Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

Στέφανος Κορκολής: «Σήμερα με το διαδίκτυο ο καθένας γίνεται σταρ για πάρτη του»

 

Λένε πως η pop, αυτή η μουσική «κτηνώδους καταναλωτισμού» – σύμφωνα με τον Διονύση Σαββόπουλο -, όσο πιο επιτυχημένη είναι, εμπορικά και καλλιτεχνικά, τόσο περισσότερο φανερώνει και το «κρυμμένο» ταλέντο του δημιουργού της. Ο Στέφανος Κορκολής, βέβαια, είχε δώσει νωρίτερα τα διαπιστευτήρια του, προτού δηλαδή σαρώσει την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη με την, μόλις πενταετούς διάρκειας, pop περίοδο του. Δύο δίσκοι με δύο μεγάλες ερμηνεύτριες (Μαρία Δημητριάδη – Δήμητρα Γαλάνη), σοβαρές μουσικές σπουδές ως «παιδί – θαύμα» στο Ωδείο Αθηνών, μποέμικη ζωή στο Παρίσι μαζί με τις πρώτες synth pop αναζητήσεις και συναντήσεις με μια σειρά ζωντανών μύθων του πολιτισμού σε διεθνές επίπεδο, από τον Ennio Morricone και τους Yes μέχρι τη δικιά μας Νάνα Μούσχουρη και τη Dulce Pontess. Δεν ήταν στρωμένος μόνο με ροδοπέταλα ο δρόμος της πορείας του – γνωστό τοις πάσι αυτό. Το θέμα είναι όμως πως ο Κορκολής συνεχίζει και είναι εδώ, πότε έχοντας τα εύσημα του Μίκη Θεοδωράκη και πότε παραδίδοντας μας τον πιο «τραγουδένιο» Κωνσταντίνο Καβάφη. Στην ακόλουθη συνέντευξη μας – ομολογουμένως από τις πιο σπάνιες που έχει δώσει ο Κορκολής – τού δόθηκε η ευκαιρία να ξετυλίξει στην κυριολεξία το κουβάρι μιας ζωής πλούσιας, «δείγμα της τολμηρής δουλειάς του και ικανής», όπως θα έλεγε και ο Αλεξανδρινός. 

Κύριε Κορκολή, σας συναντώ έχοντας στα χέρια μου την εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση του «Καβάφη» σας. Αν στα 90s, που εγώ σας «γνώρισα», μου έλεγε κάποιος πως θα μελοποιούσατε Καβάφη, θα τον έπαιρνα για παλαβό…

Όντως, από μία άποψη θα ακουγόταν περίεργο, απ’ την άλλη όμως σε εκείνες τις συναυλίες που έκανα, με κορυφαία αυτή στο ΣΕΦ που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήρθαν τόσοι πολλοί άνθρωποι ν’ ακούσουν εμένα, έπαιζα άλλα πράγματα: Σταμάταγα, ας πούμε, τη συναυλία πάνω στο πικ της και τους έπαιζα ένα απόσπασμα από Rachmaninov, όπου εκεί ένα στάδιο ολόκληρο «πάγωνε» με την καλή έννοια. Ξέρετε, η «pop εφηβεία», που τη γούσταρα και που κατ’ ανάγκην ήρθε, έλκυε τα παιδιά των ωδείων, καταρτισμένα δηλαδή άτομα, που είχαν βιώσει όσα βίωσα κι εγώ στο Ωδείο Αθηνών. Μιλάω για έναν αμείλικτο παρωπιδισμό και ακαδημαϊσμό σε τρυφερή ηλικία που ακόμη και Gershwin νά’παιζες, θεωρείτο ελαφρύς. Αυτό με τη «βαριά» και την «ελαφριά» μουσική μού τη δίνει, λες και υπάρχει ζυγαριά να μετράει τις νότες. Οι αφορισμοί δεν είναι καλοί. Καταλήγω, λοιπόν, στο ότι τα νέα παιδιά τότε έβλεπαν έναν «δικό» τους να τους παίζει Rachmaninov κι έβρισκαν ένα άλλοθι, όπως εγώ παλιότερα έβρισκα άλλοθι σε συγκροτήματα σαν τους Queen, τους Yes και τους Genesis.

Ναι, συγκροτήματα του technorock με μουσικούς «μορφωμένους».

Ακριβώς. Όλοι αυτοί είχαν τελειώσει τη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου! Ξέρετε πόση χαρά παίρνω όταν με συναντάνε τα παιδιά εκείνης της εποχής, σαραντάρηδες σήμερα, και μου λένε «Έμαθα πιάνο» ή «Μπήκα στο ωδείο εξ αιτίας σου»; Για μένα αυτό είναι το πιο ουσιαστικό που συνέβη σε εκείνη την πεντάχρονη φάση μου – διότι τόσο κράτησε, όχι παραπάνω, άσχετα αν φάνηκε διαφορετική η διάρκεια της. 

Λόγω μιας υπερπροβολής.

Υπερπροβολή, πω, πω, πω! Και τόσο κόντρα με τον εαυτό μου που ήθελα να ζω μόνος μου με τη μουσική μου! Την ώρα που το ζούσα ήταν ένα pop, αλλά όχι ξεφτιλέ. Οι ενορχηστρώσεις ήταν πρωτοποριακές με αποτέλεσμα να έρχονται άνθρωποι και να μου λένε σήμερα «Κακώς τότε το κανιβαλίζαμε». 

Μα και η Σοφία Αρβανίτη έκανε πρόσφατα έναν εντεχνο – ροκ δίσκο, αλλά είναι λογικό να της ζητάνε όλοι το «Μη μου μιλάς για καλοκαίρια». 

Και καλά έκανε! Η φάση να αφορίζουμε στην τέχνη είναι πολύ κακιά. Στην Αμερική ο Τομ Χανκς ξεκίνησε με κωμωδιούλες, κανείς δεν τον ενόχλησε όμως όταν έκανε το «Philadelphia» και τους ξέσκισε όλους! 

Στην Ελλάδα, πράγματι, το «ανάλαφρο» δικαιώνεται εκ των υστέρων. Έτσι και τα δικά σας pop κομμάτια σήμερα ακούγονται με μια γλυκύτητα. Γιατί όμως είπατε πριν «ότι η pop εφηβεία ήρθε κατ’ ανάγκην»;

Και με μία συμπάθεια, θα έλεγα. «Κατ’ ανάγκην» εννοώ ότι στα 27 μου που γύρισα από το Παρίσι, είχε «βαρύνει» η μητέρα μου από μυασθένεια Gravis, μια εντελώς άγνωστη τότε ασθένεια. Γύρισα χωρίς να το θέλουν καθόλου οι δικοί μου. Παράτησα μία στημένη ζωή σε όλα τα επίπεδα. Γυρνώντας εδώ, θεώρησα ότι θα έχω την αντιμετώπιση που είχα εκεί, πρώτα ο «δημιουργός» δηλαδή και μετά ο «performer». Τα βρήκα, φυσικά, όλα ανάποδα. Εκείνο τον καιρό η Αφροδίτη Μάνου μας γνώρισε με τον Παρασκευά Καρασούλο για να κάνουμε το δίσκο της αείμνηστης αδερφής της, της Μαρίας Δημητριάδη. Μετά «δέσαμε» με τον Παρασκευά και κάναμε την «Παλίρροια» της Γαλάνη. Από τότε και η Μαρία και η Δήμητρα φώναζαν για το ποιοι έχουν γράψει τα κομμάτια, αλλά όλοι λέγανε «το τραγούδι της Δημητριάδη» ή «το τραγούδι της Γαλάνη», τα γνωστά…Μετά τους Χατζιδάκι – Θεοδωράκη, το σύστημα είχε αλλάξει και οι εταιρείες θέλανε να προωθούν τον τραγουδιστή, να βγαίνει αυτός μόνο προς τα έξω. Είχα αρχίσει νά’χω πρόβλημα επιβίωσης…

Να σας πω μια μικρή ιστορία: Το 1991, πωρωμένος ροκάς, είχα μόλις μάθει τη Μαρία Δημητριάδη μέσα από τα «Τροπάρια για φονιάδες» του Θ. Μικρούτσικου και του Μ. Ελευθερίου. Είχα δει το δίσκο που κάνατε στο δισκοπωλείο, αλλά δεν τον αγόρασα ποτέ, προκατηλειμμένος – αν θέλετε – με την τότε pop φάση σας. Μετά που έτυχε να τον ακούσω, αναθεώρησα πλήρως.

Άρα έρχεστε στα λόγια μου! Εγώ τότε αντιδρούσα, ήμουν πιανίστας, σολίστ και δεν ήθελα νά’μαι τραγουδιστής. Ερχόμενος στην Ελλάδα, βίωσα μία περίεργη κατάσταση. Ζούσα μόνος μου.

Πάντα εδώ, στη Φωκίωνος Νέγρη, ή αλλού;

Ήμουν Κυψελιώτης γέννημα – θρέμμα, αλλά μετά το Παρίσι ήθελα ν’ αλλάζω σπίτια. Ήταν η τρέλα μου.

Έχει ένα παριζιάνικο μποέμ χαρακτήρα η τρέλα αυτή.

Μα πολύ από το DNA μου έχει καθοριστεί γαλλιστί, όχι με τις σπουδές και το πιάνο, αλλά με την άλλη έννοια. Η Αριστερή Όχθη του Σηκουάνα κλπ. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, πηγαινοερχόμενος από το Παρίσι στην Ελλάδα για Χριστούγεννα – Πάσχα, με τσίμπαγαν οι τρομερές παρέες του «Αχ Μαρία». Βρέθηκα να παίζω με Ζουγανέλη – Κούτρα – Μπουλά, ενώ κάναμε και μια τρομερή παράσταση με τον Σαββόπουλο, στην οποία συμμετείχε και η Αφροδίτη Μάνου. Αυτά ήταν τα ενδιάμεσα «χαρτζιλίκια» μου και ταυτόχρονα είχα την επιμέλεια ενορχηστρώσεων. Ο Σαββόπουλος, π.χ., ως παραγωγός τότε, με κάλεσε κι έκανα την ενορχήστρωση στο «Σαν Αφροδίτη» της Μάνου. Είχα μπει δυναμικά στο χώρο με ωραία δείγματα με αποτέλεσμα όλοι να μου ζητάνε ενορχηστρώσεις. Κάποια στιγμή μου τηλεφωνεί από την Polygram κάποιος παραγωγός για να γράψω για τη Μούσχουρη. Με έπιασαν τα γέλια, τους λέω «Παιδιά, στο Παρίσι ήμουν και τώρα που γύρισα, μου λέτε να γράψω για τη Μούσχουρη;» Γράφω κάποια τραγούδια και περιμένω μιαν απάντηση, που ποτέ δεν ερχόταν. Με μεγάλη ντροπή τους τηλεφώνησα: «Χίλια συγνώμη, σας είχα δώσει κάποια τραγούδια για την…» «Ααα, ναι, τα άκουσε, αλλά δεν της κάνανε» μου απαντάνε, έτσι ξερά! Τρώω την ήττα, αλλά θα σας πάω μπροστά τώρα: Πριν από δέκα χρόνια βρίσκεται, εδώ που καθόμαστε, η Μούσχουρη δίπλα μου στο πιάνο. Ζω μια όμορφη στιγμή, αφού γυρνάει και μου λέει: «Απ’ τον Μάνο έχω να κάτσω δίπλα σε συνθέτη». Της λέω την ιστορία και ξέρετε τι μου είπε;

Ότι ποτέ δεν έφτασαν στα χέρια της τα τραγούδια σας. Καμία έκπληξη!

Ναι…Και ποιο τραγούδι προοριζόταν γι’ αυτήν; Οι «Πέντε άνεμοι», μια εντελώς μουσχουρική μελωδία. Πετάγεται η Μούσχουρη: «Μα αυτό είναι για μένα»! «Αργήσαμε, Νάνα μου» της λέω, «πιάσαμε εικοσαετία κοντά». Τό’χα πάρει πολύ κατάκαρδα τότε, έρχονται όμως ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος της BMG και η στιχουργός Ιφιγένεια Γιαννοπούλου – συχωρεμένοι κι οι δύο σήμερα – και μου λένε να πω εγώ τα κομμάτια.

Μπορεί να πόνταραν και στο κομμάτι της εμφάνισης σας. Ξανθός, μακρυμάλλης, ανοιχτομάτης, «θα μοσχοπουλήσουμε» σου λέει…

Καθόλου. Ο δε Καρατζάς δεν με πίστευε, όχι μόνο στο εμφανισιακό κομμάτι, αλλά και στο ότι εγώ τραγουδάω. Εκείνη την περίοδο μάλιστα μεσουρανούσαν και ο Ρακιντζής με την Αρβανίτη, που ήταν πάρα πολύ καλά παιδιά, όσο τους θυμάμαι, χωρίς νά’χαμε ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις. Σου λέει λοιπόν «Που να χωθεί εκεί μέσα τώρα ο Κορκολής;» Ακούστε και μια άλλη συγκυρία, του στυλ «Άμα σε θέλει όμως»…Εγώ είχα πολύ καλές σχέσεις με τους Yes, είχα γνωρίσει στο εξωτερικό τον Rick Wakeman και όχι μόνο! Την περίοδο που θα γινόταν η παρουσίαση του πρώτου pop δίσκου μου, νοίκιαζα μια μεζονετούλα στην Άνω Πεντέλη με ένα κήπο 80 τετραγωνικά. Εν είδει χαριτωμενιάς είπαμε να γίνει εκεί η παρουσίαση με το πιάνο και μια μικρή εξέδρα. Δύο μέρες πριν, όμως, ήταν να έρθουν οι Yes για συναυλία σε μεγάλο αθηναϊκό στάδιο. Αρχές καλοκαιριού του 1991, γίνεται απεργία και στα σύνορα «κολλάνε» όλες οι νταλίκες με τον εξοπλισμό τους. Ακυρώνεται η συναυλία τους, έλα όμως που οι Yes ήρθαν στην Ελλάδα και κατέληξαν στο σπίτι μου στην Πεντέλη! Τους φιλοξένησα ένα βράδυ και την επόμενη μείνανε στην παρουσίαση. Να έβλεπες μια ολόκληρη BMG να τρέχει να «καθαρίζει» όλα τα σουβλατζίδικα της Πεντέλης και του Χαλανδρίου για να ταΐσουν τον κόσμο, είχε πέσει σύρμα δηλαδή και πλάκωσαν όλοι οι δημοσιογράφοι. Συγκυριακά, λοιπόν, κάτι τα κομμάτια από μόνα τους, κάτι η συμμετοχή της Κωνσταντίνας, και ο δίσκος έγινε μεγάλη επιτυχία, το «πότε» ακριβώς ποτέ δεν το κατάλαβα! 

Και μετά ήρθαν τα βίντεο κλιπ που ενίσχυσαν την εικόνα σας.

Και τα βίντεο κλιπ, αλλά πιο πολύ είδα μια αχτίδα φωτός μετά τη σκοτεινιά. Άρχισε να μου αρέσει…

Και να λέτε «Εδώ είμαι».

Δεν είπα «εδώ είμαι», είπα «αυτό είναι»! Βέβαια, αν κάποιος κρυφάκουγε στο σπίτι μου, κλασική μουσική θα άκουγε. 

Οι άνθρωποι σας, οι ομότεχνοί σας που συνεργαστήκατε, πως είδαν την επιτυχία;

Η πρώτη αντίδραση απ’ το σπίτι μου ήταν «στράβωμα», αλλά έβλεπαν ότι κι εγώ είχα αρχίσει να επιβιώνω. Χωρίς νά’μαι του «πολύ», άρχισα να ζω άνετα. Απ’ την άλλη, επειδή δεν είμαι άνθρωπος που σνομπάρω, πήγαινα και στο τελευταίο ραδιοφωνάκι της γειτονιάς. Το «έτρεχα» μόνος μου και γούσταρα, γι’ αυτό τη χαρακτήρισα πριν «pop εφηβεία». Οι ομότεχνοι «στράβωσαν» εκτός από τη Γαλάνη. Η Γαλάνη δε «στραβώνει» ποτέ! Ο Παρασκευάς λίγο τσίνισε, αλλά είχαμε και έχουμε μεγάλη αγάπη μεταξύ μας. Περισσότερο ενοχλήθηκαν οι άνθρωποι που έγραφαν στον Τύπο, καλοπροαίρετοι μεν, αλλά όσο η επιτυχία φούντωνε, τόσο αγρίευαν! Θυμάσαι ότι στο δίσκο «Χαμένες Ατλαντίδες», που είχα κι ένα ορχηστρικό μέσα, ο Αργύρης Ζήλος είχε γράψει: «Αντίο τραγουδιστή, καλώς ήρθες συνθέτη Κορκολή». Το θυμάμαι σαν τώρα!

Μια χαρά κριτική ήταν αυτή.

Πολύ ωραίο απ’ τη μεριά του Ζήλου! Θυμάμαι ότι καλά πράγματα είχαν γραφτεί και για τον προτελευταίο δίσκο της «pop περιόδου» μου και δεν ευθύνονταν γι’ αυτό τα δύο κομμάτια μου σε παραγωγή του Rasmussen των Metallica. Γούσταραν ότι το πήγαινα σε μια πιο εντεχνο-ροκάδικη κατάσταση. Στον ίδιο δίσκο είχα παίξει μέσα και αποσπάσματα από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Beethoven. 

Η ζωή σας είχε δυσκολέψει λόγω αναγνωρισιμότητας;

Τραγικά! Πρώτα απ’ όλα άλλαζα σπίτια! Μαζεύονταν απ’ έξω τις νύχτες, ούρλιαζαν κι ενοχλούσαν τους γείτονες. Περίεργες καταστάσεις από διάφορους τύπους και τύπισσες.

Ξέρω «έντεχνο» συνάδελφο σας που μετακόμισε, καθώς στο μπαλκόνι του έβρισκε κάθε πρωί σουτιέν…

Το καταλαβαίνω…Ξέρετε, όλο αυτό γινόταν γιατί η Ελλάδα πέρασε μια φάση που στα 90s έβλεπε μόνο τηλεόραση. Σήμερα με το διαδίκτυο ο καθένας άρχισε να γίνεται σταρ για πάρτη του. Σε έβλεπαν τότε κάθε μέρα στην τηλεόραση και μετά μπορεί να σε συναντούσαν έξω. Πως να πήγαινες για ένα φαΐ με τους φίλους σου; Τηλεφωνούσα στο τάδε εστιατόριο: «Παιδιά, έχετε κόσμο; Πότε δεν θά’χετε; Εκείνη την ώρα κρατήστε μας ένα τραπέζι»…Όλο αυτό ήταν τόσο ξένο για μένα που ήμουν και είμαι κλειστός τύπος και με ελάχιστους φίλους. Αντίθετα, όταν ήμουν πάνω στη σκηνή, το χαιρόμουν, μη λέμε και υπερβολές. Φυσικά και χαιρόμουν να βλέπω από κάτω μιλιούνια να τραγουδάνε κάτι δικό μου. Μετά στο σπίτι μου ένιωθα περίεργα κι έλεγα «Τι στο διάολο κάνω;»

Εγώ πάλι θα σας πάω σε μία τηλεοπτική εκπομπή του 1987, αφιέρωμα στην Ημέρα της Γυναίκας. Τραγουδούσαν η Μαρίζα Κωχ, η Μαρία Δημητριάδη, η Νένα Βενετσάνου, η Αλίκη Καγιαλόγλου και η Σαβίνα Γιαννάτου, εσείς όμως στο πιάνο συνοδεύατε τη Φλέρυ Νταντωνάκη στο «Τριαντάφυλλο» και στη «Μικρή Ραλλού» του Χατζιδάκι. Ποιος το γνωρίζει αυτό άραγε;

Κανείς! Εγώ ήμουν πιτσιρικάς τότε, λίγο πάνω από τα 20. Δεν θα ξεχάσω που με πήρε η Δημητριάδη και με πήγε στον Μάνο Χατζιδάκι, κάπου το ’86 πρέπει νά’ταν.

Σωστά, μόλις είχαν κάνει το «Για την Ελένη» η Δημητριάδη με τον Χατζιδάκι.

Θυμάμαι που πήγαμε στη Ρηγίλλης και του έπαιξα το «Χάρτινο το φεγγαράκι» με τεχνοτροπία Mozart, Beethoven, Chopin, Schumann, Rachmaninov, «a la maniere de» που λένε οι Γάλλοι. Ξετρελάθηκε ο Μάνος και εκεί ήταν κι άλλοι παρόντες. Η Μαρία δεν ζει να το επιβεβαιώσει, αλλά ψέματα δεν λέω και μάλιστα υπάρχει σωσμένη μια εκπομπή – πρέπει να ήταν η «Πρόβα» της Λιλάντας Λυκιαρδοπούλου – όπου η Μαρία λέει σε μένα: «Κάνε αυτό που έκανες στο πιάνο τότε στον Μάνο»! Θυμάμαι αργότερα τον Μάνο στο στέκι του, στον «Μαγεμένο Αυλό», που ήταν και στέκι όλων μας, των «ωδειακών». Είχε κι ένα φοβερό σκυλί κόλεϊ ο Χατζιδάκις τότε! Όσο για τη Φλέρυ Νταντωνάκη ερχόταν στο πατρικό μου, στη Φιντίου, κάθε βράδυ σχεδόν και καθόταν με τη μάνα μου. 

Με το γαλάζιο φόρεμα της.

Μα έτσι ήταν, ναι, δεν τη θυμάμαι με κανένα άλλο φόρεμα, μόνο μ’ αυτό το γαλάζιο! Ήταν υπέρβαρη τότε και σίγουρα θά’χαμε παίξει κάτι μαζί στο πιάνο, πέραν εκείνης της εκπομπής που εγώ δεν την έχω στο αρχείο μου. 

Να σας πάω ακόμα πιο πίσω τώρα, στα πρώτα μουσικά ερεθίσματα.

Είχα την τύχη να μεγαλώσω σε ένα αστικό σπίτι. Παρότι δεν είχαμε πλούτο, η γιαγιά μου υπήρξε πολύ πλούσια. Μια πανέμορφη γυναίκα που έμεινε ορφανή στα 17 της και που ένας μύθος λέει πως γι’ αυτή γράφτηκε το «Δυο πράσινα μάτια». 

Ναι, ε; Εγώ απ’ τη Στέλλα Γκρέκα είχα ακούσει πως αυτό τό’γραψαν οι δημιουργοί του στο…γήπεδο, άσχετο δηλαδή με την ερωτική αύρα του.

Τι να σας πω, ένας άλλος μύθος λέει ότι γράφτηκε για τη Νόνα μου, που είχε καταγωγή από Ζάκυνθο και Ιταλία. Μεγάλωσα, λοιπόν, σ’ ένα σπίτι απ’ το οποίο είχαν περάσει ο Χαιρόπουλος, ο Αττίκ και ο Σπάρτακος. Οι δικοί μου άκουγαν, εννοείται, εξαιρετική μουσική. Έχω εικόνα μου, πριν καν μιλήσω, να δείχνω στη μάνα μου ποιο δίσκο να μου βάλει ν’ ακούσω, τη «Λίμνη των Κύκνων» του Tchaikovsky. Υπήρχε και πιάνο στο σπίτι, αλλά όχι διακοσμητικό, που εγώ όμως δεν είχα ακουμπήσει ούτε τα δάχτυλα μου στα πλήκτρα του. Προς απογοήτευση, θα έλεγα, των γονιών μου. Τέλος πάντων, με πάει μια μέρα ο πατέρας μου να δω την πρώτη μου κινηματογραφική ταινία που ήταν «Οι ομπρέλες του Χερβούργου» με τη μουσική του Michel Legrand. Γυρνάει η μάνα μου, «Πως σου φάνηκε η ταινία;» και της απαντάω «Να σας παίξω τη μουσική;» Βάλανε τα γέλια, τεσσάρων ετών ήμουν. Την άλλη μέρα με πάνε κατευθείαν στο Ωδείο με δασκάλες τη Μαρία Χαιρογιώργου και τη Μαρίκα Παπαϊωάννου. Ξέρετε τι είπαν και οι δύο αυτές τεράστιες γυναίκες στους γονείς μου; «Μην το βάλετε στο Ωδείο, αφήστε το μόνο του το παιδί», αφού εγώ εν τω μεταξύ τό’βλεπα ως παιχνίδι. Αυτοσχεδίαζα, πήρα τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» και τις έκανα «Ομπρέλες των Πατησίων», «της Κολιάτσου» κλπ. Νότες έμαθα ανάποδα! Μέχρι σήμερα, αν μου βάλεις μπροστά μου μια παρτιτούρα, δεν είμαι καλός. Αν όμως τη διαβάσω, την αποτυπώνω στο μυαλό μου και την αποκωδικοποιώ σε νότες. Ποτέ δε μου είπαν τότε «Μη βάζεις αλλού τα χέρια σου». Το τι μπάλα έχω παίξει, το τι πεσίματα έχω φάει στο τσιμέντο ως παιδάκι…

Ίσως αυτό να ήταν η αιτία της δεκτικότητας σας απέναντι στη λεγόμενη εμπορική μουσική.

Μου έδωσε την ελευθερία να αγαπάω τη μουσική και να ζω από τη μουσική, όχι βιοποριστικά, αλλά σαν ζωτική ανάγκη. Ήξερα περιπτώσεις παιδιών – θαυμάτων εδώ και έξω που σιχάθηκαν τη μουσική στα 13 και στα 14 τους, γιατί δεν είχαν παίξει ποτέ τους.

Άλλοι πάλι τρελάθηκαν, σαν τον πιανίστα Arkadi Volodos, που θα τον ξέρετε σίγουρα.

Φυσικά και τον ξέρω και, όντως, αυτός τρελάθηκε, αλλά παραμένει ένας εξαίσιος πιανίστας. Υπάρχει κι ένας Ρώσος, μικρότερος σε ηλικία από μένα, Dennis Matsuev το όνομα του, ο οποίος παίζει το «Rhapsody in blue» και κάνει έναν αυτοσχεδιασμό με μπάσο όρθιο και τύμπανα στη μέση της συναυλίας του, που τα «βλέπεις» όλα! Έχουμε παίξει παρέα στη ρωσική τηλεόραση, εγώ με πιάνο κι εκείνος με nord. Έχουμε κάνει τέρατα στον αυτοσχεδιασμό οι δυο μας! Μετά, λοιπόν, τα μαθήματα γύρναγα στο σπίτι και έπαιζα με τις ώρες πιάνο γιατί γούσταρα, όχι γιατί είχα κάποια συναυλία ή έπρεπε να μάθω κάτι συγκεκριμένο. Δεν υπήρχε το «έπρεπε» και έφτασα στα 11 μου για να πω στη μάνα μου: «Τώρα θέλω να πάω στο Ωδείο». Έδωσα κατατακτήριες, με έβαλαν στην Ανωτέρα, αλλά στα θεωρητικά έφαγα μεγάλη πίκρα! Είχαμε έναν εξαιρετικό δάσκαλο στην ιστορία – μορφολογία της μουσικής, τον Μάρκο Δραγούμη, αλλά εγώ έπληττα αφόρητα. Στην αρμονία είχα δάσκαλο το «βουνό», τον Μενέλαο Παλλάντιο.

Αυτός ήταν δάσκαλος του Μάνου Χατζιδάκι και ένας στριφνός, απ’ ότι λέγεται, άνθρωπος.

Στριφνός δεν θα πει τίποτα! Κρυβόμουν για να μην πάω στα μαθήματα του, γιατί μας έκανε και σολφέζ. Στο μεταξύ ανήκα στις περιπτώσεις του Ωδείου, που μου επιτρεπόταν να δίνω και συναυλίες. Υπήρχε απαράβατος νόμος του Ωδείου Αθηνών ότι κατά τη διάρκεια της φοίτησης, δεν παίζεις πουθενά. Εξαιρούνταν οι παραστάσεις του Ωδείου στον «Παρνασσό» και τα σχετικά. Με άφηναν, λοιπόν, να παίζω αλλά πάντα με μεγάλη επιτήρηση. Στα 18 μου, ύστερα από μια πενταετία φοίτησης στο Ωδείο, δίνω μια συναυλία στο Παρίσι, όπου έρχεται ο Ζακ Λανγκ. Μαζί του ήταν η Yvonne Lefebure, η μεγαλύτερη πιανίστρια παγκοσμίως. 

Όπως θεωρείται σήμερα η Marta Argerich.

Έχει σημασία αυτό που λέτε, γιατί η Argerich υπήρξε αγαπημένη μου πιανίστρια και μάλιστα εκείνη μου γνώρισε τον Horowitz. Τότε, λοιπόν, η Lefebure με τον Λανγκ μού δίνουν μια ιδιαίτερη υποτροφία. Με το που την έπαιρνες, σου έδιναν κατευθείαν και τη γαλλική υπηκοότητα. Έχω απόκομμα ακόμα που λέει «Ο Γάλλος πιανίστας Στέφανος Κορκολής» κι από κάτω με ψιλά – ψιλά γράμματα, «εθνικότητας ελληνικής». Ορθώς τό’κανε ο Λανγκ αυτό τότε, βάφτιζε Γάλλους πολίτες όσα παιδιά είχαν ταλέντο στη μουσική ή τη ζωγραφική, στελεχώνοντας τη γαλλική τέχνη. 

Τα γαλλικά τα μιλούσατε καλά;

Αυτό έχει πλάκα, διότι δε γνώριζα γρη γαλλικά. Μου είχαν οι γονείς μου στο σπίτι μια Γαλλίδα, αλλά δεν έμαθα τίποτα. Στο λύκειο πήγαινα και γύρναγα τα χαράματα. Κοιμόμουν κι αυτή η καημένη προσπαθούσε να με ξυπνήσει. «Δεν πειράζει» της έλεγα, «κάνουμε υπνοπαιδεία» (γέλια). Δεν άντεξε, πήγε κι είπε στον πατέρα μου ότι δε μπορεί να πληρώνεται, ενώ δεν προσφέρει τίποτα. Όταν πήγα στο Παρίσι, ήξερα μόνο το «Quelle heure es-t-il?», δηλαδή «τι ώρα είναι;» Παρόλα αυτά έμαθα πολύ γρήγορα γαλλικά. Έκανα και στενή παρέα τότε με τον Άρη Χριστοφέλλη, που έχει πει ολόκληρο το ρεπερτόριο των καστράτο, αλλά ήταν καλός πιανίστας επίσης, μαθητής της Ντόρας Μπακοπούλου.  

Μα πως «δένουν» όλα; Ο Χριστοφέλλης υπήρξε συνεργάτης και καλός φίλος της Λένας Πλάτωνος.

Όταν πήγα στο Ωδείο, εμένα με λέγανε «Ο Πλάτωνος», το αρσενικό της Λένας δηλαδή. Μοιάζαμε και με τη Λένα, αν και όταν εγώ πήγα, εκείνη αποφοιτούσε. Μοιάζαμε στο ότι κι αυτή ήτανε πιανισταρού, έκανε τις συνθέσεις της, τραγουδούσε. Τη λατρεύω και τη θεωρώ τεράστιο κεφάλαιο στη μουσική! Ξαναπάμε στον Άρη και θυμάμαι ότι είχε τρομερό τρακ όποτε έπαιζε πιάνο. Τραγουδούσε τόσο καλά όλες τις άριες που νόμιζες ότι άκουγες τη Μαρία Κάλλας! Είχε τέσσερις οκτάβες φωνή, κάτι το αδιανόητο! Του λέω στο Παρίσι: «Αφού, βρε Άρη, μαγκώνεσαι όταν παίζεις πιάνο σε κοινό, γιατί δεν το πας προς το τραγούδι;» Κάνουμε έτσι τον πρώτο μας δίσκο, ο Άρης Χριστοφέλλης τραγουδιστής, ο Πίτερ Γουάιτ, ένας θεόμουρλος Σκοτσέζος ποιητής – στιχουργός κι εγώ συνθέτης. Λεγόμασταν «Opera (Οπερά)» και βγάλαμε ένα βινύλιο του κερατά, που έκανε επιτυχία σε Παρίσι και Βερολίνο.

Υπάρχει αυτό; Με ενδιαφέρει. Progressive rock ήταν, ας πούμε;

Ναι, δεν ήταν κλασικό. Κάτι μεταξύ synth pop και progressive rock!

Σαν τους δίσκους του Klaus Nomi;

Ναι, μόνο που ο Klaus Nomi μπροστά στον Άρη ήτανε τόσος δα! Η φωνή του Klaus Nomi ήτανε ψεύτικη κάπως, με φαλτσέτο, αφού έκανε μίμηση. Οι δικές μας συνθέσεις ήταν τελείως rock 80s κατάσταση. Υπήρχε και ραπ μέσα, αλλά όχι με τη σημερινή έννοια, θα το χαρακτήριζα spoken word. Ο Γουάιτ είχε γράψει στα αρχαία κέλτικα και θυμάμαι τον Άρη να κάνει κάτι «ανεβάσματα», που έπιαναν όλο το κλαβιέ του πιάνου. Μου φαίνεται, σε τεύχη πρέπει να τη βγάλουμε αυτή μας τη συνέντευξη (γέλια). Θέλω να πω, όμως, ότι ο Άρης με γνώρισε με τη Marta Argerich, αρχίσαμε να κάνουμε παρέα κι απ’ τη μάνα της Argerich, μια αλλοπαρμένη φιγούρα και ζηλευτή από κάθε animation maker, γνώρισα τον Horowitz. Κάθισε δυο μήνες στο Παρίσι ο Horowitz κι εγώ είχα την τύχη να επισκέπτομαι αυτό το Ιερό Τέρας και να μαθαίνω μυστικά και ιστορίες. Παράλληλα γνώρισα τον Μπουλέζ. Δεν έχω δει πιο μεγαλοφυή και ταυτόχρονα πιο κακότροπο άνθρωπο! Ο Παλλάντιος ήταν αρνάκι μπροστά του. Μέσω του Μπουλέζ πάλι γνώρισα τον Astor Piazzolla, που ήρθε στο Παρίσι κι έδωσε ένα σεμινάριο για ενορχήστρωση συμφωνικού tango! Πώς τα φέρνει η ζωή και το 2000 κάνω περιοδεία με το έτερον καλλιτεχνικό ήμισυ του Piazzolla, τον Οράσιο Φερέρ. 

Τον γνώρισα κι εγώ τον Φερέρ, τον είχε φέρει η Ντόρα Μπακοπούλου πριν μια δεκαετία στο Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής στην Αίγινα.

Φορούσε εκείνο το μοναδικό δαχτυλίδι του;

Ε, που να θυμάμαι τώρα…Ήταν ένα αφιέρωμα στον Piazzolla με εκείνον και τη Θεσσαλονικιά Γεωργία Συλλαίου στο τραγούδι. 

Αρχοντάνθρωπος είναι ο Φερέρ, χαίρομαι που τον γνωρίσατε. Καθόμασταν μαζί στο πιάνο και παίζαμε το «Balada para un loco», ήταν πολύ συγκινητικό, δεδομένης της αναχώρησης του Piazzolla! Ήρθε η ώρα που πήγα στην BMG, που είχε αλλάξει και διευθυντικό καθεστώς, και τους είπα «Στοπ», θέλοντας να ξεκόψω με την pop μουσική. Έπεσαν όλες οι μούρες κάτω φυσικά, αφού θα έχαναν μία πηγή εσόδων. Εγώ έφυγα στη Γερμανία, υπέγραψα με τη BMG Γερμανίας και βγάζω το «First Touch», τον πρώτο μου ορχηστρικό δίσκο που γίνεται πλατινένιος σε 23 χώρες, από Ιαπωνία μέχρι Βραζιλία. Εκεί βρέθηκα στην Πορτογαλία και σε μία τηλεοπτική promo εκπομπή, συναντιέμαι με τη Dulce Pontess, της οποίας το όνομα προφέρεται Ντουλτς Ποντς.

Μα κάνατε κι ένα live δίσκο πρόσφατα με τη Dulce και τον Νταλάρα. 

Τη Dulce εγώ τη γνώρισα στον Γιώργο. Θυμάμαι που ήταν Χριστούγεννα τότε και μου είχαν κάνει δώρο το δίσκο της Dulce, ενώ σε εκείνην είχαν κάνει δώρο το δικό μου δίσκο. Ξεκινήσαμε συνεργασία με τη Dulce, κάναμε πολλά πράγματα μαζί και τραγούδησε έργα μου. Ενορχήστρωσα μάλιστα ένα δίσκο της με τον Ennio Morricone για κάτι «κουλά» όργανα, ο Morricone δηλαδή είχε γράψει για χίλια δυο όργανα κι εγώ έπρεπε όλο αυτό να το «μαζέψω» για πιάνο, ακορντεόν και πορτογαλική κιθάρα. Κάποια στιγμή που συναντήθηκα με τον Morricone, μου κάνει ο παππούς: «Στέφανο, τι στο διάολο κάνεις με τη μουσική μου;» (γέλια). «Μαέστρο, αυτά έχω, αυτά κάνω» του απάντησα, αλλά του άρεσε στην πραγματικότητα. Με τη Dulce, όμως, που συνεργαστήκαμε εκτενώς, έχω στο αρχείο μου πολλά οπτικοακουστικά ντοκουμέντα. Τον Νταλάρα που ήθελε να τη γνωρίσει, τον κάλεσα στην Πορτογαλία. Ήρθε με όλο το team του, την Άννα, τη Λία Χατζηδημητρίου κλπ. Το πρώτο βράδυ δεν την είδαμε την Dulces, την είδαμε όμως το επόμενο κι εγώ άρχισα να τους γυρνάω σε όλα τα μαγαζιά που έπαιζαν fados. Μπαίναμε μέσα, με έβλεπαν οι μουσικοί και μου έλεγαν «Γεια σου, μαέστρο». Κόκαλο ο Νταλάρας! «Μα που σε ξέρουν;» με ρώταγε κι εγώ του εξηγούσα πως είναι λογικό, έχοντας κάνει τόσα πράγματα στην Πορτογαλία.

Ας μείνουμε στα δικά μας, λέγοντας πως μία συνεργασία που θεωρήθηκε κάπως σαν το «comeback» σας ήταν αυτή με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη. 

Η Άλκηστη έχει μια τεράστια δυναμική στη φωνή της και επειδή συνδεόμαστε οικογενειακά πια, είναι απ’ τους πιο ντόμπρους κι απ’ τους πιο «ok» ανθρώπους πού’χω γνωρίσει. Πραγματική φίλη τη νιώθω! Εκείνο το πρώτο Gazarte που κάναμε, μόνο πιάνο – φωνή, ήταν πολύ όμορφο και πολύ τρυφερό. Άφησε στίγμα, γιατί δεν το κάναμε λόγω κρίσης, αλλά από άποψη. Δουλέψαμε πάρα πολύ πριν, είχαμε λιώσει στις πρόβες. Την Άλκηστη την είχα γνωρίσει παλιότερα, όταν είχε τραγουδήσει σε έναν πολυσυλλεκτικό δίσκο μου, το «Ανεμόπτερο», μαζί με τον Νταλάρα, τη Γαλάνη, τη Ντουλτς Ποντς και πολλούς άλλους. Αυτό ήταν και η μεγάλη μας γνωριμία ήρθε αργότερα με το τραγούδι «Ο άγγελος μου». 

Σε στίχους του Νίκου Μωραΐτη ήταν αυτό. Μιλήστε μου λίγο για το πώς έγινε.

Βρισκόμουν σε περιοδεία τότε με τη Ντουλτς Ποντς. Ήρθε ο Μωραΐτης στο πατρικό μου, μου έφερε τους στίχους και κατευθείαν στο πιάνο μού βγήκε το κομμάτι. Η Άλκηστη είχε ενθουσιαστεί και ακολούθησε η κοινή καθημερινότητα μας λόγω προβών. Πρόσφατα κάναμε το «Δέκα χρόνια Gazarte», άρα αυτός ο κύκλος παραμένει ανοιχτός και δε νομίζω να κλείσει. Είναι μια φωνή που πάει στο αυτί μου, απ’ αυτές που γράφω ένα κομμάτι και ξέρω με τη μία ότι τους ανήκει. 

Σας ζητάνε, αλήθεια, να δώσετε από δω κι από κει τραγούδια σας;

Ναι, αλλά δεν δίνω εύκολα. Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια η ενασχόληση μου με τον Μίκη και με τον Καβάφη δεν μου άφησε χρονικά περιθώρια. Δεν είχα και τη διάθεση – αν θέλετε – αφού έκανα μελέτη σε βάθος. Έφτασα στο μεδούλι του κλασικού – συμφωνικού Θεοδωράκη ώστε να φτάσει ο ίδιος στο σημείο να πει μέσα σε ένα κατάμεστο Μέγαρο: «Αυτό είναι ένα νέο ξεκίνημα για τη μουσική μου και το χρωστάω στον Κορκολή»! Υπάρχει μεγαλύτερη τιμή μαζί με τις επιστολές που ανταλλάζαμε; 

Ο Μίκης είναι πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος…

Ναι, αλλά αν του τη «σπάσει» κάτι θα σ’το πει. Ουσιαστικά ο Μίκης για μένα έχει αντικαταστήσει σε πολλά τον πατέρα μου. Έχουν τον ίδιο παραλογισμό σε ένα χιούμορ βρετανικού τύπου. Πετάει ατάκες που δεν παλεύονται!

Πάτε σπίτι του, τον βλέπετε;

Συνέχεια. Είτε με την αντιμικροβιακή μασκούλα, είτε χωρίς. Και για τη Σοφία Μανουσάκη, την ερμηνεύτρια μας, έχει πει εξαιρετικά πράγματα!

Σωστά βάζετε τη Μανουσάκη στην κουβέντα μας. Εκτιμώ το ότι χαρίσατε τις τελευταίες δουλειές σας σε ένα νέο άφθαρτο πρόσωπο.

