Τρίτη 11 Ιουνίου 2024

Θανάσης Τριαρίδης: «Μην αγοράζετε τα έργα μου εφόσον υπάρχουν ελεύθερα στο διαδίκτυο»

Ο Θανάσης Τριαρίδης είναι μία μοναδική περίπτωση εξαιρέσιμου συγγραφέα μέσα στην τρέχουσα λογοτεχνική – θεατρική παραγωγή. Πάνω απ’ όλα ένας άνθρωπος απολύτως συνεπής με τις ιδέες του, ακόμη κι αν κάπου ακούγεται σαν «παλαβός πάστορας», όπως επισημαίνει ο ίδιος για τον εαυτό του με χιούμορ. Τον συνάντησα με αφορμή το «Φρανκενστάιν», το νέο του έργο, που πραγματεύεται την ιδέα της δημιουργίας της ζωής μαζί μ’ αυτήν της τεχνητής νοημοσύνης και που προβλέπεται να ανέβει σύντομα στο θέατρο. Πέραν αυτού, ο Τριαρίδης δημοσιοποίησε και μερικούς στίχους του για την Ελένη Τοπαλούδη.

Γιατί γράφετε, κύριε Τριαρίδη;

Στη νεότητα μου έγραφα γιατί φοβόμουν ότι θα πεθάνω και ήθελα κάτι να μείνει από μένα. Μεγαλύτερος έγραφα και γράφω για να συμβάλουν τα γραπτά μου, βέβαια στο ελάχιστο που μπορούν να συμβάλουν τα γραπτά ενός ανθρώπου, στο να δημιουργηθεί μία ώσμωση υπέρ των ιδεών που νοηματοδοτούν τη ζωή μου. Εφόσον, όμως, κατάλαβα ότι πλέον δεν θα μείνει τίποτα από κανέναν μας, δεν γράφω για να μείνει κάτι. Οι ιδέες ωστόσο της συνύπαρξης, της αλληλεγγύης και της δικής μας χόρτασης έναντι στην πείνα των άλλων, είναι αυτές που εγώ βρίσκω νόημα. Ίσως έτσι μπορέσω να συναντηθώ με πέντε αναγνώστες κι όταν λέω πέντε, το εννοώ, δεν θέλω παραπάνω. Πέντε καλοί αναγνώστες είναι πολύ σημαντικό για μένα.

Αλήθεια το λέτε;

Ναι, πέντε, αλλά πέντε καλοί, όπως είπα.

Είναι ειλικρινές απ’ την πλευρά σας αφού τα έργα σας κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο δίχως δικαιώματα. Δηλαδή αν εγώ μεθαύριο θελήσω να ανεβάσω ένα έργο σας, θα το πάρω και δεν θα σας ρωτήσω καν;

Ναι, ακριβώς.

Απλά θα μπει το «ένα έργο του Θανάση Τριαρίδη».

Ούτε «του Θανάση Τριαρίδη»! Το μόνο, το οποίο με νοιάζει, είναι αν πάρεις ένα έργο και το παίξεις σε μια πόλη, να μην το παίζει και κάποιος άλλος και παρεξηγηθεί. Να έχετε συνεννοηθεί από πριν δηλαδή. Καθόλου δε θέλω να γράφεται το όνομα μου. Ένα έργο μου, για να το διαλέξεις ανάμεσα σε τόσα αριστουργήματα που υπάρχουν, σημαίνει ότι με κάτι επικοινώνησες. Αυτό για μένα από μόνο του είναι ο σκοπός της γραφής. Όχι η παράσταση, αφού αυτή μπορεί και να μη γίνει. Ούτε η καλή ή η ακριβή παράσταση. Τι θα πει καλή παράσταση; Δεν με νοιάζει καθόλου αυτό!

Είναι μία αιρετική άποψη όπως κι αν το δεις. Πρέπει να σας πω ότι συμβαίνει κάτι παράδοξο με την περίπτωση σας: Πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν τον συγγραφέα Τριαρίδη ακόμη και μην έχοντας διαβάσει έργα του.

Συμβαίνει αυτό. Ίσως να έχω γίνει και λίγο μόδα που αυτό δεν είναι καλό. Σκέφτομαι ώρες – ώρες πως κάποιος διαβάζει και ανεβάζει τα έργα μου, επειδή είμαι στη μόδα, και όχι επειδή του δημιουργούν ένταση οι ιδέες των έργων μου. Και θα σας πω κάτι άλλο: Όλοι ονειρεύονται ένα τεράστιο θέατρο που θα τους κάνει μια φοβερή παραγωγή με πολύ μεγάλους ηθοποιούς, ει δυνατόν με τον Ίαν Μακ Κέλεν. Πιστεύω πως το 2050 θα γίνει το ολοκαύτωμα των πεινασμένων της γης, που θα ξεκινήσει από εμάς, την ελίτ του δυτικού κόσμου. Ένα νέο παιδί 25 ετών σήμερα, τότε θα’ναι στα 50 του, άρα αυτό το παιδί μ’ ενδιαφέρει πιο πολύ και όχι ένα μαρμάρινο θέατρο με τον μεγαλοπαραγωγό και τις μεγάλες σκάλες. Είμαστε αμφότεροι σε μια ηλικία που όποιο ακριβό ρούχο και να θέλαμε, το πήραμε και τελικά δεν μας άρεσε και όποιο ακριβό φαγητό ήταν να φάμε, το φάγαμε και δεν μας άρεσε. Είμαστε στις καντίνες εμείς.

Στην πρόσφατη Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, παρουσιάσατε το νέο σας βιβλίο, στο οποίο καταπιάνεστε με τη δημιουργία της ζωής, αλλά και την διαβόητη τεχνητή νοημοσύνη.

Ο πρωταγωνιστής του έργου είναι γεννημένος το 1991, όταν δηλαδή εγώ ήμουν 21 ετών. Το έργο διαδραματίζεται στο 2038, παντού θα λέγαμε, ξεκινώντας από μία σύνδεση μεταξύ Αγγλίας και Ιρλανδίας για να συνεχιστεί στον Βόρειο Πόλο, στις Πυραμίδες, στον Πύργο του Άιφελ, όπου θες, όπως και η ζωή μας. Σκέφτομαι, ξέρετε, ότι ένα παιδί που ανατινάζεται σήμερα στη Γάζα, εξυπηρετεί ένα ντόμινο συμφερόντων, διότι η ακροδεξιά του Ισραήλ και η Χαμάς είναι μίσθαρνα όργανα πολυεθνικών και αυτό σας το υπογράφω! Η τέχνη πρέπει να καταγράψει την αντίδραση απέναντι σ’ όλο αυτό! Όταν έγραψα το πρώτο μου έργο, ήρωες ήταν ένα ζευγάρι μέσα σ’ ένα δωμάτιο και συγκεκριμένα ο άνδρας που δεν μπορούσε να κάνει έρωτα με τη γυναίκα που αγαπούσε, νιώθοντας πως αν διεισδύσει μέσα της θα την τραυματίσει. Μετά από χρόνια βρέθηκα στην Αιθιοπία. Είχα πάει στο πλαίσιο διακρατικής υιοθεσίας της μεγάλης μου κόρης, που τώρα είναι οκτώ ετών. Το βράδυ μιλούσα στο viber με την Ελλάδα. Οι άνθρωποι στην Αντίς Αμπέμπα κείτονταν στους δρόμους και το πρωί δεν ξέρανε αν θα δουν το επόμενο βράδυ. Τα δε εγκαταλειμμένα μωρά τα είχαν μέσα σε κουτιά παπουτσιών με τα ορφανοτροφεία να είναι νάιλον παράγκες. Μέσα σ’ όλο αυτό τον πάτο του καζανιού του κόσμου, σκεφτόμουν ποιον ενδιέφερε το πρώτο μου έργο. Μου λέγανε «Πάμε καλά, σήμερα είχαμε 61 θεατές» και εγώ αναρωτιόμουν: Ποιος είμαι, που ζω, ποια είναι η πραγματικότητα μου; Δεν έχουμε καταλάβει μάλλον ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν τρεχούμενο νερό.

Η αποδοχή του πρώτου έργου σας εξέπληξε και εσάς τον ίδιο, απ’ ότι καταλαβαίνω.

Με εξέπληξε γενικότερα η εμπλοκή με το θέατρο. Όταν τελείωσα με την κοινωνική αποστολή μου, τη δικηγορία, μια και ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος, ένιωθα ότι ανέκαθεν αγαπούσα τον κόσμο του βιβλίου σε κάθε μορφή αφήγησης. Τα θεατρικά έργα τα διάβαζα ως βιβλία και ξαφνικά, στα 40 μου, με αποδέχτηκε ο κόσμος του θεάτρου, ενώ αυτός του βιβλίου, με θεωρούσε κυριολεκτικά τρελό. Λέγανε για μένα: «Το παιδί έχει γνώσεις, αλλά είναι τρελό. Κρίμα». Ο κόσμος στο θέατρο πάλι μ’ όλη αυτή την ελαφρομυαλιά του και με το εφήμερο που κουβαλάει η θεατρική πράξη, αγκάλιασε τα κείμενα μου και τότε και τώρα.

Νομίζω πως ο χώρος του βιβλίου είναι ανταγωνιστικός, πιο πολύ απ’ αυτόν των θεατρικών συγγραφέων.

Ο κόσμος του βιβλίου είναι απλά πιο συντηρητικά καμωμένος, ενώ ο κόσμος του θεάτρου, επειδή αναζητά συνεχώς το καινούργιο, είναι και πιο ανοιχτός. Μου δόθηκε η ευκαιρία να υπάρξουν ανταμώματα μέσα απ’ τα κείμενα μου και να ξέρετε ότι καμιά φορά, μέσα από μια παράσταση που δεν πήγε καλά, αναπτύσσεις σχέσεις ζωής. Εγώ μόνο τέτοιες σχέσεις αναπτύσσω. Δεν μ’ ενδιαφέρουν τα 4.000 ή τα 12.000 εισιτήρια – λεφτά δεν παίρνω ούτε απ’ τα βιβλία, ούτε απ’ τις παραστάσεις.

Δηλαδή δεν εισπράττετε συγγραφικά δικαιώματα;

Όχι, έχω παραιτηθεί απ’ όλα τα δικαιώματα. Καλό είναι όμως να πούμε πως τα δικαιώματα δεν είναι και τόσο μεγάλα στην Ελλάδα, οπότε μπορεί, αν ζούσα στον αγγλόφωνο κόσμο, να έμπαινε μέσα μου ο δαίμονας του καπιταλισμού και να με διέφθειρε. Κάνω άλλα πράγματα για να βιοποριστώ, κάνω τον ξεναγό, διδάσκω. Ούτε καν λέω ότι «χαρίζω» τα έργα μου, αφού το «χαρίζω» σημαίνει ότι έχω κάτι που μου ανήκει και το προσφέρω. Ούτε καν αυτό! Μου λένε «Σας ευχαριστούμε γι’ αυτό που μας δώσατε» και απαντάω: «Σας ευχαριστώ για το χρόνο που διαθέσατε για να το διαβάσετε».

Έτσι ήσασταν απ’ την πρώτη στιγμή που γράψατε μία θεατρική πράξη;

Ναι, έτσι. Η ποίηση, ας πούμε, έχει βρει μία μεγάλη διέξοδο στο διαδίκτυο, διότι και ο Καβάφης τι έκανε; Τα φυλλάδια που μοίραζε, ήταν τα email της εποχής του. Έγραφε ένα ποίημα και το μοίραζε σε φυλλάδια στους φίλους του. Πέθανε και δεν πρόλαβε να εκδώσει ούτε ένα βιβλίο. Ε, σήμερα λοιπόν ο Καβάφης θα βρισκόταν σε μια γωνιά του διαδικτύου.

Ο «Φρανκενστάιν» σας ήταν να γίνει παράσταση που τελικά δεν έγινε;

Είχε συζητηθεί να γίνει παράσταση, όντως, αλλά τώρα συζητιέται εκ νέου και σχεδόν έχει κλείσει. Βγήκε αρχικά σε βιβλίο κι εγώ να ξέρετε δεν εισπράττω ούτε απ’ τις πωλήσεις των βιβλίων μου. Τα βιβλία μου δεν πουλάνε και πολύ, μάλλον γιατί υπάρχουν όλα στο διαδίκτυο. Πήρα χρήματα με την εκκαθάριση του πρώτου βιβλίου μου, γιατί μου ζήτησαν τραπεζικό λογαριασμό από λογιστήριο.

Είστε λίγο αναρχικός, κύριε Τριαρίδη;

Αναρχικός είναι τίτλος τιμής! Δυστυχώς δεν είμαι, γιατί δεν αρκεί μόνο να πρεσβεύεις μια ιδεολογία, αλλά και να ζεις συνεπώς απέναντι της.

Εσείς χαρίζετε τα βιβλία σας, ο Νικόλας Άσιμος όμως πουλούσε τα τραγούδια του στο δρόμο.

Υπήρξαν φάσεις στη ζωή του Άσιμου που ήταν όντως αναρχικός και εγώ νιώθω πολύ πιο συμβιβασμένος. Ο Άσιμος  ήταν ίσως ο μόνος κατ’ ουσίαν αναρχικός καλλιτέχνης που είχαμε στην Ελλάδα. Όλοι οι άλλοι φλέρταραν, κάποιοι πολύ βαθιά, εκείνος ήταν ο ένας και μόνος!

Μα κι εσείς έξω απ’ την εμπορευματοποίηση της τέχνης σας δεν μείνατε συνειδητά;

Ως προς αυτό, δεν με διέφθειρε το χρήμα, διότι δεν ήταν και πάρα πολύ. Δεν απαρνήθηκα, εννοώ, όλο το χρυσάφι του κόσμου. Το διακύβευμα δεν ήταν μεγάλο. Πίσω απ’ όλα αυτά ίσως κρύβεται και μια μορφή ναρκισσισμού ή εγωπάθειας.

Συνήθως ο ναρκισσισμός δεν αφήνει τους ανθρώπους να ταλαιπωρούνται. Αν δεν είστε δηλαδή ευκατάστατος, τότε είστε αναρχικός ερήμην σας.

Είμαι ο φτωχότερος άνθρωπος των ανθρώπων που γνωρίζω. Δεν έχω κανένα ακίνητο, έχω μηδενικό Ε9 και ένα σπίτι, που κληρονόμησα, το μετάφερα στα παιδιά μου από τον πρώτο μου γάμο. Δεν έχω τίποτα τώρα, εκεί που άλλοι έχουν ένα κτήμα ή ένα σπίτι στο χωριό εξ ημισείας με την αδερφή τους. Όταν ήρθε η πανδημία, στην τράπεζα είχα 120 ευρώ. Αν φύγω ξαφνικά από τη ζωή, υπάρχουν αποθέματα στη Χαρούλα, τη σύζυγο μου, για περίπου είκοσι μέρες. Δεν με στενοχωρεί αυτό, καθόλου.

Κανένα θέμα εφόσον τη στάση σας ενστερνίζονται και οι δικοί σας άνθρωποι.

Μα, έτσι με διάλεξαν κιόλας.

Έχετε έντονη ακτιβιστική δραστηριότητα και από παλιότερα με το θέμα των ρομά.

Δεν μ’ αρέσει καθόλου ο Παλαμάς, τον θεωρώ ξεπερασμένο και εθνικιστή, υπήρξε όμως στην ποίηση του ένας πολύ ιδιαίτερος ουμανισμός, που τον οδήγησε να γράψει το εξής: «Στο τέλος ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την αρχοντιά μου». Αυτός ο στίχος του Παλαμά είναι μια βάση για μας, τους ανθρώπους του δυτικού κόσμου. Θυμάμαι παιδιά που μας έβαζε η μάνα μου να κάνουμε μπάνιο κάθε Κυριακή. Σήμερα οι άνθρωποι κάνουν μπάνιο κάθε μέρα. Τα παλιότερα χρόνια, στον 18ο αιώνα, οι άνθρωποι έκαναν μπάνιο μόνο όταν παντρεύονταν ή σε πολύ ειδικές περιπτώσεις. Δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι είναι σήμερα χωρίς νερό, όπως είπαμε, και η Αργκάνε, η κόρη μας, το πρώτο μπάνιο της ζωής της το έκανε σε ηλικία οχτώ μηνών, όταν το δικαστήριο της διακρατικής υιοθεσίας μας την έδωσε και την πήγαμε στο ξενοδοχείο. Μέχρι τότε έπλεναν όλα τα μωρά μ’ ένα βρεγμένο κουρελάκι. Τα συγκάμματα της Αργκάνε ήταν μέχρι τον αστράγαλο! Τα εγκαταλειμμένα παιδιά στην υποσαχάρια Αφρική φτάνουν τα 47 εκατομμύρια, ενώ σ’ όλο τον κόσμο αγγίζουν το νούμερο των 170 εκατομμυρίων. Εκεί, ναι, ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την αρχοντιά μου. Όλοι με τον θερμοσίφωνα, η γενιά η δική μου μεγαλωμένη με το όνειρο να αποκτήσει τζακούζι. Θυμάμαι το όραμα των συμφοιτητών μου για να κάνουν ένα γάμο γύρω στα 30 τους και να κάνουν ένα δικό τους σπίτι με τζακούζι. Αυτή είναι η ζωή και κάποιοι πρέπει να μιλάνε και για όλα αυτά. Ξέρω πως είναι λίγο παλιοκαιρίσιο.

Δεν είναι παλιοκαιρίσιο καθόλου, απλά τα τελευταία χρόνια τέτοιες ιδέες αλτρουισμού έχουν δαιμονοποιηθεί. Βλέπουμε κορυφαίους καλλιτέχνες να είναι τρομερά απολιτίκ και να μην παίρνουν θέση για τίποτα. Δεν το μπορώ αυτό.

Ούτε κι εγώ το μπορώ. Βλέπω μεγάλα αναγνωρισμένα ταλέντα να κάνουν πράγματα, που δεν θα τα είχαν καμία ανάγκη. Τα δισέγγονα αυτωνών θα ζήσουν, τα παιδιά της Αφρικής όχι. Το χειρότερο είναι πως τα δικά μας παιδιά το 2050 ή το 2060 θα ζήσουν την εποχή που θα στέλνουν ηλεκτροβιολογικά όπλα για να αφανίσουν τους πεινασμένους του Χαρτούμ και του Ναϊρόμπι που θα θέλουν να ανέβουν. Ούτε καν τα δελτία ειδήσεων θα απασχολήσει το θέμα. Θα υπάρξει ένα ολοκαύτωμα ενάμισι δισεκατομμυρίου ανθρώπων κι ας ακούγομαι τώρα σαν παλαβός πάστορας. Κάπως αλλιώς θα πούμε την αιτία που πέθαναν για να μην πούμε ότι τους σκοτώσαμε. Στο «Φρανκενστάιν» μέσω των τεχνητών νευροδιαβιβαστών, που ετοιμάζονται ήδη, ετοιμάζεται και ο λεγόμενος «Homo Deus», δηλαδή ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε. Έγραψε και ο Χαράρι βιβλίο γι’ αυτό, δε λέω κάτι δικό μου πρωτότυπο. Ο Υπεράνθρωπος θα είναι αθάνατος, έχοντας τη δυνατότητα να αναπλάθει τα κύτταρα του και ως πυρηνική του αποστολή θα’ναι να κάνει στον άνθρωπο ότι έκανε και αυτός στα κατοικίδια ζώα. Τα στείρωσε, τους έβαλε λουρί και τα έκλεισε στα διαμερίσματα. Τα υπόλοιπα τα αναπαράγει για να βγάλει κρέας και γάλα στις φάρμες, εκεί που γίνεται το ολοκαύτωμα των ζώων. Κάτι τέτοιο έρχεται, μια απανθρωποποίηση του ανθρώπου!

Το 2022 αρνηθήκατε την ένταξη της ποιητικής συλλογής σας στις Βραχείες Λίστες για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Είχατε στείλει και σχετική δημόσια επιστολή.

Δάσκαλος σ’ αυτό ήταν ο Χριστιανόπουλος και, πιστέψτε με, δε θέλει πολλά κότσια. «Δάσκαλοι» μου σ’ αυτό ήταν ο Παλαμάς με το ποίημα του, που σας είπα, και ο Χριστιανόπουλος με τ’ άλλο ποίημα, το «Ενός λεπτού σιγή». Στη δήλωση που έκανα τότε, είχα κατά νου μου τον Χριστιανόπουλο, του οποίου μάλιστα την κριτική είχα υποστεί. Ότι δικό μου διάβαζε, μετά με κάθιζε απέναντι του και με έκραζε. Θυμάμαι πως ήμουν 19 ετών και μου είπε «Τι πορδίτσες γράψατε κι εσείς, πόσων χρονών είστε; Βαράτε ακόμα μαλακία; Να βγάλετε περιοδικό όταν σταματήσετε τη μαλακία. Εγώ έβγαλα τη ‘’Διαγώνιο’’ στα 27 μου». Έτσι πήγαινε η σχέση μας για μία εικοσαετία, πιστεύω όμως ότι με συμπαθούσε, διότι όποτε γινόταν κάποια ομιλία, ερχόταν και με έβρισκε. Συνέχιζε να λέει τα δικά του, ίσως γιατί ήξερε πόσο θαύμαζα τα ποιήματα του.

Άρα πάλι δεν αποδίδετε σημαντικότητα στην κίνηση να αρνηθείτε μια ενδεχόμενη βράβευση.

Ίσα – ίσα που σκέφτηκα να μην την κάνω την κίνηση, γιατί τη θεωρούσα τρομερά εύκολη. Τι βραβείο να θέλω όταν το κράτος αυτό κάνει pushbacks, δηλαδή φόνους στη θάλασσα; Ο Ιάσονας Αποστολόπουλος, όντας στην πρώτη γραμμή, είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος και η μαρτυρία του δεν είναι σχολιαστική, όπως η δική μου. Ο Ιάσονας μεταφέρει το γεγονός, είναι μάρτυς του γεγονότος. Όταν έγινε η ιστορία με το κοριτσάκι στη νησίδα του Έβρου, το θάνατο του οποίου διέψευσαν και κατάφεραν να το μεταδώσουν στην κοινή γνώμη, εγώ έγραψα τότε «όταν σας πείσουν γι’ αυτό, έρχεται η επόμενη εκατόμβη». Και ήρθε! Η FRONTEX λέει ότι τους σκότωσαν στην Πύλο. Πήραν το πλοίο και το άφησαν να βουλιάξει κατά τη ρυμούλκηση. Ή το βούλιαξαν κιόλας. Κι εδώ είχαμε 650 άτομα μέσα στο «Adriana», όχι 50, όπως στη Λαμπεντούζα. Βάλανε τον κόσμο στα αμπάρια και τον πνίξανε. Το μισό έγκλημα ας πούμε ότι έγινε από το λιμενικό. Το άλλο μισό έγινε απ’ όλους εμάς που φάγαμε το ότι ήταν ψέμα το κορίτσι του Έβρου. Όταν μετά στις εκλογές, η διαφορά του Μητσοτάκη πήγε στις 25 μονάδες, τα πράγματα έγιναν σκούρα. Αν θυμάστε, τη μέρα των εκλογών ο Μητσοτάκης βγήκε στην Αμανπούρ για να πει ότι κέρδισε τις εκλογές κι εκείνη τον έκανε κόσκινο. Η Αμανπούρ εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι τον είχε απέναντι της, τον διέσυρε διεθνώς τον Μητσοτάκη. Κι αυτός δεν είχε απέναντι του τα τσιράκια του να κάνει ότι θέλει. Μετά σκεφτείτε ότι έγιναν 37 διασώσεις μέσα σ’ ένα μήνα. Αυτό σημαίνει πως η Αμανπούρ που έκανε καλά τη δουλειά της στο συγκεκριμένο σημείο προσέφερε κάτι! Σκεφτείτε, λοιπόν, οι Έλληνες διανοούμενοι και δημοσιογράφοι να είχαν ξεσηκωθεί από πριν – δεν θα γινόταν το ναυάγιο του «Adriana»! Όσο εμείς σιωπούμε, τόσο πιο πολλά πτώματα θα μαζέψουμε. Αν ο Λάνθιμος κάνει την επόμενη ταινία του για τα pushbacks, πιστέψτε με, θα μειωθούν. Αν κάνει όμως την ιστορία ενός τύπου αυνανίζονται αντάμα με την κοπέλα του μέσα σ’ ένα διαμέρισμα, τότε προφανώς στρώνεται ένα χαλί. Δεν κατηγορώ τους καλλιτέχνες…Αλλά ξέρετε κάτι; Τους κατηγορώ και τους κατηγορώ και ευθέως! Η σιωπή είναι συνενοχή και όλοι αυτοί είναι μορφωμένοι άνθρωποι. Κάποτε μου είπε κάποιος «Ξέρεις, εγώ έχω το προσωπικό μου όραμα και όχι το δικό σου γκαϊλέ». Ωραία, μην τον έχεις το δικό μου γκαϊλέ, αλλά τότε θα ακούσεις και την κριτική μου, δε θα σου περάσει έτσι.

Από που είναι η καταγωγή σας;

Από τη Θεσσαλονίκη είμαι, αλλά η οικογένεια μου είναι πρόσφυγες από τη Θράκη και τη Μικρασία με καταγωγή από το Κιλκίς. Η Θεσσαλονίκη ως φασιστούπολη περιοπής έχει αλωθεί απ’ όλους κι αυτό μ’ έκανε μοιραία να ενεργοποιήσω αντανακλαστικά. Γεννήθηκα μέσα στο Ιπποκράτειο, που είχε ναζιστική ονομασία, αφού επρόκειτο για το εβραϊκό νοσοκομείο «Χιρς», του οποίου οι Ναζί άλλαξαν το όνομα όταν μάζεψαν τους Εβραίους. Οι Ναζί δικάστηκαν στη Νυρεμβέργη, αλλά η ναζιστική ονομασία παρέμεινε. Αυτή είναι η Θεσσαλονίκη, τόσο απλά.

Έχει όμως ένα κύκλο διανοουμένων η Θεσσαλονίκη σήμερα.

Ναι, αλλά η αντίσταση γίνεται από μία κοινωνία που μορφώνεται, όχι από μεμονωμένους ανθρώπους. Ζω καλά σημαίνει ζω με αλληλεγγύη. Αν δε σε πληγώνει η εικόνα του ανέστιου, τότε το παιχνίδι είναι χαμένο. Η δικιά μας δουλειά είναι να δημιουργήσουμε μια ηθική αντιπρόταση ώστε να πληγώνονται οι άλλοι από την εικόνα των ανέστιων.

Στοχεύετε δηλαδή δια των έργων σας στον εξανθρωπισμό των άλλων.

Ακριβώς και υπήρξε ένας συγγραφέας, όχι Έλληνας, που το έκανε! Ο Ουγκό έβαλε στην «Παναγία των Παρισίων» ένα παιδί με σύνδρομο Ντάουν και το έκανε πρωταγωνιστή του αιώνα του, όχι μόνο του βιβλίου του. Σήμερα τον Κουασιμόδο θα τον «ρίχνανε» στον προγεννητικό έλεγχο, όπως είχα κάνει κι εγώ με τα βιολογικά παιδιά μου. Αυτός ο τεράστιος συγγραφέας στα 1831, παρακαλώ, έδωσε στον Κουασιμόδο τη μεγαλύτερη εκκλησία της Ευρώπης. Όλες οι εφημερίδες του κόσμου, όταν έπιασε φωτιά η Νοτρ Νταμ, έβαλαν σκίτσο τον Κουασιμόδο να κλαίει. Στους «Αθλίους» πάλι ο ίδιος συγγραφέας μίλησε για τις πουτάνες και τα χαμίνια! Αν το έκανε ένας, σημαίνει ότι υπάρχουν κι άλλοι για να το κάνουν μελλοντικά.

Όλη αυτή την ευαισθησία, που θα χαρακτηρίζαμε υπερευαισθησία, από ποια ηλικία την αποκτήσατε;

Σταθμοί ήταν τα βιβλία, όταν διάβασα τον Ουγκό, τον Βερν στα 13 μου.

Μπαίνοντας στην εφηβεία, δεν σας δυσκόλεψε στην επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους;

Όχι, δεν νομίζω να με δυσκόλεψε. Πολύ γρήγορα άρχισα να κάνω παρέα με ανθρώπους που κοινωνούσαμε αυτές τις ιδέες. Έχασα ανθρώπους και ευκαιρίες για μένα, αλλά είμαστε με τα καλά μας τώρα; Αν δεχόμουν ένα βραβείο, θα έπρεπε μετά να απολογηθώ γιατί το έκανα. Ή να έπαιρνα μια επιχορηγούμενη παράσταση; Να την κάνω τι; Αφού το θέατρο που κάνω εγώ πρεσβεύει ότι πρέπει να το κάνουμε με τα ρούχα μας και μοιραζόμενοι στις πρόβες ένα καρβέλι ψωμί. Το άλλο δεν μ’ αρέσει, δεν παράγει την τέχνη, στην οποία εγώ προσδοκώ και προσβλέπω.

Είστε ικανός να λέτε στους αναγνώστες σας να μην αγοράζουν τα βιβλία σας!

Το λέω ήδη! «Μην το αγοράσετε, αφού θα το βρείτε στο διαδίκτυο» και το λέω δίπλα στον εκδότη, που έχει ρίξει και λεφτά ο άνθρωπος. Κερδίζεις φίλους, ανταμώματα και ένα νόημα στη ζωή.

Το έχετε βρει εσείς το νόημα της ζωής;

Όταν έχεις ένα σκοπό, είναι μια μορφή νοήματος. Εγώ είμαι πια 54 ετών και 121 κιλά, οπότε το μόνο που μ’ ενδιαφέρει είναι η δημιουργία μιας ώσμωσης και να ανταμωθούμε, έχοντας την έγνοια του διπλανού μας. Η δικιά μας γενιά είναι κυβέρνηση και πρέπει όλοι να ντρεπόμαστε για τα κρίματα μας.

* Η συνέντευξη με τον Θανάση Τριαρίδη πραγματοποιήθηκε στο «Καφέ των Ποιητών» της πλατείας Βικτωρίας στις 14 Μαΐου 2024