό να σου πω ότι η συναυλία
διακόπηκε, κάλεσαν επιτόπου την ΚΝΕ να περιφρουρήσει τους υαλοπίνακες του
αμφιθεάτρου. Η μεγάλη πλάκα ήταν όταν μετά συναντηθήκαμε έξω για να δούμε τι
απώλειες είχαμε, ποιος έφαγε το περισσότερο ξύλο. Έρχεται ένας φίλος και μας
λέει: «Πω, ρε παιδιά, ήρθα για ενίσχυση, αλλά οι άλλοι ήταν τόσο φανατικοί που
μέχρι και κορίτσια ανέβηκαν για να σας επιτεθούν. Πέτυχα, όμως, μία και της
έχωσα μπουνιά, που την άφησα λιπόθυμη!» Μετά από δέκα λεπτά, έρχεται μια φίλη
και μας λέει: «Ήρθε ένας μαλάκας απ’ τους άλλους, με γρονθοκόπησε στο πρόσωπο
και λιποθύμησα», δηλαδή χτυπιόμασταν μεταξύ μας (σ.σ. έχουμε σκάσει στα γέλια).
Θυμάμαι και μιαν άλλη συναυλία στο Σπόρτινγκ με Παρθενογένεσις και Σπυριδούλα
χωρίς τον Σιδηρόπουλο. Οι Παρθενογένεσις, που ήταν μόνιμα μαυροντυμένοι, είχαν
φορέσει άσπρα περιβραχιόνια και λέγανε στο κοινό: «Εις ένδειξη πένθους για το παλιό
rock που πέθανε κι εσείς όλοι
είστε μαλάκες» κι από κάτω να τους πετάνε νεράντζια με ξυράφια που καρφώνονταν
στον τοίχο πίσω από τη σκηνή…Άγρια πράγματα! Αυτά κράτησαν μέχρι και τα τέλη
της δεκαετίας του ’80. Από κει και πέρα, όσο πάλιωνε και το νέο rock, άρχισαν να έρχονται πιο κοντά. Σήμερα
είναι πια δίδυμα αδέρφια, δεν υπάρχει punk και rock, όλα μπαίνουν κάτω από την ομπρέλα του rock.
Κατανοητό.
Σήμερα, π.χ., δεν αποτελεί ταμπού το ότι οι Magic de Spell θα παίξουν με τον Πουλικάκο ή με τους Active Member.
Καθόλου! Έχουν
γίνει και τα δύο αυτά, που λες! Για τότε, όμως, θα ήταν αδιανόητο και για μας
και για τον Πουλικάκο ότι θα παίξουμε μαζί εν έτει 1982. Με την ίδια λογική,
ήταν ταμπού και η συνεργασία του Νικόλα Άσιμου με τη Χαρούλα Αλεξίου στον πρώτο
του μεγάλο δίσκο.
Ο Άσιμος ερχόταν σε εκείνες τις συναυλίες, τον βλέπατε;
Τον βλέπαμε και
μάλιστα εγώ είχα πάει και στο σπίτι του δυο – τρεις φορές. Οραματιζόταν έναν
άτυπο συνεταιρισμό και καλούσε όσες μπάντες γνώριζε ώστε να λειτουργήσουμε όλοι
χωρίς ανταγωνισμούς και χωρίς να βγάζει ο ένας το μάτι του άλλου. Δεν το
πέτυχε, όπως και κανείς δεν το’χει πετύχει μέχρι σήμερα…Ο Άσιμος ήταν μια
τεράστια προσωπικότητα και κάθε φορά που έφευγα απ’ το σπίτι του αισθανόμουν
καλύτερος, σοφότερος, δεν ξέρω τι άλλο να πω…
Να πάμε τότε στη
δισκογραφία των Magic de Spell με τον πρώτο αγγλόφωνο δίσκο που βγήκε στα 1981.
Ο πρώτος δίσκος
βγήκε μεσ’ στο καλοκαίρι του ’81, ένα 45άρι βινύλιο με τρία τραγούδια. Πήραμε
την πρωτοβουλία να ηχογραφήσουμε με δικά μας έξοδα και μετά προσπαθήσαμε να
πλησιάσουμε τις εταιρείες, που είτε θα μας κορόιδευαν, είτε δεν θα μας
απαντούσαν καν. Τον ήχο αυτόν τον είχαν για πέταμα. Μας φάνηκε πολύ περίεργο
όταν πήγαμε στο Happening, οι
άνθρωποι άκουσαν τα κομμάτια και είπαν «Εντάξει, το βγάζουμε»…«Είστε
σίγουροι;»…«Γιατί να μην είμαστε, ρε παιδιά; Αφού είναι πολύ ωραίο αυτό που
κάνατε»…Τυπώθηκαν, θυμάμαι, 1.070 κομμάτια που πουλήθηκαν ταχύτατα.
Έχεις κρατήσει
καμιά κόπια απ’ αυτό το δισκάκι;
Δυστυχώς δεν έχω
κανένα κομμάτι…Βέβαια, κόπιες του βινυλίου αυτού υπάρχουν και πωλούνται πολύ
ακριβά στο διαδίκτυο. Είναι και μια άλλη εταιρεία, με γερμανικό όνομα, που οι
άνθρωποι της μας πλησίασαν, καθώς έχουν λόξα με τον ήχο των ελληνικών
συγκροτημάτων στα 80s και
επανεκδίδουν βινύλια. Το 2012 έβγαλαν μια συλλογή με όλα μας τα ηχογραφήματα
από το ’81 – ’82, ακόμη και τα ακυκλοφόρητα. Βρίσκεται σε βινύλιο! Αργότερα η
ίδια εταιρεία κυκλοφόρησε σε καλό βινύλιο, κοπής στην Αγγλία, τους δύο πρώτους
μας δίσκους.
Πήρατε τα λεφτά
σας πίσω απ’ τις πρώτες ηχογραφήσεις;
Ήθελα να το πω
αυτό, έτσι, για την ιστορία, ότι πήραμε όλα τα λεφτά μας πίσω. Νιώσαμε
ικανοποίηση και αμέσως στις αρχές του ’82 μας ζήτησαν να δώσουμε δύο καινούργια
κομμάτια για τη συλλογή με τίτλο «Happening ’82». Μέχρι σήμερα τα κομμάτια αυτά δεν μπήκαν
πουθενά αλλού. Στη συλλογή είχαν μέσα κομμάτια τους και οι Λήτης, Αίολος, Vavoura Band και άλλα συγκροτήματα. Στα τέλη ’82 με αρχές ’83 ήρθε και ο πρώτος μεγάλος
δίσκος, αλλά το σχήμα είχε ήδη αλλάξει πολύ. Έχει αποχωρήσει ο κιθαρίστας
Γιώργος Αλαχούζος, ενώ εμείς έχουμε εγκαταλείψει το punk σαν μουσική. Τραγουδιστής έρχεται ο Ηλίας
Ασλάνογλου και στα πλήκτρα ο Θανάσης Σκαρλάτος, αδερφός του Γιώργου. Το σχήμα,
έτσι, γίνεται πολύ πρωτότυπο για την εποχή: Μπάσο, ντραμς, πλήκτρα και όχι
κιθάρα! Μ’ αυτή τη δομή οι Magic de Spell έκαναν τρεις μεγάλους δίσκους. Ο πρώτος δίσκος είχε πάει ανέλπιστα καλά.
Την ίδια περίοδο παίξαμε στο τριήμερο του Σπόρτινγκ με Birthday Party, New Order, όπου εμείς ανοίξαμε το set των Fall. Οι Metro Decay είχαν ανοίξει τους Birthday Party με τον Nick Cave, ενώ τους New Order άνοιξαν οι FMQ, το σχήμα
που είχε προκύψει από τη διάλυση των Παρθενογένεσις.
Είχατε σταθερή
παρουσία στη δισκογραφία, που σημαίνει ότι δουλεύατε πολύ.
Κάθε ένα χρόνο
και κάτι, βγάζαμε νέο δίσκο, είναι αλήθεια αυτό. Το στυλ μας κάποιοι το
ονόμαζαν dark wave και είχαμε διευρύνει πολύ το κοινό μας,
συγκριτικά με τα πρώτα punk
σινγκλάκια.
Θα το’χεις ξαναπεί, αλλά εδώ οφείλουμε να αναφέρουμε ποιος σκέφτηκε το όνομα Magic de Spell για τη μπάντα.
Το σκέφτηκα εγώ
κι όταν το είπα στα παιδιά, έγινε αμέσως δεκτό με ενθουσιασμό. Είχαμε λόξα να
ντυνόμαστε στα μαύρα, όπως και η μάγισσα Μάτζικα Ντε Σπελ του Ντίσνεϊ. Αυτή
ήθελε να κλέψει την
τυχερή δεκάρα του Σκρουτζ, η οποία, αν είχε τρύπα στη μέση, θα μπορούσε να’ ναι
και βινύλιο. Μας άρεσε, επίσης που αποσκοπούσε στο να πάρει τα λεφτά του
πλούσιου γεροτσιγκούνη!
Θέλω να θυμηθείς
τη συμμετοχή σας στο περιβόητο φεστιβάλ στο Άκτιο.
Μας πήρε τηλέφωνο
ένας από τους διοργανωτές, ο ζωγράφος Τάκης Γεννιάς που δεν ζει πια, και μας
ρώτησε αν θέλουμε να παίξουμε. Απαντήσαμε θετικά και μας είπε ότι θα παίρναμε
35.000 δραχμές. Για το ’84 και για μας, πίστεψε με, ήταν πολλά λεφτά! Να
σκεφτείς ότι τα περισσότερα χρήματα που είχαμε πάρει για μια εμφάνιση μέχρι το
1990 ήταν 60.000 δραχμές, εδώ όμως μιλάμε για το ’84. Ήταν ένα διήμερο, στο
οποίο αντιτάχθηκε ο Μητροπολίτης Πρεβέζης, αλλά ευτυχώς δεν κατάφερε να το
διαλύσει. Παίζανε από μικρές αγγλόφωνες μπάντες μέχρι μεγαλύτερες, ελληνόφωνες,
αλλά και καλλιτέχνες ακόμη κι από το έντεχνο: Ήταν ο Δήμος Μούτσης, ο Νίκος
Παπάζογλου, οι Μουσικές Ταξιαρχίες, οι Φατμέ, ο Σιδηρόπουλος! Ουσιαστικά ένα non stop διήμερο που ξεκίνησε στη μία το μεσημέρι και τελείωσε ξημερώματα της
τρίτης μέρας. Θυμάμαι ότι το κλείσιμο έκανε ο Σιδηρόπουλος με τους
Απροσάρμοστους στις 5.30 τα χαράματα! Εμείς παίξαμε το βράδυ της πρώτης μέρας
το αγγλόφωνο ρεπερτόριο μας.
Ο χαρακτηρισμός
«ελληνικό Woodstock» που
αποδόθηκε στο Άκτιο, πιστεύεις ότι ίσχυε;
Νομίζω ότι ίσχυε,
γιατί ο κόσμος κάτω απ’ τη σκηνή συνολικά ήταν γύρω στις δυόμισι χιλιάδες. Δεν
θα έλεγες ότι ήταν τεράστιο νούμερο, αλλά υπήρχε κατασκήνωση, τουαλέτες…
Ναρκωτικά;
Και βέβαια,
προφανώς. Μαζί με οικολογία, όμως, και καθαρισμό της παραλίας. Ακόμα δεν το’χε
πει κανείς τότε «ελληνικό Woodstock», αλλά νομίζω πως όσοι ήμασταν εκεί, έτσι αισθανόμασταν. Για να προλάβω
ερώτηση σου, εκεί δεν κάναμε παρέα με τα άλλα γκρουπ. Είχαμε τις δικές μας
κλειστές παρέες, συνομιλούσαμε μόνο με τις μπάντες που έμοιαζε ο ήχος μας.
Σαφώς, όμως, και είχαμε δει τους άλλους να παίζουν: Ο Μούτσης είχε βγει με
κιθάρα – φυσαρμόνικα, σε στυλ Bob Dylan, πάρα πολύ καλός! Να πω, επίσης, πως η
μόνη ελληνική μπάντα που συνομιλούσαμε ήταν οι Απροσάρμοστοι. Για κάποιο λόγο,
μας γούσταραν, και εδώ να πω κάτι άλλο: Πέρσι στο κρατικό ραδιόφωνο, η
παραγωγός Γιάννα Τριανταφύλλη μας είπε ότι στα τέλη του ΄84 που μας είχε
καλέσει για συνέντευξη, το έκανε επειδή την είχε παροτρύνει ο Σιδηρόπουλος!
Ποτέ δεν μας είπε τίποτα ο Σιδηρόπουλος, ούτε εμείς του είπαμε, αλλά υποθέτω
ότι από το Άκτιο μας είχε ξεχωρίσει.
Τα Εξάρχεια του
’80 πως τα βιώσατε σαν συγκρότημα;
Εμείς είμαστε
στην Πλάκα, στην ευρύτερη παρέα της «Σοφίτας» του Ηρακλή Τριανταφυλλίδη. Εκεί
κάναμε πολλές εμφανίσεις και όταν τα μαγαζιά αυτά κλείσανε, εκ των πραγμάτων
κινηθήκαμε προς τα Εξάρχεια, αλλά και στον Χολαργό που ο Βαγγέλης Βέκιος είχε
φτιάξει το «Χύμα», μια ωραία μουσική σκηνή. Στα Εξάρχεια, παίξαμε σε μαγαζιά
σαν το «ΑΝ» και αργότερα μπήκαμε στην κολεγιά των μεγαλύτερων μουσικών που
ίδρυσαν τη συλλογικότητα ΜΟΥΣΥΝΚΑ. Είχαμε κλείσει το «Ροντέο» για live και όσα λεφτά έβγαιναν, πήγαιναν στις
μπάντες. Έτσι βγάλαμε εκείνες τις 60.000 δραχμές που σου είπα πριν. Στον
συνεταιρισμό αυτό ήταν μέσα ο Λήτης, ο Γκίνης, ο Θοδωρής Τρύφωνας, ο Ηρακλής,
αυτούς θυμάμαι τώρα…Κατά κάποιο τρόπο, έγινε ότι οραματιζόταν ο Άσιμος.
Και μπαίνουμε στη
δεκαετία του 1990, που γίνεστε κατά κάποιο τρόπο ένα mainstream συγκρότημα.1984, φεστιβάλ στο Άκτιο
Από το ΄87 και
μετά είχαμε μια κόντρα, αν θα γίνουμε ελληνόφωνοι ή όχι. Εγώ και ο Σκαρλάτος το
θέλαμε φανατικά, οι άλλοι όχι, δεν ήθελαν. Η κόντρα αυτή μας αποδυνάμωσε,
αραιώσαμε τα live και το ’91
κυκλοφόρησε από την Music Box ένα διπλό βινύλιο μας που ονομαζόταν «The Best & The Rest». Περιείχε τα πιο εμπορικά μας, ας τα
πούμε, κομμάτια μαζί με μερικά ανέκδοτα. Ο δίσκος αυτός πούλησε παραπάνω απ’
ότι αναμενόταν και το ενδιαφέρον μας αναζωπυρώθηκε μαζί με την κόντρα αν θα
συνεχίσουμε σε ελληνικά ή αγγλικά. Η κόντρα μας έφτασε σε σημείο επικίνδυνο και
μάλιστα έγιναν και δύο παράλληλα projects «εκτόνωσης» τότε: Τα Παιδιά του Ήλιου με μένα και τον Σκαρλάτο σε
ελληνόφωνο υλικό και το Alice a the Nightmare, αγγλόφωνο, όπου εγώ πάλι έπαιξα ντραμς
γιατί δεν έβρισκαν άλλο, ε και γιατί, στην τελική, ήμασταν και φιλαράκια. Τα
Παιδιά του Ήλιου ήταν ανεξάρτητη παραγωγή, οι Alice in a Nightmare είχαν βγει από τη Virgin. Τέλος πάντων, για να μην το διαλύσουμε, πάρθηκε μια απόφαση, που αν είχε
τηρηθεί, πιστεύω ότι θα ήταν καταστροφική και θα είχαμε διαλυθεί σίγουρα: Να
βγάζαμε ένα βινύλιο με τη μία πλευρά ελληνόφωνη και την άλλη, αγγλόφωνη.
Ευτυχώς που δεν έγινε, γιατί εν τω μεταξύ είχαν έρθει να παίξουν στο «ΡΟΔΟΝ» οι
Stranglers και πήγαμε να τους
δούμε!
Κι έτσι
γνωρίζεστε με τον J. J. Burnel. Πόσες ιστορίες έχεις να λες!
Ο Ηλίας
Ασλάνογλου είχε τη φαεινή ιδέα, πραγματικά φαεινή όμως, να πάμε να πιάσουμε τον
μπασίστα τους, τον J. J. Burnel, για να έκανε την παραγωγή του νέου μας δίσκου.
Άκου θράσος στα ξαφνικά! Το ότι ο Ασλάνογλου, όπως και ο Burnel, ασχολούνταν με τις πολεμικές τέχνες,
ήταν κάτι που βοήθησε στη μεταξύ μας επικοινωνία. Ο Burnel μας είπε ότι είχε κάνει κι άλλες παραγωγές στη
Γαλλία, αλλά και στην Ιαπωνία. Μας ζήτησε ν’ ακούσει υλικό, αλλά μας ξεκαθάρισε
το εξής: Θα προτιμούσε να κάνει την παραγωγή σε γκρουπ, το οποίο μιλάει τη
γλώσσα του, όπως ακριβώς οι Stranglers έκαναν στη χώρα τους, την Αγγλία. «Εμείς τραγουδάμε αγγλικά, εσείς γιατί
να μην τραγουδάτε ελληνικά;» ήταν τα λόγια του. Αυτό έκανε και τα αγγλόφωνα
μέλη της μπάντας να υποχωρήσουν στο ενδεχόμενο ενός δίγλωσσου νέου άλμπουμ. Ο Burnel πήρε το υλικό, γύρισε στην πατρίδα του,
το άκουσε κι όταν τηλεφωνηθήκαμε, μας είπε ότι θα κάνει την παραγωγή! Εννοείται
πως εμείς δεν το πιστεύαμε με τίποτα! Ξετρελαθήκαμε!
Εσείς
ξετρελαθήκατε, η εταιρεία όμως ήταν πρόθυμη να ανταπεξέλθει στις όποιες
απαιτήσεις του Burnel;
Τότε ήμασταν στη Warner και σκεφτόμασταν ακριβώς το ίδιο, άντε να
πείσεις την εταιρεία να φέρει τον Εγγλέζο δυο μήνες στην Ελλάδα, και πόσα θα
θέλει κλπ. Πήγαμε και τους το είπαμε δειλά και κάνανε δυο μέρες να πιστέψουν
ότι ο Burnel θα αναλάμβανε
την παραγωγή μας. Όταν το πίστεψαν, είπαν «Εντάξει»! Ξέρεις, οι εταιρείες τότε
ήταν κραταιές, πόνταραν τα λεφτά τους και εν προκειμένω λειτούργησαν καλά!
Μπαίνουμε με τον Burnel στο
στούντιο «Action», ένα πολύ
καλό στούντιο, που μόλις το είδε, μας κάνει: «Αυτά είναι προϊστορικά! Θα πάμε
να κάνουμε την παραγωγή στην Αγγλία» κι εμείς να προσπαθούμε να του πούμε:
«Ναι, φίλε μου, αλλά υπάρχει κι η ελληνική πατέντα». Τελικά τον ψήσαμε,
δουλέψαμε εδώ και μετά έγινε ένα mix στη Γαλλία, που δεν ήταν όμως τόσο καλό όσο το mix που είχε γίνει στην Ελλάδα. Αποτέλεσμα αυτού ήταν
να κρατηθούν μόνο μερικά bonus tracks για το δίσκο. Ο Burnel δούλεψε με ηχολήπτη τον Αρχοντάκη, που
επιμελήθηκε ηχητικά και όλους τους ελληνόφωνους δίσκους μας.
Δώσε μου μια
περιγραφή του J. J. Burnel σαν άτομο.
Ήταν και,
φαντάζομαι είναι, ένα πολύ καλό παιδί. Αγαπούσε πάρα – πάρα πολύ τη μουσική,
αλλά ταυτόχρονα θα τον χαρακτήριζα εγωιστή και πολύ αυστηρό. Υπήρχε μια
αυστηρότητα, η οποία μας έκανε καλό, καταλάβαμε ότι εδώ δουλεύουμε και δεν
παίζουμε. Για να σου φέρω ένα παράδειγμα, μεταξύ σοβαρού κι αστείου σού’λεγε:
«Μεγάλε, άργησες δεκαπέντε λεπτά; Πέσε και παίρνε δεκαπέντε κάμψεις»!
Και έπεφτες κι έπαιρνες κάμψεις;
Μεταξύ σοβαρού κι
αστείου, ναι, όπως σου είπα, αλλά εγώ ευτυχώς δεν είχα αργήσει ποτέ (γέλια).
Θυμάμαι ότι αλλάξαμε εφτά κιθάρες μέχρι ν’ αποφάσιζε με ποια θα έπαιζε ο
κιθαρίστας μας στο δίσκο – πράγματα που δεν τα είχαμε συνηθίσει στην Ελλάδα από
παραγωγούς και ηχολήπτες!
Κι η Warner πάντα θετική απέναντι στις «παραξενιές»
του;
Θετικότατη.
Νομίζω πως κάπου έλεγαν «Για να δούμε τι θα κάνει αυτός»…Ήταν και μεγάλη
εταιρεία…Ο δίσκος είχε πάει και καλά, αφού το πρώτο κομμάτι που’χε ξεπηδήσει
ήταν η διασκευή στον «Μαθητή» του Ζαμπέτα.
Δική σου ιδέα η
διασκευή αυτή;
Όχι, ήταν του
Ηλία του Ασλάνογλου και αποδείχτηκε ταμάμ! Δική μου ιδέα ήταν να διασκευάσουμε
ένα παλιό λαϊκό, αλλά αυτό που’χα προτείνει εγώ, ένα ζεϊμπέκικο του Χρηστάκη,
δεν θα λειτουργούσε. Ο «Μαθητής» αντίθετα απ’ τη φύση του είναι rock and roll! Όπως μάλιστα το παίξαμε, ο Burnel χωρίς να ξέρει καν ότι ήταν διασκευή,
σχολίασε: «Α, αυτό είναι καθαρόαιμο punk»! Ο «Μαθητής» έγινε βίντεο κλιπ κι έτσι μέσα σε τρεις – τέσσερις μέρες
άρχισε ν’ ακούγεται παντού. Για πρώτη φορά, φτάσαμε στη φάση να κυκλοφοράμε στο
δρόμο και οι μισοί να μας αναγνωρίζουν!
Η επιτυχία
οφειλόταν, λες, στον Burnel ή
σε μια, ούτως ή άλλως, πετυχημένη διασκευή;
Το τραγούδι
σίγουρα και χωρίς τον Burnel
θα μπορούσε να κάνει επιτυχία! «Σκοτώνει», πως το λένε; Η συμβολή, όμως, του Burnel υπήρξε καθοριστική, γιατί κατά τη γνώμη
μου ο ήχος μας είχε γίνει βρετανικός. Για να λέμε όμως την πάσα αλήθεια, η
επιτυχία οφειλόταν στον Ζαμπέτα. Από κει και πέρα, αποκτήσαμε ένα ποπ φαν
κλαμπ, πιο ποπ από μας τους ίδιους. Μας γούσταραν άνθρωποι που δεν θα άκουγαν
τα υπόλοιπα τραγούδια μας και μιλάμε για μία περίοδο, αφότου βγήκε ο δίσκος,
που δεν πήγαιναν καλά τα live μας. Έπειτα, θέλαμε να βγάλουμε κι ένα κομμάτι ολοδικό μας ώστε να μην μας
κόλλαγαν την ταμπέλα των διασκευαστών. Αυτό έγινε ένα χρόνο αργότερα με την
κυκλοφορία του «Σεράγεβο».
Αυτό πάλι ποιανού ιδέα ήτανε;
Το «Σεράγεβο»
ήταν ιδέα δική μου και του κιθαρίστα Νίκου Γεωργούλη. Αρχίζαμε να το παίζουμε
το 1992, επηρεασμένοι από τις πρώτες ταραχές στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Δεν
«τσίμπαγε» ο κόσμος, δεν ήταν απ’ τα κομμάτια που άρεσαν. Μετά σε κάθε μαγαζί
που παίζαμε, δίναμε μια φωτοτυπία με τους στίχους του τραγουδιού. Και πάλι
τίποτα! Βγήκε ο δίσκος με τίτλο «Διακοπές στο Σεράγεβο», τίποτα! Πήγαινε για
άπατος! Το είχε καπακώσει στην κυριολεξία ο «Μαθητής»! Όταν έγινε βίντεο κλιπ,
έγινε και επιτυχία, οπότε κι εμείς εκεί ανασάναμε!
Να πως κάποτε ένα
βίντεο κλιπ πετυχημένο μπορούσε να παρασύρει στην επιτυχία κι έναν ολόκληρο
δίσκο.
Τότε, όμως,
παιζόντουσαν πολύ τα βίντεο κλιπ στα μεγαλύτερα κανάλια. Υπήρχαν ο Jeronymo Groovy, ο SEVEN X, μας παίζανε πολύ. Ήταν μια φάμπρικα που βοηθούσε
πολύ τη δισκογραφία.
Πότε αποχώρησε ο
Ασλάνογλου από τη μπάντα;
Με τον Ηλία
κάναμε και τον επόμενο δίσκο, το «Νίψον ανομήματα…», όπου με κάποιο περίεργο
τρόπο είχαμε βρεθεί από τη Warner στην Eros.
Του Στέλιου
Φωτιάδη.
Ακριβώς. Είχαμε
δύο απαιτήσεις: Η μία ήταν να ξανάρθει ο Burnel και η άλλη να μας κάνει ο Σούλης το βίντεο κλιπ.
Τα δέχτηκε αμέσως και τα δύο και, μάλιστα, εγώ τον ρώτησα: «Ρε Στέλιο, δέχεσαι
αυτά τα δύο, που είναι δραχμοβόρα, χωρίς νά’χεις ακούσει τα νέα τραγούδια μας;»
Και μου απάντησε ως εξής: «Εσύ δεν ξέρεις την αγορά, εγώ όμως ξέρω πόσο πούλησε
ο προηγούμενος δίσκος σας, που σημαίνει ότι η τοποθέτηση του νέου άλμπουμ θα
είναι απ’ την πρώτη μέρα 4.000 δίσκοι στα δισκοπωλεία. Άρα, φίλε μου, θα’χω
βγάλει με τη μία τα λεφτά μου κι εσείς ότι θέλετε, κάντε»!
Και ξανάρθε ο Burnel, έτσι;
Βέβαια, ήρθε για
δεύτερη φορά, πήγαν όλα καλά και για να σου πω την αλήθεια ο ήχος του «Νίψον
ανομήματα…» μου αρέσει περισσότερο απ’ αυτόν του «Διακοπές στο Σεράγεβο». Ο
δίσκος πήγε πολύ καλά με πολλά κομμάτια και έβγαλε πιο αναγνωρίσιμα για μας
κομμάτια σε σχέση με τον προηγούμενο. Να σου πω και μια ιστορία, που ξέχασα,
από την ηχογράφηση του «Διακοπές στο Σεράγεβο»;
Φυσικά.
Έχει πολύ πλάκα
για να δεις πόσο σοβαρά παίρναμε τότε αυτό που γινόταν. Το ομότιτλο κομμάτι
ξεκινάει με πολύ αργά τύμπανα κι εκεί εγώ δεν ήθελα μεγάλη ουρά στο ταμπούρο.
Ήθελα να ξεφύγουμε απ’ την εποχή των 80s που άφηναν μεγάλες ουρές στα ταμπούρα γιατί μπαίναμε σε μιαν άλλη εποχή. Ο
Burnel, πάλι, είχε αντίθετη
άποψη! Διαφώνησα, έκανα φασαρία, με πέταξε έξω, κλείδωσε την πόρτα, έκανε το mix και μετά ξεκλείδωσε και μου είπε: «Άκου
τώρα»! Ακούω μια τεράστια ουρά στο ταμπούρο, φρικάρω, φεύγω, παίρνω το αμάξι
μου και το στουκάρω σ’ ένα δέντρο! Επίτηδες, αφού είπα «Μας έκαψε»! (γέλια)
Τελικά αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο, αλλά εγώ έτσι το βίωνα εκείνη τη στιγμή.
Όχι, καλά τα λες,
το ’97 κάναμε το «Ο φόβος έχει όνομα» με συνθέσεις των τότε μελών μας, Νίκου
Μαϊντά και Άρη Ζαρακά, αλλά και τη διασκευή στη «Μπαταρία» του Νικόλα Άσιμου.
Εκεί ήταν που σταματήσαμε τη συνεργασία με τον Ηλία Ασλάνογλου.
Να ρωτήσω για
ποιο λόγο;
Υπήρχαν κόντρες
και μεγάλη διάσταση απόψεων. Δεν ήταν ότι είχε αρχηγικές τάσεις, αλλά νομίζω
ότι σκεφτόταν με ένα περίεργο τρόπο, που το ίδιο θα μπορούσε να έλεγε κι αυτός
για μένα. Τελικά, κάπου τα σπάσαμε και το σπάσιμο ήταν τέτοιο που δεν μπορούσε
να ξανακολλήσει. Κοινώς, τσακωθήκαμε…Σήμερα έχουμε αγαθές σχέσεις και θεωρώ ότι
ο Ηλίας Ασλάνογλου προσέφερε πάρα πολλά σ’ αυτή τη μπάντα! Πραγματικά, πάρα
πολλά!
Πότε ανέλαβε
παραγωγός σας ο Γιώργος Ψωμόπουλος;
Από το «Ο φόβος
έχει όνομα», το ’97. Αμέσως μετά το τέλος των συναυλιών μας και την αποχώρηση
του Ασλάνογλου, το φθινόπωρο του ’97, πήραμε τραγουδιστή τον Κώστα Βούλγαρη και
υπήρξαν κι άλλες ανακατατάξεις στη μπάντα, που μπορεί να τις βρει όποιος
ενδιαφέρεται στο διαδίκτυο. Προχωρήσαμε σε μια αλλαγή στυλ, έγινε λίγο πιο βαρύ
το συγκρότημα και πιστεύω ότι απώλεσε και τα τελευταία ίχνη ποπ διάθεσης.
Σε ρώτησα για τον
Ψωμόπουλο, καθώς με δική του προτροπή μελοποιήσατε το «Εμένα οι φίλοι μου» της
Κατερίνας Γώγου.Θοδωρής Βλαχάκης (φωτογραφία: Αντώνης Μποσκοΐτης, 2012)
Ναι, με δική του
προτροπή, εκεί που στην αρχή η μελοποίηση της Γώγου μας φαινόταν βουνό κι ένα
τεράστιο στοίχημα. Ούτε όταν τελείωσε το κομμάτι, ήμασταν ικανοποιημένοι.
Περισσότερο κυριαρχούσε ο φόβος του τι πρόκειται να μας σούρουν. Δεν είχαμε
ξανακάνει μελοποίηση και η Γώγου είναι και δύσκολη ποιήτρια, με πεζογραφική
γραφή. Τουλάχιστον υπήρχε φανατισμός για πάρτη της, τη γουστάραμε πολύ χωρίς,
δυστυχώς, να την έχουμε συναντήσει ποτέ. Μέχρι σήμερα παραμένω φανατικός της
Γώγου, όπως ήμουν πιτσιρικάς με κάποιες μπάντες.
Το «Εμένα οι
φίλοι μου» έγινε αμέσως επιτυχία ή περίμενε κι αυτό το βίντεο κλιπ του;
Έκανε αίσθηση απ’
την πρώτη φορά που το παίξαμε, σίγουρα όμως επιτυχία έγινε με το βίντεο κλιπ
του Σούλη. Δεν έμοιαζε εξ αρχής με καινούργιο, αλλά με παλιό γνώριμο κομμάτι
της μπάντας. Ο δίσκος ονομάστηκε «Τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών»,
από στίχο της Γώγου, και βγήκε από την FM Records.
Πω, πω, εταιρεία
για εταιρεία δεν είχατε αφήσει…
(γέλια) Σ’ αυτό
οφείλεται που μέχρι σήμερα δεν έχουμε κάνει ένα best της προκοπής. Στην FM Records κάναμε και το «Κόκκινο» το 2000, όπου μελοποιήσαμε για δεύτερη φορά τον
Ανδρέα Ταρνανά, Καρυωτάκη και τον Κύπριο Πάμπο Φιλίππου. Διασκευάσαμε ακόμη το
«Βιετνάμ» του Σαββόπουλου.
Αυτό το
πετυχημένο «κόλλημα» με την ποίηση προκλήθηκε από τη συνεργασία με τον Γιώργο
Ψωμόπουλο;
Κοίταξε, έπαιξε
σίγουρα ρόλο ο Ψωμόπουλος, γιατί μας έκανε να ξεφοβηθούμε. Είχαμε ένα φόβο ν’
αγγίξουμε τους ποιητές…Στην Κύπρο γνωρίσαμε τον Πάμπο Φιλίππου κι είδαμε ότι τα
πράγματα έρχονταν από μόνα τους. Το «Κόκκινο» στην εποχή του έκανε μεγαλύτερες
πωλήσεις από την «Τραμπάλα…» που είχε μέσα τη μελοποίηση στη Γώγου. Πιστεύω
όμως ότι η «Τραμπάλα…» το κέρδισε σε βάθος χρόνου.
Στο «Δίφωνο»
διευθύντρια ήταν τότε η Άννα Βλαβιανού. Την κριτική δεν την είχε γράψει η ίδια,
αλλά ο Σπήλιος Λαμπρόπουλος. Για το «Κόκκινο» γράφτηκε μια πάρα προσβλητική
κριτική! Μπορώ να σου πω ότι η κόρη μου, που τότε ήταν σε μικρή ηλικία, όταν τη
διάβασε, έβαλε τα κλάματα. Μας έλεγαν ότι είμαστε κάτι γερασμένοι που δεν
κοιτάμε τον καθρέφτη από αποστροφή στις ρυτίδες μας και κάτι τέτοια, αντί να
κρίνουν τη μουσική μας…Εννοείται πως αυτά γράφτηκαν σε μια εποχή που το γκρουπ
ήταν φουλ από συναυλίες και μάλλον αυτό ενοχλούσε για ένα δίσκο που προσωπικά
θα τον χαρακτήριζα απ’ τους πιο ποιοτικούς μας.
Πως είχατε
αντιδράσει τότε;
Στενοχωρηθήκαμε
πάρα πολύ, ενώ αν σήμερα συνέβαινε το ίδιο, ειλικρινά εμένα δεν θα με πείραζε
καθόλου. Ο μάνατζερ μας, ο Ψωμόπουλος, μας πρότεινε να έβλεπε ένας δικηγόρος
την κριτική. Τελικά, πήραμε νομική συμβουλή ότι αυτή μόνο κριτική δεν ήταν,
αλλά προσβλητική δυσφήμηση που μπορούσε να τραβήξει δικαστικά. Προσφύγαμε στα
δικαστήρια και δεν κωλώσαμε να τα βάλουμε με Ιερά Τέρατα τότε της δισκογραφίας
και της μουσικής δημοσιογραφίας. Κερδίσαμε την αγωγή και συμβιβαστήκαμε στο
ποινικό μέρος, γιατί δεν θέλαμε να το τραβήξουμε κι άλλο!
Πήρατε
αποζημίωση;
Η αποζημίωση, μη
θέλοντας να πάρουμε χρήματα, ήταν η διαφήμιση με σελίδες στα περιοδικά του
ομίλου που είχε τότε το «Δίφωνο» και το «ΠΟΠ+ΡΟΚ». Να προσθέσω ότι τότε έβγαζε
δίσκο μια εταιρεία που’χε καλές σχέσεις με το τάδε περιοδικό, νά’σου οι καλές
κριτικές και τα εξώφυλλα.
Καλές σχέσεις λες
και όχι οικονομικές αλλαξοκωλιές; Να κρυβόμαστε τόσα χρόνια μετά; Θυμίζω πως
μέχρι να αναλάβει ο Μιχάλης Κουμπιός το «Δίφωνο», το περιοδικό είχε καταντήσει
παράρτημα συγκεκριμένης δισκογραφικής.
Τέλος πάντων, το
λες εσύ και έτσι είναι. Ακριβώς. Θα θέλαμε να ζούμε σ’ ένα κόσμο αγγελικά
πλασμένο, αλλά το μόνο που δεν θέλαμε, μια και το άλλο δεν γινόταν, ήταν να μη
δεχόμαστε ανήθικες επιθέσεις. Υπήρξε αντίδραση από μέρος του μουσικού Τύπου που
μας έβγαλαν από γραφικούς μέχρι ότι δεν αφήνουμε ελεύθερους τους ανθρώπους να
εκφράζουν την άποψη τους. Απαντήσαμε με μια επιστολή που έβαλε τα πράγματα στη
θέση τους: «Ακριβώς αυτό που επιδιώκουμε είναι να λέει ελεύθερα τη γνώμη του ο
καθένας και όχι να ρίχνει λάσπη, επηρεασμένος από αλλότρια συμφέροντα».
Εκείνη την
περίοδο, πως έκρινες το άλλο ελληνικό τραγούδι; Τον Μαχαιρίτσα, που λέγαμε στην
αρχή, τον Αλκίνοο, τον Περίδη…Ο Θοδωρής Βλαχάκης το 2019 στην πλατεία Βικτωρίας (φωτογραφία: Αντώνης Μποσκοΐτης)
Εγώ πάντα άκουγα
ξένο και ελληνικό rock. Ήταν
δύσκολο να προσεγγίσω και να κολλήσω με τους παραπάνω, τους οποίους φυσικά τους
άκουγα πάρα πολύ ευχάριστα και αντιλαμβανόμουν ότι κάνουν κάτι σοβαρό και
ενδιαφέρον. Ίσως απλά δεν ήταν για να τους ακούω στο σπίτι μου, λόγω
διαφορετικού μουσικού προσανατολισμού.
Λοιπόν, είπες
πριν πως απωλέσατε τις ποπ διαθέσεις σας με την «Τραμπάλα…», αλλά ισχύει
πράγματι, όταν στην επόμενη δουλειά σας διασκευάσατε Βανδή και Φοίβο;
Αυτό είναι πολύ
κουφό! Αμέσως μετά το «Κόκκινο» και το συμβόλαιο μας που «μίλαγε» για δύο
δίσκους, μπορούσαμε- υποτίθεται- να κάνουμε και κάτι άλλο αν συμφωνούσαν και οι
δύο πλευρές. Είπαμε έτσι να γίνει ένας αντιπολεμικός δίσκος, που ετοιμάστηκε,
αλλά δεν ηχογραφήθηκε ποτέ. Δεν ήταν ότι μας έκοψε η εταιρεία, απλά άλλαξε
γνώμη ως προς το περιεχόμενο ενός νέου δίσκου. Θέλανε κάτι πιο mainstream, που εμείς αρνηθήκαμε. Γενικά πάντα
υπήρχε πρόβλημα με το αντιπολεμικό τραγούδι. Το «Σεράγεβο» στις αρχές το
έβρισκαν μπανάλ τα ραδιόφωνα, αλλά εγώ, βλέποντας τι γίνεται στη «γειτονιά»
μας, στα Βαλκάνια, αποφάσισα να γυρίσουμε το βίντεο κλιπ στα Μάταλα. Αφότου
πήγε καλά μετά το «Σεράγεβο», πάλι τα ΜΜΕ στη συνέχεια σνόμπαραν τη διασκευή
στο «Βιετνάμ» του Σαββόπουλου. Αδικαιολόγητα πράγματα…Φτάνουμε πλέον να
γνωρίσουμε τη Λίλα Κορκολή, αδερφή του Στέφανου, η οποία είχε φτιάξει μια
ανεξάρτητη δισκογραφική μαζί με μια συνεταίρο της. Μας πρότειναν να μας κάνουν
το νέο μας δίσκο. Έχοντας ταιριάξει μεταξύ μας, φτάσαμε να έχουμε παραγωγό τον
Στέφανο Κορκολή, με τον οποίο κάναμε παρέα σχεδόν κάθε μέρα. Έγινε ο δίσκος με
τίτλο «Ο τελευταίος Επιζών», όπου εκεί μέσα διασκευάσαμε Φοίβο!
Είχατε αντιδράσεις από τους φαν σας γι’ αυτή την επιλογή; Εγώ, προσωπικά, θυμάμαι ότι είχα ξενερώσει…
Υπήρξε κόσμος που
γούσταρε και καταλάβαινε την εύθυμη προσέγγιση μας, αλλά κάποιοι άλλοι
ξενέρωσαν πράγματι, όπως κι εσύ. Εμάς μας είχε φανεί μια καλή διασκευαστική
ιδέα να κάνουμε rock ένα
τέτοιο χορευτικό κομμάτι. Του Κορκολή, που δεν ήταν δική του ιδέα, του’χε
αρέσει πολύ.
Τελικά πως σας
ήρθε να διασκευάσετε Φοίβο;
Το κομμάτι αυτό
το παίζαμε ως ρεφραίν σε κάποια καίρια σημεία των συναυλιών μας. Γινόταν
ψιλοχαμός! Όταν, βέβαια, παρουσιάστηκε σαν αυτοδύναμο κομμάτι, υπήρξε διχασμός.
Κάποιοι είπαν ότι θέλουμε να μπούμε σε μεγάλες σκηνές, στα μαγαζιά της
παραλίας, κάτι που δεν θα γινόταν έτσι κι αλλιώς μ’ αυτό το τραγούδι. Ακόμα και
ο ίδιος ο Φοίβος, όταν μας έδωσε την άδεια για τη διασκευή, είχε θεωρήσει ότι
κάπως αλλιώς έπρεπε να γίνει, αλλά δεν συμφώνησε ο Κορκολής ως παραγωγός.
Τελικά το κομμάτι βγήκε έτσι κι εγώ πέρασα καλά και σήμερα δεν μετανιώνω
καθόλου. Ο δίσκος αυτός, μετά τη διάλυση της εταιρείας, έμεινε στα συρτάρια και
σήμερα δεν βρίσκεται ούτε στο spotify, ούτε καν σε CD.
Ο επόμενος δίσκος
βγήκε στη Lyra, που ανήκε
πλέον στον Όμιλο Γιαννίκου. Άλλη πονεμένη ιστορία αυτή…
Το 2009 βγήκε
εκεί το «ΟΚ Πατέρα» με νέους τραγουδιστές πλέον, τον Γιώργο Λαγγουρέτο και τον
Δημήτρη «Pixel», που είναι
μαζί μας από το 2007. Σαν bonus track είχαμε ένα τραγούδι με τη συμμετοχή της
Στέλλας Κονιτοπούλου, αλλά το κομμάτι που «τράβηξε» το δίσκο ήταν η διασκευή
μας στον «Κυρ – Παντελή» του Πάνου Τζαβέλλα. Μας είχε βοηθήσει η σύντροφος του
Τζαβέλλα, η Νατάσσα Παπαδοπούλου. Την αγαπάμε πολύ αυτή τη γυναίκα και θεωρώ
ότι κάνει ένα σημαντικό καλλιτεχνικό έργο, όχι μόνο με τη διαφύλαξη του έργου
του Τζαβέλλα, αλλά και με τις δικές της αξιοπρεπέστατες εμφανίσεις. Έχω δει
δηλαδή ωραιότατα live της
Νατάσσας. Το «ΟΚ Πατέρα» σηματοδότησε μια μουσική ανάκαμψη για τους Magic de Spell, αφού πήγε καλύτερα από το προηγούμενο
άλμπουμ. Ήταν σημαντικό για ένα γκρουπ που ξεκίνησε το 1979, να βγάζει δίσκο το
2009 και νά’χει μέσα τρία αναγνωρίσιμα καινούργια τραγούδια, τον «Κυρ –
Παντελή», το «ΟΚ Πατέρα» και τον «Κλόουν». Τα παίζαμε και ο κόσμος τα ήξερε!
Πες μου και για
τη συνεργασία σας με τον Γιάννη Παλαμίδα, τον ερμηνευτή της Λένας Πλάτωνος. Το
άλμπουμ «Πρόγονε πίθηκε, εσύ τι λες;» που βγήκε το 2014 και παραμένει το
τελευταίο σας, είχε τον Παλαμίδα βασικό ερμηνευτή.
Εγώ ήμουν
φανατικός οπαδός των Apocalypsis που τραγουδούσε το ’79 ο Παλαμίδας. Έμενα ξερός απ’ αυτό που άκουγα και
έβλεπα, γιατί ο Παλαμίδας ήταν και είναι ένας τεράστιος performer και ένας τρομαχτικός τραγουδιστής! Στο
«Πρόγονε Πίθηκε, εσύ τι λες;» θέλαμε να διασκευάσουμε το «Σαμποτάζ», που η
Πλάτωνος μας παραχώρησε με αγάπη, τόση ώστε να λέμε ότι την αγαπάμε εξίσου κι
εμείς. Σκεφτήκαμε, γιατί να μη χρησιμοποιήσουμε την πρώτη φωνή του «Σαμποτάζ»,
δηλαδή τον Γιάννη Παλαμίδα; Του το προτείναμε, συμφώνησε και μπήκαμε να
γράψουμε το κομμάτι. Εντυπωσιαστήκαμε τόσο πολύ, όμως, απ’ αυτή τη φωνή που του
ζητήσαμε να πει κι άλλα. Τελικά, μαζί με τον δικό μας τραγουδιστή, τον
Λαγγουρέτο, ο Παλαμίδας τραγούδησε συνολικά οχτώ κομμάτια. Ουσιαστικά ήταν
κοινός μας δίσκος, εξ ου και τον ονομάσαμε «Magic de Spell + Γιάννης Παλαμίδας». Στο ίδιο άλμπουμ,
μελοποιήσαμε και Γιώργο Χρονά, κατόπιν δικής σου προτροπής, αν θυμάσαι. Υπέροχο
τραγούδι ήταν αυτό με την απαγγελία του ποιητή! Μελοποιήσαμε ακόμη στίχους της
Ντέπυς Χατζηκαμπάνη, αλλά και του Δημήτρη Ποντίκα, ενός πολύ σημαντικού φίλου
μας, που έφυγε από τη ζωή δίχως να προλάβει να τυπώσει επισήμως ποιητική
συλλογή. Νομίζω πως, όπως εγώ τον αντιλαμβάνομαι, επρόκειτο για έναν πολύ ωραίο
δίσκο των Magic de Spell!
Απ’ την ΑΕΠΙ μας
είπαν ότι έπρεπε ν’ αποδοθούν κάπου τα πνευματικά δικαιώματα των στίχων του Dalton. Προσπάθησαν να βρουν κληρονόμους του
ποιητή στο Ελ Σαλβαδόρ, αλλά το Υπουργείο Πολιτισμού της συγκεκριμένης χώρας
απάντησε πως αυτός ο άνθρωπος δεν υπήρξε ποτέ! Ξέρεις, είχαν εφαρμόσει το κόλπο
των Ρωμαίων, να διαγράφουν απ’ τα μητρώα και όλες τις υπηρεσίες κάποιους
ανθρώπους…Αντιμετωπίσαμε πρόβλημα, γιατί η ΑΕΠΙ δεν επίτρεπε να βγει το κομμάτι
χωρίς απόδοση δικαιωμάτων. Επικοινωνήσαμε τότε με τον Λουκά Κακουλή στην Κύπρο,
που είχε κάνει τις λογοτεχνικές μεταφράσεις στα ποιήματα του Roque Dalton. Ο Κακουλής μας έστειλε μια επιστολή, στην οποία εξέφραζε την επιθυμία του
να πάνε όσα χρήματα αντιστοιχούν, στον δοκιμαζόμενο λαό του Ελ Σαλβαδόρ! Ήταν
μια ακόμα τυπική κόμπλα για την ΑΕΠΙ, αλλά τα βρήκαμε, τα μπαλώσαμε και το
κομμάτι κυκλοφόρησε. Το καλό μ’ αυτό το άλμπουμ ήταν ότι τακιμιάσαμε τόσο πολύ
με τον Παλαμίδα, ώστε παίζαμε μαζί για δυο χρόνια, από το «Κύτταρο» μέχρι τη
Θεσσαλονίκη και αλλού. Α, και κάτι άλλο που αφορά τον Roque Dalton επίσης: Λίγα χρόνια μετά άλλαξε η κυβέρνηση στο Ελ Σαλβαδόρ και από τότε η
μνήμη του εορτάζεται κάθε χρόνο την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης!
Οι περισσότεροι
συνάδελφοί σου υποστηρίζουν ότι δεν αξίζει σήμερα να βγάλεις νέο δίσκο, εξ
αιτίας του internet.
Το σοβαρότερο
πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος δεν ακούει πια μουσική όσο άκουγε παλιότερα. Ακούει
πιο επιδερμικά, μισό τραγούδι λόγου χάριν. Παρότι εμάς μας αρέσουν πολύ τα
άλμπουμ, θεωρούμε ότι είναι ίσως ανώφελο πια να εκδίδεις μεγάλους δίσκους. Το
σωστό για μένα είναι να κυκλοφορούν τα κομμάτια ένα – ένα στο internet και με χρονική απόσταση μεταξύ τους. Το internet πληρώνει ψίχουλα και σε καμία περίπτωση
δεν βγάζεις τα έξοδα της παραγωγής. Ούτε γι’ αστείο! Είναι κι ένας λόγος που
κυριάρχησε το internet για
έναν απλό λόγο: Ο καθένας έχει πολύ φθηνή ή δωρεάν πρόσβαση στη μουσική.
