Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

Η Ευγενία Συριώτη σε μία σπάνια συνέντευξη - αποτίμηση της ζωής της

Την ήθελα εδώ και χρόνια αυτή τη συνέντευξη. Την Ευγενία Συριώτη την είχα πετύχει προ 10ετίας περίπου στον Παρνασσό της πλατείας Καρύτση και είχαμε ανταλλάξει δυο λόγια. Χαθήκαμε έπειτα. Σκεφτόμουν «Μεγάλη γυναίκα είναι, καλύτερα να μην την ενοχλήσω». Ώσπου πριν ενάμισι μήνα ανέβασα στο facebook μία παλιά ηχογράφηση της και τα like άρχισαν να πέφτουν βροχή. Ο Σταμάτης Κραουνάκης επικοινώνησε μαζί μου: «Θες τη Συριώτη για συνέντευξη; Θα σ' το κανονίσω εγώ»! Και, όντως, ο Σταμάτης το κανόνισε και πάντα θα τον ευγνωμονώ γι' αυτό. Έτσι, δεν πέρασαν πολλές μέρες και βρέθηκα στο σπίτι της Συριώτη στα Ιλίσια να συζητάμε σαν δύο καλοί φίλοι χρόνων. Με εντυπωσίασε με το χιούμορ, την εξομολογητική της διάθεση, την τόλμη στο λόγο της κυρίως όμως με την πνευματική της διαύγεια. Η Συριώτη, βλέπεις, είναι 89 ετών και δεν τα κρύβει τα χρόνια της. Απολαύστε λοιπόν την αφήγηση της ζωής της και ανυπομονώ να την ξανασυναντήσω σε εκείνο το πριβέ κονσέρτο στην οικία της που μου έταξε! 
Τελικά το όνομα σας είναι Συριώτη ή Βάλβη, όπως αναγραφόταν στους «Όρνιθες» του Χατζιδάκι;

Συριώτη είναι. Βάλβη ήταν το όνομα της μητέρας μου. Ήμουν μαθήτρια στο Ωδείο Αθηνών του Φαραντάτου, που ήταν πολύ αυστηρός και δεν ήθελε να τραγουδάω, αλλά να είμαι μόνο πιανίστα. Τότε είχα μόλις γνωρίσει τον Χατζιδάκι, που μου πρότεινε να είμαι η Αηδόνα στους «Όρνιθες». Αυτός μου πρότεινε να βάλω άλλο όνομα κι έτσι δανείστηκα αυτό της μάνας μου.

Από που κατάγεστε;

Ο πατέρας μου ήταν απ’ τη Χίο και τα Ψαρά και η μάνα μου από το Μεσολόγγι και τα Σφακιά της Κρήτης.

Εμπεριέχετε πολύ τη θάλασσα.

Όλη τη θάλασσα, ναι! Ο Κωστής Παλαμάς ήταν θείος της μητέρας μου, αφού είχε παντρευτεί την αδερφή του παππού μου. Λεγόταν Μαρία Βάλβη. Εξ αίματος συγγενείς ήμασταν με τον Λάμπρο Πορφύρα, αφού αυτός, ο Πικιώνης και ο πατέρας μου ήταν τριών αδερφών παιδιά. Ο πατέρας μου ήταν διευθυντής στο «Βήμα», τους άλλους θα τους γνωρίζετε. Εξ αγχιστείας συγγενής μας, απ’ τη μεριά της μάνας μου, ήταν και ο Γιάννης Τσαρούχης. Ερχόταν σπίτι ο Τσαρούχης, τρώγαμε μαζί και σεβόταν πολύ τον Πικιώνη. Μια μέρα ήρθε ο θείος ο Πικιώνης, που μ’ αγαπούσε πολύ: «Πάμε να δούμε την έκθεση του Γιάννη;» Είχε έκθεση τότε ο Τσαρούχης με τα πορτραίτα των ναυτών με τα διάφορα στεφάνια που τους είχε «φορέσει». Πήγαμε στη γκαλερί «Ζουμπουλάκη» και ο Τσαρούχης περίμενε όλο αγωνία τη γνώμη του Πικιώνη. Ο οποίος Πικιώνης δεν πολυμίλαγε. «Αυτό το κόκκινο…» είπε του Τσαρούχη χωρίς τίποτα άλλο. «Γιατί δεν του είπες και κάτι άλλο που περίμενε για τη γνώμη σου; Τι ήταν αυτό το κόκκινο που σχολίασες;» ρώτησα εγώ όταν φύγαμε. Και μου απάντησε: «Ξέρει αυτός».

Μεγαλώσατε, επομένως, ανάμεσα σε διανοούμενους, ποιητές, εικαστικούς και συνθέτες.

Ακριβώς. Φίλοι του μπαμπά ήταν ο Ψαθάς και ο Ρούσσος. Κάθε παραμονή Χριστουγέννων ερχόντουσαν εδώ στη γιορτή μου και τους έπαιζα πιάνο. Ο μπαμπάς μου με είχε περί πολλού, με θαύμαζε. Όταν τελείωσα το κολέγιο κι έγραψα μόνη μου τον αποχαιρετιστήριο λόγο, ήρθε ο Παπανούτσος και μου τον διόρθωσε. Πιανίστα ήταν και η μητέρα μου. Έχω κι έναν αδερφό, τον Αντώνη, που ζει ακόμη, δυόμισι χρόνια μεγαλύτερο μου. Αυτός έφυγε στην Αμερική από 19 χρονών και έζησε εκεί. Ήταν αυτός που έφτιαξε τους πρώτους μαθηματικούς υπολογισμούς ώστε να ανέβαινε το «Κολούμπια» στο διάστημα. Διάσημος ο Αντώνης Συριώτης στην Αμερική!

Ήσασταν δύο «επιτυχημένα» παιδιά στη ζωή σας, να το πούμε έτσι.

Πετυχημένα, αγαπημένα, με πολλή αγάπη απ’ τους γονείς. Πλούσιοι όχι, ένα μισθό είχε ο μπαμπάς μου, αλλά λόγω της θέσης του είχαμε δωρεάν προσκλήσεις για όλα τα θεάματα. Εγώ έβλεπα θέατρο από δέκα χρονών, είδα τους πάντες απ’ την Παξινού κι έπειτα, όχι όμως και τον Βεάκη. Ίσως γι’ αυτό «έχω» όλο το θέατρο, αφού και ο Κουν ανέβαζε τα πάντα τότε.

Πότε γνωρίσατε τον Χατζιδάκι;

Είμαι γεννημένη το 1935 και στα 25 μου συνάντησα τον Μάνο, άρα μιλάμε για το 1960. Δεν είχα τελειώσει το Ωδείο και ακόμη σπούδαζα τραγούδι. Στο «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», λίγο αργότερα, ο Μάνος δεν ήθελε να βάλει τη Μούσχουρη να τραγουδήσει. Δεν ήθελε να είναι στο δίσκο ούτε η Μούσχουρη, ούτε η Βουγιουκλάκη. Τότε συνεργαζόταν με την Έλλη Νικολαΐδου στις χορωδίες, η οποία ήταν δασκάλα μου στο Ωδείο Αθηνών και με πίστευε. Αυτή με πήγε στον Χατζιδάκι και μ’ άκουσε. «Δεν θα πάρει είδηση ο Φαραντάτος που θα τραγουδήσεις, αφού θα γράψουμε στο στούντιο της Columbia» μου είπε και, όντως, πήγαμε. Την πρώτη στιγμή ο Μάνος με αγνόησε, με άφησε στην άκρη, ενώ του’ χε μιλήσει η Νικολαΐδη. Εγώ πάλι, επειδή ήξερα τον ηχολήπτη, ανέβηκα πάνω στο διάλειμμα και του ζήτησα να τραγουδήσω κάτι και να με ηχογραφήσει. Εκεί ήταν και ο Ζαμπέτας, που όλο τον διόρθωνε ο Μάνος, αφού έκανε τα δικά του. Τραγουδάω τελικά ένα κομμάτι λίντερ και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» μόνη μου στο πιάνο. Όταν τα άκουσε ο Μάνος, γύρισε και μου είπε: «Εσύ τραγουδάς; Α, μ’ ενδιαφέρεις»! Είχε λατρεία στην κλασική μουσική και απωθημένο που δεν τη σπούδασε σε αντίθεση με τον Θεοδωράκη που έφυγε νωρίς στο Παρίσι για σπουδές. Όταν μετά από χρόνια ρώτησα τον Χατζιδάκι, «Τι σου άρεσε, βρε Μάνο, σε μένα;», μου απάντησε: «Το ότι είχες άποψη στο πως είπες το τραγούδι του Τσιτσάνη! Μην αφήσεις ποτέ την κλασική μουσική»!

Τι θυμάστε από τους «Όρνιθες» στο Ηρώδειο;

Ήταν η πρώτη φορά που τραγούδησα μπροστά σε κόσμο στο Ηρώδειο. Σαν τσαμπιά από σταφύλια κρέμονταν οι άνθρωποι. Ανέβηκα πάνω σ’ ένα βάθρο και έτρεμα. Ο Μάνος σχολίαζε πως άμα υπήρχε κενός χώρος από κάτω, εκεί μέσα θα έμπαινα απ’ το τρακ μου. Ο Μάνος μας ήθελε να τραγουδάμε σαν να ήμασταν ακόμη ένα όργανο στην ορχήστρα. Δεν ήθελε έκφραση, αυτό που εγώ είχα κατά κόρον, ούτε αυξομοιώσεις στον ήχο. Μου εξηγούσε πως η ανθρώπινη φωνή είναι μέρος της ορχήστρας, σαν ένα φλάουτο ή κάποιο άλλο πνευστό. Αυτό εμένα με περιόριζε αφάνταστα. Ήταν αδύνατο να τραγουδούσα έτσι, αλλά το έκανα ούσα μουσικός.

Κάνατε συναυλίες με τα τραγούδια του «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» ή το «εξαντλήσατε» μόνο επί σκηνής;

Και συναυλίες πολλές κάναμε, αλλά και εκπομπές για τη γερμανική τηλεόραση. Ένιωθα δυστυχής γιατί με είχε βάλει να υπογράψω συμβόλαιο που θα ήμουν αυστηρά χατζιδακική, δεν μπορούσα δηλαδή να τραγουδήσω τίποτα άλλο. Ενώ απ’ τη μια πάλευε για τα δικαιώματα των συνεργατών του, βάζοντας μας να παίρνουμε το έξι και όχι το τρία τοις εκατό, είχε αυτή την ιδέα για το τραγούδισμα. Ίσως γι’ αυτό του άρεσε τόσο πολύ η ίσια φωνή της Μούσχουρη, σαν φλάουτο. Εγώ πάλι ήμουν σκέτο βιμπράτο, έκφραση και πάθος. Πάντως, το ότι δεν συνεχίσαμε με τον Χατζιδάκι, οφειλόταν στο ότι έφυγε για την Αμερική. Στο μεταξύ, εγώ λάτρευα τον Φαραντάτο, αν και δεν είχαμε ποτέ τίποτα, εννοώ πως τον είχα θεό τότε. Τρεις μήνες πριν το δίπλωμα μου, 21 Νοεμβρίου, πεθαίνει ξαφνικά. Συνέχισα με τον Μαρή και τρεις μέρες πριν τις εξετάσεις, πεθαίνει και ο πατέρας μου. Με ρώτησε ο Παλλάντιος αν ήθελε να ακυρώσουμε τις διπλωματικές μου, αλλά αποφάσισα να βγω να παίξω. Ήμουν σε τέτοιο σοκ, έπαιξα Μπετόβεν και αμέσως μετά πήγα στη μάνα μου και της είπα: «Είμαι χάλια, βλέπω συνέχεια τον μπαμπά που δεν μπορούσε να αναπνεύσει». Μου κάνει η μάνα μου: «Τέλειωσες, έπαιξες». Χαμπάρι δεν είχα πάρει, έτσι όπως ήμουν.

Ήσασταν συμμαθήτριες με τη Ντόρα Μπακοπούλου;

Όχι, η Ντόρα είχε τελειώσει νωρίτερα από μένα, αν και μικρότερη μου. Απίθανη! Όταν, λοιπόν, πήρα το δίπλωμα, έκλεισα το πιάνο και δεν ξανάπαιξα ποτέ σε κόσμο. Έχοντας μεγάλη λαχτάρα με τη μουσική, το γύρισα στο τραγούδι με την Καλφοπούλου και τη Νικολαΐδη δασκάλες. Πήρα και δίπλωμα στο τραγούδι, ενώ θεωρούμουν πολύ καλή πιανίστα.

Πως εξηγείτε ότι, ενώ τραγουδήσατε λίγα τραγούδια του Χατζιδάκι, ταυτιστήκατε πολύ με το έργο του;

Λέτε; Μούσα του ήταν η Μούσχουρη, μετά η Νταντωνάκη και πιο μετά η Πασπαλά. Μπορεί να με θυμάται ο κόσμος από το σόλο φωνή στην «Άρια της Αηδόνας», αλλά δεν έχω ακούσει να θεωρούμαι ερμηνεύτρια του Χατζιδάκι. Έχω κρατήσει τις σημειώσεις του Χατζιδάκι, που όλα τα έγραφε με το χέρι για να μας τα διδάξει.

Πότε αρχίσατε να τραγουδάτε τα δικά σας τραγούδια;

Γύρω στο 1966 – 67, αφού αγαπούσα πολύ τα φολκλορικά τραγούδια, από παιδί, τα ξένα κυρίως. Ήμουν δέκα ετών, πηγαίναμε στη Λυρική και επειδή ήταν φίλος του πατέρα μου ο Συνοδινός, μας έμπαζε στο θεωρείο του, αφού απαγορεύονταν τα παιδιά στην όπερα. Έτσι έμαθα όλες τις όπερες απ’ έξω και μετά έπαιζα τα κομμάτια στο πιάνο στο σπίτι. Ένα κομμάτι που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν το «The last rose of summer» από την όπερα «Martha» του Φλότοβ. Το τραγουδούσα στα ελληνικά από το λιμπρέτο που’χα ακούσει. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, μπήκαν στο σπίτι μας οι ΕΛΑΣίτες και πήραν ότι είχαμε και δεν είχαμε. Ο πατέρας μου, στο μεταξύ, ήταν αριστερός, αλλά εκείνοι δεν το ξέρανε. Μάλιστα θέλανε να του πάρουν τα βιβλία που ο πατέρας μου μάζευε από την Ιταλία επί τριάντα χρόνια. Μέχρι να ξαναφτιάξουμε το σπίτι μας, ο Μήτσος Λαμπράκης πρότεινε του πατέρα μου να αναλάμβανε το γραφείο Τύπου του «Βήματος» στο Λονδίνο. Πήγε πρώτα ο πατέρας μου και μετά από ένα χρόνο πήγαμε κι εμείς με το πλοίο «Κορινθία». Εκεί ασυρματιστής ήταν ο Νίκος Καββαδίας, φίλος του μπαμπά μου κι αυτός. Κάναμε τρεις μέρες να φτάσουμε και κάναμε παρέα μαζί του. Ήταν πολύ ντροπαλός ο Καββαδίας, έπαιζε με μένα και με τον αδερφό μου και τον φωνάζαμε «το Αυτάκι» από μια κίνηση που έκανε συνέχεια με το αυτί του. Φτάνουμε στο Λονδίνο κι εκεί κάθε Κυριακή ερχόταν σπίτι μας ένας κύριος Σεφεριάδης με τη γυναίκα του. Ιδέα εμείς τότε, ούτε για τον Καββαδία, ούτε για τον Σεφέρη. Μείναμε τριάμισι χρόνια στο Λονδίνο και στο σχολείο με έβαλαν στη χορωδία. Το πρώτο τραγούδι που άκουσα ήταν το «The last rose of summer», που με έκπληξη έμαθα πως δεν προερχόταν από την όπερα, αλλά ήταν παραδοσιακό ιρλανδέζικο κομμάτι. Από τότε λάτρεψα τα ιρλανδέζικα τραγούδια. Στα 12 μου, ήταν διευθυντής στο ελληνόφωνο BBC ο Αγγέλογλου, πολύ σπουδαίος δημοσιογράφος. Μου ζήτησε να τραγουδήσω για τους ναυτικούς μας και είπα το «Θαλασσάκι» και άλλα δημοτικά ελληνικά τραγούδια. Πληρώθηκα, θυμάμαι, 12 εγγλέζικες λίρες, με τις οποίες αγόρασα ένα στυλό Parker για τον πατέρα μου και μια καρφίτσα πράσινη για τη μητέρα μου. Ακόμη την έχω και τη φοράω εγώ. Γυρνώντας στην Ελλάδα στα 13 μου πια, μπήκα στο Κολέγιο Θηλέων και από τον Δούνια αγάπησα όλο το γερμανικό λιντ.

Αφήσατε όμως τα φολκλορικά που μόλις είχατε ανακαλύψει για το κλασικό ρεπερτόριο.

Ναι, αλλά στα 19 μου ξανάφυγα για ένα χρόνο στο Λονδίνο, για σπουδές πιάνου στη Royal Academy. Πίσω στην Ελλάδα πάλι έγιναν όλα αυτά με τον Χατζιδάκι. Στα 27 μου τελείωσα το Ωδείο και ξεκίνησα να τραγουδάω μόνη μου όλα τα φολκλορικά. Είχα προμηθευτεί και πολλά βιβλία σχετικά από το Λονδίνο.

Ήσασταν και η πρώτη που μεταφράσατε στην Ελλάδα τον Μπομπ Ντίλαν, έτσι δεν είναι;

Ναι, εγώ τον μετέφρασα πρώτη. Και τον γνώρισα κιόλας! Κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε στην Αμερική στον αδερφό μου. Ο Αντώνης δεν μπόρεσε να έρθει στην κηδεία του πατέρα μας, γιατί δεν είχε εκτίσει τη στρατιωτική θητεία του, οπότε πήραμε εμείς το αεροπλάνο και πήγαμε. Είχαμε να τον δούμε δώδεκα χρόνια. Γράφτηκα αμέσως σε μία χορωδία μαύρων, για όσο θα έμενα εκεί. Τα αγγλικά μου ήταν σε πολύ καλό επίπεδο, γιατί είχα μεγαλώσει στο Λονδίνο. Πολλές φορές σκεφτόμουν και μίλαγα αγγλικά, δεν έλεγα π.χ. «Σβήστε το φως», αλλά «Βγάλτε έξω το φως». Ένας λόγος που γυρίσαμε απ’ την Αγγλία ήταν το ότι ο πατέρας μου δεν ήθελε να ξεκοπούμε απ’ την ελληνική γλώσσα και πραγματικότητα. Στην Αμερική, λοιπόν, άρχισα να τραγουδάω σπιρίτσουαλ. Με πιάνει η πρώτη μαύρη τραγουδίστρια και μου λέει: «Babe, τραγουδάς πολύ ωραία, αλλά ξέρεις τι δεν έχεις; Τραγουδάς ντυμένη, δεν γδύνεσαι». Το κατάλαβα από τότε και άρχισα να «γδύνομαι» (γέλια).

Εννοούσε να απελευθερωθείτε;

Ναι, να μη ντρέπομαι να δείχνω το παραμικρό, ακόμη και τη σεξουαλική επιθυμία. Όταν έμαθα να «γδύνομαι», με πάει ο αδερφός μου στο ραδιόφωνο του Λος Άντζελες σ’ ένα διαγωνισμό τραγουδιού σπιρίτσουαλ. Εγώ ήμουν το «Νο 7» και τραγουδούσαμε όλοι πίσω από ένα ριντό για να μη βλέπουμε τα νούμερα. Δεν ήθελαν να βλέπει η επιτροπή ποιος ήταν λευκός ή μαύρος κλπ. για να μην επηρεαστεί. Πήρα το πρώτο βραβείο, παρακαλώ, με το τραγούδι «You were there when they crucified my Lord». Ένα αγαλματίδιο ήταν το βραβείο που μου έδωσε ώθηση να τραγουδήσω κανονικά στο ραδιόφωνο, αλλά εκεί όμως διάλεξα ελληνικά τραγούδια. Φύγαμε και γυρίσαμε πίσω, δεν είχα περαιτέρω εξέλιξη. Στο μεταξύ, είχα ανακαλύψει τον Μπομπ Ντίλαν που με εντυπωσίαζαν οι στίχοι του. Λογοτέχνης είναι πιο πολύ, ενώ κάνει απλοϊκή μουσική. Όταν γύρισα στην Ελλάδα, έλεγα παντού το «Blowing in the wind», σε κάθε ευκαιρία. Το ΄67 ήμουν πια παντρεμένη με τον Ντέιβιντ Μπερκ, σπουδαίος δημοσιογράφος στο ABC News. Άγγλος με δέκα χρόνια καριέρα στη Νέα Υόρκη.  Μίλαγε εφτά γλώσσες, αλλά όχι ελληνικά, που τα έμαθε στη συνέχεια. Κάναμε δύο παιδιά, πρώτα την Ισαβέλλα, μετά ένα άλλο αγοράκι που πέθανε τριών ημερών και ακολούθησε ο Άντονι, ο γιος μου, που έγινε ηθοποιός.

Μες τη χούντα είχατε πολιτική συνείδηση;

Ήμουν πολιτικοποιημένη, αλλά στο μυαλό, δεν είχα λάβει μέρος σε αντιστασιακές εκδηλώσεις. Συμπαθούσα όλους τους εξορισθέντες και ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου ήταν ο Φοίβος Ανωγειανάκης ο μουσικολόγος, που είχε κάνει εξορία. Σε μια πολιτιστική ανταλλαγή το 1967 είχε έρθει εδώ μια Αμερικάνα εικαστικός κι εγώ ξαναπήγα στην Αμερική ως τραγουδίστρια για μια περιοδεία στα πανεπιστήμια που θα κρατούσε έξι μήνες. Στο Ιλινόις ξεκίνησε η περιοδεία μου, ο άντρας μου θα μιλούσε πρώτα και μετά θα τραγουδούσα εγώ. Ο Χατζιδάκις ήταν εκεί και ο πρώτος που συναντήσαμε. Τον θυμάμαι να έχει αδυνατίσει. Φορούσε καμπαρντίνα, καπέλο και κράταγε μπαστούνι για να δείχνει σικ. Ένας αλλιώτικος Μάνος που τότε έκανε το «Ilya Darling» στο Μπροντγουέι. «Καλά έκανες και ήρθες» μου έλεγε, «να γνωρίσεις την Αμερική, αλλά να γυρίσεις μετά στην Ελλάδα. Θα γυρίσω κι εγώ», όπως και έκανε. Η πρώτη τουρνέ μου ήταν σε φυλακές γυναικών, βαρυποινίτισσες, και από τότε έμαθα να τινάζω τα προγράμματα στον αέρα, να μην ακολουθώ συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Ακόμη και σήμερα αλλάζω το πρόγραμμα τελευταία στιγμή. Θυμάμαι να’ναι από κάτω οι γυναίκες και από πάνω να τις σημαδεύουν με όπλα σε περίπτωση που γίνονταν έκτροπα. Βγαίνω, ρίχνω μια ματιά στις άσπρες, μαύρες φάτσες που μόνο εμένα δεν ήθελαν ν’ ακούσουν. Τις ρώτησα τι θέλουν ν’ ακούσουν και μια μαύρη ζήτησε σπιρίτσουαλ. Μια άλλη μου ζήτησε ρωσικά τραγούδια κι έτσι τις κέρδισα μέσα σε δύο λεπτά. Δεύτερη συναυλία θα έκανα σε ένα σχολείο με κωφάλαλα παιδιά. Μπήκαμε σε μια αίθουσα γυμναστηρίου, τεράστια, με ξύλινο πάτωμα. Κάτσανε όλα τα παιδιά κάτω και αυτά με καταλάβαιναν από το ρυθμό μου. Τρίτη συναυλία άρχισε η κανονική τραγουδιστική μου δραστηριότητα στο «Rosary College» στο Ιλινός. Εκεί οι συναυλίες δεν ήταν σαν τις δικές μας, δηλαδή δύο ώρες το πολύ και μετά φύγαμε. Άρχιζαν το πρωί και τελείωναν το βράδυ με πέντε – έξι καλλιτέχνες στη σειρά. Έξω όλοι, στο προαύλιο. Πάω και ποιοι ήταν; Ο Μπομπ Ντίλαν, η Τζόαν Μπαέζ, η Μπάφι Σάντε Μέρι και ο Γουίλι Νέλσον. Παθαίνω την πλάκα μου! Μετά την εξάμηνη περιοδεία, με τρεις συναυλίες ημερησίως, γυρνάμε στη Νέα Υόρκη, κι όταν παραπονέθηκα στον μάνατζερ, αυτός νόμιζε ότι ήθελα κι άλλες, ενώ εγώ έλεγα πως θα με πεθάνει. Έχασα 17 κιλά μέσα σ’ αυτό το εξάμηνο, αφού δεν είχα χρόνο για να φάω και άνοιγα το στόμα μου μόνο για να τραγουδήσω. Εννοείται, μαζί μου είχα πάντα τον άντρα μου και τη μάνα μου. Στη Νέα Υόρκη ξαναβλέπω τον Χατζιδάκι, ο οποίος μου μιλάει για μια ωραία μπουάτ στο Σόχο. Ήθελε να τραγουδήσω εκεί με μία κιθάρα, αλλά του εξήγησα πως αν βγω πάλι να τραγουδήσω, θα με πάρουν με το φορείο. «Κουράστηκες κι εσύ, ε; Είδες τι είναι η Αμερική;» ήταν τα λόγια του. «Να μου λείπει» λέω…Άσε που ο άντρας μου μου είχε κλείσει ραντεβού με τον μετέπειτα μάνατζερ της Madonna, που για να τον έβλεπες, έπρεπε να είχες μεγάλο μέσον. Πάω, του τραγουδάω και μου λέει: «Το’χεις ένα ενδιαφέρον», αλλά λίγο περιφρονητικά. Μου ζήτησε να υπογράψω μαζί του για πέντε χρόνια, αλλά μ’ έναν όρο: Να μην κάνω παιδιά. Αν θα έκανα, θα ήταν ο μόνος λόγος για να έσπαγε το συμβόλαιο μας. Εγώ θα υπόγραφα, αλλά για ένα χρόνο, εκείνος όμως μου είπε πως μέσα σ’ ένα χρόνο δεν θα έβγαζε τα λεφτά του. «Αποφάσισε γρήγορα» μου είπε, «γιατί έξω περιμένουν ουρά άλλες νεότερες, ωραιότερες και με καλύτερες φωνές». Κυνικός, έτσι όπως σας τα λέω! Όταν του απάντησα «όχι», γυρνάει και κάνει του άνδρα μου: «Is she crazy? («Είναι τρελή;»). Είπαμε «Ευχαριστούμε, γεια σας» και το 1968 επιστρέψαμε στην Ελλάδα. Σημειωτέον, τότε στην Αμερική ζούσε και η Φλέρυ Νταντωνάκη, αλλά δεν έτυχε ποτέ να τη γνωρίσω.

Το κλίμα των «παιδιών των λουλουδιών» το ζήσατε στην Αμερική του ΄67;

Εκ του μακρόθεν μόνο, δεν το έζησα δηλαδή. Τον Ντίλαν τον άκουγαν πολύ οι χίπηδες και φαντάζομαι σε εκείνη τη συναυλία μας όλο τέτοια παιδιά θα ήταν από κάτω. Είχα ακούσει για το φεστιβάλ του Μοντερέι, που έγινε το καλοκαίρι του ’67, αλλά δεν πήγαινα πουθενά, δεν ήμουν ακόμη πολιτικοποιημένη. Βέβαια μετά τον Ντίλαν άρχισε το μυαλό μου να ξυπνάει. Από την Αμερική έφερα στην Ελλάδα τα τραγούδια διαμαρτυρίας του Ντίλαν, τα οποία καταλάβαιναν οι φοιτητές εδώ, αφού τους τα μετέφραζα. Θυμάμαι στην οδό Μασσαλίας, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, με άκουγαν απ’ τα μεγάφωνα να λέω συνέχεια το «Blowing in the wind». Με τον πατέρα Πυρουνάκη, τον παπά που ήταν αριστερός, οργανώναμε τις εκδηλώσεις αυτές. Σπουδαίος, παπάς αριστερότατος! Δίνουμε την πρώτη συναυλία, όπου μας μυρίζεται ένας απ’ τους συνταγματαρχαίους της χούντας. Έτσι, μας ακύρωσαν τη δεύτερη συναυλία χωρίς να με ενημερώσει κανείς. Πήγα και μου είπαν: «Δεν θα μπείτε μέσα, γιατί δεν θα γίνει η δεύτερη συναυλία. Είναι άρρωστη η Συριώτη». Απάντησα: «Εγώ είμαι η Συριώτη και δεν είμαι καθόλου άρρωστη». Οι φοιτητές με άρπαξαν στα χέρια και ξανατραγούδησα τα ίδια τραγούδια, αλλά μετά βέβαια μας πήγαν στην Ασφάλεια, τον Πυρουνάκη και μένα. Ήρθε εκεί ο άνδρας μου, που κάθε βράδυ μετέδιδε πολιτικές ειδήσεις για το ABC News. Ξέρετε πόσο οι χουντικοί φοβόντουσαν τους Αμερικανούς…Τους συστήθηκε και τους ρώτησε γιατί πήραν τη γυναίκα του. Τελικά ο Ντέιβιντ μας γλίτωσε (γέλια). Μια άλλη φορά είχαν πιάσει τον Ανωγειανάκη, που ο άνδρας μου ήξερε ότι εγώ παλιότερα ήμουν ζευγάρι μαζί του. Είχε τέτοια χάλια ο Φοίβος όταν τον φέρανε στην Ασφάλεια, που εγώ και ο Ντέιβιντ τον σηκώναμε με την πολυθρόνα μαζί. Πάλι με τον ίδιο τρόπο τον γλίτωσε κι αυτόν ο Ντέιβιντ. Στις 12 Μαΐου του 1970 ξαναδίνω μια συναυλία στο Λονδίνο και από κάτω είναι ο συμμαθητής μου απ’ το Ωδείο, Γιάννης Μαρκόπουλος, και η Μαρία Φαραντούρη. Φώναζαν όλοι να πω Θεοδωράκη, που ήταν απαγορευμένος στην Ελλάδα, και τους είπα το «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες». Πήραμε τα παιδιά και πήγαμε να φάμε κι εκεί η Φαραντούρη μου έδωσε ένα γράμμα για τη μάνα της: «Μπορείς να της το δώσεις εσύ γιατί τα γράμματα μας περνάνε από λογοκρισία;» Το πήρα, αλλά στα σύνορα, επειδή γυρίζαμε με τραίνο, με ξανάπιασαν οι Ασφαλίτες. Για ποιο λόγο λέτε; Είχαν μάθει ήδη στην Ελλάδα ότι είχα τραγουδήσει Θεοδωράκη στο Λονδίνο! Πάλι ο άνδρας μου παρενέβη, με άφησαν και έτσι βρήκα τη μάνα της Μαρίας και της έδωσα το γράμμα.

Με τον Μίκη Θεοδωράκη τραγουδήσατε ποτέ;

Ο Μίκης με ήθελε για τα τραγούδια του «Romancero Gitano» που τελικά τα είπε η Φαραντούρη σε δίσκο. Έπιασε τον Μάνο: «Θα μου δανείσεις τη Συριώτη;» κι αυτός του απάντησε: «Μα, δεν την έχω αγοράσει. Άμα εκείνη θέλει, γιατί όχι;» Μετά, όταν μου έδωσε τα τραγούδια ο Μίκης και ρώτησα τον Μάνο σχετικά, μου είπε να τα τραγουδήσω, γιατί μου πήγαιναν. Του άρεσαν πολύ του Μάνου! Τα τραγούδησα τελικά του Μίκη τα κομμάτια σε συναυλία και από κάτω ήταν η Φαραντούρη που έβλεπε τον μέντορα της να προσφέρει σε μένα αυτό το ωραίο έργο. Πριν απ’ αυτή τη συναυλία, όμως, είχα πρωτογνωρίσει τον Θεοδωράκη σε μια άλλη συναυλία στο Κεντρικόν. Στο πρώτο μέρος θα παρουσίαζε τον πρωτοεμφανιζόμενο Μπιθικώτση και στο δεύτερο θα παίζαμε τα τραγούδια από το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» με τον Μάνο. Ανήμπορος από το τρακ του ο Μπιθικώτσης, ξεράθηκε και τραγούδησε ο Μίκης ο ίδιος το τραγούδι του. Βγαίνοντας από το θέατρο, πέφτω πάνω στη Σοφία Βέμπο, η οποία δεν μπορούσε να στέκεται όρθια και είχε κάτσει στο φουαγιέ. Με είδε και με φώναξε: «Έλα να σου πω, κοριτσόπουλο! Τραγουδάς πολύ ωραία, σ’ άκουσα, και να πεις ένα τραγούδι που θα σου πηγαίνει πάρα πολύ». Ήταν η «Ταμπακέρα» από τη δική της δισκογραφία. Της είπα ότι δεν ήταν του στυλ μου, αλλά αυτή επέμενε ότι θα το έλεγα πολύ καλά και έκτοτε τραγούδησα την «Ταμπακέρα» άπειρες φορές.

Να πάμε και στο «Ταξιδεύοντας», τον πρώτο προσωπικό σας δίσκο από το 1970.

Η εταιρεία «Rod Strofes» της Ροδιάδου έβγαλε εκείνο το δίσκο και μετά έκλεισε. Ο Βασίλης Τενίδης, που τον είχα μαζί μου στο Λονδίνο και με συνόδευε στην κιθάρα, ήταν ωραίος μουσικός και στενός συνεργάτης του Χατζιδάκι. Μετέφρασα όλα τα ξένα τραγούδια, αλλά δεν τον θεωρώ πετυχημένο δίσκο. Δεν είναι τόσο ωραία τα ξένα τραγούδια αν δεν ακούγονται στη γλώσσα τους. Δεν ήθελε η Ροδιάδου να έβγαιναν αλλιώς, μου έλεγε πως για να πουλήσει ο δίσκος έπρεπε να τα πω στα ελληνικά. Λάθος μας! Μετά, όταν έκανα το «Μια θάλασσα μικρή», τα τραγούδησα όλα στις πρωτότυπες γλώσσες τους. Νομίζω πως ο πρώτος μου δίσκος πέρασε απαρατήρητος και άλλο αν σήμερα θεωρείται συλλεκτικός. Δεν τον στήριξα με συναυλίες, αφού δεν θεωρώ πως τα έκανα ποτέ όλα επαγγελματικά. Ήμουν πάντα sui generis, γι’ αυτό δεν έβγαλα λεφτά. Για χρόνια τραγουδούσα τζάμπα όπου με καλούσαν. Ακόμη και σε συναυλίες διαμαρτυρίας που συμμετείχα, πάντα τζάμπα ήταν. Πολλά λεφτά ξόδευα εδώ κι εκεί στην Αμερική, ούτε μ’ ένοιαζε. Σκεφτείτε ότι στην Ελλάδα πολύ μετά έβαλα εισιτήριο στις συναυλίες μου ίσως γιατί δεν είχα ανάγκη. Αν ήμουν άπορη και δεν είχα μεγάλη στήριξη, δεν θα ήμουν τόσο άνετη να τραγουδώ για το κέφι μου. Και το ’70, όταν βγήκε ο πρώτος μου δίσκος, δεν είχα σχέση με τα ελληνικά ποπ συγκροτήματα. Μόνο ξένη μουσική άκουγα, ροκ σαν του Ντίλαν, της Τζάνις Τζόπλιν και των Beatles. Θυμάμαι έντονα που με μύησε στη φολκ μπαλάντα η Τζόαν Μπαέζ. Έξυπνη κοπέλα αυτή, σοβαρή, όχι «τρελή» σαν τον Ντίλαν, αγαπησιάρικο άτομο. Λυπάμαι που δεν την είδα στο Λυκαβηττό, γιατί γνωριζόμασταν, αλλά ανεβαίνοντας στο λόφο, έπεσα και χτύπησα που έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο. Επεδίωξα να τη συναντήσω, αλλά το ίδιο βράδυ θα έφευγε γι’ αλλού.

Στο μεταξύ είχε γυρίσει και ο Χατζιδάκις από την Αμερική. Είμαστε στο 1972 πια.

Ναι, αλλά δεν με ήθελε άλλο, εννοώ δεν μου πρότεινε να κάνουμε κάτι ακόμη μαζί. Ίσως με άφησε ήσυχη, γιατί κατάλαβε πως ήθελα να κάνω τα δικά μου. Δεν νομίζω πως του πήγαινα πάρα πολύ, ακόμα και η Φλέρυ διέθετε μία αποστασιοποιημένη ερμηνεία στα τραγούδια του. Εκείνο τον καιρό εμφανίστηκα και στο «Κύτταρο» της οδού Ηπείρου με τον Μαρκόπουλο, αλλά ήμουν πολύ αφοσιωμένη στα δύο παιδιά μου. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, θυμάμαι, και τα είχα άρρωστα με ιλαρά. Στην πλατεία, στο «Κύτταρο», ήταν η Ειρήνη Παππά και ο Ντασέν με τη Μελίνα. Μέσα ήμασταν ο Ξυλούρης, εγώ και η Σπυράτου. Εγώ έβγαινα στο διάλειμμα και έλεγα Ντίλαν και φολκλορικές μπαλάντες. Με ειδοποιεί η νταντά ότι τα παιδιά είναι άρρωστα κι εγώ χωρίς να πω τίποτα σε κανέναν φεύγω από το «Κύτταρο» στη μέση του προγράμματος. Ο Μαρκόπουλος μου έκοψε την καλημέρα για ένα χρόνο, αλλά μετά κάναμε πάλι συναυλίες μαζί, όπως δύο φορές στο Ηρώδειο.

Το «Μια θάλασσα μικρή» βγήκε το 1980, μια δεκαετία ακριβώς μετά το πρώτο άλμπουμ.

Είχα αρχίσει να κάνω εκπομπές στην τηλεόραση ήδη από το 1978. Κάναμε πολύ ωραία ντουέτα με τον Σταύρο Παπασταύρου στην κιθάρα και τότε ο Παπαστεφάνου μου πρότεινε να κάνω δική μου εκπομπή. Είχα, στο μεταξύ, κάνει και ραδιόφωνο με τον Γιώργο Κουρουπό στο πιάνο, μια εκπομπή που λεγόταν «Απ’ όλο τον κόσμο». Η τηλεοπτική εκπομπή μου ονομάστηκε «Τραγούδια του κόσμου» και την είχα ως το 2000 κατά καιρούς. Σε μια απ’ αυτές τις εκπομπές κάναμε αφιέρωμα την Ημέρα της Μητέρας με τον Σταμάτη Κραουνάκη. Είπα το «Μαμά, γερνάω» και μαζί του τα «Κόκκινα γυαλιά».

Συνειδητοποιώ τώρα πως ποτέ δεν χάσατε την επαφή με τα πράγματα και τους νέους δημιουργούς.

Ποτέ! Κάναμε και παρέα με τη Λένα Πλάτωνος, την ήξερα από το Ωδείο Αθηνών. Κι η τηλεόραση, ενώ ήταν μέσο βιοπορισμού, ποτέ δεν την είδα έτσι. Πρωτόβγαλα πολλούς καλλιτέχνες απ’ τις εκπομπές μου, σαν τη Σόνια Θεοδωρίδου και τη Νένα Βενετσάνου. Για τον Κραουνάκη μου’χε μιλήσει ο Παπαστεφάνου: «Είναι ένας νέος συνθέτης και θέλω να μου τον παρουσιάσεις απ’ την εκπομπή σου» τότε που ο Σταμάτης ήταν ένα όμορφο αγόρι 19 ετών. Αυτός είναι για μένα τώρα ο μεγάλος συνθέτης! Γενικά, ούτε με την τηλεόραση ήθελα να βγαίνω εγώ μπροστά, το κέφι μου έκανα για μια ακόμα φορά. Ίσως γι’ αυτό δεν θεωρήθηκα ποτέ εμπορική για να προβληθώ απ’ άλλους. Ανήκα στον κόσμο μου κι οι άλλοι το έπιαναν αυτό. Είχα γίνει και πολύ αναγνωρίσιμη, αφού τότε υπήρχαν μόνο τα δύο κρατικά κανάλια. Μια φορά ήμουν στο Παλλάς και βλέπαμε ταινία με μια φίλη μου. Δυο – τρεις σειρές με δείχνανε και κάτι λέγανε. Πήγε η φίλη μου και τους είπε: «Όταν μιλάνε για κάποιον, τουλάχιστον δεν τον δείχνουν» (γέλια). Άλλη μια φορά που είχα πάει στη Σίφνο τρώγαμε μια ωραία σιφναίικη ρεβυθάδα. Ζήτησα τη συνταγή απ’ τη γερόντισσα μαγείρισσα, αλλά δεν μου την έδωσε. Την επόμενη όμως με είδε στην τηλεόραση και όταν ξαναπήγα, με φώναξε για να μου πει τη συνταγή της.

Ως και τη μαγειρική κερδίσατε με την τέχνη σας!

Βέβαια, από τότε έτσι φτιάχνω την πιο αξέχαστη ρεβυθάδα. Ήμουν πάλι στην Πάτμο και πετάχτηκα σ’ ένα περίπτερο. Καθόταν μέσα μία γριούλα και μου κάνει: «Εσύ δεν τραγουδάς τα ωραία τραγούδια που μας τα μεταφράζεις κιόλας; Πως βγαίνει η φωνή σου ενώ είσαι καθιστή;» Νόμιζε απ’ τα τοπικά πανηγύρια πως οι τραγουδιστές μόνο όρθιοι τραγουδάνε (γέλια).

Με το λαϊκό τραγούδι είχατε ποτέ σχέση;

Όχι, δεν είχα, νόμιζα πως δεν μου πήγαινε, αλλά μερικά λαϊκά τα τραγουδάω. Λατρεύω το «Σ’ το’πα και σ’το ξαναλέω», το «Θαλασσάκι», παραδοσιακά δύσκολα τραγούδια. Πολλά με έπαιρναν από κάτω, έκλαιγα και δεν τα ολοκλήρωνα ποτέ. Μπορεί ένας στίχος και μόνο να μ’ επηρεάσει πάρα πολύ. Μια φορά έτυχε να δω τη Μαρινέλλα – μεγάλη θεατρίνα αυτή – να λέει το «Έλα γι’ απόψε» του Χρήστου Χαιρόπουλου. Κάθισε πάνω στο πιάνο και έτσι όπως το είπε, αξέχαστα, με πιάσανε κλάματα με λυγμούς. Με ξέρει η Μαρινέλλα, αλλά μάλλον όχι ως τραγουδίστρια. Την εκτιμούσα και την εκτιμώ σε αντίθεση με τον Καζαντζίδη που δεν μου άρεσαν τα τραγούδια του. Ούτε η φωνή του μου άρεσε, όπως ούτε και του Μπιθικώτση, που θεωρούνται κορυφές. Εγώ μια ζωή αγαπούσα τον Μητροπάνο από λαϊκούς τραγουδιστές. Ούτε αυτόν τον είχα γνωρίσει, δεν ανακατευόμουν, κοίταγα τα παιδιά μου και τους λίγους φίλους μου. Σήμερα κρατάω φιλία με τον Κραουνάκη, τους κιθαριστές Ευάγγελο Ασημακόπουλο – Λίζα Ζώη, αλλά όχι πολλές επαφές, αφού πια έχω αποσυρθεί εντελώς.

Πότε επήλθε η οριστική αποχώρηση από τα μουσικά;

Όταν ξέσπασε ο κορονοϊός. Κυκλοφορούσα συνέχεια με μια μάσκα…Τραγουδούσα πριν, αλλά και τώρα τραγουδάω, δίνω ρεσιτάλ εδώ στο σπίτι μου.

Θαυμάζω τη διαύγεια σας, ειλικρινά!

Τι να σας πω, δεν έχω πιεί ποτέ, δεν έχω καπνίσει ποτέ και δεν έχω κάνει κραιπάλες ποτέ. Δεν δούλεψα ποτέ στη νύχτα, αλλιώς μπορεί τώρα να μην είχα καθόλου φωνή. Στενοχωρήθηκα πολύ που δεν τραγουδάει η Αλεξίου. Την είχα συναντήσει μια φορά μόνο στο γραφείο του Παπαστεφάνου, ήταν μαυροφορεμένη και έκλαιγε γιατί μόλις είχε πεθάνει η μαμά της. Αυτή και η Μαρινέλλα είναι δύο πολύ μεγάλες τραγουδίστριες. Και η Βενετσάνου μ’ αρέσει πολύ, σπουδαία φωνή.

Πείτε μου και ότι έχετε ακούσει και νεότερες, σαν τη Νατάσσα Μποφίλιου.

Βέβαια, ναι, μ’ αρέσει πολύ! Και τώρα θα σε «καραφλιάσω», αλλά μ’ αρέσει πολύ και η Πάολα!

Όντως, απ’ τον Μπομπ Ντίλαν με πήγατε στην Πάολα.

(γέλια) Μα η μουσική είναι μία, δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις.

Φαίνεστε ολοζώντανος άνθρωπος, κυρία Συριώτη, δεν ζείτε με τις αναμνήσεις σας.

Όχι, ζω με το τώρα. Όλα αυτά που σας είπα σήμερα είχα πάρα πολύ καιρό να τα σκεφτώ και να τα θυμηθώ. Εσείς το κάνατε με τις ερωτήσεις σας. Τον άνδρα μου τον έχασα στα 67 του. Ήταν υποτασικός, βρισκόταν στο Παρίσι, έπεσε, χτύπησε πίσω στο κεφάλι και «έμεινε». Είχαμε χωρίσει, βέβαια, αλλά πολύ αγαπημένα. Μείναμε φίλοι, αν και εκείνος παρέμενε ερωτευμένος μαζί μου.

Σας απασχόλησε και το ερωτικό στοιχείο στη ζωή σας, τώρα που τα συζητάμε όλα.

Ξέρετε κάτι; Ναι, το ερωτικό στοιχείο ήταν ανέκαθεν πρωταρχικό στη ζωή μου. Τελικά, τώρα που ξέρω πέντε πράγματα παραπάνω, συνειδητοποιώ πως δεν ήταν τόσο ο έρωτας που με απασχολούσε, όσο το σεξ στον έρωτα. Δεν νομίζω ότι αγάπησα ποτέ πραγματικά, απλά ένιωθα τη σεξουαλική έλξη των ανδρών, από ανάγκη περισσότερο.

Είστε πολύ ειλικρινής.

