Η Μάρθα είναι ένα
πρόσωπο που εμφανίζεται στα Ιταλικά Σχεδιάσματα του Σολωμού, επεξεργασμένο από
τον Καψάλη που έγραψε το λιμπρέτο. Ήταν μια ανάθεση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
για τον εορτασμό των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση. Το παράγγειλε ο Κουμεντάκης
κι έτσι προχωρήσαμε με τον Καψάλη στη δημιουργία του έργου. Θα το χαρακτήριζα καταρχάς μία
μουσικοποιητική σύνθεση εν είδει αγρυπνίας σαν να συντελείται μέσα σε μία άχνα
της νύχτας και μ’ ένα ισχυρό στοιχείο υποβολής. Μέσα απ’ τη Μάρθα βλέπει κανείς
και όλο το συγκλονιστικό γεγονός της Εξόδου του Μεσολογγίου όχι τόσο από την
επική και ηρωική πλευρά του. Η Μάρθα είναι μια συγκινητική μορφή που νομίζω πως
καθρεφτίζεται και στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», αυτή δηλαδή η ταλάντευση
του πόθου για την ελευθερία και συγχρόνως η αγάπη για τη ζωή.
Κατά ένα τρόπο
μοιάζει να επιστρέφετε στον Σολωμό πολλά χρόνια μετά τις μελοποιήσεις σας.
Από τη δική μου
πλευρά είναι σαν ένα μεγάλο τραγούδι αυτό που κάνουμε. Μια ελεύθερη φόρμα που
συμπεριλαμβάνει μονωδίες της ίδιας της Μάρθας με λυρικό χαρακτήρα μέσα από τον
έμμετρο στίχο του Καψάλη. Υπάρχει το αφηγηματικό στοιχείο ενός ελληνικού
ρετσιτατίβο και με ιντερμέδια – αναφορές στη δυτική μουσική. Υπάρχει επίσης μια
ορχήστρα, το Polis Ensemble, που δίνει τη δυνατότητα στους μουσικούς
να μην αρκεστούν στην παράδοση, αλλά να αξιοποιήσουν τη λόγια παιδεία τους,
αφού έχουν μεταγράψει έργα κλασικών Ελλήνων συνθετών, όπως του Καλομοίρη. Αυτή
η σύγχρονη προσέγγιση περιλαμβάνει ένα πιάνο με ουρά και ένα βιολοντσέλο για να
ακροβατήσει η μουσική ανάμεσα σε δυτικά και ανατολικά στοιχεία.
Πόσο καιρό
δουλεύατε το έργο;
Ομολογώ όχι πολύ,
παρότι ήταν παραγγελία και, μάλιστα, λέγαμε με τον Καψάλη πώς επιτέλους κάποιος
μας κάνει μια ανάθεση μ’ ένα έργο που έχει χρονικά περιθώρια παράδοσης.
Τηρήσαμε όλα τα ελληνικά δεδομένα, που είναι ο θεός της τελευταίας στιγμής και
ευτυχώς ενώ το αποτέλεσμα φαίνεται μακροχρόνιο τελικά είναι βραχυχρόνιο.
Σας αρέσει να
δουλεύετε κατά παραγγελία;
Δουλεύεις χωρίς
την πίεση που σου βάζει καμιά φορά ο ίδιος σου ο εαυτός, να έχεις δηλαδή
απεριόριστο χρόνο για να φτιάξεις το «αριστούργημα» και δεν αποκλείεται να
φτιάξεις μια «πατάτα». Γεννιέται ακόμη κάτι άλλο απ’ ότι θα έκανες μόνος σου,
γιατί εμπλέκονται και άλλοι παράγοντες σαν να έγραφες μουσική για κινηματογράφο
που είναι ορισμένο το περιεχόμενο. Μπαίνεις σε μία τάξη αρκεί να έχεις κι ένα
υπόβαθρο.
Κι εσείς το
είχατε με τη μεγάλη πείρα σας στη μουσική για κινηματογράφο και θέατρο.
Πάντα βέβαια με καλούσαν για πράγματα που είχαν σαν δεδομένο το ότι εγώ έγραφα μουσική που παραπέμπει στην παράδοση. Όπου δημιουργούνταν ανάγκες για μουσικές με βυζαντινά ψήγματα, η φαντασία των δημιουργών πήγαινε σε μένα. Λογικό, αφού είχα τέτοια συγγενικά στοιχεία στην «Όλγα Ρόμπαρντς» του Βακαλόπουλου ή στην «Ηλέκτρα» όταν πρωτόγραψα μουσική για αρχαία τραγωδία. Το ίδιο και στις δυο – τρεις δουλειές που έχουμε κάνει με τον Θανάση Παπαγεωργίου.
Πρόσφατα
κάνατε και τον «Άσωτο καιρό», τον τελευταίο σας δίσκο για τη φωνή της Βερόνικας
Δαβάκη.
Κυκλοφόρησε
ψηφιακά, αλλά και σε βινύλιο, έχοντας γραφτεί μέσα στην περίοδο του covid. Κάποια στιγμή άκουσα τη Βερόνικα που μου
άρεσε η φωνή της και είπα να ξαναγράψω τραγούδια ετερόκλητα μετά από πολύ
καιρό. Τα γράψαμε εντελώς «ζωντανά» στο στούντιο, σαν να μαζεύτηκε μια παρέα
και περνούσε δημιουργικά τις βραδιές του εγκλεισμού. Η δισκογραφία είναι πλέον
ένα δύσκολο σπορ, αφού με την υπερπληροφόρηση συναντάμε μια φλυαρία και όχι
μόνο στη μουσική. Κατά συνέπεια πρέπει να «κυνηγήσει» κανείς άλλες παραμέτρους
που δεν έχουν καμία σχέση με τα τραγούδια. Δεν υπάρχουν πια οι εταιρείες ως
διαμεσολαβητές με την ίδια την κοινωνία, ενώ αρκείσαι σε μερικά μόνο ραδιόφωνα,
της επαρχίας κυρίως, και στις συναυλίες. Καταλαβαίνεις από ποια τραγούδια
«περνάνε», πως το πράγμα είναι λίγο στημένο. Δεν το κατέχω καλά για να είμαι
πολύ επικριτικός ή για να λέω πως τα πράγματα γίνονται αξιοκρατικά ή τυχαία.
Σίγουρα κάπως καναλιζάρονται. Ειδικά εμένα μ’ ενδιαφέρει να καταγράφεται ένα
υλικό παρόλο που κι αυτό δεν είναι εύκολο χωρίς ουσιαστική παραγωγή από πίσω.
Όλο το βάρος πέφτει πάνω σε μια μονάδα, έναν άνθρωπο που πρέπει να έχει
αντοχές. Ακόμη όμως και στα «λυρικά χρόνια» της δισκογραγίας, τα πράγματα σου
έδιναν την ίδια τη δύναμη. Το θέμα είναι να μην πειράξει τον πυρήνα σου η όλη
εξωτερική συνθήκη, να μη σε τρώει αυτό το νέο είδος στρατηγικής.
Η τωρινή επαφή
δεν ενδείκνυται για μια έκρηξη δημιουργικότητας;
Ανέκαθεν πίστευα
πως ο χρόνος της τέχνης είναι αργός. Δεν σημαίνει πάντοτε πως όταν βράζει κάτι
θα βγάλεις το καλύτερο. Είναι σαν να γράφεις ένα ερωτικό τραγούδι και να σου
λένε «Πω, πω, έχεις ερωτευθεί». Και μέσα σε μια τέτοια συνθήκη εσύ μπορεί να
έχεις γράψει το χειρότερο σου. Όταν έγραφα το «Ερωτικό» του Λαπαθιώτη με την
Αρβανιτάκη, δεν θυμάμαι να υπάρχει κάποια αιτία.
Αν θυμάμαι
καλά, επρόκειτο να δοθεί σε άλλη τραγουδίστρια αυτό το κομμάτι;
Υπήρχαν δυο –
τρία αδέσποτα τραγούδια μου εκείνη την εποχή χωρίς να έχω τη σκέψη ενός κύκλου
τραγουδιών. Στην πρώτη φάση θα τα έλεγε η Χάρις Αλεξίου και είχαμε κάνει
κάποιες συναντήσεις. Δεν τα θέλανε, όμως, τα τραγούδια – μιλάω για τους
παραγωγούς πιο πολύ. Ήρθαν στο σπίτι, τα άκουσαν και μου είπαν πως ήθελαν
τραγούδια «για την πλέμπα». Το σχέδιο ναυάγησε και μετά ήταν να τα πει η
Γαλάνη, που έβγαζε όμως άλλον δικό της δίσκο. Επειδή εγώ δεν ήμουν για να δίνω
τραγούδια που θα «κάθονται», βρήκα την κατάλληλη φωνή στην Ελευθερία. Μόλις την
είχα γνωρίσει και έκανα το «Κοντά στη δόξα μια στιγμή», ένα μάλλον αιρετικό
δίσκο, που γράφτηκε σχεδόν παράνομα σ’ ένα αυτοσχέδιο στούντιο. Στο σπίτι του
φίλου Κώστα Γουδή γράφαμε, όπου εκεί εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο Θοδωρής
Γκόνης ως στιχουργός. Ήταν ακόμη μαζί μας ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος και ο Ρος
Ντέιλι, ενόσω εγώ ήμουν μες στον ενθουσιασμό, αντιλαμβανόμενος τις δικές μου
καταβολές. Ήταν μια παλινδρόμηση μετά από το δίσκο «Πρώτο βράδυ στην Αθήνα» που
είχα κάνει. Θα τραγουδούσε ο Παπάζογλου, αλλά μετά άλλαξε γνώμη και ψάχναμε
φωνή ανδρική μαζί με τον Πατσιφά. Έτσι καταλήξαμε στον Λιδάκη και τη Γλυκερία
με τον Πατσιφά να μου λέει «Παιδί μου, να τα πεις εσύ». Μετά από τρεις μέρες,
πέθανε ο Πατσιφάς κι έμεινα μετέωρος για ένα διάστημα. Ευτυχώς οι υπόλοιποι
σεβάστηκαν την επιθυμία του, αφού ο Πατσιφάς εξακολουθούσε να λειτουργεί κάπως
σαν φάντασμα.
Στη «Μάρθα»
χρησιμοποιείτε δύο τραγουδιστές που απέχουν απ’ το λεγόμενο «mainstream», την Ειρήνη Δερέμπεη και τον Τάσο
Αποστόλου.
Ο Τάσος είναι
λυρικός τραγουδιστής με ευαισθησία απέναντι σε ένα πιο έντεχνο ρεπερτόριο. Η
Ειρήνη είναι κατεξοχήν παραδοσιακή τραγουδίστρια. Θα’ναι έκπληξη τώρα λόγω των
μονωδιών που της δόθηκαν. Η ίδια η
μουσική μού υπαγόρευσε αυτούς τους ερμηνευτές, όπως μου υπέβαλλε και τα όργανα,
γι’ αυτό άλλωστε και δεν θα τραγουδήσω εγώ. Ο ρόλος του ποιητή ανήκει στον
Τάσο, όπως ανήκε στον Τάση Χριστογιαννόπουλο κατά το πρώτο ανέβασμα του έργου
προς διαδικτυακή χρήση εν μέσω covid. Με αφορμή την επέτειο από την Ελληνική Επανάσταση το έργο τώρα βγαίνει
στο φως. Θεωρώ ότι έγινε μια ωραία διανομή αξιοποιώντας και τη σκηνική παρουσία
των συντελεστών.
Δεν είναι σαφή τα
όρια κάποιων όρων που μεταχειριζόμαστε. Μπορεί όντως να υπάρχουν στοιχεία
λαϊκότητας και έντεχνου αλλά ένα έργο δεν ιδεολογικοποιείται. Μετά αρχίζει το
ένα να αντιτίθεται στο άλλο και στις επιλογές σου. Το έζησα με την «Εκδίκηση
της γυφτιάς» που έγινε σαν μια απάντηση στον μεγαλοϊδεατισμό της
Μεταπολίτευσης. Αντιμετωπίζω το ελληνικό τραγούδι σαν ένα σώμα ολόκληρο και
νομίζω πως παντού έχουν γραφτεί πολύ ωραία τραγούδια. Ο δημιουργός δεν είναι
ένα μονοσήμαντο πράγμα κι έχει δικαίωμα στις μεταμορφώσεις, όμοιες με τις
μετατροπίες της μουσικής. Ο Μπιθικώτσης, ας πούμε, καταχωρήθηκε στο λαϊκό
ρεπερτόριο, ενώ ήταν ευρύτερος ερμηνευτής. Εντάξει, δεν έλεγε γερμανικά λιντ,
αλλά τραγουδούσε ποίηση με επάρκεια.
Θα σας δούμε
κι εσάς στη σειρά ντοκιμαντέρ με την ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας;
Με κάλεσαν και
μένα, αλλά ομολογώ πως δεν πήγα. Δεν εμπιστεύομαι την τηλεόραση. Αν κάνει
κανείς ένα εγχείρημα, πρέπει να είναι σοβαρό και να έχει προηγηθεί έρευνα
μακροχρόνια. Θεμιτό είναι, βέβαια, δεν λέω να μη γίνει, αλίμονο, απλά η
τηλεόραση συνήθως πετσοκόβει. Δεν μου ταιριάζει αυτή η εξουσία της τηλεόρασης.
Γνωρίζω πως
δεν είστε άνθρωπος των τυμπανοκρουσιών, αλλά θα ήθελα ένα σχόλιο σας για τα
Τέμπη και τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.
Δεν θέλω να
διακινδυνεύω πράγματα που ενίοτε χρησιμοποιούνται μικροπολιτικά. Με ρωτάνε αν
θα κατέβω στη διαδήλωση και το βρίσκω πολύ προσωπικό θέμα. Δεν αισθάνομαι λόγω
επωνυμίας πως είμαι κάνα πρότυπο. Πηγαίνω όπως κάθε πολίτης που δεν το ξέρουμε.
Έτσι θέλω να΄μαι χαμένος μες στο πλήθος, κατέβω – δεν κατέβω. Εδώ έχουμε μια
ουσιαστική λαϊκή αντίδραση για λόγους πολιτισμού. Δεν θίγεται ένα κομμάτι
πολιτικό μόνο, αλλά και πολιτιστικό – πολιτισμικό έχοντας να κάνει η αντίδραση
του κόσμου με τόσους θανάτους. Δεν είναι μια απλή διαδήλωση όλο αυτό το
τελετουργικό.
Για τη
διαβόητη διάλυση της Αριστεράς τι θα λέγατε;
Δεν τη βλέπω και
τόσο διαβόητη. Βοά ότι δεν είναι διαβόητη! Μου φαίνεται φυσική συνέπεια,
δεδομένης μιας παράδοσης φαγωμάρας μέσα στα προοδευτικά κινήματα, όπως
ιδεοληψίες από μια ομάδα εις βάρος της άλλης κλπ. Σέβομαι το τι πρεσβεύει ένας
άνθρωπος, ακόμη και μια ομάδα. Προέρχομαι από μία σιωπή και μέσω της μουσικής
προσπάθησα να έχω μία παρουσία με ειλικρίνεια και μιας πιο βαθιάς πίστης σε
κάτι. Μην ξεχνάμε πως εγώ ερχόμουν και από έναν άλλο κόσμο κι εκείνη την εποχή
δεν μου πήγαινε να υιοθετήσω ιδέες, οι οποίες τελικά θα εφαρμόζονταν κατά το
λιγότερο δυνατό. Βρέθηκα νωρίς σ’ ένα περιβάλλον πιο επιλεκτικό απέναντι σε στρατεύσεις.
Παρέμεναν οι ιδέες και άλλαζαν οι συμπεριφορές. Έβλεπα τον εαυτό μου ανάμεσα σε
τροτσκιστές, μαοϊκούς κλπ. σαν μια φοινικιά, κάτι εξωτικό. Κι αυτό κέρδος το
θεωρώ για τον εαυτό μου. Η μεγαλύτερη πολιτική πράξη που μπορώ να κάνω είναι η
βελτίωση του εαυτού μου.
Τι ρόλο έπαιξε
τελικά η σιωπή στη ζωή σας;
Είναι μια
παρεξηγημένη έννοια η σιωπή και πολύ ευαίσθητο πράγμα ο δημόσιος λόγος. Συχνά
ένας αφασικός λόγος εκφέρεται ως δημόσιος. Είναι σαν να μην ξέρουμε για ποιο
πράγμα μιλάμε, αφού για τα πάντα, είτε μιλάς για πολιτική, είτε για τέχνη, είτε
για επιστήμη, πρέπει να ξέρεις και την ανάλογη ιστορία τους. Με το να μιλάς επί
παντός επιστητού δημιουργείται ένας θόρυβος, παραμορφωτικός των πραγμάτων. Όταν
γράφεις ένα τραγούδι νιώθεις σαν να ανοίγει ένα παράθυρο και βλέπεις πιο
φωτεινά τα πράγματα. Σκέψου να το συσκοτίζεις διαρκώς χωρίς λόγο. Είχε κάνα
δημόσιο λόγο ο Σολωμός, είχε δώσει 300 συνεντεύξεις; Πάντα στα έργα ανατρέχουμε
για να παρηγορηθούμε. Είναι σαν να σ’ ενδιαφέρει ο Ευριπίδης που λένε μέχρι
σήμερα ότι τον απατούσε η γυναίκα του. Ας τον απατούσε, τι να κάνουμε τώρα;
(γέλια)
Μια ρηχή
ερώτηση τελευταία: Τι κάνετε κι έχετε τόσο πυκνό μαλλί σαν να είστε 30 χρονών;
Όποτε με έβλεπε ο Γιάννης Μαρκόπουλος μου φώναζε: «Δεν έχεις ούτε μια άσπρη τρίχα». Δεν ζει, βλέπεις, για να του πω ότι έβγαλα άσπρες τρίχες. Ίσως έχει να κάνει με τη μουσική παραδοσιακού ύφους που γράφω, η φύτρα μου δηλαδή μπορεί να συμβολίζει και τη ρίζα μου.
* Η συνέντευξη με τον Νίκο Ξυδάκη πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του στον Λυκαβηττό και ένα μεγάλο μέρος της δημοσιεύθηκε με το ένθετο Docville της εφημερίδας Documento.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου