Ας ξεκινήσω μ' αυτό: Ο Δημήτρης Ψαθάς δεν μου άρεσε ποτέ ιδιαίτερα ως συγγραφέας. Για να 'μαι ακριβής, μου άρεσε μέχρι τα 15 μου, μέχρι δηλαδή που κάποτε στο λύκειο πήγαμε να ανεβάσουμε το έργο του με τίτλο Προίκα μου αγαπημένη και έφριξα σαν είδα πως χλεύαζε τη μοντέρνα τέχνη με τον ίδιο τρόπο που ο Χίτλερ έριχνε στην πυρά τους πίνακες των σουρεαλιστών.
Έπειτα ήταν κι αυτό που 'χε γράψει για την παράσταση Καίσαρ και Κλεοπάτρα -δική του νομίζω η κριτική με τίτλο Απ' τα σκουπίδια γεννήθηκε ο Χατζιδάκις-, αλλά εν πάση περιπτώσει σήμερα θεωρείται σημαντικός και μάλλον είναι, αν αναλογιστούμε πως έθρεψε με γέλιο γενιές και γενιές συμπατριωτών του.
Στην παράσταση Φον Δημητράκης του Πέτρου Φιλιππίδη, θα το πω απλά, δεν αναθεώρησα περί Ψαθά, αλλά κατάλαβα για ποιο λόγο ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της χτυπιέται κατάφορα άδικα από το σινάφι του και, ευτυχώς για εκείνον, όχι από τον κόσμο.
Σαφέστατα ο Φον Δημητράκης είναι η πλέον επιτυχημένη εμπορικά παράσταση της σεζόν με την προοπτική να πάει και του χρόνου. Επ' αυτού δεν υπάρχει αμφιβολία, αν σκεφτεί κανείς πως ειδικά τα σαββατοκύριακα διώχνουν κόσμο.
Εγώ πήγα την περασμένη Τετάρτη και πάλι είδα ότι δεν έπεφτε καρφίτσα στο Θέατρο Μουσούρη. Παρατηρούσα το κοινό: Όχι απαραίτητα άνθρωποι που έμαθαν τον Φιλιππίδη από την τηλεόραση, όχι δηλαδή αμιγώς λαϊκό κοινό, αλλά άτομα κάθε ηλικίας, που και μόνο από το look τους καταλάβαινες πάνω - κάτω ότι σκαμπάζουν από θέατρο και ότι δε βρέθηκαν εκεί τυχαία.
Στην τελική ποσώς με ενδιαφέρει μία παράσταση αν είναι επιτυχημένη μόνο από εμπορικής άποψης - έχουμε χορτάσει από λουσάτες μπαλαφάρες τα τελευταία χρόνια...
Το αναμενόμενο για μένα, διότι γνωρίζω τον Φιλιππίδη ως ακάματο εργάτη του θεάτρου, είναι που έφυγα από μία παράσταση, στην οποία για δύο ώρες βίωσα στο πετσί μου τα τραγικά παθήματα του ήρωα του, του θρασύδειλου Έλληνα πολιτευτή, όπως θρασύδειλοι είναι μάλλον όλοι οι σημερινοί Έλληνες πολιτικάντηδες.
Ξεκινώντας με μία τεράστια ελληνική σημαία επί σκηνής να πέφτει υποτιμητικά για να προβληθούν επίκαιρα από τη γερμανική Κατοχή, δε μπορείς να μην κάνεις συνειρμούς για την τρέχουσα κατάσταση στη χώρα μας, απομονώνοντας την βέβαια από τον παγκόσμιο χάρτη. Ο θεατής έτσι, δίχως λαϊκίστικα πατροναρίσματα, εισάγεται δια του κινηματογράφου στο χωροχρόνο του έργου και δεν αργεί να χαθεί κανονικά μέσα σ' αυτόν.
Η ιστορία είναι γνωστή: Ο Φον Δημητράκης αποτελεί το τυπικό πολιτικό λαμόγιο που ονειρεύεται να γίνει Υπουργός και που δε διστάζει για το σκοπό αυτό να καταντήσει υποχείριο των Ναζί. Στο σπίτι του μέσα ταυτόχρονα, με εξαίρεση την ψωνισμένη σύζυγο του - μιαν άλλη Μαντάμ Σουσού, ο γιος του είναι αντάρτης στα βουνά και η κόρη του συμμετέχει στην Αντίσταση, φυγαδεύοντας όπλα μέσω του μπακάλικου του αδερφού του.
Η κατάσταση θα γίνει πολύ άσχημη για τον Φον Δημητράκη όταν προκειμένου να κρατήσει την υπουργική καρέκλα του θα φτάσει στο σημείο να καταδώσει τους πιο δικούς του ανθρώπους.
Δεν ξέρω γιατί το έργο αυτό θεωρείται κωμωδία, ούτε μπορώ να φανταστώ πώς του έδωσε πνοή ο πρώτος διδάξας, ο Αιμίλιος Βεάκης, εν έτει 1946. Είναι τόσο καλός ο Φιλιππίδης εδώ που μοιάζει να πιάνει τον χαρακτήρα του αντιπαθούς αυτού ανθρώπου από το σημείο μηδέν και να τον φτάνει πολύ μακριά.
Νευρωτικός, μωροφιλόδοξος, υποτελής και βίαιος, ο Φον Δημητράκης του Φιλιππίδη σχεδόν σε σοκάρει όταν βάζει τους δυο φοβισμένους αντιστασιακούς στο γραφείο του και τους υποβάλλει σε βασανιστήρια. Ο Πέτρος Φιλιππίδης σκηνοθέτησε με τρόπο ακραίο τη σκηνή αυτή, της αφαίρεσε κάθε ίχνος χιούμορ και μάλλον ήρθε σε μια δημιουργική κόντρα με τις προθέσεις του Ψαθά - πως να γελάσεις δηλαδή όταν βλέπεις δυο ανθρώπους να κλαίνε φοβισμένοι και από πάνω τους τον βασανιστή τους να λειτουργεί χαιρέκακα;
Είναι τέτοια τα κρεσέντα στην ερμηνεία του Φιλιππίδη, αλλά και τόσο ευθυγραμμισμένη η ίδια η ερμηνεία, ώστε λίγα δευτερόλεπτα πριν το τέλος, ο θεατής ανακουφίζεται και δε νιώθει κανέναν οίκτο για την κατάληξη του Φον Δημητράκη. Σα να 'χεις παρακολουθήσει ένα γκραν - γκινιόλ θέαμα, όπου παρακαλάς να εξαλειφθεί το Κακό και να επικρατήσει το Καλό!
Μου άρεσε αυτή η καθόλου φλατ και ηθελημένα μονοδιάστατη αντιμετώπιση του Φον Δημητράκη ως απόλυτα κακού φασίστα, που η Θεία Δίκη, η Ιστορία δηλαδή, τον ξερνάει και δεν του αναγνωρίζει κανένα ελαφρυντικό, έστω κωμικό για χάρη του έργου, στοιχείο. Ένας χαρακτήρας με άλλα λόγια σκηνοθετημένος και ερμηνευμένος άψογα από τον Φιλιππίδη!
Σε πολύ καλά επίπεδα κινούνται και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, επίσης άψογοι επαγγελματίες: Ο Δημήτρης Μαυρόπουλος είναι ο Ζαρλάς, είρων και κυνικός χαφιές, στυλιζαρισμένος με το σατανικό του γέλιο και μία άκρως επιβλητική παρουσία επί σκηνής. Η Φαίη Ξυλά και η Μαρία Κατσανδρή, κόρη και μάνα αντίστοιχα, σκιτσαρισμένες στην εντέλεια με αθωότητα η μία και με εκνευριστική υπεροψία η άλλη. Πάντα εξαιρετικός ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης με την ερμηνευτική απλότητα που τον διακρίνει και τη φυσικότατη εκφορά του λόγου του. Μέσα σ' όλο τον θίασο, οφείλω να εξάρω και τη συμμετοχή του Θανάση Ισιδώρου, ενός νεαρού απόφοιτου της δραματικής σχολής που ο Φιλιππίδης εμπιστεύθηκε και του έδωσε το ρόλο του βλάχου αγράμματου μπάτσου. Μεγάλο ταλέντο, κάναμε καινούργιο συκώτι απ' το γέλιο και αν γυριζόταν η ελληνική εκδοχή του Mr. Bean τον είχε το ρόλο στο τσεπάκι του!
Εν κατακλείδι, ο Φιλιππίδης πουλάει μεν, κάνει Τέχνη δε, δουλεύει, κοπιάζει, σέβεται το κοινό του και στήνει παραστάσεις με χειρουργική ακρίβεια απ' όλες τις απόψεις. Όταν μάλιστα παίζοντας έναν χαρακτήρα συγκεκριμένο σε κάνει να ξεχάσεις οτιδήποτε άλλο έχει κάνει στο παρελθόν, πόσο μάλλον τις καθημερινές εμφανίσεις του δια τηλεοράσεως, αν μη τι άλλο ξέρει να αρέσει!
Βγαίνοντας από τον Φον Δημητράκη και το Θέατρο Μουσούρη, η μόνη απάντηση στην ερώτηση «Τι είδες;» είναι «Την παράσταση της χρονιάς από εμπορική και καλλιτεχνική άποψη»!