Η Γιάννα Κατσαγεώργη είναι ακόμη ένα κορίτσι της προσωπικής μυθολογίας του Μάνου Χατζιδάκι. Είναι η «Παναγία των Πατησίων» του, όπως τη σκιαγράφησε μοναδικά ο Νίκος Γκάτσος για το θεατρικό ανέβασμα και την αντίστοιχη δισκογραφική έκδοση της «Πορνογραφίας» του 1982. Την τραγουδίστρια Γιάννα Κατσαγεώργη την αναζητούσα χρόνια για μια συνέντευξη. Δεν ήταν εύκολο γιατί ζει μόνιμα στην Αμερική, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος. Να όμως που το φθινόπωρο του 2023 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Μετρονόμος» ο δίσκος «Ανατομία ενός εγκλήματος» (σε μουσική Σπύρου Εξάρα, στίχους Φώντα Λάδη, με τη συμμετοχή των Γιώργου Νταλάρα, Δώρου Δημοσθένους, Αργύρη Λούλατζη, Λίνας Ορφανού), ο οποίος σηματοδότησε την επιστροφή της στη μουσική και σαν καλός άνεμος την ξανάφερε για λίγο καιρό στην Αθήνα.
Στην Αμερική τραγουδούσα απ’ όταν πρωτοπήγα προσκεκλημένη
του Βαγγέλη Φάμπα που είχε ένα μαγαζί, τον «Θίασο». Ήταν μια πολύ ωραία μπουάτ
στο Μανχάταν του 1993. Πριν, στην Ελλάδα δούλευα για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα,
έχοντας φύγει από την Ελληνοαραβική Τράπεζα που εργαζόμουν σαν δικηγόρος.
Πάντως, μέχρι τα 35 μου που έφυγα στην Αμερική, δεν με χωρούσε ο τόπος. Έφευγα
απ’ τη μία δουλειά και πήγαινα στην άλλη, ίσως γιατί δεν μπορούσα να
συμβιβαστώ. Πάντως, για να απαντήσω στο ερώτημα σας, ο συνθέτης Σπύρος Εξάρας
ήταν εκείνος που με έπεισε να ξαναμπώ μετά από χρόνια στο στούντιο.
Είστε γέννημα θρέμμα Αθηναία;
Στην Αθήνα γεννήθηκα το 1957. Οι δύο γονείς μου τραγουδούσαν
κι ο θείος μου έπαιζε καταπληκτικό ακορντεόν. Ειδικά ο μπαμπάς μου κι αυτός ο
θείος τραγουδούσαν εξαιρετικά.
Το 1982, επομένως, όταν μπήκατε στην «Πορνογραφία», ήσασταν
25 χρονών κορίτσι.
Μου τηλεφωνεί ένας φίλος και μου λέει: «Κάνει οντισιόν ο
Χατζιδάκις σ’ ένα θέατρο». Ήξερε την τρέλα μου για τον Χατζιδάκι. Την άλλη μέρα
τα μαζεύω και πάω στο θέατρο. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Μπαίνω μέσα και δε βλέπω
ψυχή. Φωνάζω «Είναι κανείς εδώ;» κι από τις σκάλες κατεβαίνει ένας κύριος που
ήταν ο ηθοποιός Κώστας Καρράς. Στον Καρρά οφείλω το γεγονός της γνωριμίας μου
με τον Χατζιδάκι, αλλά και την εμπλοκή μου με τα καλλιτεχνικά. «Τι θες, γλυκιά
μου;» με ρωτάει ο Καρράς – δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό! «Τέλειωσε η οντισιόν» με
ενημερώνει, αλλά με βλέπει τρομερά απογοητευμένη. «Μη στενοχωριέσαι» μου λέει,
«θα σου δώσω εγώ το νούμερο του Χατζιδάκι και θα του τηλεφωνήσεις να περάσεις
κι εσύ από οντισιόν». Μου έδωσε το τηλέφωνο, πήρα και το σήκωσε μία κυρία που
είχε στο σπίτι του ο Χατζιδάκις. Τον ζήτησα, ήρθε ο Χατζιδάκις στο τηλέφωνο,
του συστήθηκα και τον ρώτησα αν έχω καμιά ελπίδα να μ’ ακούσει. «Έλα αύριο, θα
κάνουμε την τελική οντισιόν, αλλά μόλις μπεις μέσα θα δώσεις το τηλέφωνο και τ’
όνομα σου». Πάω ξανά και γίνεται χαμός, δεν έπεφτε καρφίτσα. Θεατές,
δημοσιογράφοι, ποιητές, συγγραφείς… Νιώθω σαν τη μύγα μες το γάλα, δεν ξέρω κανέναν και είμαι τελείως μόνη μου.
Κάθομαι στο τέρμα, πίσω – πίσω και καθ’ όλη τη διάρκεια της οντισιόν
χτυπάει η καρδιά μου. Ακούω σε μια φάση το όνομα μου, πλησιάζω και βλέπω τον
Τάσο Καρακατσάνη στο πιάνο. Δίπλα στον Μάνο κάθονταν ο Βασιλικός, ο Γκάτσος, ο
Αργυράκης και πολλοί άλλοι. Βγαίνω στη σκηνή και ξέρω πως ο Χατζιδάκις δεν
θέλει ν’ ακούσει δικά του τραγούδια. Έτσι, διαλέγω ένα τραγούδι του Θωμά
Μπακαλάκου που μου άρεσε πολύ, το «Γράμμα». Βλέπω ένα μειδίαμα στον Καρακατσάνη
που με ρωτάει για τον τόνο. Αρχίζω να τραγουδάω, κοιτάω τον Χατζιδάκι που
σκύβει και λέει κάτι του Γκάτσου. Όλη η σειρά, σαν φίδι, αρχίζει τα γέλια κι
ένα ολόκληρο θέατρο να ψιθυρίζει λες και βλέπουν κάτι αστείο. Έλα τώρα στη θέση
τη δικιά μου! Νομίζω πως έχω κάτι πάνω μου…Σηκώνεται ο Χατζιδάκις, μου λέει
γελώντας: «Σταματήστε! Τι άλλο ξέρετε να μας πείτε;» κι εκεί εγώ του προτείνω
να πω ένα δικό του. «Ωραία, πείτε μας ένα δικό μου» μου κάνει και αρχίζω να λέω
«Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι». Αρχίζει το χειροκρότημα, με ξανασταματά ο
Χατζιδάκις και φεύγω να ξαναπάω εκεί που καθόμουν. Βλέπω τον Καρρά να με
πλησιάζει: «Γλυκιά μου, έσκισες. Τρελάθηκε ο Μάνος μαζί σου. Ανακάλυψε την
καινούργια Φλέρυ Νταντωνάκη»! Μαζεύονται γύρω μου όλα τα παιδιά. Μου εξηγούν
πως πριν μέσα γελούσαν όλοι, διότι τότε ο Χατζιδάκις ήταν στα μαχαίρια με τον
Μπακαλάκο για τα πολιτικά. Χαμπάρι δεν είχα εγώ, δεν ασχολιόμουν. Έτσι με πήρε
ο Χατζιδάκις στην ομάδα και ξεκίνησε η συνεργασία μας.
Ακριβώς. Στην παράσταση κάναμε φωνητικά σε όλα τα τραγούδια, ο Λέκκας, ο Λιούγκος, εγώ και η Μαίρη Δαλάκου. Την Πασπαλά την πήγα εγώ στον Χατζιδάκι, αφού κάποια στιγμή, στη μέση του προγράμματος, η Δαλάκου έπαθε αφωνία. Έπρεπε να βρεθεί αντικαταστάτρια και είχαμε στενοχωρηθεί γιατί η Δαλάκου ήταν άψογο κορίτσι στη συνεργασία μας. Ένα βράδυ με καλεί ο Φάμπας, που είχε έρθει από την Αμερική, πιάνει την κιθάρα κι αρχίζουμε να τραγουδάμε όλοι μαζί. Εκεί ήταν κι η Πασπαλά, άρτι αφιχθείσα κι αυτή από Αμερική. Ακούω τη φωνή της, μ’ αρέσει και την ενημερώνω πως ο Χατζιδάκις ψάχνει για τραγουδίστρια. «Θες να σε προτείνω;» τη ρωτάω. Συναντιόμαστε ξανά, μου φέρνει μια κασέτα και τη δίνω στον Χατζιδάκι. Την ακούν, την καλούν και την παίρνουν. Δεν θα τραγουδούσε κομμάτια, αλλά θα έκανε φωνές στις «Τρεις Ρόζες». Απέκτησε γρήγορα θάρρος με τον Χατζιδάκι, εκεί που εγώ καθόμουν ακίνητη μπροστά του. Απ’ όλους τους συνεργάτες του, ήμουν η μόνη που τον έλεγα «κύριε Χατζιδάκι». Ξεκινήσαμε και άρχισαν τα παρατράγουδα. Δεν πήγαινε καλά η παράσταση, γιατί τα κείμενα ήταν προχειρογραμμένα. Να σας πω μόνο ότι το τραγούδι «Για ένα άδειο δωμάτιο», όπου είχε έτοιμη τη μουσική ο Χατζιδάκις, είχε μείνει τελευταίο χωρίς στίχους. Με καλεί ο Μάνος στο σπίτι του και με υποδέχεται με μια ρόμπα μεταξωτή όλο λαχούρια. Τότε είδα τα πόδια του σημαδεμένα απ’ το ζάχαρο. Σοκαρίστηκα, γιατί δεν ήξερα τι είχε. Κάθομαι και βλέπω την ίδια στιγμή τον Χατζιδάκι με τον Άρη Δαβαράκη να φτιάχνουν το κομμάτι. Ήταν μια εξαιρετική σκηνή αυτό το τραγούδι στην παράσταση. Έβγαινα ντυμένη εγώ σαν χήρα μες το σκοτάδι, βάζαμε καρέκλες και στηνόμασταν. Περίμενα να μου δώσουν τη νότα για ν’ αρχίσω να τραγουδάω. Ο Χατζιδάκις ήταν πάντα δίπλα στον φωτιστή, στον προβολέα. Επειδή, όμως, τα’χε πάρει με τις δημοσιεύσεις, αντιδρούσε.
Τι έκανε δηλαδή;
Το δικό μου τραγούδι ήταν πολύ καλή στιγμή για ν’ αντιδράσει αφού μπορούσε ν’ αφήνει το κοινό να περιμένει. Το έκανε. Το κοινό περίμενε για πέντε λεπτά αρχικά. Όλο αυτό κράτησε γύρω στο ένα τέταρτο της ώρας. Στο τέλος, βγαίναμε στη σκηνή και μας έβριζαν. Τότε, όταν άρχιζαν οι διαμαρτυρίες, ο Χατζιδάκις μου έριχνε τον προβολέα και ξεκίναγα να τραγουδάω. Εμείς οι τραγουδιστές, μόκο, οι ηθοποιοί όμως άρχισαν κι αυτοί ν’ αντιδρούν. Έκανα το νεανικό λάθος να πάω με μερικούς συναδέλφους και να διαμαρτυρηθούμε σπίτι του «συνδικαλιστικά» για τη συμπεριφορά του, που δήλωνε ασέβεια και σε μας και στο κοινό. Στενοχωρήθηκε και θύμωσε με μένα, γιατί δεν φτάνει που με εμπιστεύτηκε και με καθιέρωσε στον χώρο με ένα μόνο τραγούδι, την «Παναγία των Πατησίων», του εναντιώθηκα κιόλας. Είχε άδικο; Οχι, βέβαια. Αλλά πού να τα καταλάβω αυτά στην ηλικία των 25 και μάλιστα αριστερίστρια, οπαδός του ΕΚΚΕ, που «η μισή μου καρδιά βρισκόταν στην Κίνα και η άλλη μισή εδώ πέρα»;
Ο Μάνος Χατζιδάκις διευθύνει την 25άχρονη τότε Γιάννα Κατσαγεώργη στην ηχογράφηση της «Παναγίας των Πατησίων» (Μ. Χατζιδάκι - Ν. Γκάτσου) |
Ναι, γιατί δεν ήξερα…Αυτό όμως που μ’ ενδιαφέρει είναι το
ότι εγώ καθιερώθηκα δίπλα στον Χατζιδάκι. Αδιαφορώ για την καριέρα, για το μόνο
που μετάνιωσα στη ζωή μου ήταν που έφυγα από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Πάω στον
Χατζιδάκι και τον στενοχώρησα. Ήταν δίκαιος με τον κόσμο γύρω του, αλλά ήθελε
κι αυτός την αυλή του, πράγμα που εγώ δεν το έκανα ποτέ, παρότι με είχε τελείως
στα πόδια του. «Κάτσε, εγώ σε έκανα θεά και τώρα μου πας κόντρα;» θα σκεφτόταν.
Ενοχλήθηκε, αλλά δεν είπε τίποτα. Άρχισε να μ’ έχει στον πάγο, αλλά διακριτικά.
Έρχεται η στιγμή να κάνουμε το δίσκο «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς», που θα
τραγουδούσα μαζί με τη Ρηνιώ Κουρδάκη. Σημειωτέον, τα τραγούδια αυτού του
κύκλου τα είχαμε τραγουδήσει στους Δεύτερους Αγώνες Κέρκυρας. Ο
Άγγελος Σόρογκας, ο αδερφός του ζωγράφου, είχε έρθει απ’ την Αμερική τότε για
να αναλάμβανε τον Μουσικό Αύγουστο στην Κρήτη. Αυτός μου μίλησε για το
παρασκήνιο και μου είπε πως εμένα ήθελε ο Χατζιδάκις για το δίσκο. «Που είναι
αυτή η παράφρων η Κατσαγεώργη;» συνήθιζε να ρωτάει. Μα, ήμουν παράφρων! Ποιος
λογικός άνθρωπος θα πήγαινε ενάντια στα συμφέροντα του;
Δεν μου είπατε ακόμη όμως για την «Παναγία των Πατησίων».
Δεν τραγουδήσατε μόνο Χατζιδάκι, αλλά και Γκάτσο σε πρώτη εκτέλεση.
Με επέλεξαν να πω το τραγούδι αυτό γιατί ήμουν φυσιογνωμικά
σαν την Παναγία. Όλα τα άλλα κορίτσια του θιάσου ήταν ηθοποιοί, πεταχτούλες
λίγο κλπ. Εγώ ερχόμουν από ένα σπίτι παλαιών αρχών, με μπαμπά σταλινικό.
Φοιτήτρια που τελείωνα το πολιτικό της Νομικής και μετά και τη Νομική. Φευγάτος
Υδροχόος επίσης. Ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος ήθελαν εγώ να το πω. Είχα ταλέντο,
που δεν το κυνήγησα λόγω της ανασφάλειας μου. Το μόνο που θυμάμαι απ’ την
ηχογράφηση είναι ότι έγινε πάρα πολύ γρήγορα και γι’ αυτό είχε χαρεί ο Μάνος.
Στις πρόβες, όμως, θυμάμαι πόσο ερωτικό πλάσμα ήταν ο Χατζιδάκις. Σ’ ακουμπούσε
με τα χέρια του για να σου δείξει κάτι και έλιωνες. Μόνο δυο άντρες μ’
ακουμπούσαν κι έλιωνα: Ο ένας ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις κι ο άλλος ήταν ο Χάρης
Κατσιμίχας. Σαν να είχαν μια ενέργεια στα χέρια τους μοναδική!
Ήταν μια επιβράβευση η ένταξη σας στο δίσκο της
«Πορνογραφίας»; Σαράντα χρόνια «ταξιδεύει» το άλμπουμ μέσα στη χατζιδακική
μυθολογία.
Δεν είχα καμία συναίσθηση. Χαιρόμουν, αλλά όλα περνούσαν από
δίπλα μου. Σαν να μην ανήκα στο χώρο αυτό, δε μου πήγαιναν οι ίντριγκες και τα
πισώπλατα μαχαιρώματα. Τι έκανε
παρόλα αυτά ο Χατζιδάκις; Με σύστησε μετά στον Γιώργο Μαρίνο! Του έδωσε
το τηλέφωνο μου, με πήρε αυτός και νόμιζα πως μου έκαναν πλάκα. Ο Μαρίνος ήταν
εξαιρετικός, αλλά εγώ πάλι δεν αισθανόμουν καλά, γιατί βρέθηκα σ’ ένα χώρο
τρισχειρότερο απ’ αυτόν του Χατζιδάκι. Στο σχήμα ήταν ο Λιβανός, η Σοφία
Χρήστου, λαϊκιά, καλή «σκυλού», που τα’χε με τον Λιβανό. Χόρευε τσιγγάνικα,
έρχονταν μεθυσμένοι τύποι, περάσαμε δύσκολες καταστάσεις. Μαζί μας ήταν και η
Βέτα Μπετίνη, που την έντυνα, και δύο χορεύτριες. Όλοι πλαισιώναμε τον Μαρίνο
στη «Μέδουσα» στο πρόγραμμα που λεγόταν «Μόνο για άντρες».
Όχι, από σας το ακούω τώρα. Δεν το ήξερα. Το ’83 γίνονταν
αυτά, αφού το ΄84 έφυγα για να εργαστώ στις Βρυξέλλες.
Είχατε και μοναδική σχέση με τον Χάρη Κατσιμίχα, που τον
αναφέρατε ήδη.
Με τον Χάρη τα φτιάξαμε όταν ήμουν 31 ετών. Είχα χωρίσει από
μια μεγάλη σχέση και μπορώ να πω ότι ερωτευθήκαμε πολύ ο ένας τον άλλον.
Χωρίσαμε πολύ σύντομα, όχι γιατί δεν ήμουν ερωτευμένη, αλλά γιατί ήταν δύσκολο
παιδί. Βασανιζόμουν. Χωρίσαμε, αλλά μετά το μετάνιωσα. Μιλήσαμε ξανά τα
τελευταία χρόνια κι έχουμε θαυμάσια σχέση. Είχα τρέλα και με τους δυο
Κατσιμιχαίους, με τα τραγούδια τους, άσχετα απ’ το προσωπικό μας θέμα με τον
Χάρη. Το ίδιο διάστημα ο Πάνος, ο αδερφός του, με πήγε απ’ τον Σαββόπουλο. Στις
παραστάσεις «Το κούρεμα» είχαμε μαζί μας την Αρβανιτάκη και τον Γιώργο
Δημητριάδη. Έζησα πάλι μεγάλο ανταγωνισμό…Ενώ ήμασταν κι οι τρεις στη μέση,
γύρω απ’ τον Σαββόπουλο, άρχισε να μου αφαιρεί κομμάτια που τραγουδούσα. Η
μοναδική φορά που εγώ είχα μπει στο καμαρίνι του Σαββόπουλου ήταν για να του
πήγαινα μερικούς συγγενείς μου που ήθελαν να τον χαιρετίσουν.
Με τον Χατζιδάκι είχατε ξεκόψει;
Δεν ξέκοψα ποτέ με τον Χατζιδάκι. Όπου κι αν ήμουν, του
έστελνα επιστολές και κάρτες κι εκείνος πάντα ρωτούσε για μένα. «Τι κάνει αυτή η παράφρων η Κατσαγεώργη;» Το ίδιο
ρωτούσε πάντα. Θα σας πω αυτό για να κλείνουμε με τον Χατζιδάκι: Λίγο
πριν πεθάνει το 1994 είχε έρθει στην Αμερική. Δεν ήθελε να δει κανέναν κι εγώ
ήθελα πολύ να τον έβλεπα. Επιστρέφει στην Ελλάδα και ξέρω ότι είναι πολύ
άσχημα. Με κάθε συστολή, του τηλεφώνησα. «Που είσαι, παιδί μου, Γιάννα; Τι κάνεις;» μου λέει κατευθείαν. «Τι κάθεσαι
εκεί και δουλεύεις; Μάζεψε τα κι έλα πίσω. Δεν είναι χώρα αυτή». Με
ρώτησε αν θα έρθω το καλοκαίρι…«Όταν θα έρθεις, να περάσεις να σε δω» μου είπε…
(σ.σ. αρχίζει να κλαίει) Μόλις μου το είπε αυτό, με έπιασαν τα ενοχικά μου,
ένιωσα ότι τον είχα προδώσει. Αρχίζω να κλαίω από το τηλέφωνο. Του ζητούσα
συγγνώμη. Έσπασε η φωνή του…«Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου, πάνε αυτά. Περασμένα
– ξεχασμένα». Όσο μου τα έλεγε αυτά, τόσο εγώ να κλαίω πιο πολύ. Στην
επανέκδοση του βινυλίου της «Πορνογραφίας» σε CD, αν το δείτε, ήμουν η μόνη που
έβαλε μέσα φωτογραφία της. Ήταν μια τραγική στιγμή εκείνη η τελευταία συνομιλία
μας, γιατί ήξερε πως θα πεθάνει και το ήξερα κι εγώ.
Μου σταχυολογήσατε όλες τις δουλειές σας: Χατζιδάκις,
Μαρίνος, Σαββόπουλος.
Τραγούδησα και με πολλούς άλλους. Ένα παιδί με είχε βοηθήσει
πολύ απ’ όταν ήμουν φοιτήτρια, ο Τάκης Κωνσταντακόπουλος. Ο άνθρωπος που με
προώθησε όμως στο τραγούδι ήταν ο συμφοιτητής μου στο πανεπιστήμιο, ο Θύμιος
Παπαδόπουλος. Ο πρώτος συνθέτης, επίσης, που τραγούδησα κομμάτια του ήταν ο
Δημήτρης Παπαδημητρίου για το Τρίτο Πρόγραμμα. Στη Φ.Μ.Σ., στη Νομική, ήμουν
γνωστή ως «Τζόαν Μπαέζ», όχι με τ’ όνομα μου. Έρχεται ένα αγοράκι, πολύ
συμπαθητικό, και μου λέει: «Γεια σου, με λένε Δημήτρη Παπαδημητρίου». Μου
ζήτησε να πω κάποια τραγούδια του, επειδή του άρεσε η φωνή μου. «Κοίταξε τουπέ
το αγοράκι» σκέφτηκα, αλλά μόνο τουπέ δεν είχε. Ήταν απλά θαρραλέος. Πήγα απ’
το σπίτι του στο Φάληρο, μια σπιταρώνα, όπου εκεί κατάλαβα πως το αγοράκι είχε
πάρα πολλά λεφτά. Δεν ήξερα εγώ πως ο μπαμπάς του ήταν δικηγόρος του Ωνάση.
Βγαίνει η μαμά του, μια υπέροχη γυναίκα, η οποία έφτιαχνε τα ωραιότερα γλυκά
που έχω φάει στη ζωή μου και που δεν τα ξαναβρήκα ούτε στη Νέα Υόρκη. Τότε
γνώρισα και τον Δημήτρη Λέκκα, αφού κι εκείνος θα συμμετείχε στις συναυλίες στο
Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Τραγούδησα και μετά με χρησιμοποιούσε ο Δημήτρης
όποτε χρειαζόταν τραγουδίστρια. Πολύ καλό παιδί και ευαίσθητο.
Έφυγα κατευθείαν το 1993, σ’ ένα μήνα πήρα την απόφαση.
Δούλευα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αλλά τα’χα παίξει τελείως, γιατί εργαζόμουν
και για το γραφείο του Γεράσιμου Αρσένη, όταν είχε φύγει απ’ το ΠΑΣΟΚ. Δεν
ανήκα ποτέ στο ΠΑΣΟΚ, αλλά δούλευα στο Γραφείο Τύπου του Αρσένη. Είχα μπει σ’
άλλα κυκλώματα και τραγουδούσα πολύ λίγο πια. Στον «Θίασο», λοιπόν, ενώ
περίμενα να τραγουδάω Χατζιδάκι και έντεχνα, ο Φάμπας με έριξε κατευθείαν στα
«Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ» και «Μέχρι να γίνουμε άγγελοι». Ήθελε
τσιφτετέλια κλπ. Ήμουν πια 35 ετών και είχα στήσει καλλιτεχνική προσωπικότητα,
οπότε ο Φάμπας μ’ έσπρωχνε να βγαίνω μπροστά μ’ ένα ντέφι, που δεν ήξερα και να
το χτυπάω. Έτσι, όμως, ξεθάρρεψα γιατί εκεί δεν είχες τη βαρύτητα που είχες εδώ
ως καλλιτέχνης. Το μόνο που ενδιέφερε τους Ελληνοαμερικανούς ήταν με το που
άκουγαν το μπουζούκι να σηκώνονται να χορεύουν καρσιλαμάδες και ζεϊμπέκικα. Σε
αγνοούσαν είτε είχες, είτε δεν είχες καλή φωνή.
Ο λόγος που φύγατε ήταν γιατί κουραστήκατε να αγωνίζεστε για
την καριέρα σας;
Όχι. Ο Νταλάρας, την πρώτη βραδιά που τραγούδησα στον
Μαρίνο, στην πρεμιέρα, με έπιασε και μου είπε: «Συγχαρητήρια, είσαι εξαιρετική
τραγουδίστρια και να συνεχίσεις να τραγουδάς». Δεν περίμενα να μου το πει αυτό
ο Νταλάρας, που τότε ήταν ο απόλυτος σταρ! Νομίζω πως με εκτίμησε μέσα από τη
συστολή μου. Ακόμη έχουμε άριστες σχέσεις και με τον Νταλάρα, αλλά και με την
Άννα, τη γυναίκα του, την πρώτη που μου πήρε συνέντευξη με αφορμή την
«Πορνογραφία». Θέλω να πω ότι δεν είχα από τότε κατά νου να κάνω τη μεγάλη
καριέρα και όλα έρχονταν μόνα τους.
Στην Αμερική, πάντως, ξεκινήσατε και τη δημοσιογραφική σας
καριέρα.
Μετά από ένα χρόνο στον «Θίασο» σταμάτησα και έπιασα δουλειά
στην εφημερίδα «Πρωινή», Γενάρη του 1994. Αν και δεν ήμουν δημοσιογράφος, είχα
τελειώσει πανεπιστήμιο και έγραφα πολύ καλά. Έκανα τα διεθνή αρχικά και καμιά
φορά έκανα και πολιτικές αναλύσεις. Τον Σπύρο Εξάρα τον γνώρισα μόλις
πρωτοπήγα, αφού εκείνος ήταν εκεί ένα χρόνο πριν από μένα. Ήταν ο πρώτος
Έλληνας που έπαιξε μουσική μέσα στο «Blue Note». Είχαμε πολλά κοινά σαν
άνθρωποι, δεν γλείφουμε από δω κι από κει, ούτε τρέχουμε στα προξενεία. Αρχικά γίναμε
φίλοι και δεθήκαμε πάρα πολύ συναισθηματικά. Στα δύο χρόνια σχέσης που κάναμε,
έμεινα έγκυος στα 38 μου. Ήταν ο μόνος άνδρας που είχα σχέση – σχέση μαζί του
και ντρεπόμασταν ο ένας τον άλλον. Ίσως γιατί ήμουν λίγο μεγαλύτερη και του
έβγαζα έναν σεβασμό, δεν ξέρω…Ωστόσο κάναμε την κόρη μας την Ιλεάνα που τα έχει
όλα από μας. Το μόνο που δεν ήθελα ήταν ν’ ακολουθήσει τα καλλιτεχνικά.
Στον «Εθνικό Κήρυκα» πότε αρχίσατε να γράφετε;
Πριν έξι χρόνια και μ’ είχαν βάλει ανταποκρίτρια του
Μανχάταν στην αρχή. Πολύ καλή συνεργασία ειδικά στον τομέα της επικοινωνίας.
Πλέον έχω αναλάβει την αρχισυνταξία των εντύπων της εφημερίδας και μέχρι τώρα
κάνω αυτή τη δουλειά. Τραγουδάω, αλλά πολύ σπάνια και μόνο αν κάτσει κάποιο
μεγάλο event.
Θα έχει ενδιαφέρον η δική σας άποψη για την περιβόητη ψήφο
του απόδημου ελληνισμού.
Δεν είμαι υπέρ! Επειδή τους έχω ζήσει, οι περισσότεροι δεν
ασχολούνται με το τι γίνεται εδώ από πολιτική και είναι αντίθετοι με όλο το
μπάχαλο που γίνεται στη χώρα μας. Επίσης,
είναι όλοι βολεμένοι, έχουν κάνει τις περιουσίες τους, αλλά υπάρχει ένα μεγάλο
κομμάτι ανθρώπων που μπήκαν στα πανεπιστήμια. Άνθρωποι πολιτικοποιημένοι με
άποψη, είτε προς τα δεξιά, είτε προς τα αριστερά. Αυτοί θα μπορούσαν κάλλιστα
να ψηφίσουν. Τι γίνεται όμως με τους άλλους, πως να κάνεις διάκριση; Υπάρχουν πάρα πολλοί στην Αμερική που δεν
είναι απλώς ακροδεξιοί, αλλά χρυσαυγίτες. Υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι
χουντοβασιλικών σαφώς πιο χαμηλού επιπέδου. Για ποιο λόγο να έχει ψήφο όλος
αυτός ο κόσμος και να μας πνίγει με τη χουντίλα του;
Ο δίσκος που κρατάμε τώρα στα χέρια μας λέγεται «Η ανατομία
ενός εγκλήματος» σε μουσική του Σπύρου Εξάρα και σε στίχους του Φώντα Λάδη.
Τον Φώντα Λάδη δεν τον ήξερα προσωπικά. Έτυχε ν’ ακούσει
τραγούδια του Σπύρου και του άρεσε το ιδιαίτερο τζαζ – ροκ ύφος του. Ήρθαν σ’
επαφή και ο Λάδης του έστειλε στίχους. Όταν μου τα έδειξε ο Σπύρος, αναρωτήθηκα
τι μουσική θα τους έβαζε. Έτσι έγιναν αυτά τα τραγούδια που δεν έχουν
ομοιογενές ύφος. Ένα απ’ αυτά που λέω εγώ, π.χ., μοιάζει σαν χασάπικο χωρίς
μπουζούκι. Τα ποιήματα του Λάδη μιλάνε για εγκλήματα, είναι αστυνομικής υφής,
αλλά ένα έγκλημα μπορεί να είναι και πολιτικό. Τα ήθελε ακέραια από την
επικαιρότητα ο Λάδης, αν κι εγώ με ό,τι γίνεται στην Ελλάδα τα βρίσκω τρομερά
εκφραστικά ως προς το σήμερα. Έχουν και πολύ χιούμορ επίσης.
Όχι. Φιλοδοξώ μόνο ο Σπύρος Εξάρας και ο Φώντας Λάδης να
πάνε πολύ καλά μ’ αυτά τα τραγούδια. Ο Φώντας είναι αυτός που είναι, ο Σπύρος
το ίδιο, άρα μιλάμε για έναν ιδιαίτερο συνδυασμό διαφορετικών προσωπικοτήτων
που έχουν πολλές κοινές αρχές παράλληλα. Όλα τα κομμάτια έγιναν στην Αμερική με
τους τραγουδιστές να στέλνουν τη φωνή τους από την Ελλάδα: Ο Νταλάρας, ο
Λούλατζης και ο Δημοσθένους.
Και πως νιώσατε στο στούντιο τόσα χρόνια μετά;
Στην αρχή ήμουν κάπως, αλλά άμα έχεις μάθει να οδηγείς, δεν
το ξεχνάς. Το είπα δυο – τρεις φορές το κάθε τραγούδι και αυτό ήταν!
Αφού σας ευχαριστήσω γι’ αυτή την κουβέντα, θέλω να σας
ρωτήσω: Πως είναι να σας αποκαλούν ακόμη «Η ‘’Παναγία των Πατησίων’’ του
Χατζιδάκι;»
Θα έπρεπε να είμαι λίγο πιο ματαιόδοξη για να μπορέσω ν’
αξιολογήσω αυτόν τον τίτλο. Τον αξιολογώ πολύ ρεαλιστικά και αποστασιοποιημένα
πλέον. Χαίρομαι όταν με αποκαλούν έτσι, όσοι γνωρίζουν, αλλά η αλήθεια είναι
πως λείπω τριάντα χρόνια απ’ την Ελλάδα, έχοντας ζήσει πολλές ωραίες και
δύσκολες στιγμές. Δεν είναι εύκολο να
πηγαίνεις σ’ ένα ξένο τόπο με 200 χιλιάρικα. Δεν είμαι και η φτωχή, αλλά με το
χαρακτήρα που έχω, δεν κατάφερα να μαζέψω λεφτά. Πιο πολύ τους άλλους συνεχίζω
να φροντίζω παρά τον εαυτό μου. Έχασα πολύ χρόνο στο να δίνω και, τέλος πάντων,
δεν διεκδίκησα ποτέ όσα μου ανήκαν. Κι αν τώρα πια δεν είμαι έτσι, είναι αργά.
Δεν τρελαίνομαι να βγω να ξανατραγουδήσω, δεν πρόκειται να κάνω πράγματα που
δεν τα έκανα ούτε όταν ήμουν νέα.
Χρυσούλα Παπαϊωάννου - Γιάννα Κατσαγεώργη - Μπόσκο (Οκτώβρης 2023 στα γραφεία της εφημερίδας «Documento») |
** Η συνέντευξη με τη Γιάννα Κατσαγεώργη πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2023 στα γραφεία της εφημερίδας «Documento».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου