Τον θυμάμαι να περπατάει την οδό Ηπείρου, ανεβαίνοντας από το σταθμό Λαρίσης μέχρι την Αχαρνών. Πάντα σένιος, καθαρός και περιποιημένος, ντυμένος στα άσπρα συνήθως, με το μπαστουνάκι του. Δύο συναντήσεις είχα όλες κι όλες μαζί του, αλλά τη δεύτερη δεν θα την έλεγα και την πιο «ευτυχή» συνάντηση. Μιλάμε για το 2014, δέκα χρόνια πριν, όταν είχε περάσει τα 90 του χρόνια κι έδειχνε ακμαίος και «κοτσονάτος» δίχως τα κινητικά προβλήματα που βλέπεις σε ανθρώπους της ηλικίας του. Συγκεκριμένα τον είδα να βγαίνει από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής, τα οποία ευτυχώς ρήμαξαν μετά την αποκάλυψη της εγκληματικής δράσης των νεοναζήδων. Ερχόταν προς το μέρος μου, εμφανώς εκνευρισμένος, αλλά και με την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον, πιθανώς όποιον έβλεπε μπροστά του τη στιγμή εκείνη. Αψίκορος εγώ με κάτι τέτοια, δεν άντεξα και του την «είπα» του παππού: «Μα δε ντρέπεσαι, γέρος άνθρωπος, να μπαινοβγαίνεις στη φωλιά των δολοφόνων; Αυτοί είναι δολοφόνοι, δεν το ξέρεις;» Και τι μου απάντησε; «Μη μου μιλάς γι’ αυτούς, με σήκωσαν από τη θέση μου για να κάτσει ο αρχηγός τους»! Αν είναι δυνατόν! Ένας άνθρωπος στο λυκόφως της ζωής του, ένας καλλιτέχνης, ένας αλλοτινός σταρ του τραγουδιού, ο μόνος λόγος για τον οποίο εξέφρασε αντιπάθεια προς τους φασίστες, δεν ήταν τα αποδεδειγμένα εγκλήματα τους, αλλά το ότι τον υποτίμησαν, δίνοντας τη θέση του στον Μιχαλολιάκο. Τι να πεις…Ή μάλλον τι είχε απομείνει για να έλεγα στον, κατά τα άλλα συμπαθέστατο αυτό άνθρωπο. Κάτι άρχισε να μου λέει για τον Ιωάννη Μεταξά και για τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, εγώ πάλι του απάντησα «Πάνε αυτοί, μας τελείωσαν προ πολλού, μα αυτή σου η νοσταλγία δε δικαιολογεί με τίποτα τη στήριξη στους δολοφόνους» κλπ., το οποίο έκανε πως δεν άκουγε ή, τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί πράγματι να μη με άκουγε, να μη με πρόσεχε καν δηλαδή. Τέλος πάντων, ίσως δεν ήταν σωστό από τη μεριά μου να αποπειραθώ να νουθετήσω έναν άνθρωπο άνω των 90 ετών που ακόμη και σήμερα, με αφορμή την είδηση του θανάτου του, διαβάζεις σε ιστοσελίδες να προσδιορίζεται ως «εθνικιστής καλλιτέχνης». Και μάλλον θα απορούσα με τον συγκεκριμένο «προσδιορισμό» αν δεν τον είχα πετύχει εκείνη τη μέρα να βγαίνει από το άντρο των Χρυσαυγιτών στο κέντρο της Αθήνας.Η αλήθεια είναι πως το όνομα του Νάσου Πατέτσου δεν «έπαιζε» στο πατρικό μου σπίτι, παρότι οι γονείς μου ήταν μία γενιά νεότεροί του ηλικιακά και πάντα ακούγαμε μαζί τους κι εμείς ελαφρά τραγούδια και ρεμπέτικα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον πατέρα μου να λέει για έναν άλλο ομότεχνό του Πατέτσου πως «αυτόν τον έφαγε η μαρμάγκα της χούντας». Αναφερόταν φυσικά στον τραγουδιστή Φώτη Δήμα, που υπήρξε μία δεκαετία νεότερος του Πατέτσου και που ως εκ τούτου έδρασε καλλιτεχνικά τις δεκαετίες του 1950 και του ’60 μέχρι που ηχογράφησε τον διαβόητο «Ύμνο της 21ης Απριλίου» και χάθηκε από προσώπου γης. Αυτό δεν συνέβη με τον Πατέτσο, το «εθνικιστικό» παρελθόν του οποίου πήγαινε ακόμη πιο πίσω από τη χούντα των συνταγματαρχών, στα χρόνια δηλαδή του Μεταξά όταν περνούσε την παιδική του ηλικία (ήταν γεννημένος το 1923). Καταγόμενος από πάμφτωχη οικογένεια της Λήμνου, μπόρεσε να αποκτήσει εκεί τη βασική σχολική εκπαίδευση και την 19η Ιανουαρίου του 1941, την ημέρα του θανάτου του Μεταξά, του «ηγέτη του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου», όπως έλεγε ο ίδιος, να έρθει στην Αθήνα μ’ ένα ψαροκάικο από το νησί του. Ανατρέχω τώρα στην πρώτη συνάντηση που είχα μαζί του, όταν περπατήσαμε αγκαζέ και τον ρώτησα να μου πει για την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και για την Κατοχή, όπως εκείνος τα έζησε από πρώτο χέρι. «Εμείς δεν πεινάσαμε στην Κατοχή» ήταν τα λόγια του. Ο πατέρας μου ψάρευε κι εγώ έφτιαχνα καφέδες για τους Ιταλούς»! Στην Αθήνα ο Πατέτσος θα επιστρέψει με τη λήξη του πολέμου και την αποχώρηση των Ναζί για να καταταγεί ως εθελοντής στο Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό. Δεν είχε καμία προοπτική να ακολουθήσει το τραγούδι, καθώς – πάντα σύμφωνα με τον ίδιο – υπηρετούσε την ιδέα του Έθνους και αποκήρυττε μετά βδελυγμίας τον κομμουνισμό. «Διακοπές τους πήγαιναν στη Μακρόνησο» μου’χε πει, «μην ακούς τι σου λένε ή τι γράφουν»…Παραδεχόταν πολύ τη Δανάη Στρατηγοπούλου, αφού κοντά της μαθήτευσε ύστερα από τον μαέστρο Ζοζέφ Κορίνθιο βέβαια, τον πρώτο που τον είχε ανακαλύψει λίγα χρόνια πριν και τον είχε συστήσει στη δισκογραφική Columbia για ακρόαση. Το «Τραγούδι του ναύτη», που ηχογράφησε για πρώτη φορά το 1952, υπηρετώντας ακόμη στο Πολεμικό Ναυτικό, έμελλε να γίνει μεγάλη επιτυχία και να του ανοίξει πόρτες και συνεργασίες: Γιώργος Οικονομίδης, Κώστας Πρετεντέρης, Γιάννης Βογιατζής, Γιώργος Μουζάκης, Σοφία Βέμπο, Τζίμης Μακούλης, Τώνης Μαρούδας, Μάγια Μελάγια κ.α. Ήταν η περίοδος που η Αθήνα χόρευε στους ρυθμούς του ταγκό με τραγούδια μεταφερμένα στα ελληνικά από την Ισπανία και κυρίως από τη Λατινική Αμερική («Άι Μορένα», «Πικολίνα Μία», «Ολέ τορέρο»). Ο Νάσος Πατέτσος ήταν η φωνή – όχημα για ν’ ακουστούν αυτά τα τραγούδια και μάλιστα με τέτοια επιτυχία που τον αναγόρευσε σε κανονικό σταρ των χρόνων του με εκδηλώσεις υστερίας από τους θαυμαστές του. «Δεν ξέρω αν με εννοείς, αλλά εμένα που με βλέπεις κάποτε σταμάταγαν τα αυτοκίνητα στο δρόμο για να με χαιρετίσουν. Και τότε, ξέρεις, στην Αθήνα δεν είχε αμάξι όποιος κι όποιος». Δικά του λόγια δανείζομαι πάλι. Εκείνο το διάστημα ο Πατέτσος μπήκε και στο θέατρο, όπως άλλωστε συνέβαινε και μ’ άλλους τραγουδιστές της σειράς του, συμμετέχοντας σε επιθεωρήσεις δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα (Γεωργία Βασιλειάδου, Βασίλης Αυλωνίτης, Νίκος Σταυρίδης, αδερφές Καλουτά, Κώστας Χατζηχρήστος – Ντιριντάουα κ.α.) Κι όταν τον ρώτησα, θυμάμαι, πως την «πάλευε» με την κομμουνίστρια Καίτη Ντιριντάουα, την επί μία εικοσαετία σύζυγο του Χατζηχρήστου, απάντησε ως εξής: «Αυτή ήταν καλή ηθοποιός και καλή τραγουδίστρια. Δεν μιλάγαμε για πολιτικά». Αγαπούσε ακόμη τη Μάγια Μελάγια, που το ντουέτο τους στη χαμπανέρα «Αντίο» από επιθεώρηση του 1953, τους έκανε αμφότερους τις πρώτες φωνές στο ελληνικό ραδιόφωνο.
Ίσως σ’ αυτό, στο
ότι δεν μίλαγε πολιτικά, ο Πατέτσος να χρωστούσε μια μάλλον σωστή διαχείριση
της καριέρας του, αφού για ένα φεγγάρι υπήρξε ο αγαπημένος τραγουδιστής
βαρυσήμαντων πολιτικών προσωπικοτήτων, από τη βασιλική οικογένεια του Παύλου
και της Φρειδερίκης μέχρι τον Σοφοκλή Βενιζέλο, αλλά και τον Γεώργιο
Παπανδρέου. Ενδεικτικός της απήχησης του ήταν ο χαρακτηρισμός «Ο Έλληνας Tajoli», που του απέδιδαν οι δημοσιογράφοι της
εποχής, από τον Ιταλό ομότεχνό του, τραγουδιστή και ηθοποιό Luciano Tajoli. Και, σημειωτέον, το όνομα του ποτέ δεν μπήκε σε επίσημες λίστες
υποστηρικτών της χούντας. Του Φώτη Δήμα είχε μπει.
Ο Νάσος Πατέτσος
παρά την επιτυχία του δεν άφησε πακτωλό ηχογραφήσεων και ίσως γι’ αυτό το άστρο
του άρχισε να δύει ή, σωστότερα, το όνομα του να ξεχνιέται από τη δεκαετία του
1980. Μόνο ο Γιάννης Πάριος, που θα μπορούσε να ειπωθεί ότι από μία εποχή και μετά
έκανε ό,τι και ο Πατέτσος στα δικά του χρόνια, τον ανάφερε ως επιρροή του,
ειδικά με το «Τραγούδι του ναύτη», που άκουγε πολύ ο πατέρας του στην Πάρο.
Ζούσε μόνος του, άγαμος και άτκενος, με τη συντροφιά όμως πιστών του φίλων,
όπως του χορευτή Τάκη Σαγιώρ και του κονφερασιέ Κώστα Βενετσάνου. Τους
τελευταίους μήνες μόνο, με πατημένα τα 100 του χρόνια, μπήκε στο Γηροκομείο
Αθηνών εξ αιτίας του Σπύρου Μπιμπίλα, που ως γνωστόν τρέχει για όλους τους
βετεράνους καλλιτέχνες στον τόπο αυτό.Τον Νάσο Πατέτσο
δεν θα τον ξαναδεί κανείς να βολτάρει στο κέντρο της πόλης. Ανήκει πλέον στην
προϊστορία του ελληνικού τραγουδιού του 20ου αι. Υπήρξε γέννημα –
θρέμμα δύσκολων εποχών για την Ελλάδα, τότε που άρχισαν να κυκλοφορούν στους
δρόμους πολλά αυτοκίνητα με τους οδηγούς τους να τον σταματάνε για επευφημίες. Αυτό
τον ενδιέφερε και όχι τα ξερονήσια που γέμιζαν από κόσμο και κοσμάκη. Ωστόσο ο
ίδιος δεν έβλαψε κανέναν συνάνθρωπό του, ούτε ενεπλάκη ποτέ σε καυγάδες με
συναδέλφους του. Η ζωή του πέρασε μέσα από τη φτώχεια, την αποδοχή, την
καταξίωση, τα ταξίδια σ’ όλο τον κόσμο, μα και μέσα από την αδυσώπητη ερημιά
που φέρνει ο πολύς ο χρόνος. Το μόνο μέσο καταπολέμησης της ερημιάς του ήταν το
γερό μνημονικό, που δεν τον εγκατέλειψε ούτε για μια στιγμή. Ο Νάσος Πατέτσος
πέθανε στο Γηροκομείο Αθηνών την Τετάρτη 22 Μαΐου και σε δύο μήνες θα γινόταν
101 ετών. Ήταν ο γηραιότερος Έλληνας τραγουδιστής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου