Η Κυρά της Ρω είναι μία συγκλονιστική παράσταση! Μία παράσταση που δεν είναι δυνατόν να αφήσει ασυγκίνητο τον καθένα θεατή για ξεχωριστούς λόγους: Καθώς η ''ηρωίδα'' αφηγείται τον βίο της, άλλος ταυτίζεται με τη γονεϊκή απώλεια και άλλος με τη συζυγική, άλλος πάλι αναμετριέται με την ιστορία του τόπου του, αλλά και με τα πιο ουσιώδη πατριωτικά συναισθήματα του. Ενώ δηλαδή εύκολα μια τέτοια παράσταση θα μπορούσε φύσει και θέσει να ξεπέσει σε εθνικιστικές κορόνες, είναι τόσο προσεγμένο το κείμενο του συγγραφέα Γιάννη Σκαραγκά με αποτέλεσμα μπροστά στα μάτια μας να παρουσιάζεται η ιστορία μιας γυναίκας, ενός σημαντικού συνανθρώπου μας και όχι μιας γυναίκας - ιδέας, που μπορεί και να υπήρξε η Κυρά της Ρω. Θέλω να πω ότι το θέμα της ελληνικής σημαίας που ανεβοκατέβαζε η συγκεκριμένη γυναίκα σε ένα νησάκι της ακριτικής Ελλάδας για άλλους μπορεί να είναι το πλέον συγκινητικό στοιχείο της ύπαρξης της. Για τον Σκαραγκά, ωστόσο, καθώς και για μένα και για άλλους, υποθέτω, περισσότερο ενδιαφέρον έχει το κείμενο καθ'αυτό, πόσο μάλλον όταν στο μεγαλύτερο μέρος του βασίζεται σε μυθοπλασία και όχι σε ντοκουμέντα. Η Δέσποινα Αχλαδιώτη δεν ήταν Φιλιώ Χαϊδεμένου, που έζησε ως τα 107 της και πρόλαβε σε βαθιά γεράματα να δώσει πολλές συνεντεύξεις. Μία συνέντευξη της υπάρχει μόνο στον Φρέντυ Γερμανό και μερικές μαρτυρίες των κατοίκων του Καστελόριζου που πέρασε το πιο μεγάλο κομμάτι της ζωής της, απέναντι από τη Ρω. Υπό αυτή την έννοια, το βιβλίο που έγραψε γι' αυτήν ο Σκαραγκάς είναι ένας άθλος! Ένα καθ'όλα ποιητικό κείμενο που άλλοτε διαβάζεται - ακούγεται - βλέπεται σαν λαογραφικό εγχειρίδιο, σαν μια καταγραφή της ελληνικής ιστορίας του 20ου αι. επίσης, όπως και σαν μια πολύτιμη συλλογή ανθρώπινων λαϊκών ψυχολογικών αντιδράσεων που σήμερα τείνουν να εκλείψουν, έτσι αψυχολόγητη, σκληρή και βιομηχανοποιημένη που έγινε η εποχή μας. Όταν η Κυρά της Ρω αφηγείται τη ζωή της μεταφέρεσαι στο σπίτι σου στο χωριό και στον τοίχο σου ξαναβλέπεις το παλιό μπατίκ της γιαγιάς σου. Είναι τόσο έντονο και ''ζωντανό'' το κείμενο που προσφέρεται για ένα ταξίδι με χρονομηχανή μαζί με το δάκρυ, το γέλιο, την απώτερη συγκίνηση των επίδοξων ταξιδιωτών.
Η Φωτεινή Μπαξεβάνη, μαυροντυμένη και επιβλητική, σαρώνει τη σκηνή, πατώντας πάνω στο μινιμαλιστικό εμπνευσμένο ντεκόρ, συνοδεία ενός μόνο τσελίστα, που καθισμένος στο ημίφως, παίζει άλλοτε ήχους θαλασσινούς και άλλοτε σκοπούς της νησιώτικης Ελλάδας. Η Μπαξεβάνη σε ορισμένα σημεία μοιάζει να παραληρεί, μεθυσμένη από τον πόνο που βίωσε ο χαρακτήρας της. Κλαίει για το καταβύθισμα στην προσωπική της μοναξιά - τη δική της ή της ηρωίδας, θα σας γελάσω, καθώς παίζει με τέτοια αφοπλιστική αμεσότητα! Η Μπαξεβάνη επί σκηνής θυμίζει Κλυταιμνήστρα πεταμένη στα σκοτεινά ανάκτορα των Μυκηνών. Κι όταν στο τέλος έρχεται μπροστά - μπροστά, σαν να βλέπει τους θεατές καταπρόσωπο, λέει πως η σημαία της Ελλάδας φτιάχτηκε από κυριακάτικα τραπέζια της χαράς. Ούτε από γαλάζιο, ούτε από Εσταυρωμένους και όλα τα συναφή. Δεν κουρελιάζεται εύκολα η σημαία αυτή, δεν μπορεί δηλαδή να κουρελιαστεί. Και τότε η Φωτεινή Μπαξεβάνη μοιάζει με δέντρο ελιάς ριζωμένο βαθιά στη γη! Το φως σβήνει, η παράσταση τελειώνει κι εγώ βγαίνοντας σαν να άκουσα τη φωνή της εξίσου ανεμοδαρμένης Φλέρυς Νταντωνάκη, να μου λέει: ''Τότε τι τραγούδησα τα βράδια, να ημερώσουμε τον Αλλότριο μαζί με την Κυρά της Ρω''...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου