Πέμπτη 14 Αυγούστου 2025

Γιώργος Σαλβάνος: «Το πιάνο δεν με ''έζησε'' μόνο οικονομικά, αλλά και ψυχολογικά»

 

Μεταφέρω αυτούσιο κάτι που γράφτηκε πρόσφατα στα social media για τον μουσικό Γιώργο Σαλβάνο: «Η μορφή των μπουάτ! Υπήρχε διάχυτο ένα φως όταν καθόταν στο πιάνο και ας ήταν σκοτεινή η μπουάτ». Εγώ πάλι θα χαρακτήριζα τον συγκεκριμένο μουσικό, αφανή ήρωα των μεγαλύτερων στιγμών του ελληνικού τραγουδιού στις μπουάτ, τα πάλκα και τις συναυλίες. Ένας ακάματος εργάτης που του έτυχε να δουλέψει κυριολεκτικά με τους πάντες, αλλά και να ταυτιστεί με το περιβόητο Νέο Κύμα, μολονότι το εν λόγω μουσικό κίνημα βρισκόταν στα τελειώματα του. Θεώρησα καλό να δοθεί βήμα σ’ έναν καλλιτέχνη που για μισό αιώνα ποτέ δεν βγήκε μπροστά, καθαρά από προσωπική επιλογή του και στάση ζωής. Με δέχτηκε ένα απόγευμα στο σπίτι του, τον Οκτώβρη του 2021, τότε που ανάρρωνε από μία σοβαρή περιπέτεια με την υγεία του, και με προθυμία άνοιξε το αρχείο του, κυρίως όμως ανέσυρε μνήμες και θυμήθηκε ιστορίες άγνωστες από τη συμπόρευση του με καλλιτέχνες – ιερά τέρατα του 20ου αι. στον τόπο μας.

Έχω την αίσθηση πως ενώ μετράτε πενήντα χρόνια και παραπάνω στα μουσικά πράγματα, είστε παρασκηνιακός τύπος, σαν να κρύβεστε.

Εντελώς! Κοιτάξτε, όπως θα ξέρετε η δουλειά του μουσικού είναι μες τη διαπλοκή. Διάφοροι χρησιμοποιούν διάφορους τρόπους για να μπορέσουν να αναρριχηθούν ή να επιβιώσουν. Εμένα δεν μου πήγαινε ποτέ αυτή η κατάσταση και ότι έκανα στη ζωή μου, μάλλον το έκανα τυχαία. Απ’ το ’74, δηλαδή, που πήρα κάποιες καλές δουλειές, κανείς δεν με ήξερε ίσαμε τότε.

Και ο ένας σας πρότεινε στον άλλον.

Έτσι, ναι. Το ’74 μπήκα σ’ ένα σχήμα με τη συχωρεμένη Μαρία Δημητριάδη και την αδερφή της, την Αφροδίτη Μάνου, τον Κώστα Θωμαΐδη και τον Θόδωρο Δημήτριεφ. Πιάνο έπαιζε ο Θάνος Μικρούτσικος που θα αποχωρούσε για δικούς του λόγους, οπότε μέσω ενός φίλου, με ειδοποίησαν και τον αντικατέστησα.

Μιλήστε μου για τη ζωή σας, για τις σπουδές σας.

Ήρθα το 1964 στην Αθήνα από την Κέρκυρα σε ηλικία 14 ετών. Ήμουν γνώστης μουσικής, καθώς έπαιζα στη Φιλαρμονική της Κέρκυρας. Ήμουν τρομπετίστας. Πήγα κατευθείαν στο Ελληνικό Ωδείο, στη Φειδίου, με το ενδιαφέρον μου να εστιάζεται στα θεωρητικά. Και γι’ αυτά, όμως, έπρεπε να έχω κάποιες γνώσεις πιάνου. Το πιάνο, λοιπόν, ήρθε κι αυτό από σύμπτωση ή μάλλον από ανάγκη. Το ωδείο το παράτησα όταν πήγα φαντάρος, αλλά και γιατί δεν μου πήγαινε.

Έπρεπε κάπως να συντηρηθείτε.

Αυτός ήταν ο κύριος λόγος, μια και δεν προερχόμουν από ευκατάστατη οικογένεια. Έτσι αποφάσισα να βγω στο κουρμπέτι. Η πρώτη – πρώτη μου δουλειά, όσο κι αν σας φανεί περίεργο, ήταν μ’ έναν τραγουδιστή που τότε δεν τον ήξερε κανένας και που παίζαμε σ’ ένα μαγαζί στη γέφυρα του παλιού ανατολικού αεροδρομίου. Για τον Γιώργο Μαργαρίτη μιλάω. Λαϊκά τραγούδια έλεγε και το πράγμα πήγαινε ως τις εφτά το πρωί. Παρ’ όλη τη δουλειά που έχω ρίξει τόσα χρόνια, το μόνο πράγμα που δεν συμβιβάστηκα ποτέ, ήταν το ξενύχτι. Ποτέ δεν το ήθελα και η απόφαση μου να δουλέψω δεν εξαρτιόταν σε πρώτο βαθμό από το οικονομικό θέμα.

Όσο από το ωράριο;

Από το ωράριο και από το με ποιους θα δούλευα. Τον Μαργαρίτη, ας πούμε, δεν τον ήξερα, ιδέα δεν είχα, γιατί ήμουν και στραβός απ’ το ωδείο. Άντεξα γύρω στους δυόμισι μήνες και μετά έφυγα. Την ίδια περίοδο έγινε και η Μεταπολίτευση. Έτσι τον Δεκέμβρη του ’74 βρέθηκα με τη Δημητριάδη στη μπουάτ «Ορίζοντες».

Είστε χαρακτηρισμένος ωστόσο ως ακομπανιατέρ στο πιάνο των λεγόμενων «νεοκυματικών» καλλιτεχνών, της Αστεριάδη, της Κουμιώτη, του Λάκη Παππά.

Μ’ αυτούς έμπλεξα λίγο αργότερα. Πρώτα γνώρισα τον Λάκη Παππά στον «Τιπούκειτο» της Βαλτετσίου στα Εξάρχεια. Επιχειρηματίας ήταν ο Μπουκουβάλας, που άμα τον έβλεπες στο δρόμο, θα έβγαζες δεκάρικο να του δώσεις να φάει καμιά τυρόπιτα. Κι όμως υπήρξε φοβερός τύπος, απίστευτος κουλτουριάρης! Στον «Τιπούκειτο» έκατσα δυο χρόνια με τον Λάκη Παππά, τον μακαρίτη Αλέξη Γεωργίου και αργότερα προστέθηκε η Αρλέτα. Ο Λάκης και ο Αλέξης δούλευαν στο θέατρο και έρχονταν αργά, οπότε έπρεπε να καλυφτεί το πρόγραμμα, στο οποίο συμμετείχαν ακόμη η Κρίστη Στασινοπούλου και ο Ηλίας Λιούγκος. Χρειαζόταν, όμως, ένα ακόμη μεγάλο όνομα για εκείνη την εποχή και γι’ αυτό ήρθε η Αρλέτα. Ναι μεν έβγαινε μόνη της, αλλά σε δυο – τρία τραγούδια παίζαμε μαζί.

Ζήσατε με λίγα λόγια τον απόηχο του Νέου Κύματος.

Ισχύει εν μέρει, γιατί το Νέο Κύμα ανήκε στα βασικά ακούσματα μου ως έφηβος και στη συνέχεια μού έμελλε να συνδεθώ με τους εκπροσώπους του. Προηγουμένως, όμως, αμέσως μετά τους «Ορίζοντες» με τη Δημητριάδη και πάλι μέσω κοινού γνωστού, βρέθηκα να παίζω με τη Μαρίζα Κωχ. Ήταν άνοιξη του 1975 και κάναμε πρόβες για τη μεγάλη περιοδεία της Κωχ στην πρώην Σοβιετική Ένωση μαζί με τον Θανάση Γκαϊφύλλια, τη Λήδα Χαλκιαδάκη και το χορευτικό συγκρότημα Δοϊτσίδη. Θυμάμαι ότι φύγαμε με καράβι από τον Πειραιά: Πειραιάς – Οδησσός – Μόσχα – Μπακού – Τυφλίδα και μετά πάλι πίσω μέσω Μόσχας. Σύνολο: Εικοσιπέντε μέρες.

Αυτή ήταν η πρώτη σας μεγάλη δουλειά.

Σίγουρα ήταν η πρώτη δουλειά που βγήκα εκτός συνόρων.

Και ήσασταν απλά συνοδός των τραγουδιστών ή σας ενδιέφερε να πειράζετε και λίγο τα κομμάτια;

Όχι, αυτό που δεν μ’ άρεσε και δεν μου αρέσει είναι να πειράζω τα κομμάτια. Σέβομαι απόλυτα τον κάθε δημιουργό έτσι όπως τα έχει φτιάξει. Θα τα πείραζα μόνο σε περιπτώσεις σαν αυτή που συνέβη τελευταία: Κάναμε ένα γκρουπάκι, κλασική κιθάρα, τσέλο, μαντολίνο και πιάνο, όπου εκεί έπρεπε να προσαρμόσω κάπως τα κομμάτια. Ηχητικό ήταν, όμως, το θέμα, πάλι δεν τα άλλαξα επί της ουσίας. Το γκρουπ το ονομάσαμε Psycho και παίζουμε ελληνικά και ξένα all time classic κομμάτια.

Φαντάζομαι δεν θα σας αρέσει ιδιαιτέρως η τζαζ μουσική με τους αυτοσχεδιασμούς της.

Δεν είχα ποτέ έφεση στη τζαζ. Ακόμη και να ήθελα ν’ ακούσω κάποιον μεγάλο τζαζίστα, δεν θα ήταν στις προτεραιότητες μου. Θαυμάζω πιανίστες τζαζίστες, σαν τον Thelonius Monk, αλλά και πιο παλιούς, που έχουν τις ρίζες τους στα μπλουζ. Παραδέχομαι το παίξιμο τους, μην ξεχνάτε όμως πως εμένα οι συγκυρίες με οδήγησαν ν’ ασχοληθώ μ’ ένα πολύ πιο περιορισμένο ρεπερτόριο, αυτό του ελληνικού τραγουδιού. Επιλεγμένο κιόλας, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Σπανό, Πλέσσα, τέτοια πράγματα. Ξαναπάω πίσω για να σας πω ότι με την Κωχ κάναμε κι ένα μεγάλο ταξίδι – περιοδεία. Στην Κωχ υπήρχε η δυνατότητα του αυτοσχεδιασμού των μουσικών. Φύγαμε, θυμάμαι, στις 8 Μαΐου και γυρίσαμε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1980. Κάναμε κυριολεκτικά το γύρο του κόσμου, έχοντας κιόλας εγώ μεγάλο πρόβλημα με τα αεροπλάνα.

Τι να κάνεις, όμως, να έχανες τέτοια δουλειά;

Αυτό ακριβώς σκέφτηκα κι εγώ, μ’ έπιασε το φιλότιμο. Πήγαμε πρώτα Παρίσι, μετά Καναδά, Ηνωμένες Πολιτείες, Ανατολική Ακτή και κατόπιν Λος Άντζελες, Βανκούβερ κι απ’ το Βανκούβερ στην Αυστραλία σε τέσσερις μεγάλες πόλεις. Από την Αυστραλία βρεθήκαμε στην Κίνα στο πλαίσιο πολιτιστικής ανταλλαγής. Δώσαμε δύο συναυλίες στο Πεκίνο κι άλλες δύο στην Καντόνα, στα σύνορα του Χονγκ Κονγκ. Ακολούθησε το Νέο Δελχί κι από κει γυρίσαμε πίσω. Το πακέτο όλο κράτησε τέσσερις μήνες.

Τι είναι ο φόβος για τα αεροπλάνα μπροστά στο γύρο του κόσμου;

Κι όμως, δεν το απόλαυσα όπως έπρεπε το τουρ αυτό, καθώς είχα πολύ μεγάλο φόβο με τις πτήσεις. Ένιωθα καλά όπου πηγαίναμε μόνο όταν η επόμενη πτήση θα ήταν μετά από είκοσι μέρες. Εν πάση περιπτώσει, όλα πήγαν καλά και δεν κινδυνεύσαμε.

1975, Γιώργος Σαλβάνος - Αντώνης Τουρκογιώργης 

Ξέρετε ότι μεγάλο φόβο για τα αεροπλάνα έχουν κι άλλοι συνάδελφοί σας; Ο Τάσος Καρακατσάνης, ας πούμε.

Το ξέρω, ναι, ο Τάσος, όπως και ο Σαράντης Κασσάρας. Το ίδιο πρόβλημα είχε και ο Κώστας Γανωσέλλης. Με τον Κώστα έχουμε ταξιδέψει μαζί, έχουμε πάει στην Κούβα. Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα από την περιοδεία με την Κωχ, είχα αποφασίσει ότι δεν θα ξαναμπώ σ’ αεροπλάνο, έλεγα πως δεν θα το ξανακάνω. Ένα μεσημέρι, όμως, μου λέει η μάνα μου: «Σε ζήτησε η Μαρία Φαραντούρη». Σκέφτηκα «Από που κι ως που εμένα η Φαραντούρη;» Δεν την ήξερα, δεν είχαμε γνωριστεί κάπου. Τηλεφωνώ της Μαρίας και με ενημερώνει ότι συγκροτεί μια ορχήστρα για περιοδεία στην Ευρώπη. Με ζώσανε τα φίδια! Μου κλείνει ένα ραντεβού την επόμενη σ’ ένα στούντιο στα Πατήσια και η πρώτη μου κουβέντα, όταν πήγα, ήταν: «Πως ταξιδεύουμε;» Μου λέει η Μαρία πως θα φύγουμε αεροπορικώς για το Ανατολικό Βερολίνο κι από κει όλη η υπόλοιπη περιοδεία θα είναι οδικώς. Τελευταία συναυλία θα δίναμε στη Βιέννη, όπου από κει ο καθένας θα γύρναγε σπίτι του όπως γούσταρε. Εγώ, λοιπόν, έφυγα απ’ τη Βιέννη και πήγα στο Μόναχο, απ’ όπου πήρα το τραίνο για Ελλάδα.

Η συνεργασία με τη Φαραντούρη δεν περιορίστηκε στη συγκεκριμένη περιοδεία.

Γυρνώντας, κάναμε συναυλίες στην Ελλάδα το καλοκαίρι του ’81. Πήγαμε και στην Αλβανία για δύο εβδομάδες στο πλαίσιο πολιτιστικών ανταλλαγών με τη γειτονική χώρα. Και μετά ήρθε η Κούβα, αλλά για δουλειά του Μίκη Θεοδωράκη. Δεν είχε ορχήστρα τότε ο Θεοδωράκης και χρησιμοποίησε αυτήν της Μαρίας. Είχε έρθει και ο Γιώργος Νταλάρας μαζί ως γκεστ, αλλά βασικοί τραγουδιστές ήταν η Φαραντούρη και ο Πέτρος Πανδής. Το πρόγραμμα ήταν μοιρασμένο στο «Canto General» με την Ορχήστρα της Κούβας, που διηύθυνε ο Θεοδωράκης, και στα λαϊκά τραγούδια του.

1981, Κούβα, η γνωριμία του Γιώργου Σαλβάνου με τον Φιντέλ Κάστρο
Μεγάλη εμπειρία κι αυτή.

