Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

Κάτια Δανδουλάκη: «Προτιμώ έναν καλό άνθρωπο κι ας είναι λιγότερο καλός ηθοποιός»

Συναντηθήκαμε στο καμαρίνι του θεάτρου «Κάτια Δανδουλάκη», του δικού της θεάτρου στο κέντρο της Αθήνας, που αυτό τον καιρό γεμίζει από κόσμο με την παράσταση «Ο αόρατος επισκέπτης». Η συνεργάτιδά της Λένα Χολιάδου, με την οποία είχαν δει μαζί την ομώνυμη ταινία, σκέφτηκε τη θεατροποίησή της. Επειτα από αρκετό καιρό ήρθε η πρόταση για το ίδιο έργο από τη Σοφία Σπυράτου, που τελικά ανέλαβε τη σκηνοθεσία με τη συμβολή του Νίκου Σούλη στις ένθετες κινηματογραφικές σεκάνς. Η Κάτια Δανδουλάκη αισθάνεται ευγνωμοσύνη για όλους τους συνεργάτες της (Χ. Πλαΐνης, Θ. Πατριαρχέας, Μ. Λεφαντζή, Ν. Σπυρόπουλος) πρωτίστως γι’ αυτό που είναι ως άνθρωποι και μετά ως ηθοποιοί. Το ίδιο, όμως, νιώθει και για τους τεχνικούς, όλους όσοι δούλεψαν για το τελικό αποτέλεσμα και παραμένουν αφανείς ήρωες. Με αφορμή την επιστροφή της στο αστυνομικό θρίλερ, η μεγάλη πρωταγωνίστρια άνοιξε την ψυχή της και μας έκανε ποδαρικό στον κύκλο των συνεντεύξεων της νέας χρονιάς.

Πόσο άγχος περνάει ένας καλλιτέχνης της εμβέλειας σας με κάθε καινούργια δουλειά;

Πολύ μεγάλο. Κάθε φορά αναρωτιέμαι για ποιο λόγο έγινα ηθοποιός και νιώθω ότι είμαι τελείως ανίκανη να το κάνω. Είναι η ανασφάλεια του πως μπόρεσα εγώ να σκεφτώ ότι θα είμαι η ηρωίδα του Τσέχοφ σε ρόλους που με γέμιζαν δέος ως προς την προσέγγιση τους. Ούτε σήμερα που σας μιλάω δεν μου έχει φύγει το άγχος και πιστεύω πως αυτό με κρατάει σε εγρήγορση και σε μία εκκίνηση μαθητικού τύπου κάθε φορά που ξεκινάω να δουλεύω. Είναι, όμως, ένα δημιουργικό άγχος αφού ποτέ δεν με καταπίνει. Μία φορά θυμάμαι που πρωτόκανα μονόλογο στον νυν θέατρο Χορν, τα παλιά «Διονύσια». Είπα: «Πως τόλμησα κι έγινα ηθοποιός;» και με μια διάθεση μεταβολής ήθελα να εξαφανιστώ. Αναλογίστηκα, όμως, πως έτσι θα έπρεπε να εξαφανιστώ κι από το επάγγελμα. Όχι, λοιπόν, επέστρεψα και έπαιξα με μία φοβερή ταχυπαλμία, η οποία μου πέρασε στα πρώτα πέντε λεπτά.

Κινείστε συνεχώς μέσα στον κόσμο. Ο μύθος του καλλιτέχνη δεν χτίζεται με το αντίθετο;

Δεν ήθελα ποτέ να έχω απόσταση απ’ τον κόσμο, αλλά να είμαι μέσα στην καρδιά του και την καθημερινότητα του. Είναι κάτι που δεν σχετίζεται με κοσμικές και ανούσιες παρουσίες. Η δική μου σχέση με τον κόσμο δεν περιγράφεται, καθώς έκανα και πολλή τηλεόραση σε νέα ηλικία, μπαίνοντας στο σπίτι κάποιου στην Καβάλα, στον Έβρο και τα σύνορα, που δεν θα μπορούσε ποτέ να με δει στο θέατρο. Μεγάλωσα μαζί με τον κόσμο και ποτέ δεν σκέφτηκα ότι είμαι ηθοποιός και άρα πρέπει να είμαι και απόμακρη. Ο μύθος χτίζεται με ουσία και με διάρκεια. Οι άνθρωποι που υπήρξαν ως μύθοι διήρκεσαν επί σαράντα, πενήντα και εξήντα χρόνια. Μύθος είναι ο Σαίξπηρ ή ο Σοφοκλής που διαρκούν για εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια. Μύθος, όμως, είναι και η Αγκάθα Κρίστι. Η επιτυχία που συνδέεται με τον μύθο είναι η απόλυτη διάρκεια του καλλιτέχνη. Εάν δεν συνδεθείς με διάρκεια στην παρουσία σου στην τέχνη, σε οτιδήποτε κάνεις, δεν μπορείς να καταφέρεις τίποτα. Γιατί είναι τόσο δημοφιλείς οι παλιές ελληνικές ταινίες; Έχουν αθωότητα και παιδικότητα σαν να θέλουν όλοι να ζήσουν ένα παραμύθι.

Έχετε καταγωγή από τη Σητεία και από τη Μικρά Ασία απ’ τη μεριά των γονιών σας. Διατηρείτε δεσμούς με τους γενέθλιους τόπους σας;

Δυστυχώς δεν είχα ποτέ την άνεση να πηγαινοέρχομαι στην Κρήτη και ειδικά στη Σητεία δεν υπήρχαν καν πτήσεις για πολλά χρόνια. Την έβλεπα μόνο σε περιοδείες την Κρήτη, πάντα με μεγάλη χαρά και συγκίνηση. Είχα επισκεφτεί και το μέρος που γεννήθηκε ο πατέρας μου στο κέντρο της Σητείας. Όλοι έχουν «φύγει» πια, υπάρχουν μόνο τα ξαδέρφια μου, πάντως με συγκινεί βαθύτατα η Κρήτη. Απ’ την άλλη, ο πατέρας μου γνώρισε τη μητέρα μου στη Θεσσαλονίκη. Ήταν πρόσφυγες οι γονείς της και μένανε στη Ρακτιβά, πίσω από ένα υπουργείο. Θυμάμαι πολύ καλά το σπίτι που γεννήθηκα εκεί και την αυλή που έπαιζα. Είναι φοβερό πράγμα οι μνήμες μέχρι τα τέσσερα σου χρόνια. Ακόμη και τη μυρωδιά της υγρασίας της Θεσσαλονίκης μες στην πολυκατοικία μας, την έχω μέχρι τώρα. Επομένως, έχω πολλά στοιχεία και από τους δύο τόπους, Κρήτη και Θεσσαλονίκη.

Θεωρείτε ότι είστε εξωστρεφής άνθρωπος;

Δύσκολο να σας απαντήσω… Είμαι κοινωνική, αλλά όχι κοσμική. Είμαι μοναχική, αλλά δεν είμαι μοναχή. Σε πολύ λίγους ανθρώπους θ’ ανοίξω την ψυχή μου και όταν είμαι μόνη μου, επικοινωνώ άριστα με τον εσωτερικό μου κόσμο. Έχω δουλέψει πάρα πολύ με την ψυχή μου εν είδει αυτογνωσίας. Τη μοναχικότητα την έχω από τότε που γεννήθηκα, ως μοναχοπαίδι.

Τη μεγαλύτερη μοναξιά τη βιώνουμε στη χαρά μας;

Εγώ τη βιώνω όταν πάψω να έχω επικοινωνία με κάποιον. Την ένιωσα τη μοναξιά όταν η μητέρα μου είχε άνοια και έχασε το μυαλό της. Εκεί ήταν για μένα η βαθιά απόλυτη ανελέητη μοναξιά. Υπάρχει όμως κι η  μοναξιά που την επιζητείς, η συνειδητή, ώστε να αποδεχτείς, να ανακαλύψεις και να συγχωρέσεις τον εαυτό σου. Είμαι άνθρωπος πολύ δύσκολος για να ζει κανείς μαζί του, γιατί θέλω πολλή αγάπη, πολλές αγκαλιές. Όταν είναι λίγη η αγάπη, δεν μου φτάνει, κάτι που γίνεται κουραστικό για τον άλλον.  Έχω εξάρτηση απ’ την αγάπη και δε θέλω ο άλλος να νομίζει ότι φορτώνομαι τόσο πολύ απάνω του, περιμένοντας από εκείνον το ανάλογο. Όταν ερωτεύθηκα τον Μάριο Πλωρίτη με όλους τους τρόπους της αγάπης – κι εκείνος το ίδιο – αυτή η αίσθηση δεν υπήρχε. Είχαμε απόλυτη αμοιβαία επικοινωνία. Όταν θέλω να δω κάποιον ή να μιλήσουμε εμείς οι δύο, όπως τώρα, το πολύ να είναι ακόμη ένα ζευγάρι μαζί μας ώστε να μπορούμε να επικοινωνούμε. Ειδάλλως βαριέμαι πάρα πολύ εύκολα κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να αντιμετωπίσω.

Λένε πως το να βαριόμαστε εύκολα τα πάντα είναι ένα στάδιο πριν την ανηδονία.

Ακριβώς αυτό. Όταν βαριέμαι, απέχω. Κάνω ότι συμφωνώ, αλλά μέσα μου λέω τι ώρα θα επιστρέψω στο σπίτι μου, όπου εκεί δεν βαριέμαι ποτέ.

Με την τελειοποίηση της τέχνης σας, αποσκοπούσατε στη δική σας βελτίωση ή σ’ αυτήν του ταλέντου σας;

Ούτε το ένα, ούτε τ’ άλλο. Νόμιζα πως ο μόνος τρόπος για να επικοινωνήσω τη λύπη μου, τη χαρά μου, τις αγωνίες μου και τις ανησυχίες μου, ήταν μέσω ενός ρόλου. Δεν ξέρω γιατί διάλεξα αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας, ίσως επειδή διαλέγει κάθε φορά για σένα η ευλογία που σου έχει στείλει ο Θεός. Έχοντας θεωρητικό μυαλό, οι άλλοι νόμισαν πως θα γινόμουν μαθηματικός κι αυτό αργότερα με βοήθησε στην παραγωγή. Πάντα λέγανε, ξέρετε, πως «αν μείνεις χωρίς δουλειά, θα πεθάνεις στην ψάθα». Τα γνωστά…Δεν υπάρχει καλλιτέχνης πλούσιος, εκτός απ’ τους πρωταγωνιστές στον κινηματογράφο που ζουν σ’ άλλες χώρες και παίρνουν άλλες αμοιβές. Στην Ευρώπη, πάντως, οι καλλιτέχνες δουλεύουν ίσα – ίσα για να ζήσουν. Πάντως, αυτό που αποσκοπούσα ήταν η μάθηση και το να εκτονωθεί η ψυχή μου. Επίσης, το να μην ταπώσω μέσα μου τα συναισθήματα μου, αλλά να τα δώσω στον κόσμο. Δεν έτυχε να κάνω παιδιά κιόλας, επομένως όταν επικοινωνώ με τον κόσμο, με το γέλιο ή με το δάκρυ, νιώθω ευτυχία και αγαλλίαση.

Μπόσκο - Κάτια Δανδουλάκη (Δεκέμβριος 2024)

Έχετε εισπράξει γενναιοδωρία στη ζωή σας ώστε να είστε κι η ίδια γενναιόδωρη;

Υποκλίνομαι στο ταλέντο. Εισέπραξα πολύ μεγάλη γενναιοδωρία και από το επάγγελμα και απ’ όσους αγάπησα και μ’ αγάπησαν, που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Λυκοφιλίες δεν είχα ποτέ, ούτε «αυλή». Με πλησίαζαν ως αυτή που είμαι και πάντα μου άρεσε να μου λένε τι δεν κάνω καλά. Δηλώνω αιώνια μαθήτρια μέσα μου.

Ως μοναχοπαίδι, είχατε ανταγωνισμό με τη μητέρα σας;

Απολύτως κανέναν! Υπήρχε η λατρεία της προς εμένα που ως δασκάλα με μεγάλωσε με μεγάλη αυστηρότητα. Ήθελε να μου μάθει τα όρια μου και της το οφείλω αυτό, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν πολύ πιο χαλαρός. «Η ζωή βάζει όρια» έλεγε η μάνα μου, «γιατί μεθαύριο να γίνει ένα παιδί που δεν θα τ’ αντέχει κανένας;» Το 2004 την έχασα…

Η καλλιτεχνική έκπληξη είναι χαρακτηριστικό σας;

Πάρα πολύ! Μ’ αρέσει να κάνω ετερόκλητα πράγματα και ν’ αναρωτιέμαι αν μπορώ να τα κάνω. Έτυχε τελευταία να κάνω πολύ αστυνομικό με επιτυχία και ξέρετε τι με συναρπάζει; Να μην φανερωθεί μέχρι το τέλος, απ’ τον τρόπο που παίζεις, αν είσαι ένοχη ή αθώα. Όσο πιο αθώα παίζεις, τόσο πιο πολύ ο κόσμος το εισπράττει. Αυτό γίνεται με μεγάλη συγκέντρωση και πρέπει να έχεις το αστυνομικό σχέδιο πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού.

Δεν σας αρέσουν οι κοσμικότητες είπατε. Μήπως μες στη «συνάφεια του κόσμου», αντιλαμβανόμαστε και το αναλώσιμο της ύπαρξης;

Δεν είχα ανάγκη ποτέ γι’ αυτό, όσο για να γνωρίσω τον κόσμο. Να μπω σε μια κρουαζιέρα με τους φίλους μου και να γυρίσω τη Γη, να δω τον κόσμο στη Ρωσία, στο Βόρειο Πόλο και τη Λατινική Αμερική. Έχω κάνει πολλές κρουαζιέρες και περνάω μαγικά, γιατί με γοητεύει το μυστήριο των τοπίων, της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας σε σχέση με το τοπίο. Χαίρομαι ωστόσο που ζω στην Ελλάδα, η οποία σου παρέχει τα πάντα: Το κλίμα, τον ήλιο, το λάδι, την κουζίνα, το γέλιο, τη χαρά, τη φύση! 

Η τέχνη είναι για σας μια ασφαλιστική δικλίδα;

Όλες οι δικλίδες ασφαλείας μου είναι κλειδωμένες πάνω στην τέχνη. Με το που μπω στο θέατρο, νομίζω πως ζω ουσιαστική ζωή. Βλέπετε εδώ το καμαρίνι μου, είναι πιο σπίτι μου κι απ’ το σπίτι μου. Περισσότερες ώρες περνάω εδώ πια. Κλέβω και κάναν ύπνο για μερικές ώρες, ωστόσο το σπίτι μου το λατρεύω και, ως Ταυρίνα, θέλω να μένει πάντα το ίδιο. Δεν αλλάζω τίποτα, θέσεις στα έπιπλα κλπ. Νιώθω σαν τις γάτες όταν αλλάζουν σπίτια.

Νιώθετε την αγάπη των ανθρώπων μεταξύ της γυναίκας Δανδουλάκη και της Δανδουλάκη των εξωφύλλων;

Ναι, νιώθω την ουσιαστική αγάπη που μου έχουν. Η χαρά ήταν τεράστια που δεν χειροκροτούσαν στις τουρνέ, αλλά μου φώναζαν «Σ’ αγαπώ». Αυτό για μένα δήλωνε ότι τα κατάφερα και ότι μπόρεσα να επικοινωνήσω, εξ ου και ποτέ δεν μ’ ενοχλεί ο κόσμος. Και να τρώω δηλαδή και να θέλει ο άλλος να του υπογράψω, θα πω «Μια στιγμή να φάω» χωρίς να κάθομαι να εκνευρίζομαι με τον κόσμο. Αφού πότε θα με ξαναδεί ο άλλος; Στο φαΐ; Στο φαΐ! Βάζω στη θέση μου το παιδάκι που ζητάει αυτόγραφο και σκέφτομαι πως δεν θα ήθελα να με σπρώξουν ή να μου πουν «έλα αργότερα».

Κάτια Δανδουλάκη - Μάριος Πλωρίτης

Ο Μάνος Χατζιδάκις έλεγε πως η ύπαρξη του Υπουργείου Πολιτισμού είναι απόδειξη πως δεν έχουμε πολιτισμό. Πως το σχολιάζετε;

Έχουμε τον υπέροχο πολιτισμό των αρχαίων χρόνων, που δεν ξέρουμε να εκτιμήσουμε, να διατηρήσουμε και να τον πουλήσουμε προς τα έξω με τη σωστή έννοια. Είμαστε η χώρα που έπρεπε να έχει λάβαρο τον πολιτισμό της, στον οποίο υποκλίνονται όλοι οι άλλοι, αφήνοντας τελικά χορταριασμένα τα μνημεία μας – είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Με θλίβει βαθιά όλο αυτό. Ήμασταν με τον Μάριο μια φορά κι ανεβαίναμε τα νορβηγικά φιόρδ ως την κορφή τους και υπήρχε μες στο πούλμαν μία ξεναγός: «Εδώ ήταν μία βοσκοπούλα και είχε δέκα προβατίνες» έλεγε στους τουρίστες. Γυρνάει ο Μάριος και μου κάνει: «Καταλαβαίνεις τι ακούμε; Κι εμείς έχουμε ολόκληρη Ακρόπολη και δεν ξέρουμε πως να την ‘’πουλήσουμε’’». Άντε, το θέατρο και η μουσική, που δεν έχουν όρια, ίσως κατάφεραν να ξεφύγουν απ’ όλο αυτό με διάφορους φωτισμένους Έλληνες ανά τον κόσμο.

Τα προσωπικά ενός καλλιτέχνη αντικατοπτρίζουν και το έργο του;

Θα σας έλεγα ότι κατά κάποιο τρόπο εγώ βλέποντας έναν καλλιτέχνη, καταλαβαίνω αν είναι καλός άνθρωπος ή όχι. Δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον. Ίσως έχω κεραία στην γκρίνια και στον αρνητισμό, άρα αυτόματα φωτίζει μέσα μου κάτι η καλοσύνη των άλλων. Δεν αντέχω την κακία, την επιθετικότητα και την καταπίεση, δεν θέλω κανένας να καταπιέζει κανέναν και ειδικά εμένα δεν θα υπήρχε περίπτωση. Πιστεύω στην καλοσύνη και στην απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου, εκεί που κάποτε έλεγα «Αχ, πολύ καλός ηθοποιός είναι, αλλά δύσκολος άνθρωπος. Δεν πειράζει»…Όχι, πειράζει! Προτιμώ έναν καλό άνθρωπο κι ας είναι λιγότερο καλός ηθοποιός.

Ίσως γι’ αυτό βγήκατε μπροστά στο #metoo, καταθέτοντας ως μάρτυρας κατηγορίας σε δίκη.

Φυσικά, αν και ό,τι είχα να πω, το είπα και δεν θα ξανασχοληθώ με το θέμα. Δεν αντέχει καθόλου η ψυχή μου την καταπίεση ανθρώπου απ’ άνθρωπο και πιστεύω ότι στην περίπτωση του #metoo η ουσία δεν είναι ν’ αποξενωθούν τα δύο φύλα και να μη μπορεί ένας άνδρας να φλερτάρει ή και να αγκαλιάσει μία γυναίκα ώστε να μισούμε ξαφνικά οι γυναίκες τους άνδρες. Υπάρχουν πλάσματα που έχουν καταπιεστεί και δεν άντεξαν να βγουν να μιλήσουν στην ώρα τους. Φαίνεται πως η διάθεση τους να «γίνουν» κάτι ήταν μεγαλύτερη απ’ την ανάγκη να μην καταπιέζονται. Δεν μπορώ να ψέξω κανέναν. Το κατανοώ και υποκλίνομαι στην ψυχή του καθενός, να πω όμως ότι είναι φρούδα ελπίδα το ότι θα «γίνεις» και κάτι αν πας με τον άλλον.

Λύνετε προβλήματα σας μέσω του θεάτρου;

Πολλά. Είμαι υπομονετικός άνθρωπος, αλλά κάποια στιγμή η υπομονή γίνεται καταπίεση απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό. Τα τελευταία χρόνια είπα πως άμα θυμώσω, θα πω την απόλυτη αλήθεια χωρίς φωνές, που δεν τις μπορώ καθόλου. Μιλάω πολύ ήρεμα, αλλά και πολύ σκληρά ταυτόχρονα. Αν με πειράξεις, θα σου πω: «Αντώνη, δεν θέλω να’σαι φίλος μου, γιατί δεν μ’ αγαπάς».

Υπάρχει κι η άλλη άποψη που λέει πως οι ηθοποιοί δεν είναι και πολύ στα καλά τους.

Σωστότατη άποψη! Είναι δηλαδή κανονικό ένας να θέλει να υποδύεται κάποιον άλλο; Σίγουρα δεν είμαστε πολύ κανονικοί, γιατί ρισκάρουμε εκεί που δεν μας παίρνει και έχουμε μια τρέλα πάνω απ’ τους κανόνες της λογικής. Χτίζουμε παλάτια στην άμμο, είναι η τέχνη του εφήμερου. Η ανάσα είναι στο θέατρο που δίνουμε στον κόσμο κι αν δεν το δεις, το’χασες.

Το ταλέντο γεννιέται ή αποκτιέται;

Είναι το ένα απ’ τα άλλα 99 στοιχεία που πρέπει να έχεις για να πας μπροστά. Αν έχεις τα 99 και δεν έχεις ταλέντο, πάλι θα πας μπροστά. Αν δεν έχεις χαρακτήρα, προσήλωση και παιδεία, δεν θα κρατηθείς στη δουλειά αυτή. Δεν φτάνει μόνο η φλόγα του ταλέντου. Υπάρχουν άλλοι, που δεν είχαν το ταλέντο, αλλά με επιμονή, μάθηση και σκληρή δουλειά, κατάφεραν πολλά πράγματα στη ζωή τους.

Τι σας φοβίζει;

Ο ρεαλιστικός φόβος είναι τα κενά στο αεροπλάνο που σημαίνει πως δεν θέλω κάτι οδυνηρό και απότομο στη ζωή μου. Ποτέ δεν μπόρεσα να νικήσω το φόβο των αεροπλάνων, όπως κι αυτόν της ενδεχόμενης ταλαιπωρίας πριν το βιολογικό τέλος. Θα ευχόμουν να φύγω χωρίς να το καταλάβω. Ένας άλλος φόβος είναι να μη χάσω το μυαλό μου, που συνειδητά τον αποδιώχνω. Η πρώτη ένδειξη, ξέρετε, είναι για τους ηθοποιούς το να μην θυμούνται τα λόγια τους και η έλλειψη της αίσθησης του χιούμορ. Έλεγα, π.χ., στη μάνα μου διάφορα αστεία περιστατικά απ’ τα γυρίσματα και γελούσαμε πολύ. Κάποια στιγμή της μιλούσα και δεν αντιδρούσε στα αστεία. Ήταν η αρχή της άνοιας. Έτσι πήγαμε στον γιατρό, ο οποίος βρήκε καταπληκτικό το ότι ευαισθητοποιήθηκα απ’ το χάσιμο του χιούμορ της μάνας μου, μία απόλυτα εγκεφαλική διεργασία. Τα τελευταία χρόνια έβλεπα τα μάτια της μάνας μου, που δεν υπήρχα εγώ μέσα τους.

Αγαπάτε τους Έλληνες παρά τα ελαττώματα τους;

Πάρα πολύ! Είναι γλύκες, αγαπάω το λαό και θυμώνω που όλοι είναι καπετάνιοι του εαυτού τους. Αν δεν αγαπήσεις, δεν μπορείς να κάνεις θέατρο, είναι ομαδική δουλειά. Μακάρι να ήμουν συγγραφέας, μουσικός, ποιητής και ν’ ασκούσα μια πιο μοναχική τέχνη.

Όταν σας βλέπετε σε παλιές ελληνικές ταινίες ή στη «Λάμψη», ποια συναισθήματα σας διακατέχουν;

Τι ωραία! Συγκίνηση! Ήταν απ’ τις πιο ευτυχείς περιόδους της ζωής μου και ποτέ δεν θα πω «κλείσ’ το» ή «άλλαξε κανάλι». Εντάξει, δεν έχω την υπομονή να κάτσω να δω όλη τη «Λάμψη», αλλά συγκινούμαι βαθιά και πηγαίνω πίσω σε πολύ ευλογημένες εποχές. Δεν θα άλλαζα τίποτα από τις παλιές δουλειές μου, όπως και από τη ζωή που έχω ζήσει ίσαμε τώρα. Κι αν ξαναγεννιόμουν, την ίδια ζωή πάλι θα ήθελα να κάνω. Δεν θα ήθελα να είχα συναντήσει τον Μάριο 20 χρόνια νωρίτερα, γιατί δεν ξέρω αν θα ήταν ο ίδιος όταν τον αγάπησα, εκείνος στα 50 του κι εγώ στα 25 μου. Κουβαλούσε άλλη αύρα που με μάγεψε.

Τη ζωή την ξέρετε καλά ή ακόμα τη μαθαίνετε;

Ακόμα τη μαθαίνω, ακόμα μπορώ να πέσω απ’ τα σύννεφα, αφού η ζωή είναι πέρα από κάθε φαντασία. Οι ανατροπές της μας κάνουν να λέμε ότι δεν θα ήταν καν αποκύημα του πιο ευφάνταστου συγγραφέα.

Υπάρχουν στιγμές που νιώθετε ανυπεράσπιστο πλάσμα;

Πολλές…Δεν είναι κάτι που το αφήνω να φανεί, γιατί είναι όλο δικό μου, αλλά μέσα μου βαθιά είμαι ευγνώμων όταν νιώθω ότι μπορώ ν’ ακουμπήσω σε κάποιον που μου το λέει και το εννοεί. Εκεί στηρίζεται, νομίζω, η τωρινή μου ασφάλεια. Πάντα στους φίλους μου προστρέχω, πολλοί απ’ τους οποίους είναι και θεατράνθρωποι.

Κι έτσι αποφεύγετε και τους εχθρούς;

Εχθρούς δεν έχω…Ακούω απίστευτες κακίες που σαν να φοράω ένα αδιάβροχο και δεν με διαπερνούν. Από πολύ μικρή ακούω κακίες και κατάλαβα πως είναι κάτι που δεν έχει κανένα αποτέλεσμα απάνω μου, άρα δεν πρέπει και να μ’ επηρεάζει. Ας μου πουν ότι είμαι ατάλαντη! Ε και; Αν έχω καταφέρει, όσα κατάφερα, μπράβο μου!

Συμπορεύονται τέχνη και ζωή μεταξύ συντρόφων;

Συμπορεύονται, αν και εξαρτάται απ’ τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Είχα την τύχη με τον Μάριο να μην κάνουμε ακριβώς την ίδια δουλειά. Να είμαστε τίμιοι χωρίς ανταγωνισμούς κι απ’ την άποψη της ηλικίας, αν θέλετε, γιατί ο Μάριος ήταν δάσκαλος της ζωής και της ψυχής μου. Υπάρχουν ζευγάρια ηθοποιών – μεμονωμένες περιπτώσεις – που έχουν συμπορευθεί για πάρα πολλά χρόνια.

Και τι γίνεται με την αληθινή ζωή, που οι άνθρωποι εκεί έξω ίσως είναι παντελώς αδιάφοροι για τέχνη, θέατρο και για όλα αυτά που συζητάμε;

Διψούν, όμως, για επικοινωνία, τα ταβερνάκια είναι γεμάτα. Πάνε στις πλατείες και παίζουν μουσική, κάτι που το βρίσκω όμορφο. Τα πανηγύρια πια κάνουν θραύση κι αυτή είναι επικοινωνία. Το θέατρο είναι επικοινωνία, αλλά και για μένα είναι μεγάλη απόλαυση να πάω στην Ερμού ή στην Καπνικαρέα και να κοιτάζω τα μαγαζιά. Χώνομαι στα στενά, στο Σύνταγμα και νιώθω ευτυχής. Είμαι άνθρωπος της πόλης και μένω στο κέντρο.

Ποιο θα ήταν το μεγαλύτερο σας απόκτημα;

Το να ερχόταν μια νεράιδα και να μου έλεγε πως μπορώ να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου χωρίς κανένα άγχος οικονομικό, δίνοντας παράλληλα ανάσα σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Για μένα θα ήταν τεράστια ευτυχία το να μπορώ να βοηθάω κόσμο.

Κυρία Δανδουλάκη, σας ευχαριστώ πολύ γι' αυτή τη συζήτηση.

Δικές μου όλες οι ευχαριστίες! Τα είπαμε ωραία σαν να πίναμε ένα καφέ χωρίς το άγχος συνέντευξης. 

* Πρώτη δημοσίευση: Documento (ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης)

** Η συνέντευξη με την Κάτια Δανδουλάκη πραγματοποιήθηκε στο καμαρίνι της, στο θέατρο «Κάτια Δανδουλάκη», στις 13 Δεκεμβρίου του 2024.

*** Οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Παναγόπουλου/ Eurokinissi 

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Ο Παντελής Θεοχαρίδης στην Αθήνα για ένα και μοναδικό live (Σάββατο 25.01.2025 στη μουσική σκηνή «Major Seven»)

Ο τραγουδιστής Παντελής Θεοχαρίδης δεν έρχεται συχνά στην Αθήνα. Για την ακρίβεια, έχει πολλά χρόνια να δώσει το παρόν σε κάποια αθηναϊκή μουσική σκηνή. Μεθαύριο, Σάββατο 25 Ιανουαρίου, μία μέρα πριν τα γενέθλια του, ο Θεοχαρίδης θα παρουσιάσει ένα χορταστικό πρόγραμμα στο «Major Seven» στο Μεταξουργείο με τους σημαντικότερους σταθμούς της προσωπικής του δισκογραφίας (Χ. Λεοντής, Λ. Πλάτωνος, Γ. Ανδρέου, Γ. Σταυριανός, Σ. Γκότσης, Κ. Κάλλιας κ.α.) μαζί με τραγούδια που αγαπά απ' όλο το φάσμα της ελληνικής έντεχνης - λαϊκής σκηνής (Μ. Θεοδωράκης, Μ. Χατζιδάκις, Ν. Παπάζογλου, Ν. Ξυδάκης, Μ. Ρασούλης). Θα τον συνοδεύσουν ο πιανίστας Σάκης Κοντονικόλας, ο κιθαρίστας Γ. Βαρσάκης και ο μπουζουξής Μ. Μπάσης. Να περάσετε από το «Major Seven» να δείτε και να ακούσετε live τον Θεοχαρίδη, έναν ακριβοθώρητο τα τελευταία χρόνια, εξαιρετικό ερμηνευτή. 

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

Λίνα Νικολακοπούλου: «Δεν προλάβαινα να καταλάβω τις επιτυχίες, σήκωνα τα μανίκια και έγραφα» (μία συνέντευξη της κορυφαίας στιχουργού άνευ προλόγου)

 

Έχω την εντύπωση πως όσο μεγαλώνετε απομακρύνεστε από τους μεγάλους τραγουδιστές ή τις «ντίβες» που τους χαρίσατε μεγάλες επιτυχίες και στρέφεστε σε πιο νέα παιδιά για συνεργασίες.

Αυτή η καλότυχη και μακρόβια διαδρομή μετράει ακριβώς 44 χρόνια. Εγώ ως στιχουργός είχα την ευκαιρία να τραγουδηθώ νωρίς από πολύ σημαντικούς ερμηνευτές και επίσης να μελοποιηθώ από σημαντικούς συνθέτες: Σπανός νωρίς – νωρίς, Χατζηνάσιος μετά, Μικρούτσικος, Σπάθας και Μιτζέλος, δηλαδή δινόντουσαν ευκαιρίες. Απ’ την ώρα της δημιουργίας, μας ερχόταν στο νου και το ποιοι θα μπορούσαν να πουν τα τραγούδια μας για να λέμε «αυτό μπορεί να το πει ωραία ο Λαυρέντης ή η Άλκηστη». Η Άλκηστη, βέβαια, ήταν η πιο σταθερή συνεργάτιδα για μένα. Από την «Έξοδο κινδύνου» που κάναμε με τον Σπανό, είχα μια πολύχρονη συνεργασία με την Άλκηστη με πολύ ωραία αποτελέσματα, σαν το «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ» και το «Ανθρώπων έργα» που κάναμε με τον Κραουνάκη, αλλά και με τον Μπρέγκοβιτς αργότερα, όπως και με το «Δικαίωμα»…

Εκεί σας μελοποίησε η Δήμητρα Γαλάνη.

Όχι, το αντίθετο συνέβη: Εγώ έγραψα πάνω σε μουσικές της, τις οποίες μου έπαιξε και μου άρεσαν. Άρα η σταθερότερη συνεργασία μου ερμηνευτικά ήταν η Άλκηστη, εκ των υστέρων όμως, όταν κάναμε το «Μαμά γερνάω» με την Τσανακλίδου, είχε έρθει ήδη η Αρβανιτάκη για να κάνουμε το «Μένω εκτός». Το ένα έφερνε το άλλο κι εγώ είχα τη χαρά να μπορώ να γράφω για χροιές και προσωπικότητες διαφορετικές, προσπαθώντας για τον καθένα να’μαι μοναδική και αφήνοντας εκτός τις επιτυχίες. Η δε Άλκηστη και η Ελευθερία ήταν ηλικιακά πολύ κοντά μου, σχεδόν μαζί προχωρήσαμε, τη στιγμή που η Δήμητρα και η Χαρούλα ήταν ήδη ονόματα μεγάλα. Αργότερα συνεργαστήκαμε με την Αρλέτα και τον Μακεδόνα στα πρώτα του βήματα, Πάντοτε υπήρχε μία ζωντάνια διότι εκτός από δισκογραφία κάναμε και τα ιδιαίτερα προγράμματα από τη «Λεωφόρο» στη Συγγρού μέχρι το «ΖΟΟΜ» και μετά στο Γκάζι, όπου εκεί τελείωσε η τριάδα. Στο Γκάζι δηλαδή δόθηκε η τελευταία παράσταση του σχήματος Κραουνάκης – Νικολακοπούλου – Πρωτοψάλτη για να συνεχίσω εγώ με την Άλκηστη στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά σε σκηνοθεσία Δημήτρη Παπαϊωάννου. Τα λέω όλα αυτά, γιατί εγώ τις «ντίβες» τις έβλεπα πολύ κοντά μου, διανύοντας τα τυχερά χρόνια της δισκογραφίας, που μπορούσαμε πολύ εύκολα να πάμε νέες ιδέες στην εκάστοτε δισκογραφική, κάτι που σταμάτησε να ισχύει από το 2000 και μετά. Τελευταία μας συνεργασία με τον Σταμάτη ήταν στα «Ισόβια» με τον Μητσιά στην εταιρεία Legend του Γιαννίκου. Είχε ήδη τελειώσει αυτό που ξέραμε ως διαδικασία παραγωγής ενός δίσκου. Έκανα αρκετή υπομονή για μία δεκαετία, που δεν γινόταν τίποτα δισκογραφικά. Το καλό με την ιδιότητα του ανθρώπου του λόγου είναι ότι έχει αντοχές. Μπορεί μετά από ένα διάστημα παύσης να ξαναμιλήσει. Πρέπει να προπονείσαι σαν τον αθλητή, κάτι να γράφεις ή να σημειώνεις, άσχετα αν δεν είναι η στιγμή γόνιμη. Ούσα κακομαθημένη απ’ την μεγάλη ελευθερία, θα μου ήταν δύσκολο να γράψω για πράγματα που δεν μ’ αφορούν. Το διάστημα της αναγκαστικής αποχής βρήκα την ισορροπία μου με συναντήσεις με λογοτέχνες και ποιητές. Αυτό με κράτησε πολύ «ζωντανή» και μου χάρισε μια δίοδο επικοινωνίας. Κι αν το τοπίο ήταν ίδιο με του ’80 και του ’90 μπορεί να’χα γεννήσει σπουδαία πράγματα στο τραγούδι. Οι μεγάλοι τραγουδιστές, που είπατε, ήταν ωραίες φωνές που φώτιζαν το λόγο μου και άρα η αιτία της απόστασης μου ήταν η απώλεια της όρεξης να προτείνουμε κάτι. Πιο πολύ δικό τους θέμα ήταν, παρά δικό μου. Παρόλα αυτά είχα αρχίσει να παρατηρώ ότι το είδος που υπηρετούσα, αδυνάτιζε. Ούτε οι νέοι τεράστιοι χώροι μπορούσαν να το βοηθήσουν, αφού το συγκεκριμένο ρεπερτόριο δεν φωτίζεται νύχτα, εκτός κι αν είναι λογικής μιας καινούργιας διάστασης αυτού που λέμε μπουάτ. Αυτό έφτασε να μπορεί να γίνει τώρα. Βρήκα τη δύναμη να φτιάξω ένα πρόγραμμα, συστήνοντας νέους καλλιτέχνες. Μπορώ και το θέλω! Και τα αυτιά μου και τα μάτια μου ακούνε, μαθαίνουν νέες φωνές, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Κύπρο όποτε πάω.

Έτσι φωτίστηκαν και κάποια παλιότερα τραγούδια σας με την Ερωφίλη και την Καπαρού, σαν αυτά από το άλμπουμ «Σαριμπιντάμ» του ’82.

Μα ακόμη και η Χριστιάνα, που ήταν τότε βασίλισσα στην πίστα, είπε να συνεργαστεί με δύο άγνωστους, εμένα και τον Σταμάτη, παίρνοντας ένα ρίσκο. Εάν κατοπινά δεν κατάφερνες να περάσεις «λάιβ» κάποια τραγούδια, αυτά θα έμεναν στο δίσκο ή θα παίζονταν από κάποια ραδιόφωνα. Ο κόσμος, όμως, συνήθως δεν τα άκουγε ποτέ σε συναυλία. Είναι τραγούδια που μπορούν να εμπνεύσουν νεότερα παιδιά και σαν μελωδίες, και σαν μυθολογία που φέρει ο λόγος.

Ωστόσο, όταν είναι κανείς τόσο παραγωγικός όσο εσείς, τι να πρωτοβάλει σ’ ένα λάιβ πρόγραμμα;

Πιστέψτε με, αν σου  έρθει η επίγνωση, μπορείς να φτιάχνεις πολύχρωμα προγράμματα επί σειρά δεκαετιών. Τραγούδια που έχουν μια ιστορικότητα, αλλά όχι μουσειακή. Τα ρίχνεις στη φωτιά και κοιτάς αν είναι ακόμη ζωντανά. Πιστεύω πως κάνω κάτι, το οποίο θέλω εγώ πρωτίστως χωρίς να μου ζητείται τίποτα συγκεκριμένο. Στο πρόγραμμα βάλαμε χρονολογικά τα τραγούδια, διότι αν δει κανείς τι γράφτηκε το 1982 και το ’84, αξιολογεί αλλιώς τα πράγματα. Απόδειξη του ότι ακόμη ακούγονται φρέσκα. Κι εγώ πάντα όταν έκανα κάτι, μετά το έκαναν κι οι άλλοι. Έκανα το «Χάραμα», π.χ., και γέμισε όλη η Ελλάδα «Χαράματα». Μου λέγανε, θυμάμαι, «άμα δεν μας τα δείξετε εσείς, πως θα τα ξέρουμε;» Ρίχνεις ιδέες και εμπλουτίζεις το ενδιαφέρον του κόσμου.

Οι ιδέες αυτές δεν σταματούν ποτέ;

Το να κουραστείς είναι φυσιολογικό, αφού μοιάζει σαν να κολυμπάς μια πολύ μεγάλη απόσταση για να βρεις ένα νησί. Απλώς την ώρα που ξαναβρίσκεις στεριά, ζυγίζεις και λες «Υπάρχει τίποτα ωραιότερο στη ζωή μου απ’ το να γονιμοποιώ τη σκέψη μου και το λόγο μου;» Η δημιουργία είναι πολύ ευαίσθητο πράγμα.

Λίνα Νικολακοπούλου - Μπόσκο (φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν, 2017)
Στη συναυλία στο Παλλάς θα παρουσιάσετε τις συνεργασίες σας με τον Μπρέγκοβιτς και τον Λέσεντριτς.

Μεταξύ άλλων, θα έλεγα. Τα έργα αυτά ήταν οι πυλώνες της δικής μου απόπειρας να γράψω στίχους πάνω σε μελωδίες και ρυθμούς με πολύ παλιά ρίζα. Ειδικά οι μουσικές από την «Εποχή των τσιγγάνων» είναι γραμμένες για τις γιορτές και τους γάμους τους. Του Λέσεντριτς, πάλι, που είναι δυτικός συνθέτης, ήταν πιο έντεχνα.  Η καταγωγή του Μητσιά με τα μακεδονίτικα ακούσματα με ώθησε στον συγκερασμό με μια μπάντα πνευστών πάνω σ’ αυτές τις ωραίες μελωδίες. Εκτός όμως απ’ το «Παραδέχτηκα» και «Στο δρόμο με τα χάλκινα», επιστρέφω και σε μελωδίες που εμένα με πηγαίνουν προς το δημοτικό τραγούδι. Όταν ο Νίκος Αντύπας μου έδωσε τις μελωδίες για το «Δι’ ευχών», εγώ κάτω απ’ αυτό το ρυθμό άκουγα τσάμικο. Και ο «Δερβίσης» έχει τέτοια ρίζα, επομένως μαζί με του Γκόραν και του Κίκι, έβαλα και μερικά τραγούδια που δεν ανήκουν σ’ αυτούς τους κύκλους, φέρουν όμως τέτοια δόνηση.

Θέλω να μου πείτε το ιστορικό της συνεργασίας με τον Γκόραν Μπρέγκοβιτς.

Έψαχνε η Άλκηστη να βρει υλικό για ένα δίσκο. Ο Κώστας Κωτούλας, ο αυχωρεμένος στιχουργός, είχε βρει δύο μουσικές από τον «Καιρό των τσιγγάνων» και της είπε της Άλκηστης να μου τις δώσει μήπως και της γράψω. Με το που άκουσα τις μουσικές, πήγα στο Άστυ να δω την ταινία του Κουστουρίτσα. Βγήκα απ’ το σινεμά και ένιωθα αναστατωμένη σαν κάτι να μου’χε μιλήσει πολύ δυνατά μέσα μου. Το πρωί τηλεφώνησα της Άλκηστης: «Όχι μόνο δύο τραγούδια, θέλω να κάνουμε ολόκληρο δίσκο με τον Μπρέγκοβιτς». Μόνο το «Εντερλέζιν«» και το «Μαύρο χιόνι» ήταν τραγούδια, όλα τα άλλα, το «Βενζινάδικο» και το «Να’ταν η χαρά οικόπεδο» ήταν σκέτες μουσικές. Βάλαμε την τότε Polygram να επικοινωνήσει με την Polygram Γαλλίας και βρήκαμε τον μάνατζερ του Μπρέγκοβιτς, ο οποίος μας ζήτησε να του στείλουμε τη φωνή της τραγουδίστριας.  Εγώ του έστειλα μαζί και το «Ρεμπέτικο» του Ξαρχάκου για να έχει δύο αναφορές. Ο Μπρέγκοβιτς δεν ενδιαφερόταν να ξανακάνει ότι έκανε στο σάουντρακ, ήθελε έναν συγκερασμό των δικών μας ηχοχρωμάτων με τα δικά του. Κανονίστηκε να τον συναντήσουμε στο Σεράγεβο που ήταν το πατρικό του. Σηκωθήκαμε από δω και στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου θα πετάγαμε για Βελιγράδι, είχε τρομερή ομίχλη και καθυστερήσαμε πέντε ώρες. Μας περίμενε αυτοκίνητο Βελιγράδι – Σεράγεβο για να δούμε τον Γκόραν στο σπίτι του. Ήταν ένα παλιό σπίτι σαν τα δικά μας της δεκαετίας του 1930. Όταν ανεβήκαμε, αυτός δεν ήταν εκεί. Η γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι δεν μίλαγε καθόλου. Καθόμαστε φρόνιμα και όταν καταλάβαμε ότι ήθελε κάτι να μας προσφέρει, δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Λέω «τσάι» στα αγγλικά, τίποτα, μετά στα γαλλικά, πάλι τίποτα. Γυρνάω και κάνω της Άλκηστης: «Πως να της πω τώρα το ‘’τσάι’’;» Πετάγεται αυτή: «Α, τσάι»! Το τσάι ήταν και η δική τους σωστή λέξη. Άκουσα τα βήματα του Γκόραν στη μεγάλη ξύλινη σκάλα με φόρα γιατί είχε αργήσει. Εμφανίζεται ένας κούκλος με την καμπαρντίνα του και τα άναρχα μαλλιά του και μέσα σε πέντε λεπτά, μας λέει το εξής: «Επειδή πρέπει να πάω σε μια τελετή που με βραβεύουν, δεν ερχόσαστε μαζί;» Μας πήρε και πήγαμε σ’ ένα κλαμπ, Τα φλας να αστράφτουν σαν να είμαστε στο Χόλιγουντ. Κάνω της Άλκηστης: «Δεν ξέρω γιατί σ’ το λέω, αλλά θα γίνει χαμός μ’ αυτό το δίσκο». Μέσα σ’ αυτή τη βαβούρα, πάλι δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε, έλα όμως που εμείς πετούσαμε το ίδιο βράδυ. «Εμείς πρέπει να φύγουμε» λέω του Γκόραν κι έτσι μέσα στο αυτοκίνητο, αυτός μπροστά κι εγώ πίσω, μου λέει: «Για μας οι τσιγγάνοι είναι καθημερινότητα». «Και για μας» απάντησα. «Επίσης, ο λόγος έχει μεγάλη σημασία στα τραγούδια μας» συνέχισε. «Και σε μας ακόμη πιο πολύ» του εξήγησα. «Let’s do it» γύρισε τότε και μου είπε! Εδώ τελειώνει η δική μου πρώτη σκηνή του «Καιρού των τσιγγάνων», πώς δηλαδή κυνήγησα το «ναι» του και με πόσα βάσανα το απέσπασα. Ένα μεγάλο ταξίδι, σκεφτείτε, με πέντε λεπτά κουβέντα και άλλα πέντε μέσα στο αμάξι πριν το αεροδρόμιο. Ξαναταξίδεψα μόνη μου στο Σεράγεβο για μια βδομάδα, διαλέγοντας τα τραγούδια. Θυμάμαι ότι βρεθήκαμε στο σπίτι ενός τσιγγάνου μουσικού για να δουλέψουμε στους τόνους της Άλκηστης. Μέσα στην κρεβατοκάμαρα του καθόμασταν, αφού δεν χωράγαμε αλλού. Είχαμε ανοίξει τα συρτάρια απ’ τις ντουλάπες για να καθίσουμε όλοι. Φάση Κουστουρίτσα κανονικά! Αργότερα πήγα εγώ στη Ραδιοφωνία των Σκοπίων για να ηχογραφήσουμε μέσα σε δύο 24ωρα το περιεχόμενο και εκεί συνέβη κάτι απίθανο: Κάποια στιγμή ο Γκόραν μου κουνάει τα κλειδιά από ένα wolkswagen που είχε. «Πάρ’το και πήγαινε αυτόν τον μουσικό σπίτι του» μου λέει. Τα πήρα τα κλειδιά και όσο ήταν μέσα ο άνθρωπος, μου υποδείκνυε αυτός που θα πάμε. Σαν τον άφησα, αναρωτήθηκα: «Τώρα που πάω, δύο τη νύχτα, σε μια ξένη χώρα;» Τελικά, είχα σταμπάρει την ψηλή κεραία της Ραδιοφωνίας με ένα κόκκινο φως απάνω και την έβαλα σημάδι, πηγαίνοντας προς τα κει. Σκεφτόμουν μετά τι έκανα και τι με είχε βάλει ο Μπρέγκοβιτς να κάνω! Είναι σαν να’σαι σε πόλεμο και πρέπει να επιβιώσεις. Όταν γύρισα στην Ελλάδα, έκανα την επαφή με τον Αριστείδη Μόσχο και το συγκρότημα του. Ήρθε ο Γκόραν και μπήκε μετά η Άλκηστη στο στούντιο και γράψαμε. Να πω όμως και ότι σε μια τηλεοπτική εκπομπή ο Γκόραν είχε ακούσει την Ανθούλα Αληφραγκή κι είπε: «Αυτή θέλω, γιατί έχει το βιμπράτο των τσιγγάνων γυναικών». Έτσι, η Ανθούλα έκανε δεύτερες φωνές στην Άλκηστη.

Ο δίσκος έκανε επιτυχία με το καλημέρα;

Δεν θα τό’λεγα. Υπήρχαν αμφιβολίες όταν βγήκε ειδικά για την καριέρα της Άλκηστης. Πέρασε ένα τρίμηνο που δεν ήμασταν καθόλου σίγουροι για την επιτυχία του εγχειρήματος. Ο Γκόραν τρελάθηκε όταν ήρθε στο ΖΟΟΜ και είδε όλο τον κόσμο όρθιο. «Μάλλον εσύ κάτι έκανες και έγινε αυτό τέτοια επιτυχία» γύρισε και μου είπε.

Με τον Κουστουρίτσα, πάντως, δεν μιλιούνται εδώ και χρόνια. Ένα αμερικανικό συγκρότημα είχε κατηγορήσει τον Μπρέγκοβιτς για κλοπή της μελωδίας του «In the death car» από το σάουντρακ του «Arizona Dream».

Εμάς μας ενδιαφέρει ποιος είχε την ευχέρεια να μαζέψει όλους αυτούς τους ήχους. Αλήθεια είναι πως η μουσική του Μπρέγκοβιτς κατέληγε να είναι πιο μακρόβια απ’ τις ταινίες του Κουστουρίτσα, οπότε εκεί μπαίνουν και άλλα θέματα. Απ’ την άλλη οι Σέρβοι θα σου πουν πως οι μελωδίες αυτές δεν είναι του Μπρέγκοβιτς, αλλά τσιγγάνικες. Και είναι αληθές! Αυτός όμως βρήκε τον τρόπο και τους άνοιξε επίσημη οδό μέσα από το σινεμά. Το κακό δεν είναι να κλέψεις, αλλά να μην το πεις. Να μην αποδίδεις το δικαίωμα της πρωτογενούς δημιουργίας. Έτσι, όταν μου ζήτησε ένα τραγούδι που να μην είναι δικό του, βάλαμε το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» με τον Αριστείδη Μόσχο.

Το θέμα είναι ότι είχατε ένστικτο ν’ ανακαλύπτετε πράγματα και να τα φέρνετε στα καθ’ ημάς.

Αυτή ήταν κανονικά η δουλειά του παραγωγού. Παραγωγός δεν είναι μόνο να κάνει τηλέφωνα, να βρίσκει μουσικούς και να λέει πόσες ώρες θα γράψουν στο στούντιο. Ο παραγωγός πρέπει ν’ ακούει τα πάντα και να έχει το νου του να προτείνει. Κάποτε οι παραγωγοί είχαν υπόσταση, τώρα δεν υπάρχουν.

Η συνεργασία με τον Κίκι Λέσεντριτς που ακολούθησε αυτή του Μπρέγκοβιτς πώς προέκυψε;

Ο Μπρέγκοβιτς μου τον σύστησε. Μου μίλησε για ένα νεαρό ταλαντούχο συνθέτη, κάτι υπέροχο απ’ τη μεριά του. Η Γιουγκοσλαβία ήταν κατεστραμμένη και ο Γκόραν ήθελε να προσφέρει διέξοδο σ’ ένα νεότερο καλλιτέχνη, που τον πίστευε. Όταν άκουσα τις μελωδίες του Κίκι, σκέφτηκα κατευθείαν τη φωνή του Μητσιά. Όχι πολύ μετά, ηχογραφήσαμε στο Βελιγράδι με τέσσερις μουσικούς και με υπέροχα γυναικεία φωνητικά. Εκεί εντυπωσιάστηκα με το πόσο σπουδαίοι σολίστες υπήρχαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Μουσικοί με περγαμηνές στην κλασική, τη τζαζ και τη ροκ μουσική και με επιρροές από Ιταλία. Πήγαμε με τον Μανώλη στο Βελιγράδι εν μέσω μιας τραγικής κατάστασης: Μπιτόνια με βενζίνη για το δρόμο και στα ράφια των σούπερ μάρκετ να βρίσκεις μόνο σαπούνι και σύρμα για τις κατσαρόλες. Με όλη την παρέα εκεί, παρόλα αυτά, περάσαμε μαγικά. Γυρίσαμε και προσθέσαμε ηχογραφήσεις στο στούντιο «Σιέρρα».

Να που σήμερα λοιπόν παρουσιάζετε λάιβ αυτά τα έργα που ένωσαν την Ελλάδα με τις γειτονικές της χώρες.

Όσο μεγαλώνω παρατηρώ συνεχώς συμπτώσεις. Θυμάμαι πριν από δύο χρόνια που με είχαν καλέσει σε ένα εστιατόριο στο Παγκράτι. Πήγα και εκεί που τρώγαμε, ακούω από μακριά τον ήχο μιας μπάντας. Το αυτί μου ήταν εκεί και μέσα μου άρχισε ένα καρδιοχτύπι σαν να έλεγα «αυτοί ήρθαν για μένα».  Καθώς πλησίαζαν, άκουσα να παίζουν το «Παραδέχτηκα» και το «Να’ταν η χαρά οικόπεδο». Παρατάω το τραπέζι και βγαίνω έξω. Τα παιδιά έπαθαν πλάκα με το που με είδαν! Μου είπαν πως για κάποιο λόγο είχαν βρεθεί στα Μέθανα, τη γενέτειρα μου, ρώτησαν που ήταν το σπίτι μου και κάθισαν κι έπαιξαν σαν να μου έκαναν καντάδα. Μου ήρθαν δάκρυα…Αργότερα επιμελήθηκα ένα αφιέρωμα στον Βαμβακάρη για το φεστιβάλ της ΚΝΕ, όπου μετά από μας θα έπαιζε μια μπάντα με χάλκινα. Γνώριζα έναν απ’ τους μουσικούς, τον ακορντεονίστα Θάνο Σταυρίδη, που μου ζήτησε να τους προσέξω. Μου άρεσαν. Ο ίδιος μουσικός είχε κάτι στο νου να κάναμε μαζί. Μια βδομάδα μετά μου τηλεφώνησε ο Μάνος Τρανταλίδης: «Έχω μια ημερομηνία για ‘’Παλλάς’’, κάνε ότι θέλεις»! Για κάποιο λόγο δηλαδή το πράγμα με τα βαλκανικά ερχόταν κι έφευγε.

Παρατηρώ πως το κοινό των τραγουδιών σας μοιραία έχει ανανεωθεί.

Ισχύει, αν υποτεθεί πως η συναυλία γίνεται 35 χρόνια μετά απ’ αυτούς τους δίσκους. Δεν έχει σημασία αν τα ξέρει ο κόσμος, αφού το ζητούμενο στα πανηγύρια ήταν η γιορτή, η μάζωξη των ανθρώπων και όχι τόσο το αν θα ήξεραν τι θα ακούσουν. Δεν υπήρχε η αγωνία του καινούργιου «σουξέ». Θα τραγουδήσει η τριάδα από την παλιότερη γενιά, ο Μητσιάς, η Γλυκερία και η Πίτσα Παπαδοπούλου.

Πρωτότυπο το «πάντρεμα» με την Πίτσα Παπαδοπούλου και για πρώτη φορά, αν τα λέω σωστά.

Ήμουν στην εκπομπή «Νύχτα στάσου» κι εκεί την είδα πώς τραγουδούσε. Είναι μοναδική. Είχα περιέργεια για το πώς θα έλεγε η Πίτσα το «Μαύρο χιόνι», δημιουργήθηκε μια προσμονή μέσα μου για το τι συναισθήματα θα βγάλει μια κατεξοχήν λαϊκή ερμηνεύτρια.

Και γιατί ενώ έχετε τον Μητσιά απουσιάζει η Πρωτοψάλτη;

Πολύ απλά θα πω ότι η Άλκηστη λέει ακόμη αυτά τα τραγούδια στα προγράμματα της. Κρατάει ζωντανό το ρεπερτόριο αυτό στις συναυλίες της. Τώρα θεώρησα υποχρέωση μου να δώσω αυτά τα κομμάτια στη Γλυκερία, σε μία καλλιτέχνιδα που έχει τραγουδήσει όπου υπάρχει Έλληνας στον πλανήτη. Ήθελα να δουλέψω με τη Γλυκερία, με την οποία δεν συνεργαστήκαμε ποτέ πριν. Με συγκινεί η μακροβιότητα της, η συνέπεια και ο επαγγελματισμός της. Θέλω να πω ότι τα τραγούδια αυτά είναι ακόμη ζωντανά μέσω των πρώτων εκτελέσεων με την Άλκηστη.

Σωστό, ο Μητσιάς αντίθετα δικαιούται να τα ξανατραγουδήσει τώρα, αφού δεν είχαν ίδια απήχηση οι δίσκοι του Λέσεντριτς με του Μπρέγκοβιτς.

Έτσι είναι, δεν είχαν. Η μεγαλύτερη επιτυχία που προέκυψε τότε ήταν το «Πάρτι» και δευτερογενώς το «Με το φορητό τον ουρανό μου». Δεν τα είχε χαρεί ο Μητσιάς αυτά τα τραγούδια. Φώναξα να είναι παρών και ο Κίκι και, μάλιστα, έδωσα το «Νανούρισμα» απ’ τον ίδιο δίσκο στον Απόστολο Κίτσο. Συγκινήθηκε το πώς επέλεξα μια μελωδία γι’ αυτόν. Θα δοκιμάσω αυτό το δούναι και λαβείν με την Ασπασία Στρατηγού, που επίσης τη θεωρώ καλή τραγουδίστρια. Ευκαιρία, λοιπόν, να δω ζωντανά με τη χημεία όλων αυτών των ερμηνευτών. Έγινε και κάτι άλλο καλότυχο: Η Μαρίνα Σάττι είχε διασκευάσει το «Βλέφαρο μου» σε μουσική του Κυπουργού. Το άκουσα για να έδινα την άδεια και αμέσως της μίλησα: «Κατά σύμπτωση κάνω αυτό στο ‘’Παλλάς’’. Θα έρθεις;» Και μου απάντησε: «Βέβαια». Έτσι θα έχουμε και τη Μαρίνα Σάττι.

Τους αγαπάτε τους τραγουδιστές σας;

Πολύ! Είναι εργαλεία για μένα και χωρίς αυτούς τι θα γίνονταν αυτά που έγραφα; Το τραγούδι έχει τριπλή υπόσταση: Συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής. Ασφαλώς και τους αγαπώ και τους κατανοώ αναφορικά με το άγχος της καριέρας. Απλώς κι εγώ πρέπει να έχω το νου μου να μην εγκλωβίζομαι και να βρίσκω τρόπους να επικοινωνώ.

Έχω την αίσθηση πως μας μαθαίνετε πράγματα, προτείνετε κι αυτό ξεφεύγει απ’ τα όρια του στιχουργού. Δεν είστε, π.χ., σαν τον Γκάτσο που δεν έδινε ποτέ συνεντεύξεις.

Ναι, αλλά ο Γκάτσος ήταν πόλος έλξης για όλους τους διανοητές. Η «Αμοργός» ήταν το νόμισμα του, αλλά έδινε τον τόνο όχι δημόσια παρά μόνο σ’ αυτούς που τον περιστοίχιζαν. Ακόμη κι ο Ελύτης πήγαινε τα γραπτά του στον Γκάτσο. Οι στιχουργοί είναι ιδιαίτεροι άνθρωποι κι αυτό το λέω πρώτη φορά. Έχουν πολύπλευρες γνώσεις. Εάν προλαβαίναμε στη ζωή τον Βίρβο και τον Πυθαγόρα και τους συζητούσαμε, θα άκουγε ο κόσμος τη ματιά τους, τα διαβάσματα τους, τις επιρροές τους. Οι στιχουργοί απορροφούν πολλά πράγματα για να μπορέσουν να πουν δύο λόγια. Πρόσφατα έγινε μια βράβευση από τον «Επίλογο» στον Καταλειφό, τον Βαλτινό και σε μένα. Ο Καταλειφός είπε ότι σε δύο ώρες το θέατρο μιλάει για τη ζωή και το θάνατο, εκεί που το τραγούδι κάνει το ίδιο μέσα σε τρία λεπτά. Είναι ακόμη πιο μικρός ο χρόνος που πρέπει να χωρέσεις ζωή και θάνατο. Όπως έλεγε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: «Με το καλησπέρα, πρέπει να τά’χεις πει όλα». Αυτή είναι και η χαρά του στιχουργού.

Ποιοι στίχοι σας είδατε να γίνονται σλόγκαν;

Σλόγκαν πιστεύω ότι έγινε το ρεφρέν του «Σ’ όποιον αρέσουμε», ενώ τα κουπλέ ήταν λίγο πιο βαριά. Το «Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια», που ήταν μια κατασκευή, έχει γίνει κάτι σαν παροιμία που ο κόσμος νομίζει ότι προϋπήρχε. Ακόμη σλόγκαν έγινε ο στίχος «Στο βάθος το ζηλεύουμε αυτό που ρεζιλεύουμε».

Εξέλιξη αυτού είναι και ο υπέροχος στίχος «Ότι σταυρώνεις το προσκυνάς» στην «Εποχή της αγάπης» με μελωδίες του Χατζιδάκι.

Ακριβώς. Ας θυμηθούμε και το «Είμαστε ακόμα ζωντανοί», άρα μιλάμε για στίχους που έχουν αυτονομηθεί κι έχουν γίνει σημεία αναφοράς στη ζωή και στον προφορικό καθημερινό λόγο.  Θυμάμαι τον Μάτσα που του ζήτησα να είναι τυπωμένοι οι στίχοι μέσα στον φάκελο του βινυλίου. «Τι γίνεται, Λίνα μου, υπάρχει κάποια επιτυχία μες στο δίσκο σαν το ‘’Η αγάπη είναι ζάλη’’;» Του απάντησα: «Τι να σας πω, κύριε Μάτσα, μια κολόνια έχω. Αν σας ζαλίσει, δεν το ξέρω» (γέλια).

Ενώ ενημερώνομαι για τα πάντα, ομολογώ πως δεν έχω ακούσει ένα στίχο να με ταρακουνήσει. Μοιάζει σαν αυτή τη στιγμή να μη μπορεί κανείς να σας μετακινήσει απ’ το «θρόνο» σας.

Είναι ελευθερία και «το’χω» να γράφω πάνω σε μουσικές. Όταν είδα πολύ νωρίς ότι μου αρέσει να γράφω πάνω σε μελωδίες, γιατί με πάνε αλλού, κατάλαβα αυτή μου την ευχέρεια. Ξέρεις τι φταίει σε ότι αφορά τους νεότερους; Εγώ είχα τη δυνατότητα των σταθερών συνεργασιών, όπως με τον Σταμάτη, που καταλαβαινόμασταν. Δεν ήταν το να γράφω μόνο ένα, αλλά είχα την ευκαιρία της «προπόνησης». Υπήρχε και το κριτήριο της παραγωγής. Κι ακόμα υπάρχει. Γιατί δεν αταματάνε πράγματα που δεν πάνε μπροστά το τραγούδι; Είναι και μια ευθύνη των εταιρειών και των παραγωγών. Ο καθένας κάνει αυτό που του επιτρέπεται. Σήμερα δίνουν ένα τραγούδι μ’ έναν στίχο και ουδείς ασχολείται. Αυτό είναι που σκοτώνει το κοινό αίσθημα.

Θα το πω λίγο χοντρά: Τι έχει αλλάξει και ο καθένας νομίζει ότι είναι στιχουργός;

Οι κανόνες της αγοράς. Εγώ όταν ξεκινούσα ήταν εν ζωή ο Γκάτσος και ντρεπόμουν να κάνω κάτι που δεν ήταν καλό. Και δεν ήξερα αν θα’ναι καλό, αλλά ήξερα ότι ήθελα να’ναι καλό. Οι κανόνες είναι πια άλλοι. Η ισορροπία σε μένα προήλθε και απ’ το πόσοι καλοί συνθέτες υπήρχαν. Όταν θαύμαζες τον Κουγιουμτζή και τον Μούτση, είχες ανθρώπους που ευχόσουν να πάρουν τα λόγια σου. Το νόμισμα υποβαθμίστηκε από ένα σημείο και μετά. Απ’ την άλλη οι τραγουδοποιοί που έγραφαν και στίχους απ’ το ’90 και μετά, καλά τα έκαναν. Ο Μαχαιρίτσας έχει γράψει θησαυρούς, όπως και ο Σούσης που άφησε αποτύπωμα. Ο Βαγγέλης Γερμανός, όπως και η Αρλέτα, ήταν χαριτωμένοι εύγλωττοι δημιουργοί με κοσμοθεωρία δική τους. Όλη η ιστορία για τον καθένα που έρχεται στο προσκήνιο είναι τι έχει να δώσει και πόσο διατεθειμένος είναι.

Παλιά υπήρχε: Το σώμα. Πολλές φορές την έχω πει, γιατί αυτό είναι το μαρτυρικό στοιχείο του ανθρώπου. Όλο το άλλο, το ψυχικό, το καρδιακό, το εγκεφαλικό δεν υποφέρει τόσο όσο το σώμα που κουβαλάμε. Και ότι άλλο ποθήσουμε είναι καταδικασμένο να αρρωστήσει και να σβήσει. Θυμάμαι που ερχόταν κάποτε ένας άνθρωπος σαν «healer» και έβαλε τα χέρια του στο στομάχι μου. Με ρωτάει «Θύμωσες πολύ τις τελευταίες πέντε μέρες;» και του απαντάω «ναι». Αυτός ο θυμός, λοιπόν, είχε καταγραφεί στο σώμα μου. Έμεινα άναυδη. Εκεί είπα ότι το σώμα μας είναι το ημερολόγιο μας, η βιβλιογραφία μας.

Πάντως για το «Ποτέ δεν θα μπω σ’ άλλο σώμα» είχατε υποστεί ένα είδος λογοκρισίας.

Ο Μάτσας είχε πρόβλημα μ’ αυτό το στίχο. Αναρωτιόταν μήπως ήταν προκλητικός. Του είπα κάτι και δικαιώθηκα: «Ο Μητσιάς είναι ψάλτης, ο τρόπος που λέει τα πράγματα φέρει μεγάλη ευγένεια, Μη φοβάστε». Και προέκυψε ένα χιλιοαγαπημένο τραγούδι.

Η τόλμη ήταν ένα χαρακτηριστικό σας όλα αυτά τα χρόνια;

Ναι, ακόμη και στο «Μαμά γερνάω» υπήρχε ένα τόσο σοβαρό θέμα, που αν δεν ειπωνόταν σωστά, θα κινδύνευε ο στιχουργός. Και η Τάνια, που τότε είχε χάσει τη μάνα της, έβαλε ως σημείο αναφοράς της επετειακής συναυλίας της το «Τριάντα καλοκαίρια και χειμώνες».

Βέβαια, προσωπική μου γνώμη είναι πως η επιτομή της στιχουργού Νικολακοπούλου ήταν το «Ηφαίστειο» με τον Αντύπα για την Πρωτοψάλτη. Είχε και τα εύσημα του μεγάλου σουρεαλιστή Νάνου Βαλαωρίτη.

Ήταν ανοιχτόμυαλος άνθρωπος ο Βαλαωρίτης. Αυτός και ο Χριστιανόπουλος ήταν οι δύο ποιητές που με αντιμετώπισαν με μεγάλο σεβασμό και με στήριξαν σιωπηλά. Ο Αντύπας πάντα μου έδινε μοτίβα των μελωδιών του και ενορχήστρωνε βάσει του νοήματος που έδινα εγώ πια. Ήρθε σπίτι μου στο Κολωνάκι και άκουσε το «Σαν ηφαίστειο που ξυπνά». Με κοίταξε και μου κάνει: «Ποια είσαι, βρε Λίνα;» Και μετά: «Μπορώ να λείψω πέντε λεπτά;» Κατέβηκε σ’ ένα ανθοπωλείο και μου έφερε έναν κρίνο. Κι αυτός εκείνη την ώρα βίωσε κάτι που του επιστρεφόταν απ’ τις μουσικές του και που δεν του χώραγε στο κεφάλι. Και για την Άλκηστη ήταν ρίσκο το άλμπουμ αυτό, αλλά και για την πορεία της Χαρούλας το «Δι’ ευχών». Θυμάμαι να με βρίζουν στη ΜΙΝΟΣ.

Και μετά όμως έκαναν το «Έι», Αντύπας – Αλεξίου – Λευτέρης Παπαδόπουλος, που δεν «περπάτησε».

Βιάστηκαν, νομίζω. Εκεί φταίνε και ο Νίκος και η Χαρούλα. Στον ένα χρόνο από το «Δι’ ευχών» ήθελαν κι άλλο δίσκο. Ήρθαν σε μένα και είπα όχι. Ακόμη το «Δι’ ευχών» έκανε μεγάλο κραδασμό και ήθελε προσοχή το επόμενο βήμα. Αυτό που εντόπισες, το είχα πάντα αρχή μου και με έσωσε. Οι «Υδρόγειες σφαίρες», ας πούμε, ήταν το μεγαλύτερο ρίσκο για μένα. Εκεί ο Αντύπας είχε βρει κάτι ιδιαίτερο ενορχηστρωτικά. Ήμασταν στο Παρίσι όπου ανακάλυψε έναν μουσικό που έπαιζε βιέλα, ένα είδος οργάνιστρο με χαρακτηριστικό ήχο. Ηχογραφήσαμε εκεί, αλλά είδα πως κάτι δεν έβγαινε εύκολα ερμηνευτικά απ’ την πλευρά της Άλκηστης. Παιδευόταν. Όταν τελείωσε αυτός ο δίσκος, επικράτησε απόλυτη αδιαφορία από το κοινό. Δεν υπήρχε θετική ανταπόκριση και εγώ αυτό το ένιωθα απ’ την «κοιλιά» μου. Δεν θα ξεχάσω στη ζωή μου τη Ρηνιώ Παπανικόλα, που πήρε μια αγκαλιά λουλούδια, ήρθε σπίτι μου και μου είπε: «Προχώρα»! Εννοούσε πως κι αυτό τώρα αν δεν το δεχτούν, εσύ προχώρα, συνέχισε στο δρόμο σου. Η γυναίκα με στήριξε σ’ αυτή τη σιωπή που ακολούθησε τις «Υδρόγειες σφαίρες».

Μα πως σας ήρθαν αυτοί οι σουρεαλιστικοί στίχοι, ψυχεδελικοί σχεδόν, όπως στο «Μωρό» ή το «Διθέσιο»;

Είναι τραγούδια διεθνούς σκηνής, θα μπορούσαν να τα είχαν γράψει η Φέιθφουλ, η Μπιόρκ και η Λόρι Άντερσον. Πιστεύω πως η συνεργασία μου με τον Αντύπα μου απελευθέρωσε κι αυτή την πλευρά μου. Ο ήχος της μουσικής του, που προερχόταν από τη ροκ σκηνή, μου επέτρεπε να έχω διεθνή λόγο. Έφυγα απ’ την πεπατημένη, πήγα εκεί που ήμουν κι ο Νίκος μου έδωσε την πίστα. Η Άλκηστη είχε το μεγαλύτερο θέμα με το «Ηφαίστειο», στα άλλα τραγούδια δεν είχε. Σκέψου ότι κρατήσαμε την πρώτη εκδοχή της ερμηνευτικά. Κάναμε το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά μετά που έσκισε και που θυμάμαι πως είχα χάσει πρόσφατα τον πατέρα μου, Δεκέμβρη του ’97, κι είχα πένθος.

Με τόσες συνεργασίες με ξένους συνθέτες, δεν νιώσατε να περιορίζεστε στην Ελλάδα;

Επειδή γινόντουσαν απανωτά οι επιτυχίες, δεν προλάβαινα να καταλάβω. Σήκωνα τα μανίκια και έγραφα. Ασφαλώς μουσικά σίγουρα θα μπορούσα να έχω άλλες δεκαπέντε διεθνείς συμπράξεις, συνέβαινε όμως το εξής: Ερχόταν στη ζωή μου ο Μίκης Θεοδωράκης με την «Πολιτεία Γ». Θείο δώρο! Ερχόντουσαν οι μουσικές του Χατζιδάκι για τον «Χορό με τη σκιά μου» κι έτσι δεν αισθάνθηκα ποτέ εγκλωβισμό εντός των συνόρων μας. Αγγλικά δεν έχω γράψει ποτέ, αλλά σκέφτομαι! Πιάνω τον εαυτό μου πολλές φορές να σκέφτεται και να γράφει αγγλικά. Αν παραστεί ευκαιρία, θα το κάνω. Ο δημιουργός έχει ένα τρόπο που και καλά αγγλικά να μην ξέρει, κάτι κάνει και είναι ωραίο.

Όταν ακούτε έναν στίχο του Ντίλαν ή του Κοέν, λέτε πως «εγώ θα το’χα κάνει έτσι»;

Η πρώτη μου απορρόφηση είναι η ομορφιά της δικής τους τέχνης. Εάν καθίσω κι ασχοληθώ και να πω «Για φέρ’ το εδώ να το δω», μπορεί να έβρισκα κάτι άλλο δικό μου. Πρωτογενώς, όμως, αφήνομαι στον καινούργιο τρόπο, με τον οποίο έχουν να πουν κάτι. Άκουγα τον Ίγκι Ποπ στο «In the death car» που λέει «We are alive», δηλαδή το «Είμαστε ακόμα ζωντανοί» το βλέπεις ακόμα και μέσα στο «In the death car». Αναρωτιόμουν από πόσο καιρό πριν είχε αξία να πω «Είμαστε ακόμα ζωντανοί», γιατί καθημερινά είναι μια νίκη να είσαι ζωντανός. Υπαρξιακά το ίδιο πράγμα προσπαθούσε να πει και ο Ίγκι Ποπ, άρα όλοι είμαστε στα ίδια ανεξαρτήτως του «metier» και της εθνικής καταγωγής του καθενός. Το δίκτυο του παγκόσμιου ψυχισμού είναι κοινό. Ακόμη και την Ουμ Καλσούμ να ακούσω, που δεν ξέρω αραβικά, καταλαβαίνω τι γίνεται.

Διόλου τυχαίο που ο Γιάννης Ρίτσος είχε μεταφέρει στα ελληνικά τα παραδοσιακά ρωσικά τραγούδια για τη Ζορμπαλά.

Και την Τσβετάγεβα και την Αχμάτοβα. Οι Ρωσίδες ποιήτριες ήταν πολύ δυνατές και ο Ρίτσος, γνωρίζοντας ρωσικά, είχε γνώση των μεγάλων Ρώσων ποιητών. Το ίδιο και ο Γκάτσος που φώτισε τον Λόρκα με την εργασία του. Όλοι όσοι έχουμε μία δεξιότητα, θα ψαχτούμε. Το να πεις ότι κάποιος είναι δημιουργός εμπεριέχει τον καινούργιο κόσμο που έφερε. Συμβαίνει να γράφεις μουσικές ή στίχους και να μην είσαι δημιουργός. Νομίζω ότι το να πούμε κάποιον δημιουργό, έχει να κάνει με το τι έφερε αυτός στο φως. Ο Άκης Πάνου, π.χ., είναι δημιουργός, όπως ο Βαμβακάρης και ο Τσιτσάνης. «Με τον έρωτα ξαναγεννιέται η τάξη των πραγμάτων», πώς το είχε πει ο Ελύτης, που έχει τη βάση του στον «Ερωτόκριτο»; Εκεί στοχεύει η δημιουργία. Έβλεπα μανιωδώς σινεμά και μόλις έσκασε ο Λαρς φον Τρίερ, έκανα Ανάσταση! «Επιτέλους ένας καινούργιος τρόπος να ειπώνονται τα πράγματα» σκέφτηκα! Το ίδιο και με τον Καουρισμάκι, όπως και με τον Ταρκόφσκι παλιότερα. Όσο για τον Λάνθιμο, περιμένω τα θαύματα όσο μεγαλώνει και ωριμάζει.

Την ταινία για τον Καζαντζίδη την είδατε;

Όχι ακόμη, αλλά θα το κάνω. Αρέσει πολύ στον κόσμο, μαθαίνω. Εμένα μ’ αρέσει που γίνανε ταινίες άνθρωποι του τραγουδιού, γιατί το τραγούδι κράτησε ζωντανή τελικά την ελληνική κοινωνία. Ο κινηματογράφος παίρνει ήρωες ανθρώπους του τραγουδιού κι αυτό είναι καταξίωση. Και τον Μάρκο Βαμβακάρη να κάνουν ταινία, θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Η δική σας ζωή θα μπορούσε να γίνει ταινία;

Καλύτερα να γίνει βιβλίο, να έχει σχέση πάλι με το λόγο. Ας το κάνουν, αν το θελήσουν, αλλά καλύτερα να στοχαστώ εγώ πάνω στη ζωή μου και να αφήσω το περιεχόμενο, να φωτίσω εγώ δηλαδή το πώς, το που και το γιατί. Η ζωή μόνο δεν φτάνει εάν δεν είναι συνδυασμένη με ιστορικά γεγονότα.

Ανυπομονείτε για τη συναυλία στο «Παλλάς»;

Καταρχάς ανυπομονώ να βρεθώ στην πρόβα. Όλα είναι στο κεφάλι μου πώς θα γίνουν μέχρι στιγμής. Πιστεύω πως μετά θα παίξουμε στη Θεσσαλονίκη, αλλά στο πλαίσιο του ψαξίματος βρήκα έναν καταπληκτικό φωτογράφο της ομογένειας, τον Κωνσταντίνο Μάνο, ο οποίος πέθανε πρόσφατα. Ανακάλυψα φωτογραφίες του απ’ όταν ήρθε στην Ελλάδα και φωτογράφησε χωριά που δεν είχαν ηλεκτρικό ρεύμα. Τις είδα και μου τρέξανε τα μάτια, διότι για κάποιο λόγο μέσα μου αυτή την Ελλάδα έχω αγαπήσει παράφορα. Θυμήθηκα έτσι τη συνεργασία που είχαμε με τον Νίκο Οικονομόπουλο για το «Ανάσα, η τέχνη της καρδιάς». Μέγας φωτογράφος κι αυτός! Ο Οικονομόπουλος, λοιπόν, έβγαλε ένα άλμπουμ που λέγεται «Balkans» και που διάβασα κάτι φοβερό στον πρόλογο της έκδοσης στα αγγλικά: «Αν κανείς αναλύσει ετυμολογικά βάσει της τουρκικής γλώσσας τη λέξη ‘’Balkan’’, προέρχεται από το ‘’Bal’’, που σημαίνει το μέλι, και το ‘’Kan’’ που σημαίνει αίμα. Μέλι και αίμα! Όλες αυτές οι φυλές των Βαλκανίων έχουν ζωή με μέλι και αίμα!

Λίνα Νικολακοπούλου - Μπόσκο (Γκάζι, 5 Ιανουαρίου 2025)

* Πρώτη δημοσίευση: Documento (ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης)

** Η συνέντευξη με τη Λίνα Νικολακοπούλου πραγματοποιήθηκε στο καφέ «Cartone» στο Γκάζι στις 5 Ιανουαρίου του 2025

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

Δημήτρης Πουλικάκος: «Είμαι ένας περαστικός παρατηρητής» (η συνέντευξη της ζωής του πολυσχιδούς καλλιτέχνη από το 2009)

Το καλοκαίρι του 2009 μου ανατέθηκε από το περιοδικό Δίφωνο μία μεγάλη συνέντευξη με τον Δημήτρη Πουλικάκο. Δε θυμάμαι το λόγο, αλλά πιθανώς να ήταν οι επανεκδόσεις των τραγουδιών του από τον Όμιλο Γιαννίκου, όπου στα credits μάλιστα δεν έβαζαν το όνομα του, παραγράφοντας τα νόμιμα συνθετικά του δικαιώματα - πράγμα που φυσικά τον έκανε να δυσανασχετεί. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε σε καφέ της πλατείας Βικτωρίας, περιοχή που τότε ζούσαμε αμφότεροι. Ένας φίλος μάλιστα από την Κοζάνη, ο Βασίλης Κώτσικας, εξαίρετος φωτογράφος και εικαστικός δίσκων, ήθελε τόσο πολύ να φωτογραφήσει τον Πουλικάκο, ώστε πήρε το λεωφορείο και κατέφτασε στην Αθήνα για να είναι παρών στη συνέντευξη. Κι εκεί, ανάμεσα σε Αφρικανούς μικροπωλητές, περιθωριακούς και γυρολόγους, το κασετοφωνάκι μπήκε σε λειτουργία και ο Πουλικάκος άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι του βίου του μαζί με τις δικές μου ερωτήσεις και τα φλας του Κώτσικα.

Μπορεί για τους περισσότερους, η εμπλοκή σας με τα της τέχνης να ξεκινάει από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 με τους M.G.C., όμως εγώ θέλω να πάμε λίγα χρόνια πριν, τότε που σας βρίσκουμε στο περιβόητο καφενείο Βυζάντιο.

Όχι απλά πήγαινα, κάθε μέρα ήμουν εκεί. Παίζαμε μπιλιάρδο από το πρωί μέχρι να πάει δέκα η ώρα και να χωθούμε σε κάνα πρωινό σινεμά της Πανεπιστημίου και της Ομόνοιας, από Rex και Τιτάνια μέχρι Κοτοπούλη και Αλάσκα! Το Βυζάντιο ήταν κάτι μεταξύ ανοιχτού πανεπιστημίου και ουδετέρας ζώνης. Στο ένα τραπέζι καθόντουσαν μεγαλοεκδότες και στο διπλανό, έμποροι ναρκωτικών και υπόκοσμος. Συνυπήρχαν μια χαρά όλοι αυτοί μεταξύ τους! Εκεί έβλεπα συχνά και τον Μάνο Χατζιδάκι μαζί με τον Γιώργο Εμιρζά ή τον Κόκα, τον διευθυντή της εφημερίδας Ελευθερία. Ήταν κι οι δυο μεγαλόσωμοι και καπνίζανε ναργιλέ, με καπνό βέβαια, μη φανταστείτε τίποτα παραβατικά πράγματα! Νομίζω πως το Βυζάντιο ήταν ένας χώρος που έλειψε από τη στιγμή που έκλεισε.

Μιλήστε μου λίγο για το οικογενειακό σας background. Γιατρός δεν ήταν ο πατέρας σας;

Και οι δύο ήταν γιατροί. Ο πατέρας μου καρδιολόγος – παθολόγος και η μητέρα μου μικροβιολόγος.

Τους έχετε χάσει πολλά χρόνια;

Όχι, όχι πολλά χρόνια. Καμιά δεκαριά. Φύγανε πλήρεις ημερών.

Τους άρεσε που ο γιος τους βγήκε καλλιτέχνης;

Δε νομίζω ιδιαιτέρως. Ο πατέρας μου, ας πούμε, δε μου είπε ποτέ να του βάλω ν’ ακούσει κάτι δικό μου ή να πάμε να δούμε μια ταινία που έπαιζα. Μια φορά που τον πήγαμε μαζί με τη γυναίκα μου να δει τη Δονούσα της Αγγελικής Αντωνίου, βγαίνοντας μου είπε: «Πολύ καλή αυτή η σκηνοθέτις» (γέλια)! Κοιτάξτε, ο πατέρας μου ήταν γιατρός με όλη τη σημασία της λέξεως. Ενώ έμενε στο Κολωνάκι και η αδερφή του, η θεία μου, ήταν σύζυγος του Παναγιώτη του Κανελλόπουλου, στα 75 του κατάφερε να αγοράσουνε ένα σπίτι με τη μάνα μου, να μπουν μέσα και να περάσουν τα τελευταία τους. Θα σας πω μόνο ότι το ΄60, όταν η μάνα μου είχε πάθει ένα ατύχημα και ήταν σε κώμα για οχτώ μήνες, εκείνος, ο number one καρδιολόγος, παραιτήθηκε από τη δουλειά του. Του έλεγες γιατρέ, τι σας οφείλω; κι απαντούσε ελάτε, αφήστε τα αυτά τώρα. Τέτοιος άνθρωπος ήτανε!

Νοσταλγείτε την παρουσία των γονιών σας;

Ε, ναι, βέβαια. Ερωτευμένοι, δε, ως το τέλος! Τρώγανε το μεσημέρι, της έπιανε το χέρι, κοιταζόντουσαν και της έλεγε: πουλάκι μου! Μπορεί να μην είχαμε καλές σχέσεις, να ονειρεύονταν άλλα για μένα κι εγώ να τους στενοχώρησα. Το 1968, θυμάμαι, με έπιασαν για «μαύρα». Άντε τώρα να έχεις τον γιο σου στη φυλακή την ίδια στιγμή που είσαι γιατρός στο Καρδιολογικό του Αγίου Παύλου, δηλαδή στο νοσοκομείο των φυλακών. Γάμησε τα! Για να σας δώσω να καταλάβετε, την ώρα που με βάζανε μέσα, ο αρχιφύλακας είδε το όνομα και κάνει: Πουλικάκος! Εδώ, του απαντώ! Τον Πουλικάκο το γιατρό τι τον έχεις; με ρώτησε! Ποιο γιατρό; κάνω εγώ…

Πότε φύγατε για Λονδίνο;

Το ΄64, μόλις απολύθηκα από φαντάρος. Έμενα περιοχή Notting Hill Gate, κοντά στο Portobello. Η πρώτη μου σύζυγος ήταν Αγγλίδα και πάνω – κάτω έμεινα εκεί εφτά – οχτώ χρόνια. Εννοώ, οχτώ μήνες το χρόνο στην Αγγλία κι άλλους τέσσερις στην Ελλάδα, τα καλοκαίρια συνήθως.

Εκεί πρωτοήρθατε σε επαφή με τη rock μουσική;

Εγώ rock' n' roll άκουγα από το ΄55, από τότε δηλαδή που έσκασε μύτη. Ήδη από την Ελλάδα, πριν φύγω έξω, ήξερα τους Beatles, τους Stones, τους Animals, όλα αυτά.

Υπήρχε μουσική ενημέρωση τότε στην Ελλάδα;

Όποιος ψάχνει, βρίσκει! Το θέμα είναι να ψάχνεις!

Το 1967, τι θυμάστε από τη συναυλία των Rolling Stones στην Αθήνα;

Στις 14 Απριλίου είχα έρθει εγώ από την Αγγλία, 17 έγινε η συναυλία και 21 το πραξικόπημα. Είχα πάει ως θεατής και νομίζω ότι παίξανε αρχικώς οι We Five και οι M.G.C., των οποίων δεν ήμουν ακόμη μέλος. Δεν πέταξε γαρίφαλα ο Mick Jagger στον κόσμο, όπως λέγεται, απλά ένας πιτσιρικάς πήγε να δώσει λουλούδι ή κάτι άλλο στον Jagger. Αμέσως τρέξανε καμιά πενηνταριά μπάτσοι κι έπεσαν πάνω του να τον φάνε! Νομίζω πως είχαν προηγηθεί κι ένα – δυο περιστατικά, όπου ο Jagger είχε χώσει χαστούκι σε κάποιον αξιωματικό εδώ και ο Keath Richard σ’ έναν άλλο μπάτσο στο αεροδρόμιο!

Με τον Εξαδάχτυλο ξεκινήσατε από τη Θεσσαλονίκη, δεν είναι έτσι; Τι υποδοχή είχε αυτό το γκρουπ;

Ναι, ξεκινήσαμε από ένα ανοιχτό μαγαζί της Θεσσαλονίκης και παίξαμε για είκοσι μέρες περίπου, οπότε καταλαβαίνετε δεν ήταν και η πιο επιτυχημένη πρώτη εμφάνιση συγκροτήματος. Μετά από μας, νομίζω, φωνάξανε τον Βλάσση Μπονάτσο κι εμείς αφού ψάξαμε λίγο από δω κι από κει με τον Αντώνη Τριανταφύλλου, με τ’ αυτοκίνητο, καταλήξαμε στη Σκιάθο.

Αληθεύει ότι υπήρξατε ο πρώτος που έφερε LSD το 1970 στην Ελλάδα;

Όχι το ΄70, το ΄67! Είχα φέρει οδικώς περίπου 250.000 δόσεις σε μορφή κρύσταλλου σ’ ένα πακετάκι, σαν από χαρτοπετσέτες. Κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα! Μου την είχε δώσει μάλιστα κι ήθελα να πάω να το ρίξω στη λίμνη του Μαραθώνα. Αλλά μετά σκέφτηκα, στρατός, όπλα έξω, άντε να σε πιάσουν οι παραισθήσεις και να μην καταλαβαίνεις τι σου συμβαίνει, μπορεί να γινόταν μακελειό! Αντ’ αυτού, σηκώθηκα κι έφυγα, πήγα στα Μάταλα, όπου έμεινα τέσσερις μήνες στις σπηλιές!

Είχαν πολύ κόσμο τότε τα Μάταλα, ξένους ε;

Πολύ κόσμο! Μόνο ξένους! Ήμουν ο μόνος Έλληνας ανάμεσα σε τετρακόσιους ξένους!

Κανονικός χίπης, δηλαδή.

Ε, όχι και χίπης!

Μα πώς; Μάταλα, 1967, LSD, τι άλλο;

Όποιος βρισκόταν στα Μάταλα, δεν ήταν χίπης! Το θέμα είναι πως αισθανόσουν εκεί. Οι χίπις ήταν η διεθνής εμπορευματοποίηση του beatnik κινήματος.

Δηλαδή, ο Sky Saxon, ο Rocky Erikson, δεν ήταν χίπις;

Αυτούς να πάτε να ρωτήσετε! Δεν έχει κανένα νόημα να βάζουμε εμείς ταμπέλες στους άλλους. «You can’t judge a book by looking at its cover»: Bo Diddley! Το παίζαμε κι εμείς κάποτε με τους M.G.C.!

Θα θέλατε να μου μιλήσετε για τη φυλάκιση σας τη δεκαετία του 1970;

Ας πούμε ότι ήταν η τρίτη θητεία μου (γέλια) μετά από την πρώτη που σας είπα, το ΄68, και μετά τον στρατό. Επρόκειτο για την υπόθεση με τη δεύτερη γυναίκα μου, τη Λίλη, με την οποία έχω και μια κόρη. Κάποια στιγμή είχαμε χωρίσει κι εκείνη είχε πάει Ολλανδία να παντρέψει κάτι φίλους της, έναν Έλληνα με μια Ολλανδέζα. Το βράδυ πέθανε στον ύπνο της από αναρρόφηση. Σα μωρό παιδί…

Από ναρκωτικά, να υποθέσω;

Όχι, όχι, καμία σχέση…

Και πως βρεθήκατε κατηγορούμενος;

Θεωρήθηκε ότι είχα δώσει εγώ εντολή να τη σκοτώσουν ως Ντο Βίτο Κορλεόνε, να πούμε. Μιλάμε για το 1975 – 76. Πάλι καλά που δεν ήταν χούντα δηλαδή γιατί οι γονείς της γυναίκας μου ήταν κάργα χουντικοί. Αυτοί τα κανόνισαν όλα!

Πόσο κάνατε στη φυλακή;

Έξι μήνες, προφυλάκιση. Για να σας δώσω να καταλάβετε, ο ανακριτής κατά σύμπτωση- και καλά- ήταν συγχωριανός της πρώην πεθεράς μου!

Θα είχατε φρικάρει τελείως, φαντάζομαι.

Όσο να’ ναι, δεν είναι μικρό πράγμα να σου’ ρχεται ένα χαρτί που σου λέει ότι είσαι ηθικός αυτουργός σε ανθρωποκτονία. Μιλάμε τώρα εγώ εδώ και η Λίλη στην Ολλανδία, ότι έδωσα τηλεφωνική εντολή να δολοφονηθεί με ένεση ηρωίνης και διάφορα άλλα…Πήγα εκεί και τα κανόνισα με την αστυνομία, καθώς είχα υπόνοιες ότι θέλανε να μπλέξουν και τον μπάρμπα μου τον Κανελλόπουλο. Σκεφτείτε ότι η ιστορία ξεκίνησε από τα πεθερικά μου έναν ολόκληρο χρόνο μετά το θάνατο της Λίλης και ξέροντας ότι είχα κάνει ξανά φυλακή για «μαύρα», μερικά χρόνια πριν. Ποτέ δεν έχω κρύψει τίποτα, ότι είμαι και ότι κάνω, είναι φως – φανάρι. Αφού λοιπόν δε μπόρεσαν στα αστικά δικαστήρια να μου πάρουν το παιδί, γι’ αυτό περισσότερο έστησαν όλη αυτή την κατάσταση.

Με την κόρη σας βλέπεστε, έχετε καλές σχέσεις;

Έχω να τη δω κάμποσο. Έχει παντρευτεί και ζει μόνιμα στην Αμερική. Έχει δυο παιδιά. Ναι, καλές σχέσεις έχουμε.

Πώς αποφυλακιστήκατε;

Έξι μήνες έκανα προφυλακισμένος, όπως είπα. Έκανα μία, δύο, τρεις αιτήσεις αποφυλακίσεως, την τρίτη βγήκα. Για να καταλάβετε, ο Φάκος ο εισαγγελέας που είχε την υπόθεση, την απαλλακτική του πρόταση την εξέδωσε σε βιβλίο και τη μοίρασε σε όλους τους σημαντικούς νομικούς στην Ελλάδα!

Απίστευτο!

Πράγματι, πρωτοφανής υπόθεση! Γενικά, στην Ελλάδα είναι έτσι τα πράγματα που ο καθένας μπορεί να βρει δυο ώρες που είσαι κάπου μόνος σου, χωρίς να σε έχει δει κάποιος, χωρίς άλλοθι δηλαδή, και να πει ότι την τάδε ώρα βίασες ή σκότωσες κάποια! Άντε ν’ αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας! Δέκα χρόνια μου πήρε μέχρι να βγει το απαλλακτικό βούλευμα και μάλιστα όταν βγήκε, ο πεθερός μου έστειλε υβριστικά τηλεγραφήματα στις δικαστικές αρχές! Τριάμισι χρόνια μέσα!

Ο πεθερός σας;

Ε, ναι, αφού έβρισε τους δικαστές! Εν τω μεταξύ, μου είχαν πάρει λάθρα το παιδί και το είχαν πάει στην Αγγλία. Εγώ είχα προσπαθήσει να την προστατέψω την κόρη μου, δεν ήταν καλό για ένα παιδί τριών ετών ν’ ακούει τέτοια πράγματα. Αυτός όμως μετά απ’ αυτή την ιστορία δε μπόρεσε να ξανάρθει στην Ελλάδα.

Ζει εκεί τώρα;

Έχουν πεθάνει και οι δύο. Μόλις έφυγε η γιαγιά, τον πιάσανε οι συγγενείς εκεί πέρα: τι θες, εσύ, ογδόντα χρονών και κρατάς ένα κορίτσι δεκάξι ετών σε μια άγνωστη χώρα, που δεν ξέρεις ούτε τη γλώσσα; Διότι, η μικρή μου έλεγε ότι σηκωνόταν στις οχτώ το πρωί, ντυνόταν, καθόταν μπροστά στην τηλεόραση, έβγαινε έξω σε κάνα σούπερ – μάρκετ, ψώνιζε, αυτή ήταν η ζωή του όλη.

Δημήτρης Πουλικάκος - Μαρίζα Κωχ (φωτογραφία: Αντώνης Μποσκοΐτης, 2019)
Ποια στάση κράτησε ο Τύπος της εποχής απέναντι σας;

Για μένα, η ιστορία υποκινήθηκε από την Απογευματινή, τον Οικογενειακό Θησαυρό και την Ελεύθερη Ώρα. Η Ελεύθερη Ώρα, ειδικά, που τα πρώτα δύο φύλλα της είχαν πρωτοσέλιδο αυτή την υπόθεση, ξέρω ότι βγήκε με λεφτά των πεθερικών μου! Ευκαιρία, επίσης, να την πούμε και σε πολιτικούς σαν τον Κανελλόπουλο, κατάλαβες; Δεξιός μεν, αλλά…

Με τον Κανελλόπουλο είχατε σχέσεις;

Σας είπα, ήταν άντρας της αδερφής του πατέρα μου. Ήταν φίλοι με τον πατέρα μου από την εφηβεία τους. Κάθε χρόνο κάναμε Ανάσταση όλοι μαζί στο σπίτι του Αναστάση Κανελλόπουλου, του αδερφού του! Ήταν πάντα εκεί ο Καραμανλής και η Αμαλίτσα, η οποία ήταν επίσης ανιψιά του Κανελλόπουλου. Δηλαδή, όσο ο Καραμανλής υπήρξε παντρεμένος με την Αμαλία, άλλο τόσο ήταν ξάδερφος μου (τρανταχτά γέλια).

Δε συνδεθήκατε ποτέ με την Αριστερά.

Γενικά δεν ανήκα και δεν ανήκω σε κανένα κόμμα. Δεν υπήρξα ποτέ πουθενά οργανωμένος!

Ούτε και στον αναρχικό χώρο;

Αναρχικός, το λέει κι από μόνη της η λέξη, κανονικά δεν ομαδοποιείται. Θα έλεγα ότι είμαι άναρχος!

Μόλις αποφυλακίζεστε, λοιπόν, πως μπαίνετε στο Τρίτο Πρόγραμμα;

Πήγα στον Χατζιδάκι, του είπα έτσι κι έτσι, καμιά εκπομπή στο ραδιόφωνο κλπ. Πάρε, μου λέει, κάνε ότι θέλεις! Με ήξερε σαν μουσικό και γνωριζόμασταν, παρ’ ότι δεν είχαμε ποτέ σχέσεις. Έτσι ξεκίνησα τότε τα Ταχυδράματα, τον Θείο Νώντα με blues- rock παιξίματα και εικοσάλεπτα πρωινά σήριαλ σαν το Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές! Πουαρό, θυμάμαι, είχα τον Θύμιο Καρακατσάνη!

Η δισκογραφία σας γιατί ήταν περιορισμένη; Θα μου πείτε, με τόσα που τραβήξατε!

Εντάξει, μωρέ, είναι δυνατόν να συνεννοηθείς με όλους αυτούς στις δισκογραφικές; Σήμερα είναι πιο εύκολα τα πράγματα, με έναν υπολογιστή, το cubase και με οδηγό ένα πλήκτρο ή μια κιθάρα, μπορείς κάτι να κάνεις! Τότε για να έμπαινες στούντιο, ήθελες εκατομμύρια!

Με τον Άσιμο είχατε νταλαβέρι; Δε σας ρωτάω για τον Σιδηρόπουλο, αφού κάνατε και δουλειές μαζί του.

Με τον Παύλο έχουμε ζήσει και μαζί. Τον Άσιμο τον ήξερα, γνωριζόμασταν, αλλά δε μπορώ να πω ότι είχαμε καμιά σχέση, θα τη χαρακτήριζα επιδερμική τη γνωριμία μας.

Ποιοι ήταν οι φίλοι σας από το χώρο της μουσικής;

Ο Παύλος, ο Βλάσης και ο Σταύρος ο Λογαρίδης. Δε λέω φίλοι, γιατί κι αυτή η λέξη, όπως όλες, έχει εκφυλιστεί στις μέρες μας. Για να πεις φίλος, πρέπει να εννοείς κάτι πολύ βαθύ.

Ο Σαββόπουλος;

Όχι, ούτε ήμουν, ούτε είμαι, ούτε θέλω να είμαι. Δε μπορώ εγώ να είμαι φίλος με τον Σαββόπουλο. Μπορώ με τον Λογαρίδη, όπως και είμαστε!

Η Λένα Πλάτωνος;

Μ’ αυτήν έχουμε γνωριστεί, έχω ακούσει τη μουσική της και τη θεωρώ ενδιαφέρουσα περίπτωση! Κάτι έχει η γυναίκα αυτή, δεν είναι τυχαία! Όπως και η Αρλέτα, την οποία ξέρω από πολύ παλιά, αφού την πρωτογνώρισα το ΄69.

Αν σας ρωτήσω τη γνώμη σας για τον Καζαντζίδη; Έχετε διασκευάσει το Υπάρχω του!

Τον Καζαντζίδη δεν ξέρω αν θα ήθελα να τον γνωρίσω. Δεν μου πήγαινε αυτό που έβγαζε σα χαρακτήρας τουλάχιστον. Δε με έλκυε ιδιαίτερα αυτό που έβλεπα. Ο δε Νικολόπουλος είχε έρθει τότε στον Σκορπιό, σε μια παράσταση που κάναμε με τον Σαββόπουλο, κι έλεγα το Υπάρχω. Τον θυμάμαι με την Τάνια Τσανακλίδου στην παρέα του, να κάθονται μπροστά, να το ακούν και να γελάνε. Δε νομίζω να του άρεσε του Καζαντζίδη όπως το έκανα το Υπάρχω κι ειδικά αν ζούσε κι έβλεπε στο παλιότερο premium cd του διφώνου τη δική μου κι όχι τη δική του εκδοχή, θα πάθαινε!

Μιλάτε σα να τον ξέρετε και καλά μάλιστα! Πως τα λέτε όλα αυτά;

Εντάξει, μπορεί ο άνθρωπος να ήταν μεγάλος τραγουδιστής και να σφράγισε το ελληνικό τραγούδι, αλλά δε νομίζω ότι ήταν σα χαρακτήρας κι απ’ τους καλύτερους.

Πώς βλέπετε τη σκηνή των τραγουδοποιών σήμερα; Μάλαμας, Ιωαννίδης, αυτοί.

Δε μπορώ να σας πω, δεν τους «έχω» και δε νομίζω να με αφορά και πολύ το θέμα. Η κλαψομουνία με εκνευρίζει αφάνταστα! Αντίθετα, γουστάρω το σκυλέ, το real όμως, όχι το Romeo! Μου αρέσουν οι σκύλοι γιατί είναι ορίτζιναλ σε αντίθεση με τους έντεχνους που είναι δήθεν.

Και πού κοιτάνε την κονόμα;

Κονόμα – ξεκονόμα, δήθεν είναι! Δεν είναι ούτε ατόφιοι, ούτε απευθύνονται σε real ανθρώπους. Στον πολιτισμό της Ελλάδας βλέπουμε την απόλυτη δηθενιά και τις μεγαλύτερες τάσεις αναρρίχησης.

Το πολιτικό τραγούδι της Μεταπολίτευσης έβλαψε το ελληνικό rock εκείνων των χρόνων;

Το έβλαψε είναι μεγάλη κουβέντα. Στην Ελλάδα μια ζωή ήμασταν και θα είμαστε μπουζουκόβιοι. Το ροκ υπήρξε μια μικρή παρένθεση μέσα σε όλο αυτό. Είπαμε, μέχρι σήμερα το τελευταίο πράγμα που ενδιαφέρει τις δισκογραφικές εταιρείες είναι η μουσική η ίδια. Πάλι καλά που δεν εμπεριέχεται η λέξη μουσική μεταξύ των δύο άλλων λέξεων, δισκογραφική και εταιρεία. Κάποτε έκανα παραγωγή σε ένα δίσκο της Αριάδνης – Ράντι Μακ Κίνον – Άντριου. Στο εξώφυλλο έγραψαν λάθος το όνομα της, δεν μπήκαν καν στον κόπο να δουν πως γράφεται το σκοτσέζικο πρόθεμα! Εδώ πας στην Πλάκα και βλέπεις Μούσες (Musses), που το γράφουν με «γιου» και δύο «ες». Μεσ’ στη μαλακία είναι οι τύποι! Για σκέψου και τη διαφήμιση Love in the Test Drive! Τι σημαίνει αυτό; Τίποτα! Άμα ρωτήσεις έναν Εγγλέζο, θα σε κοιτάει με ανοιχτό στόμα! Βαρβαρισμοί, greeklish της κακιάς υποστάθμης!

Πώς περνάει μια μέρα του ο Δημήτρης Πουλικάκος;

Λίγο μουσική, λίγο σινεμά, τέτοια πράγματα. Αν θέλετε ένα χαρακτηρισμό για τον εαυτό μου, θα σας έλεγα περαστικός παρατηρητής.

Έχετε σκεφτεί ότι μετά το θάνατο σας, θα σας γράφουν ύμνους, θα σας κάνουν αφιερώματα;

(δυσανασχετεί) Αφήστε με τώρα μ’ αυτά…Ιδέα δεν έχω! Θα προτιμούσα να μ’ αφήσουν ήσυχο, καθώς εδώ ούτε να πεθάνει δε μπορεί κανείς! Δε βλέπετε τι γίνεται στις κηδείες διαφόρων; Αυτό που θα ήθελα είναι να μαζευτούν οι φίλοι με τα όργανα τους και να κάνουν πάρτι εκεί απάνω! Αν και θα προτιμούσα να με κάψουν παρά να με θάψουν. Αυτή είναι η επιθυμία μου!

Την έχετε μεταφέρει σε φίλους;

Την έχω πει σε κάποιους, αλλά ξέρω γω από τώρα τι θα κάνει ο καθένας; Εντάξει, λοιπόν, ας το αφήσω παραγγελιά στη διαθήκη μου (γέλια).

Τώρα σοβαρά, έχετε κάνει διαθήκη;

Όχι βέβαια, αλλά καλό είναι να κάνει κανείς. Σε θέματα γραφειοκρατικά είμαι τελείως άσχετος, σα μωρό παιδί. Πλήρης αταξία στη γραφειοκρατία και στα νομότυπα, γενικώς!

Κλείνοντας, πείτε μου λίγα λόγια για τη συμμετοχή σας, τόσο στην πρόσφατη συναυλία κατά της αστυνομικής βίας, όσο και σε άλλες εκδηλώσεις κοινωνικής διαμαρτυρίας.

Ήμουν εκεί, στήριξα τα παιδιά, γιατί σ’ αυτά ανήκει ο κόσμος και μπορούν να τρέξουν επίσης. Ενώ εγώ, 66 χρονών, πώς να τρέξω πια; Συμμετείχα και στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά του σωφρονιστικού συστήματος. Επειδή έχω κάνει μέσα, τρέφω ιδιαίτερη ευαισθησία για τους κρατούμενους που τους έχουν σαν τα ζώα. Είναι η μεγαλύτερη ντροπή για την κοινωνία μας το πώς φέρονται σε κρατούμενους και σε αρρώστους. Ντροπή και ξανά ντροπή, πώς να χαρακτηρίσεις αλλιώς την κατάσταση;

Μπόσκο - Γέρων Παλούκιος (φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου, 2020)

* Πρώτη δημοσίευση: Δίφωνο (2009)

** Η συνέντευξη με τον Δημήτρη Πουλικάκο πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2009 σε καφέ της πλατείας Βικτωρίας

*** Οι φωτογραφίες είναι του Βασίλη Κώτσικα

**** Σήμερα, 21 Ιανουαρίου του 2025, ο Δημήτρης Πουλικάκος γίνεται 82 ετών ζωή νά'χει.