Εκεί καταλήγω τώρα που συζητάμε…Και τον Ντέιβιντ Μπερκ τον αγάπησα, αλλά μετά από ένα χρόνο περίπου μου πέρασε. Και με τον Ανωγειανάκη, για λίγα χρόνια ένιωθα ερωτευμένη. Έχει ημερομηνία λήξης ο έρωτας. Αργότερα ερωτεύθηκα τον Κώστα Πασχάλη, τον βαρύτονο τραγουδιστή. Δύο χρόνια μείναμε μαζί.

Ξέρετε τι μου έχει πει η παλιά φίλη σας η Λένα Πλάτωνος; Πως όταν χωρίζουμε με κάποιον, στην ουσία θρηνούμε την απώλεια του σεξ.

Συμφωνώ απόλυτα με τη Λένα. Εμένα στους άνδρες με ενδιέφερε πρώτο και καλύτερο το σεξ, αλλά εξίσου το μυαλό τους και το χιούμορ τους.

Εκτός απ’ τους άνδρες, λοιπόν, σας έλκυε και η ποίηση με τους ποιητές της;

Βέβαια! Γνώρισα, όπως σας είπα, τον Σεφέρη, τον Καββαδία, τον Θεοτοκά με τη γυναίκα του, την Κοραλία, τον Ματθαίο Μουντέ επίσης. Ίσως γνωρίζετε ότι η Κοραλία, που ήταν κι αυτή καλή ποιήτρια, αυτοκτόνησε, πήδηξε απ’ την ταράτσα της. Ο ποιητής όμως που με επηρέασε ήταν ο Μπομπ Ντίλαν. Κατάφερε ν’ αλλάξει το κατεστημένο της εποχής του.

Πως βλέπετε τη ζωή από δω και πέρα;

Τίποτα, περιμένω απλά να ξυπνήσω για να ζήσω ακόμη μια μέρα. Το θάνατο περιμένω ουσιαστικά, αλλά χωρίς φόβο και μεμψιμοιρία. Αν είναι να’ρθει, θε να’ρθεί. Δεν προσέχω καθόλου. Έχω ζάχαρο και τρώω πέντε σοκολάτες τη μέρα. Έχω χοληστερίνη και τρώω όλο κατσικάκι. Σε τίποτα δεν προσέχω. Παίρνω φάρμακα, εντάξει, αλλά μέχρι εκεί.

Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη.

Εγώ σας ευχαριστώ και σας περιμένω στο ρεσιτάλ στο σπίτι μου εδώ στις 10 Ιουλίου.

Ποιοι θα είμαστε;

Ποιοι να είμαστε; Όσοι είναι εν ζωή ακόμη!

* Οι φωτογραφίες της Ευγενίας Συριώτη και τα βίντεο «τραβήχτηκαν» από τον Αντώνη Μποσκοΐτη στις 10 Απριλίου 2024

** Ένα μικρό μέρος της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στο πολιτιστικό ένθετο Docville με την εφημερίδα Documento

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

Ο Νάσος Πατέτσος (1923 - 2024) ήταν ο γηραιότερος Έλληνας τραγουδιστής

Τον θυμάμαι να περπατάει την οδό Ηπείρου, ανεβαίνοντας από το σταθμό Λαρίσης μέχρι την Αχαρνών. Πάντα σένιος, καθαρός και περιποιημένος, ντυμένος στα άσπρα συνήθως, με το μπαστουνάκι του. Δύο συναντήσεις είχα όλες κι όλες μαζί του, αλλά τη δεύτερη δεν θα την έλεγα και την πιο «ευτυχή» συνάντηση. Μιλάμε για το 2014, δέκα χρόνια πριν, όταν είχε περάσει τα 90 του χρόνια κι έδειχνε ακμαίος και «κοτσονάτος» δίχως τα κινητικά προβλήματα που βλέπεις σε ανθρώπους της ηλικίας του. Συγκεκριμένα τον είδα να βγαίνει από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής, τα οποία ευτυχώς ρήμαξαν μετά την αποκάλυψη της εγκληματικής δράσης των νεοναζήδων. Ερχόταν προς το μέρος μου, εμφανώς εκνευρισμένος, αλλά και με την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον, πιθανώς όποιον έβλεπε μπροστά του τη στιγμή εκείνη. Αψίκορος εγώ με κάτι τέτοια, δεν άντεξα και του την «είπα» του παππού: «Μα δε ντρέπεσαι, γέρος άνθρωπος, να μπαινοβγαίνεις στη φωλιά των δολοφόνων; Αυτοί είναι δολοφόνοι, δεν το ξέρεις;» Και τι μου απάντησε; «Μη μου μιλάς γι’ αυτούς, με σήκωσαν από τη θέση μου για να κάτσει ο αρχηγός τους»! Αν είναι δυνατόν! Ένας άνθρωπος στο λυκόφως της ζωής του, ένας καλλιτέχνης, ένας αλλοτινός σταρ του τραγουδιού, ο μόνος λόγος για τον οποίο εξέφρασε αντιπάθεια προς τους φασίστες, δεν ήταν τα αποδεδειγμένα εγκλήματα τους, αλλά το ότι τον υποτίμησαν, δίνοντας τη θέση του στον Μιχαλολιάκο. Τι να πεις…Ή μάλλον τι είχε απομείνει για να έλεγα στον, κατά τα άλλα συμπαθέστατο αυτό άνθρωπο. Κάτι άρχισε να μου λέει για τον Ιωάννη Μεταξά και για τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, εγώ πάλι του απάντησα «Πάνε αυτοί, μας τελείωσαν προ πολλού, μα αυτή σου η νοσταλγία δε δικαιολογεί με τίποτα τη στήριξη στους δολοφόνους» κλπ., το οποίο έκανε πως δεν άκουγε ή, τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί πράγματι να μη με άκουγε, να μη με πρόσεχε καν δηλαδή. Τέλος πάντων, ίσως δεν ήταν σωστό από τη μεριά μου να αποπειραθώ να νουθετήσω έναν άνθρωπο άνω των 90 ετών που ακόμη και σήμερα, με αφορμή την είδηση του θανάτου του, διαβάζεις σε ιστοσελίδες να προσδιορίζεται ως «εθνικιστής καλλιτέχνης». Και μάλλον θα απορούσα με τον συγκεκριμένο «προσδιορισμό» αν δεν τον είχα πετύχει εκείνη τη μέρα να βγαίνει από το άντρο των Χρυσαυγιτών στο κέντρο της Αθήνας.

Η αλήθεια είναι πως το όνομα του Νάσου Πατέτσου δεν «έπαιζε» στο πατρικό μου σπίτι, παρότι οι γονείς μου ήταν μία γενιά νεότεροί του ηλικιακά και πάντα ακούγαμε μαζί τους κι εμείς ελαφρά τραγούδια και ρεμπέτικα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον πατέρα μου να λέει για έναν άλλο ομότεχνό του Πατέτσου πως «αυτόν τον έφαγε η μαρμάγκα της χούντας». Αναφερόταν φυσικά στον τραγουδιστή Φώτη Δήμα, που υπήρξε μία δεκαετία νεότερος του Πατέτσου και που ως εκ τούτου έδρασε καλλιτεχνικά τις δεκαετίες του 1950 και του ’60 μέχρι που ηχογράφησε τον διαβόητο «Ύμνο της 21ης Απριλίου» και χάθηκε από προσώπου γης. Αυτό δεν συνέβη με τον Πατέτσο, το «εθνικιστικό» παρελθόν του οποίου πήγαινε ακόμη πιο πίσω από τη χούντα των συνταγματαρχών, στα χρόνια δηλαδή του Μεταξά όταν περνούσε την παιδική του ηλικία (ήταν γεννημένος το 1923). Καταγόμενος από πάμφτωχη οικογένεια της Λήμνου, μπόρεσε να αποκτήσει εκεί τη βασική σχολική εκπαίδευση και την 19η Ιανουαρίου του 1941, την ημέρα του θανάτου του Μεταξά, του «ηγέτη του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου», όπως έλεγε ο ίδιος, να έρθει στην Αθήνα μ’ ένα ψαροκάικο από το νησί του. Ανατρέχω τώρα στην πρώτη συνάντηση που είχα μαζί του, όταν περπατήσαμε αγκαζέ και τον ρώτησα να μου πει για την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και για την Κατοχή, όπως εκείνος τα έζησε από πρώτο χέρι. «Εμείς δεν πεινάσαμε στην Κατοχή» ήταν τα λόγια του. Ο πατέρας μου ψάρευε κι εγώ έφτιαχνα καφέδες για τους Ιταλούς»! Στην Αθήνα ο Πατέτσος θα επιστρέψει με τη λήξη του πολέμου και την αποχώρηση των Ναζί για να καταταγεί ως εθελοντής στο Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό. Δεν είχε καμία προοπτική να ακολουθήσει το τραγούδι, καθώς – πάντα σύμφωνα με τον ίδιο – υπηρετούσε την ιδέα του Έθνους και αποκήρυττε μετά βδελυγμίας τον κομμουνισμό. «Διακοπές τους πήγαιναν στη Μακρόνησο» μου’χε πει, «μην ακούς τι σου λένε ή τι γράφουν»…Παραδεχόταν πολύ τη Δανάη Στρατηγοπούλου, αφού κοντά της μαθήτευσε ύστερα από τον μαέστρο Ζοζέφ Κορίνθιο βέβαια, τον πρώτο που τον είχε ανακαλύψει λίγα χρόνια πριν και τον είχε συστήσει στη δισκογραφική Columbia για ακρόαση. Το «Τραγούδι του ναύτη», που ηχογράφησε για πρώτη φορά το 1952, υπηρετώντας ακόμη στο Πολεμικό Ναυτικό, έμελλε να γίνει μεγάλη επιτυχία και να του ανοίξει πόρτες και συνεργασίες: Γιώργος Οικονομίδης, Κώστας Πρετεντέρης, Γιάννης Βογιατζής, Γιώργος Μουζάκης, Σοφία Βέμπο, Τζίμης Μακούλης, Τώνης Μαρούδας, Μάγια Μελάγια κ.α. Ήταν η περίοδος που η Αθήνα χόρευε στους ρυθμούς του ταγκό με τραγούδια μεταφερμένα στα ελληνικά από την Ισπανία και κυρίως από τη Λατινική Αμερική («Άι Μορένα», «Πικολίνα Μία», «Ολέ τορέρο»). Ο Νάσος Πατέτσος ήταν η φωνή – όχημα για ν’ ακουστούν αυτά τα τραγούδια και μάλιστα με τέτοια επιτυχία που τον αναγόρευσε σε κανονικό σταρ των χρόνων του με εκδηλώσεις υστερίας από τους θαυμαστές του. «Δεν ξέρω αν με εννοείς, αλλά εμένα που με βλέπεις κάποτε σταμάταγαν τα αυτοκίνητα στο δρόμο για να με χαιρετίσουν. Και τότε, ξέρεις, στην Αθήνα δεν είχε αμάξι όποιος κι όποιος». Δικά του λόγια δανείζομαι πάλι. Εκείνο το διάστημα ο Πατέτσος μπήκε και στο θέατρο, όπως άλλωστε συνέβαινε και μ’ άλλους τραγουδιστές της σειράς του, συμμετέχοντας σε επιθεωρήσεις δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα (Γεωργία Βασιλειάδου, Βασίλης Αυλωνίτης, Νίκος Σταυρίδης, αδερφές Καλουτά, Κώστας Χατζηχρήστος – Ντιριντάουα κ.α.) Κι όταν τον ρώτησα, θυμάμαι, πως την «πάλευε» με την κομμουνίστρια Καίτη Ντιριντάουα, την επί μία εικοσαετία σύζυγο του Χατζηχρήστου, απάντησε ως εξής: «Αυτή ήταν καλή ηθοποιός και καλή τραγουδίστρια. Δεν μιλάγαμε για πολιτικά». Αγαπούσε ακόμη τη Μάγια Μελάγια, που το ντουέτο τους στη χαμπανέρα «Αντίο» από επιθεώρηση του 1953, τους έκανε αμφότερους τις πρώτες φωνές στο ελληνικό ραδιόφωνο.

Ίσως σ’ αυτό, στο ότι δεν μίλαγε πολιτικά, ο Πατέτσος να χρωστούσε μια μάλλον σωστή διαχείριση της καριέρας του, αφού για ένα φεγγάρι υπήρξε ο αγαπημένος τραγουδιστής βαρυσήμαντων πολιτικών προσωπικοτήτων, από τη βασιλική οικογένεια του Παύλου και της Φρειδερίκης μέχρι τον Σοφοκλή Βενιζέλο, αλλά και τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ενδεικτικός της απήχησης του ήταν ο χαρακτηρισμός «Ο Έλληνας Tajoli», που του απέδιδαν οι δημοσιογράφοι της εποχής, από τον Ιταλό ομότεχνό του, τραγουδιστή και ηθοποιό Luciano Tajoli. Και, σημειωτέον, το όνομα του ποτέ δεν μπήκε σε επίσημες λίστες υποστηρικτών της χούντας. Του Φώτη Δήμα είχε μπει.

Ο Νάσος Πατέτσος παρά την επιτυχία του δεν άφησε πακτωλό ηχογραφήσεων και ίσως γι’ αυτό το άστρο του άρχισε να δύει ή, σωστότερα, το όνομα του να ξεχνιέται από τη δεκαετία του 1980. Μόνο ο Γιάννης Πάριος, που θα μπορούσε να ειπωθεί ότι από μία εποχή και μετά έκανε ό,τι και ο Πατέτσος στα δικά του χρόνια, τον ανάφερε ως επιρροή του, ειδικά με το «Τραγούδι του ναύτη», που άκουγε πολύ ο πατέρας του στην Πάρο. Ζούσε μόνος του, άγαμος και άτκενος, με τη συντροφιά όμως πιστών του φίλων, όπως του χορευτή Τάκη Σαγιώρ και του κονφερασιέ Κώστα Βενετσάνου. Τους τελευταίους μήνες μόνο, με πατημένα τα 100 του χρόνια, μπήκε στο Γηροκομείο Αθηνών εξ αιτίας του Σπύρου Μπιμπίλα, που ως γνωστόν τρέχει για όλους τους βετεράνους καλλιτέχνες στον τόπο αυτό.

Τον Νάσο Πατέτσο δεν θα τον ξαναδεί κανείς να βολτάρει στο κέντρο της πόλης. Ανήκει πλέον στην προϊστορία του ελληνικού τραγουδιού του 20ου αι. Υπήρξε γέννημα – θρέμμα δύσκολων εποχών για την Ελλάδα, τότε που άρχισαν να κυκλοφορούν στους δρόμους πολλά αυτοκίνητα με τους οδηγούς τους να τον σταματάνε για επευφημίες. Αυτό τον ενδιέφερε και όχι τα ξερονήσια που γέμιζαν από κόσμο και κοσμάκη. Ωστόσο ο ίδιος δεν έβλαψε κανέναν συνάνθρωπό του, ούτε ενεπλάκη ποτέ σε καυγάδες με συναδέλφους του. Η ζωή του πέρασε μέσα από τη φτώχεια, την αποδοχή, την καταξίωση, τα ταξίδια σ’ όλο τον κόσμο, μα και μέσα από την αδυσώπητη ερημιά που φέρνει ο πολύς ο χρόνος. Το μόνο μέσο καταπολέμησης της ερημιάς του ήταν το γερό μνημονικό, που δεν τον εγκατέλειψε ούτε για μια στιγμή. Ο Νάσος Πατέτσος πέθανε στο Γηροκομείο Αθηνών την Τετάρτη 22 Μαΐου και σε δύο μήνες θα γινόταν 101 ετών. Ήταν ο γηραιότερος Έλληνας τραγουδιστής.