Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Πόσο έτοιμη είστε για μία αυθόρμητη συνέντευξη, κυρία Μπεμπεδέλη;

Πόσο έτοιμη είστε για μία αυθόρμητη συνέντευξη, κυρία Μπεμπεδέλη;
Είμαι αυθόρμητη σαν άνθρωπος, σε κάτι που θα ακούσω, θα δω, αντιδρώ άμεσα.
Χωρίς να έχετε δεύτερη σκέψη από πίσω;
Αν έρθει η δεύτερη σκέψη και ειν' αργά να το διορθώσεις (γελάει)...Αν δεν ειν' αργά, όμως, μπορώ να το διαχειριστώ με ένα τρόπο.
Ο παρορμητισμός και το ένστικτο είναι απαραίτητα στοιχεία σε έναν καλλιτέχνη;
Απαραίτητα είναι, αλλά θέλουν πάρα – πάρα πολλή δουλειά για να μπουν σε ένα δρόμο τεχνικής. Ο αυθορμητισμός και το ένστικτο είναι στοιχεία που συχνά σε οδηγούν στην επανάληψη, η οποία τείνει να γίνει μανιέρα, εξ ου και κάθε ρόλος είναι ίδιος. Η δουλειά μας πάντα είναι να γινόμαστε το εκάστοτε θεατρικό πρόσωπο μέσα από τη δική μας υπόσταση. Ο κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει ένστικτο και αυθορμητισμό. Και τα δύο μπορούν να τον οδηγήσουν σε λάθος δρόμο. Άμα ξεκινήσεις χωρίς μυαλό και χωρίς σκέψη...
Τι πιο ωραίο όμως απ' το να μην απωθείται το ένστικτο;
Εκτός σκηνής ας κάνουν ότι θέλουν, όταν όμως επί σκηνής υπηρετούν κάποιο ρόλο, αυτό θέλει μια προσεχτική διαχείρηση.
Πως τα καταφέρνετε εσείς και δεν επαναλαμβάνεστε; Είδα δυο φορές το έργο σε διάστημα δέκα ημερών και παράλληλα είδα και μία άλλη Μπεμπεδέλη, όχι ακριβώς διαφορετική, αλλά όχι και ίδια σίγουρα.
Έχετε δίκιο σ' αυτό, το συζητάμε και με τον Ζαχαρία τον Καρούνη αμέσως μετά από κάθε παράσταση, λέμε ''Απόψε κάναμε κάτι άλλο''. Όταν εδραιωθεί ο ρόλος μέσα σου και ''μπεις'' μεσ' στην παράσταση, ακολουθείς έναν κανόνα, τον κανόνα της μελέτης. Έχεις χτίσει έναν χαρακτήρα και όσο τον ''χωνεύεις'', έχεις την ευχέρεια, χωρίς να βγαίνεις απ' τον άξονα σου, να κάνεις μερικές διαφοροποιήσεις φωνητικές, κινησιολογικές, ακόμη και ερμηνευτικές. Όλο αυτό κάνει τον ηθοποιό να μην πλήττει και να μην επαναλαμβάνεται στο βαθμό του να μηχανοποιηθεί ο ρόλος. Δεν αφήνω ποτέ το ρόλο να γίνει μέσα μου μαγνητόφωνο!
Άρα πρώτα αποσκοπείτε στη δική σας ικανοποίηση και μετά σ' αυτήν του κοινού.
Πάντα, αν κι αυτά τα δύο πάνε μαζί. Η ουσία είναι να ξεκινήσω την παράσταση μου με κέφι και περιέργεια για το τι θα μου προκύψει.
Σας παρατηρούσα να εισέρχεστε στη σκηνή, υποτίθεται κουρασμένη, αλλά η αίσθηση ήταν ότι θα ανέβετε και θα πιάσετε τον θεατή από τα μαλλιά κυριολεκτικά.
Θα σας πω! Η λειτουργία μου η πρώτη είναι αυτή: Αρχίζω να ανεβαίνω και ακούω μουσική, ακούω φωνή. Αυτό με παραπέμπει κάπου. Που; Στην πατρίδα! Κι ενώ ανεβαίνω, κάτι σταματήματα, κάτι αυξομοιώσεις στη φωνή μου, είναι μέσα στο ρόλο, τι να πω; (γελάει) Σταματάω, κοιτάω το τοπίο και ανακαλώ τη μνήμη μου.
Πόσο εύκολο είναι να σκηνοθετηθείτε με την τόση εμπειρία σας;
Δεν είναι δύσκολο, γιατί δεν είμαι δύσκολος άνθρωπος. Δεν πάω ποτέ στην πρόβα, στην ανάγνωση, ''έτοιμη''. Φυσικά και έχω μιαν άποψη, έχοντας διαβάσει το έργο, όμως το πρώτο πράγμα είναι ν' ακούσω τι θα πει ο σκηνοθέτης. Εάν συμπίπτουμε, θά'ναι ευχής έργον. Εάν δε συμπίπτουμε, θα τα βρούμε. Ή θα τον πείσω ή θα με πείσει. Το θέμα είναι ποιο είναι το πιο σωστό, το δικό του ή το δικό μου. Στην πορεία θα φανεί ποιανού ήταν το σωστό.
Σας έχει τύχει να μην είναι σωστό το δικό σας;
Ναι, ναι, γιατί δεν το είχα σκεφτεί σε βάθος τόσο, όσο ο σκηνοθέτης μου.
Κι εκεί τι κάνατε, το αλλάξατε;
Το άλλαξα και το έκανα όπως τό'θελε ο σκηνοθέτης. Μιλώντας για την πρόβα πάντα, έτσι; Το στάδιο των δοκιμών. Ακόμα και τώρα που έχουμε δώσει τόσες παραστάσεις, λέω ''Για σιγά! Γιατί μέχρι τώρα αυτό το λέω έτσι; Αφού υπάρχει κι αυτό το στοιχείο μέσα''. Έτσι, μπαίνει μια καινούργια συμπεριφορά.
Να πάμε στο ξεκίνημα σας, 1962, το ''Τραγούδι του νεκρού αδερφού'', Λαϊκό Θέατρο Πέλλου Κατσέλη. Τι θυμάστε από εκείνες τις μέρες;
Ήταν η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά. Τελείωνα τη σχολή του Πέλλου Κατσέλη, δίναμε εξετάσεις για το δίπλωμα και ο Κατσέλης σκηνοθετούσε. Πήρε εμένα μαζί με άλλους δύο συμμαθητές μου στη διανομή, τη Μπέττυ Αρβανίτη και τον Μάκη Πανώριο. Αντιλαμβάνεστε ότι όταν έχω τον Μάνο Κατράκη μπροστά μου, τη Βέρα Ζαβιτσιάνου, τον Μίκη – Χριστέ μου! –, τον δάσκαλο μου που πια είναι σκηνοθέτης μου και όλους τους άλλους συντελεστές, τη Λούλα Ιωαννίδου και τον Νίκο Ξανθόπουλο, έναν παλιό ζεν πρεμιέ...
Ποιον; Τον Ξανθόπουλο των ''μελό για όλη την οικογένεια'';
Ναι, αυτός (χαμογελάει). Τη Ζουζού Νικολούδη, επίσης, που χορογραφούσε και χόρευε κάθε βράδυ στη σκηνή το ''Δυο γιούς είχες, μανούλα μου''. Μπροστά, λοιπόν, σε όλα αυτά τα ιερά πρόσωπα, τι μπορεί να κάνει ένα νέο παιδί, ένας νέος άνθρωπος που πατάει πρώτη φορά πόδι στη σκηνή; Μένει άλαλος και ακούει. Μόνο! Είτε τον σκηνοθέτη, είτε τον Κατράκη όπως έπαιζε εκείνον τον γέροντα.
Ήταν ταραγμένη πολιτικά εκείνη η περίοδος...
Εγώ, αγαπητέ, εκείνο που θυμάμαι ήταν να κατεβαίνουν σε διαδήλωση οι οικοδόμοι – προσέξτε, οι οικοδόμοι – και έτρεμε το σύμπαν! Και όταν ο Μίκης Θεοδωράκης έδινε συναυλίες με τον ''Επιτάφιο'', τις ''Μικρές Κυκλάδες'' και τους ''Λιποτάκτες'', γέμιζε το θέατρο Κεντρικόν από νέους ανθρώπους, φοιτητές, που τραγουδούσαν αυτά τα τραγούδια. Εκεί βγήκαν τότε και με τα δικά τους μεγάλα ελληνικά τραγούδια ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, τέτοιοι συνθέτες.
Θα σας ήταν άγνωστος, να υποθέσω, ο κόσμος της δισκογραφίας. Σας πηγαίνω, αν καταλάβατε, στη μέρα που γράψατε το ''Κοιμήσου, αγγελούδι μου'' στο στούντιο.
Ω, ναι, αλλά θα σας πω εγώ κάτι άλλο! Όταν κάναμε πρόβες, ακόμα δεν είχαμε πάρει το δίπλωμα. Ετοιμαζόμουν να πάρω την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, ωστόσο οι πρόβες για το τραγούδι γίνονταν επί σκηνής με ζωντανή ορχήστρα: Τα δυο μπουζούκια, Καρνέζης – Παπαδόπουλος, ο Διδήλης στο πιάνο, ένας κιθαρίστας ακόμα. Ένα πρωί κάναμε στη σχολή μάθημα προ εξετάσεων και μπαίνει μέσα ο Γραμματέας, ένας Λευκορώσος ήτανε, που λέει: ''Ντέσποινα, τηλέφωνο!'' Εγώ κοκάλωσα, μπροστά στον δάσκαλο μου, λέει ''τηλέφωνο'' ο άλλος. ''Ποιος είναι;'' έκανε εκνευρισμένος ο Κατσέλης και μετά: ''Άντε, πήγαινε''. Είναι ο Μίκης στο τηλέφωνο από το στούντιο! ''Μπορείς να έρθεις να πεις το τραγούδι;'' με ρωτάει, ''έχω εδώ τον Μπιθικώτση και μόλις γράψαμε τα Περβόλια''. Τι να πω εγώ τώρα; Μπαίνω στην τάξη, λέω ''Κύριε Κατσέλη, αυτό κι αυτό μού'πε ο κύριος Θεοδωράκης''... ''Άντε, λοιπόν, πήγαινε'' μου κάνει, έτσι, με την πρώτη. Και πήγα και το γράψαμε πρίμα βίστα, αν και τό'χα μάθει καλά απ' τις πρόβες.
Ήταν κι ο Βίρβος στο στούντιο;
Όχι, δεν ήταν, δεν τον γνώρισα ποτέ. Τον είδα μια φορά σε μια τηλεοπτική συνέντευξη και θυμάμαι ότι αναφερόταν σε μένα και στην ερμηνεία μου. Η εκπομπή αυτή ξαναπαίχτηκε μετά το θάνατο του. Ήταν πολύ συγκινητικό για μένα.
Τουλάχιστον ο Βίρβος έφυγε πλήρης ημερών και με τιμές.
Έτσι. Όπως του άξιζε!
Άλλη επαφή με το τραγούδι είχατε;
Ο Μίκης ήθελε να με κρατήσει στις συναυλίες του, αλλά εγώ είχα μπει στο Θέατρο Τέχνης. Όταν έμαθε ο κύριος Κουν ότι τραγουδώ, με έβαλε στο δύστρατο, μου λέει '''Η Θέατρο Τέχνης ή τραγούδι''...Και είπα Θέατρο Τέχνης!
Μου κάνει εντύπωση που λέτε ''ο κύριος Κουν''.
Δε μπορώ να εκφραστώ αλλιώς για τους μεγάλους δασκάλους.
Το ότι είστε παρορμητική εξηγείται και από το ότι εγκαταλείψατε την Ελλάδα για την Κύπρο πάνω στο πικ σας, θα λέγαμε.
Ε μα ναι, γιατί στο μεταξύ είχα παντρευτεί τον Κύπριο ηθοποιό Στέλιο Καυκαρίδη. Δεν ήμασταν συμμαθητές, αλλά συνάδελφοι, γνωριστήκαμε στο Θέατρο Τέχνης και εντάξει...(γελάει).
Ο Κουν δε συμπαθούσε τα ζευγαρώματα μεταξύ των μαθητών του.
Τά'χω ξαναπεί, τα συμπαθούσε – δεν τα συμπαθούσε, ο έρωτας μπαίνει έτσι, χτυπάει. Όχι, όμως, δε μπορώ να πω τίποτα, μετά καμάρωνε.
Συνεχίσατε να έχετε σχέσεις;
Βέβαια, όταν ερχόμασταν από την Κύπρο στην Αθήνα, η πρώτη επίσκεψη που κάναμε με τον Στέλιο ήταν να κατέβουμε στο υπόγειο να δούμε τον δάσκαλο. Εκεί ήταν ακόμη και δημιουργούσαν ο Χατζημάρκος, ο Μίμης...Μετά χάθηκαν ένας – ένας...
Παραμένετε ερωτευμένη, κυρία Μπεμπεδέλη;
Πενήντα χρόνια γάμος, ε; Αν δεν ήμουν ερωτευμένη, θα τον άφηνα ή θα με άφηνε.
Ο έρωτας με τα χρόνια χάνεται και γίνεται φιλία.
Ο έρωτας είναι έρωτας και μετά έρχεται ο έρωτας και η αγάπη μαζί, μετά η αγάπη, μετά η συντροφικότητα, μετά όλα μαζί, αλλά το καθένα με τη δόση του. Η κάθε δόση έχει την αξία της για να στηρίξει την κοινή ζωή και τη σχέση.
Τι θα λέγατε αν ακούγατε από μένα ότι εκπέμπετε θηλυκότητα έντονη και ερωτισμό στην ηλικία που είστε;
Ο Χριστός κι η Παναγία (ξεκαρδίζεται)
Μη γελάτε καθόλου! Χθες καθόμουν στον εξώστη και την ώρα που λέγατε χαδιάρικα ''Γιώργο μουουου'', γυρνάει ένας τύπος και κάνει στη γυναίκα του: ''Άκου την άτιμη πως το λέει!'', οπότε του απαντάει αυτή: ''Εγώ δε σ'το λέω έτσι;''
(ξεκαρδισμένη) Δεν το ξέρω αν με χαρακτηρίζει το στοιχείο του ερωτισμού, τι να σας πω...
Σας εκπλήσσει;
Πάρα, μα πάρα πολύ!
Σχεδόν ντρέπεστε. Τόση συστολή πια;
Όχι, απλά μέσα στο έργο, τόσο στο σημείο που λέτε, όσο και σε άλλες φάσεις στην πορεία της ιστορίας της Φιλιώς, οι άνθρωποι έχουν εκφραστεί, ρωτώντας με πόσες φωνές έχω! Ή και πόσες ηλικίες έχω!
Το καταλαβαίνω. Στο σημείο που κάνετε τη Φιλιώ σε παιδική ηλικία, αν κλείσεις τα μάτια, φαντάζεσαι ένα κοριτσάκι μικρό να μιλάει.
Ας πούμε ότι είναι φυσικό χάρισμα αυτό, αλλά ας πούμε και ότι δουλεύτηκε πάρα πολύ, γιατί εγώ όταν ήμουν πιτσιρίκα, ήμουν υψίφωνη. Μετά στη διάρκεια των σπουδών υπήρχε ένα πολύ σκληρό μάθημα, που οι σπουδαστές γενικώς το απεχθάνονταν: Το μάθημα της ορθοφωνίας και της τοποθέτησης της φωνής και της γκάμας της φωνής. Σκληρή άσκηση για να αποκτήσεις αυτόν τον φωνητικό και αναπνευστικό εξοπλισμό. Αυτά όλα, λοιπόν, τα δούλεψα και όχι ότι σ' αφήνουν ποτέ, αλλά πάντα κάνω προθέρμανση. Ακόμα κι εδώ με τον Ζαχαρία, όταν ήταν και η κυρία Κεφαλά, νόμιζες ότι ήταν Ωδείον πίσω (γελάει).
Ποια η σχέση σας με τη Σμύρνη;
Η σχέση μου με τη Σμύρνη ξεκινάει απ' τη Νέα Σμύρνη που γεννήθηκα και τους μικρασιάτες που ήρθα σε επαφή. Όλες οι οδοί στο προάστιο αυτό θύμιζαν πόλεις, ονόματα και γεγονότα της Μικράς Ασίας. Εγώ ας πούμε έμενα στην Ελευθερίου Βενιζέλου. Ως παιδί έβλεπα, χωρίς να μπορώ να το αιτιολογήσω, τη διαφορά εκείνων των Ελλήνων από των ντόπιων Ελλήνων. Χωρίς να είναι μορφωμένοι οι άνθρωποι αυτοί, είχανε ένα άλλο μυαλό, μιαν άλλη σκέψη, μια καλλιέργεια περίεργη, άγνωστη σε μένα. Στα οκτώ μου άκουσα πρώτη φορά από το στόμα Μικρασιατών – τι περίεργο πράγμα – να απαγγέλουν Καβάφη. Είχαν έντονο μέσα τους το συναίσθημα της αλληλεγγύης και της προσφοράς. Οι δικοί μας άνθρωποι ήτανε ρημαγμένοι, γιατί είχαν υποστεί και τον Εμφύλιο. Και θα σας πω κάτι τώρα που δείχνει την εξοικείωση με το θάνατο: Εγώ είχα φίλες, κοριτσάκια, τη Φανή και τη Λιωλιώ, που πέθαναν από φυματίωση. Ένα αγόρι, ο Βαγγελάκης, έσκασε χειροβομβίδα μέσα στο χωράφι και του κόπηκαν τα χεράκια του. Δυσάρεστα πράγματα, καθώς το κλάμα συνεχίστηκε και μετά τον Εμφύλιο.
Περάσατε και τη δικτατορία της 21ης Απριλίου.
Ναι, του '67, αλλά το '68, ένα χρόνο μετά, έφυγα για την Κύπρο.
Όπου ζήσατε μιαν άλλη τραγωδία, αυτήν της τουρκικής εισβολής.
Ναι, πράγματι. Κάναμε πρεμιέρα Σάββατο στη Σχολή Τυφλών το ''Παραμύθι χωρίς όνομα'' του Καμπανέλλη. Θα παίζαμε και Κυριακή, Δευτέρα αργία και μετά από Τρίτη πάλι. Δευτέρα πρωί έχουμε πρόγραμμα να φύγουμε απ' το σπίτι με τον άντρα μου και τα δυο μου παιδιά. Χρώσταγε κάτι γυρίσματα σε μία ταινία ο άντρας μου και θα τον συνοδεύαμε κι εμείς. Το πραξικόπημα μας βρήκε καθ'οδόν! Στις 8.30 το πρωί περνάγαμε από το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, ολοκαίνουργιο, του κουτιού ήτανε, κι εκεί έγιναν όλα. Θέλετε να σας πω πώς;
Φυσικά, συνεχίστε!
Μπροστά ήταν ένα μάζντα μπλε και μπροστά του ένα φορτηγό. Λέει ο άντρας μου ''Θά'χει έρθει κάνας Καλαμαράς διοικητής μάλλον και τον πάνε στο παραπλεύρως στρατόπεδο''. Στρίβει το φορτηγό στην πύλη του στρατώνα, το μάζντα λοξοδρομεί και εμείς δεν έχουμε κάνει ούτε εκατό μέτρα και ακούμε πυροβολισμούς. Πιστολίδι άγριο. Κατέβηκαν από μέσα στρατιώτες, μπήκαν στον στρατώνα και τον ρήμαξαν. Δευτέρα έγινε λοιπόν το πραξικόπημα. Εμείς χαθήκαμε στα χωράφια, μείναμε λίγες μέρες στο χωριό και δε μπορούσαμε να γυρίσουμε στη Λευκωσία, αφού καιγόντουσαν τα πάντα γύρω μας. Πουθενά δε μπορούσαμε να πάμε, το αυτοκίνητο μας είχε γίνει διάτρητο από τις σφαίρες κι είχαμε πάει να κρυφτούμε σε κάτι συγγενείς εκεί. Ο Πενταδάχτυλος καιγόταν...Γυρίσαμε σπίτι κακήν – κακώς, εισερχόμενοι πια σε μία δικτατορία. Περνάνε οι μέρες και φτάνουμε στο Σάββατο. Κοιμόμαστε. Νύχτα. Τα μωρά μου στο δωμάτιο τους, εμείς στο δικό μας. Ξαφνικά ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούγεται. Πετάγεται ο άντρας μου επάνω και λέει: ''Εισβολή''! Να, σας ορκίζομαι (κάνει τον σταυρό της)! Μεσ' στο σκοτάδι, ούτε φως είχαμε ανάψει. Λέω ''Τι εισβολή, τι εισβολή;'' Μου κάνει ''Τρέχα ξύπνα τα παιδιά και βάλτα στο διάδρομο''. Μπαίνουμε μέσα, αρπάζω εγώ τον γιο μου, εκείνος την κόρη μας και τα βάζουμε στο διάδρομο. Ανοίγει το παράθυρο ο Στέλιος και βλέπει αλεξιπτωτιστές! Γυρνάει και μου λέει, δε θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου: ''Δέσποινα, χωρίζουνε την Κύπρο στα δυό'' (κλαίει). Εκείνη την ώρα που πατήσαμε το κουμπί για να ανοίξει το ραδιόφωνο, ανακοινωνόταν η επιστράτευση. Η μικρή έκλαιγε και μου λέει ο Στέλιος: ''Ετοίμασε μου τα χαρτιά μου''...Τά'χασα εκείνη την ώρα, του κάνω ''ποια χαρτιά;'' Έκλαιγαν τα μωρά, από πάνω μας περνούσαν σβουρηχτά τα αεροπλάνα. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι έκαναν λάθος (φωνάζει) και αντί να χτυπήσουν το ΡΙΚ, χτυπήσαν το φρενοκομείο!
Με τους ασθενείς μέσα;
Με όλους! (φωνάζει) Πρώτα χτύπησαν το φρενοκομείο και μετά τον ραδιοσταθμό! Με πήρε ο άντρας μου, ετοίμασα κρέμες, γάλατα, φασκιές και με πήγε δίπλα στης αδερφής του. Έφυγε...Επιστράτευση...Δε μπορώ να το πιστέψω, σας λέω αλήθεια, νομίζω ότι το ξαναζώ τώρα (κλαίει)
Συγγνώμη, αλλά ποια ''Φιλιώ Χαϊδεμένου''; Εδώ έχουμε τον μονόλογο ''Δέσποινα Μπεμπεδέλη''...
Μα ξέρετε πόσα πολλά κοινά στοιχεία έχουν οι ζωές μας; Πάρα πολλά! Ξέρετε τι τράβηξαν αυτοί οι άνθρωποι εκεί; Εγώ θεωρώ τους εαυτούς μας, μαζί με όλη την οικογένεια, πάρα πολύ τυχερούς, γιατί δεν είχαμε ούτε νεκρούς, ούτε αγνοούμενους, ούτε προσφυγιά, τίποτα...Η μόνη λαχτάρα ήταν ένα βράδυ που καθόμουν μόνη σπίτι με το τηλέφωνο δίπλα μου μπας και χτυπήσει κι έχω καμιά είδηση. Είχα τα μωρά στο παρκάκι τους μέσα. Ξαφνικά άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι φίλοι, συνάδελφοι και συγγενείς. Μου λέει ο συχωρεμένος ο κουνιάδος μου: ''Τι είναι αυτή η βίζιτα τώρα εδώ πέρα;'' ''Ε, θα ήρθαν να μου συμπαρασταθούν'' απαντάω ''που ο άντρας μου είναι στον πόλεμο''. Άλλος όμως ερχόταν με ρύζι, άλλος με μακαρόνια, περίεργα πράγματα. Κάποια στιγμή έρχεται ένας συνάδελφος, καλή του ώρα, με ένα φάκελλο. ''Κράτα τα αυτά, Δέσποινα, μπορεί να χρειαστούν...'' ''Τι είναι, βρε;'' του κάνω και ανοίγω και βλέπω λεφτά. ''Μπορεί να σου χρειαστούν'' μου λέει...Καμιά φορά δεν κουνάει το μυαλό μου, ίσως βλέπεις από αυτοπροστασία...(ανάβει τσιγάρο) Ξέρετε γιατί είχαν έρθει όλοι αυτοί;
Νομίζοντας πως είχε σκοτωθεί ο σύζυγος σας!
Ναι, είχε βγει φήμη ότι είχε σκοτωθεί ο Στέλιος και τον ψάχνανε στα νοσοκομεία και στους Ερυθρούς Σταυρούς κι όταν πια βεβαιώθηκαν ότι δεν ήταν νεκρός, τότε μου το είπανε!
Πότε ξαναμπήκε σε μια σειρά η ζωή σας, κυρία Μπεμπεδέλη;
Αυτό έγινε 20 Ιουλίου, ακολούθησε μια εκεχειρία και στις 14 Αυγούστου μπήκαν εν θριάμβω οι Τούρκοι στην άδεια Αμμόχωστο. Ένα μήνα μετά, στις 15 Σεπτεμβρίου, είχαμε ήδη μαζευτεί όλος ο θίασος του Θ.Ο.Κ., έχοντας ετοιμάσει δύο έργα, τους ''Όμηρους'' του Λουκή Ακρίτα και ένα κυπριακό, το ''Νερό του Δρόπη'' ενός πολύ σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα, του Πασιαρδή. Μ' αυτά τα δύο έργα, αγαπητέ, κάναμε μία πολύ μεγάλη περιοδεία στην Ελλάδα, από την Καβάλα μέχρι την Κρήτη, και όσα λεφτά μαζεύτηκαν ήταν η προσφορά ημών και του Θ.Ο.Κ. στο ταμείο για τους πρόσφυγες. Από κει και πέρα ολόκληρη η Κύπρος άδειασε από άντρες. Φύγαν όλοι στα Αραβικά Εμιράτα για να δουλέψουνε, αφήνοντας πίσω χήρες και ορφανά με τους παππούδες.
Σήμερα, ζώντας μόνιμα εκεί, πως τη βλέπετε την Κύπρο;
Έχω δύο πατρίδες, η μία είναι ο γενέθλιος τόπος μου και η άλλη η Κύπρος, ο τόπος μου. Έχετε έρθει εσείς;
Έρχομαι τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο την τελευταία δεκαετία. Συμμετέχω ως εισηγητής στο Φεστιβάλ Εικόνες και Όψεις Εναλλακτικού Κινηματογράφου της Λευκωσίας.
Αλήθεια; (λάμπει το πρόσωπο της) Εγώ, με συγχωρείτε κιόλας, αλλά τον κινηματογράφο δεν τον συμπαθώ καθόλου. Μ' αρέσει να βλέπω, η διαδικασία του σινεμά δεν μου κολλάει σαν ιδιοσυγκρασία. Έχω κάνει σινεμά...
Δέσποινα Μπεμπεδέλη - Bruno Ganz στο ''Μία αιωνιότητα και μια μέρα'' (1998) του Θόδωρου Αγγελόπουλου
Πείτε μου μερικές ταινίες που έχετε παίξει.
Εντάξει, έπαιξα στο ''Μια αιωνιότητα και μια μέρα'' του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Συγγνώμη εγώ τώρα, αλλά λίγο είναι νά'χετε παίξει στον μοναδικό ελληνικό Χρυσό Φοίνικα των Κανών;
(γελάει) Έχω κάνει και μια ταινία με τον Καζάκο, του Παπαγιαννίδη. Και μιαν άλλη με τη Μαίρη Χρονοπούλου και πάρα πολλούς, ηθοποιούς και τραγουδιστές.
Το ''Προς την Ελευθερία'' του Χάρη Παπαδόπουλου!
Αυτό! Μπράβο, ευτυχώς που το θυμηθήκατε!
Μα έγραψε για σας δημόσια πολύ ωραία πράγματα.
Μάνα μου! Φχαριστώ τον!
Μιλάτε και τα κυπριακά, βλέπω.
Ναι, μου φεύγει. Ε, τόσα χρόνια πια στην Κύπρο! Ίσως είμαι απ' τις λίγες Καλαμαρούδες που έχουν μάθει τα κυπριακά!
Στην Κύπρο, πάλι, επελαύνει η ακροδεξιά, όπως και σε όλη την Ευρώπη.
Βεβαίως, είναι το ΕΛΑΜ, μαύρη κηλίδα στην Κύπρο!
Τα γράφουμε αυτά;
Αστείο πράγμα, σιγά! Ας πάνε να μου κάψουν το σπίτι (γελάει) Κοιτάξτε, από δω προέκυψε το ΕΛΑΜ, από τη Χρυσή Αυγή, και από δω κατευθύνονται κιόλας. Αποτελούν όμως μειονότητα εκεί, δεν είναι σαν εδώ και ούτε τους δέχονται εύκολα οι Κύπριοι.
Να σας πω έναν διάλογο που παρακολούθησα έξω από το θέατρο, στο διάλειμμα, την ώρα που εσείς μέσα παίζατε; Εκείνη την ώρα η Χρυσή Αυγή έκανε πορεία στη Μεσογείων για τα Ίμια. Μία γυναίκα, σαφώς εθνικίστρια, διαφωνούσε με έναν αριστερό θεατή. Του έλεγε γιατί δεν κάνουν κι οι άλλοι πορεία για τα Ίμια και τα καρπώνεται η Χρυσή Αυγή, ενώ εκείνος αποφαινόταν σνομπ απέναντι στο γεγονός των Ιμίων καθ'αυτό. Να σας πω την αλήθεια, αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν που ήρθα να δω μια παράσταση και έβλεπα τη διαφωνία ενός δεξιού κι ενός αριστερού εν έτει 2017.
Καταλαβαίνω...Ενώ μέσα παιζόταν ένα έργο που αφορούσε πάρα πολύ την Ελλάδα ολόκληρη και που βγαίνοντας ο κάθε ακροατής πρέπει να κουβαλήσει κάτι, τη δική του αλήθεια της ιστορίας. Η Φιλιώ αφηγείται την αλήθεια της καταστροφής και το λέει κι η ίδια! Ότι βγάζω από το στόμα μου, να ξέρετε, είναι της Φιλιώς λόγια. Λέει ''Πρέπει να λέμε την αλήθεια, με τα καλά και τα άσχημα της''. Κι ένα βράδυ ήρθε κάποιος κύριος κι έκανε παρατήρηση στον Καρούνη ότι τάχα οι Έλληνες δεν έκαναν βιαιοπραγίες κατά των Τούρκων!
Θεώρησε δηλαδή ότι σας έβαλαν κάποιοι λόγια στο στόμα σας που δεν ήταν αληθινά;
Ναι, ναι, αυτό. Τον αποστόμωσε όμως μια χαρά ο Καρούνης.
Αισθάνεστε ότι παίζετε σε μία πολιτική παράσταση;
Βέβαια. Το θέατρο έτσι κι αλλιώς είναι πολιτική πράξη, ότι και να παίξεις. Τη Φιλιώ ο Θεός μου την έστειλε, είμαι πεπεισμένη γι' αυτό. Θέλετε να σας πω κι άλλη μια ιστορία;
Σας ακούω!
Είχαμε κάνει την πρεμιέρα και ένα βράδυ ξανάρθαν εδώ τα παιδιά της και τα εγγόνια της. Μου λέει ο εγγονός της: ''Κυρία Μπεμπεδέλη, αυτό είναι για σας''. Ένα νάιλον τσαντάκι ήτανε και μέσα είχε ένα βιβλίο. ''Το βιβλίο της Φιλιώς'' μου λέει, ''Αα'', κάνω, ''η καινούργια έκδοση, φαντάζομαι'', μου απαντάει ''Όχι, η παλιά''. Και μετά: ''Το ανοίγετε, σας παρακαλώ;'' Βλέπω με τα γραμματάκια της Φιλιώς: ''Με πολλή αγάπη, Φιλιώ Χαϊδεμένου – Σιδερή''. Τι είχε γίνει; Όταν πρωτοβγήκε το βιβλίο της, η γιαγιά υπέγραφε ''στον Μήτσο'', ''στον Γιώργο'', ''στη Μαρία'' κλπ. Σε ένα δεν είχε βάλει όνομα. Είπε στα παιδιά της: ''Εδώ δε θα βάλω όνομα. Θα το δώσετε όπου θέλετε εσείς''! Γι' αυτό σας λέω, ο Θεός μου την έστειλε!
Πιστεύετε στο Θεό, κυρία Μπεμπεδέλη; Κάνατε και το σταυρό σας πριν.
Κοιτάξτε, μεγάλωσα μεσ' στην εκκλησία. Ο πατέρας μου ήταν ψάλτης. Είμαι θρήσκα, αλλά δεν πάω συχνά στην εκκλησία. Επικοινωνώ και προσεύχομαι με τον τρόπο μου.
Έναν άθεο θα τον καταλαβαίνατε;
Ναι, τον καταλαβαίνω. Πολύ. Εκείνος μου λέει: ''Εγώ άμα πεθάνω θα γίνω πετρέλαιο''. Κι εγώ του λέω: ''Εγώ όταν πεθάνω η ψυχούλα μου θα πάει να βρει τη μάνα μου''. Δε δικαιούμαι κι εγώ να το πιστεύω αυτό; Εσύ πίστευε ότι θες! Χους θα γίνεις κι εσύ (γέλια)
Είναι κι ο μόνιμος φόβος απέναντι στο θάνατο.
Τον σκέφτομαι το θάνατο τώρα τελευταία. Σκέφτομαι απλώς ότι μεγάλωσα και ότι τα χρόνια μου είναι λίγα. Παλιότερα έλεγα ''θα φύγω στα 82 μου, όπως η μάνα μου'', αλλά τώρα με τη Φιλιώ λέω ''θα φύγω στα 107''! (γέλια) Έχω την ευλογία και της Φιλιώς τώρα, σίγουρα την έχω. Στενοχωριέμαι όμως, η ζωή όσο να πεις φεύγει πολύ γρήγορα, πάρα πολύ γρήγορα. Άμα βλέπω τα παιδιά μου, λέω ''χθες τα μεγάλωσα, χθες τα ντάντεψα, όλα γίνανε χθες''.
Ίσως αν ήμασταν ολομόναχοι ο καθένας μας στον κόσμο αυτό να μην σκεφτόμασταν τόσο έντονα το θάνατο.
Μέσα μου έχω ένα δίλημμα. Όταν πεθάνω θα πονέσουν πάρα πολύ τα παιδιά μου, αλλά έτσι πρέπει να γίνει.
Να βιώσουν το πένθος, εννοείτε.
Ε, βέβαια! Όχι το ανάποδο. Είναι η ροή της ζωής. Θα γίνει ότι υπαγορεύει η φύση, αλλιώς δεν πάει τίποτα άλλο στο μυαλό μου. Από κει και πέρα, ότι άλλο προλάβω... (χαμογελάει)
Έχετε πραγματα ακόμη. Στην Κύπρο παίζετε.
Δεν παίζω συχνά από το 1996 που έφυγα από τον Θ.Ο.Κ. Είχα έρθει εδώ με άδεια άνευ αποδοχών και έπαιζα στο ''Χάρολντ και Μοντ'' στο Αλάμπρα. Πήγε για δεύτερη σαιζόν, εγώ ζήτησα πάλι άδεια άνευ αποδοχών, αλλά εκεί μου βάλανε μια τρικλοποδιά που δε θα μπορούσα να φανταστώ, ως υγιής νους που λέω ότι είμαι, και με απέλυσαν!
Τι κάνετε όταν σας αδικούν;
Να σας πω κάτι; Όσες φορές με αδικήσανε, μου βγήκε σε καλό. Με διώξανε; Ήρθα εδώ. Και όταν ξαναπήγα Κύπρο, κάναμε ένα θέατρο, βάζοντας το κεφάλι μας στο ντορβά. Χρεωθήκαμε, αλλά έτσι γίνονται οι δουλειές και τα όνειρα, εξ ου και τώρα πια δεν δουλεύω πολύ συχνά. Κάνω ότι μ' αρέσει στην Κύπρο, σκηνοθετώ, παίζω, αλλά εκείνο που με θέλγει είναι η διδασκαλία στη σχολή.
Στην Κύπρο σας αποκαλούν και Μπεμπέ.
(γελάει) Χάριν συντομίας. Αφού κι εγώ, όποτε στέλνω μηνύματα, Μπεμπέ υπογράφω και καταλαβαίνουν.
Δέσποινα Μπεμπεδέλη - Θανάσης Βέγγος στη σειρά των Κάκιας Ιγερινού - Γιάννη Λαπατά ''Καθρέφτη - καθρεφτάκι μου'' (2006 - 2007) για τον ΑΝΤ1
Πείτε μου κάτι τώρα μην τό'χω απορία, γιατί δεν σας αρέσει ο κινηματογράφος;
Γιατί δεν έχω την εποπτεία. Όταν είμαστε στη σκηνή τους βλέπεις όλους. Στον κινηματογράφο, χωρίς να ξέρω τι κάνουν οι μεγάλοι σταρ και πως επιβάλλονται στο σκηνοθέτη, εγώ που δεν είμαι απόλυτη, δε μπορώ να είμαι μόνο αντικείμενο στα μάτια και στα χέρια του σκηνοθέτη. Να είμαι μέσα σ' ένα κουτί και να υπάρχω από δω και πάνω ή από δω και κάτω, μέσα στο πλάνο δηλαδή. Στο θέατρο είσαι ολόκληρος, χέρια, πόδια, ακινησία.
Απ' την άλλη έχετε κάνει και τηλεόραση, μέχρι και στις ''Επτά θανάσιμες πεθερές'' είχατε παίξει.
(γελάει) Εκεί μπήκα γιατί ήξερα έναν Κωνσταντινουπολίτη παραγωγό, έκανα την καλή πεθερά. Έχω κάνει όμως καταπληκτικές δουλειές στην τηλεόραση με μια κορυφαία σεναριογράφο, την Κάκια Ιγερινού. Δεν υποτιμώ τους άλλους, αλλά όσα έπαιξα της Κάκιας, στον ''Βίο ανθόσπαρτο'' και στο ''Περί ανέμων και υδάτων'', τα θεωρώ εξαιρετικές δουλειές.
Και δεν αισθάνεστε περιχαρακωμένη στην τηλεόραση και αισθάνεστε στον κινηματογράφο; Με εκπλήσσετε.
Ήταν εξαιρετικά τα σενάρια, δε χρειαζόταν να αλλάξουμε ούτε μία φράση, ενώ με διαολίζει να πιάνω ένα κείμενο και να προσπαθώ να το πω στην ελληνική γλώσσα και όχι σ' αυτήν που εν τέλει μας έχει απομείνει. Και στην Κύπρο έχω κάνει καλά τηλεοπτικά πράγματα. Και να σας πω και κάτι; Μπήκα πολύ αργά στην τηλεόραση, δε βγήκα απ' τη σχολή για να γίνω σταρ. Πρωτόκανα τηλεόραση το 1998, είχα βγει το '62 όμως στο θέατρο. Δε μπορούσε να μου κάνει κακό εμένα η τηλεόραση, δεν αλλοιώθηκε δηλαδή η υποκριτική μου από την τηλεόραση.
Πως είναι κάθε βράδυ για έναν ηθοποιό να τον αποθεώνουν όρθιοι οι θεατές;
Πως να σας το πω, τελειώνει η παράσταση κι είμαστε όλοι λιωμένοι απ' τη χαρά μας. Κάθε βράδυ. Είναι καταπληκτικό! Είμαστε δεμένη ομάδα και το παρατηρούσαμε απ' τις πρόβες. Δεν ερχόμασταν για να κάνουμε απλά πρόβα ένα θεατρικό έργο, αλλά συμμετείχαμε σε μια λειτουργία. Όλοι μας είχαμε σεβασμό γι' αυτή τη γυναίκα, τη Φιλιώ, αυτό το τόσο δα γριουλάκι που τελικά ήταν παλίκαρος. Κανένα παράπονο, καμιά γκρίνια, καθόμαστε στα καμαρίνια κι εγώ είμαι πραγματικά η Φιλιώ που τους φέρνω από καραμέλες και σοκολάτες μέχρι ντεπόν και ασπιρίνες (γελάει) Με τον Ζαχαρία έχουμε ένα απερίγραπτο δέσιμο, πρόκειται για απίστευτα καλό παιδί με αρχές, ανοιχτοσύνη και εντιμότητα. Κι εδώ αποδείχτηκε ότι διαθέτει καλά υποκριτικά στοιχεία. Το υποκριτικό αντανακλαστικό του είναι perfect! Δεν έχω κανένα παράπονο, Παναγία μου, όλοι με αγαπάνε εδώ και με προστατεύουν.
Τελευταία ερώτηση: Νιώθετε ευτυχισμένος άνθρωπος;
Ε, να μην είμαι, μωρέ; Από τότε που αποφάσισα να γίνω ηθοποιός όλα μού ήρθαν σωστά και βολικά. Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, ταξίδεψα, γνώρισα μεγάλους ανθρώπους. Μόνο δυο μήνες έμεινα άνεργη στη ζωή μου, από τότε που κατέβηκε βίαια το ''Τραγούδι του νεκρού αδερφού'', όπως θα γνωρίζετε, μέχρι που ένα πρωί με ειδοποίησε ο Πέλλος Κατσέλης να πάω επειγόντως να περάσω από ακρόαση στο Θέατρο Τέχνης. Την υγειά μας νά'χουμε. Τέλη ειρηνικά, όσα σου είναι γραμμένα, που λέει κι η Φιλιώ.
Κυρία Μπεμπεδέλη, σας ευχαριστώ πολύ για το χρόνο που μου διαθέσατε.
Εγώ ευχαριστώ. Ωραία συνέντευξη! Με αφήσατε τελείως ελεύθερη και δε νομίζω νά'χω ξαναμιλήσει με τέτοιον αυθορμητισμό! 
* Η συνέντευξη με τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017, από τις 5 έως τις 6 το απόγευμα, στο καφέ του θεάτρου Βεάκη. Στις 7 θα είχε ακόμη μία κυριακάτικη απογευματινή παράσταση. Στη βραδινή, στις 9, μεταξύ του κοινού θα ήταν και ο Γιώργος Νταλάρας. Ευχαριστίες στον Ζαχαρία Καρούνη που μου έκλεισε το ραντεβού μαζί της.  

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Σύγχρονη Τραγωδία στην Αμφιάλη εκτός αστυνομικού δελτίου

Ο κυρ-Αντώνης με την κυρα- Μάρθα τη γυναίκα του ζούσαν στην Αμφιάλη. Έκαναν δυο γιους: Ο ένας, ο πρωτότοκος, είχε πρόβλημα με την καρδιά του σοβαρό εκ γενετής. Ο δεύτερος, ο Σπύρος, ήταν κωφάλαλος. Μια μέρα, τέλη της δεκαετίας του 1970, ο μεγάλος τους γιος έσβησε μεσ' στο ασανσέρ. Δε μπορούσαν να τό'χουν αποφύγει, είπαν οι γιατροί, τότε δεν είχε φτάσει η καρδιοχειρουργική τα σημερινά στάδια εξέλιξης. Ήταν μόλις 16 ετών παιδί...Δεν πέρασαν δυο χρόνια και έφυγε και η κυρα-Μάρθα, νεότατη, κάτω από πενήντα ετών. Ούτε η δική της καρδιά άντεξε τον πόνο και τη θλίψη, είπαν επίσης οι γιατροί. Τα επόμενα χρόνια ο κυρ-Αντώνης μεγάλωνε μαζί με τον κωφάλαλο γιο του. Ο ίδιος γινόταν ολοένα και πιο δύστροπος και αντικοινωνικός. Κατέληξε αλκοολικός. Ο Σπύρος, αντίθετα από τον πατέρα του και παρά το πρόβλημα του, σπούδασε και έγινε ένας ευγενικός νέος. Τελευταία φορά είδα τον Σπύρο τον Αύγουστο του 2015 στην Εφορία. Με αναγνώρισε παρά τα πολλά χρόνια που είχαν περάσει. Μου χαμογέλασε με καγχασμούς, μια και δε μπορούσε να μιλήσει. Τον πατέρα του, πάλι, είχα πολλά χρόνια να δω, από το 2008 συγκεκριμένα, μα μάθαινα πως είχε βουλιάξει άσχημα στο αλκοόλ. Σήμερα, 28 Ιανουαρίου του 2017, έμαθα πως μπήκε ένας ακόμη πιο τραγικός επίλογος στην, ούτως ή άλλως, τραγική ζωή πατέρα και γιου. Τον περασμένο Οκτώβρη, τους βρήκαν και τους δύο νεκρούς στο διαμέρισμα τους στην Αμφιάλη. Η τηλεόραση έπαιζε, λέει, και τα φώτα ήταν ''αναμμένα''. Να σκότωσε ο κυρ-Αντώνης τον Σπύρο και μετά να αυτοκτόνησε κι αυτός, μην αντέχοντας στη σκέψη πως αν έφευγε πρώτος θα άφηνε πίσω ένα ιδιαίτερο παιδί; Να πήραν από κοινού την απόφαση να αυτοκτονήσουν; Δεν ξέρω και ίσως δε θα μάθουμε ποτέ. Η αστυνομία δεν έκανε καν περαιτέρω έρευνες. Ένα σημείωμα ενδεχομένως να έλυνε όλες τις απορίες των αρχών. Υπήρξε σημείωμα; Δεν υπήρξε; Για μια τέτοια τραγωδία ενημερώθηκα σήμερα το μεσημέρι και τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν ασυναίσθητα. Καημένε Σπύρο...Καημένε κυρ-Αντώνη...Το διαμέρισμα τους, βλέπεις, ήταν ακριβώς κάτω από το πατρικό μου στην πολυκατοικία.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Το director's cut της συνέντευξης με τον διεθνή Έλληνα οπερατέρ Γιώργο Αρβανίτη

Ο οπερατέρ του κινηματογράφου Γιώργος Αρβανίτης δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Τη δουλειά του έχουν δει όλοι οι Έλληνες, από τους φαν των ταινιών του παλιού ''εμπορικού'' κινηματογράφου μέχρι τους σινεφίλ θεατές του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το ενδιαφέρον με την περίπτωση του Αρβανίτη είναι σαφώς η διεθνής καταξίωση του την τελευταία 25ετία: Είναι ο ίδιος άνθρωπος που από τη μια έχει κινηματογραφήσει τη Μάρθα Καραγιάννη και την Αλίκη Βουγιουκλάκη κι απ' την άλλη, τον Mick Jagger και τον Leonardo Dicaprio! Τον συνάντησα στη Λεμεσό, κατά τη διάρκεια του διεθνούς φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Κύπρου, τον περασμένο Οκτώβριο, αφού ήταν ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής. Ήπιαμε ένα καφέ στο λόμπι του ξενοδοχείου, λίγο πριν αναχωρήσει για το αεροδρόμιο, ευτυχώς με το μαγνητοφωνάκι μου ανάμεσά μας:
Ζείτε στη Γαλλία μόνιμα τα τελευταία 28 χρόνια. Γιατί αυτή η φυγή από την Ελλάδα;

Όταν άρχισε να ''πέφτει'' ο κινηματογράφος στην Ελλάδα, έπρεπε να κάνω ή διαφήμιση, που δεν μ' άρεσε, ή τηλεόραση, που πάλι δεν μ' άρεσε. Είχα γυρίσει τότε μία ταινία στο Βέλγιο και είχα πάει εκεί για το post production. Μια και το όνομα μου είχε αρχίσει να ''κυκλοφορεί'' στο εξωτερικό, αποφάσισα να μείνω αρχικά στη Γαλλία, τη μόνη χώρα με ενεργή κινηματογραφία. Τελικά έμεινα εκεί.

Αν και είστε ταυτισμένος με τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, εν τούτοις δουλέψατε πολύ στου Φίνου στον λεγόμενο παλιό ''εμπορικό'' κινηματογράφο.

Δούλεψα σε ταινίες με τα πράσινα και μπλε ντεκόρ όντας ανυποψίαστος και άμαθος, γιατί δεν είχα τελειώσει καμία σχολή. Η Φίνος Φιλμ ήταν για μένα το σχολείο μου. Έφτασε βέβαια η στιγμή που δε συμφωνούσα αισθητικά και απελευθερώθηκα μετά τη δεύτερη ταινία που κάναμε με τον Αγγελόπουλο, τις ''Μέρες του '36''. Είχαμε κάνει την πρώτη, την ''Αναπαράσταση'', παίρνοντας άδεια άνευ αποδοχών από τον Φίνο, ώσπου χρειάστηκε να ξαναπάρω άδεια για τις ''Μέρες του '36''. Στη μέση όμως των γυρισμάτων με ειδοποιεί ο Φίνος ότι πρέπει να κάνω μία ταινία με τη Βλαχοπούλου. Επειδή εκεί δουλεύαμε από τις 7 το πρωί μέχρι τις 3, είπα του Θόδωρου ότι θα δουλεύουμε εμείς μετά μέχρι τα μεσάνυχτα. Πηγαίνοντας όμως να ξεκινήσω την κωμωδία με τη Βλαχοπούλου, πέρασε μια μέρα ολόκληρη και δε μπορούσα να φωτίσω ένα πλάνο. Τότε είπα του Φίνου: ''Θα φύγω, δε μπορώ και δε θέλω να κάνω κακό ούτε σε σας, ούτε στον εαυτό μου''.

Τι άνθρωπος αλήθεια ήταν ο Φιλοποίμην Φίνος;

Ήταν πάρα πολύ καλός άνθρωπος και βοηθούσε κόσμο. Το κακό του ήταν ότι δεν επρόκειτο για καλλιτέχνη ή έμπορο, αλλά για τεχνικό. Είχε μπει και σε μια ανταγωνιστική λογική με τους Καραγιάννης – Καρατζόπουλος, δηλαδή έβγαζε ο Καραγιάννης έναν Κωνσταντάρα, έπρεπε αυτός να βγάλει μια Βλαχοπούλου ή μια Λάσκαρη. Το μότο του Καραγιάννη ήταν ''Στα ίδια ντεκόρ τα ίδια εισιτήρια'', βάζοντας τους ηθοποιούς στα ίδια σκηνικά με διαφορετικούς μόνο διαλόγους. Τελείωνε έτσι δύο ταινίες τη βδομάδα, αλλά άρχισε να πέφτει πολύ η ποιότητα. Δυστυχώς δε μπορούσε να μην ακολουθήσει ο Φίνος, έχοντας συμβόλαια με τις αίθουσες. Μια μέρα, ίσως από θράσος, του είπα ''Κύριε Φιλοποίμην, καλούμε τον ίδιο κόσμο να του πούμε τα ίδια πράγματα κάθε φορά''. Χαμογέλασε...

Πείτε μου κάποια ταινία που θα ξεχωρίζατε απ' τις τόσες που κάνατε στον Φίνο.

Στο ''Οι θαλασσιές οι χάντρες'' χρησιμοποίησα πρώτη φορά ανακλώμενο φως, όπως και λίγο μετά στη ''Δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά''. Υπήρχε κι άλλη μια ταινία του Δαλιανίδη, ''Αυτοί που μίλησαν με το θάνατο'' λεγόταν. Γενικά θυμάμαι τους ομηρικούς καυγάδες με τη Βουγιουκλάκη. Αυτή ήθελε τον προβολέα της να φωτίζεται κι εγώ ήθελα να κάνω κάτι άλλο που δεν μ' άφηνε. Μια μέρα μου λέει ''Θα σε σβήσω από τον κινηματογράφο'' και γυρνάω και της απαντάω ''Εγώ θα φωτογραφίζω μέχρι τα 80 μου, εσύ σε μια δεκαετία δε θα φωτογραφίζεσαι καθόλου''. Είχα γίνει έξαλλος! Θύμωσε, ούρλιαζε, έσπασε και κάτι καθρέφτες!

Μιλάω με έναν άνθρωπο που έζησε εκ των έσω τον παλιό λαϊκό κινηματογράφο. Τι είχαν, πιστεύετε, οι ηθοποιοί αυτοί και παραμένουν δημοφιλείς τόσες δεκαετίες μετά;

Οι ηθοποιοί αυτοί ήταν αληθινοί. Θυμάμαι, δούλευα βοηθός σε μια ταινία με τον Αυλωνίτη, τη Βασιλειάδου και τον Ρίζο. Έρχονταν οι άνθρωποι αυτοί το πρωί, μελετούσαν το σενάριο, συνεννοούνταν με τον σκηνοθέτη, ήταν πηγαίοι κωμικοί. Σήμερα δεν υπάρχει ένας Χατζηχρήστος, ένας Αυλωνίτης.

Πως έγινε η γνωριμία με τον Θόδωρο Αγελόπουλο;

Ήμασταν μια ομάδα τότε που ονειρευόμασταν έναν άλλο κινηματογράφο και κάναμε πολλές μικρού μήκους ταινίες. Ήταν ο Βούλγαρης, ο Παπαστάθης, ο Χατζόπουλος κι ήρθε κι ο Αγγελόπουλος από το Παρίσι. Έγραφε κριτικές κινηματογράφου, νομίζω, στην ''Αυγή''. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον στα γυρίσματα. Κάναμε μαζί την ''Εκπομπή'', την πρώτη μικρού μήκους ταινία του και μετά στην ''Αναπαράσταση'', δέσαμε. Την ''Αναπαράσταση'' την κάναμε στην ουσία πέντε – έξι άνθρωποι. Ο Αγγελόπουλος κι εγώ με τους δύο βοηθούς μας κι ένας ηθοποιός, ο Γιάννης ο Τότσικας. Μετά ήρθαν οι ''Μέρες του '36''...

Και φτάνετε μέχρι το ''Μια αιωνιότητα και μια μέρα'' το 1998 με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες. Πείτε μου λίγα λόγια για τον άνθρωπο Θόδωρο Αγγελόπουλο.

Σαν auteur ήταν μεγάλος, φαίνεται κι απ' τις δουλειές του. Σαν άνθρωπος ήταν περίεργος, λίγο σκληρός. Δεν κολλάγαμε πολύ σαν παρέα. Στη δουλειά πάνω όμως ήξερε ο ένας τι θέλει ο άλλος και πως ακριβώς να το κάνει. Στις τελευταίες του ταινίες δε χρειαζόταν καν να μιλάμε, καταλαβαινόμασταν αμέσως. Μου άρεσε να τον πειράζω πολύ. Μια φορά στον ''Μεγαλέξαντρο'' πήρα τα κυάλια και κοιτούσα. ''Τι κοιτάς, Γιώργο;'' με ρώτησε με το αργό του ύφος. ''Να, βρε Θόδωρε, ψάχνω τους ηθοποιούς σου''. Γελούσε, του άρεσε κι εκείνου.

Πως χώρισαν οι δρόμοι σας; Στις τελευταίες ταινίες του φωτογραφία έκανε ο Ανδρέας Σινάνος.

Με το θάνατο του έχασε ο κινηματογράφος έναν μεγάλο δημιουργό. Κι εγώ έχασα έναν συνεργάτη, παρότι είχαν χωρίσει οι δρόμοι μας μετά από 11 ταινίες. Εντάξει, ο Σινάνος ήταν το πνευματικό μου παιδί, εγώ τον είχα βγάλει στο χώρο, οπότε κατά κάποιο τρόπο ήταν η συνέχεια μου στις ταινίες του Αγγελόπουλου.

Η θητεία σας δίπλα στον Αγγελόπουλο δεν ήταν αυτή που σας άνοιξε τις πόρτες στο εξωτερικό;

Ε, νομίζω ναι! Βέβαια, αντιμετώπισα προβλήματα αφού όταν πήγα στη Γαλλία, μου έλεγαν πολλοί ''Α, να κάνουμε την ατμόσφαιρα που έβγαλες στον Αγγελόπουλο'' κι εγώ έλεγα: ''Δε γίνεται! Εσύ δε λέγεσαι Αγγελόπουλος, το σενάριο σου είναι τελείως διαφορετικό κι εδώ είμαστε στη Γαλλία''. Εμένα το πρόβλημα μου ήταν που, εξαιρουμένων των δύο πρώτων ταινιών του, όλες οι άλλες ταινίες του Αγγελόπουλου ήταν γυρισμένες στους ίδιους τόπους με τα ίδια ντεκόρ. Κάθε φορά που πήγαινα στη Φλώρινα, ας πούμε, έπρεπε να τη φωτογραφίσω διαφορετικά. Πολύ δύσκολο ήταν αυτό, αλλά με βοήθησε να μην αφεθώ στη μανιέρα και στην επανάληψη.

Πόσες ξένες ταινίες έχετε κάνει, κύριε Αρβανίτη;

Έκανα 60 πριν φύγω απ' την Ελλάδα και άλλες 50 έξω. Σύνολο: 110 ταινίες. Όσο με κρατάνε τα πόδια μου και βλέπουν και τα μάτια μου, δουλεύω. Όσο μπορώ δουλεύω.

Ποιος είναι ο βασικός παράγοντας για να συνεργαστείτε μ' έναν σκηνοθέτη;

Σαφώς το ποιος είναι και το σενάριο. Ο βασικός παράγοντας όμως, άμα έχεις και μια οικογένεια να ζήσεις, είναι σε τι οικονομική κατάσταση βρίσκεσαι. Πολλές φορές κάνεις και παραχωρήσεις. Και εδώ έκανα κάποιες ταινίες που δεν με εκφράζουν, αλλά και έξω. Εντάξει, είχα την τύχη να δουλέψω με τον Volker Schlondorff, με τον Shon Matias, αλλά και με νέους σκηνοθέτες. Όταν έφυγα, δεν είχα τίποτα, γιατί δεν κέρδισα χρήματα από τον ελληνικό κινηματογράφο. Να σας πω έναν άλλο λόγο που έφυγα; Για τα παιδιά μου! Έκανα ένα λογαριασμό και είδα ότι τα λεφτά που θα πλήρωνα στα φροντιστήρια θα ήταν πολλά και πάλι χωρίς να κάνουν τις σπουδές που έκαναν τώρα.

Ας πάμε στην ταινία ''Bent'' που κάνατε επίσης. Έχει την πλάκα του που ένας άνθρωπος έχει ''τραβήξει'' απ' τη μια τη Βουγιουκλάκη κι απ' την άλλη τον Mick Jagger!

Μου τηλεφώνησε ένας νέος Εγγλέζος σκηνοθέτης που είχε εντυπωσιαστεί απ' τη δουλειά μου με την Agnieszka Holland και τον Dicaprio. Μιλάω για την ταινία που ήταν η ιστορία του Rimbaud και του Verlaine. Έτσι μου ζήτησε να κάνω το ''Bent'', το οποίο είχα δει στην Ελλάδα με τον Φυσσούν και τον Φέρτη, αν τα λέω σωστά. Δουλεύοντας με τον Ian McKellen, τον Clice Owen και τον Mick Jagger, κατάλαβα τι θα πει Άγγλος ηθοποιός! Ο δε Jagger, αριστοκράτης, ερχόταν με τη Ρολς Ρόις, αλλά ήταν πολύ συνεργάσιμος και διέθετε πολύ απ' το βρετανικό χιούμορ. Σήμερα, μετά από τόσες εμπειρίες, μπορώ να λέω ότι οι καλύτεροι ηθοποιοί είναι οι Εγγλέζοι και οι Ρώσοι. Κουβαλάνε μια θεατρική παιδεία αυτοί. Για να καταλάβετε, έρχεται Άγγλος ηθοποιός και με ρωτάει ''Τι φακό θα βάλεις;'' Όλο αυτό προϋποθέτει μία παιδεία.

Κύριε Αρβανίτη, πόσο σημαντική είναι η διεύθυνση φωτογραφίας στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μίας ταινίας;

Το λέει και η λέξη: Γράφω με το φως! Διηγούμαι την ίδια ιστορία με τον σκηνοθέτη ή τον σεναριογράφο, αλλά σκιάζοντας ή φωτίζοντας. Καλή φωτογραφία για μένα είναι αυτή που βοηθάει την ταινία και όχι απαραιτήτως η άρτια. Να σας δώσω να καταλάβετε, είχα μία συνάντηση σε ένα καφέ με τον Godard και με ρωτάει: ''Τι φώτα θέλεις γι' αυτό;'' Του απάντησα: ''Αν το γυρίσεις τώρα δε θέλω τίποτα, αν το γυρίσεις τ' απόγευμα θέλω ένα φορτηγό φώτα''. Τώρα βέβαια με τις νέες τεχνολογίες, δεν ανάβεις, αλλά σβήνεις τα πολλά φώτα.

Πως είδατε τη μετάβαση από το χημικό στο ψηφιακό σινεμά;

Απλά στη θέση του φιλμ μπήκε ένας σένσορας. Αυτός έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ούτε οι φακοί άλλαξαν, ούτε τα τράβελινγκ. Και πάλι έχεις σενάριο, ντεκουπάζ και ηθοποιούς. Η καταγραφή της εικόνας έχει αλλάξει και δεν με ξένισε, αφού εξακολούθησα να δουλεύω όπως στο φιλμ. Μην ξεχνάτε ότι σήμερα οι πάντες είναι εθισμένοι στην ψηφιακή εικόνα. Στην παγίδα της ευκολίας πέφτουν περισσότερο οι σκηνοθέτες. Τράβα – τράβα – τράβα, ρίχνεις ένα υλικό στο μοντάζ και λυπάμαι που το λέω, αλλά η ταινία είναι του μοντέρ και όχι του σκηνοθέτη.

Σας έχει τύχει να μην τα βρείτε με έναν σκηνοθέτη και να αποχωρήσετε;

Μια φορά μπήκα στο γραφείο ενός νέου Γάλλου σκηνοθέτη 35 ετών. Με υποδέχτηκε με τα πόδια πάνω στο τραπέζι σαν τους καουμπόυδες στο Τέξας κι έπαιζε και με το στυλό του. Η πρώτη του κουβέντα ήταν: ''Η φωτογραφία μου στην ταινία μου''...Τον σταματάω. Του λέω ''Ποιος θα κάνει φωτογραφία, εσείς ή εγώ; Αν άρχιζε η συζήτηση ως Η φωτογραφία της ταινίας, θα τη συνεχίζαμε. Τώρα, χαίρετε''! Του έδωσα το χέρι κι έφυγα.

Συμφωνείτε πως έχει χαθεί εν μέρει η επικοινωνία του σκηνοθέτη με τους ηθοποιούς;

Φυσικά! Παλιά ο σκηνοθέτης ήταν δίπλα στην κάμερα και στους ηθοποιούς του, τα πιο ανασφαλή πλάσματα που θέλουν κάποιον να τους εμψυχώνει. Πλέον ο σκηνοθέτης δίνει οδηγίες από ένα μόνιτορ. Κάναμε μια στρογγυλή τράπεζα στη Γαλλία για τις διαφορές παλιού και νέου κινηματογράφου, όπου εγώ τους είπα: ''Παλιά κάναμε γύρισμα κι είχαμε απ' έξω ένα φορτηγό με τις μπομπίνες του ήχου και τον σκηνοθέτη δίπλα μου, ενώ σήμερα έχω τον ηχολήπτη μεσ' στα πόδια μου και τον σκηνοθέτη χαμένο κάπου στο βάθος''. Τελειώνουμε πλάνο και με ρωτάνε οι ηθοποιοί ''Ήταν καλό το πλάνο, Γιώργο;'' και τους απαντάω ''Μη ρωτάτε εμένα, πηγαίντε βρείτε τον σκηνοθέτη''. Θυμάμαι, κάναμε προετοιμασία τρεις μήνες με τον Ελία Καζάν για μία ταινία που δε γυρίστηκε ποτέ: Δοκιμαστικά με ηθοποιούς, με κοστούμια κλπ. Τραβήξαμε δυο χιλιάδες μέτρα φιλμ. Μου έλεγε λοιπόν ο Καζάν ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες ηθοποιών: Αυτοί πού'ναι σαν το ποτάμι, όπως ο Marlon Brando, που πρέπει να τους μαζέψεις και οι άλλοι, οι κλειστοί, σαν τον James Dean, που πρέπει να τους ''ανοίξεις''. Πως να γίνει αυτό άμα ο σκηνοθέτης είναι στο μόνιτορ όλη την ώρα;

Θα ήθελα ένα σχόλιο σας για το σύγχρονο ελληνικό σινεμά που διαπρέπει στο εξωτερικό, όπως αυτό του Λάνθιμου.

Του Λάνθιμου μού άρεσε ο ''Κυνόδοντας'', αλλά το ''Lobster'' δεν το θεωρώ ελληνική ταινία. Αυτό που δεν μου αρέσει στις σύγχρονες ελληνικές ταινίες είναι οι ηθοποιοί που μιλάνε σα ρομπότ. Αυτό που είχε ο Αγγελόπουλος και λείπει είναι το ότι έκανε αμιγώς ελληνικές ταινίες. Ασχολήθηκε με την ελληνική ιστορία και εδώ δεν παραλείπω να προσθέσω ότι δεινοπαθήσαμε από τους μιμητές του. Πάλευαν όλοι ποιος θα φτιάξει το μεγαλύτερο τράβελινγκ για ένα μεγάλο διάστημα.

Στην ιστορία πλέον του κινηματογράφου έχετε καταχωρηθεί ως το δίδυμο Αγγελόπουλος – Αρβανίτης, όπως αντίστοιχα το δίδυμο Μπέργκμαν – Νίκβιστ. Πως αισθάνεστε γι' αυτό;

Πέρίεργα αισθάνομαι, να σας πω την αλήθεια, άβολα. Έρχονται και με πιάνουν άνθρωποι και λέω ''Ελα Παναγία μου''! Εντάξει, έκανα κάποιες ταινίες καλές, προσπάθησα να κάνω κάτι δικό μου.

(Στο σημείο αυτό έρχεται ο Κίμων Μυλωνάς, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του διεθνούς φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Κύπρου. Του ζητάω να μας βγάλει μια φωτογραφία από το κινητό του με τον Γιώργο Αρβανίτη. ''Εγώ φωτογραφία να βγάλω μπροστά στον κύριο Αρβανίτη;'' μου λέει. ''Να τα, τα βλέπεις τι σού'λεγα;'' προσθέτει ο Αρβανίτης. Γελάμε και οι τρεις και η συνέντευξη τελειώνει)
* Μεγάλο μέρος της συνέντευξης με τον Γιώργο Αρβανίτη δημοσιεύθηκε στο τεύχος 61 του περιοδικού Downtown
Ο Γιώργος Αρβανίτης στην κάμερα και δίπλα του ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στα γυρίσματα του ''Μελισσοκόμου''

Την λένε Εύα και περιόδευσε σε Μυτιλήνη και Κω!

Το πιστεύω πλέον απόλυτα: Η Εύα Κουμαριανού είναι το αντικαταθλιπτικό μου και τώρα με την ευκαιρία της περιοδείας μας ανά την Ελλάδα, τα περνάμε φανταστικά! Καταρχάς, με την Εύα δε φοβάμαι και τόσο τα αεροπλάνα, παρ'ότι τά'χω ''ξεσκίσει'' τα τελευταία χρόνια λόγω δουλειάς. Είναι που τα φοβάται κι εκείνη, μα για να το ξεπεράσει κάνει διάφορες καραγκιοζιές και αναστατώνει όλη την παρέα. Τις προάλλες, γυρνώντας από Κύπρο, ένας γέρος μεσ' στο αεροπλάνο την κοιτούσε περίεργα σαν αξιοθέατο. Μόλις γύριζε το κεφάλι του απ' την άλλη, η Εύα έβγαζε έξω τα βυζιά και τη γλώσσα της, εμείς ξεκαρδιζόμασταν μέχρι βέβαια ο γέρος να την ξανακοιτάξει και να τη βρει αμίλητη και σοβαρή. Αυτή τη φορά, στον πηγαιμό για την Κω, την ώρα της απογείωσης, της έσφιγγα τόσο δυνατά το χέρι, που της το πλήγιασα. ''Αι στο διάολο, τρελάρα'' μου είπε μετά, ''θα με κάνεις να με διώξει ο άντρας μου''...
Πριν από την Κω, όμως, ήμασταν στη Μυτιλήνη για τη μία και μοναδική παράσταση του έργου ''Την λένε Εύα'' μέσα στο Δημοτικό Θέατρο του νησιού. Περίπου εκατό άτομα προσήλθαν στο πεντακοσάρι θέατρο - ένας αριθμός ανθρώπων διόλου ευκαταφρόνητος, δεδομένης της παγωνιάς που επικρατούσε, αλλά και αρκετών άλλων ταυτόχρονων εκδηλώσεων. Λόγου χάριν, τη μέρα της παράστασης μας είχε κανονιστεί η κοπή της πίτας του Δήμου Μυτιλήνης κι έτσι πολλοί δε μπόρεσαν να βρεθούν κοντά μας. Παραδόξως, όμως, και προς τιμήν του, το έργο παρακολούθησε ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού Μυτιλήνης, Κώστας Αστυρακάκης, ο οποίος έσπευσε αμέσως μετά να μας συγχαρεί. 
Η Εύα Κουμαριανού, ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού Μυτιλήνης Κώστας Αστυρακάκης και ο γράφων
Τα απρόβλεπτα σοκάκια της Μυτιλήνης!
Επίσης παραδόξως, δεν προσήλθαν τελικά στην παράσταση τα μέλη των δεκατριών θεατρικών ομάδων του νησιού, που απ' ότι μάθαμε είχαν προκλείσει τα εισιτήρια τους. Όσο για την προβολή του ντοκιμαντέρ για την Κατερίνα Γώγου, την επόμενη, σκέτη αποτυχία! Το event δεν είχε επικοινωνηθεί καθόλου σχεδόν, βάλε και το ψοφόκρυο, κι έτσι στην αίθουσα μέσα ήμασταν δέκα άτομα όλοι κι όλοι. Ανάμεσα μας, όμως, ήταν και ο Φώτης Μακρής, ο σκηνοθέτης και ηθοποιός της καλής παράστασης ''Το Κιβώτιο'', από το ομότιτλο σημαντικό πεζογράφημα του Άρη Αλεξάνδρου. Χάρηκα που τον γνώρισα και που ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες. Την Τρίτη επιστρέψαμε στην Αθήνα με τον Θρασύβουλο, αφού τα χαράματα θα πετούσαμε για την Κω.
Στην Κω, πάλι, το ενδιαφέρον από τα τοπικά ΜΜΕ ήταν μεγάλο. Δώσαμε συνέντευξη με την Εύα στο κανάλι του νησιού (το ρεπορτάζ προβλήθηκε μεσημέρι, κάτι που συνέβαλε σίγουρα στο να έρθει και πολύς άλλος κόσμος, πέραν των θεατρικών ομάδων της Κω), σε μία δημοσιογράφο, που δυστυχώς δεν κράτησα το όνομα της, μα που μου άφησε την καλύτερη εντύπωση. Έτσι γίνεται συνήθως στην επαρχία: Ή θα πέσεις πάνω σε άσχετους, οι οποίοι απλά στελεχώνουν τα τοπικά ΜΜΕ χωρίς ιδιαίτερη παιδεία και κατάρτιση, ή θα συναντήσεις πραγματικά ενδιαφέροντες ανθρώπους, που θα μπορούσαμε κάλλιστα να τους παρακολουθούμε στην κρατική τηλεόραση και στα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια.
Προηγουμένως, πριν την τηλεοπτική μας συνέντευξη, βρεθήκαμε με την Κουμαριανού και στο δημοτικό ραδιόφωνο της Κω, μιλώντας φυσικά για τη βραδινή παράσταση μέσα στο θέατρο - πολυχώρο ''Σφαγείο'' του νησιού. 
Στο θεατράκι της Κω, χωρητικότητας 110 περίπου ατόμων, είχαμε απαρτία. Κυρίως νεολαία, ηθοποιοί από τις τοπικές θεατρικές ομάδες, αλλά και άνθρωποι κάθε ηλικίας που ήρθαν να δουν μία σαφώς διαφορετική παράσταση. Όλοι κρέμονταν κυριολεκτικά από τα χείλη της Εύας, συμμετέχοντας ενεργά με τις αντιδράσεις τους. Σε ένα σημείο μάλιστα που η Εύα κάθισε δίπλα στον δημοσιογράφο, εμένα δηλαδή, και γούρλωσα επίτηδες τα μάτια, πέταξε τη φοβερή ατάκα: ''Τι φοβάσαι; Μην είναι κολλητικό; Ακούς κι εσύ τις μαλακίες του Γιακουμάτου;'' - εννοείται πως σείστηκε η αίθουσα από το γέλιο και το χειροκρότημα. Εκεί πάνω αναλογίστηκα πάλι πως αυτό που κάνουμε και με το να περιοδεύουμε στην επαρχία, δίνουμε την ευκαιρία να ''ανοίξουν'' έστω δυο - τρία μυαλά παραπάνω ενάντια στην περιρρέουσα ομοφοβία και τρανσφοβία.
Όλοι ήθελαν αμέσως μετά να αγκαλιάσουν και να συγχαρούν την Κουμαριανού γι' αυτή την κατάθεση ψυχής της. Εδώ η Εύα συνομιλεί με μια κοπέλα από το κοινό. Άκουσον, άκουσον, στην παράσταση της Κω ήρθε μέχρι και ο Εισαγγελέας του νησιού, ο οποίος επίσης συνεχάρη την Εύα για το κουράγιο και την ανθεκτικότητα της απέναντι στη ζωή αυτή, όπως της σχολίασε. 
Στο απέραντο γαλάζιο της Κω/ φώτο: Θρασύβουλος Καλαϊτζίδης
Ήταν όμορφη η περασμένη εβδομάδα σε Μυτιλήνη και Κω, παρόλο που δεν τα καταφέραμε να δούμε σχεδόν τίποτα απ' αυτά τα δύο υπέροχα ελληνικά νησιά. Εγώ μάλιστα στη Μυτιλήνη έπεσα στο κρεβάτι με γαστρεντερίτιδα. Χώθηκα στις κουβέρτες του ξενοδοχείου με το που φτάσαμε από το αεροδρόμιο και σηκώθηκα μόλις μισή ώρα πριν την παράσταση. Την επόμενη το ίδιο έπαθε και ο Θρασύβουλος, ο βοηθός μου. Εν ολίγοις, δεν είναι και ότι καλύτερο να ξερνοβολάς και να πονάει όλο σου το σώμα, μα δε μπορείς να κάνεις και τίποτα άλλο...Άσε που και στην Κω ακόμα δεν είχαμε συνέλθει και νιώθαμε βαρίδι το στομάχι μας...Η περιοδεία μας θα συνεχιστεί μέσα στον Φεβρουάριο σε Πάτρα και Καλαμάτα, αυτές οι πόλεις έχουν ''κλειστεί'' για την ώρα μετά την Κύπρο, τη Θεσσαλονίκη και την Κρήτη. Τι καλά που πήραμε την παραγωγή στα χέρια μας και πλέον κερδίζουμε και κάποια αξιοπρεπέστατα χρήματα από τις παραστάσεις. Τι καλά που δεν έχουμε να δίνουμε λόγο σε κανέναν φραγκοφονιά (θα γράψω πολλά μια μέρα επ' αυτού, αλλά ακόμα δεν είναι η σωστή στιγμή). Τι καλά που μετά το τέλος κάθε παράστασης, παραλαμβάνω τον φάκελλο με τα ευρώ και τον ανοίγω μπροστά στους συνεργάτες μου για να μοιράσουμε το ποσό συμφωνημένα. Τι καλά, τέλος, που μας τρέχουν οι Όψεις Πολιτισμού με το σωστό promo, τις ιδανικότερες συνθήκες περιοδείας (καλυμμένα τα έξοδα μεταφοράς, διαμονής και ημιδιατροφής) και, κυρίως, τις πιο γλυκιές φάτσες: Η Βέτα, η Άσπα, ο Βασίλης, ο Θανάσης και όποιος άλλος μού διαφεύγει αυτή τη στιγμή!