Πιστεύω πως το ότι γύρισα τον κόσμο όλο με τη δουλειά μου, είναι τεράστια υπόθεση. Και το κυριότερο: Γνώρισα έναν κόσμο, ο οποίος σήμερα δεν υπάρχει! Όταν ξαναπήγα στο Πεκίνο το 2009, πάλι με την Κωχ, ήταν μια πόλη άγνωστη, δεν είχε καμία σχέση με το Πεκίνο του 1980. Το ίδιο και η Σοβιετική Ένωση το ’75 επί Μπρέζνιεφ. Ένα καθεστώς σκληρό, που σήμερα δεν υφίσταται. Πιστεύω πως και η Κούβα, μετά τον Κάστρο που γνώρισα προσωπικά, δεν θα’ναι πια όπως την ήξερα. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο: Θεωρώ σημαντικό που απομυθοποίησα καλλιτέχνες, με τους οποίους μεγάλωσα και στη συνέχεια δούλεψα μαζί τους.

Λογικό δεν είναι αυτό, όμως;

Απολύτως, αλλά εγώ δε μιλάω απαραιτήτως για απομυθοποίηση με την κακή έννοια. Τον Λάκη Παππά, ας πούμε, τον είχα θεό στα φοιτητικά μου χρόνια και φτάσαμε στο σημείο να κοιμόμαστε στο ίδιο δωμάτιο και να ταξιδεύουμε παρέα. Γίναμε αδερφικοί φίλοι. Ερχόμενοι απ’ την Κούβα, που γνώρισα και τον Νταλάρα, μου τηλεφώνησε ο Γιώργος και με ζήτησε για την ορχήστρα του. Θα παίζαμε στο θέατρο «Σούπερ Σταρ» στην Αγίου Μελετίου σε μια σειρά παραστάσεων σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη. Το concept ήταν ένα αφιέρωμα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού από τη Σμύρνη μέχρι τη Μεταπολίτευση. Τραγουδούσαν Νταλάρας, Γλυκερία και Μαργαρίτα Ζορμπαλά και εκτός απ’ τις παραστάσεις στο θέατρο, περιοδεύσαμε σ’ όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, Βρυξέλλες και Στοκχόλμη.

Μ’ αρέσει που φοβόσασταν τα αεροπλάνα.

Τότε τον είχα ήδη ξεπεράσει το φόβο μου. Ύστερα ανακατεύτηκα με τους νεοκυματικούς καλλιτέχνες, πρώτα με τον Παππά, που δεν του άρεσε να τον λένε νεοκυματικό, γιατί ένιωθε ότι περιχαρακωνόταν. Ο Λάκης, άλλωστε, προηγήθηκε του νέου κύματος. Εγώ δούλεψα πολύ με τον Βιολάρη, την Χωματά, την Αστεριάδη και την Κουμιώτη, όπως και με τον Γιώργο Ζωγράφο – με όλους ανεξαιρέτως τους νεοκυματικούς, εκτός απ’ τον Πουλόπουλο, αν τον θεωρήσουμε κι αυτόν νεοκυματικό τραγουδιστή. Γνωρίστηκα με τον Γιάννη Σπανό, τον οποίο εκτιμούσα και εκτιμώ αφάνταστα. Είχαμε συμπράξει σε μερικές παραστάσεις.

Να γιατί ταυτιστήκατε, λοιπόν, με το Νέο Κύμα, ενώ ουσιαστικά δεν το είχατε ζήσει στην ακμή του.

Το ’64 – ’65 που πρωτοστατούσε το Νέο Κύμα, εγώ ήμουν έφηβος, αλλά το ζούσα δισκογραφικά. Το θέμα το ήξερα γιατί ήταν μέσα στα ακούσματα μου μαζί με την πιο κλασική μουσική. Έπειτα πέρασα ως θαμώνας απ’ όλες τις μπουάτ, που λίγο αργότερα δούλεψα ως μουσικός. Το ίδιο διάστημα γνώρισα ποιητές και στιχουργούς, σαν τον Άκο Δασκαλόπουλο και τον Δημήτρη Ιατρόπουλο. Με τους νεοκυματικούς τραγουδιστές πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, κάναμε πάρα πολλές δουλειές, έχοντας μάλιστα την ευθύνη της ορχήστρας τους. Έγραφα τις παρτιτούρες τους, ενορχήστρωνα, ήμουν κατά ένα τρόπο ο μαέστρος τους.

Απορώ πως και δεν σας βγήκε ποτέ να γράψετε δική σας μουσική.

Όχι, ποτέ, γιατί πολύ απλά δεν μου βγαίνει. Ούτε ποτέ προσπάθησα, γιατί δεν με ενδιέφερε.

Αν σας ζητούσα να ξεχωρίσετε μια δουλειά σας ως την καλύτερη;

Απ’ την άποψη του πρεστίζ, όταν μου ζήτησε ο Καλκάνης, ο μαέστρος του δήμου της Αθήνας, να οργανώσω δυο βραδιές με τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Μου διέθετε τη λαϊκή ορχήστρα του δήμου, αλλά επειδή τα τραγούδια είχαν ανάγκη κι άλλων οργάνων, θα μου έδινε από τη Λυρική ότι άλλο χρειαζόμουν. Ο Χατζιδάκις στο μεταξύ είχε φύγει από τη ζωή. Πρόλαβα και τον γνώρισα κι αυτόν σ’ ένα ξενοδοχείο έξω απ’ τη Νάουσα. Φευγαλέα, ένα «χαίρετε». Έτυχε να μένουμε στο ίδιο ξενοδοχείο, εκείνος με το σχήμα του κι εγώ με το σχήμα της Κωχ. Πηγαίναμε για δουλειά, θυμάμαι, και τον βλέπουμε να κάθεται στο φουαγέ με τον Τάσο Καρακατσάνη. Ο Τάσος, φίλος μου από το ’75, ευγενής όπως είναι μια ζωή, σηκώθηκε και με σύστησε στον Χατζιδάκι. Τι με εντυπωσίασε: Ο Χατζιδάκις σηκώθηκε από την καρέκλα του για να με χαιρετίσει. Έδειξε δηλαδή σεβασμό σ’ έναν πολύ νεότερο του μουσικό, που αμφιβάλλω αν είχε ακούσει ποτέ το όνομα μου.


Για τον Χατζιδάκι μου μιλάτε, για τον Θεοδωράκη δεν μου είπατε κάτι πριν.

Κοιτάξτε, έχω πει κάτι εδώ και πολλά χρόνια σε μερικούς – μερικούς που κατηγορούν τον μουσικό Θεοδωράκη: Αν υπάρχουν πέντε μουσικοί στην Ελλάδα που υπερασπίζονται τον συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, οι πέντε είμαι εγώ! Μιλάω για τον μουσικό, γιατί ο άνθρωπος Θεοδωράκης είναι μία άλλη ιστορία. Ως εδώ. Σε εκείνη τη χατζιδακική συναυλία, λοιπόν, ο Καλκάνης με άφησε ελεύθερο. Μου είπε να έπαιρνα όποιους τραγουδιστές ήθελα, αφού προφανώς υπήρχε μπάτζετ. Του πρότεινα να παίζαμε «Ματωμένο Γάμο» και «Παραμύθι χωρίς όνομα» με τον Λάκη Παππά συν κάποια άλλα τραγούδια με τον Βασίλη Λέκκα και τον συχωρεμένο Δημήτρη Ψαριανό. Παίξαμε και ολόκληρο τον «Σκληρό Απρίλη του ’45», τα ορχηστρικά. Τη συναυλία τελικά παρακολούθησαν δυόμισι χιλιάδες άτομα, αλλά ο Καλκάνης μου επέβαλε να διευθύνω και την ορχήστρα. Με ανάγκασε να κάνω τον μαέστρο κι ένιωσα ντροπή, γιατί εγώ δεν είχα καμιά δουλειά μ’ αυτό το πράγμα. Κάναμε και δύο ακόμη συναυλίες με τον «Καπετάν – Μιχάλη» του Χατζιδάκι στην Κρήτη, την πρώτη με τον Λέκκα και τη δεύτερη με τον Ψαριανό. Εκεί ξανάκανα αναγκαστικά τον μαέστρο, γιατί επρόκειτο για ένα στριφνό έργο που έπρεπε κάποιος να το κουμαντάρει. Πάντως, η καλύτερη για μένα δουλειά από πλευράς συνθηκών, ήταν οι συναυλίες με τη Φαραντούρη. Ξεκινούσαμε στις 6.30 το απόγευμα και τελειώναμε στις 8 το βράδυ. Στο εξωτερικό δεν κρατάνε πολλή ώρα οι συναυλίες. Θυμάμαι ότι έπαιζα στο πιάνο, που ήταν στην άκρη της σκηνής κι αν καμιά φορά ξεφεύγαμε λίγο, ερχόταν ο φροντιστής και μου έδειχνε το ρολόι του. Η παράσταση έπρεπε να’ναι μιάμιση ώρα ακριβώς και μιλάμε για Γερμανία, έτσι;

Με τους νεοκυματικούς ακόμη παίζετε, πάντως.

Σωστά, δούλευα και ακόμα δουλεύω, αν και τώρα με την κρίση του κορονοϊού, σταματήσαμε. Σταθερά δουλεύω με τον Μιχάλη Βιολάρη, ο οποίος, επειδή πρόσεχε και έκανε καλή ζωή, μπορώ να σας πω ότι φωνητικά είναι καλύτερος απ’ ότι στα νιάτα του. Τους έζησα όλους, πάντως, όπως σας είπα, τη χρυσή εποχή των μπουάτ, καθώς οι μπουάτ κράτησαν μέχρι και τα τέλη του 1970 σε κατάσταση ακμαία. Κατά καιρούς έπαιζα στην Πλάκα σε μικρά μαγαζάκια, εκτός από το «Θεμέλιο» που τη σαιζόν 1976 – 77 παίξαμε με τη Μαρίζα Κωχ και τον Μανώλη Μητσιά. Στο ίδιο σχήμα ήταν ακόμη η Τάνια Τσανακλίδου και ο Δημήτρης Πουλικάκος. Καλά τα πήγαμε μέχρι που, δεν ξέρω για ποιο λόγο, η Μαρίζα έφυγε στη μέση της σαιζόν. Πιθανώς να μην τα βρήκαν με τον επιχειρηματία στα οικονομικά – ο θεός να τον έκανε επιχειρηματία!

Γνωρίζω πως το χιούμορ σας είναι παροιμιώδες, αυτό κυκλοφορεί μεταξύ των μουσικών. Θα ήθελα να μου αφηγηθείτε μια αστεία ιστορία.

Πολλές αστείες ιστορίες, πράγματι. Θα σας πω μία με την Αλίκη Καγιαλόγλου. Στα μέσα του ’80 παίξαμε σ’ ένα φεστιβάλ στο Μεξικό ανάμεσα σε πολλές άλλες χώρες. Εκεί ήταν και ένα γκρουπ Αβορίγινων μουσικών, ντυμένοι όλοι τους με παραδοσιακά πετσιά και δέρματα. Ένας απ’ αυτούς ερωτεύθηκε την Καγιαλόγλου! Καθόμασταν ένα βράδυ έξω απ’ το ξενοδοχείο κι ο τύπος είχε βγει στο παράθυρο από πάνω μας κι έκανε σήματα στην Αλίκη. Λέει αυτή: «Τελικά εμπνέω μεγάλους έρωτες», οπότε γυρνάει και της κάνει ο Κώστας Γρηγορέας ο κιθαριστής: «Αλίκη μου, αυτός σε φαντάζεται μέσα σ’ ένα ταψί και μ’ ένα μήλο στο στόμα» (γέλια). Δουλέψαμε αρκετά με την Καγιαλόγλου, αλλά αραιά, όχι συνεχόμενα. Παίξαμε στη Νάπολη, θυμάμαι, αλλά και στο Τρεβίζο – οι δυο μας μόνο, πιάνο – φωνή. Γενικά, πάντως, το χιούμορ έπαιζε μεγάλο ρόλο στη σχέση μου με τους άλλους. Δεν έβγαινε αλλιώς, το καταλαβαίνετε. Ακόμα και τώρα που ήμουν στο νοσοκομείο, στον Ευαγγελισμό για ένα μήνα σχεδόν, δε μπορούσα να μην αστειεύομαι με τους γιατρούς και τις νοσοκόμες παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης μου.


Θέλετε να μου πείτε τι ακριβώς σας συμβαίνει, μια κι εσείς το αναφέρατε;

Για ένα διάστημα πριν πάω στο νοσοκομείο δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Κάποια στιγμή με έτρεξε ο κουμπάρος μου στο Γεννηματάς κι έκανα εξετάσεις αίματος, που ποτέ μου δεν είχα κάνει κι αυτή ήταν ίσως η μεγαλύτερη βλακεία. Την επόμενη πήρε τα αποτελέσματα ο κουμπάρος και τα έστειλε σ’ έναν αδερφικό μας φίλο, γιατρό, στην Κέρκυρα. Τα βλέπει αυτός, μου τηλεφωνεί και μου λέει: «Τσακίσου τώρα και πήγαινε για εισαγωγή σε νοσοκομείο». Μέτραγα μέρες, απ’ ότι μου είπαν…Κατά τα μεσάνυχτα, μου βάλανε κάτι σωληνάκια που φτάνουν στην καρδιά και μετά απ’ αυτή την επώδυνη διαδικασία με στείλανε κατευθείαν για αιμοκάθαρση. Με πήγαν σε δωμάτιο και την άλλη μέρα ξανά αιμοκάθαρση. Βγήκα απ’ το νοσοκομείο μόνο όταν έπρεπε να αδειάσει το κρεβάτι και μου βρήκαν μια κλινική κοντά μου, στα Ιλίσια, όπου συνεχίζω τις αιμοκαθάρσεις.

Σας βλέπω καλά τώρα, ευδιάθετο και δυνατό.

Πέρασε μεγάλο διάστημα, πάνω από μήνας, μέχρι να ανακτήσω τις δυνάμεις μου μετά το νοσοκομείο. Το μόνο που μ’ ενοχλεί είναι αυτός ο δεσμευτικός μπελάς, να πηγαίνω τρεις φορές τη βδομάδα για αιμοκάθαρση. Υπάρχει μια μικρή πιθανότητα, απ’ ότι μου λένε, οι αιμοκαθάρσεις να αραιώσουν ή και να σταματήσουν – αυτό θα’ναι και το ζητούμενο.

Σας φόβισε η περιπέτεια αυτή;

Παραδόξως, όχι. Ξέρετε με τι έπαθα σοκ μες το νοσοκομείο; Μ’ αυτά που έβλεπα που τραβούσαν οι άλλοι δίπλα μου, όχι δηλαδή με τη δική μου πάθηση. Κάποια στιγμή μου φέρανε γιατρό ψυχολόγο, γιατί τους δήλωσα πως δεν μπορώ να διαχειριστώ αυτή την τραγική κατάσταση.

Ισχύει αυτό που λένε ότι τα καλύτερα παιδιά είναι οι λαϊκοί έναντι των λόγιων – έντεχνων μουσικών;

Όντως έτσι λένε, αλλά εγώ δεν τους γνώρισα καλά τους λαϊκούς, γιατί δεν ήμουν ποτέ μέσα σ’ αυτό το χώρο. Από επιλογή μου, βέβαια, αφού η νύχτα δεν μ’ άρεσε. Θυμάμαι το ’87 περίπου όταν η Πόπη Αστεριάδη μας είχε φέρει τον Θανάση Βασιλά, τον μπουζουξή, που ήταν πιτσιρίκι, 16 – 17 χρονών παιδί. Έξυπνος και ταλαντούχος, έκανε καριέρα, αν και λίγο το σκύλεψε στην πορεία του. Περί ορέξεως, βέβαια…

Ποια είναι η σχέση σας με το πιάνο;

Μ’ αρέσει πάρα πολύ να βλέπω κάποιους να παίζουν κλασικό ρεπερτόριο, κυρίως ξένους πιανίστες. Τους θαυμάζω και τους ζηλεύω με την καλή έννοια. Μακάρι να έπαιζα το ένα εκατοστό απ’ το πιάνο που παίζει ο Κινέζος Λανγκ Λανγκ, ας πούμε. Παρόλα αυτά, δεν με χάλασε και μένα το πιάνο. Του χρωστάω. Δεν με έζησε μόνο οικονομικά, αλλά και ψυχολογικά. Γύρισα τον κόσμο με την τέχνη μου, άνοιξε το μάτι μου.

Πόσο μοναχικός άνθρωπος είστε;

Έκανα εργένικη ζωή. Μπορώ να είμαι μόνος μου, αν και λίγο τα χρειάστηκα όταν γύρισα από το νοσοκομείο. Φοβήθηκα μην μου τύχει καμιά ανωμαλία και τρέχα – γύρευε μετά. Μου είχε πει κάποτε ο Γιάννης Γλέζος το εξής: «Μου κάνει εντύπωση πως μπορείς και κάθεσαι σε μια πολυθρόνα για τέσσερις ώρες χωρίς να κάνεις τίποτα». Του απάντησα: «Μπορώ, γιατί τά’χω καλά με μένα και δεν έχω κανένα πρόβλημα». Δεν σημαίνει αυτό ότι είμαι αντικοινωνικός.

Σας ρώτησα γιατί έχω συναντήσει μουσικούς, αρκετά μεγαλύτερους σας ηλικιακά, που προσπαθούσαν να με πείσουν για το πόσο απέχουν απ’ τη μοναξιά, ενώ σαφώς ήταν βυθισμένοι μέσα σ’ αυτή.

Οι αναμνήσεις είναι κάτι καλό, που σε βοηθάνε σ’ αυτό το κομμάτι. Εγώ καμαρώνω για το γεγονός ότι έζησα, και επαγγελματικά, και κοινωνικά – δεν ήμουν ποτέ χωμένος σ’ ένα μαγγανοπήγαδο. Έζησα και απολάμβανα την καθημερινότητα με τους φίλους, τις γυναίκες, τις δουλειές.

Υπάρχει κάτι που δεν είπαμε και θα θέλατε να το πείτε;

Α, θα σας πω μια ιστορία που μου τη θύμισε η Μαρίζα, η οποία ήρθε εδώ τις προάλλες και μου έφερε φαγητά, νά’ναι καλά! Ξέρετε, καμιά φορά η Μαρίζα λέει με τη Νένα Βενετσάνου για μένα: «Αυτός εδώ έτσι κι ανοίξει το στόμα του, δεν μας ξεπλένει κανείς» (γέλια)

1976, Άννα Βίσση - Γιώργος Σαλβάνος

Δεν μου είπατε και τίποτα συνταρακτικό, μην ανησυχείτε.

Φυσικά, τα προσωπικά του καθενός δεν αφορούν κανέναν. Ακούστε την ιστορία: Είμαστε στο Κουβέιτ και παίζουμε σ’ ένα ξενοδοχείο με σφραγίδα ενός απ’ τα καλύτερα ξενοδοχεία στον κόσμο. Αν και είχαμε επίσημη πρόσκληση από την κυβέρνηση, εκεί είχαν ένα θέμα με τις γυναίκες που τραγουδούν. Καθυστερήσαμε πολύ στο αεροδρόμιο, θυμάμαι, μέχρι να την αφήσουν τη Μαρίζα να φύγει. Στο ξενοδοχείο έρχεται και μας βρίσκει ένας Έλληνας ναυτικός με καταγωγή απ’ τα Τρίκαλα. Αυτός είχε κάποτε μια ψαρόβαρκα στον Περσικό Κόλπο και ψάρευε. Σε κάποια φουρτούνα είχε κινδυνεύσει μια θαλαμηγός ζάπλουτων σεΐχηδων από το Κουβέιτ. Έμπειρος ναυτικός αυτός, τους έσωσε. Η θαλαμηγός βούλιαξε, αλλά οι άνθρωποι γλίτωσαν. Δεδομένου ότι σ’ αυτά τα μέρη, η μαγική λέξη είναι μία, «Γιουνάν», «Έλληνας» δηλαδή, συν του ότι τους έσωσε τη ζωή, του έδωσαν την εποπτεία ολόκληρου του εμπορίου ψαριών στο Κουβέιτ! Έκτοτε αυτός ζούσε δυο μήνες στο Κουβέιτ, δυο μήνες στο Σαν Φρανσίσκο, δυο μήνες στην Ελβετία, δυο μήνες στο χωριό του κ.ο.κ. Αυτός, λοιπόν, μας είχε κανονίσει τα τραπέζια εκεί που θα παίζαμε και είχε βάλει τύπους με σαρίκια να μας εξυπηρετούν. Θεώρησε ως Έλληνας ότι σε μία ελληνική βραδιά εκεί πρέπει να διασκεδάσουν όπως διασκεδάζουμε στην Ελλάδα. Βγήκε στην αγορά το μεσημέρι και αγόρασε όσα πιάτα υπήρχαν για να τα φέρουν στο ξενοδοχείο και να τα σπάσουν οι πελάτες το βράδυ. Έλα, όμως, που τα πιάτα ήταν κινέζικη πορσελάνη! Τι άλλο θα μπορούσαν να έχουν στο Κουβέιτ εκτός από πανάκριβα πιάτα; Έπαιζε ο Γλέζος στο πιάνο την «Κόρντοβα» κι έφευγε το πιάτο! Κάποια πιάτα σπάγανε, κάποια όχι. Είχα τη Μαρίζα πίσω απ’ το παραβάν να φωνάζει: «Ότι δεν σπάει, φέρνε το μέσα» (γέλια)

Πόσο καιρό έχετε να δουλέψετε;

Κανονικά έχω να δουλέψω γύρω στους 18 μήνες. Ποτέ δεν κάνω σχέδια, όμως, είμαι λίγο έως πολύ αναβλητικός τύπος. Κι αν η κατάσταση της υγείας μου δεν εγκυμονεί κινδύνους άμεσα, δεν παύει νά’ναι ένα πρόβλημα. Μην ξεχνάμε ότι είμαι 71 ετών, κλεισμένα, οπότε από δω και πέρα αρχίζει η σοβαρή φθορά. Δεν είμαι σίγουρος, επίσης, αν ο καλλιτεχνικός κόσμος, με τον οποίο συνεργάζομαι, με εμπιστεύεται πια. Δεν ξέρουν αν μπορώ να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις της δουλειάς. Μπορώ και ξέρω ότι μπορώ, ειδικά τώρα που νιώθω καλά σε σχέση με το πως ήμουν πριν. Για το τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω κάποιους ανθρώπους που μου στάθηκαν και μου στέκονται: Τον κλαρινίστα Θωμά Δρόσο, ο οποίος έρχεται κάθε μεσημέρι και με παίρνει απ’ την κλινική για να με γυρίσει σπίτι. Τη Μαρίζα Κωχ που με συντρέχει στο βαθμό που μπορεί κι αυτή, γιατί έτυχαν όλα μες το καλοκαίρι. Τη Μαργαρίτα Πικιώνη, εγγονή του μεγάλου Πικιώνη, που έχω ενορχηστρώσει δύο δουλειές της και κάθε μέρα, κάθε πρωί, είναι από κάτω για να με πάει για την αιμοκάθαρση. Την Κοκό, την ιδιοκτήτρια του «Ενθύμιου», που επίσης μου φέρνει ένα πιάτο φαΐ εκεί που εγώ δεν είμαι σε θέση να μαγειρέψω. Δεν υπάρχει τίποτα σημαντικότερο από την ανθρώπινη αλληλεγγύη.

Εύχομαι η υγεία σας να βελτιωθεί κι άλλο και να σας δούμε σύντομα στη θέση σας στο πιάνο.

Πολύ σας ευχαριστώ. Πρέπει να είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνω στα πενήντα χρόνια πορείας μου στο χώρο.


* Η συνέντευξη με τον μουσικό Γιώργο Σαλβάνο πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του τον Οκτώβριο του 2021

** Πρώτη δημοσίευση: Documento/ koutipandoras.gr

*** Οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του Γιώργου Σαλβάνου

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

Ένα ποίημα της Θεοδώρας Ντάκου από τη «Διαγώνιο» (τεύχος 9, Ιανουάριος - Μάρτιος 1967)


Η ΣΙΩΠΗ

Γιατί να με ρωτάς τόσα πολλά

για τη ζωή μου, για τις σκέψεις,

για το μέλλον μου...

Δεν ξέρω σε ποιο κρεβάτι θα κοιμηθώ

όμως το δικό σου δεν έχει διέξοδο

Δεν ξέρω σε ποια χέρια θα κλάψω

μα τα δικά σου ήδη καταρρέουνε

Δεν ξέρω ποια χαμόγελα θα δεηθώ

μα το δικό σου δε θα μου ανήκει

Γι' αυτό θα σε κοιτώ αμίλητη, γι' αυτό

δε σου τηλεφωνώ, γι' αυτό δε σού' γραψα.

Είναι μια εξευτελισμένη φρόνηση που μπόρεσα,

αν είναι δυνατόν, μια σιωπή να προστατέψει. 

* Στη σελίδα 65 του τεύχους 10 της «Διαγωνίου» (Ιανουάριος - Μάρτιος 1967) υπήρχαν δημοσιευμένα δύο ποιήματα της Θεοδώρας Ντάκου: «Η Ανταύγεια» και «Η σιωπή». 

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Ποιος θυμάται τον Γεώργιο Γεωργίου Παπανδρέου (πέντε χρόνια από το θάνατο του);

 

Μερικοί τον μνημονεύουν από χθες με προσωπικές αληθινές ιστορίες, βουτηγμένες στο χιούμορ: Κάποτε ζητούσε από μια υπάλληλο του Βασιλόπουλου «ένα θπαγγάκι» να το δέσει πάνω από το καρότσι για να μην πέσουν τα ψώνια. Η καημένη η υπάλληλος τον κοίταζε απορημένη και εκείνος επέμενε: «Μα είναι δυνατόν να μην έχετε ένα θπαγγάκι;» Η τραγουδίστρια Πέννυ Ξενάκη τον θυμάται σαν θαμώνα στους χώρους που τραγουδούσε. Ήταν – λέει – ιπποτικός με τις γυναίκες που συνόδευε, είχε μία ευγένεια άλλης εποχής. Τον θυμούνται ακόμη να περνάει τη λεωφόρο Αλεξάνδρας με μια αρχαία τζάγκουαρ ή να είναι τρομερά αξιοπρεπής και συμπαθητικός στον οίκο ευγηρίας, που κατέληξε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. 

Εγώ πάλι τον θυμάμαι – καλώς ή κακώς – από την αλησμόνητη trash TV που μεσουρανούσε στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Τότε που τον έβγαζε ο Βασίλης Λεβέντης στο κανάλι του, το Κανάλι 67, επιθυμώντας – ως «Κεντρώος» που τό’παιζε – μία σύνδεση με την παπανδρεϊκή οικογένεια. Ένα βράδυ τον είχαν ξεχάσει να μιλάει και όλο να μιλάει, υποτονικά, έτσι όπως μίλαγε σε πλήρη αντιδιαστολή με τον φωνακλά Λεβέντη. Προφανώς ο καμεραμάν την είχε κοπανήσει και είχε αφήσει την κάμερα να τον «τραβάει» μόνη της live. Η ώρα είχε πάει τρεις τα χαράματα κι εκείνος, όταν συνειδητοποίησε ότι τον είχαν παρατήσει όλοι, γύρισε και είπε στο φακό μ’ αυτό το χαρακτηριστικό χαριτωμένο ψεύδισμα του: «Θτούντιοοοο! Που πήγες, θτούντιο;»…

Το ίδιο διάστημα τον είχαμε δει και στο «Ερωτοδικείο», μέλος του φελλινικού θιάσου της Βίκυς Μιχαλονάκου, που περιλάμβανε ακόμη τον Μίστερ Μπούτια, τον δικηγόρο Λεωτσάκο, την πρώιμη Ελένη Λουκά και πολλούς άλλους ανεκδιήγητους τύπους, οι οποίοι σήμερα φαντάζουν τόσο αθώοι και τόσο καλοπροαίρετοι συγκριτικά με τα κοράκια και όλες τις αργυρώνητες πουτάνες, θηλυκές και αρσενικές, των ΜΜΕ…

Μου ήταν πολύ συμπαθής ο Γεώργιος Γ. Παπανδρέου, ο μικρότερος ετεροθαλής αδελφός του Ανδρέα, καρπός του έρωτα του Γέρου Γεωργίου Παπανδρέου με την ηθοποιό Κυβέλη. Ίσως γιατί για πολλούς άλλους, τους φανατικούς Πασόκους, ακόμη και τον κομμουνιστή πατέρα μου, ήταν απλά ένας «χαζούλης» που δεν μπορούσε να έχει ουδεμία σχέση με τον πρώην Πρωθυπουργό, στον οποίο υποκλίνονταν οι ξένοι ηγέτες. Ίσως πάλι γιατί οδεύοντας προς τη δύση του βίου του, είχε πέσει θύμα εκμετάλλευσης από έναν παμπόνηρο- όπως αποδείχτηκε- πολιτικό, ο οποίος θα κατάφερνε πολλά χρόνια αργότερα να μπει στη Βουλή και να σταματήσει επιτέλους τις κατάρες του. 

Έτσι, λοιπόν, τον γνωρίσαμε εμείς οι νεότεροι, σαν μία καλτ φιγούρα της trash TV, αστεία και ανώδυνη. Για την ακρίβεια, έτσι μάθαμε πως ο ισχυρός Ανδρέας, λίγο πριν πεθάνει κι αυτός, είχε έναν αδερφό από άλλη μάνα, που δεν τον έφτανε ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι απ’ την άποψη της δράσης και της αναγνωρισιμότητας. 

Παρόλα αυτά, όσοι τουλάχιστον τον γνώρισαν και τον συναναστράφηκαν, πιστεύουν πως επρόκειτο για μία γοητευτική προσωπικότητα, για έναν απρόβλεπτο και υπερευαίσθητο άνθρωπο, που κατά βάθος δεν τον ενδιέφερε καθόλου η πολιτική σταδιοδρομία και το μόνο που ήθελε ήταν να περνάει καλά ο ίδιος και οι άλλοι γύρω του. Υπάρχουν τα αποκόμματα εφημερίδων του 1953, που μαρτυρούν πως ένας 23χρονος φοιτητής, ο γιος του «Γέρου της Δημοκρατίας» και της Κυβέλης, αποπειράθηκε να βάλει τέλος στη ζωή του για μια ερωτική απογοήτευση στο Παρίσι. Η ροπή του αυτή προς το θάνατο είχε ξεκινήσει από την πολύ νεανική του ηλικία και με άλλες απόπειρες αυτοκτονίας τόσο στην Ελλάδα, όσο και κάποτε στις ΗΠΑ. Ήταν και η αιτία που η Κυβέλη, η μητέρα του, του είχε μεγάλη αδυναμία, φοβούμενη για το πως θα τα βγάλει πέρα το παιδί αυτό στον αγώνα για επιβίωση. Καμιά φορά δεν αρκεί μία μεγάλη οικογένεια, ούτε και τα πολλά λεφτά, για να ζεις καλά και να τιθασεύεις τις ευαισθησίες σου. 

Υπάρχει ακόμη η μαρτυρία της ηθοποιού Μαρίας Σόκαλη, της καλλονής που μπορεί να μην έκανε καριέρα στο θέατρο και τον κινηματογράφο, παντρεύτηκε όμως τον Γεώργιο Γ. Παπανδρέου και μέχρι σήμερα θυμάται τα καλύτερα από τη συμβίωση τους. Τα καλύτερα, αλλά και τα πιο σουρεαλιστικά, αν κρατήσουμε από την αφήγηση της την ιστορία που λέει πως την επόμενη του γάμου τους, επειδή η ίδια φοβόταν τα αεροπλάνα, έστειλε τον άντρα της γαμήλιο ταξίδι στην Ινδία με μία φρεσκοχωρισμένη…γειτόνισσα τους! 

Το παπανδρεϊκό σόι στην Ελλάδα ποτέ δεν μας έκανε να πλήξουμε, αν μη τι άλλο, θα ισχυριζόταν κανείς. Η αλήθεια είναι πως τον Γεώργιο Γ. Παπανδρέου τον είχαμε χάσει εδώ και αρκετά χρόνια, μην ξέροντας αν βρίσκεται στη ζωή ή αν είχε πεθάνει προ πολλού. Μόλις χθες ήρθε η είδηση πως αποχαιρέτισε τα εγκόσμια πλήρης ημερών, στα 92 του χρόνια, καταπονημένος από προβλήματα υγείας σε έναν οίκο ευγηρίας της Αθήνας. Ο θάνατος του δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τα ΜΜΕ μεσ’ στη ραστώνη του Αυγούστου. Ένα βιογραφικό του μόνο σε αρκετά sites με μπόλικες δόσεις life style και κάποιες πληροφορίες που βρήκα στο διαδίκτυο και ενέταξα επιλεκτικά σ’ αυτό το άρθρο. 

Έτσι, ως επίλογος στον αποχαιρετισμό μιας «καλτ» περσόνας της νιότης μου, ας κρατηθεί η συγκινητική μαρτυρία του σκηνοθέτη Κώστα Φέρρη, όπως την κατέθεσε στον προσωπικό μου λογαριασμό στο facebook και τη μεταφέρω εδώ αυτούσια: 

«Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ! Ήταν ο αγαπημένος της παρέας του Βυζαντίου στο Κολωνάκι και κανείς δεν τον υποτιμούσε. Δε θα ξεχάσω τη βραδιά της 21ης Απριλίου, που ήρθε αναστατωμένος στο Κολωνάκι, κλαίγοντας με αναφιλητά, να μας πει πως συλλάβανε τον πατέρα του και τον Ανδρέα. Καλό ταξίδι, αγαθέ μας φίλε με την καλή καρδιά».

* Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο koutipandoras.gr στις 6 Αυγούστου του 2020, ημέρα θανάτου του Γεωργίου Γ. Παπανδρέου

«Γιάννη Φλωρινιώτη, τελικά πειράζει πού'σαι μεγάλη φίρμα;»

 

Η συνέντευξη με τον Γιάννη Φλωρινιώτη πραγματοποιήθηκε το φθινόπωρο του 2014 στο σπίτι του στη Λούτσα. Είχαμε πάει, θυμάμαι, με το αυτοκίνητο του φωτογράφου της LIFO, του Πάρι Ταβιτιάν, όπως κάναμε πάντα σε περιπτώσεις που οι συνεντευξιαζόμενοι έμεναν κάπως απόκεντρα. Βρήκαμε τον Φλωρινιώτη να μας περιμένει μόνος του και αφού πρώτα μας έκανε μια ξενάγηση στον προσωπικό του χώρο, περάσαμε στο σαλόνι του για τη συζήτηση. Μία ορμητική συζήτηση που κράτησε πάνω από δύο ώρες, στην οποία ο τραγουδιστής αναφέρθηκε στα πάντα, από τα παιδικά του χρόνια και την επαγγελματική σταδιοδρομία του μέχρι τα προσωπικά του και το ξάνοιγμα του στη βιομηχανία της βιντεοκασέτας με δικά του σενάρια στην ποντιακή διάλεκτο! Η συνέντευξη που λόγω έκτασης δημοσιεύθηκε σε δύο μέρη στον ιστότοπο της LIFO τον Οκτώβριο του 2014, τελείωνε με τον Φλωρινιώτη να πιστεύει πως θα πεθάνει σε ηλικία 84 ετών. Επειδή όμως κανείς δεν γνωρίζει το πότε θα περάσει στην ανυπαρξία, αυτό δυστυχώς συνέβη αρκετά νωρίτερα, τον Ιούνιο του 2023, όταν δηλαδή ο Φλωρινιώτης έφυγε τελικά από τη ζωή στα 76 του χρόνια. Σήμερα θα έλεγα με κάθε ειλικρίνεια πως ο Γιάννης Φλωρινιώτης ήταν ένας από τους πιο συμπαθητικούς ανθρώπους που μου έτυχε να γνωρίσω. Δεν έμοιαζε να έχει ίχνος κακίας μέσα του όποτε η συζήτηση πήγαινε σε μια πίκρα - κυρίως λόγω bullying - που είχε εισπράξει από το ίδιο του το συνάφι. Η συνέντευξη αναδημοσιεύεται εδώ, στο προσωπικό μου blog, ακριβώς δύο χρόνια και δύο μήνες μετά την αναχώρηση του ιδιαίτερου καλλιτέχνη. Ευτυχώς τουλάχιστον που δεν πρόλαβε να βιώσει το θάνατο του αγαπημένου γιού του, που τον ακολούθησε λίγο καιρό μετά.

Σας συναντάω ολομόναχο με τη σκύλα σας, τη Φρίντα, σε ένα τεράστιο σπίτι στη Λούτσα. Το συνηθίζετε αυτό;

Το καλοκαίρι έρχονται για σαββατοκύριακα τα παιδιά μου, για να πάνε στη θάλασσα, αλλά τον περισσότερο καιρό είμαι μόνος μου. Μ' αρέσει εδώ που τα λέμε και η μοναξιά λίγο, αφού επί 52 χρόνια είχα γυρίσει όλο τον κόσμο και ήμουν μέσα σε κόσμο. Ε, τώρα θέλω να ηρεμώ, έρχομαι εδώ, παίρνω ενέργεια, ξεκουράζομαι κι όταν προκύψει δουλειά, τα δίνω όλα.

Πώς περνάτε μοναχικά το χρόνο σας;

Ωραία, γιατί εγώ γράφω στίχους και μουσική, ασχολούμαι με το ίντερνετ, μιλάω με φίλους, ανεβάζω – κατεβάζω βιντεάκια μου, γράφω και κάνα σενάριο.

Να υποθέσω ότι δεν έχετε κάποιον άνθρωπο υπεύθυνο για το promo σας.

Όχι, ποτέ στην καριέρα μου δεν είχα μάνατζερ. Θεωρώ τον εαυτό μου ήρωα, γιατί ξεκίνησα από μια μικρή εταιρεία κι έγινα το είδωλο της Ελλάδος κι αυτό δεν μου το συγχωρήσανε ποτέ, αφού οι εταιρείες χαλούσαν τότε εκατομμύρια για να φτιάξουν το ίματζ κάποιου καλλιτέχνη. Μόνος μου έτρεχα, όλα εγώ τα έκανα και κατάφερα να γίνω το πιο πολυσυζητημένο πρόσωπο εποχές 1977 μέχρι ΄81.

Ναι, αλλά με το τραγούδι καταπιάνεστε αρκετά πιο πριν. Θα μας πείτε πότε ακριβώς;

Εγώ άρχισα να τραγουδάω το ΄61 – ΄62 στη Φλώρινα, 13 – 14 ετών παιδί, εξ ου και το όνομα μου.

Το πραγματικό σας όνομα ποιο είναι;

Αποστολίδης, Πόντιος! Τότε λοιπόν τραγουδούσα απ' όλα. Τα πρώτα τραγούδια μου ήταν Γιάννης Βογιατζής κι από λαϊκά το ''Καρδιά μου καημένη'', το ''Δεν με πονάς'', τέτοια.

Από τη Φλώρινα δε βρεθήκατε κατ'ευθείαν στην Αθήνα.

Σωστά. Μετά τη Φλώρινα κατέβηκα Θεσσαλονίκη. Εκεί δούλεψα σε πολλά μαγαζιά, ''δεύτερα'' στην αρχή και μετά σε καλά. Όλοι με λέγανε ''Ο μικρός Γιαννάκης'', αλλά είχα φτάσει 18, οπότε πάω και λέω του επιχειρηματία ''Σε παρακαλώ, ο μικρός Γιαννάκης μεγάλωσε. Θέλω και το επώνυμο μου''. ''Άσε'' μου λέει ''που να κάνουμε τώρα έξοδα για φωτεινές ταμπέλες'' και ''τώρα έκλεισα σχήμα'' και ''γιατί δε μου τό' λεγες νωρίτερα'' κλπ. Λέω ''Φεύγω''! Τα μαζεύω, φεύγω, μετά από δυο μέρες έρχεται και με βρίσκει: ''Έλα από το μαγαζί, σου'χω μια έκπληξη''. Αυτός μ' αγαπούσε πολύ, γιατί είχα μεγάλη επιτυχία στον κόσμο και με είχε κρατήσει τρεις σαιζόν. Πάω, βλέπω μια μεγάλη ταμπέλα ''Γιάννης Φλωρινιώτης''. ''Τι έγινε, πήρες άλλον στη θέση μου;'' ''Όχι, από σήμερα θα λέγεσαι Γιάννης Φλωρινιώτης''! Αυτό βγήκε επειδή στα ρεπό μου, όταν μου 'λεγε ''Που θα βγούμε έξω να πάμε;'', έλεγα ''Φλώρινα και πάλι Φλώρινα''.

Αν τα λέω σωστά, εκεί είχατε την τύχη να δουλέψετε με μεγάλους ρεμπέτες.

Ακριβώς. Εκεί δούλεψα κοντά στον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Γιώργο Λαύκα, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, κάναμε ντουέτο με τη Ρίτα Σακελλαρίου επίσης. Μιλάω για εποχές ΄67 - ΄68, τότε που αυτός έφερνε κάθε 15 μέρες στο μαγαζί του έναν μεγάλο ρεμπέτη ή μία γνωστή τραγουδίστρια. Χαρά μου ήταν που με αγαπήσαν αυτοί οι άνθρωποι και που εξαιτίας τους με κάλεσαν στην Αθήνα κι έκανα τον πρώτο μου δίσκο με ρεμπέτικα τραγούδια. Τους άρεσε πολύ η χροιά μου.

Πότε κάνατε τον πρώτο σας μεγάλο δίσκο;

Το 1970 στην Αθήνα. Είχα κάνει και σε εταιρεία της Θεσσαλονίκης κάποια μικρά δισκάκια με καινούργια λαϊκά τραγούδια της εποχής.

Ήσασταν από πολυμελή οικογένεια;

Ήμασταν 7 αδέρφια. Το ένα αγοράκι πέθανε στα 6, το άλλο κοριτσάκι ενός έτους. Μείναμε 5. Τώρα δυστυχώς έχασα και τα άλλα μου δύο αδέρφια κι έχουμε μείνει τρεις.

Οι γονείς θετικοί στο να γίνετε τραγουδιστής;

Τον πατέρα μου τον έχασα όταν ήμουν 6 ετών. Η μάνα μου δε μπορούσε να μας συντηρήσει και μπήκαμε σε ορφανοτροφείο, το ένα μάλιστα παιδί τό'δωσε σε άλλη οικογένεια για υιοθεσία. Ως μεγαλύτερος, η μόνη μου έννοια ήταν πως θα βγω από κει μέσα, να τακτοποιηθώ και να μαζέψω όλα τα αδέρφια μου. Πράγματι, όταν βγήκα από το ορφανοτροφείο, ξεκίνησα καριέρα και γύρισα από την Αμερική, έψαξα, βρήκα τον αδερφό μου και ένωσα όλα τα αδέρφια μου.

Σαν ταινία του Ξανθόπουλου μού ακούγεται όλο αυτό. Είχατε ταυτιστεί τότε με τον Ξανθόπουλο στα μελό της εποχής;

Ναι, ναι, πάρα πολύ. Η ζωή μου όλη είναι μία ταινία. Να φανταστείτε ότι μετά τη Θεσσαλονίκη και τους ρεμπέτες, ήρθε ένας επιχειρηματίας από τον Καναδά και μου είπε να πάω εκεί γιατί θα γινόταν χαμός! Από τότε, μπορεί λεφτά να μην είχα, αλλά μου άρεσε το φανταχτερό ντύσιμο και έραβα κοστούμια. Ξεχώριζα από τότε!

Πως σας ήρθε η έμπνευση αυτού του λαμπερού ενδυματολογικού στυλ;

Κάθε Κυριακή μας πηγαίναν εκκλησία με το ορφανοτροφείο. Μια μέρα λειτουργούσε ο Δεσπότης. Τον είδα με τα πετράδια, τα στρας, έλαμπε και είπα ''Παναγία μου, Δεσπότης θέλω να γίνω''! (γέλια) Και ήθελα να γινόμουν παπάς ή Δεσπότης, αλλά ευτυχώς στο ορφανοτροφείο τραγουδούσα στη χορωδία κι έλαμπα κι εκεί κι όλοι με συμπαθούσαν και μ' αγαπούσαν.

Λογικό δεν είναι ένα φτωχόπαιδο μέσα σε ορφανοτροφείο να ελκύεται από τα στρας και τη λάμψη;

Κοίτα, όταν βγήκα να πρωτοτραγουδήσω φορούσα ένα άσπρο παντελόνι πλύνε – βάλε, ώσπου κάθισε η μάνα μου και μου έπλεξε μια μπλούζα και της είπα ''Βάλε και λίγο χρώμα μέσα''. Ήθελα κόκκινο, ένα τριαντάφυλλο απάνω, κάτι να ξεχωρίζει. Κάτι που δε θα ξεχάσω είναι ότι στο ξεκίνημα μου με γνώρισε μια γυναίκα που δούλευε σε οίκο ανοχής. Έβλεπα ότι έβγαινα όλο με τα ίδια κι τα ίδια και πήγε και μου ψώνισε παπούτσια, ρούχα, ρολόι...

Αυτό δεν σας έκανε να αγαπήσετε από νωρίς τους ανθρώπους του περιθωρίου;

Α, ναι, πάρα πάρα πολύ! Ερχόταν αυτή η γυναίκα, με στήριζε, ''όποιος σε πειράξει, Γιαννάκη, καθαρίζω εγώ'' κλπ. Μετά από χρόνια που ήρθα στην Αθήνα έκλαιγα όταν διάβασα ότι κάποιοι τη βασάνισαν και τη σκότωσαν.

Ήταν γνωστή;

Όχι, κυρία Μαίρη την ήξερα.

Απασχόλησε όμως ο θάνατος της τις εφημερίδες.

Ναι, γιατί ήταν φονικό κι εγώ έκλαιγα επί μία βδομάδα με το που την είδα στις φωτογραφίες. Πρόσφατα ανέβασα ένα βίντεο, η ''Ιερόδουλος η Αμαρτωλή'' πού'χει κάνει 70.000 views. Το γυρίσαμε μέσα σε οίκους ανοχής με μια νεαρή πορνοστάρ, τη Μαρία Αλεξάνδρου. Κοινωνικό, όχι προστυχιά, πως πηγαίνει η κοπέλα για δουλειά, πως την περιμένουν οι πελάτες, αλλά όχι πως γίνεται η πράξη, γιατί εγώ τέτοια δεν τα θέλω σε βίντεο κλιπ μου.

Το ότι βγαίνατε με στρας τότε δεν σας έφερε σε κόντρα με το ματσό στυλ του άντρα λαϊκού τραγουδιστή;

Ναι, βέβαια, και τότε ήμουν και λαϊκός βαρβάτος. Σε ηλικία 16 ετών ήμουν ο πιο περιζήτητος απ' όλους τους τραγουδιστές της Μακεδονίας, γιατί είχα τρομερό ρεπερτόριο: λαϊκά, ρεμπέτικα, ελαφρά.

Δημοτικά;

Και δημοτικά, γιατί πριν να πάω με τους ρεμπέτες τραγουδούσα δυο χρόνια σε πανηγύρια. Μεγάλο σχολείο για μένα, καθώς αναγκάστηκα κι έμαθα τσάμικα και καλαματιανά.

Εγώ σας ρωτάω όμως αν δεχτήκατε ρατσισμό λόγω εμφάνισης.

Ε, ναι, εντάξει, λέγανε τα συνηθισμένα, ξέρεις τώρα, αλλά εγώ αδιαφορούσα. Στην αρχή στενοχωριόμουν, κλεινόμουν μέχρι και στην τουαλέτα κι έκλαιγα όταν με πρόσβελνε κανείς απ' το κοινό, αλλά μετά είπα ''Ρε δε χέζονται όλοι;'', αφού αυτό έκανα κι αυτό άρεσε στον κόσμο. Και σήμερα δέχομαι ρατσισμό, τα ίδια λένε, αλλά εμένα μου άρεσε αυτό από τότε, δε μπορούσα να φορέσω κάτι απλό.

Ο Ντέιβιντ Μπάουι σας άρεσε;

Ναι, ναι,ναι!

Ο Μάνος Χατζιδάκις σας χαρακτήρισε έτσι.

Κι όχι μόνο! Όταν έκανα το μεγάλο σουξέ μου, ήμουν ο Έλληνας Τζον Τραβόλτα, τραγουδούσα και ντίσκο εκεί γύρω στο 78 -79. Πιο πολύ Τραβόλτα ήμουν, παρά Μπάουι. Βασικά εγώ λάτρευα έναν Τούρκο τραγουδιστή, τον Ζεκί Μουρέν. Φωνάρα, κλασικός τραγουδιστής, τον λάτρευε όλη η Τουρκία.

Και ο Μανώλης Αγγελόπουλος και ο Στέλιος Καζαντζίδης.

Ακριβώς! Τότε έλεγα εγώ τόσο ωραία ένα τραγούδι του κι έρχονταν όλοι να τ'ακούσουν από μένα. Τη δεκαετία του ΄80 μια φίλη μου, τραγουδίστρια Τουρκάλα, μου έφερε μια εφημερίδα που με έγραφε ''Ο Έλληνας Ζεκί Μουρέν'' και δίπλα ο ίδιος ο Μουρέν μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για μένα!

Την έχετε κρατήσει αυτή την εφημερίδα;

Κάπου την έχω ή την έδωσα σε κάποιο δημοσιογράφο, δε θυμάμαι. Πάντως μιλάω στο μ'αυτή τη φίλη μου στο Facebook και θα πάω Τουρκία να κάνουμε ένα ντουέτο και θα τραγουδήσει μαζί μας κι ένας νέος τραγουδιστής που θα εκπροσωπήσει την Τουρκία στην Eurovision!

Όταν βγήκε ο πρώτος δίσκος με τα ρεμπέτικα, ήταν αυτό που πραγματικά θέλατε;

Μέχρι τότε οι λαϊκοί οι οι ρεμπέτες τραγουδούσαν στο πάλκο. Εγώ έβγαινα με μια κιθάρα, έκανα ότι έπαιζα, την πετούσα κάτω και γινόταν κέφι. Δεν άντεχα όταν ερχόταν η σειρά μου να κάθομαι στο πάλκο. Άρπαζα το μικρόφωνο και κατέβαινα μεσ' στον κόσμο. Ο επιχειρηματίας να με κυνηγάει! ''Τι θες;'' του έλεγα ''δε μπορώ να λέω ευχάριστα τραγούδια και νά'μαι μονίμως εκεί πάνω''. ''Άσ'τον νεαρό'' του φώναζε κι ο κόσμος! Από τότε ήμουν ο πρώτος που κατέβαινε απ' την πίστα κι έκανε σόου.

Φοβερό πάντως ότι σε νεαρότατη ηλικία ταξιδέψατε στις ΗΠΑ.

Αφού αμέσως μετά τους ρεμπέτες μου έγινε η πρόταση! Πήγα στον Καναδά για τρεις μήνες και κάθισα οχτώ, λόγω της πολύ μεγάλης επιτυχίας. Ακολούθησε το Μόντρεαλ και μετά το Σικάγο στην Αμερική. Εκεί λατρεύθηκα πραγματικά! Οι καλύτεροι φίλοι που έχω ακόμη είναι από εκείνα τα χρόνια στο Σικάγο! Έλεγα τραγούδια της εποχής, ''Κι εσύ θα φύγεις'', ''Αγωνία'', ''Ντιρλαντά'', ''Κυρα – Γιώργαινα'' και τότε ο ιδιοκτήτης μου πρότεινε να κάνουμε δίσκο.

Άρα ο δεύτερος προσωπικός δίσκος έγινε στην Αμερική, σωστά;

Ναι, ήταν παραγωγή του μαγαζιού. Μπήκαμε στούντιο, τυπώσαμε 1.000 κομμάτια και τα δώσαμε σε όλους τους φίλους που έρχονταν εκεί να μ' ακούσουν.

Από το ορφανοτροφείο να γράφεις δίσκο στην Αμερική δεν ήταν κάπως ονειρικό;

Σίγουρα! Εκεί τραγουδούσα με τον συνθέτη Γιάννη Βέλλα, ο οποίος ειχε μαζί του τρεις κοπέλες, τις Olympia Sisters. Κάναμε μαζί σόου, χορεύαμε, παίζαν και λίγο μπουζούκι αυτές και στο τέλος έβγαινα εγώ ντυμένος τσολιάς κι αυτές βλάχες και κάναμε πρόγραμμα με δημοτικά για τους ξένους. Το πρώτο τραγούδι που είπα του Βέλλα σε δισκάκι μπήκε μετά στο μεγάλο δίσκο που λέγαμε στην Αμερική.

Όλα αυτά ενόσω στην Ελλάδα είχαμε χούντα. Αναρωτιέμαι αν είχατε κάποια πολιτική συνείδηση.

Η χούντα εμένα με βρήκε όταν τραγουδούσα στην Κρήτη με ένα πενταμελές περιοδεύον σχήμα που είχα φτιάξει ερχόμενος από Φλώρινα. Δεν με επηρέασε, ποτέ δεν είχα μπερδευτεί με κόμματα – και σήμερα το ίδιο ισχύει – και ποτέ δεν ήμουν φανατικός με τίποτα. Το μόνο που έπαθα ήταν να μην τραγουδάω Θεοδωράκη, ''Στρώσε το στρώμα σου για δυο'' και άλλα τέτοια δικά του, γιατί έλεγα και Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, απ' όλα έλεγα. Μόλις έπεσε η χούντα ερχόταν και μ' άκουγε ο κόσμος να τραγουδάω Θεοδωράκη!

Ωστόσο στη Μεταπολίτευση δεν επιχειρήσατε ένα άνοιγμα προς αυτούς τους συνθέτες.

Κάποια στιγμή στην εταιρεία μου είχε κάνει ένα δίσκο ο Θεοδωράκης κι ήταν να μπω κι εγώ με 2 – 3 τραγούδια, αλλά έλειπα πάλι εξωτερικό τότε.

Πότε θα λέγαμε ότι γίνεται το μεγάλο σας πικ;

Όταν ήμουν στην Αμερική, μου λέγανε ''πόσο θα κάτσεις εδώ; Θα βαρεθεί ο κόσμος''. Μάζεψα λεφτουδάκια, τα έστειλα στη μάνα μου να αγοράσει σπίτι στον Κορυδαλλό, στον Πειραιά, ε κι έτσι γύρισα, πήρα τη μανούλα μου και τα αδέρφια μου και μέναμε όλοι μαζί. Αυτοί που μου λέγανε εν τω μεταξύ ''έλα εδώ και θα σε πάμε εμείς από μαγαζιά'', εξαφανίστηκαν ή με πήγαν από μαγαζιά που είχαν κλείσει πρόγραμμα. Έπρεπε όμως να δουλέψω, γιατί στην Αμερική τους είπα ψέματα για να μ' αφήσουν να φύγω ότι και καλά έκλεισα νέο επιτελείο στην Αθήνα. Σκεφτόμουν να γύρναγα Αμερική. Πως να τό'κανα; Να παρατούσα μάνα κι αδέρφια; Εκεί βρέθηκε κάποιος και μου είπε ''Υπάρχει ένα μαγαζί, σκυλάδικο, το πιο βαρύ λαϊκό της Αθήνας''. ''Τώρα;'' είπα μέσα μου ''Θα πω Φλωρινιώτη φτου κι απ' την αρχή''!

Πως ήταν η πρώτη εμπειρία σ' ένα τέτοιο χώρο;

Πήγαινα κι έλεγα ''ευτυχώς που φεύγω ζωντανός''. Φασαρίες, σπασίματα, τσαμπουκάδες! Έλα όμως που με το δικό μου στυλ άλλαξε όλος ο κόσμος! Οι βαρύμαγκες και οι βαβουρατζήδες δεν τη βρίσκανε με μένα γιατί έβγαινα κι έλεγα ''Τάκα – τάκα – τάκα – τα'', τέτοια κομμάτια. Άρχισαν να φεύγουνε και νά'ρχονται οικογένειες με παιδάκια. Ο ιδιοκτήτης είχε πάθει πλάκα! Και, αν το πιστεύεις, με κρατούσε τρεις σαιζόν με το περίστροφο στον κρόταφο για να μη φύγω απ' το μαγαζί του!

Σοβαρολογείτε;

Ναι, ναι, μέχρι τελευταία που έφυγα, με κυνηγούσε μέσα σ' ένα άλλο μαγαζί με το πιστόλι.

Φοβηθήκατε για τη ζωή σας;

Ε, πως δε φοβήθηκα; Αφού έτσι με κρατούσε! Όταν ήταν να υπογράψουμε για νέα σαιζόν, μπήκα στο γραφείο του κι είχε ένα στιλέτο που χάιδευε ένα κομμάτι ξύλο. ''Τι αποφάσισες;'' με ρωτάει. ''Ε να, κύριε Μίμη μου, να πάω και σε κάνα άλλο μαγαζί να γνωρίσω κι άλλο κόσμο''...''Τι είπες;'' φωνάζει και κάνει μια χραπ με το μαχαίρι και σκίζει το ξύλο στα δύο! ''Καλά, καλά, κύριε Μίμη μου, θα υπογράψω, θα μείνω'' του έλεγα κι εγώ (γέλια).

Κάπου όμως σίγουρα θα χαιρόσασταν που είχατε γίνει τόσο απαραίτητος.

Ασφαλώς. Χαιρόμουν που με ήθελε τόσο πολύ, αλλά εγώ είχα άλλα όνειρα. Έλεγα ''θα ξεκινήσω από δω και θα φτάσω στο μεγαλύτερο μαγαζί των Αθηνών''. Ας μιλάμε στον ενικό...

Έγινε! Οπότε, Γιάννη, δεν είχες καθόλου μέσα σου αυτό που λέμε τσαμπουκά.

Μπα, χαλαρός ήμουν, όπως και τώρα. Ούτε θυμώνω, ούτε νευριάζω.

Αυτό είναι πάντα καλό;

Και κακό είναι γιατί ο άλλος με εκμεταλλεύεται.

Στη φάση με τα χασίσια μπήκες ποτέ;

Α πα πα, ποτέ. Μια φορά μόνο στην Αμερική, θυμάμαι, είχα βαφτίσει ένα παιδί κι έπρεπε να γυρίσω να κοιμηθώ για να πάω το βράδυ στη δουλειά. Είχα υπερένταση, δε μπορούσα να κοιμηθώ, οπότε μου λέει ένας ''Πάρε λίγο απ' αυτό''! ''Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ'' του λέω ''τα φοβάμαι αυτά''. ''Ρε πάρε και θα κοιμηθείς και θα ηρεμήσεις'' επέμενε αυτός. Φίλε, μια ρουφηξιά πήρα, γουρλώσαν τα μάτια μου, έκανα εμετό, παρέλυσαν χέρια – πόδια, μόνος μου εγώ τώρα στο ξενοδοχείο, γιατί ο άλλος μου το άφησε κι έφυγε. Λέω ''Παναγία μου'', ένιωθα το πάγωμα στην καρδιά!

Καλά, όλα αυτά με μια τζούρα; Τι σου έδωσε πια;

Ξέρω γω; Τηλεφωνώ σ' ένα κουμπάρο, λέω ''σας παρακαλώ, ελάτε στο δωμάτιο μου κι αν δεν ανοίγω, σπάστε την πόρτα''. Μαζεύει αυτός δυο-τρεις άλλους, έρχονται, ''μα τι έπαθες;'', να παίρνουν κρεμμύδια να μου τα βάζουν εδώ (δείχνει τον καβάλο του παντελονιού του), να με χώνουν κάτω απ' το ντουζ κι εγώ να ουρλιάζω ''Φωνάξτε χασικλήδες να με σώσουν, εσείς δεν κάνετε τίποτα'' (έχουμε πεθάνει αμφότεροι στα γέλια).

Στο εξωτερικό τότε, τέλη του ΄60, δεν σε είχαν κερδίσει οι Beatles, όλο αυτό το κλίμα;

Όχι, δεν έβλεπα καθόλου ξένα συγκροτήματα. Θα μπορούσα να μιμηθώ και κάτι απ' αυτούς, αλλά δεν, γι'αυτό και έφτιαξα δικό μου τελείως στυλ.

Σωστά, εδώ μου 'πες ότι έβγαινες τσολιάς με τις τρεις βλάχες, τι σε ρωτάω για Beatles;

Ε ναι, καλύτερα, έκανα κάτι πιο αυθεντικό που έβγαινε από μέσα μου, που έλεγα ''αυτό το θέλω έτσι και τ' άλλο έτσι'' κ.ο.κ.

Ξαναπάμε όμως τότε που έφυγες απ' το βαρύ λαϊκό μαγαζί. Τι ακολούθησε;

Με πήρε μαζί της η Ρίτα Σακελλαρίου πού'χε κάνει ήδη μεγάλη επιτυχία με το ''Ιστορία μου – αμαρτία μου'' του Ψυχογιού. Το ΄73 περίπου ήταν αυτό. Περνούσα απ' έξω απ' τα μεγάλα μαγαζιά κι έβλεπα τις μαρκίζες ''Διονυσίου, Βοσκόπουλος, Γαβαλάς'' κι έλεγα ''μια μέρα θά'ναι και το δικό μου όνομα έτσι''. Είχα έρθει με πολλή όρεξη, ονειρευόμουν να κατακτήσω την Αθήνα. Το κατάφερα! Απ' το σκυλάδικο που ξεκίνησα, αν και δε μ' αρέσει η λέξη ''σκυλάδικο'', κατέληξα το ΄80 στο μεγαλύτερο μαγαζί των Αθηνών, τα ''Δειλινά''. Είχαμε φέρει μπαλέτο 100 άτομα από το Χόλιγουντ!

Σ' αυτό το μπαλέτο δεν ήταν και οι αδερφές Γαρμπή;

Α, όχι, τις αδερφές Γαρμπή τις είχα μαζί μου από το ΄77. Πάντα είχα ωραίες κοπέλες μαζί μου, τις μάθαινα να χορεύουν, να ντύνονται, να κάνουν ωραίο σόου. Πέρασαν πολύ ωραίες κοπέλες από δίπλα μου, όπως η Τίνα Σπάθη, που έπαιζε σε σοφτ πορνό, η Δήμητρα Παπίου επίσης και μετά πήρα μαζί μου και αγόρια, σαν τον Βασίλη Λέκκα. Μου τηλεφωνεί μια μέρα ένας καλός φίλος από Θεσσαλονίκη και μου λέει ''Σε παρακαλώ, έχω ένα φτωχό παιδάκι, καλό τραγουδιστή, πάρ'τον στο πρόγραμμα σου''. ''Ότι θέλεις'' λέω του φίλου μου που τον αγαπούσα πολύ, ''στείλ'τονα''. Ήρθε μαζί μου ο Βασίλης, εξαιρετικός τραγουδιστής, έλεγε Νταλάρα τότε, τον είχα για τρεις σαιζόν κι από κει τον είδε ο Χατζιδάκις και τον πήρε τραγουδιστή. Τού'χα μιλήσει κι εγώ του Χατζιδάκι με τα καλύτερα λόγια. Στενοχωρήθηκα, πάντως, γιατί σε όλες τις συνεντεύξεις του, ο Λέκκας λέει ''Δεν ξέρω πως βρέθηκα στην Αθήνα, ξέρω πώς γνώρισα τον Χατζιδάκι''..Κακό ήταν ν' αναφέρει το όνομα μου, τόσο υποτιμητικό είναι πια; Κι εγώ τον έβαζα σε καλή θέση, εννοώ όχι ν'ανοίγει πρόγραμμα, αλλά μετά, στη μέση, για να τον ακούει πολύς κόσμος.

Οι γυναίκες ανέκαθεν ήταν συμπληρωματικό στοιχείο των εμφανίσεων σας;

Πάντα. Και στην Αμερική είχα τις Olympia Sisters και μετά εδώ είχα παρτενέρ τη Μαριώ.

Ποια Μαριώ; Τη νεορεμπέτισσα τη Θεσσαλονικιά;

Ναι, αυτή. Το ΄67, εκεί με τους ρεμπέτες, η Μαριώ έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε ελαφρολαϊκά. Λέγαμε και ντουέτο σουξέ της εποχής.

Η γνωριμία με τον Ψυχογιό πότε έγινε; Ένας συνθέτης που σας καθόρισε πραγματικά.

Τον είχε φέρει μια μέρα ο φίλος μου ο Κώστας Καφάσης. ''Πάμε ν' ακούσεις έναν τραγουδιστή'' του είπε ''που θα σ' αρέσει πολύ''. Ήρθαν, με άκουσαν και μετά ερχόταν ο Κώστας ο Ψυχογιός στα κρυφά.

Γιατί στα κρυφά;

Δεν ήθελε να ξέρουν ποιος ειν' αυτός πού'χει γράψει τις μεγάλες λαϊκές επιτυχίες κι έτσι. Ένα βράδυ με πίάνει και μου λέει ''Ήταν να κάνω δίσκο με τον Καφάση, αλλά παρεξηγηθήκαμε και τα σπάσαμε κι ο μόνος που μπορεί να τα πει ξέρω ότι είσαι εσύ''. Άρχισε να μου γράφει μεγάλες επιτυχίες. Ψάξαμε, βρήκαμε νέα κορίτσια κι εκεί μπαίνουν οι αδερφές Γαρμπή στο μπαλέτο. Πριν, τραγουδούσαν σ' ένα μαγαζάκι ημιυπόγειο και πήγαμε και τις ακούσαμε.

Έχεις επαφές σήμερα με την Καίτη Γαρμπή;

Έχω! Την αγαπάω, τη λατρεύω, ήταν απ' τα καλύτερα κορίτσια που είχα. Και η Καίτη και η Λιάνα η αδερφή της! Μαζί πήρα ακόμη την αδερφή του Νταλάρα, την Ελένη Νταράλα, πιτσιρίκα κι αυτή τότε, και τις έμαθα να χορεύουν. Τις είχα μαζί μου για 8 χρόνια.

Τα τραγούδια του Ψυχογιού συμβάδιζαν με το εκκεντρικό σκηνικό look σου;

Βασικά μου είχε κάνει συμφωνία. ''Κοίτα'' μου είπε ''τα τραγούδια μου είναι λαϊκά – λαϊκά και άμα θες μη φοράς στην πίστα τα λαμέ''. ''Αχ, ξέρεις τι μου κάνεις;'' του λέω ''εγώ μ' αυτά τα ρούχα έχω δεθεί και ο κόσμος με θέλει έτσι''...Τον άκουσα, γιατί το όνειρο μου ήταν να κάνω δισκογραφία καλή. Έβαλα στην άκρη τα κοστούμια μου και έραψα άλλα, σοβαρά.

Σκέτη καταπίεση, έτσι;

Δε λες τίποτα, τραγουδούσα κι έκλαιγα. Στο μεταξύ γέμιζα μαγαζιά χωρίς δίσκο, ο κόσμος με είχε μάθει απ' τα σόου. Του λένε λοιπόν κάποιοι: ''Βρε Ψυχογιέ, ωραία τα τραγούδια σου, αλλά εμείς ήρθαμε να δούμε τον Φλωρινιώτη να λάμπει με τα στρας και τα λαμέ του''. Ήρθε κι αυτός και μου λέει ''Άντε, ξαναπήγαινε φέρε τα κοστούμια σου κι εγώ θα σου γράψω άλλα τραγούδια να μπορείς να τα χορεύεις''. Κι έτσι μου έγραψε το ''Πειράζει που είσαι μεγάλη φίρμα''!

Καλά, αυτό είναι το μεγαλύτερο ever σουξέ σου!

Μα και τώρα, απ' το ΄78 που βγήκε, το ξαναείπα με τα παιδιά μου και ξανάγινε επιτυχία. Μετά το έκανα χιπ – χοπ, μετά άλλη εκτέλεση και πάντα η ίδια επιτυχία! Μου τηλεφωνούν φίλοι, ''Άκου Γιάννη'' και μου βάζουν ν'ακούσω τα μωρά τους: ''Πειλάζει πού'σαι μεγάλη φίλμα; Πειλάζει;'' (γέλια) Σκέψου ότι του έλεγα του Κώστα ''Τι τραγούδι ειν' αυτό τώρα, τι θέμα έχει; Δώσε μου κάνα άλλο''.

Άρα δεν ήσουν διορατικός.

Ο συνθέτης ξέρει πάντα καλύτερα.

Στον Ψυχογιό οφείλεις πολλά.

Τα πάντα. Μόνο στον Ψυχογιό! Αν δεν υπήρχε αυτός, δε θα υπήρχε κι ο Φλωρινιώτης, γιατί δε με θέλαν κι οι εταιρείες λόγω εκκεντρικότητας. Κανείς συνάδελφος δεν ήθελε να δουλέψει μαζί μου και θα σου πω παρακάτω τι μου είπε ο Μάνος Χατζιδάκις γι' αυτό.

Δηλαδή έκανες προτάσεις συνεργασίες και έβρισκες απόρριψη;

Και τώρα κανείς δε θέλει να δουλέψει μαζί μου. Μόνο με τη μεγάλη Τζένη Βάνου και τη Μπεζαντάκου δουλέψαμε στο ''Skyladiko''. Δικαίωμα τους είναι, αλλά εγώ ποτέ δεν είπα ''Δε δουλεύω μ' αυτόν ή με τον άλλον''...Εγώ δεν είμαι ανασφαλής και δουλεύω με τον οποιονδήποτε.

Πως γνώρισες τη Μελίνα Μερκούρη;

Το ΄77 - ΄78 στη ''Νέα Αθηναία'' , που τώρα λέγεται ''Θέατρο'', είχα κάνει τα σουξέ και καθιερωθεί στην Αθήνα. Μου γράφαν ''το φαινόμενο Φλωρινιώτης'' με αποτέλεσμα όλο το θέατρο, όλοι οι πολιτικοί, όλοι οι σελέμπριτις να είναι κάθε βράδυ εκεί. Τη μια έβλεπες τη Μελίνα με την παρέα της, την επόμενη, την Ειρήνη Παππά με την παρέα της, παραδίπλα η Βουγιουκλάκη με την Καρέζη, τη Λάσκαρη, τη Ντενίση! Όποια έβγαινε Σταρ Ελλάς θα περνούσε από κει με όλο το επιτελείο της!

Φαντάζομαι δε θα υπήρχε μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση.

Ε ναιαι! Όταν ήμουν μικρός αντί για καραμέλες έδινα το χαρτζιλίκι σε φωτογραφίες ηθοποιών. Έλεγα ''Αχ Θεούλη μου, θα μ'αξιώσεις ποτέ να πάω στην Αθήνα, να τους χτυπήσω την πόρτα και να μου βάλουν το αυτόγραφο τους πάνω στις φωτογραφίες αυτές;'' Κι ήρθαν έτσι τα πράγματα που αντί να πάω εγώ, ήρθαν όλοι αυτοί σε μένα για αυτόγραφο!

Φοβερό! Και η Μελίνα;

Η Μελίνα ήταν γλυκύτατη! Ερχόταν, μου μιλούσε για την πολιτική, μου έλεγε ''Αχ τι να κάνω...'', σα να με συμβουλευότανε.

Με τον Ζιλ Ντασέν είχαν έρθει ποτέ;

Όχι, με τον Ντασέν δεν είχαν έρθει. Μού'χε φέρει όμως τον Χατζιδάκι και μετά άλλες παρέες δικές της, γιατί εκεί πέρα όποιος ερχόταν μια φορά, μετά ξαναρχόταν με άλλη παρέα. Άσε, δε, τους δημοσιογράφους. Ουρά στο καμαρίνι για να μου πάρουν συνέντευξη κι εγώ να μην τους προλαβαινω κι άλλους να βλέπω εκεί, άλλους στο σπίτι μου. Χαμός!

Ας πάμε στην περιβόητη γνωριμία με τον Μάνο Χατζιδάκι. Ξέρεις, χρόνια ακούω και γράφω γι' αυτό, αλλά τώρα θα τ'ακούσω από σένα τον ίδιο!

Βασικά βγαίνω ένα βράδυ στην πίστα να τραγουδήσω και βλέπω – παπ – τον Χατζιδάκι στο πρώτο τραπέζι! (χαμογελάει) Λέω ''Τώρα τι κάνω; Θα φρίξει ο άνθρωπος μ' αυτά που τραγουδάω και θα σηκωθεί να φύγει''. Ξέρεις, όλοι θεωρούσαν τα τραγούδια μου ευτελή και τέτοια, αλλά μετά τους έδωσε ο Χατζιδάκις και καταλάβανε! Έβαλα τα δυνατά μου κι έλεγα να τελειώσω, να πάω στο καμαρίνι μου ν' αλλάξω και μετά απ' την παρέα του να τον γνωρίσω. Ο Χατζιδάκις παραδόξως δεν κοιτούσε τα μπαλέτα. Είχε στρέψει αλλού το κεφάλι, άκουγε μόνο με τεντωμένο τ' αυτί (κάνει την κίνηση) και κοιτούσε αλλού. Έλεγα ''Πω, πω, με σνομπάρει''. Πάω στο καμαρίνι, λέω του αμπιγιέρ μου ''φτιάξε με γρήγορα, χτένισε με να πάω απ' τον Χατζιδάκι μη φύγει'' κι εκείνη την ώρα χτυπάει η πόρτα στο καμαρίνι και – τσουπ – μπαίνει ο Χατζιδάκις: ''Γεια σας, κύριε Φλωρινιώτη, συγχαρητήρια, είσαστε πολύ καλός και να σας πω την αλήθεια, χωρίς να παρεξηγηθώ, με φέραν εδώ με το σκεπτικό Πάμε να γελάσουμε''. Συνέχισε: ''Να σας πω κάτι; Δεν είδα ούτε σόου, ούτε μπαλέτα, εγώ άκουσα τη φωνή σας! Είσαι πολύ μεγάλος τραγουδιστής και άσ'τους να λένε! Κι επειδή όλοι είναι ξερόλες, θαρθείς να σου κάνω μια εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα''!

Ώστε επί τόπου έγινε η πρόταση για την εκπομπή.

Ναι. Του λέω ''Τι θα τραγουδήσω; Εσείς έχετε κλασικά τραγούδια''. ''Τα δικά σου'' απάντησε ''χωρίς εφέ, μόνο με τσέμπαλο, κλασική κιθάρα, νταούλι, αλλά και α καπέλα για να δείξεις τη φωνή σου''.

Μεγάλη χαρά, ε;

Δε φαντάζεσαι! Έλεγα πότε θα με πάρει τηλέφωνο ή ότι θα με ξεχάσει, γιατί σ'αυτό το χώρο όλοι τάζουν και τίποτα δεν κάνουν. Είχα τραγουδήσει κάπου επαρχία, είχα γυρίσει, χτυπάει το τηλέφωνο, ο Χατζιδάκις: ''Κύριε Φλωρινιώτη, σας περιμένω δέκα η ώρα στο στούντιο''. Λέω ''Κύριε Μάνο, πως θα τραγουδήσω; Δε μπορώ, είμαι κουρασμένος''. Λέει ''Μα έχω φωνάξει όλους τους τεχνικούς, δε γίνεται. Έλα, προσπάθησε τουλάχιστον''. ''Εντάξει, θα έρθω''...Πηγαίνω στο Ραδιομέγαρο με κλεισμένο λαιμό, ούτε καλημέρα δε μπορούσα να πω. Μου φτιάχνουν ένα τσάι, μετά έρχεται ο Χατζιδάκις και μου λέει ''Θες κάνα ουισκάκι;'' Το Ιερό Τέρας με έβλεπε όλο αμηχανία και με εμψύχωνε. Λέω ''Αν γίνεται...'' (γέλια) Φίλε, πήρα τέτοια δύναμη! Τον έβλεπα πίσω απ' την κονσόλα να μου κάνει χαριτωμενιές με τα δάχτυλα, να χορεύει, μού'κανε αστεία για να μου ανεβάσει την ψυχολογία! Άρχισα να τραγουδάω κι εκεί που δε μπορούσα να μιλήσω, έβγαλα μία φωνάρα! Η δύναμη του Χατζιδάκι ήταν αυτή! Άκουγα μετά την εκπομπή κι έλεγα ''Εγώ τραγουδάω έτσι, είναι δυνατόν;''

Πόσο διήρκησε η εκπομπή;

Μία ώρα και κάτι, όπου ο ίδιος με ρωτούσε κάποια λίγα πράγματα και την περισσότερη ώρα τραγουδούσα. Είπα 7 – 8 τραγούδια δικά μου.

Το'χες κοινοποιήσει σε φίλους σου, στον κύκλο σου, ότι ο Χατζιδάκις θα σου έκανε εκπομπή;

Όχι, γιατί φοβόμουν. Πολλά μου είχαν τάξει, όπως σού'πα πριν. Μόνο τον Ψυχογιό πρέπει επ' αυτού τώρα να έχω εικόνισμα!

Εσύ τότε άκουγες το ρεπερτόριο του Χατζιδάκι;

Τον τραγουδούσα και στην Αμερική. Τα σουξέ του, ξέρεις, το ''Δεν ήταν νησί'' που πήγαινε στο στυλ μου και τό'χε τραγουδήσει η Λίτσα Σακελλαρίου. Κατά σύμπτωση, η Σακελλαρίου μένει εδώ δίπλα μου τώρα, στη Λούτσα. Προτιμούσα τα εύθυμα τραγουδάκια του Χατζιδάκι.

Είχες ακούσει ας πούμε τον ''Μεγάλο Ερωτικό''; Τον Ψαριανό τον ήξερες, τη Νταντωνάκη;

Ε ναι, αφού τα παιδιά βγαίναν στην τηλεόραση τότε. Δεν τα ήθελα τα βαριά του έργα, δε μου πήγαιναν, μου άρεσαν τα σουξέ του...

Θέλω τώρα να μου πεις τι έγινε μετά την εκπομπή αυτή από τον Τύπο.

Άλλοι μας έθαβαν, άλλοι μας θεοποιούσαν. Κάποιοι συνάδελφοι βγήκαν και είπαν ''Κρίμα και τον συμπαθούσαμε τον Χατζιδάκι'', μας παρεξήγησαν και τους δύο, επειδή εκείνος δεν είχε μιλήσει ποτέ με τέτοια λόγια για κανέναν, ούτε για τον Βοσκόπουλο, τον Καζαντζίδη, κανέναν! Από αθλητικές μέχρι πολιτικές και κουλτουριάρικες εφημερίδες ασχολιόντουσαν μαζί μας! Επί δύο χρόνια φιλοξενούσαν τετρασέλιδες συνεντεύξεις μας, συνέχεια, σταματημό δεν είχαν!

Η σχέση σου με τον Χατζιδάκι είχε συνέχεια;

Κάποια στιγμή μου είπε ότι θέλει να κάνουμε δίσκο και ότι είχε γράψει ήδη μερικά τραγούδια. Η δική μου μικρή εταιρεία ήθελε να γινόταν εκεί ο δίσκος, του Χατζιδάκι πάλι η εταιρεία ήθελε εκεί. Δε μπορούσα να σπάσω το συμβόλαιο...Μια μέρα όμως άκου τι έγινε: Με φωνάζει σπίτι του και μου λέει ''Έχω μια πολύ ωραία ιδέα, θέλω να ξανανεβάσω την Οδό Ονείρων με σένα κεντρικό πρόσωπο''.

Τι λες; Πρώτη φορά τα ακούω αυτά!

Μα δεν τά'χω ξαναπεί. Μου λέει λοιπόν ''Θά'σαι εσύ το κεντρικό πρόσωπο και πολλοί ηθοποιοί – τραγουδιστές''. Τελικά δε δέχτηκε κανείς και ξέρω τα ονόματα τους. Μόνο η Μελίνα Μερκούρη είπε ''Εγώ είμαι μέσα με τρέλα γιατί τον πάω και τον γουστάρω τον Φλωρινιώτη''. Οι άλλοι άκουγαν Φλωρινιώτης κι έτρεχαν...''Με σένα μόνο, Μελίνα μου, και με τον Φλωρινιώτη δε στήνεται όλο αυτό'' της απάντησε ο Χατζιδάκις κι έτσι ναυάγησε το σχέδιο. Αυτός ήταν ο Χατζιδάκις! ''Δυστυχώς αυτή η εκπομπή εσένα θα σε κυνηγάει μια ζωή και μένα μου χάλασε το όνειρο μου'' μου είπε τόσο στενοχωρημένα...''Να ξέρεις'' μου είπε ''είσαι γεννημένος να κλέβεις την παράσταση και κανένας δε θα θέλει να συνεργαστεί μαζί σου''. Ίσχυε αυτό που είπε, μέχρι σήμερα θέλει κανείς να συνεργαστεί μαζί μου; Κανένας! Αργότερα τον ξανάδα στην Πλάκα σ' ένα πρόγραμμα δικό του πού'χε φτιάξει με τον Βασίλη τον Λέκκα και άλλους. Ήρθε, μ' αγκάλιασε, με φίλησε. Μετά χαθήκαμε.

Δε μου λες τώρα, αποτέλεσμα της εκπομπής αυτής δεν ήταν και ο δίσκος που έκανες με μελοποιημένη ποίηση;

Μα, μου την πέσαν οι δημοσιογράφοι: ''Συνεργάστηκες με Χατζιδάκι, κάνε κάτι να αλλάξεις το στυλ σου, πιο ποιοτικό, να αποδείξεις ότι είσαι και ποιοτικός τραγουδιστής''. Στον Γεωργιάδη είχα πάει για φωνητική, για να βελτιώσω τη φωνή μου μετά τον Χατζιδάκι, αλλά μού'πε ''δε χρειάζεσαι εσύ μαθήματα, μη δίνεις τζάμπα λεφτά, ένα σου λέω, τρία καταλαβαίνεις''. Μετά μου είπε ότι έχει κάποια τραγούδια έτοιμα από μια τηλεοπτική εκπομπή του με τίτλο ''Ποίηση και Μελωδία'', που τα είχαν τραγουδήσει ο Νταλάρας και ο Πάριος, αλλά δε βγήκαν ποτέ. Κάναμε το δίσκο ''Δώδεκα τραγούδια – Ποίηση και Μελωδία'', όπου τραγουδάω μέσα Βάρναλη, Παλαμά, Ουράνη, Χατζόπουλο, πολλούς Έλληνες ποιητές. Βγαίνει ο δίσκος, ειδοποιώ δημοσιογράφους να έρθουν να ακούσουν τα τραγούδια που τα έλεγα σε έναν χώρο. Με σνομπάρανε απίστευτα! Δεν ήρθε κανένας, μόνο δύο φίλοι μου ήτανε!

Όντως, πήγε άπατος εκείνος ο δίσκος.

Μα μου λες ''τραγούδα κάτι ποιοτικό'' και μετά με σνομπάρεις

Ήταν όμως κάτι αυθεντικό εκ μέρους σου που πάντα ήσουν αυθεντικός; Εννοώ, με την ποίηση δε θά'χες και την πιο στενή σχέση.

Όχι, στο δημοτικό μόνο και στο σχολείο μετά (γέλια). Κοίτα, εμένα με ήθελε σ' άλλο στυλ ο κόσμος. Τα κομμάτια πάντως τα είπα πολύ ωραία με 30 άτομα χορωδία από την Εθνική Λυρική Σκηνή! Φανταστικός δίσκος, αλλά τον σνομπάρανε. Τέλος πάντων, εγώ τον έκανα, τον έχω στο αρχείο μου και τον θεωρώ από τους καλύτερους μου δίσκους ως τραγουδιστής. Δεν μου κόστισε τόσο που πήγε άπατος, όσο το ότι με σνομπάρανε.

Πάμε και στην ταινία του Σταμπουλόπουλου ''Και ξανά προς τη δόξα τραβά''. Ήταν η πρώτη σου εμπλοκή με τον κινηματογράφο;

Βασικά πρωτόπαιξα το ΄78 σε ταινία του Νίκου Αβραμέα, όπου έλεγα 10 – 12 τραγούδια κι είχα μερικές ατάκες. Έπαιζαν ακόμη ο Παπαναστασίου και η Γιούλη Σταμουλάκη. Έρχεται λοιπόν ένα βράδυ στο μαγαζί ο Σταμπουλοπουλος και μου λέει ''Θέλουμε να πρωταγωνιστήσεις σε μία ταινία που προορίζεται για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης''. ''Τι θέμα έχει;'' ''Ένας λαϊκός τραγουδιστής που έρχεται από την επαρχία και γίνεται είδωλο στην Αθήνα''. ''Α, ωραία'' λέω ''δε θα δυσκολευτώ να το παίξω αυτό''! Στο μεταξύ, άλλαξα τον τίτλο, μού'χε φανεί ειρωνικό το ''Είδωλο''. Και το σενάριο άλλαξα λίγο, γιατί έλεγα ''Παιδιά, αυτό θυμίζει πολύ εμένα''. Φαντάσου ότι είχαν παέι στο χωριό μου και μάθαν τα πάντα για μένα από τη γιαγιά μου μέχρι τους γείτονες! Μετά κάναν οντισιόν για το ποιος θα παίξει τον Φλωρινιώτη, αλλά κανένας δεν έκανε κι έτσι έπαιξα εγώ. Κάνανε το όνομα μου Ντίμης Φλεριανός και έγραψα στο συμβόλαιο μου ότι άμα δε μ' αρέσει κάτι ή και η ίδια η ταινία θά'χω κάθε δικαίωμα να τη σταματήσω. Έβλεπα ότι θέλανε να με σατιρίσουν. Τα πάντα θέλανε να σατιρίσουν σ' αυτή την ταινία. Ας πούμε, με βάζαν κι έπαιζα πιο γλυκά, πιο χαριτωμένα, κατάλαβες, για να βγάλουν κάτι άλλο που εμένα δε μ' άρεσε.

Ήσουν στη φεστιβαλική πρεμιέρα;

Ήμουν Αμερική. Έμαθα όμως πως παίχτηκε σε πολλά φεστιβάλ στο εξωτερικό και στη Ρωσία καταχειροκροτήθηκε. Εγώ την έχω σε βιντεοκασέτα και με υπότιτλους αμερικάνικους! Μάλιστα, ο Μίμης Πλέσσας βραβεύτηκε μ'αυτή την ταινία για τη μουσική του, ενώ είχε γράψει για τόσες πολλές ταινίες! Έπαιζαν μέσα η Βέρα Κρούσκα τη δημοσιογράφο και η Μιμή Ντενίση έκανε τη μητέρα μου (γέλια) Ήξερα ότι θά'παιζε και η Ζωή Λάσκαρη, αλλά τελικά μόνο σε κάποια γυρίσματα ήρθε. Σε μια σκηνή που ήμουν με τον αμπιγιέρ μου και που τον έπαιζε ο πραγματικός ο δικός μου, γιατί είχε πολύ χιούμορ, έβλεπε τη Λάσκαρη και της κάνει σε μια φάση: ''Φύγε, καλέ εσύ, κυρά μου, και σε βλέπω και κομπλάρω και την κάναμε 30 φορές τη σκηνή'' (γέλια) ''Συγνώμη, συγνώμη, φεύγω'' είπε η Ζωή κι έφυγε.

Ενδιαφέρον έχει τώρα να πούμε για τις ποντιακές βιντεοκασέτες που γύρισες. Ήσουν ο πρώτος που εκμεταλλεύθηκες αυτή την μέχρι πρότινος ανεκμετάλλευτη κινηματογραφική πιάτσα.

Εμένα ο πατέρας μου έπαιζε καταπληκτική ποντιακή λύρα. Με κρατούσε στην αγκαλιά του, ήξερε ότι θα φύγει και έκλαιγε. Τραγουδούσε ''Ελάτε να με ξεπροβοδίσετε εκεί που θα πάω'', ένα παραδοσιακό, και τα δάκρυα του έτρεχαν στα δικά μου μάγουλα και μου τα σκούπιζε. Από τότε εγώ ήθελα να ασχοληθώ με το ποντιακό τραγούδι, απ' την πρώτη εταιρεία που ήμουν, αλλά αυτοί θέλαν λαϊκά. Ο πρώτος ποντιακός μου δίσκος αφιερώθηκε στον πατέρα μου. Ο δεύτερος έγινε χρυσός, πούλησε 50.000, εκεί που τα ποντιακά πούλαγαν το πολύ 2.000! Μετά από πολλά χρόνια έκανε κι ο Καζαντζίδης ποντιακό δίσκο. Όμως εμένα μ' έτρωγε, έλεγα ''Τι άλλο να κάνω με τα ποντιακά;'' Πήγα λοιπόν στα πιο ωραία μέρη της Μακεδονίας και με τη συμπαραγωγό μου, τη Ροζαλία Γαβριηλίδου, βρήκαμε ποντιακά συγκροτήματα και αφηγούμασταν την ιστορία του Πόντου και της Παναγίας Σουμελά.

Ντοκιμαντέρ κάνατε δηλαδή.

Καλέ, τι ντοκιμαντέρ; Ταινία δύο ωρών κάναμε, πρόχειρη στην αρχή, μέχρι που από χέρι σε χέρι έφτασε σε Καναδά και Ρωσία. Είπαμε να την ξαναγυρίσουμε επίσημα κι όταν βγήκε σαρώσαμε. Στο μεταξύ όλοι οι καλοθελητές μου λέγανε ''Φύγε από κει, θα χαραμίσεις την καριέρα σου''...Έκατσα μετά κι έγραψα ένα σενάριο, ο ''Τσοπάνος'' λεγόταν, ένα ωραίο δημώδες. Έγραφα τα σενάρια, μουσική και στίχους, τραγουδούσα κι έπαιζα εγώ ο ίδιος στην ποντιακή διάλεκτο!

One man show σα να λέμε.

Ακριβώς (γέλια). Κι άμα δεν αντιγράφαν τότε τα βίντεο-κλαμπ τις κασέτες, θά'χε βγάλει η εταιρεία πολλά εκατομμύρια. Με βλέπαν στα βίντεο-κλαμπ και μου λέγανε: ''Γράφουμε συνέχεια απ' το πρωί ως το βράδυ και τα στέλνουμε στο εξωτερικό''. Στη Ρωσία, έμαθα, που απαγορευόταν το βίντεο, οι άνθρωποι μαζεύονταν κρυφά στα σπίτια κι έκλαιγαν με τον Φλωρινιώτη. Μετά ακολούθησε ένα πολύ δραματικό σενάριο, το ''Κρίμαν'', τα τετράωρα ''Αδέρφια'' σε δύο μέρη, η κωμωδία ''Ο Δέσκαλον'' και μια και απευθυνόμασταν στο εξωτερικό, ''Η Ξενιτεία''!

Πόσες μέρες κάνατε γύρισμα;

Πριν τα ποντιακά, είχα γυρίσει και με τη ΓΚΡΕΚΑ ΦΙΛΜ του Λεφάκη το ''Η αδερφή μου η τρελοπόντια''. Ο παραγωγός έλεγε ότι σε μια βδομάδα έπρεπε να έχουμε τελειώσει, καλώς ή κακώς. Προχειροδουλειά δηλαδή. Εμάς όμως, η παραγωγός εταιρεία ΒΑΣΙΠΑΠ, που αγαπούσε το ποντιακό τραγούδι και είχε εξελιχθεί στη VIP-VIDEO, μας έδινε δυο και τρεις μήνες για γυρίσματα, τους ενδιέφερε το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Σκηνοθέτης ήταν ο Βασίλης Παπαδόπουλος, ο παραγωγός της ΒΑΣΙΠΑΠ. Κουραζόμουν, αλλά έλεγα ''Αχ Παναγία μου, ας τελειώσει η ταινία και μετά ας πάθω ότι είναι να πάθω''.

Βλέπω εικόνες στο σπίτι σου. Πιστεύεις;

Ναι. Πιστεύω ότι υπάρχει μια ανωτέρα δύναμη που μ' αγκαλιάζει και όλα μού'ρχονται βολικά.

Έχεις δει κάποιο αντίστοιχο όραμα;

Ναι, τον Άγιο Νικόλαο. Είναι ο προστάτης μου, του έχω την εικόνα του στον τοίχο και τού'φτιαξα κι εκκλησάκι μινιατούρα στη βεράντα μου. Όταν ήμουν παιδάκι στο ορφανοτροφείο είχα προβλήματα, με διεκδικούσαν δικαστικά η μαμά και η γιαγιά μου, αλλά εγώ έκλαιγα κι ήθελα και τις δύο. Στο δικαστήριο που με ρώτησαν, είπα ''με τη γιαγιά'', γιατί με εκείνη είχα μεγαλώσει από μωρό και έξω μετά η μάνα μου μας είδε που με κρατούσε απ' το χεράκι κι έφυγε με κλάματα. Καθόμουν λοιπόν μόνος μου κι έκλαιγα, είχα ανοιχτά μάτια και ξαφνικά κάνω έτσι κι εμφανίζεται ένας παππούλης με άσπρα γένια! Κάθεται πάνω μου, με χαϊδεύει απαλά και αμέσως εξαφανίζεται. Λέω ''Τι ήταν αυτό τώρα;'' και την Κυριακή που πάμε εκκλησία – παπ – πέφτω πάνω στην εικόνα του Αγίου Νικολάου! Η ίδια μορφή! Δεύτερη φορά τον ξανάδα όταν περίμενα μια δικαστική απόφαση στη διαμάχη με τον ιδιοκτήτη των ''Δειλινών'' που πήγε να με σφάξει με ένα κομμάτι σπασμένο γυαλί. Ήθελε να μου πάρει όλη την περιουσία. Εμφανίζεται πάλι μπροστά μου ο Άγιος Νικόλαος, μου χαμογελάει και λέω ''Να δεις που θα κερδίσω το δικαστήριο''. Μου τηλεφωνούν μετά από δυο μέρες: ''Κέρδισες το δικαστήριο, δε σου παίρνει τίποτα''! Τον γιο μου τον έβγαλα Νικολάκη λόγω του Αγίου Νικολάου!

Θα πάμε και στα οικογενειακά σου. Θα ήθελα όμως να μου πεις πότε άρχισε να σημειώνει κάμψη η καριέρα σου;

Πολεμήθηκα πολύ κι από εταιρείες κι από συναδέλφους. Μια φορά πήγα στην ΕΡΤ με τραγούδι υποψήφιο για την Eurovision. Μπαίνω μέσα και μου μεταφέρουν ότι κάποιος τεχνικός είπε: ''Θαρθεί τώρα αυτός ο μαλάκας ο Φλωρινιώτης με τα λαμέ του''. Δεν λέω τίποτα, τραγουδάω το κομμάτι και φυσικά η κάμερα δεν έδειχνε εμένα αλλά τα μπούτια μιας χορεύτριας. Τους την έφερα όμως! Λέω έτσι είστε; Βγήκα με κανονικό κοστούμι και παπιόν. Πάω και πιάνω τον τότε Γενικό της ΕΡΤ, Χόνδρος λεγόταν νομίζω: ''Έχω παράπονο, δεν είμαι ικανοποιημένος, γιατί κάποιος αυτό κι αυτό''...Τον φωνάζει μπροστά μου και τον ξεφτίλισε. ''Μην ξαναμιλήσεις έτσι για τον κύριο Φλωρινιώτη και για κανέναν καλλιτέχνη''. Κατάλαβες; Καλά κάναν και την κλείσαν τώρα την ΕΡΤ. Να μην παρεξηγηθώ, δεν αναφέρομαι στους υπαλλήλους που έχασαν τις δουλειές τους οι άνθωποι, αλλά σ' αυτές τις κλίκες, τις παρεούλες.

Πότε παντρεύτηκες πρώτη φορά, Γιάννη;

Μία φορά παντρεύτηκα. Σχέσεις είχα πολλές πριν, αλλά μία παντρεύτηκα. Το 1974 σε νεαρή ηλικία.

Ο έρωτας τι θέση είχε στη ζωή σου;

Όλα αυτά ήταν τα παρελκόμενα. Πάνω απ' όλα υπήρχε η καριέρα μου. Και ο έρωτας και το σεξ δεν με ενδιέφεραν τόσο, όσο η δουλειά και το νά'μαι κοντά με τον κόσμο.

Τη γυναίκα σου πως τη γνώρισες;

Ήρθε με τους γονείς της να μ' ακούσουν που τραγούδαγα με τη Ρίτα Σακελλαρίου. Μικρή ήταν, 15 ετών, μετά με φώναξαν στο τραπέζι τους γιατί τους άρεσα ως τραγουδιστής. Στην αρχή βγαίναμε φιλικά, με τις παρέες της, με τις παρέες μου, δεν έτρεχε τίποτα...Ε μετά που θά'φευγα Αμερική, μου λέει ''Να σε περιμένω;'', λέω ''Τι να με περιμένεις, τι θα το κάνουμε;''

Ήσουν άπειρος σε τέτοια θέματα;

Δεν ήθελα να παντρευτώ, δεν είχα καμία διάθεση. Μόλις είχα χωρίσει από μια σχέση που ήμουν τρελά ερωτευμένος, η μόνη που αγάπησα και αγαπήθηκα τόσο πολύ και μετά δε μού'κανε αίσθηση τίποτα άλλο. ''Να, σε θέλω'' μου λέει ''και θα σε περιμένω''. ''Καλά, περίμενε'' της λέω ''κάτσε να γυρίσω από Αμερική''. ''Θα μου γράφεις;'' με ρώτησε. ''Ου αμέ'' της κάνω...Πήγα, κάθισα τρεις μήνες, δεν της έγραψα ούτε γράμμα, ούτε τίποτα, γυρίζω. Με πιάνει η μάνα μου ''Το κορίτσι ερχόταν κάθε μέρα εδώ, ενδιαφερόταν για σένα, άντε παντρέψου''! Ξέρεις τώρα, κλασική μαμά, παντρέψου και τέτοια.

Άρα μου λες παντρεύτηκες παρά τη θέληση σου στην ουσία.

Γενικά, ήθελα να κάνω οικογένεια, να δώσω σε άλλους ότι έλειψε σε μένα. Έλεγα ''Εντάξει, θα την αγαπήσω, με τον τρόπο της θα με κάνει να την αγαπήσω''. Παντρευτήκαμε, αυτό ήταν!

Τα παιδιά πότε ήρθαν;

Μετά από ένα χρόνο γεννήθηκε ο γιος μου και μετά από τρία η κόρη μου. Τρελαινόμουν, ερχόμουν απ' τη δουλειά, τα ξύπναγα, εκείνη μου φώναζε ''Τι κάνεις; Θα χάσουν τη σειρά τους'', ''βρε άντε από δω, άσε με να τα χορτάσω'' της απαντούσα. Μέχρι σήμερα τα παιδιά μου τα έχω υπό τη σκέπη μου κι είναι κολλημένα απάνω μου!

Έκαναν δικές τους οικογένειες;

Ο γιος μου μου 'κανε δύο εγγονάκια, τον έναν τον έβγαλε Γιαννάκη, και την Ασπασία, κι η κόρη μου παντρεύτηκε, μού'κανε άλλο ένα, κοριτσάκι, και μετά πήρε διαζύγιο και χώρισε. Γάμος, παιδί και διαζύγιο μέσα σ' ένα χρόνο η κόρη μου! 

Άντρες σίγουρα θα σε ερωτεύονταν, έτσι; Θα βοηθούσε και το ασυνήθιστο look σου.

Κοίταξε, η επιτυχία στη δουλειά μας είναι να σε ερωτεύονται και άντρες και γυναίκες.

Ο καλλιτένης είναι απ' τη φύση του και λίγο άφυλο πλάσμα;

Ωραίο είναι να νιώθουν έλξη και τα δύο φύλα για σένα. Εγώ τους μπέρδευα όλους. Έρχονταν γυναίκες στο μαγαζί, τις αγκάλιαζα, τις φιλούσα. Έρχονταν άντρες, τα ίδια! Με ρωτάγαν ''Καλά, φιλάς και άντρες και γυναίκες; Τελικά τι ρόλο βαράς;'' ''Μυστήριο'' απαντούσα ''λύστε το μόνοι σας''.

Ωστόσο, μίλησες για την έλξη των άλλων. Εσύ τι έκανες;

Επιβαλλόταν απ' τη δουλειά, σου είπα. Οι άλλοι με ερωτεύονταν. Δεν τους έκοβα, αλλά ούτε και ελπίδες έδινα. Όταν παντρεύτηκα, εκεί πάθανε όλοι αυτοί το μεγάλο χτύπημα! Λέγανε ''Τι έγινε τώρα αυτός, μια με τα λαμέ και μια με τη γυναικάρα;'' Γιατί, ξέρεις, η γυναίκα μου ήταν και απ' τις πιο όμορφες μεσ'στην Αθήνα, βγαίναμε και παθαίναν πλάκα όλοι. Κούκλα, πανέμορφη! Η πιο όμορφη γυναίκα καλλιτέχνη λέγανε όλοι. Τη γνώρισα όταν ήταν 15, την παντρεύτηκα στα 16. Της είπα ''Φαίνεσαι καλό παιδί, εγώ δεν είμαι για γάμους, αλλά μου κάνεις γιατί θέλω να κάνω οικογένεια. Με τον τρόπο σου κάνε με να σ'αγαπήσω, αλλά να, ξέρεις, εγώ έχω κάνει αυτό, έχω κάνει εκείνο και σ'τα λέω καλύτερα από τώρα για να μην τα μάθεις μετά από άλλους''...

Πάντως, η πρώτη σου ερωτική εμπειρία με μία γυναίκα ήταν σχεδόν τραυματική. Τά'χες πει μια φορά παλιότερα.

Από τη Φλώρινα με πήρε μια τραγουδίστρια, μεγάλη κυρία σήμερα, και με πήγε στο σπίτι της. Λέει ''να κάνουμε ένα μπάνιο''. Βγάζει τη σκάφη, ζεσταίνει νερό, με γδύνει, εγώ μένω με το σλιπάκι. Κάνω ''Όχι εγώ δεν...'' ''Χαζός είσαι;'' μου κάνει. Μου το βγάζει το σλιπάκι, με κάνει μπανιο, πάμε για ύπνο. Είχε δύο κρεβάτια. ''Έλα δω να κοιμηθείς με τη μαμά'' μου λέει, 13 - 14 ήμουν.

Ακούγεται πολύ kinky ιστορία.

Ναι. Πάω να κοιμηθώ, αρχίζει να με χαϊδεύει, τούμπανο μ' έκανε. Μ' ανεβάζει πάνω της, αρχίζω εγώ να κουνιέμαι...''Τι κάνεις, ρε, τη μάνα σου;'' και μου χώνει ένα χαστούκι! Με πετάει απ' το κρεβάτι, τα μαζεύω εγώ, κάνω να φύγω, Τρέχει από πίσω μου ''Συγνώμη, άντε έλα πάλι''. Ξαναπάω, αρχίζει πάλι να με χαϊδεύει, κάναμε την πράξη και μετά με βουτάει απ' το λαιμό: ''Τι έκανες, κωλόπαιδο; Τελείωσες μέσα μου; Άμα έχω μείνει έγκυος θα σε σκοτώσω'' κι άρχισε να με κυνηγάει να με δείρει.

Ποιους συναδέλφους σου αγαπάς σήμερα;

Την Έφη Θώδη. Έχουμε δεθεί πάρα πολύ σα φίλοι κι έχουμε κάνει δύο τραγούδια μαζί. ''Η βλάχα και ο Πόντιος'' σκίζει στο youtube! Γυρίσαμε μαγαζιά και πανηγύρια και τα γεμίσαμε. Κάνω εγώ σόου λαϊκό και μετά βγαίνει κι εκείνη με τα δημοτικά της.

Κι η Έφη Θώδη έζησε μια Κόλαση δια της τηλεοράσεως.

Είναι γλυκύτατη και όλοι με ρωτάνε ''Είναι καλά αυτή;'' Καλά είναι, μια χαρά, έναν κλονισμό νευρικό είχε πάθει η γυναίκα...

Θα μπορούσες να υποστείς κι εσύ έναν ανάλογο νευρικό κλονισμό;

Όχι, γιατί έχω πολλή υπομονή και ούτε ειδήσεις δε βλέπω να μη στενοχωριέμαι.

Με τι θα έκλαιγες;

Με τα τουρκικά σήριαλ ή με τις δικές μου τις ποντιακές ταινίες.

Κλαις με τις ερμηνείες σου, όπως έπαιζες;

Ναι, ναι, και με τα σενάρια. Αφού όταν τά'γραφα, βρεχόταν το χαρτί απ' τα δάκρυα και τό'σκιζα γιατί λερωνότανε! Σκεφτόμουν ''Για να κλαίω εγώ, φαντάσου οι άλλοι τι θα πάθουν''...

Προτιμάς δηλαδή να κλαις με πιο ψεύτικες καταστάσεις, πιο φτιαχτές.

Όχι, και με πραγματικές. Παλιότερα έκλαιγα πολύ, τελευταία έχω σκληρύνει. Κλαίω για τους άλλους, όχι για μένα.

Λες για τους άλλους, άρα να φανταστώ ότι υπήρξες ελεήμων στη ζωή σου.

Γι' αυτό δεν έχω λεφτά. Στη ''Νέα Αθηναία'' είχα δώσει λεφτά σε ζητιάνους και την επόμενη περίμεναν ουρές, ο ιδιοκτήτης με έβγαζε απ' την πίσω πόρτα. Παντού όπου πήγαινα βοηθούσα χωρίς λεφτά, σε θέατρα, σε αναψυκτήρια, σ' όποιον με είχε ανάγκη. Ήμουν και σπάταλος, αλλά ευτυχώς κράτησα κάποια λεφτά για τα παιδιά μου.

Είσαι 67 ετών. Αισθάνεσαι πιο κοντά στο θάνατο, μεγαλώνοντας κι άλλο;

Όταν ήμουν παιδάκι υπήρχαν κάτι πουλάκια σε κλουβί που τους έριχνες μια δεκάρα και σου βγάζαν χαρτάκι με τα μελλούμενα. Μια μέρα σε μένα έτυχε το εξής χαρτάκι: Θα πολεμηθείς πολύ, θα γίνεις Μέγας μια μέρα και θα πεθάνεις 84 ετών. Όλα τα άλλα γίναν, γιατί να μη γίνει και τ' αλλο; Άρα δεν έχω να ανησυχώ, την αράζω, δουλεύω και περιμένω (γέλια)

Γιάννη Φλωρινιώτη, τελικά πειράζει πού'σαι μεγάλη φίρμα;

Γιατί να πειράζει; Φασολάδα είναι; Και σε όσους με πολέμησαν, πες τους τα εσύ καλύτερα μ' αυτή τη συνέντευξη. Σου περιέγραψα τη ζωή μου ολόκληρη.

Σ' ευχαριστώ πολύ.

Εγώ σ' ευχαριστώ.

* Φωτογραφίες: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

** Οι φωτογραφίες αρχείου αποσπάστηκαν από το διαδίκτυο

*** Στην τελευταία φωτογραφία είμαστε με την Αφροδίτη Μάνου, τον Γιάννη Φλωρινιώτη και τον πιανίστα Αντώνη Παπακωνσταντίνου στο θέατρο Αγγέλων Βήμα το 2017. Ήταν και η τελευταία φορά που θα ξανάβλεπα δια ζώσης τον Γιάννη Φλωρινιώτη.