Έχω παρατηρήσει ότι δουλεύετε πάρα πολύ τελευταία. Σωστά;
Δουλεύω
συνεχόμενα, αλλά όχι πάρα πολύ. Φροντίζω να έχω και διακοπές, άρα είναι
ελεγχόμενα τα πράγματα. Φέτος έτυχε να έχω τους «Απάχηδες των Αθηνών», πέντε –
έξι παραστάσεις σύνολο, αλλά οι πρόβες έγιναν ταυτόχρονα μ’ αυτές για τη
«Μπερνάρντα Άλμπα». Ευτυχώς τώρα κάνω πρόβες μόνο στη «Μπερνάρντα Άλμπα». Να
κάτι που δεν κάνω συνήθως, δύο πράγματα συγχρόνως.
Συμφωνείτε πως
μετά τον «Κυνόδοντα» γίνατε περιζήτητος, σαν να σας άνοιξε πόρτες ο Λάνθιμος;
Για μένα τίποτα
δεν έχει αλλάξει. Ίσως το «περιζήτητος» να οφείλεται στο ότι οτιδήποτε
αναλαμβάνω, το κάνω με συνέπεια και με φροντίδα. Δεν ξέρω τι είναι το ζενίθ ή
το ναδίρ μίας πορείας, εγώ πιστεύω στην πορεία του καθενός που του τυχαίνουν
ωραία και άσχημα πράγματα.
Πιστεύετε στον
παράγοντα της τύχης;
Βεβαίως. Η τύχη,
όμως, πρέπει να συνδυάζεται με την τόλμη και την ευαισθησία να τη δεχτείς, να
είσαι «ανοιχτός», όχι απλώς για να την εκμεταλλευθείς.
Πείτε μου μια
– δυο περιπτώσεις που είχατε το χάρισμα να είστε «ανοιχτός».
Εμένα η τύχη μου
είναι ότι κάνω ωραίες συναντήσεις. Τις προκαλώ βέβαια. Έρχονται άνθρωποι,
συγγενείς με μένα, που μου λένε να δουλέψουμε, αλλά αυτή η συγγένεια πάλι δεν
είναι τυχαία. Ξέρουν δηλαδή οι άνθρωποι με ποιον έχουν να κάνουν, άρα τώρα που
το σκέφτομαι, έχει να κάνει με τη δική μου την καθαρότητα και ειλικρίνεια των
προθέσεων. Δεν έχω καμία αίσθηση του «φαίνεσθαι», του «ίματζ» και της καριέρας.
Ποτέ δεν τα σκέφτηκα.
Σας πιστεύω.
Μπορεί να σας συναντήσει κανείς στην Πατησίων, κοντά στο σπίτι σας, ή μέσα σε
μια λαϊκή αγορά.
Υπάρχει ένα
μανάβικο που το λατρεύω κοντά στην πλατεία Αμερικής. Πολύ μερακλής αυτός που
το’χει, τακτοποιεί συνεχώς την πραμάτεια του. Πήγα μια φορά και έψαχνα μια ρίζα
που δεν την έβρισκα. «Βεβαίως την έχω και θα σας δώσω και τις δύο που μείνανε»
μου λέει. «Να φέρω κι άλλες άμα τις παίρνετε». Η ρίζα, στο μεταξύ, κοστίζει ένα
ευρώ, όχι παραπάνω, αλλά αυτός ενδιαφέρθηκε να μ’ εξυπηρετήσει σαν άψογος
επαγγελματίας στη δουλειά του. Έτσι θέλω να είμαι κι εγώ στη δική μου δουλειά.
Μέσα στα
χρόνια θέλατε να βελτιωθείτε σαν άνθρωπος ή σαν καλλιτέχνης;
Μαζί πάνε αυτά.
Κάτι δεν πάει καλά αν δεν ισορροπούν αυτά τα δύο. Μπορεί να είσαι καλός στη
δουλειά σου και να μην υπολογίζεις τους ανθρώπους;
Μην το λέτε,
έχουμε πλείστα παραδείγματα.
Δεν μ’
ενδιαφέρουν αυτά τα παραδείγματα, γιατί χάνω ενέργεια άμα τα σκέφτομαι. Πιστεύω
ότι ένας καλλιτέχνης δεν μπορεί να μην είναι συνάνθρωπος και να είναι
καλλιτέχνης, δεν γίνεται να πατάει επί πτωμάτων. Η ζωή είναι τόσο μικρή που αν
δεν υπάρχει ο σεβασμός, δεν τη ζεις. Μαζί είμαστε, δεν υπάρχει πρώτος ή
δεύτερος ή τελευταίος.
Το λέτε κι απ’
την άποψη της ταξικής συνείδησης;
Φυσικά. Είναι
άλλο θέμα να πατάς επί πτωμάτων για να επιβιώσεις, αφού η πείνα μπορεί να σε
κάνει έτσι. Και πάλι, όμως, αποκλείεται να σε σκότωνα για να πάρω ψωμί από
σένα, θα το ζητούσα. Αυτή τη στιγμή, όμως, ζούμε σ’ ένα φοβερό καπιταλισμό, που
τρώει, τρώει και όλο τρώει. Δεν υπάρχει ανθρωπιά και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε.
Να πάμε πίσω στις ρίζες μας; Να δούμε ο ένας τον άλλον; Να εκτιμήσουμε τη ζωή
και τον αέρα που αναπνέουμε; Χωρίς να το λέω θρησκευτικά, πιστεύω στη ρήση του
Ευαγγελίου, «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν». Άμα αγαπάμε τους άλλους, όπως
αγαπάμε τον εαυτό μας, δεν θα υπήρχαν ανισότητες και πόλεμοι. Μιλάω για μια
ουτοπία τώρα. Έτσι όπως πάμε, βλέπω το Κεφάλαιο να τρώει και το κεφάλι του και
στο τέλος θα σκάσει και θα κάνει ένα μεγάλο μπαμ και δεν θα ξέρουμε από που μας
ήρθε. Αυτό τον εφιάλτη ζει ο κόσμος, οπότε τι μου λέτε τώρα εσείς για
«καριέρες» και «πορεία»…
Το «θα το
ζητήσω και δε θα σκοτώσω για να κλέψω» είναι μια πρόταξη του ήθους έναντι της
ηθικής.
Ναι, το ήθος
είναι δικό σου θέμα. Μου έτυχε πριν από πάρα πολλά χρόνια, όταν πρωτοήρθα στην
Αθήνα, να περπατώ στο δρόμο για το σπίτι μου. Με πλησίασαν δύο, ένας από
μπροστά κι ένας από πίσω μου, όπου αισθάνθηκα να μου ακουμπάνε μαχαίρι. Μου
λένε «Δώσε μας λεφτά» και τους κάνω «Φυσικά να σας δώσω, αλλά μπορείτε να
πάρετε το μαχαίρι από πάνω μου;» Είχα ένα ποσό στην τσέπη μου, τους το έδωσα
όλο και τους ρώτησα «Γιατί δεν τα ζητάγατε; Θα σας τα έδινα». Μετά – άκου
θράσος που είχα – τους ζήτησα πέντε δραχμές για να πάρω ταξί ως το σπίτι μου.
Μου δώσανε.
Είστε
γεννημένος στο Διδυμότειχο. Μέχρι πότε μείνατε εκεί;
Μεγάλωσα στο
Διδυμότειχο, όπου έμεινα μέχρι τα 18 μου. Ήταν ένα εξαιρετικό περιβάλλον μέσα
σε μια πολύ φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας μου είχε κάρο με άλογο και έπαιρνε
κρέατα από τα σφαγεία για να τα μοιράσει στα κρεοπωλεία. Η μάνα μου δούλευε στα
χωράφια. Έχω μια αδερφή κι έναν αδερφό ακόμη, εν ζωή ευτυχώς. Μετά τα 18, έζησα
δεκατρία χρόνια στη Θεσσαλονίκη προτού φύγω για Νέα Υόρκη. Πέρασα στο
πανεπιστήμιο, οικονομικές – πολιτικές επιστήμες, αλλά στο τρίτο έτος, στα 21
μου, αποφάσισα να γίνω ηθοποιός. Πήγα στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης στη
δραματική σχολή του Διονύση Καλού και της Σοφίας Λάπου. Ε, λίγο μετά γνώρισα
τον Θόδωρο Τερζόπουλο που παίξαμε μαζί με την Ανέζα Παπαδοπούλου.
Ήταν πολύ φίλη
σας η συχωρεμένη.
Πολύ, πολύ…Για
μένα δεν έφυγε, ακόμη έρχεται και μου μιλάει, με συμβουλεύει. Και τώρα που
παίζω τη Μπερνάρντα, η Ανέζα έπαιζε τη Μπόνφια στο ίδιο έργο με τη Μπέττυ
Αρβανίτη Μπερνάρντα. Πιστεύω λίγο σ’ αυτά, όπως εδώ, στο προηγούμενο έργο, ήρθε
λίγο ο Τσαρούχης, τον καλωσόρισα, ήρθαν και ο Χατζιδάκις με τον Κουν, οπότε
έγιναν ένα κράμα μέσα μου και στην «Αντιγόνη» μιμήθηκα την ενέργεια τους.
Τι θυμάστε από
τα φοιτητικά χρόνια;
Στο πανεπιστήμιο
ασχολήθηκα μόνο ένα χρόνο με τις σπουδές. Επειδή τότε ήταν χούντα, πήγαινα μόνο
κι έδινα εξετάσεις. Οι άλλοι νόμιζαν πως δεν είμαι φοιτητής, αλλά χαφιές. Δεν
το ζήσατε και εύχομαι ποτέ να μην το ξαναζήσει άνθρωπος, αλλά τότε όλοι ήμασταν
ύποπτοι. Φυσικά και ήμουν κατά της χούντας και φυσικά κάναμε αγώνα και φυσικά
έφαγα ξύλο από την Ασφάλεια λόγω αφισοκολλήσεων. Στο Πειραματικό Εργαστήρι,
αφού είχε τελειώσει η χούντα, η πρώτη παράσταση που κάναμε ήταν η «Απεργία» του
Σκούρτη. Εγώ έπαιζα τον χειρότερο ρόλο, του χαφιέ. Η μάνα μου, ούσα «καμμένη»
από τον κομμουνιστή άντρα της, που τον είχαν στείλει στο βουνό και τον φώναζαν
«Ο Κούκος» από το ΚΚΕ, όταν ήρθε και με είδε, μου είπε: «Πολύ ωραίο το έργο
σας, παιδάκι μου, αλλά πολύ κομμουνιστικό. Εσύ καλά έκανες που έπαιξες το ρόλο
αυτό για να μη σε κλείσουν μέσα» (γέλια). Σαφέστατα ήταν νοσταλγικά χρόνια,
διότι ως νέοι γλεντούσαμε με το παραμικρό, αλλά όταν πέρασε η χούντα, άρχισε η
σεξουαλική επανάσταση στη Θεσσαλονίκη κι ήμασταν πρωτεργάτες.
Παράλληλα με
το ΑΚΟΕ στην Αθήνα.
Βεβαίως, αλλά δεν
ήταν τόσο το ομοφυλοφιλικό κομμάτι, όσο μια γενικότερη ελεύθερη κατάσταση.
Ήμασταν ευτυχισμένοι κι ελεύθεροι στη Θεσσαλονίκη μέχρι που ήρθαν άλλα εμπόδια.
Και στην
Αμερική πως καταλήξατε;
Στην Αμερική
πήγαμε μαζί με την Ανέζα, γιατί δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε μετά το Θεατρικό
Εργαστήρι. Εκεί ήμασταν όλοι αριστεροί, χωρισμένοι σε ΚΚΕ Εσωτερικού και ΚΚΕ
Εξωτερικού, όπου έγιναν δύο θίασοι. Μες στην ομάδα εγώ είχα προσόντα
επικοινωνίας. Έπρεπε, ύστερα από συνέλευση, να τα κάνουμε όλοι όλα. Εγώ, όμως,
ούτε να καρφώσω μπορώ, ούτε να σκάψω και οι αρμοδιότητες δεν μοιράζονταν
σύμφωνα με τις δυνατότητες του καθενός. Δεν μπορούσε έτσι να γίνει η δουλειά.
Χωρίστηκαν οι θίασοι, τότε που είχε έρθει ο Τερζόπολος και έκανε την πρώτη του
δουλειά, το «Ψωμάδικο» του Μπρεχτ. Κάπου εκεί εμείς φτιάξαμε το θέατρο
«Αμαλία», την παλιά Πειραματική Σκηνή της Θεσσαλονίκης. Εκεί, στο Θεατρικό
Εργαστήρι, συνυπήρξαμε με τη Ρούλα Πατεράκη, τη Σοφία Φιλιππίδου, τη Λιάνα
Οικονόμου – οι άνθρωποι που με βάλανε μέσα στην ελευθερία της αριστερής σκέψης
μαζί με την τέχνη. Χρωστάω πολλά σ’ αυτή την ομάδα. Μετά κάναμε κάποιες
δουλειές με τον Τερζόπουλο στο ΚΘΒΕ, σε μία απ’ τις οποίες πρωτόπαιξα Λόρκα,
στη «Γέρμα». Είπαμε με την Ανέζα πως δεν θέλαμε να μείνουμε άλλο, πήραμε των
ομματιών μας και πήγαμε στην Αμερική.
Δεν ήταν μια
τρέλα αυτό για την εποχή;
Τεράστια! Είχαμε
από χίλια δολάρια ο καθένας, βγάλαμε τα εισιτήρια και πήγαμε στη Νέα Υόρκη. Τα
δικά μου λεφτά τα είχα σ’ ένα πουγκί στο στέρνο μου. Η Ανέζα είχε συγγενείς στο
Κονέκτικατ, αν θυμάμαι καλά, που μείναμε για λίγα βράδια. Πριν φύγουμε από την
Ελλάδα, όμως, συνάντησα τυχαία ένα φίλο που μου είπε ότι εκεί βρισκόταν ο Αλμπέρτο,
ο αδερφός του και μου έδωσε το τηλέφωνο του. Μέναμε σ’ ένα μέρος μόνο για ύπνο
μέσα στο πανεπιστήμιο, αλλά μας έδιωξαν γιατί δεν ήμασταν παντρεμένοι και δε
μπορούσαμε να μείνουμε μαζί με την Ανέζα. Πήγαμε σαν τα καημένα να ψωνίσουμε σ’
ένα σούπερ μάρκετ και δίπλα μας έγινε μία ληστεία. Το πρώτο καλωσόρισμα στη Νέα
Υόρκη! Αφού δε μπορούσαμε να μείνουμε στο πανεπιστήμιο, τηλεφώνησα του Αλμπέρτο
και μας φιλοξένησε με χαρά. Γίναμε οι καλύτεροι φίλοι μέχρι σήμερα. Εγώ τελικά
έμεινα δύο χρόνια, η Ανέζα έναν παραπάνω γιατί έπαιξε στο «La Mamma». Όλο αυτό το διάστημα έκανα μαθήματα για τη γλώσσα και μετά μαθήματα στο
«HB Studio». Σπούδασα εκεί και έμαθα πολλά. Ο λόγος ήταν
αυτός χωρίς να το ξέρω, σαν να βρήκα τον στόχο μου. Παρακολούθησα μερικά
μαθήματα και στο Actors Studio, όπου γνωρίσαμε τον Ανδρέα Μανωλικάκη.
Κάναμε ωραία παρέα κι επειδή αυτός έμενε στην Αστόρια, κάναμε ένα θίασο και
περιοδεύσαμε στους εκεί Έλληνες. Παίξαμε εγώ με την Ανέζα στην «Υστερία» του
Σκούρτη. Επίσης τραγουδούσα και σε μία μπουάτ του Βαγγέλη Φάμπα με τη σοπράνο
Άννα Παϊδούση. Έχω ακόμη κασέτες που τραγουδούσαμε Λοΐζο!
Μου αρέσει πολύ
κι ακόμη το κάνω. Τις προάλλες τραγουδήσαμε στο «Baumstrasse» της Μάρθας Φριτζήλα, τραγούδια του
Ηρακλή Πασχαλίδη μαζί με τη Λυδία Φωτοπούλου. Έχω δουλέψει πολύ με τον Ηρακλή,
αφού πήγαμε μαζί και στην Κέρκυρα, στους Αγώνες του Μάνου Χατζιδάκι. Αυτό έγινε
πριν να φύγω την Αμερική. Εδώ πρέπει να πω ότι γνώρισα τον Ηρακλή Πασχαλίδη από
μία αγγελία έξω από ένα υπόγειο, τη μπουάτ «Κατμαντού». Ζητούσαν τραγουδιστή,
τηλεφώνησα και μπήκα σ’ ένα διαμέρισμα όπου με συνόδεψε ο Ηρακλής στο πιάνο στο
«Χάρτινο το φεγγαράκι». Ενθουσιάστηκε και τακιμιάσαμε, γίναμε αδέρφια. Μάθαμε
ότι κάνει τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού ο Χατζιδάκις και στείλαμε δύο
τραγούδια. Πέρασαν και τα δύο! Θα μου μείνει η μεγαλοψυχία του Χατζιδάκι και το
ότι δεν ξεχώριζε ταξικά τους ανθρώπους. Με το θράσος της νιότης, σε μια στιγμή
που έτρεχαν όλοι και ο Χατζιδάκις ήταν καταϊδρωμένος, ενώ έκανα πρόβες το
τραγούδι και εκείνος διηύθυνε, το είπα μία και μοναδική φορά. Με ρωτάει: «Είσαι
εντάξει;» και τον ρωτάω «Μήπως μπορούμε να το κάνουμε άλλη μία φορά;» Εκεί
έλαμψε ολόκληρος, φωτίστηκε όλο το πρόσωπο του και μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο μου
είπε: «Βεβαίως»! Δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου αυτό! Να, γι’ αυτούς τους
ανθρώπους θέλω να μιλάω, όχι για άλλους!
Η θητεία σας
στη μουσική πήγαινε παράλληλα με την υποκριτική.
Δεν ξέρω,
ειλικρινά, τι υπερτερούσε. Δεν παράτησα κάτι όταν έφυγα στην Αμερική. Κι όταν επέστρεψα, δούλεψα πολύ με τα ΔΗΠΕΘΕ.
Πρώτα στην Καλαμάτα, όπου εκεί κάναμε μια πρώτη μεγάλη επιτυχία με τον
συνάδελφό Κώστα Ζαχαράκη και τον συνθέτη Τάσο Καρακατσάνη. Μιλάω για τα
«Καπέλα», μία καμπαρέ παράσταση με τραγούδια και τετραμελή ορχήστρα. Θα σας πω
μια ιστορία: Η μητέρα μου ήταν μια λαϊκή γυναίκα κι εγώ είχα πάρει την ευχή και
των δύο γονιών μου. «Κάνε ότι σ’ αρέσει, εσύ ξέρεις καλύτερα από μας» μου είχαν
πει όταν τους ενημέρωσα ότι θα αφήσω το πανεπιστήμιο για να γίνω ηθοποιός. Τα
«Καπέλα» ήταν πολύ τολμηρή παράσταση. Κάναμε γυναικείους ρόλους και βγαίναμε
έντονα βαμμένοι, κάναμε μέχρι και τις πόρνες. Αναρωτιόμουν πως θα την καλέσω τη
μάνα μου…Πήρα ένα ρίσκο και την κάλεσα. Ήρθε η μάνα μου, τελειώνει η παράσταση,
η οποία έσκισε, αφού παίξαμε ακόμη δύο φορές έκτακτα κι απ’ έξω περίμεναν
ουρές, μ’ αγκαλιάζει και μου λέει: «Παιδάκι μου, εγώ σε γέννησα;» Δεν γίνεται,
λοιπόν, όταν κάνεις κάτι αληθινό να μην το δεχτεί ο άλλος. Κι εμείς αυτό που
κάναμε ήταν η απόλυτη έκφραση των τριών μας, του Ζαχαράκη, του Καρακατσάνη και
εμού.
Κι ύστερα ήρθε
η «Λεωφόρος» με Βουτσινά, Κραουνάκη και Νικολακοπούλου.
Μετά τα ΔΗΠΕΘΕ,
ενώ έψαχνα για δουλειά, ο Βουτσινάς έκανε την «Λεωφόρο Α’» που ήταν στη Συγγρού
με την Πρωτοψάλτη, την Αρβανιτάκη και τον Κώστα Γανωτή. Η παράσταση είχε την
υπογραφή του Σταμάτη και της Λίνας. Τον κονφερασιέ έκανε ο κωμικός Χρήστος
Ευθυμίου, ο οποίος αποχώρησε για δικούς του λόγους. Μου πρότειναν να πάω στη
θέση του, αλλά επειδή δεν είχαν μπάτζετ, μου είπαν να κάνω το βοηθό σερβιτόρου,
ούτε καν σερβιτόρος δηλαδή. Έπρεπε να καθαρίζω το μαγαζί και να σηκώνω και τα
τηλέφωνα. Ξαφνικά, όμως, άφηνα το δίσκο, έπιανα το μικρόφωνο κι έλεγα ένα
τραγούδι, τη «Τζεζαμπέλ» του Γιώργου Μαρίνου. Γινόταν της πουτάνας! Και να η
ταξική διαφορά: Εκεί που δεν μου έδινε σημασία κανείς, μετά οι πελάτες μου
μιλούσαν στον πληθυντικό. Θα πω κάτι τώρα υπέρ του Σταμάτη που θέλω να το λέω
πάντα: Έπαιρνα ένα μεροκάματο κι αυτός με ρώταγε κάθε βράδυ πόσα έβγαλα. Αν το
ποσό ήταν κάτω από χίλιες δραχμές, π.χ., έβγαζε εκείνος και μου έδινε τα
υπόλοιπα. Έτσι είμαστε σαν αδέρφια, παρόλο που δεν βλεπόμαστε συχνά.
Στον
κινηματογράφο πότε πρωτοπαίξατε;
Μετά τα 45 μου, στις
δύο πρώτες ταινίες της Κατερίνας Ευαγγελάκου και της Πέννυς Παναγιωτοπούλου.
Βραβεύτηκα και για τις δύο. Δεν κατάλαβα διαφορά σε σχέση με το θέατρο. Ίσως τα
ερμηνευτικά ρακόρ μόνο, αφού μπορεί να χτυπάς μια πόρτα τη μια μέρα και να
μπαίνεις στο σπίτι υποτίθεται μετά από μία εβδομάδα γύρισμα. Αυτή είναι μία
βασική διαφορά στην υποκριτική σου. Πρέπει να έχεις την ίδια ενέργεια, κάτι που
μαθαίνεται με την εμπειρία των γυρισμάτων. Παίζω ανελλιπώς στο σινεμά από τότε
και θέλω να μη σταματήσει αυτό.
Πιστεύετε ότι από τον «Κυνόδοντα» και μετά, πήρατε αυτό που δικαιωματικά σας αξίζει;
Όχι, μου
ακούγεται λάθος αυτό. Δεν υπάρχει τίποτα
«δικαιωματικά», απλά ήρθε κι ήταν μια εξαιρετική εμπειρία. Τίποτα δεν μου
ανήκει δικαιωματικά. Κανείς δεν περίμενε να γίνει μια τόσο μεγάλη επιτυχία και
το μόνο πολύ ωραίο που έγινε ήταν το ξάνοιγμα μου στο εξωτερικό. Ενθουσιάστηκα
με το που διάβασα το σενάριο και, μάλιστα, ήταν να πάω διακοπές με τα δύο μικρά
ανιψάκια μου. Μου έγινε η πρόταση για τον «Κυνόδοντα» και τους είπα ότι θα πάμε
μετά, αμέσως δηλαδή δέχτηκα το ρόλο. Επιτυχία έγινε επειδή κάναμε όλοι καλά τη
δουλειά μας. Και θα σας πω κάτι για την επιτυχία τώρα: Μετά τα «Καπέλα», πάμε
να κάνουμε τον «Κήπο» στο Ρόδον, μια νέα μουσική παράσταση με τον Κένζι Ίτο,
τον πρώην σύζυγο της Θέμιδας Μπαζάκα. Ξεκινήσαμε πρόβες και λέγαμε ότι θα
σκίσουμε. Τίποτα δεν έγινε, γιατί οι προθέσεις δεν ήταν αγνές και ήμασταν
υπερόπτες. Δεν πάει έτσι, όμως. Ήταν τεράστιο μάθημα. Απ’ τον «Κυνόδοντα» και
μετά, έπαιξα σ’ ένα σήριαλ στο Λονδίνο και ήρθαν πολλά χρήματα. Δεν έχω πια το
άγχος του άμα δεν υπάρχει δουλειά, τι θα κάνω…Βέβαια, την τελευταία εικοσαετία
το πρόβλημα αυτό είχε λυθεί, αλλά τώρα είμαι ακόμη πιο πολύ ήσυχος.
Ας πάμε τώρα
στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» που κάνει πρεμιέρα στα τέλη του Γενάρη.
Με την Πρωτόπαπα
έχουμε μία συγγένεια πνευμάτων, μικρών ή μεγάλων δεν ξέρω, και εδώ έχουμε να
κάνουμε με ένα ποίημα – ελεγεία του Λόρκα. Είναι βαθιά πολιτικό έργο που
σχετίζεται με τον Ισπανικό Εμφύλιο και τη δολοφονία του Λόρκα. Δεν ήταν μόνο η
ομοφυλοφιλία του, αλλά και η αντιφασιστική του στάση που την πλήρωσε.
Υπάρχει μια
ταύτιση του Λόρκα με τον μεταγενέστερο του, Παζολίνι;
Μάλιστα. Τον
Παζολίνι γιατί τον δολοφόνησαν, γιατί ήταν ομοφυλόφιλος ή επειδή έκανε το «Σαλό
– 120 μέρες στα Σόδομα»; Ήταν δύο διαφορετικοί ποιητές με κάποια κοινά. Κι
εμείς τώρα αντιμετωπίζουμε την παράσταση αυτή σαν ποίημα.
Γνωρίζατε ότι
θα σας βολιδοσκοπούσε η Πρωτόπαπα για τον ομώνυμο ρόλο;
Όχι, ήξερα απλά
ότι θα ξαναδουλέψουμε μαζί. Προέκυψε τώρα η «Μπερνάρντα Άλμπα» και με ρώτησε
«Να το κάνουμε;» Της απάντησα «Πάμε να το κάνουμε»! Μας οδηγεί ο Λόρκα, λοιπόν,
και για το πού πάει, θα σας γελάσω.
Υποδύεστε μία
γυναίκα – εμβληματική φιγούρα στο παγκόσμιο θέατρο.
Η Μπερνάρντα
Άλμπα είναι κάτι ανεξήγητο, πέρα απ’ τα ανθρώπινα, σαν σύμβολο, όπως ήταν και η
«Μάνα – Κουράγιο» του Μπρεχτ. Η ποίηση τα επιτρέπει όλα, έχει ελευθερία. Δεν θα
ξεχάσω ποτέ πώς αντιμετώπισε ο Βασίλης Παπαβασιλείου την «Ελένη» του Ρίτσου.
Εγώ, ας πούμε, γυναίκα – γυναίκα έπαιξα μόνο στις «Οκτώ γυναίκες» με τον
Καραθάνο, όπου πήγαμε πάλι σε μορφές γυναικών – συμβόλων. Παρενδυτικά έπαιξα
στο «Παρτάλι» και «Το ρόδο είναι ρόδο», έχω αντιμετωπίσει δηλαδή πράγματα που
δεν είναι στη φύση μου. Απ’ την άλλη όμως είναι και της φύσης μου και δεν ξέρω
πως να το εξηγήσω. Εδώ η Μπερνάρντα δεν έχει να κάνει με φύλα, αλλά με ιδέες
και την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας.
Είστε μοναχικός ή συντροφικός άνθρωπος;
Συντροφικός
είμαι, όταν όμως έχω προετοιμασία για ρόλο και μελετώ, δεν μπορώ να ανεχτώ
κανέναν γιατί μ’ ενοχλεί το παραμικρό. Ευτυχώς κρατάει λίγο αυτό μόνο κατά την
εκμάθηση. Ποτέ δεν θέλω να είμαι μοναχικός αφού έτσι δεν χαίρεσαι. Αυτό που
λέγανε οι παλιοί, «άμα μοιράζεσαι τη χαρά είναι διπλή και άμα μοιράζεσαι τη
λύπη είναι μισή», ισχύει.
Αναφερθήκατε και
στα ανίψια σας, με τα οποία έχετε μια σχέση πατέρα – γιών αν κατάλαβα.
Όχι, δεν είμαι
σαν πατέρας τους, δεν τα έχω απ’ το πρωί ως το βράδυ στο ίδιο σπίτι. Είμαι ένας
εξωτερικός παράγοντας που νοιάζεται πάρα πολύ και υπάρχει μια προστασία. Ότι
ζητήσουν, θα το έχουν, χωρίς κανένα αντάλλαγμα κι αυτό, όντως, θυμίζει
αντιμετώπιση γονέα. Βέβαια, οι γονείς καμιά φορά φορτώνουν με ενοχές τα παιδιά.
Σας πιάνει
άγχος με το χρόνο που περνάει;
Αρχίζω απλά να
ενστερνίζομαι το θέμα της υγείας. Μειώνονται οι αντοχές, δεν μπορείς να κάνεις
ότι έκανες στα 30 ή στα 40 σου. Απ’ την άλλη, μειώνονται κάποια άγχη, όπως το
ν’ αποδείξεις σε κάποιον τι κάνεις ή τι είσαι. Δεν μετράει και πολύ η γνώμη των
άλλων από ένα σημείο και μετά. Έκανα πολύ καιρό να ξεπεράσω, ας πούμε, το να
χαίρομαι με τις καλές κριτικές. Τώρα ούτε με τις καλές χαίρομαι, ούτε με τις
κακές στενοχωριέμαι. Τα πράγματα που ακόμη με εκνευρίζουν σε τρομερό βαθμό
είναι η ανισότητα, οι ταξικές διαφορές και οι αφ’ υψηλού συμπεριφορές.
Λέτε να
ευθύνεται για το τελευταίο η λαϊκή, χωριάτικη σχεδόν, καταγωγή σας;
Σαφέστατα δεν θα
ήμουν έτσι αν είχα μεγαλώσει ως πλούσιος. Αν έκανα όμως την ίδια δουλειά και
συναναστρεφόμουν τους ίδιους ανθρώπους, ο ίδιος θα ήμουν κι εγώ.
Την ώρα του
τέλους, από ποια πρόσωπα θα θέλατε να είστε περιστοιχισμένος;
Θα περάσουν όλοι.
Εκείνη τη στιγμή περνάνε όλα από μπροστά σου. Θα ήθελα να είμαι μ’ αυτούς που
έχουμε αλληλοαγαπηθεί. Δεν είναι πολλοί. Προσπαθούμε να βρούμε το νόημα της
ζωής, το πως θα παίξουμε ένα ρόλο κλπ., εκείνη την ώρα όμως συνειδητοποιείς πως
το τέλος είναι κάτι τόσο απλό. Και πεθαίνεις…Δεν βάζουμε τον εαυτό μας σ’ αυτή
τη διαδικασία σκέψης.
Ας αργήσει
πολύ αυτή η στιγμή.
Ας αργήσει κι ας χαρούμε αυτή τη ζωή μέχρι τέλους, αν και είναι καλό να σκεφτόμαστε πότε – πότε το θάνατο. Φυσιολογική κατάσταση που όλοι θα την αντιμετωπίσουμε.