Τη μέρα που ανακοίνωσα ότι θα παιχτεί η ταινία για τη Γώγου στην Εύβοια, έλαβα ένα μήνυμα από τον Ανδρέα Μάνεσση, τον ιδιοκτήτη των γνωστών ταξιδιωτικών γραφείων, αλλά και μιας σειράς ξενοδοχειακών συγκροτημάτων σε πολλά μέρη της Ελλάδας: «Σας περιμένω όλους για φαγητό στο ξενοδοχείο Αμαρόντα στην Ερέτρια». Το είπα στους άλλους, συμφώνησαν κι έτσι περάσαμε από του Μάνεσση, με τον οποίο διαφωνούμε πολιτικά και έχουμε κινδυνέψει να γίνουμε μπίλιες ιντερνετικά ουκ ολίγες φορές, αλλά εκείνος πρώτος ως καλός άνθρωπος ρίχνει τους τόνους κι έτσι τα βρίσκουμε. Εδώ είμαστε όλη η παρέα στη ρεσεψιόν του Αμαρόντα μαζί με τον Μάνεσση.
Κι εδώ εγώ με το φλοράλ πουκάμισο - δώρο της Χαρούλας από το Λονδίνο - με το φλοράλ ελεφαντάκι στην είσοδο του Αμαρόντα.
Ο Μάνεσσης είχε δώσει εντολή στους εξαιρετικούς σεφ του συγκροτήματος, τον Γαληνό και τον Βολιώτη, να μας μαγειρέψουν τα πάντα - μέχρι και ειδικά γεύματα για μένα, μια και εδώ κι ένα μήνα ακολουθώ την κέτο διατροφή. Κρέατα και δωσ' του κρέατα, αλλά και καβούρια, αστακούς, ευφάνταστες σαλάτες, λαχανικά, καθώς και για τον καφέ αμέσως μετά το γεύμα διάφορα σπέσιαλ γλυκά, τα οποία ούτε καν άγγιξα και δεν μου έλειψαν κιόλας. Το αστακουδάκι πάντως το τίμησα, έτσι ειδικά όπως ήταν μαγειρεμένο.
Το ίδιο και η Λιάνα, που σχολίαζε: «Τόσον καπιταλισμό δεν τον αντέχω ειλικρινά»! Μετά, όμως, γύρισε κι είπε του Μάνεσση: «Ανδρέα, απ' όλα αυτά εδώ μέσα, η γνωριμία μαζί σου έχει τη μεγαλύτερη σημασία, καθώς μου είσαι πολύ συμπαθής σαν άνθρωπος».
Ο Μάνεσσης που όλοι κάποια στιγμή θα έχουμε ταξιδέψει με τα πρακτορεία του, είναι ένας πολύ ιδιαίτερος αυτοδημιούργητος άνθρωπος. Λέγεται πως ξεκίνησε φτωχόπαιδο από μια εργατική οικογένεια του Πειραιά, σπούδασε ηθοποιός, αλλά είχε την εξυπνάδα να πιάσει τη ζωή απ' τα μαλλιά κανονικά. Σήμερα θεωρείται ένας Μαικήνας, που εγώ προσωπικά που μου είναι αδιάφορος ο πλούτος, συγκινούμαι πιο πολύ όταν κάνει πράξεις ακτιβιστικές, όπως τότε με τις φωτιές στην Εύβοια, που άνοιξε το ξενοδοχείο του για να μπορούν πυροσβέστες και πυρόπληκτοι να κάνουν ένα μπάνιο και να φάνε ένα καλό φαΐ. Θέλω να πω ότι ακόμη κι αν δεν ταυτίζεσαι ιδεολογικά μ' έναν άνθρωπο, όταν αυτός ακριβώς τιμάει την έννοια άνθρωπος, όλα τα άλλα δεν έχουν και πολύ μεγάλη σημασία.Τον παρατηρούσα να μιλάει στοργικά στο αναρίθμητο υπαλληλικό προσωπικό του, σαν να έχει με όλους καλές σχέσεις. Πάντως, ωραιότερο καπνό με γεύση από 18 διαφορετικά φρούτα, δεν είχα ξαναπιεί σε ναργιλέ ούτε καν στην Τυνησία και στην Τουρκία που'χα την ευκαιρία να επισκεφτώ κάποτε. Να'ναι καλά ο Μάνεσσης και τον ευχαριστούμε πολύ για τη φιλοξενία και την περιποίηση.
Αναχωρήσαμε στις 6.30 το απόγευμα από την Ερέτρια, καθώς είχαμε ακόμη μία - μιάμισι ώρα δρόμο για το Πόρτο Μπούφαλο του Τζωρτζάκη. Το βρήκαμε σχετικά εύκολα το μέρος και, πράγματι, ήμασταν εκεί λίγο νωρίτερα από τις οχτώ. Λάτρεψα την ησυχία αυτού του μικρού λιμανιού ανάμεσα στα βουνά της Εύβοιας, λίγη ώρα μετά το Αλιβέρι. Ζήλεψα τον Χάρη, που τον πετύχαμε να ετοιμάζει τα της προβολής, για τη ζωή του που'ναι μοιρασμένη μεταξύ Αθήνας και Πόρτο Μπούφαλο, αφού εκεί διατηρεί ένα μικρό ξενοδοχείο, το οποίο βρήκαμε γεμάτο από Γάλλους...γιόγκι. Βέβαια, εγώ που'μαι άνθρωπος της πόλης, δεν θα μπορούσα να μένω σ' ένα μέρος που δε βρίσκεις περίπτερο για τσιγάρα και που οι δυο - τρεις ταβέρνες στη σειρά λειτουργούν και ως καφετέριες. Εκεί είναι να πας ν' αράξεις για καμιά βδομάδα αν θες να νιώσεις απομόνωση και αφού- εννοείται - θα'χεις κάνει τις προμήθειες σου. Καλή παρέα να υπάρχει και παντού πας εδώ που τα λέμε, αυτή είναι η αλήθεια. Η προβολή των ταινιών ξεκίνησε στις 9 και κάτι. Είχαμε καμιά τριανταριά άτομα - ήρθε κι ένα μεσόκοπο ζευγάρι που το έμαθαν από το facebook μου, όπως μου είπαν - και σε όλους μοιράστηκε το τελευταίο τεύχος του FAQ magazine.
Ο οικοδεσπότης του θερινού σινεμά του Πόρτο Μπούφαλο, ο Χάρης Τζωρτζάκης, με προλόγισε στο κοινό. Εγώ πάλι διάβασα στην αρχή δυο λόγια που είχα πάρει μαζί μου από τους δημιουργούς του «A la carte», τον Ταξιάρχη Δεληγιάννη και τον Βασίλη Τσιουβάρα, λέγοντας στον κόσμο πως αμέσως μετά και την προβολή της Γώγου, θα ήμουν στη διάθεση τους για συζήτηση. Όπως και έγινε! Μεταξύ του κοινού, δυο μεγάλες αγάπες, οι φίλοι και συνάδελφοι Χρυσούλα Παπαϊωάννου και Δημήτρης Παπαθανασίου. Επίσης, ο Ηρακλής Τριανταφυλλίδης από τους DNA και τη θρυλική Λερναία Ύδρα των ένδοξων ελληνικών rock seventies!
Νομίζω πως και οι δύο ταινίες άρεσαν πολύ, αφού η συζήτηση άναψε για τα καλά αμέσως μετά. Με το «A la carte» μιλήσαμε για την ανελευθερία του Τύπου στη χώρα μας, εφόσον αυτό ήταν το θέμα της 10λεπτης ταινίας, στην οποία είχα την τιμή να συμπρωταγωνιστώ με τον Χρήστο Στέργιογλου. Για τη Γώγου πάλι οι άνθρωποι ρωτούσαν να μάθουν κι άλλα γι' αυτήν - συνθήκη συνηθισμένη σε κάθε προβολή του ντοκιμαντέρ. Θα έλεγα, πάντως, πως η χθεσινή προβολή στο Πόρτο Μπούφαλο, δίπλα στο κύμα κυριολεκτικά, ήταν μάλλον η ωραιότερη που έχει γίνει εδώ και μία δεκαετία ακριβώς από τότε που ολοκληρώθηκε η ταινία.
Κατά τις 12 το βράδυ μεταφερθήκαμε οδικώς απέναντι, στο ξενοδοχείο του Χάρη. Οι γιόγκι από τη Γαλλία τέλειωναν το πάρτι τους, οπότε εμείς κάτσαμε κάπου πιο παράμερα και ήπιαμε τα ποτά μας. Εδώ τα λέμε με τη Χρυσούλα Παπαϊωάννου. Γελάσαμε πολύ, ο Γιώργης έκανε τις μιμήσεις του, η Χαρούλα μιλούσε για τη ζωή στο Λονδίνο και τα δύο παιδιά της που υπεραγαπάει, ενώ με τον Δημήτρη και τον Χάρη την κουβέντα μονοπώλησε - τι άλλο; - η πολιτική μ' αυτόν τον συρφετό της συφοράς που'χουμε μπλέξει όλοι και το σκάνδαλο τύπου Γουότεργκέιτ, που για τα ελληνικά κανάλια ήταν απλώς...ενδέκατη είδηση.
Αφού το ξενοδοχείο του Τζωρτζάκη δεν διέθετε κανένα δωμάτιο στην καρδιά του καλοκαιριού, φρόντισε να μας κλείσει ένα διαμέρισμα rbnb στο χωριό Αργυρό, που βρίσκεται σε υψόμετρο δύο χιλιόμετρα πάνω από το Πόρτο Μπούφαλο. Κοιμηθήκαμε όπως - όπως, άλλος στον καναπέ, άλλος στο πάτωμα σε sleeping bag και άλλος σε κρεβάτι. Μικρό χωριό με κακό internet - φαντάσου τώρα εμένα χωρίς καλό σήμα στα όρη και τα βουνά. Να ένας λόγος για να έφευγα μαζί με τους φίλους μου την επόμενη μέρα, σήμερα δηλαδή το πρωί, αφού κι ο Χάρης θα'χε τα δικά του τρεχάματα με την αποψινή συναυλία μες το θερινό σινεμά. Ήπιαμε ένα καφεδάκι στα γρήγορα στον μοναδικό καφενέ του χωριού, φωτογράφισα τους θαμώνες του (λίγο μετά και τα κατσίκια τους on the road), τηλεφωνήθηκα με τον Χάρη, τον ευχαρίστησα για όλα, για τις ετοιμασίες και τη φιλοξενία του, και αναχωρήσαμε για Αθήνα. Σε μια ώρα περνούσαμε τη μεγάλη γέφυρα της Χαλκίδας και σε άλλη μία ώρα βρισκόμουν στο σπίτι μου. Καλό ήταν αυτό το διημεράκι, είδα λίγο θάλασσα και κατάλαβα λίγο από ησυχία και από καλοκαίρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου