Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Klavdia: «Μπορείς να με δεις σαν μία σόουλ – τζαζ τραγουδίστρια σήμερα και αύριο σαν μία λαϊκή με πολύ μεγάλη ευκολία»

 

Έχει το πιο ασυνήθιστο όνομα (Κλαυδία) και το πιο κοινότοπο επίθετο (Παπαδοπούλου). Είναι ένα νέο κορίτσι, μόλις 22 ετών, που ξεχώρισε μέσα από το «The Voice» και αμέσως μετά βρέθηκε στο Άλσος, δίπλα στον Διονύση Σαββόπουλο, να ερμηνεύει αγγλόφωνα τραγούδια της γενιάς του Γούντστοκ. Η Κλαυδία ή Klavdia, όπως αναγράφεται στα λατινικά, φοράει πάντα τα χαρακτηριστικά γυαλιά της και αυτόν τον καιρό ανοίγει το πρόγραμμα στο Votanikos Live Stage, παρουσιάζοντας τα τραγούδια από το πρώτο της ep άλμπουμ. Είχε την τύχη, βέβαια, να την «αναλάβουν» το δημιουργικό team των Arcade Music και της Panik Records με τα τραγούδια της να κάνουν θραύση απ’ τα social media και κυρίως απ’ όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες διανομής της μουσικής. Τη συναντήσαμε ένα βράδυ στο καμαρίνι της, λίγο προτού βγει να τραγουδήσει, και οδηγηθήκαμε σε μία χειμαρρώδη συνέντευξη, πολύ ενδιαφέρουσα θα έλεγα για τη νέα τάση στο τραγούδι, η οποία βασίζεται στις κατ’ εξοχήν λαϊκότροπες μελωδίες και στην πιο μοντέρνα ηχητική παραγωγή.  Μία συνέντευξη επίσης ενδιαφέρουσα με μία νεαρή καλλιτέχνιδα που γνωρίζει πολύ καλά το είδος της μουσικής που υπηρετεί και εκφράζει όλα τα όνειρα και τις επιθυμίες της.

Σας συναντώ στο καμαρίνι σας λίγο πριν βγείτε να τραγουδήσετε. Εδώ και πόσο καιρό είστε στο σχήμα αυτό;

Ξεκινήσαμε 27 Οκτωβρίου του 2023 και θα πάμε όσο έχει επισκεψιμότητα το μαγαζί. Μέχρι στιγμής πάμε πάρα πολύ καλά. Η Δέσποινα Βανδή, ο Γιώργος Σαμπάνης και μαζί τους οι Kings κρατάνε στην ουσία το πρόγραμμα.

Βλέπω εδώ θρησκευτικές εικόνες. Είναι δικές σας;

Όχι, είναι της συναδέλφου μου Φαίης Θεοχάρη, που μοιραζόμαστε το καμαρίνι. Πιστεύω κι εγώ, αλλά δεν νιώθω την ανάγκη να φέρω εικόνες στο καμαρίνι μου ή να πηγαίνω κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Πιστεύω με το δικό μου τρόπο, προσεύχομαι όποτε είναι να προσευχηθώ και επικαλούμαι τα θεία, αλλά μέχρι εκεί, δηλαδή σε φυσιολογικά πλαίσια. Δεν είμαι φανατική.

Πιστεύετε πως βρίσκεστε στον φυσικό σας χώρο, ένα νυχτερινό μαγαζί;

Στην αρχή ήταν λίγο ξένο για μένα γιατί ό,τι είχα κάνει επαγγελματικά ήτανε συναυλίες με τον Good job Nicky. Και με τον Διονύση Σαββόπουλο από συναυλίες ξεκινήσαμε και καταλήξαμε σε μαγαζί, αλλά όχι τέτοιου είδους. Δουλεύαμε στο Άλσος, όπου εκεί ήταν και λίγο θέατρο. Μιλάμε για το 2019 που ήμουν 17 ετών και πήγαινα ακόμη στην τρίτη λυκείου. Μόνο Σάββατα δουλεύαμε. Πάντως, εδώ τώρα, ενώ σας είπα ότι ήταν κάπως παράξενο για μένα, άρχισα να το συνηθίζω, να το απολαμβάνω και να μην πολυσκέφτομαι αν είναι ο χώρος που θέλω, σε φάση «μήπως δεν μου ταιριάζει η νύχτα, μήπως μου πάνε καλύτερα οι συναυλίες;» Έτσι, είπα ότι εμένα μου αρέσει να τραγουδάω και αυτό θα έρχομαι να κάνω και νομίζω ότι πια νιώθω πιο εξοικειωμένη.

Σας έκανα αυτή την ερώτηση διότι δεν είναι συνηθισμένο για ένα κορίτσι 22 ετών να δουλεύει στη νύχτα, είτε είναι τραγουδίστρια, είτε είναι σερβιτόρα. Είστε ουσιαστικά παιδί ακόμα.

Είναι η πρώτη μου φορά σε μεγάλο νυχτερινό μαγαζί. Επειδή το επάγγελμα που κάνω δεν έχει καμία σχέση με ό,τι κάνουν οι φίλες μου, τα κορίτσια που είναι στη ζωή μου, και γενικά δεν το συναντάς εύκολα, νιώθω λίγο σαν τη μύγα μες το γάλα. Δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό, απλά είναι ξεχωριστό να σου απαντάει μια κοπέλα «τραγουδάω επαγγελματικά» όταν τη ρωτάς τι κάνεις στη ζωή σου.

Παρότι είστε πολύ νέα, η έκθεση στη νύχτα δεν είναι και μια φθορά για τη φωνή σας;

Όλοι οι τραγουδιστές είναι αναγκαίο και βασικό να γνωρίζουν το πως θα μιλάνε σωστά και το πως θα τραγουδούν σωστά. Το πώς επίσης θα τοποθετούν τη φωνή τους για να μην την τραυματίσουν μελλοντικά, ειδικά όταν οι απαιτήσεις μεγαλώσουν και το πρόγραμμα ανοίξει με επιπλέον μέρες. Δεν θα μπορείς να τραγουδήσεις, πολύ απλά, θα κάψεις τη φωνή σου. Πάρτε παράδειγμα τη Σελίν Ντιόν. Όπως και την Άννα Βίσση! Οι γυναίκες αυτές έχουν διανύσει τόσα χρόνια καριέρας και φθοράς, αλλά ακόμη είναι κρυστάλλινες οι φωνές τους, είναι υγιείς και συνεχίζουν ακόμη και κάνουν αυτό που αγαπάνε.

Η Σελίν Ντιόν δεν αρρώστησε, αν τα λέω σωστά;

Ναι, αλλά έχει ένα μυικό πρόβλημα υγείας, σοβαρό μεν, που δεν έχει όμως να κάνει με τη φωνή της. Προς το παρόν δεν μπορεί να τραγουδήσει, απ’ όσο ξέρω, αλλά δεν οφείλεται στις φωνητικές χορδές της.

Το «Κλαυδία» είναι το αληθινό σας όνομα;

Σωστά, είναι το βαφτιστικό μου.

Από που κρατάει τ’ όνομα αυτό;

Έχω τη γιαγιάκα μου την Κλαυδία, που την αγαπώ πολύ, ζει και βασιλεύει και κάνει και σχοινάκι, αν θέλετε να ξέρετε. Είναι στα 78 τώρα, η μαμά της μαμάς μου. Είμαι πολύ τυχερή που πήρα τ’ όνομα της γιατί δεν ήθελε να μου το δώσει.

Είστε η πρώτη που γνωρίζω μ’ αυτό το όνομα, πάντως.

Είναι πάρα πολύ σπάνιο και δεν της αρέσει για κάποιο λόγο της γιαγιάς μου. Της λέω «Κάνεις τελείως λάθος, εντυπωσιάζονται όλοι με το που το ακούν». Με βοηθάει και καλλιτεχνικά, πιστεύω.

Ισχύει. Και με ένα τόσο κοινότοπο επίθετο: Κλαυδία Παπαδοπούλου!

(γέλια) Σκεφτείτε ότι την αδερφή μου τη λένε Μαρία Παπαδοπούλου, το πιο κοινότοπο όνομα και επίθετο. Την ψάχνω στο facebook και πρέπει να σκρολάρω ένα δεκάλεπτο για να τη βρω.

Η γιαγιά σας έχει έρθει να δει το πρόγραμμα;

Όχι, η γιαγιά δυστυχώς κοιμάται νωρίς, γιατί ξυπνάει στις τέσσερις τα χαράματα να κάνει την προσευχή της. Είναι αλλουνού παπά Ευαγγέλιο. Η αδερφή μου η Μαρία είναι στα 26, με περνάει πέντε χρόνια δηλαδή. Κι αυτή τραγουδάει, είναι πάρα πολύ καλή κιόλας, απλά δεν της βγήκε και δεν το επεδίωξε επαγγελματικά. Έχει στραφεί στην οικογένεια, έχει ένα παιδάκι και με έκανε θεία και μένα. Περνάει υπέροχα, γιατί είναι κάτι που πάντα το ήθελε.

Οι γονείς σας είναι φιλότεχνοι άνθρωποι;

Τα επαγγέλματα τους δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη της μουσικής. Η μαμά ακολουθεί την τέχνη της κομμωτικής, ο μπαμπάς είναι οδηγός, αλλά όλοι από την πλευρά της μαμάς είναι με κάποιο τρόπο καλλιτέχνες: Η γιαγιά, ας πούμε, είναι πολύ καλή ηθοποιός. Ήθελε να το κάνει επαγγελματικά, αλλά τότε ήταν άλλες οι εποχές. Η μαμά έχει καλή φωνή, της αρέσει να χορεύει, ενώ έχω κι ένα θείο εξαιρετικά καλλίφωνο. Το έχουν όλοι τους, απλά δεν το καλλιέργησαν.

Σε ποια ηλικία νιώσατε έλξη για τον χώρο του θεάματος;

Το ήξερα απ’ όταν μπόρεσα να μιλήσω και να αρθρώσω λέξη. Η μαμά μου τραγούδαγε κι εγώ αποστήθιζα ότι άκουγα.

Ελληνικά τραγούδια…

Ρωσικά για αρχή!

Τους «Γερανούς», τέτοια τραγούδια;

Ρωσικά προπολεμικά τραγούδια, δεν ξέρω γιατί…

Αριστερή οικογένεια;

Όχι, δεν είμαστε πολιτικοποιημένοι.

Μήπως αποφεύγετε την ερώτηση;

Όχι, προφανώς ψηφίζουμε όλοι, γιατί είναι καθήκον μας, αλλά δεν υπάρχει αυτό το «Εγώ είμαι ΝΔ, εγώ είμαι ΚΚΕ, εγώ είμαι ΣΥΡΙΖΑ». Κανείς δεν ασχολείται ενεργά με τα πολιτικά και δεν γίνονται πολιτικές συζητήσεις στο σπίτι.

Ε, πείτε μου τότε πως προέκυψαν τα ρωσικά τραγούδια.

Εγώ είμαι ποντιακής καταγωγής. Με τον ξεριζωμό οι παππούδες μου έφυγαν για τη Σοβιετική Ένωση. Η γενιά της γιαγιάς και της μαμάς μου γεννήθηκαν εκεί. Η μαμά μέχρι μια ηλικία, ως τα 12 της, έζησε και πήγε εκεί σχολείο. Μιλούσαν ρωσικά και ποντιακά στο σπίτι. Το ’91 που ήρθαν στην Ελλάδα μιλούσαν τα ρωσικά, τα ποντιακά και τα ελληνικά. Έτσι, ξέρουμε λίγο απ’ όλα κι εμείς.

Καλό δεν ειν’ αυτό; Δεν αποκτήσατε μια ευρυμάθεια;

Σωστό, όχι μόνο στις γλώσσες, αλλά γενικά με βοήθησε αυτό στο σχολείο. Τα δίγλωσσα παιδιά είναι αποδεδειγμένα περισσότερο αποδοτικά στο σχολείο, βάσει ερευνών. Ακόμη και τώρα καταλαβαίνω πράγματα πάρα πολύ εύκολα, λόγω των ρωσικών.

Θα μπορούσατε να τραγουδήσετε στα ρωσικά;

Ναι, βέβαια, μπορώ. Διαβάζω επίσης ρωσικά.

Πολλές τραγουδίστριες έκαναν καριέρα τη δεκαετία του 1960 με ξενόγλωσσο ρεπερτόριο. Η Κατερίνα Βαλέντε, αν τη γνωρίζετε.

Την έχω ακουστά. Κι εγώ έχω δύο cover στα αραβικά χωρίς να ξέρω αραβικά. Είμαι πάρα πολύ καλή στο να μιμούμαι τις προφορές ξένων γλωσσών. Έχω κι ένα cover στα σέρβικα, που θέλω να ανεβάσω τώρα. Επειδή τα σέρβικα είναι μια σλάβικη γλώσσα, με βοήθησαν πολύ τα ρωσικά. Τραγουδώ ακόμη στα αγγλικά. Πάντως, για τα ρωσικά, ενώ δεν μπορώ να κάνω κουβέντα σε βάθος, καταλαβαίνω τι λένε αν ακούσω κάποιους να τα μιλάνε.

Αν σας ζητούσα να μου δώσετε ένα χαρακτηρισμό της φωνής σας, ποιος θα ήταν αυτός;

Θα σου έλεγα ότι είναι flexible, πώς το λένε στα ελληνικά…Ευέλικτη! Μπορεί να με δεις σαν μία σόουλ – τζαζ τραγουδίστρια σήμερα και αύριο σαν μία λαϊκή με πολύ μεγάλη ευκολία.

Εδώ τραγουδάτε λαϊκό τραγούδι;

Δεν είναι το βαρύ παλιό λαϊκό, αλλά το λαϊκό της εποχής, το πιο ελαφρολαϊκό δηλαδή. Το πιο μοντέρνο.

Όπως;

Όπως… (σκέφτεται)

Οικονομόπουλος, λόγου χάριν, Αργυρός, Βέρτης;

Όχι, μιλάω π.χ. για το δικό μου τραγούδι, τα «Χαράματα», που είναι μοντέρνο από άποψη παραγωγής, αλλά στον πυρήνα του, με τα γυρίσματα που έχει, είναι λαϊκό. Λαϊκή δηλαδή η μελωδία της φωνής, αλλά ο ήχος ποπ, πιο μοντέρνος.

Έχετε άποψη για τις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών σας ή το αφήνετε όλο πάνω στους ενορχηστρωτές;

Έχω μια άποψη για το πως θα επεξεργαστεί η φωνή μου και είναι αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο να βγει προς τα έξω. Το πως θα ακουστεί η φωνή μου, μια και δεν ειδικεύομαι στην παραγωγή. Αν ακούσω κάτι, που θα φανταστώ ότι ταιριάζει στη φωνή μου, όπως ένα βιολί εδώ ή κάτι άλλο εκεί, θα το πω.

Εγώ θέλω να μάθω, τι είναι αυτό που σας κάνει, ενώ μπορείτε να επιβληθείτε ακόμη και μ’ ένα α καπέλα τραγούδισμα, να θέλετε να περνάει από επεξεργασία η φωνή σας;

Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ θέλω να μου το απαντήσει κάποιος αυτό.

Άρα σας απασχολεί το θέμα.

Ναι, θέλω να πω κι εγώ ότι είμαι της άποψης όσο πιο φυσικά είναι όλα, και οι φωνές, και η παραγωγή, τόσο πιο προσιτό θα είναι το αποτέλεσμα στον κόσμο. Νομίζω πως ο κόσμος πια έχει μια αμηχανία απέναντι στις επεξεργασμένες φωνές και το καταλαβαίνω. Μ’ αυτό τον τρόπο δηλαδή ο καθένας μπορεί να λέγεται τραγουδιστής. Μπορείτε εσείς να μπείτε στο στούντιο, να επεξεργαστούν τη φωνή σας και να βγείτε και ως τραγουδιστής.

Καλά, ναι, ειδικά τώρα με την τεχνητή νοημοσύνη…

Ισχύει. Σε σχέση, πάντως, με άλλες δουλειές που έχω ακούσει, οι δικοί μου ενορχηστρωτές, οι Arcade, που είναι και η εταιρεία μου, επεξεργάζονται πολύ λιγότερο τη δική μου φωνή. Και γιατί μας ταιριάζει αισθητικά και γιατί δεν χρειάζεται ιδιαίτερα να γίνονται αλλαγές και «ρετούς».

Έχετε υπογράψει συμβόλαιο;

Έχω υπογράψει συμβόλαιο με την Arcade Music και την Panik Records, δεν θα σας πω για πόσο όμως, γιατί θα πάει πααάρα πολλά χρόνια (γέλια).

Πως νιώθατε τη μέρα που πηγαίνατε να υπογράψετε συμβόλαιο;

Ήμουν πάρα πολύ χαρούμενη, γιατί ανυπομονούσα να ξεκινήσω κι εγώ την καριέρα μου, τη σταδιοδρομία μου και τη δισκογραφία μου. Ήθελα να γίνω πιο ενεργή στο χώρο σαν καλλιτέχνιδα, γιατί πριν να υπογράψω, ήμουν πιο ενεργή ως μουσικός. Έκανα backing vocals στις δουλειές μου.

Παίζετε κάποιο όργανο;

Παίζω λίγο πιάνο, ίσα – ίσα για να συνοδεύσω τον εαυτό μου και να τραγουδήσω. Αν γύριζα το χρόνο πίσω, θα ήθελα να έχω ακολουθήσει σοβαρά και το πιάνο, να κάνω σοβαρές πιανιστικές σπουδές.

Δεν θα μπορούσατε ενδεχομένως να κάνετε ό,τι κάνετε τώρα.

Όχι, δεν θα το έλεγα. Έχω ένα συμμαθητή που έχει πάρει το πτυχίο του και αυτή τη στιγμή είναι δάσκαλος πιάνου. Ξεκίνησε πολύ μικρός προφανώς, γι’ αυτό και στα 18 του πήρε πτυχίο. Εγώ δεν είχα την οικονομική δυνατότητα, γιατί η αδερφή μου μάθαινε ήδη βιολί και δεν μπορούσαμε να πηγαίνουμε και οι δύο. Πλέον δεν το εξασκεί, παρόλο που έπαιζε βιολί για μία δεκαετία. Το παράτησε γιατί βαριόταν να διαβάσει αρμονία. Πολύ δύσκολο όργανο το βιολί.

Από τον Σαββόπουλο μέχρι το μαγαζί εδώ, ποιες διαφορές υπάρχουν;

Η διαφορά είναι τεράστια κυρίως ρεπερτοριακά. Με τον κύριο Διονύση, τουλάχιστον εκείνη τη χρονιά που συνεργαστήκαμε, είχαμε θέμα «Γούντστοκ», εποχές 1969 – 70. Τραγούδια από εκείνη την περίοδο, αντίστοιχα και απ’ αυτόν γραμμένα οι ελληνικές εκδοχές τους. Τραγουδούσα, ας πούμε, το «Cry baby» της Τζάνις Τζόπλιν. Λέγαμε Τζίμι Χέντριξ και τι άλλο να δεις;

Τα ακούγατε εσείς αυτά τα κομμάτια ή μέσω Σαββόπουλου τα πρωτακούσατε;

Με θυμάμαι 9 – 10 ετών να ακούω μονίμως ξένη μουσική. Πάρα πολύ Μάικλ Τζάκσον, Μπιγιονσέ σαν vocalist, όπως και Τζέσι Τζέι, την οποία εκτιμώ σαν vocalist, αν και η δισκογραφία της δεν μου αρέσει ιδιαίτερα.

Μου μιλάτε για ακούσματα της γενιάς σας.

Μα άκουγα και πολύ Αρίθα Φράνκλιν, Έττα Τζέιμς, είχα αρκετά τέτοια ακούσματα. Μπλουζ και σόουλ! Και η rnb μουσική μ’ άρεσε πάρα πολύ! Έιμι Γουάινχάουζ δεν άκουγα ιδιαίτερα, αν και μερικά κομμάτια της μου αρέσουν αρκετά.

Γιατί πιστεύετε ότι σας επέλεξε ο Σαββόπουλος;

Απ’ ότι κατάλαβα, όταν μου τηλεφώνησε η μάνατζερ του και μου έκλεισε ραντεβού μαζί του, τον ρώτησα κι εγώ ακριβώς το ίδιο. «Έψαχνα νέους καλλιτέχνες» μου απάντησε, που να το’χουν καλά με το αγγλικό, και έπεσα πάνω στο ‘’The Voice’’. Μου φάνηκες πάρα πολύ συμπαθής και ταλαντούχα και γι’ αυτό σε κάλεσα».

Πιστεύετε ότι έπαιξε κι ένα ρόλο η εμφάνιση σας; Αυτά τα γυαλιά που φοράτε είναι και λίγο look seventies. Φαντάζομαι πως η Μαρία Φαραντούρη κάπως έτσι θα έμοιαζε στην ηλικία σας.

Με συγκρίνουν περισσότερο με τη Νάνα Μούσχουρη, όχι τόσο με τη Φαραντούρη, Το ακούω από το «The Voice» αυτό το «Νάνα Μούσχουρη»! Σίγουρα παίζει ρόλο το γυαλί και μ’ έχει βοηθήσει σαν περσόνα και σαν προσωπικότητα.

Θα μπορούσατε να φοράτε φακούς επαφής, αλλά έχετε καθιερώσει ήδη τα γυαλιά.

Ναι, και γιατί τα φοράω συνειδητά, και γιατί δεν βλέπω αλλιώς. Κυρίως, όμως, θεωρώ ότι μου ταιριάζουν πολύ τα γυαλιά έναντι των φακών, βρίσκω ότι είναι κάτι πολύ χαρακτηριστικό και πάρα πολλοί με θυμούνται απ’ αυτά.

Θα τα βγάλετε κάποια στιγμή ή θα τα αφήσετε μια ζωή όπως η Μούσχουρη;

Για τώρα δεν έχω σκοπό να τα βγάλω, μου αρέσουν πολύ και σαν αξεσουάρ. Όχι μόνο δηλαδή επειδή είναι χαρακτηριστικό μου. Δεν ξέρεις ποτέ, μπορεί να αλλάξω γνώμη κάποια στιγμή. Σκελετούς αλλάζω συχνά.

Τι ήταν για σας ο κόσμος του «The Voice»;

Η πόρτα, το πέρασμα, από το τραγουδάω για χόμπι στο τραγουδάω επαγγελματικά πια. Με βοήθησε να μπω στο χώρο και ήταν μια φανταστική εμπειρία από πολλές απόψεις. Έκανα φιλίες, γνώρισα αξιόλογους ανθρώπους, ταλαντούχους, γνώρισα την Έλενα Παπαρίζου, που ήταν η coach μου στην ομάδα.

Έχετε ακόμα επαφές;

Έχουμε και είμαι πολύ τυχερή και χαρούμενη γι’ αυτό. Θα πούμε τα χρόνια μας πολλά, θα ρωτήσουμε τι κάνει και πως είναι η μία την άλλη κλπ.

Το ίδιο και με τον Σαββόπουλο;

Δυστυχώς με τον κύριο Διονύση χάσαμε τις επαφές μετά τον covid. Έχω πάντα την έγνοια του και θα ήθελα πάρα πολύ να τον δω και να ξαναμιλήσουμε. Η αλήθεια είναι πως και οι δικοί μου, ενώ τον γνώριζαν, δεν είχαν τεράστια επαφή με τη μουσική του. Γνώριζαν βέβαια ότι είναι ένα ιστορικό πρόσωπο και ένα βαρύ όνομα, που τραγουδούσαμε τα τραγούδια του στις σχολικές εορτές. Ήταν πολύ χαρούμενοι, γιατί η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά θα ήταν σ’ ένα ασφαλές περιβάλλον για κάθε δεκαεφτάχρονο παιδί. Εδώ, ας πούμε, είναι η κλασική νύχτα, ένα εξίσου ασφαλές περιβάλλον, αλλά εκεί τραγουδούσαμε από τις 9 έως τις 12 σ’ ένα αμιγώς καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Δεν χρειαζόταν να φορέσουμε το σορτσάκι μας για να φανεί το ποδαράκι μας, πράγματα που συμβαίνουν σ’ όλα τα νυχτερινά μαγαζιά.

Αυτό που μόλις είπατε και που μου άρεσε, ενέχει τον κίνδυνο να βαρεθείτε κάποια στιγμή να φαίνεται το ποδαράκι σας.

Δεν εννοώ ότι είναι κάτι κακό το κοντό σορτσάκι. Ακόμη και άνθρωποι δικοί μου, που δεν είναι αυτής της αισθητικής, κατανοούν πως αν θες ν’ ασχοληθείς με το χώρο, πρέπει να’σαι flexible να φορέσεις και φόρεμα και σορτσάκι και παντελόνι και οτιδήποτε χρειαστεί.

Κι αυτό ποιος το καθορίζει; Ο ενδυματολόγος των παραστάσεων, ο σκηνοθέτης αν υπάρχει;

Το καθορίζουν σίγουρα το ρεπερτόριο και οι περιστάσεις.

Παράδειγμα;

Κανείς εμένα δεν μου είπε να βάλω σορτσάκι, αλλά ξέρω πως είναι πιο προσιτό για τον κόσμο, το να έχεις μία εικόνα σέξι, σε ευπρεπή όμως πλαίσια. Καλώς ή κακώς και θα το πω χύμα, τα μπουζούκια δεν είναι μόνο για να απολαύσω μουσική. Είναι και για να θαυμάσω την καλλιτέχνιδα, να της πετάξω και το λουλούδι της, ν’ ανοίξω και κάνα μπουκάλι παραπάνω.

Γνωστά πράγματα ειν’ αυτά από καταβολής νυχτερινής διασκέδασης.

Αυτό ακριβώς, δεν συμβαίνει μόνο τώρα, αλλά ανέκαθεν.

Τα τραγούδια σας κυκλοφορούν μόνο σε ψηφιακές πλατφόρμες. Θα θέλατε να ήσασταν στην εποχή που βγαίνανε…

Τα CD!

Όχι τα CD, αλλά τα βινύλια. Ο κόσμος, ξέρετε, επιστρέφει στο βινύλιο.

Θα ήθελα να ανήκω σε εκείνη την εποχή απ’ την άποψη του ότι όλα ήταν πιο απλά και πιο ρομαντικά. Όχι μόνο στη μουσική βιομηχανία, αλλά γενικότερα. Ο άλλος δεν θα σου πρότεινε να βγείτε μέσω Instagram, αλλά θα σε έψαχνε και θα σ’ έβρισκε από κοντά μ’ έναν τρόπο. Γινόταν ένα νταλαβέρι και σήμερα βρίσκω λίγο αντιαισθητικό να μη σε προσεγγίζει ο άλλος επειδή υπάρχουν τα social media. Αντίστοιχα και τη μουσική έβρισκες πιο δύσκολα και την εκτιμούσες περισσότερο.

Αλήθεια ειν’ αυτό.

Υπάρχει υπερπληροφόρηση και ο κόσμος έχει αποκτήσει ΔΕΠΥ και δε μπορεί να προσηλωθεί. Γι’ αυτό και τα κομμάτια είναι το πολύ δύο – τρία λεπτά, επειδή ο άλλος δεν μπορεί να κάτσει ν’ ακούσει κάτι μεγαλύτερο σε διάρκεια, ειδικά αν δεν του κινήσει το ενδιαφέρον. Όλα πια κινούνται πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο μαζικά και δεν το εκτιμάνε κατά βάθος αυτό. Άλλη ευχαρίστηση υπήρχε, όταν περίμεναν όλοι να βγει κάποιο βινύλιο ή το CD, να το κάνουν χρυσό ή πλατινένιο το άλμπουμ και να εκτιμήσουν κάτι που δυσκολεύτηκαν για να το βρουν.

Το αγγλόφωνο κομμάτι σας, το «Lonely Heart», έσκισε σ’ όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες. Ποια ήταν η επιθυμία που σας ώθησε να το βγάλετε και στα ελληνικά;

Το γεγονός ότι θέλω να προσεγγίσω και τον κόσμο που δεν καταλαβαίνει αγγλικά, είτε γιατί δεν του αρέσουν, είτε γιατί δεν μπόρεσε να τα μάθει. Καλό το αγγλικό αλλά κακά τα ψέματα ο Έλληνας για να νιώσει το κομμάτι και να ταυτιστεί μ’ αυτό, του μιλάει καλύτερα η μητρική του γλώσσα. Είναι αλλιώς να πω στον σύντροφο μου «Σ’ αγαπώ» και αλλιώς «I love you». Άλλη βαρύτητα και σημασία αποκτά στη δική σου γλώσσα.

Ζείτε μόνη ή με τους δικούς σας;

Ζω με το αγόρι μου.

Μπράβο. Καλλιτέχνης κι αυτός;

Όχι. Βασικά είναι κι αυτός καλλιτέχνης, τραγουδάει, παίζει πιάνο, αυτοδίδακτος, αλλά το επάγγελμα του δυστυχώς δεν έχει να κάνει μ’ αυτό.

Σας ευχαριστεί το ισόποσο μοίρασμα μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής;

Υπάρχει μια ισορροπία, η αλήθεια είναι, επειδή ακριβώς δεν κάνουμε την ίδια δουλειά. Αν έλειπα κι εγώ, έλειπε κι αυτός και δεν συναντιόμασταν, θα μου έλειπε η σχέση και δεν ξέρω πως θα ήταν τα πράγματα. Το ότι αυτός έχει μια δουλειά Δευτέρα με Παρασκευή, 9 με 5, και σαν χόμπι κάνει τη μουσική του, είτε μόνος, είτε και μαζί, είναι πραγματικά ευλογημένη συγκυρία.

Πως βγήκατε μπροστά αμέσως μετά το «The Voice» και το Άλσος με τον Σαββόπουλο; Με το επιτυχημένο αγγλόφωνο κομμάτι που αναφέραμε;

Αμέσως μετά το Άλσος έκανα μια συνεργασία με τον Good job Nicky, που διήρκεσε ένα χρόνο. Του έκανα backing vocals στις συναυλίες του και μετά ήρθαν το συμβόλαιο με τις εταιρείες και το «Lonely Heart».

Μόλις όμως κυκλοφόρησε και το πρώτο σας extended play. Πόσα κομμάτια περιέχει;

Το «Χαράματα», το «Βασανίζομαι», το «Αλλού» και το «Μαγεμένο», ελληνικά κομμάτια σ’ όλες τις streaming πλατφόρμες. Είναι συνθέσεις της ομάδες Arcade Music, που αποτελείται από συνθέτες, στιχουργούς και παραγωγούς.

Μάλιστα. Μια ομάδα δηλαδή σαν τους Stock Aitken Waterman που μεγαλούργησαν στη βρετανική ποπ σκηνή των 80s – 90s, «φτιάχνοντας» πολλά megastar.

Ακριβώς, μόνο που οι Arcade Music έγιναν και δισκογραφικό label που συνεργάζονται με την Panik αυτή τη στιγμή. Τους θεωρώ dream team!

Λογικό, αφού κάνετε επιτυχίες μαζί.

Και όχι μόνο μαζί, αλλά έχουν δώσει κομμάτια και σ’ άλλους καλλιτέχνες που κάνουν φανταστικά νούμερα. Στην Παπαρίζου, στον Ρουβά, στον Μάστορα, φοβερές επιτυχίες σε μουσική και στίχους των παιδιών.

Θα σκεφτόσασταν να κάνατε ένα δίσκο, π.χ., με τον Θέμη Καραμουρατίδη που γράφει τα τραγούδια της Νατάσσας Μποφίλιου;

Τη Μποφίλιου τη θαυμάζω σαν καλλιτέχνιδα και σαν γυναίκα, αλλά η έντεχνη σκηνή δεν είναι ιδιαίτερα μέσα στα ακούσματα μου. Ξέρω όμως ένα τραγούδι της Ματούλας Ζαμάνη που το’χω τραγουδήσει. Εκτιμώ τη σκηνή του έντεχνου και τους καλλιτέχνες της, αλλά εγώ δεν μπορώ να ταυτιστώ ιδιαίτερα.

Τι έχει το έντεχνο; Σας κουράζει; Είναι πομπώδεις οι στίχοι του;

Είναι πολύ ποιητικό για μένα και ψιλογκριτζάρω, να πω την αλήθεια (γέλια). Δεν είναι απλά εγκεφαλικός ο στίχος του έντεχνου, αλλά το όλο ύφος του, υπερβολικά ποιητικό και αφηγηματικό.

Χαίρομαι, γιατί παρά το νεαρό της ηλικίας σας, έχετε άποψη γι’ αυτά που ακούτε γύρω σας και γι’ αυτά που τραγουδάτε. Ποιους καλλιτέχνες θεωρείτε συγγενείς σας αισθητικά;

Ρεπερτοριακά θα έλεγα πολλούς, αλλά είναι καινούργια η τάση της μουσικής που κάνουμε τώρα. Λαϊκά στοιχεία στη μελωδία και πολύ μοντέρνα στοιχεία στην παραγωγή από πίσω. Δεν υπάρχουν καλλιτέχνες παλιότερης γενιάς, με τους οποίους θα έλεγα ότι κάνουμε κάτι παρεμφερές. Ούτε με της Παπαρίζου τα τραγούδια ταιριάζουν τα δικά μου. Η Παπαρίζου έχει μια πάρα πολύ πιο ποπ προσέγγιση και μελωδικά και ενορχηστρωτικά.

Παρόλο το νεαρό της ηλικίας σας, που σας προανάφερα, έχετε εισπράξει ανταγωνισμό;

Όχι, δεν τον έχω νιώσει…

Σας αντιμετωπίζουν κάπως σαν το μικρό μας το παιδί;

Όχι γι’ αυτό, αλλά επειδή γενικά είμαι πάρα πολύ cool τύπος και δεν το βλέπω σαν διαγωνισμό αυτό που κάνουμε. Δεν βγάζω τραγούδια για να ξεπεράσω την άλλη σε νούμερα και σε κλικ. Ο χώρος είναι πολύ μικρός και δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Όταν ήμουν έξω απ’ το χώρο και απ’ το χορό, έλεγα «Πω, πω, Παναγία μου, είναι αυτός κι ο ένας κι η άλλη», αλλά διαπίστωσα σύντομα πως όλοι είμαστε μία οικογένεια. Όλοι συνεργάζονται με όλους και γνωρίζονται μεταξύ τους. Επειδή λοιπόν κάνουμε από κοινού κάτι δημιουργικό, δε βλέπω το λόγο εγώ προσωπικά να ανταγωνιστώ κάποιον ή κάποια απ’ το χώρο. Το βλέπω συναγωνιστικά, όχι ανταγωνιστικά. Εδώ κάνουμε κι ωραίο καμαρίνι με τα κορίτσια, κάνουμε και λάιβ στο Tik Tok.

Ναι, το έχετε αξιοποιήσει πετυχημένα το Tik Tok.

Δεν γίνεται στις μέρες μας να μη χρησιμοποιείς το Tik Tok, όχι μόνο αν είσαι καλλιτέχνης, αλλά και σε οτιδήποτε κάνεις. Είτε είσαι μάγειρας, είτε είσαι YouTuber. Το Tik Tok σου δίνει μια μεγάλη ευκαιρία να σε ανακαλύψει ο κόσμος. Θεωρώ ότι δεν γίνεται διαφορετικά στη γενιά μας, επειδή ακριβώς υπάρχει η υπερπληροφόρηση που λέγαμε. Θα χαθείς αν δεν είσαι μ’ ένα τρόπο στα social media.

Μα δεν σας είχε βρει στο Tik Tok μέχρι και η Κριστίνα Αγκιλέρα;

Ναι, βέβαια, μου έχει πατήσει λάικ. Αυτές είναι οι ευκαιρίες που σου παρουσιάζονται.

Διαβάζετε καθόλου;

Βιβλία εννοείτε; Ή αν διαβάζω, αν μελετώ γενικά; Είμαι περισσότερο οπτικοακουστικός τύπος. Θα δω ταινίες, μου αρέσουν πάρα πολύ τα ντοκιμαντέρ και έτσι εμπλουτίζω τις γνώσεις μου. Από παλιά ήμουν έτσι, μελετούσα ό,τι έπρεπε να μελετήσω για το σχολείο, αλλά πάντα προτιμούσα τα βιβλία με εικόνες.

Τη χαίρεστε τη ζωή σας;

Πάρα πολύ! Τη χαίρομαι και την απολαμβάνω. Έχουν έρθει όλα πολύ ωραία και ομαλά, δεν έχει γίνει κάτι ξαφνικό ή απρόβλεπτο. Πραγματοποιήθηκαν όλα όσα ονειρευόμουν να μου συμβούν.

Είστε 22 ετών.

Τον Άυγουστο θα κλείσω τα 22, άρα είμαι 21, μη με μεγαλώνετε (γέλια).

Ωραία, είστε στα 21. Πως θα είσαστε στα 31 ή στα 41 σας;

Το φαντάζομαι κι εγώ πάρα πολύ αυτό και λέω «Θα έχω καταφέρει να είμαι το όνομα που θα ήθελα να γίνω; Θα έχω καταφέρει να διευρύνω τους ορίζοντες μου και στο εξωτερικό, που το έχω όνειρο; Θα έχω πάει μία Eurovision να την κερδίσω άμα λάχει; Θα πάω στην Αμερική ή σ’ ένα «The Voice» εξωτερικού; Σκέφτομαι καμιά φορά αν θα μπορέσω να κάνω έστω ένα παιδί αφού για την ώρα δεν είναι μέσα στα πλάνα μου. Θα θέλω τότε; Θα μπορέσω; Θα τα καταφέρω; Ελπίζω στα 41 μου να μην έχω απωθημένα.

Με πολιτική δεν ασχολείστε, είπατε. Δεν σας απασχολεί, ωστόσο, ο κόσμος που ζείτε και που πάει από το κακό στο χειρότερο;

Με απασχολεί πάρα πολύ. Παρατηρώ ότι με τον καιρό ο κόσμος είναι πολύ πιο δυστυχισμένος. Το βλέπω ακόμη και στο δρόμο. Πολλά νεύρα μέχρι και στην οδήγηση.

Οδηγείτε;

Ναι. Εκεί παρατηρώ πως οι άνθρωποι δεν είναι πολύ καλά και το κατανοώ. Ίσως γιατί όλοι κάνουν μηχανικά μια δουλειά και όχι αυτό που αγαπάνε και που ονειρεύονταν. Όπως εγώ, π.χ., που ονειρευόμουν να γίνω τραγουδίστρια και το κάνω. Υπάρχει κι η ακρίβεια, η φτώχεια που οδηγεί σε μια εθνική κατάθλιψη. Υπάρχει όμως και μία απάθεια εκεί που τα παλιά χρόνια θα’χε ξεσηκωθεί ο λαός. Διαβάζουμε στην ιστορία για συνεχόμενες επαναστάσεις του ελληνικού λαού, αλλά τώρα πια σε πράγματα που συμβαίνουν και που θα «σήκωναν» μια επανάσταση, βλέπεις απάθεια και να κοιτάει ο καθένας τον εαυτό του και το πώς θα τη βγάλει.

Θα σας ενδιέφερε μέσα από το τραγούδι σας να κινήσετε έστω την επαναστατική χαμένη διάθεση των ανθρώπων;

Τι ωραία ερώτηση! Θα με ενδιέφερε σίγουρα κάποια στιγμή να μη μιλάνε τα τραγούδια μου μόνο για έρωτες και για αγάπες, όπως όλα τα λαϊκοπόπ τραγούδια, αλλά να περνάνε και κοινωνικά μηνύματα.

Πως θα γίνει αυτό; Θα γίνετε…έντεχνη κι εσείς.

Μα αυτό αναρωτιέμαι, αλλά δεν χρειάζεται να’ναι κάτι τόσο ποιητικοφανές και πομπώδες. Θα ήθελα με τη δική μου μελωδία, μ’ αυτό που ταυτίζομαι, να βγάλω κι εγώ ένα κοινωνικό τραγούδι.

Μπορείτε να το κάνετε λίγο αργότερα.

Σαφώς, γιατί όχι;

Για το τέλος, θα σας αναφέρω μερικά ονόματα και θέλω να τα σχολιάσετε. Μάνος Χατζιδάκις.

Τον εκτιμώ, αλλά δεν θα κάτσω να ακούσω τα τραγούδια του στην καθημερινότητα μου. Απ’ το σχολείο ακόμη τον θεωρώ θεμέλιο στο ελληνικό τραγούδι.

Μίκης Θεοδωράκης.

Επίσης την ίδια ακριβώς άποψη έχω. Είναι ιστορικά πρόσωπα αυτοί.

Αλκίνοος Ιωαννίδης.

Ακουστά τον έχω.

Madonna.

Δεν άκουγα ιδιαίτερα Madonna, αλλά αναγνωρίζω ότι είναι η βασίλισσα της ποπ και τη βαρύτητα που έχει. Περισσότερο προτιμώ vocalists με πολύ ισχυρά skills. Σ’ αυτούς θέλω να μοιάσω και η Madonna δεν ανήκει ανάμεσά τους.

Έχετε αναλογιστεί ποτέ πως μπορεί κάποιοι συνάδελφοί σας να έκαναν καριέρες μεγάλες χωρίς να είναι vocalists, δηλαδή χωρίς να είναι ιδιαίτερα καλλίφωνοι;

Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι καλλιτέχνες, αλλά και η προσωπικότητα παίζει μεγάλο ρόλο, αν είσαι καλή show – woman και καλός show – man. Μπορεί να μην το’χουν με το τραγούδι, αλλά βγαίνουν, λάμπουν και λιώνει το κοινό από κάτω. Θα σε διασκεδάσουν.

Τα είπαμε όλα και σας ευχαριστώ.

Εγώ σας ευχαριστώ και, πραγματικά, ήταν πολύ ωραία η συνέντευξη αυτή.

* Σήμερα, Πέμπτη 15 Μαΐου 2025, η Klavdia διαγωνίζεται στον β' ημιτελικό για την Eurovision με το τραγούδι «Αστερομάτα». Καλή επιτυχία, Klavdia, καλή επιτυχία, Ελλάδα. 

** Η συνέντευξη με την Klavdia πραγματοποιήθηκε στο καμαρίνι της, στο Votanikos Live Stage, τον Φεβρουάριο του 2024. Πρώτη δημοσίευση: olafaq.gr 

*** Οι φωτογραφίες είναι της Βάσως Αθανασιάδου και οι δύο, με μένα μαζί, είναι του Γιάννη Αβραμίδη.

Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

Βασίλης Ρακόπουλος: «Από το λούμπεν στοιχείο βγήκαν τα blues, το ρεμπέτικο και η jazz - από το περιθώριο, τη φτώχεια, τον πόνο, την κοινωνική αδικία»

Υπάρχει στην ελληνική μουσική από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, απ' όταν ήταν έφηβος και μαζί με τον συμμαθητή του, Αχιλλέα Περσίδη, είχαν φτιάξει ένα folk - rock ντουέτο της εποχής. Στα πρώτα χρόνια των 70s συνεργάστηκε με τον Θάνο Μικρούτσικο στη μπουάτ «Δον Κιχώτες» και με τη Μαρίζα Κωχ στη δισκογραφία. Το 1978 παρουσιάζουν με την Αρλέτα (για δύο κιθάρες) το έργο του Μίκη Θεοδωράκη «Romancero Gitano» σε ποίηση Federico Garcia Lorca και σε απόδοση Οδυσσέα Ελύτη. Αρκετά χρόνια μετά κι ενώ συνεχίζονταν οι συνεργασίες του με την πλειονότητα των Ελλήνων μουσικών και τραγουδιστών, κυκλοφορεί στα 1993 τη «Ρωξάνη», το πρώτο δικό του έργο. Μάλλον δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η δισκογραφία, αν υπολογίσει κανείς πως ο «Χορός των Πυρσών», το δεύτερο οργανικό έργο του, βγήκε το 2001, καταφέρνοντας όμως να αλλάξει το τοπίο της εγχώριας οργανικής μουσικής. Ακολούθησε ακόμη ένας ζωντανά ηχογραφημένος δίσκος του, από κοινού με τον συνθέτη Νίκο Ξυδάκη, όπως και το «Ammon» (2005), το τρίτο οργανικό έργο του. Εκείνα τα χρόνια έτυχε να τον δω σε συναυλία στη Δράμα μαζί με τον Μίμη Πλέσσα και τον Αντώνη Λαδόπουλο - μία πολύ ιδιαίτερη συνεργασία, απ' την οποία θα προέκυπτε το άλμπουμ «3G - Three Generations Jazz Trio» (2018). Αφορμή γι' αυτή τη συνέντευξη ήταν η παράσταση με τον «Χορό των Πυρσών» του, που θα δοθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών αύριο, Τετάρτη 14 Μαΐου του 2025, με τη συμμετοχή της ελίτ των Ελλήνων μουσικών της jazz και της world music (Χάρης Λαμπράκης, Ross Daly, Τάκης Φαραζής κ.α.), της Σαβίνας Γιαννάτου στο τραγούδι, αλλά και της Χαρούλας Αλεξίου στις απαγγελίες (κείμενα των Κ. Π. Καβάφη, Bob Dylan κ.α. με την επιμέλεια του Διονύση Καψάλη). Κυρίες και κύριοι, ο Βασίλης Ρακόπουλος, ένας από τους πιο ενδιαφέροντες μουσικούς και συνθέτες, σε μία απολαυστική κουβέντα που κάναμε προχθές το μεσημέρι, Δευτέρα 12 Μαΐου, στο «Καφέ των Ποιητών» της πλατείας Βικτωρίας. 


Έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια που κυκλοφόρησε ο «Χορός των Πυρσών». Πότε ακριβώς συλλάβατε ως ιδέα το συγκεκριμένο έργο;

Δισκογραφικά βγήκε στις αρχές του 2000, αλλά μη φανταστείτε ότι υπήρχε κάποια πρόθεση από πίσω για να κάτσω να κάνω ολόκληρη μουσικολογική ή εθνομουσικολογική εξερεύνηση. Ο κάθε συνθέτης, ξέρετε, πιάνεται από ένα σημείο και μ' αυτό αρχίζει την εξερεύνηση του. 

(εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κινητό του και είναι ο Αχιλλέας Περσίδης. Μιλάνε για λίγο. Τον ακούω να τον αποκαλεί «Αχίλλο». Συνεχίζουμε την κουβέντα μας)

Μονίμως, έλεγα, παίρνουμε ερεθίσματα επιλεγμένα από την τυχαιότητα των συγκυριών. Εάν σε ακουμπήσει και σου κινητοποιήσει κάτι πιο βαθύ, εσωτερικό, ξεκινάς την εξερεύνηση.

Τελικά, λοιπόν, αποδίδετε στο έργο τον χαρακτήρα της εξερεύνησης.

Ακριβώς. Το τυχαίο ερέθισμα – άκουσμα που έφτιαξε το χορό των πυρσών ήταν συγγενές με βυζαντινό ή αν θες τουρκικό η και αραβικό άκουσμα. Όλα μαζί τα ηχοχρώματα οδήγησαν σ' ένα νέο υβριδικό άκουσμα, το οποίο έκανε επαφή με όλες αυτές τις πτυχές. Θυμάμαι πως όταν έφτιαξα τα πρώτα μοτίβα, αναρωτιόμουν: «Τι είναι αυτό; Ακούγεται βυζαντινό»! Ρωτάω και μου λένε «Αυτό είναι βυζαντινός πλάγιος του πρώτου», ο Ρος Ντέιλι πάλι λέει «Όχι, αυτό είναι Χουσεϊνί του τάδε», ο Λαμπράκης απεφάνθη «Όχι, αυτό είναι ουσάκ τάδε». Όμως  έβλεπα ότι όλοι το θεωρούσαν οικείο. Οι γνώστες των μακάμ και οι βυζαντινοί. Διαπίστωσα πως ο καθένας κάνει μία νύξη στα εσωτερικά του αρχεία για να το παρακολουθήσει και να τριπάρει όπως γουστάρει. Εκεί το είδα σαν ευκαιρία να το ψάξω περαιτέρω. Περί αυτού πρόκειται. Α, Θυμάμαι και στην Αμερική που παίχτηκε και εκεί τα ίδια, οικειότητα στα μικροδιαστήματα…

Θα πάθανε την πλάκα τους, φαντάζομαι.

Πάθανε την πλάκα τους και αναρωτιέμαι πως το κοινό εκεί τσίμπησε με τα microtones. Παίξαμε το 2007 στην Αμερική κατόπιν προσκλήσεως από καθηγητές του USC, που είχε φτάσει στα χέρια τους το CD. Το άκουσαν και μου τηλεφώνησαν: «Θέλετε να έρθετε για σεμινάρια περι του πως κάνουμε χρήση των microtones στα πλαίσια της δυτικής αρμονίας;» Απάντησα θετικά και πήγα. Το έργο παίχτηκε με κάτι φοβερούς μουσικούς δικούς τους, Καλιφορνέζοι οι περισσότεροι, με τους οποίους εγώ κόμπλαρα στην αρχή. Η συναυλία πήγε πολύ καλά και οδήγησε σε ακόμη δυο - τρεις συναυλίες σε αξιόλογα venues εκεί πέρα.


Ηχογραφήθηκε κάποια συναυλία απ' αυτές;

Μπορεί, ίσως, αλλά εγώ δεν είμαι πολύ καλός σ' αυτά. Δεν μαζεύω αρχεία. Μου λέει καμιά φορά ο Ιλάν «Ρε συ, έχω μια ηχογράφηση από το Μπαράκι του Βασίλη»...Χαμπάρι εγώ...

Μια και αναφέρετε τον Ιλάν και σας τηλεφώνησε και ο Περσίδης, θυμάμαι μία αφήγηση του Ιλάν όταν κάναμε το ντοκιμαντέρ «Ζωντανοί στο Κύτταρο - Σκηνές Ροκ»: Μιλούσε ο Ιλάν για μια επεισοδιακή συναυλία σας με τον Περσίδη στη Λαμία τότε που λεγόσασταν Α + Β.

Ο Θάνος Μικρούτσικος μας είχε ονομάσει έτσι. Εμείς αποκτήσαμε υπόσταση σ' ένα πάρτι αποφοίτων λυκείου, που μαζί μας ήταν και αρκετοί άλλοι, μεταξύ των οποίων και η Φλέρυ Νταντωνάκη. Πιθανώς ήταν τότε που τη Φλέρυ την είχε φέρει στην Ελλάδα ο Ξαρχάκος πριν τη συνεργασία της με τον Χατζιδάκι. Τέλος πάντων, με τον Αχιλλέα ήμασταν συμμαθητές και στο ίδιο θρανίο από την πέμπτη δημοτικού. Αρχίζουμε και παίζουμε σ' εκείνο το πάρτι παρουσία επίσης του Μικρούτσικου - όλοι ήμασταν από 17 μέχρι 21 ετών. Με τον Αχιλλέα είχαμε μια τρομερή χημεία μεταξύ μας. Παίζαμε ολόκληρο το «Aftermath» των Rolling Stones απ' την αρχή ως το τέλος. Κάπου εκεί μπήκε και η Φλέρυ στο παιχνίδι με φοβερούς βοκαλισμούς. Μπαίνει μέσα ο Μικρούτσικος και μας λέει «Ρε σεις, κάνω ένα πρόγραμμα στους ''Δον Κιχώτες'', θέλετε να ακολουθήσετε;» Σε εκείνο το σχήμα ήταν ακόμη η Μαρίζα Κωχ, η Μαρία Δημητριάδη και τα Ανάκαρα, το συγκρότημα του Κώστα και της Νάγιας Γεωργίου από τη Βέροια. Μας πήρε, λοιπόν, να ανοίγουμε το πρόγραμμα. Βγαίναμε με δύο κιθάρες - δύο φωνές, ενώ ο Αχιλλέας έπαιζε και φυσαρμόνικα. Είχαμε διασκευάσει μπαλάντες του Bob Dylan, των Peter, Paul & Mary, Crosby, Stills, Nash & Young και διάφορα blues. 

Από που κατάγεστε;

Είμαι γεννημένος στην Αθήνα το 1951, αισίως έφτασα 74 ετών. Οι ρίζες μου κρατάνε από Κάιρο και Κεφαλλονιά απ' τη μεριά του μπαμπά. Και εγώ, όπως και ο πατέρας μου, γεννηθήκαμε στην Αθήνα ωστόσο. Απ' τη μεριά της μάνας μου έχω ρίζες σε Σμύρνη και Πελοπόννησο. Με τη μουσική άρχισα να ασχολούμαι λίγο πριν τελειώσω το δημοτικό. Μου χάρισαν μία κιθάρα και προσπαθούσα να την εξερευνήσω, επειδή όμως ήμουν και αρκετά εσωστρεφής και μονήρης τύπος, είχα ένα τρανζιστοράκι και άκουγα συνέχεια. Η μεγάλη έκρηξη έγινε όταν στα 14 μου άκουσα τους «15 Εσπερινούς» του Χατζιδάκι με τις δύο κλασικές κιθάρες του Φάμπα και του Μηλιαρέση. Έτσι μπήκα στην όλη φάση.

Δηλαδή μέσω Χατζιδάκι...

Ναι, ειδικά σε σχέση με την κλασική κιθάρα. Από κει και πέρα επηρεάστηκα απ' όλα τα ρεύματα της εποχής, Beatles και Stones.

Γι' αυτό και δεν ακολουθήσατε το δρόμο του Νότη Μαυρουδή, ας πούμε, που ήταν ένας σπουδαίος κλασικός κιθαριστής.

Όχι, γιατί δεν ήμουν ποτέ της κλασικής παιδείας. Αυτά τα βρήκα μετά μόνος μου. Στα 30 μου έμαθα, να φανταστείτε, που είναι το σολ στη δεύτερη γραμμή. Και με τον Χατζιδάκι που έπαιζα, δεν ήξερα να διαβάζω νότες.

Πότε παίζατε με τον Χατζιδάκι;

Το 1981 στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Κέρκυρας. Έπαιζα στα περισσότερα τραγούδια ως μέλος της ορχήστρας που διήθυνε ο Χατζιδάκις. Χωρίς να διαβάζω, επαναλαμβάνω. Πρόσεξε όμως! Όταν ακούς από τρανζίστορ και μετά προσπαθείς να βγάλεις τα κομμάτια, αρχίζει η οργάνωση της αποκωδικοποίησης του ακούσματος που είναι και η βάση της μουσικής σου επαφής. 


Με τους Α + Β αφήσατε ηχογραφήσεις;

Ναι, υπάρχουν στο αρχείο του Περσίδη καταπληκτικές ηχογραφήσεις, πρόχειρες, με κασετοφωνάκι. Μακάρι να έβγαιναν σε βινύλιο κάποια στιγμή. Συγκινητικές ηχογραφήσεις! Είμαστε δύο φωνές και δεν στονάρουμε καθόλου! Μιλάμε για περίπου δέκα καλά κομμάτια, αγγλόφωνα όλα, από το διάστημα τέλη του 1960 - αρχές του '70. Να'ναι καλά ο υποθηκοφύλαξ ο Περσίδης! Παραμένουμε κάτι παραπάνω από αδέρφια. Συχνά έλεγα «Ας πάω να κοιμηθώ στο σπίτι του» και με περίμενε η μάνα του, όπως κι εκείνος πήγαινε σπίτι μου για να φάει κι έμπαινα και τον έβλεπα εκεί. 

Θυμάμαι κι εκείνο το τρομερό άλμπουμ που είχατε κάνει με την Αρλέτα στα τέλη του 1970. Μιλάω για το «Romancero Gitano».

Υπήρχε μία περίοδος που η Αρλέτα ασχολιόταν με τη ζωγραφική και δεν πολυήθελε να τραγουδάει. Έτυχε ως φοιτητής του Πολυτεχνείου, που έκανα παρέα με πολλά παιδιά της Καλών Τεχνών, να έχω νοικιάσει ένα σπίτι στην οδό Τσαμαδού απέναντι απ' αυτό της Αρλέτας. Την είδα μια μέρα να περπαταέι στο δρόμο, αναρωτήθηκα «Είναι αυτή;» και πήγα δειλά και της μίλησα. Πιάσαμε την κουβέντα, αφού κι αυτή με είχε δει να πηγαινοέρχομαι με κιθάρες. Μιλάω τώρα για το 1971, ασχέτως αν το «Romancero Gitano» βγήκε το 1977 - 78. Ενώ η ίδια μου έλεγε πως δεν έπαιζε πια, με κάλεσε μια μέρα απ' το σπίτι της. Αρχίσαμε να παίζουμε και χαιρόταν που της έδειχνα καινούργια πράγματα, ακόρντα κλπ. Κάποια στιγμή μου πρότεινε να πάμε να παίξουμε κρυφά στην Πάτρα. Δεν ήθελε να εκτεθεί στο αθηναϊκό κοινό. Πήγαμε σε μια μικρή μπουάτ στην Πάτρα και από κει η Αρλέτα ξαναμπήκε δυναμικά στη μουσική λίγο πριν αποκτήσει το δικό της στέκι στο Καφεθέατρο της Κοδριγκτώνος. Για το «Romancero Gitano», που ήταν να το κάνει μια δεκαετία πριν με τον Μίκη, αλλά τους πρόλαβε η δικτατορία, με ρωτάει «Είσαι; Πάμε να το κάνουμε;» Της άρεσε πιο πολύ, όχι το σχήμα για δύο κιθάρες, αλλά η ψυχική επαφή που μοιραζόταν κι εγώ δεν αποσκοπούσα σε τίποτα άλλο παρά μόνο στο να τη στηρίξω. Όλα έτσι τα κάναμε με την Αρλέτα. 


Φιλίες θα κρατήσατε, να υποθέσω, όχι μόνο με την Αρλέτα, αλλά και με όλους τους Έλληνες που έκαναν ροκ μουσική, σαν τον Μαγκλάρα, τον Πουλικάκο κ.α.

Πλάκα κάνεις; Με όλους! Και με τη Μαρίζα Κωχ συνεργάστηκα πάρα πολύ και στη δισκογραφία και σε συναυλίες. Σ' ένα κομμάτι που έπαιζα μια φράση σε δωδεκάχορδη, η Μαρίζα μου έκανε μασάζ στα χέρια για να μην κουράζομαι. Αργότερα παίξαμε μαζί με τη Μαρίζα και τον μπασίστα Γιώργο Φιλιππίδη, μιλάω για το δίσκο «Μια στο καρφί και μια στο πέταλο» το 1973. Οι μπάσες φωνές που απαντάνε στο τραγούδι «Καροτσέρη τράβα» με τη φράση «Πόσα τάλιρα γυρεύεις» κλπ. ήταν του Κώστα Γεωργίου και η δική μου κατόπιν επιθυμίας της Μαρίζας. 

Με εντυπωσιάζει που τώρα στο Μέγαρο Μουσικής θα συμπράξετε με τη Χαρούλα Αλεξίου. Και το λέω διότι όταν εσείς κάνατε τα δικά σας πράγματα, εκείνη έκανε τη μεγάλη καριέρα της σε εντελώς διαφορετική φάση. 

Ναι, έπαιζα εκείνο τον καιρό για κάμποσο διάστημα με την Αλεξίου. Άρχισα στο πρόγραμμα της «Διαγωνίου» στην οδό Κυδαθηναίων με τη Χαρούλα, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, την Άννα Βίσση και άλλους ερμηνευτές. Μετά περιοδίες. Εν πάσει περιπτώσει, Θέλω να πω ότι με την Αλεξίου γνωριζόμαστε σχεδόν πενήντα χρόνια και έχουμε κρατήσει μια πολύ καλή επαφή. Της έκανα εγώ την πρόταση για την τωρινή συνεργασία. Είμαι ίσως απ' τους λίγους που ξέρουν τη βαθύτατη καλλιέργεια της Χαρούλας. 

Δεν θα διαφωνήσω. Καθόλου.

Δεν το ξέρει πολύς κόσμος αυτό. Όταν παίζαμε στη «Διαγώνιο», η τότε κοπέλα μου, που ήταν Γαλλίδα, της έκανε μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας  ! Πολύ υψηλού επιπέδου. Η Μιρέιγ μου έλεγε «Δεν φαντάζεσαι πόσο ζεστή και φιλομαθής είναι».

Λογικό. Η Αλεξίου είχε έρθει πολύ κοντά στη γαλλική κουλτούρα μέσω Αχιλλέα Θεοφίλου.

Έτσι ακριβώς. Η Χαρούλα είναι άνθρωπος που εξετάζει σοβαρά το που θα λάβει μέρος. Θέλει να κατανοεί απόλυτα το βαθύτερο περιεχόμενο αυτού που πρόκειται να διαβάσει. Μετά μπαίνει στη βαθύτερη υποκριτική διάσταση. Της είχα δώσει ήδη τα κείμενα και τα'χαμε περάσει ένα πρώτο «χτένισμα». Προ ημερών κάναμε την πρώτη πρόβα. Της άρεσε που βρισκόταν μέσα σ' ένα σύνολο μουσικών, οι περισσότεροι γνωστοί φίλοι και παλίοί συνεργάτες. Αναζωπυρώθηκε μέσα μας κάτι πολύ όμορφο και δημιουργικό. Αρχίζει, λοιπόν, να διαβάζει ένα απόσπασμα από το «A hard-rain's-a-gonna-fall» του Bob Dylan, μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Διονύση Καψάλη. Θα γνωρίζεις ότι οι στίχοι αυτοί του Dylan κρατάνε από τον Λόρδο Ραντάλ τον 19ο αιώνα. Ακόμη και η μελωδία του είναι παρμένη από την παλιά των Ιρλανδών τροβαδούρων. Η Χαρούλα απέδωσε αμέσως τη βαθύτερη διάσταση αυτού του διαλόγου μεταξύ Μητρός και Υιού, που αν το δεις και λίγο απ' τη θρησκευτική περίοδο του Dylan, είναι διάλογος μεταξύ Virgin Mary και Jesus. 

Βέβαια, η χριστιανική στροφή του Dylan είχε γίνει αρκετά αργότερα, ενώ το «A -hard-rain's-a-gonna-fall» είναι τραγούδι των αρχών του 1960.

Ναι, αλλά νομίζω πως από τότε τις είχε τις πνευματικές αναζητήσεις του. Στο σημείο αυτό η αφήγηση της Χαρούλας γίνεται πάνω σε υπόκρουση αργού ζεϊμπέκικου ρυθμού. Πολύ αργό κιόλας. Οι μουσικοί πάθανε πλάκα! Έβγαλε έναν απίστευτο τσαμπουκά η Αλεξίου. Μείναμε άφωνοι. Κάγκελο.. Αυτό που μοιραστήκαμε με την παρουσία της Χαρούλας ήταν πολύ δυνατό, ενοποιητικό, ουσιαστικό. Θα τολμούσα να πω ότι μας έδωσε να καταλάβουμε τι κάναμε! Δε βάλαμε Dylan σε μια γέφυρα του Βυζάντιου με τη jazz, όπως αναφέρει η περιγραφή του Mεγάρου για λόγους εντυπωσιασμού ή έκπληξης. Κατ' αρχάς διερωτάται κανείς πώς να συνδέονται; Εν τούτοις όμως, υπάρχει ενας κοινός παρονομαστής. Η κατάνυξη! Ξέρουμε ότι η κατάνυξη των Ορθόδοξων για το Βυζάντινό ήχο είναι μία ισχυρή αίσθηση και  μεταφέρεται σε άλλες εποχές και σε άλλες μουσικές η λόγιες γραφές, όπως π.χ. στο τραγούδι του Dylan, το «Father of night, father of day», το οποίο δεν έχει καμία συγκεκριμένη θρησκευτική αναφορά, είναι όμως βαθύτατα θρησκευτικό. Θέλαμε στην ουσία να δείξουμε πως η μουσική προχωράει και εξελίσσεται παράλληλα με τον λόγο και τα ποιητικά κείμενα -ενδεχομένως δε να οδηγεί και να πρωτοστατεί. Μας φέρνει σε σύγχρονες έκδοχές έκφρασης συναισθημάτων, μας φέρνει στο σήμερα όπου για να επανέλθω η κατανυκτικότητα δεν μπορεί να εκφραστεί με όρους «πήγα στην Εκκλησία», παλαιού τύπου. Είναι κάτι πολύ βαθύτερο, καθολικό και, σίγουρα υπεράνω θρησκειών. 


Ποιος επιμελήθηκε τη σύνθεση των κειμένων που θ' ακουστούν στην παράσταση; 

Την επιλογή την έκανα εγώ με τη πολύτιμη βοήθεια του αγαπημένου μου φίλου Διονύση Καψάλη, ενός ανθρώπου που γνωρίζει πολύ καλά την ελληνική γραμματεία, αλλά ταυτόχρονα ξέρει το συγκεκριμένο μουσικό έργο. Η επιλογή δεν είναι μονοσήμαντη. Μου υπέδειξε πολλά κείμενα. Δεν ήταν εύκολο να διαλέξω. Θα μπορούσαν να επιλεγούν διαφορετικά κείμενα και να εξυπηρετήσουν το ίδιο ή και καλύτερα τον ίδιο σκοπό. Θα έλεγα ότι η τελική επιλογή έγινε με «σκηνοθετικά» κριτήρια. Το δικό μου κριτήριο βασίζεται στο πως νιώθω. Δεν έχει όμως από πίσω τη σφαιρικότητα και το ψάξιμο του ειδήμονα. Μόλις πήγα σπίτι του Διονύση, που'ναι μια φοβερή βιβλιοθήκη ο ίδιος, μου έδωσε από 12 μέχρι 15 κείμενα, τα οποία έπρεπε να συνδέσω. Ο τίτλος του έργου: «Ο Χορός των Πυρσών» ναι μεν έχει να κάνει με τη χλιδή μιας αυτοκρατορίας, αλλά σε τι εξελίχτηκε; Στον χορό του Υποκόσμου που κανόνιζε ακόμα και τις πολιτικές εξελίξεις. Για μένα αυτό ήταν ένα βασικό κίνητρο για να ασχοληθώ με το Χορό των Πυρσών που έχει σχέση με το λούμπεν στοιχείο, που θεωρώ ότι έχει πλεονεκτήματα γνήσιας έκφρασης έναντι των άλλων λόγιων μουσικών παραδόσεων. Από κει βγήκαν τα blues, το ρεμπέτικο, η Jazz και τόσα άλλα. Από το περιθώριο, τη φτώχεια, τον πόνο, την κοινωνική αδικία. Χωρίς να έχω εντρυφήσει στο τι ήταν ιστορικά ο Χορός των Πυρσών, εγώ κρατάω ένα: Χορός του Υποκόσμου. Και στο Βιετνάμ ή στην Κίνα το ίδιο γίνεται, με τις πεντατονικές τους κλίμακες. Ο κύκλος ζωής είναι κοινός παντού.

Πως σας ακούγεται ο χαρακτηρισμός «Μουσικάρα», όταν σχολιάζουν το όνομα σας λαϊκοί, ροκάδες και τζαζίστες;

Δεν το ακούω άσχημα, αλλά πάντα έχω μία απόσταση του στυλ «Έλα, μωρέ, τώρα, υπερβολές». Μπορεί κάποιος να εντυπωσιάζεται από διάφορα στοιχεία, εγώ όμως αναζητώντας κάτι πιο ολοκληρωμένο, θεωρώ ότι δεν θα το έλεγα αυτό το πράγμα για μένα έτσι αβασάνιστα. Ίσως να το έλεγα για ένα κείμενο που έχω γράψει, και έχω ταυτιστεί. Όταν είμαι σίγουρος πως εκφράζει ξεκάθαρα αυτό που πιστεύω.

Γράφετε;

Καμιά φορά. 

Σκοπεύετε να εκδώσετε κάτι;

Όχι. Είναι απλά άλλη μία ανάγκη έκφρασης.


Στην παράσταση στο Μέγαρο έχετε μαζί σας την αφρόκρεμα των μουσικών: Λαμπράκης, Φαραζής, Ross Daly κ.α. Είναι μουσικοί που είχαν παίξει και στη δισκογράφηση του έργου;

Όχι, πέραν του Λαμπράκη. Τότε που δεν μπορούσαμε να έχουμε βυζαντινή χορωδία, τραγουδήσαμε οι δυο μας. Φέραμε μόνο, θυμάμαι, τον Χατζηχρόνογλου, τον πρεσβευτή του βυζαντινού ήχου, που έτυχε να'ναι πολύ καλός φίλος και εξίσου πολύ καλός άνθρωπος.

Σας βλέπω πολύ χαρούμενο, λάμπετε θα έλεγα. Παίζει ρόλο σ' αυτό και ο γιος που αποκτήσατε σχετικά πρόσφατα;

Αυτός ήρθε εξ ουρανού. Μετά από τα κορίτσια, ήρθε η αγοράκλα, που'ναι δυόμισι ετών τώρα. Σκεφτείτε πως έχω άλλες τέσσερις κόρες άνω των 30 ετών σήμερα. Μετά απ' αυτό εγώ δεν ξανακάνω κανένα πρόγραμμα στη ζωή που'ναι τόσο απρόβλεπτη. Φροντίζω να ζω την κάθε μέρα. 

Ανέκαθεν ήσασταν έτσι;

Ήμουν, ναι, αλλά τώρα περισσότερο. 

Υπήρξατε άνθρωπος των καταχρήσεων;

Δεν θα το έλεγα. Είχα ένα ένστικτο αυτοπροστασίας ασυνείδητο. Στο Πολυτεχνείο, ας πούμε, όντας φοιτητής μπορεί να ξενυχτάγαμε ή να «πίναμε» κάνα τσιγάρο, αλλά μετά την άλλη μέρα δεν ήθελα τίποτα. Χρειαζόμουν επαναφορά.


Η «Ρωξάνη», το άλλο γνωστό σας έργο, προηγήθηκε ή ακολούθησε τον «Χορό των Πυρσών»;

Προηγήθηκε. Βγήκε τη δεκαετία του 1990, αλλά παιζόταν με μια κλασική κιθάρα από μένα και οι φόρμες της φλέρταραν με τα Δωδεκανησιακά μοτίβα, σαν να ήταν τραγούδια χωρίς όμως να'ναι. 

Δεν σας ενδιέφερε ποτέ η τραγουδοποιία;

Μπα, αλλά κοίτα να δεις που έστειλα τραγούδια στον διαγωνισμό της Στέγης του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Μου λέει ο ανιψιός μου ο Γιώργος ο Νάζος: «Θείε, γιατί δε στέλνεις κι εσύ τρία τραγούδια;» Κάθισα και έγραψα τρία τραγούδια, που ήταν και το ζητούμενο, μέσα σε τρεις μέρες. Τα έστειλα, μου τηλεφώνησαν ότι πέρασαν την τελική προκριματική φάση και τα παρουσίασα. Ήταν να τα τραγουδήσει η Σαβίνα Γιαννάτου, αλλά αποκλείστηκε κάπου στο εξωτερικό και τελικά τα είπα εγώ.

Και με τη Σαβίνα Γιαννάτου θα έχετε συνεργαστεί εκτενώς.

Όχι πάρα πολύ, αλλά γνωριζόμαστε πάνω απο εικοσαετία.

Πείτε μου τι θα τραγουδήσει τώρα η Σαβίνα.

Θα μπει και θα αυτοσχεδιάσει σε συγκεκριμένα μέρη. Θα πει και το «Father of night, father of day» του Dylan μεταφρασμένο στα ελληνικά από μένα - σε δική μου μουσική - όπου πιστεύω ότι θα'ναι μία ιδιαίτερα κατανυκτική στιγμή. Μαζί με τη χορωδία, θα πει και ένα άλλο κομμάτι, που είναι και πολύ «φευγάτο». 

Τι κάνετε και κρατιέστε σε τόσο καλή φυσική κατάσταση; Είπατε πριν την ηλικία σας, είστε 74 ετών.

Θάλασσα! Το σπίτι μου απ' τον Μαραθώνα, που πάω και πέφτω κάθε πρωί, απέχει μόνο μισή ώρα. Μπαίνω στη θάλασσα στις 6 κάθε πρωί χειμώνα - καλοκαίρι. Τρελό «χάι»! Και τώρα με πετυχαίνετε σε φάση μεγάλης αϋπνίας.

Μετά από πόσα χρόνια παρουσιάζεται ξανά ο «Χορός των Πυρσών»;

Μετά από πολλά, σίγουρα. Τελευταία φορά παρουσιάστηκε σ' ένα σημαντικό jazz φεστιβάλ της Ρώμης. Τώρα ήταν μία ανάθεση του συνθέτη Δημήτρη Μαραγκόπουλου, που είναι υπεύθυνος του προγράμματος «Γέφυρες» του Μεγάρου Μουσικής. Αν είχα καταθέσει πρόταση, θα περίμενα να δω αν θα εγκρινόταν ή όχι. Αιφνιδιάστηκα όταν μου τηλεφώνησαν και με ρώτησαν αν θα ήθελα να παρουσιάσω το συγκεκριμένο έργο μου. Μου πρότειναν μόνο να χρησιμοποιήσω την ορχήστρα εγχόρδων και  χορωδία του Νίκου Μαλιάρα.

Άλλο που δεν θέλατε.

Ναι, άλλο που δεν ήθελα, αλλά τώρα τρέχω λίγο.. Ελπίζω όλα καλά να πάνε.

* Η συναυλία «Χορός των Πυρσών» του Βασίλη Ρακόπουλου θα πραγματοποιηθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σήμερα Τετάρτη 14 Μαΐου 2025.

** Η συνέντευξη με τον Βασίλη Ρακόπουλο έγινε στο «Καφέ των Ποιητών» της πλατείας Βικτωρίας τη Δευτέρα 12 Μαΐου 2025. Πρώτη δημοσίευση: documentonews.gr

*** Οι φωτογραφίες είναι δικές μου 

Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

Χάρις Αλεξίου: «Ποτέ στη δουλειά μου δεν πήρα παραπάνω χώρο απ' τους άλλους»

 


Συνάντησα τη Χαρούλα Αλεξίου στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» και πετάξαμε μαζί για την Κύπρο. Εγώ θα πήγαινα για ένα τριήμερο σε φίλους κι εκείνη θα έδινε δύο παραστάσεις με το έργο «Αυτός που βρίσκεται παντού» σε μουσική του Θωμά Κωνσταντίνου και σε σκηνοθεσία του Ζαχαρία Καρούνη (στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα). Η Αλεξίου, όπως και η ηθοποιός Δήμητρα Στογιάννη, συμμετείχαν στην παράσταση απαγγέλλοντας κείμενα του Ρωμανού Μελωδού σε απόδοση του ιερέα Ανανία Κουστένη. Την επόμενη μέρα η Αλεξίου αποδέχτηκε την πρόταση μου για μία συνέντευξη, που προέκυψε τελείως απρογραμμάτιστα και που τελικά βασίστηκε εξ ολοκλήρου στην καλή διάθεση της. Είναι επίσης μία συνέντευξη, που εμπεριέχει συγκίνηση και άλλο τόσο χιούμορ μαζί με μία σπάνια εξομολογητική διάθεση, δείγμα – κατά τη γνώμη μου – της γενναιοδωρίας της.

Από τότε που κάνατε εκείνη τη δήλωση πώς σταματάτε το τραγούδι, έχετε επιδοθεί σε ένα σωρό άλλα πράγματα: τηλεόραση ως ηθοποιός και ως παρουσιάστρια, αφήγηση, θέατρο κλπ. Δεν έχετε ησυχία θα λέγαμε.

Ησυχία θα έχω μόνο όταν πεθάνω, δεν το καταλαβαίνω αυτό το «ησυχία δεν έχω». Δεν έκανα καμία δήλωση και κυρίως ότι σταματάω από τα πάντα. Τέλος πάντων, αυτό που δεν μπορώ να κάνω πια είναι να τραγουδήσω. Απ’ τη στιγμή, όμως, που μου ζητούνται άλλα πράγματα από ανθρώπους που εκτιμώ πάρα πολύ και θαυμάζω, τι καλύτερο; Γιατί να μην το κάνω; Μου αρέσει ακόμη να μαθαίνω κάτι καινούργιο, να παρακολουθώ πώς παίζουν οι άλλοι ηθοποιοί, πώς τσαλακώνονται, πώς ταλαιπωρούνται από τον ρόλο τους ή από τον σκηνοθέτη τους – όλα αυτά με γοητεύουν να μην το βλέπω έτοιμο το έργο αλλά να  γίνομαι μέρος αυτού. Νομίζω πως στην τελική αφού μπορώ και το κάνω, θα το κάνω! Να, όπως αυτή η παράσταση τώρα του Θωμά Κωνσταντίνου με τα κείμενα του Ρωμανού του Μελωδού. Δεν θα  τραγουδήσω, αλλά θα διαβάσω ή θα απαγγείλω. Βλέπεις; μου ζητούν τώρα όλοι να μιλάω ή να διαβάζω (γέλια). Αυτό με κινητοποιεί, είμαι μέσα στο καλλιτεχνικό δρώμενο χωρίς να με νοιάζει πόσο χώρο θα πιάνω μέσα του, μικρό ή μεγάλο. Θέλω να είμαι εκεί που γεννιέται πάλι το καλλιτεχνιλίκι, αυτό που μας κρατάει υγρούς, ρε παιδί μου. Και σ’ αυτό το πλαίσιο θα συμμετάσχω στη συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής με τον «Χορό των Πυρσών» του Βασίλη Ρακόπουλου. Θα βρεθώ με την αφρόκρεμα των μουσικών, όλοι τους συνεργάτες του Ρακόπουλου.

Αισθάνεστε και λίγο δέσμια της αγάπης του κόσμου; Χθες αμέσως μετά την παράσταση είδα άνθρωπο να κάθεται απ’ έξω απ’ το θέατρο μόνος του και ν’ ακούει από το κινητό του την «Οδό Αριστοτέλους» με τη φωνή σας…

Δεν την καταλαβαίνω αυτή την έκφραση. Μπορείς να πεις ποτέ είμαι δέσμια της αγάπης; Όχι, δεν είμαι δέσμια, είμαι ευγνώμων γιατί μ’ αγαπάνε.

Και πως εξηγείτε το ότι ακόμη και ενώ διαβάζετε, είναι σαν να τραγουδάτε;

Ίσως γιατί είμαι ολόκληρη μέσα σ’ αυτό που συμβαίνει εκείνη την ώρα. Και μιλάμε πάλι για μουσική, δεν μπορώ να διαβάζω και να λέω απλώς τα λόγια σαν να είμαι αλλού. Εφόσον ακόμη με διακατέχει η μουσική, αυτό που βγάζω θα έχει και μουσική.

Ο Γιώργος Νταλάρας πιστεύει πως ακόμη μπορείτε να τραγουδήσετε, αλλά ενδεχομένως να έχετε πάθει κάποια φοβία.

Να σκίσει το δίπλωμα του, να του πείτε, γιατί δεν μπορώ να τραγουδήσω (σ.σ. γελάει πολύ). Εγώ ξέρω πιο καλά απ’ όλους όσοι εύχονται να ξανατραγουδήσω και ειδικά ο Γιώργος που μ’ αγαπάει πολύ, θέλει πάλι να το κάνω. Εγώ, όμως, ξέρω ότι δεν μπορώ πια να τραγουδήσω και ας το κλείσουμε εδώ.

Σας είδα σε μία παράσταση με κείμενα του Ρωμανού Μελωδού. Πόσο κοντά είστε σαν προσωπικότητα με τα εκκλησιαστικά κείμενα;

Κοιτάξτε, δεν είμαι κοντά, δεν είμαι ένας άνθρωπος που έχει στενή σχέση ή επαφή με την εκκλησία. Μέχρι οχτώ χρονών που ζούσα ακόμη στη Θήβα πηγαίναμε οικογενειακώς στην εκκλησία. Όταν πέθανε ο μπαμπάς και ήρθαμε στην Αθήνα, περνούσαμε δύσκολα. Βγήκε στη δουλειά η μάνα μου, οπότε ποια εκκλησία και που να πηγαίναμε; Μόνο Πάσχα και στις γιορτές. Παρόλα αυτά οι ύμνοι της εκκλησίας έχουν μπει στο DNA μας, ξέρουμε πολλά χωρίς να είμαστε οι πιστοί χριστιανοί. Εγώ ψάχτηκα είτε με ανατολίτες γκουρού είτε με την ορθοδοξία. Γενικά πιστεύω στις ιερές φωτισμένες ψυχές που έχουν υπάρξει και που μπορούν να στάξουν σε όλους μας λίγο από το φως τους. Συχνά έχω σταθεί κι εγώ  επικριτικά απέναντι στους κληρικούς και λέω εντέλει, πως είμαστε όλοι άνθρωποι με τις πληγές μας και τις διαστρεβλώσεις του σύνθετου της ύπαρξης μας. Κάθε άνθρωπος κουβαλάει τον σταυρό του και καθένας έχει την ανάγκη να βρεθεί σε μια φωλιά, σ’ έναν πυρήνα που τον παρηγορεί.

Εσείς σε ποια πράγματα αναζητάτε σήμερα την παρηγοριά;

Σε  σχέσεις αγάπης. Κάθε φορά που χαλάει μία σχέση, η οποία γεννήθηκε από αγάπη, είναι κάτι που με πονάει. Θέλω να είμαι δίπλα σε ανθρώπους που αγαπάω και, βεβαίως, να μ’ αγαπάνε.

Κι όταν σας αγαπάει ο κόσμος όλος; Επιλέγετε τους λίγους και καλούς;

Δε μπορώ εγώ να περιμένω κάποιον, επειδή αγαπάει το «Όλα σε θυμίζουν», ότι θ’ αγαπάει και μένα. Αυτό που έχω δώσει στον κόσμο είναι άξιο ν’ αγαπηθεί. Άλλο αυτό και άλλο η προσωπική σχέση με τους ανθρώπους: Ποιος είναι ο φίλος σου, ποιος είναι ο «συγγενής» σου που θες να μοιράζεις μαζί του τη ζωή σου. Μιλάω για κάτι απόλυτα ιδιωτικό.

Είδατε μέσα στα χρόνια να συγκεντρώνεται «αυλή» γύρω σας, ερήμην σας ενδεχομένως;

Τις «αυλές» δεν τις ξεκινάνε συνήθως οι καλλιτέχνες, αλλά υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να είναι κοντά τους. Το φαν κλαμπ, ας πούμε, μπορεί να γίνει «αυλή». Πολλές φορές αυτό είναι βάρος για τον καλλιτέχνη παρόλη την γοητεία του.  Έχω ζήσει τέτοια συνθήκη με νέα παιδιά που με ακολουθούσαν σχεδόν παντού, σαν ένα σπορ μέσα στα νιάτα τους, όμως ο καλλιτέχνης δεν το έχει ανάγκη αυτό. Όχι… Όταν φεύγεις απ’ τη σκηνή, έχεις ξοδευτεί, έχεις δώσει ενέργεια. Γυρίζεις σ’ ένα άδειο δωμάτιο κι εκείνη την ώρα θέλεις δύο χέρια να σου χαϊδέψουν την πλάτη, να σου ξεκουράσουν τις γάμπες, να σου φέρουν ένα τσάι, να σου πουν μια «καληνύχτα» και να σου κλείσουν την πόρτα. Όταν δεν τους έχεις εκεί αυτούς τους ανθρώπους, τότε έρχονται οι μεγαλύτερες μοναξιές. Τι να σου κάνουν οι αυλές και τα φαν κλαμπ;

Διάβαζα τίτλο από κυπριακό site που μιλούσατε για τον έρωτα προς τον Χριστό μ’ αυτή την παράσταση.

Μα μέσα στο κείμενο η Μαρία Μαγδαληνή μιλάει γι’ αυτό τον έρωτα  προς τον Ιησού.

Ο έρωτας, η έλξη των σωμάτων, δεν είναι καταδικαστέος από την εκκλησία;

Όχι αυτός ο έρωτας όπως τον εννοούν. Ο έρωτας για τον Χριστό, ναι. Είναι ο έρωτας με την έννοια της υπέρτατης αγάπης, όποιος μπόρεσε να τον ζήσει. Και δεν ήταν μόνο ο έρωτας της Μαγδαληνής για τον Ιησού, αλλά κι αυτός των μαθητών του.

Υπάρχει κι η φροϋδική άποψη που λέει πως το κερί που ανάβουν οι παρθένες στην εκκλησία είναι ένα είδος φαλλικού συμβόλου.

Τι μου λες τώρα! Κάτι έμαθα σήμερα με σένα! Αυτό δεν πρόλαβα να το διαβάσω, το ομολογώ. Και; (μου δείχνει από το παράθυρο που βλέπουμε έξω έναν τεράστιο γερανό). Αυτός εδώ ο γερανός, φαλλικό σύμβολο είναι; (σ.σ. έχουμε σκάσει στα γέλια).

Παρακολουθείτε την τρέχουσα μουσική επικαιρότητα;

Θέλω – δεν θέλω κάτι φτάνει στα αυτιά μου. Αυτό που μπορώ να σου πω ότι ζω περισσότερο τώρα είναι ότι απολαμβάνω τον απίστευτο μουσικό θησαυρό που έχω. Δεν εννοώ τον προσωπικό μου θησαυρό, αλλά τα τόσα πολλά τραγούδια που έχουμε, που δεν έχω ίσως προλάβει κι εγώ ν’ ακούσω ή να ξαναθυμηθώ. Η μουσική όμως δεν τελειώνει ποτέ, μπορεί στη νεότερη γλώσσα των τραγουδιών να ευχαριστιέμαι λιγότερο, αλλά όταν γεννηθεί κάτι νέο και το πιάσουν οι κεραίες μου τρελαίνομαι από χαρά.   

Δεν έχει μία γενναιοδωρία όλη αυτή η αποστασιοποίηση από τον εαυτό σας;

Αυτή είναι η πραγματικότητα. Ακούω π.χ. αλλιώς σήμερα ένα παλιό τραγούδι της Τσανακλίδου ή του Μητσιά, βλέπω πόσο ωραία το είπαν ή το ξαναθαυμάζω διαφορετικά πια. Ένα τραγούδι της Σαβίνας Γιαννάτου ή της Ρίτας Σακελλαρίου.  Απολαμβάνω, κάνω λίστες τραγουδιών για να παίζουν στο spotify μου. Ε, καμιά φορά μαγκώνομαι λίγο που πάω να τραγουδήσω μαζί τους και δεν πάει η φωνή, αλλά πια μου περνάει γρήγορα.

Τη στιγμή πάντως που πήγατε να ψάλλετε τη «Ζωή εν Τάφω», εισπράξαμε ένα αμιγώς τραγουδιστικό συναίσθημα και μόνο από το ηχόχρωμα της φωνής σας.

Αυτό που δεν θέλω να συμβεί είναι να δημιουργείται προσδοκία στο κοινό και που αν δεν εκπληρωθεί θα απογοητευτεί. Γι’ αυτό ακριβώς δεν τολμάω να το κάνω. Ακόμη και σε στιγμές που μπορεί να γίνει, να βγει η φωνή μου ας πούμε. Δεν θέλω να δημιουργήσω ελπίδες στον κόσμο.

Κι όταν είστε μόνη, ολομόναχη, σιγοτραγουδάτε;

Ραπάρω πολύ! Αυτό κρατήστε!

Πάντως θα έχετε συμμετοχή και στον επερχόμενο δίσκο της Λένας Πλάτωνος σε στίχους του Νίκου Μωραΐτη.

Κατάλαβες; Μάθαμε τώρα ότι η Χαρούλα μιλάει και θα τη βάζουμε να μιλάει (σ.σ. γελάει πολύ). Σε λίγο θα βγάζω λόγους!

Η Δήμητρα Γαλάνη μου’χε πει «Μην τη βλέπεις drama queen, η Χαρούλα είναι μεγάλη κωμίκα».

Δεν τα βγάζεις πέρα χωρίς χιούμορ.  

Το χιούμορ εμπεριέχεται στην ελληνική δισκογραφία μ’ ένα τρόπο;

Εγώ γουστάρω πάρα πολύ τους μουσικούς. Είναι μια δύσκολη, αλλά ωραία φάρα κι εκεί μέσα θα βρεις πολύ χιούμορ. Ανέκαθεν πέρναγα καλά με τους μουσικούς μου, είτε σταθερούς, είτε αλλάζοντας τους ανά δεκαετίες.

Όταν βλέπετε εκείνη την παλιά ταινία που τραγουδάτε «Ήτανε το όνειρο μικρό» κι είστε είκοσι χρονών, τι σκέφτεστε;

Αυτή με τον Βοσκόπουλο λες; Τραγουδούσαμε με τον Βοσκόπουλο τότε και την Πίτσα Παπαδοπούλου…Τι νιώθω, τι σκέφτομαι; «Αχ, κοριτσάκι μου» λέω και θυμάμαι το φουστανάκι που’ χα ράψει για να το φορέσω στην ταινία, το ότι είχα βάψει τα νύχια μου…Τέτοια θυμάμαι.

Έχω πετύχει συνάδελφό σας λίγο πριν βγει να τραγουδήσει, να λέει «Αξίζω , αξίζω , αξίζω» κόβοντας βόλτες πάνω – κάτω. Τι είναι αυτό που κάνει έναν κορυφαίο τραγουδιστή να έχει τόση ανασφάλεια;

Α, δεν ξέρω, γιατί εγώ πριν βγω να τραγουδήσω ή μάλλον όποτε με επευφημούσαν  αναρωτιόμουν: «Αξίζω άραγε; Αξίζω»…Πολλές φορές το έλεγα αυτό στον εαυτό μου. Δεν είναι ανασφάλεια, αλλά ένας κριτής – τύραννος που υπάρχει μέσα μας και σου λέει «Το έκανες καλά; έδωσες ότι είχες;  Δούλεψες αρκετά;». Αυτό μετά γίνεται ντροπή, θες να εξαφανιστείς. Έτσι εξηγείται και πως πολλοί καλλιτέχνες δεν μπορούν μετά να δουν τον εαυτό τους στο βίντεο ή ν’ ακούσουν τη φωνή τους. Πάντοτε έχεις μέσα σου μια φωνή αμφιβολίας που σου λέει πως έπρεπε να κάνεις  κάτι παραπάνω.

Πάντως είστε απ’ τις λίγες που το ψάχνατε πολύ με τη μουσική. Να είναι φιλοπεριέργεια απ’ τα παιδικά χρόνια;

Ισχύει, ναι, έτσι είναι. Κάποτε ήθελα να βρω τον Ντέιβιντ Σύλβιαν (σ.σ. τον leader του new wave συγκροτήματος Japan). Υπάρχουν κάποιες ψυχές που νιώθεις σύνδεσμο πολύ μακριά από τη χώρα σου ή από σένα. Το ίδιο και με τον Άντζελο Μπανταλαμέντι όταν είχε κάνει εκείνο το δίσκο με τη Μαριάν Φέιθφουλ. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες έχουμε τέτοια κολλήματα, όχι μόνο εγώ.

Κι εκείνη η φωτογραφία στα πατώματα με τον Νικόλα Άσιμο και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο διαμέρισμα – κοινόβιο;

Αυτό δεν ήταν προϊόν ψαξίματος μου. Ο Αχιλλέας Θεοφίλου θα έκανε την παραγωγή στο δίσκο του Άσιμου και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ήταν πιο κοντά του. Δεν είχα προλάβει να καταλάβω τον Νικόλα. Ήξερα ότι ήταν ένας αναρχικός τύπος, έκανε τις σουρεαλιστικές πλάκες του, πούλαγε τις κασέτες στο δρόμο, αλλά δεν είχα επίγνωση της σημαντικότητας του ή της συμμετοχής μου. Εγώ θέλω όταν οι άνθρωποι επαινούν κάποιον, να ξέρουν και ποιος είναι. Πολλές φορές μιλάμε για ανθρώπους με λόγια που τα παίρνουμε έτοιμα από κάποιον άλλον. Δεν έχουμε προσωπική άποψη κι εγώ πολύ αργότερα κατάλαβα τι ψυχή ήταν ο Νικόλας.

Το αγαπάτε το «Παπάκι» του όπως το τραγουδήσατε;

Ναι, μωρέ, πολύ…

Ισχύει πως όταν το γράφατε στο στούντιο, εκείνος παραπίσω δάκρυζε;

Έλα, καλέ, αυτά είναι φωτορομάντζα. Δεν έγινε έτσι. Εντάξει, όλοι έχουμε δακρύσει μέσα στο στούντιο. Αυτά τα κάνετε κι εσείς οι δημοσιογράφοι ....(γέλια).

Έβλεπα χθες τη μεγάλη Δέσποινα Μπεμπεδέλη να πέφτει στην αγκαλιά σας και να σας αποκαλεί «θρύλο».

Κάτι που είπα και στην ίδια είναι πως την ώρα που διάβαζα τα κείμενα, τη σκεφτόμουν. Έλεγα πώς θα το πω τώρα αυτό ενώ από κάτω είναι η Μπεμπεδέλη; Δεν γίνεται άμα έχεις από κάτω ένα κολοσσό και σ’ ακούει. Φτάνει το φως της μέχρι τη σκηνή απάνω!


Χάρις Αλεξίου - Δέσποινα Μπεμπεδέλη (φωτογραφίες: Μπόσκο)
Υπάρχουν πολλές νέες και καλές ερμηνεύτριες. Το ερώτημα είναι αν το τραγούδι τους μπορεί να περάσει στις λαϊκές σφαίρες όπως περάσατε εσείς το λαϊκό τραγούδι.

Δεν το πέρασα μόνη μου εγώ το τραγούδι, είμαι κι εγώ ένας φορέας του. Δεν σου κάνω τη σεμνή, ξέρω τι έχω κάνει στο τραγούδι, αλλά είχα και τραγούδια! Είχα μαζί μου ταιριαστό  και το γούστο του κόσμου, δηλαδή αλλιώς άκουγε ο κόσμος. Από ένα σημείο και μετά η σύγχρονη παραγωγή τραγουδιών δεν με κάνει να θέλω ν’ ακούσω το μεγαλύτερο κομμάτι της. Κάποτε τα έψαχνα, όπως είπαμε, ενώ τώρα δεν θα ψάξω την τραπ, με την οποία τσίμπησα στην αρχή. Μου άρεσε ρυθμολογικά χωρίς να καταλαβαίνω φυσικά τίποτα από τα λόγια, όπως θα άκουγα και ένα ινδιάνικο τραγούδι πάλι χωρίς να έχω ιδέα τι λέει. Μετά θύμωσα μ’ αυτά που έλεγε και δεν ασχολήθηκα.  Δεν πειράζει που δεν τα ξέρω, τώρα είναι άλλων η σειρά να τα μαθαίνουν.

Ποια είναι η δική σας σειρά;

Θέλω να πω ότι υπάρχει ένα πεδίο για να χωρέσουν γνώσεις και πληροφορίες. Κάποια στιγμή «μπουκώνεις». Έχω τόσα ωραία πράγματα να ανακαλύψω και να ξανακούσω  θα προλάβω άραγε– ε, δεν είναι ανάγκη να τα ξέρω και όλα.

Σ’ όλα αυτά που κάνετε, δεν σας επιβαρύνει ο βιολογικός παράγοντας, η κούραση;

Αμέ! Όταν κάνεις, όμως, κάτι που χαίρεσαι, ισοδυναμεί με βιταμίνη. Βασικά τρεις μέρες τη βδομάδα θέλω να δουλεύω και τις υπόλοιπες να κάθομαι. Είμαι και άνθρωπος της οικογένειας, γιατί έτσι μεγάλωσα και μ’ ακολουθεί αυτό. Είναι σκοτεινό πράγμα να έχεις να κάνεις μόνο με τον εαυτό σου, πάντοτε πρέπει να ’χεις και ένα δεύτερο πιάτο την ώρα που μαγειρεύεις διότι κάποιος μπορεί να περάσει ή κάποιον να φωνάξεις εσύ.

Υπάρχει κάποια μεγάλη προσωπικότητα που την κουβαλάτε μέσα σας απ’ το ξεκίνημα σας;

Φοβάμαι να σου πω μην αφήσω απ’ έξω κάποιον…Θα σου πω ανθρώπους που μπορεί να μην τους βλέπω συχνά, αλλά υπάρχει σύνδεση: Τον Δημήτρη Αρβανίτη, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Μάνο Λοΐζο όταν, τον Νίκο Καρούζο όταν, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο που πήγαινα και τον έβλεπα στη Διαγώνιο…Πεθαίναμε με τις ατάκες του Χριστιανόπουλου! Το βράδυ, πάντως, που θα σκέφτομαι τη συνέντευξη μας, θα λέω ότι έπρεπε να αναφέρω κι αυτόν και τον άλλον κλπ. Έζησα στον χρυσό αιώνα του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, του Τσαρούχη, του Ελύτη..... τι μου ζητάς τώρα να σου πω.

Νιώσατε ποτέ να πέφτετε στη φάση μιας ανταγωνιστικότητας;

Νομίζω πως όλοι όσοι πήραμε πρωτιές, θέλαμε – δεν θέλαμε το περάσαμε. Δεν ξέρω αν είναι σωστό να το πω «ανταγωνιστικότητα» όταν αυτό που έλεγα ήταν: «θέλω η δουλειά μου να σκίσει και να την κάνω έτσι και όχι αλλιώς». Επειδή μου ήρθαν και τα πράγματα έτσι, να κάνω επιτυχία, να πουλάω δίσκους, να κόβω εισιτήρια, είμαι εντελώς χορτασμένη. Τον ανταγωνισμό, ωστόσο, τον ένιωσα κάποιες στιγμές. Ποτέ, όμως, στη δουλειά μου δεν πήρα παραπάνω χώρο απ’ τον άλλον.

Σας κούρασα μ’ αυτή τη συνέντευξη;

Κοίταξε, με έπιασες στον ύπνο. Δεν φανταζόμουν ότι θα ερχόμουν στη Λευκωσία και θα έδινα μια τέτοια συνέντευξη.

Info: Η Χάρις Αλεξίου θα είναι η αφηγήτρια στη μουσική παράσταση «Ο Χορός των Πυρσών» του Βασίλη Ρακόπουλου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Τετάρτη 14 Μαΐου)

* Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε σε ξενοδοχείο της Λευκωσίας το μεσημέρι της Τρίτης 8 Απριλίου 2025 

** Οι φωτογραφίες από τη συνέντευξη είναι του Ζαχαρία Καρούνη

*** Πρώτη δημοσίευση: Docville/ Documento