Ο «Ορίζοντας» είναι ένας σύλλογος που δουλεύει σοβαρά κατά του καρκίνου. Με ελάχιστα μέσα οι άνθρωποι αυτοί στα Χανιά κάνουνε πράγματα. Μου ζήτησαν, λοιπόν, να κάνω μια συναυλία για να συγκεντρωθούν χρήματα. Πάντα τρέχω σ’ αυτά αρκεί να ξέρω ότι από πίσω δεν «παίζουν άλλα». Πάω, οι άνθρωποι με φιλοξενούν, με περιποιούνται και μετά τη συναυλία μού μένει μια μέρα για να δω πως είναι ο ήλιος. Έχω να δώσω όμως συνέντευξη σε έναν δημοσιογράφο τοπικού καναλιού. Κάνουμε την κουβέντα και λέω «Τι καλά να είχατε κι ένα πιάνο να κλείναμε μουσικά». Με ρωτάει «Δηλαδή αν σου έχω πιάνο θα κάνουμε ένα κλείσιμο όπως το θες;» «Αν είναι πιάνο με ουρά μόνο» απάντησα, ξέροντας πως έτσι θα το απέφευγα! Την επόμενη, μετά τη συναυλία έρχεται αυτός και με ρωτάει αν ισχύει ότι είπαμε. «Κουβάλησες πιάνο δηλαδή;» τον ρωτάω, «Πάρ’τα τώρα» σαν να λέμε! «Όχι, τους φώναξα όλους νά’ναι στο Πνευματικό Κέντρο» με ενημερώνει, «θα το μαγνητοσκοπήσουμε και θα το μεταδώσουμε σε δυο μέρες». Στο μεταξύ, εγώ έλεγα «Τι ήθελα και μίλαγα;»…Φτάνοντας, μου λέει ο Μάνος Σπυριδάκης – έτσι τον λέγανε – ότι έχουν μια καλή τραγουδίστρια που πρέπει να την ακούσω. «Πρόσεξε» του είπα, «επειδή αυτό με κυνηγάει, όπως καταλαβαίνεις, αν δεν μ’ αρέσει θα της το πω κατάμουτρα». Δεν έχω δηλαδή εγώ καμία πρεμούρα από το να αποπροσανατολίσω ένα νέο άνθρωπο που θα γινόταν ενδεχομένως καλός γιατρός ή αρχιτέκτονας! Συνήθως ο περίγυρος φουσκώνει το μυαλό…Η Μανουσάκη, λοιπόν, δεν ήξερε ότι εγώ θα την άκουγα. Δύο φίλοι «συνεννοημένοι» της λένε να πάνε ν’ ακούσουν τη συναυλία του Κορκολή στο Πνευματικό Κέντρο για την εκπομπή του Μάνου. Τελειώνει αυτή η ρημάδα η εκπομπή κι εγώ την είχα ξεχάσει τη Σοφία. «Δεν θ’ ακούσω αυτή που μου έλεγες;» ρωτάω τον Μάνο. Τη φωνάζουν τη Σοφία, βλέπω ένα κοριτσάκι πρόσχαρο, ευγενικό. «Τι θα μου τραγουδήσεις;» «Δεν έχω ιδέα! Να σας πω το ”Εν λευκώ”;» Μου άρεσε που ήθελε να πει το κομμάτι του Καραμουρατίδη και του Ευαγγελάτου και όχι κάνα σκυλάδικο, ξέρω γω. «Δεν τό’χω αυτό» της κάνω, «μήπως ξέρεις το ”Δεν είσαι εδώ”;» Με ρωτάει: «Της Γαλάνη;» Της εξήγησα ότι η Γαλάνη τό’χει πει συγκλονιστικά, αλλά το κομμάτι είναι του Καρασούλου και του Κορκολή. Κάθομαι στο πιάνο κι αρχίζω να της παίζω στον τόνο της Γαλάνη. Μ’ αυτό που ακούω παθαίνω σοκ! Πιάνω αμέσως τον μπαμπά της που ήταν εκεί: «Θα μου στείλετε ότι demo ηχογραφήσεις έχετε, ότι έχει γραφτεί με τη φωνή της, το θέλω το κορίτσι αυτό για συνεργασία». Στη Σοφία εξήγησα εξ αρχής πως αυτή η δουλειά θέλει πολύ χρόνο, γερό στομάχι και καμία βιασύνη. Τα επιβεβαίωσε όλα! Πλέον, στα τέσσερα χρόνια που δουλεύουμε, έχει ένα βιογραφικό που παθαίνεις σοκ! Έχει παίξει παντού, ακόμα και στο Ηρώδειο, με την αξία της, δεν θεωρώ ότι βοήθησα σε κάτι ιδιαιτέρως. Ο Θεοδωράκης της είπε: «Μετά από τον Μπιθικώτση και τη Φαραντούρη, με κάνεις και σηκώνω τα χέρια μου για να διευθύνω»! Τελικά κάναμε δύο διπλά CD με τον Θεοδωράκη συν το «Θά’θελα αυτή τη μνήμη να την πω» σε ποίηση Καβάφη. Στο CD μάλιστα «Συνάντηση ΙΙ» η Σοφία τραγούδησε σε α’ εκτέλεση ένα έργο του Μίκη σε ποίηση Δήμητρας Μαντά, το «Μια θάλασσα γεμάτη μουσική», γραμμένο στο Παρίσι του 1987.

Ποιο πιστεύετε ότι είναι το μεγαλύτερο προσόν της ερμηνεύτριας σας;

Το ότι δεν σταματά να βελτιώνεται! Είναι αυτό που λέγαμε πριν για μένα: Η Σοφία είναι από πολύτεκνη οικογένεια χωρίς πιάνο. Αν είχε πιάνο, θα γινόταν μια τρομερή πιανίστρια. Είναι και ολοκληρωμένη μουσικός δηλαδή. Αυτοδίδακτη! Πιάνει το τσέλο και βγάζει ήχο! 

Πως και βάλατε γυναίκα να τραγουδήσει τον Καβάφη; Πέραν του έντονου ομοερωτικού στοιχείου στα ποιήματα του, ο Χατζιδάκις στον «Μεγάλο Ερωτικό», λόγου χάριν, είχε «δώσει» τον Καβάφη στον Ψαριανό, όχι στη Φλέρυ.

Και ο Μίκης «έδωσε» στη Φαραντούρη το ποίημα «Η Πόλις», αλλά σε ένα κομμάτι που προέκυψε μετά τη συμφωνική δομή του έργου του. Και ο Νικολόπουλος μελοποίησε Καβάφη, τα «Γκρίζα» με την Αρβανιτάκη, που έγινε ένα τραγούδι – αριστούργημα! Ο Καβάφης υπήρχε στο σπίτι μου από το βιβλίο της Δανάης Στρατηγοπούλου, που ήταν κολλητή της Νόνας μου. Άρχισα να οσμίζομαι Καβάφη στη Γαλλία μέχρι που έσκασε ένα «παφ» από παντού, συνωμοτικά. «Γιατί δεν κάνεις Καβάφη;» με ρώταγε η Άλκηστη όταν κάναμε «Με τα φτερά της ποίησης» στο Ηρώδειο. Είπα «Ok, ρε παιδιά, να το προσπαθήσω».

Διστάζατε λόγω του καβαφικού διαμετρήματος;

Είχα μπει απλά στο τριπάκι να μελοποιήσω οπωσδήποτε ποίηση. Ο Μίκης μου είχε πει: «Εμείς τότε χώναμε την ποίηση με τις λατέρνες απ’ τα παντζούρια, τώρα είναι η στιγμή σου να το κάνεις κι εσύ». Άρχισα να ψάχνομαι με Αναγνωστάκη, Δημουλά, Λειβαδίτη, μα όσο πλησίαζα τον Καβάφη, τόσο με «τράβαγε». Τα έκανα όλα στοπ και άρχισα να ασχολούμαι με τη ζωή του, θέλοντας να μπω μες τις σκέψεις του και τον ψυχισμό του γενικότερα. Άρχισα να τον συμπαθώ και να τον αγαπάω! Διάβαζα μελέτες, εκνευριζόμουν όταν άκουγα διάφορους να τον λένε «περιγραφικό ποιητή». Ο Καβάφης, ακόμη κι αν περιγράφει άλλους, είναι πάντα ο ίδιος που πρωταγωνιστεί στα ποιήματα του. Είχα την ευκαιρία μετά να συναντηθώ με τον μελετητή του, τον Δασκαλόπουλο, ο οποίος μου έλεγε τρομερά πράγματα. Αφιερώθηκα κυριολεκτικά και κάναμε πάρα πολλή δουλειά με τον παραγωγό Αντώνη Παπαβομβολάκη. Θελήσαμε να στηρίξουμε το έργο που γίνεται στην περιφέρεια με τις ορχήστρες, τα μουσικά και τα χορωδιακά σύνολα. Είχα τη δυνατότητα να ηχογραφούσα το έργο με τη Συμφωνική της Πράγας, της «έτσι κι αλλιώς», εγώ όμως τό’θελα να γίνει με Έλληνες. Και με ποιους Έλληνες; Αυτούς της περιφέρειας που στερούνται ευκαιριών και προβολής. Για να απαντήσω σ’ αυτό που με ρωτήσατε πριν, αν έλεγε άλλος το έργο, είτε άντρας, είτε γυναίκα, θα έπρεπε να συρρικνώσω τις μελωδίες μου. Πέραν αυτού, του τεχνικού σκέλους, είδα και πόσο «πατριωτικά» το πήρε απάνω της η Σοφία. Τέλος, τι πιο όμορφο από ένα κορίτσι 23 ετών να ερμηνεύει κατ’ αυτό τον τρόπο Καβάφη; Υπήρχαν φορές που την άκουγα όπως τραγουδούσε κι έμενα ως κι εγώ άφωνος, έλεγα «είναι δυνατόν;» 

Άμα συμβαίνει αυτό σ’ ένα συνθέτη με τον εκάστοτε ερμηνευτή του, σημαίνει ότι κάτι γίνεται…

Ναι, όντως, κάτι συμβαίνει και όχι μόνο με μένα, αυτό δε θά’λεγε τίποτα. Συνέβη και με τον Μίκη, και με τον Μονεμβασίτη, να λένε πως «η Σοφία το περνάει το τραγούδι στον κόσμο». 

Πείτε μου κάτι τώρα, το έργο δισκογραφήθηκε και παίρνει το δρόμο του. Τι σκοπεύετε από δω και πέρα να κάνετε;

Μ’ αυτό το δίσκο έχουμε πολλές προτάσεις. Θα ξανανοίξει το «Theatre du Chatelet» στο Παρίσι με τον Καβάφη μας! Μας ζητάνε από Λονδίνο μέχρι Ιαπωνία, ενώ τελευταία έσκασε και μια πρόταση από Λουξεμβούργο. Στη δε Κύπρο κλείσαμε ήδη πολωνέζικη ορχήστρα για την παρουσίαση του έργου! Σκεφτείτε ότι η Σοφία έκανε το ντεμπούτο της στην «Ακαδημία Chopin» στη Βαρσοβία! Έκανα εγώ εκεί ένα ρεσιτάλ και εν μέσω Chopin, Rachmaninov, Prokoviev και Scriabin, είπα στους Πολωνούς, το πιο δύσκολο κοινό του κόσμου: «Σας έχω μία έκπληξη!» Με κοιτάνε…«Θέλω να σας παρουσιάσω μια νέα φωνή». Με κοιτάνε χειρότερα…«Είναι απ’ την Κρήτη, απ’ τα Χανιά» τους λέω για να τους πιάσω στο «τουριστικό». Τίποτα αυτοί! Κλείνω το πιάνο, βγαίνει η Σοφία και λέει α καπέλα Ερωτόκριτο. Σηκώθηκαν όλοι όρθιοι! Οι Πολωνοί είχαν γίνει Κρητίκαροι! Στη συνέχεια πήρε υποτροφία από την «Ακαδημία Chopin», αλλά δεν τη συνέχισε γιατί ήταν για όπερα. Εκεί, πάντως, ήταν σαν να πέταξα τη Σοφία σ’ έναν ωκεανό γεμάτο καρχαρίες και τά’φερε άψογα εις πέρας! Από Ελλάδα τώρα υπάρχει η Ρόδος, η Κέρκυρα, η Πάτρα, η Λάρισα και ο Βόλος. Και στην Κρήτη θα παίξουμε, εννοείται, απλά θα πρέπει να βρεθεί ο χώρος και να συντονιστούμε οι πάντες. Να’μαστε καλά, να λέμε, γιατί σχέδια δεν πολυκάνω. 

Σας ενδιαφέρει η απήχηση του Καβάφη στη νεολαία; Υπήρξατε καλλιτέχνης πάντα κοντά στη νεολαία.

Στην ΕΡΤ που γράψαμε κάποια στιγμή, είχε έρθει ένα σχολείο μάλλον από την Πετρούπολη. Λύκειο, από 13 μέχρι 17 ετών τα παιδιά. Παίζουμε το κομμάτι «Ο Γέρος» και σκάει ένα απρόσμενο δυνατό χειροκρότημα. Έρχεται μετά το «αρχηγάκι» τους και μου λέει: «Κύριε Κορκολή, τι ωραίο αυτό που παίξατε! Τι ήταν;» Του απαντάω «Ένα ποίημα του Καβάφη». «Τον ξέρω αυτόν σαν όνομα»…«Σου άρεσε;»…«Πάρα πολύ, φρέσκο πράγμα»…Όταν του είπα πότε γράφτηκε το ποίημα, έπαθε πλάκα. «Πες στους δασκάλους σας να σας μαθαίνουν ποίηση» τον συμβούλεψα κι αυτό λέω πια: Μέσα στην ποίηση βρίσκεις μια λύση. Όχι πως θα πληρώσεις το νοίκι σου, ούτε την εφορία, αλλά βρίσκεις διεξόδους ωραίες μες την ψυχούλα σου. Κρίμα για μια χώρα που γέννησε τους μεγαλύτερους ποιητές να έχουμε φτυσμένη την ποίηση και να καταστρέφουμε τη γλώσσα μας…

Είπατε ότι δεν πολυκάνετε σχέδια. Να τολμήσω να ρωτήσω αν οφείλεται αυτό στη μάχη με τον καρκίνο που δημοσιοποιήσατε;

Όχι, οφείλεται στην ασθένεια που περνάμε όλοι: Μεταξύ μας τώρα τι σχέδια να κάνεις; Εδώ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει αύριο…Τέλος πάντων, αυτό ξεκίνησε από το τσιγάρο! Κάπνιζα πέντε πακέτα κόκκινα Marlboro την ημέρα! Συσσωρεύθηκε πίσσα στην ουροδόχο κύστη μου και έγινε όγκος. Είναι μια μορφή καρκίνου των καπνιστών και των ανθρώπων που δουλεύουν σε πάρα πολύ βαριές βιομηχανίες.

Το προλάβατε σε αρχικό στάδιο τουλάχιστον;

Το πρόλαβα σε μεσαίο στάδιο, γιατί δεν έδινα σημασία σε κάποια συμπτωματάκια, όπως αιματουρίες. Εκεί ήταν το πρόβλημα, δεν έδινα σημασία στο σύμπτωμα! Δεύτερο εγκληματικό λάθος είναι να φοβάσαι να πας στο γιατρό μη σου βρει το Κακό! Συνεχίζω και το κάνω το λάθος, μη νομίζετε, με πολύ σπρώξιμο πάω στο γιατρό. Τρελό χαστούκι ήτανε, τρελό χαστούκι!

Χειρουργηθήκατε;

Δύο φορές. Είχα κόψει τσιγάρο, είχα πετάξει αλκοόλ, είχα διώξει οτιδήποτε άλλο καρκινοειδές μπορούσε να κυκλοφορεί γύρω μου. Άλλαξα πάρα πολύ σαν άνθρωπος, δεν σας κρύβω. Έφυγαν οι πολλές ευγένειες, τις άφησα μόνο για τους ευγενείς. Έγινα αγενέστατος με τους αγενείς, επίσης. Η περιπέτεια μου έχει μια διάρκεια πέντε χρόνων ήδη. Πέρσι, το καλοκαίρι του ’17, δυόμισι χρόνια αφότου έσκασε, ξαναχειρουργήθηκα. Ο όγκος επέστρεψε ευτυχώς στο ίδιο σημείο. Ύπουλο χτύπημα αφού ένα απ’ τα συμπτώματα είναι, λέει, ο πόνος στη μέση. Εμένα η μέση μου πονάει από τότε που με θυμάμαι, πως να το πάρω στα σοβαρά ένα τέτοιο σύμπτωμα; Την πρώτη φορά μού χρέωσαν ότι βγήκα και είπα «Έχω καρκίνο».

Καλά κάνατε, που είναι το κακό;

Μα δεν βγήκα και το είπα γενικώς. Το είπα στους καρκινοπαθείς που πήγα κι έπαιξα στην Κρήτη, με το σύλλογο που μιλήσαμε πριν. Βγήκαν και είπαν «Ο Κορκολής νίκησε τον καρκίνο» και διάφορα βαρύγδουπα: Δεν νικιέται ο καρκίνος, αντιμετωπίζεται όμως! Πηγαίνοντας για χημειοθεραπείες είδα άλλους καρκινοπαθείς, πράγματα – τέρατα, οπότε είπα «Καλά είμαι εγώ»…Μαύρισε η ψυχή μου…Σε εκείνη τη συναυλία, λοιπόν, στη μέση του πουθενά, από κάτω ήταν μόνο άνθρωποι που έπασχαν από καρκίνο. Υπήρχε εκεί μια τοπική τηλεόραση, αλλά μες το καλοκαίρι δεν είχαν θέματα, οπότε βγήκε στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του MEGA: «Ο Στέφανος Κορκολής έχει καρκίνο». Τό’δα στην τηλεόραση και έμεινα ενεός! Με πλάκωσαν στα τηλέφωνα, στα μηνύματα, αναγκάστηκα έτσι να βγω να πω: «Παιδιά, ναι, έχω καρκίνο που συγκριτικά με άλλους δεν είναι τίποτα. Κόψτε το κάπνισμα»! Το εννοώ, γιατί εμένα με τσάκισε αυτό το ρημάδι!

Ε, άλλο ένα πακέτο τη μέρα και άλλο πέντε πακέτα που καπνίζατε εσείς. 

Ξέρετε τι μου είπε ο Καραγιάννης, ο γιατρός, αχρείαστος νά’ναι; Άνθρωποι με καρκινικό γονίδιο, και δύο τσιγάρα να καπνίζουν μόνο ημερησίως, θα τους βγει ο καρκίνος!

Τέλος πάντων, μπαίνουμε σε ιατρικά θέματα και δεν «τό’χω» πολύ.

Έχετε δίκιο. Η αρρώστια εμένα με τρόμαξε. Το πρώτο 24ωρο ήμουν σε κατάσταση σοκ! Δεν με φοβίζει να πεθάνω, με φοβίζει το πώς θα πεθάνω. Ο θάνατος είναι αναπόφευκτος ούτως ή άλλως, όχι όμως και ο τρόπος που πεθαίνεις.

Κύριε Κορκολή, εσάς σας πέθαναν ήδη άλλη μια φορά στο παρελθόν…Αναφέρομαι στη διαβόητη ιστορία που για μένα ισοδυναμούσε πάντα με κανονικό βιολογικό θάνατο σας.

Σαφώς…Έχετε απόλυτο δίκιο κι έτσι ήτανε. Σας πληροφορώ όμως ότι επειδή έχω μάθει να μάχομαι, έχοντας φέρει εις πέρας πολλά πράγματα μόνος μου, δεν θα πω το γνωστό «Υπάρχει Θεός». Θα έρθει η ώρα που θα μιλήσω κι εγώ! Η περιπέτεια αυτή με βρήκε εκτός, σε περιοδείες, άρα ήταν ακόμη χειρότερο, απ’ την άλλη όμως θέλω να σας πω ότι πήρα μεγάλη δύναμη. Μου άφησε κουσούρια, φοβίες κλπ., κάτι λογικό με τέτοιο δυνατό σοκ, φάνηκε όμως κι ένας κόσμος που μ’ αγαπάει πραγματικά. Κάθε αρνητικό έχει και τα θετικά του, δεν μπορεί δηλαδή νά’ναι μόνο αρνητικό.

Με το χέρι στην καρδιά, συγχωρέσατε τον άνθρωπο που σας έκανε ένα τέτοιο κακό;

Δεν είναι θέμα συγχώρεσης. Δεν εύχομαι κακό, δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, κακός άνθρωπος. Θέλει λεπτό χειρισμό το θέμα, εσείς μείνετε στον «πρώτο βιολογικό μου θάνατο», όπως ευφυώς τον χαρακτηρίσατε. Στην τελική, να σας πω κι ένα άλλο; Ο μόνος είμαι; Για πάμε μερικές δεκαετίες πίσω: Θα βρείτε πολλά πρόσωπα που «χτυπήθηκαν» αλύπητα. 

Έχω την αίσθηση ότι η ιδιωτική τηλεόραση προώθησε το μικροαστικό μπανιστήρι και εξέθρεψε κανονικότατα τον φασισμό. Σας θυμίζω άνθρωπο που αυτοκτόνησε κατόπιν διαπόμπευσης του απ’ άλλη εκπομπή του καιρού εκείνου.

Πολύς κόσμος υπέφερε. Μόνο στην Ελλάδα; Γιατί, έξω το ίδιο δε γινόταν; Μην το απομονώνουμε στο δικό μας το χωριουδάκι…Ξέρετε τι με θλίβει εμένα; Με θλίβει να βλέπω το γεροντάκι με απλωμένο χέρι να ζητάει να φάει. Με θλίβει ο ρατσισμός στην τρίτη ηλικία και ποτέ δεν πρέπει να επικεντρώνουμε κατά ενός είδους ρατσισμό. Παντού ακούω «Κωλόγερε, κωλόγρια, να ψοφήσεις»…Με θλίβει που ενώ οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται στο κατώφλι του αγνώστου, εσύ πας και τους παρατάς; Όταν συμβαίνουν όλα αυτά γύρω σου, θέλω να πω, κάθεσαι κι εσύ και λες: «Ok, έφαγα κι εγώ τη φάπα μου, το θάνατο μου που είπατε, πόσοι άλλοι τρώνε καθημερινούς μικρούς θανάτους;»

Μ’ αυτό ας κλείσουμε, κύριε Κορκολή. Σας ευχαριστώ που με δεχτήκατε στο σπίτι σας και συνομιλήσαμε όλη αυτή την ώρα.

Εγώ σας ευχαριστώ γιατί όπως θα γνωρίζετε σπάνια δίνω συνεντεύξεις και πιο σπάνια ανοίγομαι τόσο. Αυτό, λοιπόν, το χρωστάω στην ευγένεια και στον τρόπο που χειριστήκατε τη «ζωή» μου όλη. Πραγματικά ήταν σπάνιο για μένα να συνομιλήσω δημοσίως με έναν τόσο βαθύ γνώστη της μουσικής και των μουσικών. Σας παρακαλώ αυτά να τα βάλετε στη συνέντευξη μας, όπως ακριβώς σας τα λέω τώρα!  

* Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2018 στο σπίτι του Στέφανου Κορκολή στη Φωκίωνος Νέγρη

** Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr 

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2025

Μαρίνα Βλαχάκη: «Αν ο Στράτος ζούσε και του έκαναν αφιέρωμα, ποια θα φώναζαν πρώτη - πρώτη;»

 


Είχατε την τύχη να ζήσετε τη «χρυσή εποχή» της νύχτας και στα καλύτερα μαγαζιά κιόλας. Να υποθέσω ότι θα ήταν δύσκολα τα τελευταία χρόνια αποχής.

Ψυχολογικά δεν με πείραξε καθόλου, γιατί, όπως λέτε, τις εποχές αυτές εγώ τις έζησα στο έπακρον. Φυσικά και δεν ήταν δική μου επιλογή το να εμφανίζομαι σε μικρότερους χώρους τα τελευταία χρόνια, ξέρουμε καλά όμως πως λειτουργεί το μάρκετινγκ. Να πω επίσης ότι δέθηκα μ’ αυτούς τους χώρους, τις μουσικές σκηνές, όπου η αμεσότητα με το κοινό είναι μεγαλύτερη.

Είστε χορτασμένη, λοιπόν.

Πάρα πολύ! Θα ήμουν αχάριστη αν έλεγα το αντίθετο!

Φαίνεστε. Φαίνεται δηλαδή απ’ τη θετική σας αύρα.

Είμαι ευχαριστημένη, αν και μετά το θάνατο του Στράτου δυσκολεύτηκα πάρα πολύ!

Παρατηρώ πως προσέχετε την εμφάνιση σας, δεν μοιάζετε «παρατημένη».

Να σας πω κάτι; Συνήθως ο κόσμος εισπράττει αυτό που έχεις μέσα σου κι εγώ αισθάνομαι παιδί ακόμα, ένα παιδί που δεν πρόκειται να μεγαλώσει ποτέ και μ’ αρέσει αυτό! Προσέχω τη διατροφή μου, γυμνάζομαι πολύ. Προσευχή, γυμναστική, διατροφή είναι ο τρόπος ζωής μου.

Και τι λέτε στις προσευχές σας;

Δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που πηγαίνουν κάθε μέρα στην εκκλησία, αλλά πιστεύω στο Θεό από παιδί. Νομίζω πως έχω αυτή την «επαφή», όχι νομίζω, είμαι σίγουρη.

Δεν σας ήρθαν όλα ρόδινα, ωστόσο, όπως πήγατε να πείτε πριν. Πιστεύετε ότι έτσι δεν θα γινόταν άπαξ και «έφυγε» ο Διονυσίου;

Κάπου ήταν λογικό, ναι, για τον εξής λόγο: Ο Στράτος ήταν ογκόλιθος και είχαμε συνεργασία σχεδόν για μία δεκαετία. Η «χρυσή εποχή» του Στράτου ήταν η δεκαετία του ’80, την οποία ξεκινήσαμε μαζί, απ’ το 1980 ακριβώς μέχρι το καλοκαίρι του 1989. Όταν είσαι δίπλα σ’ έναν τόσο μεγάλο τραγουδιστή, είναι μοιραίο να αργήσει να ξεχωρίσει το δικό σου όνομα. Μπορεί να είχα ξεκινήσει τις σόλο εμφανίσεις μου, αλλά προγραμματίζαμε μαζί πράγματα. Τον Μάιο του ’90 ήμουν στο «Remember» της Θεσσαλονίκης και κανόνιζα να μείνω μέχρι τον Αύγουστο, ώστε να’ρχόταν κι εκείνος και να κάναμε κοινές εμφανίσεις σαν «ονόματα» πλέον: Στράτος Διονυσίου – Μαρίνα Βλαχάκη. Τον Σεπτέμβριο επίσης, μετά τη Θεσσαλονίκη, κανονίζαμε να πάμε Τουρκία. Μετά το θάνατο του, αντιμετώπισα…Δεν ξέρω πως να το πω ακριβώς…Έκλεισαν πολλές πόρτες…Τι κι αν είχα ξεκινήσει σόλο καριέρα; Για όλους ήμουν η παρτενέρ του Στράτου και έπρεπε να διακριθώ. Πως να διακρινόμουν όμως όταν ο κόσμος μας είχε ταυτίσει μαζί;

Ποιες πόρτες έκλεισαν; Της δισκογραφίας;

Τα πάντα! Να σας το πω καλύτερα, πρόβλημα αντιμετώπισα απ’ το σινάφι μου. Είμαι ένας άνθρωπος που δουλεύω από 15 χρονών και δεν ήθελα ποτέ να γίνομαι φορτική ή πιεστική. Είχα ένα φοβερό ξεκίνημα, πάρα πολύ ωραίο, μέχρι να γνωρίσω τον Στράτο.

Ας πάμε σ’ αυτό το φοβερό ξεκίνημα. Από που κατάγεστε, κυρία Βλαχάκη;

Γεννήθηκα στην Κρήτη και ήρθα ενός έτους στην Αθήνα με τον μεγάλο μου αδερφό. Αργότερα ήρθε κι ο μικρότερος. Η μαμά μου είχε καλή φωνή, αλλά καμία σχέση οι γονείς μου με καλλιτεχνικά. Μόνο έναν ξάδερφο του πατέρα μου είχα που θεωρείτο καλός εικαστικός. Μιλάω για τον ζωγράφο Μπότη Θαλασσινό. Ήθελα να δουλέψω από μικρή, γιατί ο πατέρας μου δεν ήταν κάνας πλούσιος, αλλά ένας βιοπαλαιστής που βέβαια δεν μας έλειψε τίποτα. Είχα ταλέντο έμφυτο, από τριών ετών καθόμουν στον καθρέφτη και τραγουδούσα. Είχαν ενδοιασμούς οι γονείς μου, έλεγαν «Που θα βγει το κορίτσι μεσ’ στη νύχτα;» κι εκεί με βοήθησε ο θείος μου. Αυτός με πήγε στον Γιώργο Χατζηνάσιο να με ακούσει, θά’μουν – δεν θά’μουν 15 ετών! Τραγούδησα την «Οδό Αριστοτέλους» και του άρεσα του Χατζηνάσιου, μου είπε «Να τις λες τις μπαλάντες, σου πάνε πολύ»!

Ποιες τραγουδίστριες είχατε πρότυπα;

Την Αλεξίου, τη Βιτάλη και τη Μαρινέλλα. Τότε είχαμε μια τραγουδίστρια γνωστή μας, οικογενειακή φίλη, που τραγούδαγε στην παραλιακή «Νεράιδα». Μου είπε ότι θα έκαναν οντισιόν για νέες τραγουδίστριες με την καινούργια σεζόν. Το σχήμα ήταν Μαρινέλλα – Βοσκόπουλος.

Για ποια χρονιά μιλάμε;

Τι τα θες τα χρόνια τώρα; (γέλια) Κρατήστε το ότι εγώ ήμουν πιτσιρίκα. Εκεί ήμασταν τρεις οι πρωτοεμφανιζόμενες τραγουδίστριες, αλλά αν δεν έκανες καλές δεύτερες φωνές, δεν υπήρχε περίπτωση να σε πάρουν. Λέγαμε ένα τραγούδι στο πρώτο μέρος του προγράμματος κι άλλο ένα στο δεύτερο. Όλη την υπόλοιπη ώρα ήμασταν πίσω απ’ τα μεγάλα ονόματα. Τις δεύτερες φωνές εγώ τις «είχα», δεν μου τις έμαθε κανείς.

Πως ήταν αυτή η πρώτη επαγγελματική εμπειρία;

Πάρα πολύ ωραία! Δεν ήταν κομπλεξικοί οι άνθρωποι αυτοί, γιατί πίστευαν πολύ στο ταλέντο τους. Ξέρετε ότι έβαζαν στη μαρκίζα και τα δικά μας ονόματα ολογράφως; Ε, όταν ξεκινάς από τέτοιο μαγαζί, τα επόμενα έρχονται μόνα τους. Από κει πέρναγε όλη η ελίτ της Αθήνας, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί. Όλος ο καλός ο κόσμος! Μετά τη «Νεράιδα» βρέθηκα στο «Belle Nuit» με Ζαμπέτα, Ελένη Ροδά, Ρίτα Σακελλαρίου κι από κει στον μικρό «Διογένη» με Χάρρυ Κλυνν, Μητροπάνο, Πουλόπουλο, Χριστιάνα.

Αληθεύει ότι υπήρξατε παρτενέρ του Χάρρυ Κλυνν σε σκετς;

Ο Χάρρυ Κλυνν συμμετείχε σ’ αυτά τα σχήματα, τραγουδούσαμε και μετά κάναμε μαζί του σόου οι τραγουδιστές του μαγαζιού. Κάναμε επιθεώρηση πίστας.

Κρατήσατε φιλία;

Βέβαια, αλλά όχι μέχρι το τέλος του, αφού χαθήκαμε μέσα στα χρόνια. Κράτησε αρκετές σεζόν η συνεργασία μας. Ακούστε σχήμα που ήμασταν στα «Δειλινά»: Χάρρυ Κλυνν, Μητροπάνος, Μητσιάς, Καλογιάννης, Ελπίδα, Άννα Βίσση, Τάνια Τσανακλίδου, η Νάντια Καραγιάννη στο ξεκίνημα της κι αυτή, και ο Γιάννης Λέφερης, ένας πολύ αξιόλογος τραγουδιστής που δεν κατάφερε να κάνει καριέρα μεγάλη. Εκεί έγινα η παρτενέρ του Χάρρυ Κλυνν κι εκεί με άκουσε και με είδε για πρώτη φορά ο Στράτος! Όλοι ήμασταν αγαπημένοι στο σχήμα που περιείχε τόσα μεγάλα ονόματα, δεν υπήρχαν προβλήματα ή ανταγωνισμοί. Έχω καλές μνήμες πραγματικά.

Τι νιώθετε για όλα αυτά τα ονόματα που αναφέρατε;

Νοσταλγία οπωσδήποτε. Τους αγαπώ πάρα πολύ. Ήμουν άγνωστη και μου φέρονταν ισότιμα.

Τον Διονυσίου τον ξέρατε, τον ακούγατε εννοώ;

Είχα τρέλα, αλλά βέβαια δεν είχαμε γνωριστεί ποτέ. Τώρα θα σας πω λόγια του Στράτου από εκείνο το βράδυ, τα οποία και μένα μου τα είπε αργότερα: «Βλέπω μια κοπέλα με πολύ ωραία φωνή και με εντυπωσίασε και το πως έπαιζε δίπλα στον Χάρρυ Κλυνν». Παρεμπιπτόντως, ο Χάρρυ Κλυνν μου είχε πει πως θα γινόμουν καλή ηθοποιός, αν ασχολιόμουν. Την επόμενη σεζόν με κλείνει ο Κοσμάς Καλογράνης, ο αδερφός του Μιχάλη Μενιδιάτη, για την παραλιακή «Φαντασία». Εκεί να δείτε σχήμα! Διονυσίου, Βοσκόπουλος, Διαμάντη, Δούκισσα, Μιχάλης Μενιδιάτης και ανερχόμενοι οι Νίκος Νομικός – Θέμης Αδαμαντίδης. Είμαστε στο 1980 πια.

Τυχαία δηλαδή βρεθήκατε στο σχήμα με τον Διονυσίου.

Ακριβώς και η χαρά ήταν μεγάλη! Θα ήμουν μ’ έναν Διονυσίου και μ’ έναν Βοσκόπουλο!

Όπου εκεί ο ρόλος σας ως τραγουδίστρια είχε αναβαθμιστεί;

Όσο πήγαινα από σχήμα σε σχήμα, «ανέβαινα», αναβαθμιζόταν ο ρόλος μου. Εκεί, λοιπόν, ο Στράτος ενώ είχε μόνιμη παρτενέρ, έτυχε να μην έχει τον καιρό εκείνο και έψαχνε για καινούργια. Η μόνη κοπέλα που έκανε δεύτερες φωνές, ήμουν εγώ. Κάναμε πρόβα, θυμάμαι, τα τραγούδια του Στράτου όλες μαζί οι μικρές κοπέλες χωρίς αυτόν. Κατά τύχη ήρθε αυτός μια μέρα και μας παρακολουθούσε από πίσω, εγώ δεν τον είχα δει καν. Άκουγε μόνο μια δεύτερη γυναικεία φωνή, τη δική μου. Δεν άκουγε καμία άλλη, ήθελε να δει ποια ήταν αυτή η φωνή! Καθόταν δίπλα από κάθε μία κοπέλα κι όταν ήρθε δίπλα μου κοντοστάθηκε! «Παιδιά, σταματήστε» λέει και παίρνει το μικρόφωνο. Αρχίζει να τραγουδά το «Υποκρίνεσαι», το κομμάτι του Σούκα, με το οποίο έκανε τη δεύτερη καριέρα του. Του κάνω εγώ δεύτερη φωνή. Καθόμουν με το κεφάλι σκυφτό, είχα αλλάξει δέκα χρώματα. Όταν τελειώνουμε το τραγούδι, μου κάνει: «Βρε μικρούλα! Τι ωραίες δεύτερες φωνές που κάνεις! Μα εγώ σε είχα προσέξει στα ”Δειλινά”, τό’χα πει ότι αυτή είναι πολύ καλή τραγουδίστρια»! Με είχε σταμπάρει από τότε και κοίτα πως ήρθαν τα πράγματα.

Πιστεύετε στο πεπρωμένο;

Μα, να μην πιστεύω; Δεν είμαι μοιρολάτρισσα, αλλά πιστεύω πως κάποια πράγματα γίνονται γιατί πρέπει να γίνονται! Φυσικά εμείς καθοδηγούμε τη ζωή μας. «Από δω και πέρα εσύ γίνεσαι παρτενέρ μου» απεφάνθη ο Στράτος και μένα μου κόπηκαν τα γόνατα. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως θα γινόμουν το ντουέτο του Στράτου Διονυσίου.

Αργήσατε να εκδηλώσετε ερωτισμό ο ένας για τον άλλον;

Ποτέ! Δεν πήγε καν το μυαλό μου εκεί, διότι όταν με γνώρισε ο Στράτος ήμουν αρραβωνιασμένη και έτοιμη να παντρευτώ. Ο Στράτος δεν με είχε ενοχλήσει ποτέ επ’ αυτού, αλλά ήρθαν έτσι τα πράγματα και χώρισα με τον άνθρωπο που ήμουν. Από κει και μετά άρχισε ο Στράτος να με διεκδικεί με πολύ ωραίο τρόπο, όμως. Να πω την αλήθεια, απέφευγα να κάνω σχέση με άνθρωπο της δουλειάς, αλλά είχε τέτοια ωραία προσέγγιση εκείνος…

Κι ήταν αυτός που ήταν!

Δεν ήταν μόνο αυτό…Ο Στράτος ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος που σ’ έκανε να τον ερωτευθείς με τον τρόπο του.

Α λα παλαιά, που λένε.

Ακριβώς. Δεν υπάρχουν τέτοια αρσενικά σήμερα! Άνδρες υπάρχουν πολλοί, αρσενικά τέτοια πολύ λίγα! Κάναμε σχέση μετά από κάποιους μήνες γνωριμίας.

Και μείνατε μαζί για μια δεκαετία, όπως είπατε.

Εννιάμισι χρόνια για την ακρίβεια. Κι όταν έπαψα νά’μαι παρτενέρ του, συνεχίσαμε να συνεργαζόμαστε. Μου έγραψε ένα τραγούδι σε δική του μουσική στον πρώτο μου δίσκο, όπως και στον δεύτερο, που πρόλαβε. Για τον τρίτο μου δίσκο, που ετοιμάζαμε λίγο πριν «φύγει», υπολογίζαμε η μία πλευρά να είναι δικά του τραγούδια.

Περιγράψτε μου, όσο μπορείτε, αυτό όλο που ζήσατε με τον Διονυσίου.

Τι να σας πω τώρα…Έζησα στο έπακρον τη δόξα κι εγώ δίπλα του! Τραγουδήσαμε στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, στο Entertainment Center, χωρητικότητας 20.000 ατόμων. Ήταν τίγκα! Πήγαμε τόσο καλά, που πριν επιστρέψουμε στην Ελλάδα, μας ζήτησαν να δώσουμε ακόμη μία έκτακτη συναυλία στον ίδιο χώρο. Είχαν εκκενώσει κάτω την πλατεία, την είχαν κάνει πίστα κι έβλεπες χιλιάδες ανθρώπους να χορεύουν ζεϊμπέκικο και τσιφτετέλι. Δεν ξεχνιούνται αυτές οι στιγμές! Υποτίθεται ότι θα καθόμασταν το καλοκαίρι και δεν θα δουλεύαμε σε μαγαζί, αλλά με τόσες περιοδείες που κάναμε, τελικά πιο πολύ κουραζόμασταν. Κάθε μέρα αλλάζαμε πόλη, συνέχεια μέσα σ’ ένα αεροπλάνο ήμασταν.

Φαντάζομαι τι λεφτά θα κάνατε!

Ναι, αρκετά! Μάλιστα τότε που βγάζαμε λεφτά, είχα ένα μπαμπά που τι έκανε; Τα μάζευε και μου αγόραζε σπίτια, τα οποία σήμερα είναι μπελάς με τον ΕΝΦΙΑ (γέλια). Έχω πουλήσει δύο…Δεν κρατούσα δηλαδή λεφτά, δεν τα υπολόγιζα και καλά που ο πατέρας μου τα επένδυε σε σπίτια.

Ο Διονυσίου ήταν συμβουλευτικός ως προς τα οικονομικά σας;

«Πρόσεχε τώρα που βγάζεις λεφτά, να τα κρατάς» μού’λεγε! «Τα λεφτά φεύγουν χωρίς να το καταλάβεις» κι εγώ του εξηγούσα πως έχω έναν πάρα πολύ καλό μπαμπά, που με προσέχει…Τον είχε γνωρίσει, εννοείται, ο μπαμπάς μου τον Στράτο.

Τι άνθρωπος ήταν ο Διονυσίου, κυρία Βλαχάκη; Δε χρειάζεται να μου πείτε τα θετικά του μόνο.

Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, τα έλεγε έξω απ’ τα δόντια, δεν κρατούσε τίποτα μέσα του. Ήταν ένας τελείως αφτιασίδωτος άνθρωπος! Έλεγε την αλήθεια, για την οποία συχνά παρεξηγιόταν. Δεν χρησιμοποιούσε «πολιτική» στις απόψεις του, «Άμα με ρωτάτε μόνο την αλήθεια θ’ ακούτε» έλεγε, «αλλιώς μην με ρωτάτε». Τσακωνόταν και κάποιες φορές, αλλά σε λογικά πλαίσια. Έκανε και φιλανθρωπίες μεγάλες χωρίς ο κόσμος να ξέρει τίποτα! Ο Στράτος βοηθούσε συναδέλφους που είχαν «πέσει» έξω, που τραβούσαν ζόρια. Έλεγε στον ταμία «Δώσε αυτά για εκείνον»…Έρχονταν πολλοί και μας ζητούσαν χρήματα κι εκείνος δεν τους φερόταν καθόλου τσιγκούνικα, ήταν γαλαντόμος άνθρωπος!

Μήπως μπορείτε να μου διασταυρώσετε εσείς την πληροφορία αν ο Διονυσίου επρόκειτο να κάνει δίσκο με τον Μίκη Θεοδωράκη;

Ισχύει, δεν έγινε όμως ο δίσκος αυτός, αν και το σκεφτόταν. Τον εκτιμούσε φυσικά σαν μορφή και σαν δημιουργό τον Μίκη. Θυμάμαι που μου τό’λεγε: «Αν μπορέσει να το ισορροπήσει κάπως με τον στίχο, ν’ αγγίζει και μένα, σαν Διονυσίου, λίγο». Και με τον Μάνο Χατζιδάκι είχαμε συναντηθεί κι έτσι τον γνώρισα κι εγώ πάντα μέσω Στράτου. Γράφαμε κάποιο δίσκο του Στράτου στο στούντιο «Polysound», στην Πατησίων, αρχές προς μέσα του ’80. Δίπλα έγραφε ο Χατζιδάκις νομίζω με τη Φαραντούρη. Συναντηθήκαμε στο προαύλιο του «Polysound» κι εκεί με σύστησε ο Στράτος. Μίλαγαν οι δυο τους. Δεν θα ξεχάσω που πηγαίναμε κι ακούγαμε τον Τσιτσάνη στο «Χάραμα» με τη Μπέλλου. Μια φορά μας ανέβασε ο Τσιτσάνης και είπαμε ντουέτο την «Αχάριστη» κι άλλα τραγούδια του!

Ήσασταν ένα αναγνωρισμένο απ’ όλους ντουέτο.

Αυτό! Ζούσα την απόλυτη χαρά και δεν με ενοχλούσε καθόλου, ήταν τιμή μου και καμάρι μου.

Τον Στέλιο Καζαντζίδη τον είχατε γνωρίσει;

Όχι, γιατί αφενός όταν εγώ ξεκινούσα δίπλα στον Στράτο, εκείνος είχε σταματήσει να τραγουδάει εδώ και μία 25ετία. Και, αφετέρου, δεν έκαναν παρέα με τον Στράτο.

Ποιους είχε φίλους ο Διονυσίου, ποιους εκτιμούσε;

Θαύμαζε πάρα πολύ τον Μανώλη Αγγελόπουλο, τη φωνή του. Επειδή έκανε πολύ καλούς αμανέδες ο Στράτος, μου έλεγε ότι δάσκαλος του ήταν ο Περπινιάδης. Και από το ρεμπέτικο τραγούδι, του άρεσε πολύ ο συχωρεμένος Μπάμπης Γκολές. «Αυτός είναι ένας απ’ τους καλύτερους ρεμπέτες» θυμάμαι να μου λέει για τον Γκολέ.

Πολιτικά που ανήκε;

Με τη ΝΔ ήταν, δεξιός, αλλά χωρίς κανένα φανατισμό. Καταρχάς πηγαίναμε και τραγουδούσαμε σε χορούς της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Μόνο στο ΚΚΕ δεν είχαμε πάει, γιατί δεν είχε τύχει, όχι ότι ο Στράτος δεν θα πήγαινε. Συνήθως μας καλούσαν σε εκδηλώσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, τότε που γίνονταν πολλές εκδηλώσεις στα «Δειλινά» και αλλού. Θυμάμαι που είχαμε πελάτη μας τον Παπανδρέου, ερχόταν πολύ συχνά. Ντάνες μας έστελνε τα λουλούδια!

Ξένη μουσική άκουγε καθόλου ο Διονυσίου;

Του άρεσαν πάρα πολύ ο Frank Sinatra και ο Tom Jones! Αφού μού’λεγε: «Ξέρεις πως θα τό’λεγα αυτό εγώ αν ήξερα αγγλικά;» (τραγουδά το «I who have nothing») «Ρε γαμώτο, να μην τραγουδάω στ’ αγγλικά, να τό’σκιζα» (γέλια).

Μαρίνα Βλαχάκη - Μπόσκο (Οκτώβριος 2024)

Μιλήστε μου για το χιούμορ του, αν ήταν ιδιαίτερο, πως εσείς το αντιλαμβανόσασταν.

Καταρχάς ήταν ένας άνθρωπος που έλεγε πολλά ανέκδοτα. Μπορούσαμε να κάνουμε πολύωρες πρόβες για το μαγαζί και μετά κουρασμένοι όπως ήμασταν, εκείνος ν’ ανέβαινε στην πίστα σαν παιδί και να έλεγε ανέκδοτα. «Στράτο, θα γινόσουν κι εσύ καλός ηθοποιός» του είπα μια φορά. «Ναι, αλλά σαν τον Υβ Μοντάν» μου απάντησε! Εκτιμούσε τον Αλέν Ντελόν επίσης, γιατί είχαν γεννηθεί ίδια μέρα, ίδια χρονολογία, 8 Νοεμβρίου του 1935. «Δύο αστέρια γεννήθηκαν εκείνη την ημέρα» συνήθιζε να λέει. «Στη Γαλλία ο Αλέν Ντελόν και στην Ελλάδα έκανε η μάνα μου εμένα».  Τά’χω ξαναπεί αυτά, αλλά δεν πειράζει, εδώ αξίζει να ξαναειπωθούν.

Τη σχέση σας δεν την είχατε κρατήσει κρυφή.

Όχι, δεν ήταν κρυφή, αφού για μένα δεν υπήρχαν κόκκινες γραμμές. Για να μη σας λέω πολλά, ο Στράτος με άρπαξε απ’ το χέρι σφιχτά, προστατευτικά, οδηγώντας με να πηγαίνω μόνο από λευκές γραμμές! Ο Στράτος ήταν ο μεγάλος σταθμός στη ζωή μου και την καριέρα μου.

Τον ζηλεύατε καθόλου;

Άμα δεν σου δώσει ο άλλος δικαίωμα…Και για μένα το ίδιο ίσχυε. Έρχονταν άντρες και με φλέρταραν, αλλά όταν είσαι με έναν άνθρωπο και δουλεύεις μαζί του, ισοδυναμεί με μηδέν το γεγονός. Ωστόσο, ζήλευα, έβλεπα γυναίκες που του άφηναν ραβασάκια στο χέρι, αλλά εμένα ποτέ δεν μου’χε δώσει δικαίωμα ο άνθρωπος!


Υπάρχει κι εκείνο το βίντεο που κοιταζόσαστε κατάματα, ο ορισμός της καψούρας.

Στο «Κράτησε με» αναφέρεστε. Δεν μ’ αρέσει η λέξη καψούρα, δηλώνει το εφήμερο.

Μην το λέτε, η Αρλέτα κάποτε μού’χε πει το εξής: Τρία πράγματα είναι η καψούρα! Το «I put a spell on you» με τη Nina Simone, το «Άνοιξε – άνοιξε γιατί δεν αντέχω» με τη Φλέρυ Νταντωνάκη και το κοίταγμα μεσ’ στα μάτια του Διονυσίου με τη Βλαχάκη!

(χαμογελάει) Εγώ την καψούρα την εννοώ ως κάτι που φεύγει, δεν είναι αγάπη δηλαδή κι εμείς μ’ αυτό τον άνθρωπο αγαπηθήκαμε απ’ την πρώτη στιγμή, είχαμε αγάπη και μόνο αγάπη. Και το βίντεο, που λέτε, αγάπη δεν βγάζει;

Βγάζει και πόθο, αναστάτωση, ότι μπορεί να είναι η καψούρα.

Υπήρχε η αγάπη στο βλέμμα του καθενός, όχι κάτι το εφήμερο, αλλά μόνιμο και διαχρονικό.

Το βλέπετε καμιά φορά αυτό το βίντεο;

Πως δεν το βλέπω…

Και πως νιώθετε;

Νοσταλγία…Νοσταλγώ, αλλά παραπονεμένη δεν είμαι. Νοσταλγώ χωρίς να μένω πίσω. Κοιτάω από δω και πέρα τι θα κάνω. Νοσταλγώ πράγματα χαραγμένα μέσα μου, που δεν θα σβήσουν ποτέ. Η ζωή προχωράει και πρέπει να κοιτάμε μπροστά, αποφεύγοντας τις πίσω ματιές.

Πιστεύετε πως χάσατε κάποιες ευκαιρίες για μεγαλύτερη καριέρα ενόσω ο Διονυσίου ζούσε;

Ναι, το πιστεύω απόλυτα, αν σας πω πώς έγινε ο πρώτος μου προσωπικός δίσκος. Δεν εκμεταλλεύτηκα ευκαιρίες. Ως παρτενέρ του ξεκίνησα το ’80, ο πρώτος μου δίσκος βγήκε το ’87. Δεν θα μπορούσα να τον έχω κάνει πιο πριν, αφού ήμουν στις επιτυχίες του μέσα;

Αυτό δείχνει πως προσέχατε αρκετά τα βήματα σας και πως δεν ήσασταν τυχάρπαστη.

Θα μπορούσα, όμως, να τον είχα κάνει νωρίτερα το δίσκο. Από πολλά χρόνια πριν ο Στράτος με θεωρούσε έτοιμη για δίσκο, μου έλεγε πως θα μιλήσει του Μάτσα να κάνει ένα προσωπικό άλμπουμ της Μαρίνας Βλαχάκη. Του απαντώ: «Βρε Στράτο, να με επιβάλεις θες;», άκου που πήγαινε το μυαλό μου εμένα! Ήμουν άτομο υπερήφανο! Και τι έκανα; Πήγα και μίλησα κρυφά με τη SONY, άλλη εταιρεία, για να του έκανα έκπληξη. Ήθελα να κινηθώ μόνη μου για να μην του έλεγε κανείς ότι με επέβαλε. Διευθυντής παραγωγής ήταν τότε ο Αντώνης Βαρδής – εννοείται πως εγώ θα την πλήρωνα την παραγωγή.

Αλήθεια, πλήρωναν από τότε οι καλλιτέχνες τους δίσκους τους;

Ναι, γίνονταν κι αυτά! Άνοιξη μιλήσαμε με τον Βαρδή για νά’βγαινε Σεπτέμβριο ο δίσκος μου. Ο χώρος, ξέρετε, είναι μικρός και ο Στράτος το έμαθε, κάποιος του το σφύριξε. Έγινε έξω φρενών! Πηγαίνει κατευθείαν στον παραγωγό του, τον Γιώργο Μακράκη: «Άκου τι έγινε, Γιώργο! Πήγε κρυφά από μένα για να κάνει δίσκο σ’ άλλη εταιρεία»! «Είσαι απαράδεκτη» μού’λεγε εμένα μετά. «Φέρε εδώ την κοπέλα» του είπε ο Μακράκης κι έτσι έκανα τον πρώτο μου προσωπικό δίσκο στη ΜΙΝΟΣ μ’ αυτόν παραγωγό. Έτσι έγινε το «Κράτησε με» κι από κει εγώ βρήκα το δρόμο μου. Πάλι, όμως, θα πω ότι έφταιξα, δεν πιάστηκα από ευκαιρίες.

Πως ήταν η συμπεριφορά των άλλων τραγουδιστριών απέναντι σας;

Όσο ζούσε ο Στράτος, ήταν όλες και όλοι άψογοι. Μετά που «έφυγε» ο Στράτος, άλλαξαν οι συμπεριφορές. Γίνανε πράγματα, δεν θα ήθελα τώρα να εκθέσω ανθρώπους. Μου έκλεισαν και πόρτες και παράθυρα και μπαλκονόπορτες με τρόπο ευγενικό, αλλά μου τις έκλεισαν! Πολύ καλά μου φέρθηκαν οι δημοσιογράφοι, αλλά η αγάπη του κόσμου, η μόνη που δεν άλλαξε, με έκανε να προχωρήσω. Δεν ξέρω αν πρέπει να πω ότι αντιμετώπισα ζήλια ή ανταγωνισμό, σίγουρα όμως βρήκα άρνηση και παράξενη συμπεριφορά. Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ απ’ την ώρα που πέθανε ο Στράτος…


Το οπισθόφυλλο και το εξώφυλλο του άλμπουμ «Κράτησε με» (1987), του πρώτου προσψπικού δίσκου της Μαρίνας Βλαχάκη σε επιμέλεια του Στράτου Διονυσίου
Που και πως σας βρήκε η είδηση του θανάτου του Διονυσίου;

Αυτό είναι μία συγκλονιστική ιστορία! Ο Στράτος «έφυγε» στις 11 Μαΐου του 1990, την ημέρα της πρεμιέρας μου στη Θεσσαλονίκη. Δέκα μέρες πριν, ημέρα Τετάρτη, είχα περάσει από το μαγαζί του. Ήμασταν χωρισμένοι ένα χρόνο πριν, αλλά ήρεμα και πολιτισμένα. Από κοινού πήραμε την απόφαση να χωρίσουμε. Θά’ναι δώρον άδωρον να σας πω την αιτία, γιατί ο άνθρωπος δεν ζει πια για να με επιβεβαιώσει.

«Κυρία» σας βρίσκω.

Στο μαγαζί του Στράτου, λοιπόν, είχαμε πάει μαζί με το φιλαράκι μου, τον συχωρεμένο Γιώργο Σαρρή, και τη γυναίκα του. Τον έβλεπα ότι δεν ήταν καλά…Όχι μόνο η φωνή του, αλλά και η όψη του, έδειχνε καταβεβλημένος. Του λέω «Στράτο, δεν σε βλέπω καλά»…Ήταν 54 μισό…«Μη στενοχωριέσαι, τώρα που θα πάω Αμερική θα κάνω γενικό τσεκ απ και θα τα δω εκεί όλα»…

Πρόσεχε την υγεία του;

Όχι ιδιαίτερα.

Αληθεύουν οι ιστορίες για την έφεση του στις καταχρήσεις;

Όχι!

Το λέτε κατηγορηματικά;

Κατηγορηματικά, αφού εμένα δεν μου έδωσε ποτέ τέτοιο δικαίωμα. Ο Στράτος απλά δεν κοιμόταν πολύ, δεν πρόσεχε τον εαυτό του, δεν ξεκουραζόταν. Όταν ήμασταν μαζί, σημειωτέον, δέκα μέρες το χρόνο αφιέρωνε σε τσεκ απ. Ήταν σαν μωρό, έπρεπε να τον πάρεις απ’ το χέρι και να τον πας στο γιατρό. Φεύγω λοιπόν για Θεσσαλονίκη ημέρα Δευτέρα, αφού θά’χαμε πρόβες για την πρεμιέρα της Παρασκευής, Τετάρτη μιλάμε και εντελώς ξαφνικά την Παρασκευή φεύγει απ’ τη ζωή…

Στο σπίτι του πέθανε ή στο μαγαζί;

Αυτός τα πέντε τελευταία χρόνια της ζωής του έμενε στο ξενοδοχείο «Χανδρής». Βρισκόταν την προηγούμενη στο μαγαζί και τον έπιασε ο πόνος στην «ελιά», που λέμε, κάτω απ’ την κοιλιά. Γύρισε στο ξενοδοχείο και κατά τις 9 το πρωί ο πόνος έγινε φρικτός. Τηλεφώνησε της αμπιγιέζ του, «Ελένη, δεν είμαι καλά, έλα από δω»…Εκείνη άργησε να πάει, αλλά ο πόνος του ήταν τόσο έντονος που είχε καλέσει ήδη γιατρό από τη ρεσεψιόν. Ο γιατρός πάλι του είπε ότι έχει οσφυαλγία και του έδωσε παυσίπονα. Δυστυχώς ο Στράτος είχε ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής, το οποίο έσπασε! Τον έβαλε η αμπιγιέζ σ’ ένα ταξί για να τον πάει στον Ευαγγελισμό που εφημέρευε, αλλά δεν πρόλαβε…Ξεψύχησε μεσ’ στο ταξί έξω απ’ τη Βουλή…(δακρύζει)

Τι ώρα ακριβώς το μάθατε εσείς;

Ακριβώς στη μιάμιση το μεσημέρι. Όλοι το ήξεραν στο ξενοδοχείο και δεν μπορούσε να μου πει κανείς τίποτα. Από ένα τηλεφώνημα, που τους «ξέφυγε», το έμαθα. Δεν πήγα στην πρεμιέρα μου φυσικά…Ήτανε το πιο τραγικό συμβάν στη μέχρι τότε ζωή μου. Τη Δευτέρα ήρθα στην κηδεία στην Αθήνα και μετά ξαναγύρισα Θεσσαλονίκη. Εισέπραξα μεγάλη αγάπη και συγκίνηση από τον κόσμο και τους συναδέλφους. Με είχαν αγκαλιάσει αμέσως η Δούκισσα και ο Γερολυμάτος, αυτό ήταν το σχήμα. Έπρεπε να συνεχίσω μόνη μου με τη γη νά’χει φύγει κάτω απ’ τα πόδια μου.

Ως αισιόδοξο άτομο που είστε.

Έτσι έπρεπε να γίνει. Και συνέχισα…Δυσκολίες πολλές, αγωνίστηκα και ακόμη αγωνίζομαι, αλλά νιώθω ευτυχής που είμαι υγιής ώστε να μπορώ ν’ αγωνίζομαι.

Κάνατε άλλους τρεις δίσκους μετά το θάνατο του Διονυσίου. Ανά πόσα χρόνια;

Έκανα τον τρίτο μου δίσκο το ’91, το ’93 τον τέταρτο και το ’97 έκανα τον πέμπτο και τελευταίο μου δίσκο. Εκεί ήταν που οι απογοητεύσεις με οδήγησαν να πω αρκετές φορές ότι τα παρατάω, παρόλο που λατρεύω τη δουλειά μου! Κοίτα όμως που όποτε το έλεγα αυτό, κάτι καλό θα ακολουθούσε και θα συνέχιζα.

Πείτε μου μερικά σχήματα την περίοδο μετά Στράτου.

Συμμετείχα σε ένα σχήμα στην «Όμορφη Νύχτα» με εμένα και τον Λεωνίδα Βελλή. Είχε κάνει τότε ο Βελλής ένα ντουέτο με την Κατερίνα Κόρου που το λέγαμε μαζί. Μετά δούλεψα με τον Αντύπα κι απ’ τα τέλη του ’90 συνέχισα σε μικρές μουσικές σκηνές.

Άρα δεν σταματήσατε καθόλου το τραγούδι.

Όχι, ποτέ…Διάλεξα ποιοτικούς χώρους στη συνέχεια, πιάνο – μπαρ με ποιοτικό τραγούδι.

Λέτε ποιοτικό τραγούδι, εννοώντας το έντεχνο, που ήταν στην απέναντι απ’ το τραγούδι της πίστας;

Δεν καταλαβαίνω, ρε παιδί μου, τον όρο αυτό. Δηλαδή αυτό που τραγουδούσαμε εμείς, τι ήταν, άτεχνο; Απλά το έντεχνο δεν είναι το μπουζούκι – μπουζούκι. Ο Στράτος έλεγε το «Αποκοιμήθηκα» από μινόρε παράπονο μέχρι το «Πέντε Έλληνες στον Άδη». Ήταν ένας τραγουδιστής ευρείας γκάμας. Εμένα, δε, η φωνή μου, αν εξαιρέσεις τα λαϊκά γυρίσματα, πιο κοντά στο είδος του ποιοτικού ήτανε. Συν τοις άλλοις, άκουγα τα πάντα! Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, τα πάντα. Κοιτάξτε, ένας επαγγελματίας τραγουδιστής πρέπει να τα τραγουδάει όλα.

Ποιος το λέει αυτό;

Μα ο κόσμος έρχεται για όλα τα είδη του τραγουδιού. Εμένα μου έχουν ζητήσει από τα τραγούδια του Στράτου μέχρι το «Δίχτυ» του Ξαρχάκου και το «Είσαι ένα περιστέρι» του Χατζιδάκι. Έτσι λειτουργώ εγώ σ’ αυτούς τους χώρους, λέω τα πάντα. Υπήρχαν άλλοι συνάδελφοι που πήγαινε να τους ακούσει συγκεκριμένος κόσμος και που δεν τους ζητούσε τραγούδια του Χατζιδάκι. Σέβομαι και τον κόσμο κι αυτούς ως διασκεδαστές.

Θα ήθελα να σας ρωτήσω αν ζήσατε λούμπεν καταστάσεις, αλλά τι νόημα έχει; Δίπλα στον Διονυσίου τραγουδήσατε στην αφρόκρεμα των μαγαζιών της νύχτας.

Και πριν τον Στράτο, στα μαγαζιά που ήμουν, δεν έζησα τη «μαύρη νύχτα». Και πάλι τα σέβομαι, απλά σε μένα δεν έτυχε. Από μικρή μπήκα στα καλά, που λένε. Σέβομαι και εκτιμώ όλους τους συναδέλφους μου.

Ακόμη κι αυτούς που σας πλήγωσαν.

Βέβαια! Δεν κρατώ κακία και δεν έχω απωθημένα. Κι αυτοί που με πείραξαν, μπορώ να σας πω ότι υπήρξαν και εποχές που με έκαναν να αποχωρήσω από δουλειές, από σχήματα. Δεν ήταν εύκολη η θέση μου ως γυναίκα μεσ’ στο τραγούδι από’να σημείο και μετά.

Βιώσατε δηλαδή ρατσισμό για τη γυναικεία φύση σας; Μου κάνει εντύπωση.

Έτσι είναι, όμως!

Τα τελευταία χρόνια που είναι έντονη μία θανατολαγνεία, να την πω, έχουν γίνει πολλά αφιερώματα, κυρίως τηλεοπτικά, στον Στράτο. Παράξενο να μην είστε μέσα.

Αυτό καλύτερα να το ρωτήσετε στους ειδήμονες. Να σας ρωτήσω εγώ κάτι άλλο; Αν ο Στράτος ζούσε και του έκαναν αφιέρωμα, ποιαν θα φώναζε πρώτη – πρώτη; Δεν είναι δική μου επιλογή να μην είμαι μέσα και φυσικά τίποτα δεν γίνεται καλοπροαίρετα, μη γελιόμαστε. Πρώτα απ’ όλα δεν σέβονται ότι είμαι ένας άνθρωπος που δουλεύω από παιδάκι, καταφέρνοντας να γράψω μια αξιόλογη ιστορία – νομίζω – στην πορεία μου. Είναι σαν να προσπαθούν να σβήσουν αυτή την ιστορία, γιατί τη φωνή μου απ’ τα τραγούδια του Στράτου δε μπορούν να την αφαιρέσουν. Αν είχαν τη δυνατότητα, θα το έκαναν! Επειδή λοιπόν δε μπορούν να καταργήσουν τη φωνή μου, προσπαθούν να σβήσουν την εικόνα μου! Ούτε αυτό μπορούν να το κάνουν, αν και σ’ ένα μεγάλο ποσοστό τό’χουν πετύχει. Στα αφιερώματα, δεν υπάρχω και δεν γίνεται από καλοσύνη. Εμένα αυτή είναι η δουλειά μου, είναι η ιστορία μου κι απ’ αυτήν επιβιώνω, άρα προσπαθούν να με βλάψουν, να μου κάνουν κακό. Αν σε ένα οποιοδήποτε αφιέρωμα στον Στράτο Διονυσίου απαξιώνουν την, επί μία δεκαετία, παρτενέρ του, προσβάλει τους ίδιους αυτό πρωτίστως και όχι εμένα!

Ας πούμε τίποτα πιο ευχάριστο, για το καινούργιο σας τραγούδι καλύτερα.

Πριν κάνω το «Μια στάλα εσύ», μου έρχονταν τραγούδια, δε μπορώ να πω! Ήθελα όμως να ήταν κάτι δυνατό σαν κι αυτή την ευκαιρία που μου έδωσαν τώρα ο Νίκος Αναγνωστάκης με το ogdoo music. Θα ήθελα να τον ευχαριστήσω, όπως και τον καταξιωμένο στιχουργό Κώστα Μπαλαχούτη και τον νέο καλό συνθέτη, τον Γιάννη Πηλιχό. Μέχρι στιγμής ο Πηλιχός έχει κάνει δύο συνεργασίες, με τον Χρήστο Νικολόπουλο και με μένα. Μεγάλο ρόλο έπαιξε φυσικά η ενορχήστρωση του Χρήστου Παπαδόπουλου. Το «Μια στάλα εσύ» ακούστηκε μέσα στο πολύ πετυχημένο σήριαλ του ALPHA, το «Τατουάζ». Ο αγώνας που κάνουμε με τη συνεργάτιδα μου, την Κατερίνα Πάλλα, είναι μεγάλος.

Είναι η μάνατζερ σας;

Έχει αναλάβει τις δικές μου δημόσιες σχέσεις, αλλά ασχολείται αποκλειστικά μαζί μου και έχει «τρέξει» πάρα πολύ! Πετύχαμε κάποια πράγματα, που τα χρωστάω κυρίως στην Κατερίνα. Τώρα τα ραδιόφωνα τα ξέρετε, δουλεύουν με ψηφιακές λίστες και οι δισκογραφικές φυτοζωούν.

Όταν θα μπει κάποιος στο σπίτι σας, τι θα δει πρώτα απ’ όλα; Χρυσούς δίσκους στους τοίχους μαζί με φωτογραφίες άλλων ένδοξων ημερών;

Χρυσούς δίσκους έχω κάνει μόνο ως συμμετοχή στου Στράτου. Αν μπει κάποιος στο σπίτι μου θα δει σε εμφανές σημείο τους δίσκους μου όλους μαζεμένους. Θα δει και φωτογραφίες, όχι από δω κι από κει, γιατί έχει μίνιμαλ αισθητική ο προσωπικός μου χώρος. Έχω και πολλά φωτογραφικά άλμπουμ που τα ξεφυλλίζω κατά καιρούς και νιώθω μιαν αγαλλίαση. Μου θυμίζουν το «Εσύ έζησες τις καλές εποχές»…

Πως είναι η ζωή σας σήμερα, κυρία Βλαχάκη;

Ζω μόνη μου, αλλά δεν είμαι μόνη μου, αφού έχω πολλούς καλούς φίλους. Δεν ένιωσα ποτέ μόνη! Τον μπαμπά μου τον έχασα νωρίς, το ΄97, νεότατος. Ήταν λατρεμένος κι ακόμη είναι! Η μαμά μου λίγα χρόνια αργότερα, το 2000, στα 78 της, νέα σχετικά κι αυτή. Με τα αδέρφια μου είμαστε λίγο μακριά, αλλά είναι καλά και χαίρομαι.

Θεωρείτε τον εαυτό σας μοναχικό άνθρωπο;

Όχι, καθόλου. Υπάρχουν φορές που θέλω την ησυχία μου, αλλά όπως σας είπα έχω φίλους καλούς που μου συμπαραστέκονται στα όμορφα και στα δύσκολα. Ποτέ δεν έπεσα στην κατάθλιψη, δεν το ένιωσα. Είμαι εκ φύσεως αισιόδοξο άτομο.

Και πάντα να είστε. Σας ευχαριστώ πολύ.

Εγώ ευχαριστώ. Ειλικρινά, πέρασα πολύ όμορφα και ζεστά.

Μαρίνα Βλαχάκη - Μπόσκο (Μάρτιος 2025, στο Παλλάς στην παράσταση για τον Στράτο Διονυσίου)

* Η συνέντευξη με τη Μαρίνα Βλαχάκη πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2019 στο μπαρ «Μυροβόλος» του Μεταξουργείου

** Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr 

*** Η Μαρίνα Βλαχάκη τραγουδάει «Τα τραγούδια που αγαπήσαμε» αυτό το Σάββατο, 13 Σεπτεμβρίου 2025, στο Μπαράκι της Διδότου