Η μηχανή σπάει τις πέτρες σαν κόκαλα μικρού παιδιού
κάποτε συντρίβει τα χέρια του χειριστή πάντοτε
ακολουθεί ένα νόμο.
ο τραγουδιστής Ντύλαν που είχε μια κιθάρα και μια καλύβα
στον Αμαζόνιο έφτυνε στο ποτάμι ακολουθώντας δικό του νόμο
για να χωθεί στα γρανάζια της μηχανής
απ’ την καλύβα και το ποτάμι.
άνοιξε
μία
τρύπα και βούλιαξε μαζί με την κιθάρα
στον Αμαζόνιο ουρλιάζοντας ένα σκοπό αψηφώντας
στα φρεναρίσματα της μηχανής στην αγκαλιά
της πόρνης εκμετάλλευσης
κατέληξε
νικημένος
πια.
το μηχάνημα εξαπέλυσε ένα βλήμα στη σελήνη
αν και θα διαγείρει τις συνειδήσεις των νεκρών.
ο Ντύλαν μπροστά στο χωνί μασούσε χαλίκια
σαν υποταχτικό σκυλί.
γύρω του έσπαγε η κραυγή η πρωτινή του
πάνω σε τζάμια σε γρανάζια σε μάνατζερς
όχι σαν κραυγή που αδυνατεί να τρυπήσει ένα τύμπανο
ή ένα τζάμι, μα σαν οργανισμός από νερό
που πνίγεται στο νερό,
ήρεμα
οργισμένα
και γίνεται ψάρι.
αυτό το χρονικό μιας καλύβας
το ποτάμι ακολουθώντας τον νόμο του το χρήμα σαρώνοντας
τις θελήσεις, μια κοπέλα με παίδευε χθες όλη νύχτα
χτίζαμε έναν πύργο με χάδια το πρωί μας τον γκρέμισαν
ίσως να μην την ξαναδώ, πού θα πάω αλήθεια;
ο Θεός με παιδεύει
ξεκινώντας από ένα σύννεφο κοπριάς μέχρι
το μπρούντζινο άγαλμα του ήρωα
το μυαλό μου είναι θολό από χιλιάδες σαλιγκάρια
κι η παλάμη μου μια εξέδρα καθώς
ταξιδεύει για την Αφροδίτη
ω να ’ξερα να σου μίλαγα, χρόνε,
με διφορούμενα πέδιλα αγώνων σκοτώνοντας νόμους
συμβιβασμούς παραδόσεις ακολουθώντας τον δικό μου νόμο
μα τότε δεν θ’ άξιζα όσο μια μηχανή;