Ουσιαστικά αγοράζει gigabytes και τα όποια έσοδα δεν πάνε ούτε στις δισκογραφικές, ούτε στους
καλλιτέχνες. Πάνε στους παρόχους, δηλαδή στις τηλεφωνικές εταιρείες τελικά.
Έτσι, μια και δύσκολα μαθαίνονται τα νέα τραγούδια, κυριαρχούν οι παλιοί
μουσικοί στο εξωτερικό, αυτοί που μεσουράνησαν σ’ άλλες εποχές. Δεν μπορεί μια
νέα μπάντα να βγάλει υλικό που θα φτάσει μαζικά στον πλανήτη ολόκληρο, ακόμη κι
αν είναι εγγλέζικη ή αμερικανική.
Ενώ, ας πούμε,
μπορεί ο Bob Dylan όταν στα 75 του διασκευάζει Frank Sinatra.
Ακριβώς! Ένα όνομα σαν τον Dylan διασκευάζει ένα άλλο όνομα, σαν τον Sinatra. Στα νεότερα παιδιά υπάρχει μια τάση επιστροφής στα παλιά. Θεωρούν ότι τα πράγματα ήταν πιο αθώα, πιο ειλικρινή. Ψάχνονται σε παλιότερες μουσικές. Μάλλον ήταν τελικά πιο αθώα τα πράγματα…Τέλος πάντων, εμείς στο πλαίσιο αξιοποίησης του διαδικτυακού χώρου, ηχογραφήσαμε τον «Γιάννη», ένα digital single, με βίντεο κλιπ πάλι του Νίκου Σούλη. Ακολούθησε ένα ακόμη τραγούδι μας που μπήκε σε μια συλλογή με τίτλο «Μεσημέρι στον Παράδεισο» με την επιμέλεια του Γιάννη Γιοκαρίνη σε στίχους από το συρτάρι του μακαρίτη Σταμάτη Μεσημέρη. Το δικό μας κομμάτι λέγεται «Ο Τρίτος Παγκόσμιος εδώ» με τη συμμετοχή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και του Γιάννη Γιοκαρίνη. Ο Ηλίας Μωραΐτης, ο φωτογράφος της ελληνικής rock σκηνής, θα κάνει και το βίντεο κλιπ.
Θοδωρή, θα
μπορούσες να ζήσεις χωρίς μουσική;
Κάνω κι άλλη
δουλειά παράλληλα και, να σου πω την αλήθεια, δεν μπορώ να διανοηθώ τον εαυτό
μου να σταματήσει τη μουσική. Ίσως να’ ταν και καλό για μένα, αλλά δεν ξέρω αν
θα μπορούσα να το αντέξω. Δηλώνω πρώτα απ’ όλα οπαδός της rock μουσικής και μετά μουσικός εκπρόσωπος
της.
Έχεις και μια
στρωτή οικογενειακή ζωή βέβαια. Παντρεμένος, με την ίδια γυναίκα, με μια κόρη,
όχι δηλαδή κατά το μοντέλο του rocker καλλιτέχνη, αν με «πιάνεις».
Και χωρίς
καταχρήσεις, αν εξαιρέσεις το τσιγάρο και τον καφέ.
Σιγά τις
καταχρήσεις, καφές και τσιγάρο…
Άσ’ το, οι
γιατροί θα πουν άλλα (γέλια) Κοίταξε, δεν ήμουν στα drugs ποτέ, χωρίς να σημαίνει και ότι δεν ξέρω τι
είναι…Η ισορροπία στην προσωπική ζωή βοηθάει στο νά’σαι και ένας καλός
επαγγελματίας μουσικός. Έχω δει ανθρώπους, όμως, σούπερ ταλαντούχους, που δεν
ήταν καθόλου ισορροπημένοι ή που αν ήταν ισορροπημένοι, σίγουρα δεν θα ήταν
τόσο ταλαντούχοι.
Όπως;
Οι περισσότεροι
απ’ αυτούς έχουν χαθεί και ένας που δεν θα μάθει ποτέ πόσο καταξιώθηκε μετά
θάνατον, ήταν ο Νικόλας ο Άσιμος.
Μόνο που ο Άσιμος
δεν είχε σχέση με καταχρήσεις, αλλά με ψυχωτική συμπεριφορά, απ’ όσα
γνωρίζουμε.
Κάποτε δοκιμάσαμε
έναν τραγουδιστή. Αποφασίσαμε να τον πάρουμε, γιατί στη διασκευή μας στη
«Μπαταρία» του Άσιμου, τον ηχογραφήσαμε σε τέσσερις εκτελέσεις, η μία εντελώς
διαφορετική από την άλλη. Μεγάλο τραγουδιστικό προσόν αυτό! Αυτός, όμως, ζούσε
με τη γιαγιά του. Τον παίρναμε τηλέφωνο, συνέχεια έβγαινε η γιαγιά του και μας
έλεγε: «Παιδιά, κοιμάται ακόμα, δεν μπορώ να τον ξυπνήσω»…Κανείς δεν ήξερε τι
γινότανε…Δεν τον πήραμε τελικά…Πως να παίρναμε έναν άνθρωπο που δεν μπορούσε να
ξυπνήσει επί τέσσερις μέρες;
Τι μέλλει
γενέσθαι, Θοδωρή Βλαχάκη;
Πολλά μπορούν να
συμβούν. Εύχομαι να απολαμβάνουμε το θείο δώρο που λέγεται ζωή κι εγώ να μπορώ
να κάνω μουσική για πολλά χρόνια ακόμη. Όταν δηλαδή ακούς τους σημερινούς Deep Purple, λες ότι τελικά δεν είναι αδύνατον. Εντάξει, οι μουσικές έχουν αλλάξει και
το rock διεθνώς δεν είναι
στην πρώτη γραμμή πια. Δεν μπορώ να κρίνω τα νέα μουσικά είδη, αλλά σε
κοινωνικοπολιτικό επίπεδο βλέπω ότι πάμε για ένα νέο Μεσαίωνα και για ένα μαύρο
σκοτάδι. Δεν μπορώ να φανταστώ, στην ηλικία που βρίσκομαι, με ποιο τρόπο η
ανθρωπότητα θα μπορούσε να ανακάμψει. Το θεωρώ πολύ δύσκολο να το δούμε, όσο
εμείς θα ζούμε τουλάχιστον…Με έχουν επηρεάσει τόσο ο Όργουελ, όσο και ο Άλντους
Χάξλεϊ, που, όπως γνωρίζεις καλά, δεν μας έχουν δώσει ένα happy end για τις σκέψεις τους…
Δώσε μου εσύ τότε
ένα happy end γι’ αυτή τη μαραθώνια συνέντευξη.
Θα πω, λοιπόν,
ότι θαυμάζω τον Δημήτρη Πολύτιμο που είναι είκοσι χρόνια μεγαλύτερος μου, στα
82 δηλαδή, κι ακόμη μάχιμος, on the road. Συνεχίζει να παίζει και να είναι βράχος, rock! Έτσι θέλω να με φαντάζομαι!
Σ’το εύχομαι. Σ’
ευχαριστώ γι’ αυτή την αφήγηση ζωής.
Εγώ σ’ ευχαριστώ
πολύ κι είναι ευτύχημα για κάθε έναν που δίνει συνέντευξη να «καλοπέφτει». Έτσι
ένιωσα και το ήξερα εκ των προτέρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου