Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Ερρίκος Λίτσης: «Είμαι ένας καλός ηθοποιός νομίζω που προσπαθώ για το καλύτερο»

Ο Ερρίκος Λίτσης είναι ένας απ’ τους πιο επιτυχημένους ηθοποιούς – καρατερίστες που εμφανίστηκαν από το 2000 και μετά. Χαρακτηριστικός ακόμη ως προς την εκφορά του λόγου του, την ίδια του την όψη, ακόμη και την απεύθυνση του βλέμματος του όποτε παίζει σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση. Άνθρωπος εκ φύσεως ήπιος και γλυκομίλητος, ουδεμία σχέση δηλαδή με τον φωνακλά Πατέρα Φαμίλια του «Σπιρτόκουτου» που τον έκανε ευρέως γνωστό. Είναι η δεύτερη σαιζόν που ο μονόλογος «Ο Μάκης» του Βασίλη Κατσικονούρη ανεβαίνει στη σκηνή με τον ίδιο πρωταγωνιστή και ένα…ψάρι σε ρόλο παρτενέρ του. Στη συνέντευξη του ο Λίτσης δεν θα ήταν δυνατό να μην αναφερθεί στη συνεργασία του με τον Γιάννη Οικονομίδη σε δύο εμβληματικές ταινίες, στη δραστηριότητα του με τα θεατρικά και τηλεοπτικά πράγματα, καθώς και στην ισραηλίτικη καταγωγή του.

Έτσι όπως σας έχω απέναντι μου, θα ήθελα να σας έβλεπα σε μια φωτογραφία όπως θα ήσασταν 20 χρονών.

Στα 20 μου είμαι εμφανισιακά ένας Δημήτρης του «Σπιρτόκουτου» είκοσι χρόνια νεότερος. Με γυαλιά μυωπίας και με πιο πολλά μαλλιά, το στυλ ίδιο όμως.

Που γεννηθήκατε, κύριε Λίτση;

Είμαι γέννημα θρέμμα Άνω Πετράλωνα. Ήμασταν τρία αδέρφια που τώρα έχουμε μείνει τα δύο. Η αδερφή μου η συχωρεμένη πέθανε πριν δέκα χρόνια. Λεγόταν Ρεγγίνα Λίτση κι έπαιζε ένα ρολάκι στο «Με την ψυχή στο στόμα». Τη γνώρισε ο Οικονομίδης εκτός γυρισμάτων, τότε που κάναμε στενή παρέα, και υπήρξε μία συμπάθεια μεταξύ τους. Ήταν περσόνα η αδερφή μου, έφτιαχνε και πολλά χειροτεχνήματα.

Πρόλαβαν να σας δουν οι γονείς σας σ’ αυτή την ταινία;

Οι γονείς μας πέθαναν πριν προλάβω να γίνω ηθοποιός. Αυτό ήταν το κουμπί που πατήθηκε στη ζωή μου ώστε να γίνω επαγγελματίας ηθοποιός. Τη δεκαετία του ΄80 έπαιζα μ’ έναν ερασιτεχνικό θίασο στην Εστία Νέας Σμύρνης. Είχαν έρθει οι γονείς μου, ενώ εγώ έκανα διάφορα άλλα επαγγέλματα για την επιβίωση. Το ’96 πεθαίνει η μητέρα μου και ένα χρόνο αργότερα, το ’97, ο πατέρας μου. Η μητέρα μου από ατύχημα και ο πατέρας μου από ασθένεια. Ήταν οι απώλειες που κίνησαν μέσα μου έναν υπαρξιακό μηχανισμό, αφού από το ’90 μέχρι και το θάνατο του πατέρα μου ήμουν DJ σε ελληνάδικο. Η τελευταία δουλειά μου πριν ανακατευτώ πεισμωμένα με την υποκριτική. Έπιασα δουλειά ως DJ σ’ ένα μπαρ στα Άνω Πετράλωνα κι έπαιζα ροκ, αλλά ο ιδιοκτήτης με εκπαίδευσε και έγινα «σκύλος». Είχα πάει 42 ετών και αναρωτιόμουν «τώρα τι κάνω; Παίζω καρσιλαμάδες σε σκυλόμπαρα; Πρέπει κάτι άλλο να κάνω, η ζωή τελειώνει»! Εκεί συνειδητοποίησα πως ξαφνικά υπάρχει ταβάνι πάνω απ’ το κεφάλι μου. Είχαν φύγει οι γονείς μου που πάντα έλεγα ότι προηγούνται. Με την παρότρυνση του θεατρικού συγγραφέα και παιδικού φίλου, του Γιάννη Τσίρου, πήγα στο Θέατρο των Αλλαγών και παρακολούθησα μαθήματα υποκριτικής. Το 1999-2000 έκανα κάποιες μικρές εμφανίσεις σε τηλεοπτικά ώσπου έγινε η μοιραία συνάντηση με τον Οικονομίδη, που μου άνοιξε καλλιτεχνικό δρόμο ώστε να μιλάμε σήμερα οι δυο μας. Αμέσως μετά το «Σπιρτόκουτο», όμως, έκανα και ένα διαφημιστικό για εταιρεία κινητής τηλεφωνίας δίπλα στον Θανάση Βέγγο. 

Τελειώσατε κάποια σχολή;

Τελείωσα τη σχολή στατιστικής στην Ανωτάτη Βιομηχανική. Ήταν τα χρόνια που λέγανε οι γονείς ότι έπρεπε να έχω ένα πτυχίο. Στην πολυκατοικία είχαμε ένα φοιτητή της Ανωτάτης Βιομηχανικής και μου έκανε φροντιστήριο στο σπίτι. Πήρα το πτυχίο μου, γράφτηκα στη διοίκηση επιχειρήσεων, αλλά στο τρίτο έτος τα παράτησα και πήγα στρατιώτης. Μετά το στρατό πήγα στο Ισραήλ για να ξεκουραστώ. Γιατί στο Ισραήλ; Καταρχάς είμαι Ισραηλίτης, Έλληνας Εβραίος. Ο πατέρας μου απ’ την Ξάνθη και η μάνα μου απ’ την Αργαλαστή του Βόλου, Εβραίοι και οι δύο απ’ τα βάθη του χρόνου. Οι ρίζες της μάνας μου από Κέρκυρα και του πατέρα μου από Διδυμότειχο. Στο ολοκαύτωμα έχασαν πολλούς δικούς τους, όταν κατέβηκαν το ΄40 στην Αθήνα. Το ΄46 επιζήσαντες συγγενείς του πατέρα μου μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη με καΐκι από το Λαύριο – δύο μέρες ταξίδι, ανάλογο με τα σημερινά ταξίδια των προσφύγων στην Ελλάδα. Το ’48 έγινε το κράτος του Ισραήλ υπό ένα προβληματικό καθεστώς που δεν είναι επί της παρούσης να το συζητήσουμε. Ο πατέρας μου στην Κατοχή, ας πούμε, λεγόταν Νικολάκης. Ο Άγγελος Έβερτ, αρχηγός της αστυνομίας και δωσίλογος, έβγαζε και καμιά ταυτότητα στους Εβραίους, γλίτωνε κόσμο δηλαδή. Μυστήρια πράγματα. Ήδη στο Ισραήλ βρισκόταν ο αδερφός μου και σπούδαζε στο πανεπιστήμιο του Ισραήλ.

Μιλάτε εβραϊκά;

Μιλάω, αν και δεν ξέρω να γράφω και να διαβάζω. Και στο θρήσκευμα Ισραηλίτης είμαι. Πήγα, λοιπόν, για διακοπές εκεί και έμπλεξα με δουλειές του ποδαριού. Τρία χρόνια σπαστά έμεινα.  Δούλεψα κλητήρας, όπως και σε μια ελληνική ταβέρνα του Τελ Αβίβ. Μεσολάβησαν τα γεγονότα στον Λίβανο που μου δημιούργησαν μία πολιτική απέχθεια, αφού όλο αυτό το στρατόκαυλο κλίμα εμένα με ξένιζε. Δεν μπορούσα να προσαρμοστώ ερχόμενος από μία Ελλάδα του πρώιμου ΠΑΣΟΚ, που όλα άνθιζαν. Κι ο αδερφός μου με τη γυναίκα του γύρισαν στην Ελλάδα όταν τελείωσαν τις σπουδές τους. Εγώ είχα γνωρίσει και μια κοπέλα Ισραηλινή, γίναμε ζευγάρι και μ’ ακολούθησε στην Ελλάδα. Παντρευτήκαμε και χωρίσαμε μετά από 25 χρόνια. Ακόμη έχουμε επαφές. Όταν ξανάρθα, δούλεψα στο εμπόριο βιντεοκασέτας παράλληλα με το ερασιτεχνικό θέατρο. Προσπάθησα με παραγωγούς βιντεοκασέτας να μπω στην υποκριτική και ένας απ’ αυτούς με κάλεσε να συμμετάσχω σε ένα γύρισμα. Του ζήτησα ένα σενάριο, κάτι να έβλεπα, αλλά αυτός μου απάντησε: «Έλα, μωρέ μαλάκα, ο Βουτσάς παίζει. Τι σενάριο θες;» Τελικά δεν πήγα και έχασα την ευκαιρία να μπω στο χώρο που μπορεί όμως να χανόμουν. Επίσης είχα ένα καλό φίλο, που δε ζει πια, ο οποίος έπαιζε με τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Του’χα πει να του μιλούσε για μένα, ξέρετε πως πάνε αυτά. Το ’89 έρχεται η ιδιωτική τηλεόραση και τελειώνει η ιστορία με τη βιντεοκασέτα, οπότε άλλαξα δουλειά και έγινα DJ. Ήδη έπαιζα σ’ ένα μαγαζί στην Ίο ροκ, μπλουζ και ρέγγε. Με το φτυάρι μαζεύαμε τους θαμώνες απ’ τους δρόμους. Τελικά πιάσαμε δουλειά μαζί με την πρώην γυναίκα μου στα Πετράλωνα, εκείνη στο μπαρ κι εγώ DJ. Μετά από κάνα μήνα, έπαιζα Beatles και μου ζητούσαν Μητροπάνο κι εγώ δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Έτσι ο ιδιοκτήτης με εκπαίδευσε στα λαϊκά, επειδή όμως ήταν ωραίος μάγκας έμεινα κοντά του. Μέχρι σήμερα έχουμε επικοινωνία. Άλλαξα μερικά μαγαζιά και πέρασα μια μεγάλη στενοχώρια με το θάνατο των γονιών μου. Ευτυχώς μου συμπαραστάθηκαν οι φίλοι μου που μου είπαν: «Προχώρα, αλλού είσαι εσύ».

Το είχατε όμως μεράκι το θέατρο;

Βρήκα ένα γράμμα απ’ το στρατό που έγραφα στη μάνα μου: «Εγώ μια μέρα θα γίνω διάσημος και θα το θυμηθείς». Ήξεραν οι δικοί μου τη μούρλα μου με τα της υποκριτικής. Το πρώτο σήριαλ που έπαιξα ήταν ένα επεισόδιο με τη Ζωή Λάσκαρη, που ακόμη έχω τη σκηνή σε VHS. Ύστερα έπαιξα σε μια μικρού μήκους ταινία με τον Περικλή Μουστάκη, παλιό συμμαθητή μου, και την Πέμυ Ζούνη. Τότε όλοι αυτοί ήταν σπουδαίοι, ενώ εγώ μόλις ξεκινούσα. Σε ακόμη ένα σήριαλ έπαιξα με τον Τάκη Μόσχο, σε δύο επεισόδια εκείνη τη φορά. Είχα σεβασμό απέναντι σ’ αυτούς τους φτασμένους ηθοποιούς.

Είναι απαραίτητος ο σεβασμός στους μεγαλύτερους;

Ο καθένας εκτιμάει ότι θέλει και όπως θέλει. Με τον Οικονομίδη έπεσα πάνω σ’ ένα σκηνοθέτη που είχε όραμα και θ’ άλλαζε το τοπίο. Με την καθοδήγηση του Γιάννη, μου άνοιξε ένας δρόμος υποκριτικής. Αμέσως μετά τον Οικονομίδη, ο πρώτος σκηνοθέτης που μου πρότεινε ρόλο ήταν ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Ήταν σαν να έπαιζες κιθάρα και να σε καλούσε να παίξεις μαζί του ο Μικ Τζάγκερ (γέλια). Λάτρευα τα «Χρώματα της Ίριδος» και τους «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» σε εποχές που ούτε καν φανταζόμουν ότι μπορεί κάποτε να παίξω κι εγώ στο σινεμά. Ο Παναγιωτόπουλος με ζήτησε να παίξω στο «Delivery», μία πραγματικά πολύ καλή ταινία του.

Ας πάμε όμως στο «Σπιρτόκουτο».

Πέφτω πάνω στον Οικονομίδη και στη στιγμή που ήθελε να κάνει μία ταινία. Υπήρχε το story, αλλά δεν υπήρχαν οι διάλογοι που προέκυψαν μέσα από πρόβες και αυτοσχεδιασμούς. Κάναμε πρόβες και καταλήξαμε σε μια παρτιτούρα. Αν και δεν ήξερα από σινεμά, καταλάβαινα ότι γινόταν κάτι ιδιαίτερο απ’ τον τρόπο που δουλεύαμε. Μου έδωσε κάποια στιγμή μια βιντεοκασέτα ο Γιάννης που περιείχε τα πρώτα μονταρισμένα λεπτά της ταινίας. Έμεινα κόκαλο! Όταν τα κάναμε δεν καταλάβαινα…Είδα τον εαυτό μου και στο καπάκι τηλεφωνώ του Τσίρου: «Γιάννη, έχω την εντύπωση πως ο Οικονομίδης έφτιαξε κάτι πολύ καταπληκτικό, πάμε για κάτι πολύ δυνατό». Το 2002 έγινε μεταμεσονύκτια προβολή στη Θεσσαλονίκη με αντιδράσεις, από γιουχαΐσματα μέχρι επευφημίες. Ένα χρόνο μετά το «Σπιρτόκουτο» πήρε το βραβείο της ΠΕΚΚ και όλα τα άλλα βραβεία πήγαν στην «Πολίτικη Κουζίνα». Ήταν σαν να διαγωνιζόταν η Ρεάλ με τον Πανιώνιο.

Η αναγνώριση ήρθε αμέσως μετά το «Σπιρτόκουτο»;

Ναι, αμέσως μετά με κάλεσε ο Παναγιωτόπουλος, όπως σας είπα. Μεταξύ του «Delivery» και της «Ψυχής στο στόμα» μεσολάβησαν κάποιοι μικρότεροι ρόλοι σε άλλες ταινίες του Νιζήρη, του Σταύρακα και της Μασκλαβάνου.

Φοβηθήκατε μην μπείτε σε μια μανιέρα; Του φωνακλά, του σκληροτράχηλου…

Ναι, το είχα πάντα στο μυαλό μου αυτό. Στο «Delivery» έκανα κάτι τελείως άλλο, έναν τύπο που πουλούσε νερά στο κέντρο. Σε όλα τα άλλα, όμως, έβγαζα αυτή τη μαγκιά, έχοντας θητεύσει για χρόνια στο ελληνάδικο, που έλεγα. Μου έμεινε ακόμη και στον τρόπο που μιλούσα και γι’ αυτό με ήθελαν κι οι άλλοι σκηνοθέτες πέρα απ’ το όποιο ταλέντο μου. Έχω πιο εύκολο, ας πούμε, απ’ άλλους ηθοποιούς να πω την ατάκα: «Με θεωρείς μαλάκα;»

Εσείς ήσασταν αθυρόστομος άνθρωπος;

Όχι. Ούτε καν φωνακλάς δεν είμαι. Αντιμετωπίζω με ψυχραιμία τα πράγματα και αυτό ήταν το ωραίο, το ότι έμπαινα μέσα σε άλλους χαρακτήρες. Το 2004 ξεκινάμε με τον Γιάννη μια δεύτερη ταινία. Και λέω «ξεκινάμε» και όχι «ξεκινάει», γιατί με τον Γιάννη πηγαίναμε και λίγο πακέτο τότε, τόσο καλλιτεχνικά, όσο και σαν άνθρωποι. Η φοβερή ιδέα του Γιάννη ήταν να κάνει μία διασκευή στο «Βόιτσεκ», η ρίζα δηλαδή της «Ψυχής στο στόμα». Ο ήρωας στρατιώτης του «Βόιτσεκ», που τον είχαν της σφαλιάρας, έγινε ο καταπιεσμένος μικροαστός που τον κερατώνει η γυναίκα του. Πάλι δουλέψαμε με αυτοσχεδιασμούς και λίγο μετά ήρθαν ο Μουρίκης και ο Ξηκομηνός, πολύ καλοί ηθοποιοί. Για να'μαι ακριβής με τον Ξυκομηνό ξεκινήσαμε τις πρόβες και ο Μουρίκης προστέθηκε προς το τέλος. Ήταν πολύ σημαντική η συνεισφορά του Ξυκομηνού, αφού επρόκειτο αρχικά να έχει το ρόλο του Μουρίκη. Πιστώνω στον Οικονομίδη – κι ας τον έχω λίγο στη μπούκα τα τελευταία χρόνια (γέλια) – το ότι από έναν μικροαστό νταή με γυαλάκια με έκανε με ξυρισμένο κεφάλι και με μουστάκα που δε βγάζει άχνα. Ήταν μάστερ στην υποκριτική για μένα αυτό. Έλεγα μπράβο στον Γιάννη και μπράβο στον εαυτό μου, που άλλαξα σωματότυπο για να μπω στον ρόλο. Καμάρωνα που ήμουν καλός ηθοποιός και ίσως η βελόνα πήδηξε λίγο παραπάνω εκείνη την περίοδο.

Την «ψωνίσατε» δηλαδή;

Βαριά έκφραση είναι αυτή. Ίσως πίστεψα ότι τα είχα μάθει όλα. Από το 2006 έως το 2010 έλεγα ότι την έχω εύκολη την υποκριτική.

Τι συνέπεια είχε αυτό;

Καμία, γι’ αυτό και λέω ότι δεν την «ψώνισα». Δεν ήμουν τηλεοπτικός αστέρας, άλλωστε. Κατάλαβα πως καλό είναι να μην υπερεκτιμούμε κάποια πράγματα.

Αποκτήσατε φιλίες από το χώρο;

Φιλίες με τη στενή έννοια, όχι. Θέλω να πιστεύω ότι με όλους όσοι έχουμε συνεργαστεί, υπάρχει σχέση αλληλοεκτίμησης. Με τον Ξυκομηνό είμαστε ακόμη καλοί φίλοι. Στο μεταξύ, αμέσως μετά την «Ψυχή στο στόμα», με πλησίασε ο Μάκης Παπαδημητράτος για να έπαιζα στο «Τσίου». Του εξήγησα πως ακόμη δεν έχω τελειώσει με την ταινία του Οικονομίδη και μου απάντησε πως θα με περιμένει! Πραγματικά, αναβλήθηκαν τα χειμωνιάτικα γυρίσματα του Παπαδημητράτου και τα κάναμε καλοκαίρι. Έγινε το «Τσίου» με πρωταγωνιστή τον Αλέξανδρο Παρίση. Την άνοιξη του 2006 γίνεται μία θεατρική παράσταση με τον Παρίση και με μένα σε σκηνοθεσία Θάνου Δερμάτη. Παίξαμε μερικές παραστάσεις τον «Κοριό» χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, αλλά για μένα ήταν το τυπικό βάπτισμα στο θέατρο. Την επόμενη σαιζόν συμμετείχα στην «Οικογενειακή γιορτή» της Αλίκης Δανέζη- Κνούτσεν στο ρόλο του Πουλ. Έπαιξα μαζί με Αλέξανδρο Μυλωνά, Θέμιδα Μπαζάκα, Γιάννη Στάνκογλου και πολλούς άλλους. Μπήκα σ’ ένα κάστινγκ μεγάλων ηθοποιών στο θέατρο και κάναμε επιτυχία. Από τότε δεν υπάρχει χρονιά που να μην έχω κάνει θέατρο σε μεγάλους και μικρούς ρόλους. Σύνολο: Περίπου είκοσι παραστάσεις.

Σας αρέσει πιο πολύ το θέατρο από τον κινηματογράφο;

Και τα δύο μου αρέσουν, αν και διαφορετικά. Το σινεμά είναι και λίγο..πικ-νικ, πάμε νύχτα σε μια πλατεία και στήνουμε και την επόμενη βγαίνουμε σε μία πλατεία.

Με το χέρι στην καρδιά, θα επιθυμούσατε να παίζατε και στην επόμενη ταινία του Οικονομίδη;

Ήθελα να΄ μαι και στην επόμενη ταινία του, ναι. Του το είχα ζητήσει κιόλας. Είχα πικραθεί λιγάκι, αλλά δεν μου καθόρισε αυτό τη σχέση μου με τον Γιάννη. Εκείνος, όμως, πολύ σωστά ως σκηνοθέτης μου εξήγησε πως είχε διαλέξει άλλο πρόσωπο. Δεν με είχε παντρευτεί κιόλας, παρόλο που συναισθηματικά με πείραξε. Κάναμε μια σκηνή με μένα ως γκεστ στον «Μαχαιροβγάλτη», η οποία στο μοντάζ αφαιρέθηκε και μάλλον καλώς κόπηκε. Ίσως ο Γιάννης το είχε κάνει για να με ευχαριστήσει.

Το θεωρώ πολύ έντιμο εκ μέρους του Οικονομίδη.

Μα ναι, γι’ αυτό και όταν είδα τον «Μαχαιροβγάλτη», δεν μου έλειψε εκείνη η σκηνή. Σιγά – σιγά πήραμε το δρόμο του ο καθένας. Ας μείνουμε σ’ αυτό. Και με το μιούζικαλ του «Σπιρτόκουτου» δεν τα «έχωσα», απλώς είπα πως διαφωνώ. Ποτέ δεν μίλησα άσχημα. Καλύτερα να μην επεκταθούμε, γιατί θα αναγκαστώ να μιλήσω με μισόλογα και δεν θα το ήθελα.

Το αποκλείετε να ξαναδουλέψετε μαζί στο μέλλον;

Σαν πιθανότητα, δεν το πολυβλέπω. Πιστεύω πως το κεφάλαιο «Γιάννης Οικονομίδης – Ερρίκος Λίτσης» έχει κλείσει. Κάναμε και δύο ταινίες που θα μας ακολουθούν για μια ζωή, δεν είναι μικρό πράγμα. Τελειώσαμε με τον Οικονομίδη, πάμε γι’ άλλα (γέλια).

Φτιάξατε τη ζωή σας οικονομικά με την υποκριτική;

Ζούσα μάλλον δύσκολα, έκανα και διαφημιστικά που έβγαζα κάτι διχίλιαρα για να πληρώνω το ενοίκιο μου και να συντηρώ τη μοτοσικλέτα μου. Όταν το 2013 κάηκε το μοτέρ της μηχανής, δεν μπόρεσα να το αντικαταστήσω μέχρι το 2020. Επειδή μεσολάβησε το κάλεσμα από την τηλεόραση, μπόρεσα να το κάνω. Το πρώτο μου μεγάλο σήριαλ ήταν το «10» του Καραγάτση σε σκηνοθεσία Πηγής Δημητρακοπούλου, όπου έπαιξα δίπλα σε καταξιωμένους σπουδαίους ηθοποιούς, σαν τον Καταλειφό, τη Φωτοπούλου, την Πιττακή, τον Ήμελλο, τον Στέργιογλου κ.α. Ακολούθησε ακόμη ένα σήριαλ, το «Θα γίνει της πολυκατοικίας» το 2018 με τον Βασίλη Θωμόπουλο όπου έπαιξα έναν ολόκληρο χρόνο με μηνιάτικο και κάπως ήρθα στα ίσα μου. Ήρθαν αργότερα και τα «Καλύτερα μας χρόνια» με μηνιάτικο επίσης κι έτσι μπορώ να καλύπτω τις ανάγκες μου και να ζω αξιοπρεπώς, όπως και να βοηθήσω κάναν φίλο άμα χρειαστεί. Αγόρασα μια μοτοσικλέτα που δεν είχα και ευτυχώς έχω δικό μου σπίτι. Υγεία να έχω, καλά να είμαι και να περνάμε καλά με την κοπέλα μου, με την οποία είμαστε μαζί τα τελευταία χρόνια και δεν έχει καμία σχέση με το χώρο.

Ερρίκος Λίτσης - Βασίλης Κατσικονούρης
Ας πάμε και στον «Μάκη», το έργο του Κατσικονούρη που έκανε πρεμιέρα την περασμένη εβδομάδα.

Το 2020 έπαιξα στο «Good luck» του Κατσικονούρη στο θέατρο Ραντάρ. Ξεκινήσαμε εκεί, γνωριστήκαμε και κατενθουσιάστηκε έτσι όπως έκανα τον βασικό χαρακτήρα. Έκανα έναν ροκ μάνατζερ – μαϊμού, ο οποίος παραμύθιαζε ένα γκρουπ, τους Good Luck, ότι θα τους έκλεινε σαπόρτ στη συναυλία της Madonna στο Καλλιμάρμαρο. Λόγω πανδημίας, τα θέατρα έκλεισαν και το έργο κατέβηκε απότομα. Το Πάσχα του 2022 συνάντησα ξανά τον Κατσικονούρη.  

Συμμετείχατε και στον «Βασιλιά Λιρ» στο Εθνικό Θέατρο. Ήταν μια δικαίωση κι αυτή.

Εκεί ένιωσα τον Γιάννη Χουβαρδά πραγματικό δάσκαλο και το είπα κιόλας σ’ ένα podcast. Έπαιξα με Νταλιάνη, Ξάφη, Παπαγεωργίου κ.α. Κέρδισα ακόμη ένα σκαλοπάτι, αφού με τον Χουβαρδά κατάλαβα για πρώτη φορά το κείμενο του «Βασιλιά Λιρ». Αυτό είναι μια διδασκαλία από μόνο του.

Στο νέο έργο συμπρωταγωνιστείτε με ένα…ψάρι μέσα σε γυάλα.

Από τα παιδικά μου χρόνια είχαμε ζώα. Η μάνα μου είχε καναρίνια στο σπίτι, ενώ στου Φιλοπάππου έβλεπα χελωνίτσες. Είχα ένα σκύλο για 12 χρόνια ενταγμένος κι αυτός στα χρόνια των απωλειών μου, όταν τον έχασα. Τώρα έχω πάνω από δέκα χρόνια έναν γάτο, τον Μασκούλη.  Μετά τις πρώτες παραστάσεις που κάναμε, έζησα και ένα χρόνο με το ψάρι. Το φρόντιζα και αναπτύξαμε επικοινωνία. Μπορώ αυτή τη στιγμή να παίξω ακόμη και δίπλα σ’ ένα ψαράκι, αφού ξέρω να τοποθετήσω το βλέμμα μου όπου χρειαστεί. Έτσι πρέπει να’ ναι όλοι οι ηθοποιοί, να ξέρουμε που και πως απευθύνεται ο ένας στον άλλον. Θυμηθείτε το κινηματογραφικό παράδειγμα του Τομ Χανκς –  ναυαγού με τη μπάλα. Με τον «Μάκη» ξεκινήσαμε πάλι τα Δευτερότριτα στο θέατρο Αποθήκη. Τέλος, τηλεοπτικά φέτος θα βρίσκομαι στο «Έχω παιδιά». Το όνειρο μου είναι – να σας το πω κι αυτό – να ξαναπαίξω ένα μεγάλο ρόλο σε μια κινηματογραφική ταινία.

Κύριε Λίτση, κλείνοντας, πως θα προσδιορίζατε τον εαυτό σας καλλιτεχνικά;

Δεν ξέρω αν θεωρούμαι «καλτ» ή «αντεργκράουντ». Είμαι ένας καλός ηθοποιός νομίζω, που προσπαθώ για το καλύτερο. Είμαι ένας ηθοποιός που αγαπάω ότι κάνω.

* Η συνέντευξη με τον Ερρίκο Λίτση πραγματοποιήθηκε στο «Καφέ των Ποιητών» της πλατείας Βικτωρίας τον Οκτώβρη του 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια: