Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Πωλίνα: «Ο τρόπος ζωής ενός καλλιτέχνη δεν χαρακτηρίζεται από το τι ρεπερτόριο τραγουδάει»

 

Η Πωλίνα, το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά και τα γατίσια μάτια, η «νέγρικη» φωνή που εξ αιτίας της εγκαινιάστηκε απ’ ευθείας αεροπορική γραμμή Αθήνα – Σεϋχέλλες, δεν αποποιείται το παρελθόν της και γουστάρει που ο κόσμος την αγαπά μέχρι σήμερα για όλη την ηδύτητα που του χάρισε κάποτε με τα ποπ τραγούδια της. Απ’ την κουβέντα μας παρέλασαν θρυλικά πρόσωπα του ελληνικού τραγουδιού σαν τη Μοσχολιού, τον Μαρίνο, τον Ξυλούρη, τον Κραουνάκη, τον Πάριο, με τους οποίους είχε τη μεγάλη τύχη να γαλουχηθεί καλλιτεχνικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 που ξεκίνησε την περιπλάνηση της στη μουσική. Μια περιπλάνηση που κατέληξε πρόσφατα στο «Reunion the Musical» στο Παλλάς υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της έμπειρης Θέμιδος Μαρσέλλου. Η Πωλίνα μιλάει για όλους και για όλα με το εφηβικό της χιούμορ και την αφοπλιστική αμεσότητα της.

Πιστεύετε στον παράγοντα της τυχαιότητας;

Πιστεύω, καθώς δεν είχα καμία σχέση με τα καλλιτεχνικά και το όνειρο μου ήταν να γίνω αρχαιολόγος. Μεγάλωσα μέσα σε μία μεσοαστική οικογένεια της άνω Νέας Σμύρνης, που ήταν γεμάτη από Μικρασιάτες και Μυτιληνιούς, δηλαδή από κουκουέδες. Κυνηγημένος ο πατέρας μου, πότε ερχόταν σπίτι, πότε δεν ερχόταν, ενώ στο σχολείο λέγανε για μένα «η κόρη του κομμουνιστή». Βίωσα ένα περίεργο bullying με μία άγνοια κινδύνου, αφού στο σχολείο πήγαινα με όλα τα απαγορευμένα βιβλία. Αυτά που έζησα στην εφηβεία δεν τα έκανα ποτέ μεγάλη και το ρίσκο της πολιτικοποίησης δεν υπήρχε καθώς περνούσαν τα χρόνια. Το σπίτι που μεγάλωσα, Βικάλης και Αγίας Σοφίας στην άνω Νέα Σμύρνη, είναι το μόνο που έχει μείνει. Δίπλα μας τότε είχε το σπίτι του ένας αστυνομικός που λεγόταν Μιχαηλίδης, οπότε φαντάσου συνύπαρξη μες τη χούντα. Αυτός μας κάλυπτε πολλές φορές και σήμερα το σπίτι του επίσης δεν έχει κατεδαφιστεί. Πάντα συγκινούμαι όποτε περνάω από κει, αφού θυμάμαι όλα εκείνα τα χρόνια. Δεν θα το ξεπεράσω ποτέ κι ενώ μένω τόσα χρόνια στο Χαλάνδρι, τη Νέα Σμύρνη θεωρώ παντοτινό σπίτι μου.

Από που πήρατε τα ανοιχτά χρώματα σας, τα μάτια, τα μαλλιά;

Από τον πατέρα. Η μητέρα μου ήταν όμορφη, αλλά ήταν κοντή, μελαχρινή, μια τσαούσα, η οποία πήγε δυο φορές στο εκτελεστικό απόσπασμα και με κάποιο βίσμα τη γλίτωσε! Ήταν στα βουνά με τον πατέρα μου, αντάρτες κι οι δύο. Είχε μια επιχείρηση ο πατέρας μου, αλλά την πούλησε γιατί είχε μεγάλο ψώνιο με τα σενάρια. Έγραψε τη ζωή του Ρήγα Φεραίου, προ χούντας είχε πάρει το πρώτο πανβαλκανικό βραβείο και στο σπίτι μας μαζεύονταν διάφοροι: Ο Κατσέλης, ο Μίκης Θεοδωράκης που θα έκανε τη μουσική, ο κολλητός μας σκηνοθέτης Βασίλης Γεωργιάδης κ.α. Το σενάριο δεν έγινε ποτέ ταινία λόγω των πολιτικών συνθηκών. Μέχρι σήμερα το έχω στα χέρια μου μαζί με τις γνωμοδοτήσεις των μελών της επιτροπής. Υπόψιν, έχω την αλληλογραφία του πατέρα μου με τον Νίκο Καββαδία από τότε που ο ποιητής ταξίδευε.

Άρα πώς δεν είχατε σχέση με τα καλλιτεχνικά, όταν μπαινόβγαιναν τέτοιοι άνθρωποι στο σπίτι σας;

Έχετε δίκιο, απλά δεν το συνειδητοποιούσα. Ο πατέρας μου είχε τελειώσει πολιτικός μηχανικός, έκανε ένα τυπογραφείο, που μας ζούσε, αλλά μετά το παράτησε και έδωσε όλα του τα λεφτά στο να γίνει πραγματικότητα το σενάριο του. Δεν το μέτραγε το χρήμα. Τον έχασα πολύ νωρίς, αφού ήταν και ορειβάτης και μια μέρα πάνω στο βουνό έπαθε εγκεφαλικό απ’ την ατμοσφαιρική πίεση. Πέθανε στον Ευαγγελισμό στις 6 Δεκεμβρίου του 1982 από δεύτερο εγκεφαλικό, δεκαπέντε μέρες μετά το πρώτο. Έτσι, στη ζωή στηριχθήκαμε πάνω στην τσαούσα μάνα, η οποία κανόνιζε τα οικονομικά και τα πάντα. Ήταν τρελό καρφί, πήγαινε και τα έλεγε όλα στον πατέρα μου. Εγώ φώναζα: «Δεν μπορείτε να μου πλασάρεστε ως αριστεροί και μέσα στο σπίτι να έχουμε χούντα». Τη μάνα μου την είχα πάρει κι εδώ σπίτι, πρόλαβε τον Απόστολο τον γιο μου. Είχε τρελό γέλιο, καθώς βυθιζόταν στην άνοια και μας ρωτούσε κάθε μέρα: «Είχαμε κάνα νέο απ’ τους Γερμανούς;» Κοινωνική γυναίκα, χόρευε, τραγουδούσε, ενώ ο πατέρας μου ήταν ένα «ψάρι».

Την έφεση στο τραγούδι πως την ανακαλύψατε;

Κλεινόμουν στο δωμάτιο μου και τραγουδούσα τα τραγούδια των Carpenters απ’ τους στίχους μέσα στους δίσκους τους. Το On the Rocks ήταν το ροκ κλαμπ της εποχής, που μ΄ έπαιρνε και πηγαίναμε ο Αντώνης Μπάφης ο αρχιτέκτονας, όπως και ο Μάκης Μποτέλης, φίλοι μου τότε. «Κύριε Μισαηλίδη, θα τη φέρουμε» λέγανε του πατέρα μου. Στο On the Rocks δεν μ’ άρεσε η τραγουδίστρια που είχαν, δεν τα έλεγε ωραία τα κομμάτια των Carpenters και του Πολ Μακ Κάρτνεϊ. Κάνω το λάθος και μια φορά, έχοντας γυρίσει από «summer school» στο Λονδίνο, που δεν πάτησα καθόλου στο σχολείο, γιατί τα έφτιαξα μ’ έναν Ιταλό, στο On the Rocks με πιάνει ο Μάκης Τσιλίφης και μου λέει: «Αφού δεν σ’ αρέσει η τραγουδίστρια, έλα να μας τα πεις εσύ». Έτσι ξεκίνησα και με θράσος τραγούδησα το κομμάτι της Μαγδαληνής από το «Jesus Christ Superstar». Στα άλλα, επειδή δεν ήξερα τα λόγια, έλεγα μόνο το ρεφρέν και από κάτω ήταν ο Μάικ Ροζάκης, ο Τάκης Αντωνιάδης και ο Κανέλλης, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Τα κουπλέ ήταν…μουσαντέ, έλεγα κάτι δικά μου. Με πήρανε και ο πατέρας μου δεν ήξερε τίποτα. Επί τρεις μήνες με πήγαιναν και με φέρνανε, αλλά κάποια στιγμή την ψυλλιάστηκε ο Μισαηλίδης, βγαίνω να τραγουδήσω και τον βλέπω από κάτω κι αυτόν! «Μην πεις τίποτα» μου κάνει ο Τσιλίφης, «εδώ σε θέλω, βγες κανονικά».

Τελικά χάρηκε όμως ο μπαμπάς με την τραγουδίστρια κόρη του;

Κοιτάξτε, εμένα το ταλέντο μου ήταν στη ζωγραφική. Ο αδερφός της μάνας μου ήταν ο Νίκος Νομικός, φοβερός ζωγράφος και σκιτσογράφος. Αυτός, που δεν είχε παιδιά, έλεγε «Απ’ όλα μου τα ανίψια, μόνο η μικρή έχει ταλέντο. Να την πάμε στη Σχολή Καλών Τεχνών, Απόστολε» έκανε του πατέρα μου κι αυτός απαντούσε: «Δε θέλω, όλο κάτι αξύριστους χίπηδες έχει εκεί». Μιλάμε για το καλοκαίρι του 1973. Τελικά του βγήκα τραγουδίστρια, αλλά πέρασα και στη γαλλική φιλολογία χωρίς να πάω ποτέ. Συνέχισα στην Casa dItalia τα ιταλικά μου, αφού τα γαλλικά τα μιλούσα πολύ καλά από το σχολείο. Ο πατέρας μου έλεγε πως ενώ όλοι μιλάνε αγγλικά, εγώ θα μάθαινα γαλλικά. Τα αγγλικά πάλι τα έμαθα μέσα από τα ξένα τραγούδια.

Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι από το On the Rocks περάσατε από ροκ συγκροτήματα σαν τους Osiris και πιο μετά τους Sunset.

Με τους Sunset κάναμε δισκογραφία, ενώ με τους Osiris τραγούδησα για δύο σαιζόν. Κυριλάτα παιδιά, μεταξύ τους και ο συνθέτης – ντράμερ Νίκος Αντύπας. Ήταν μια συναυλιακή ροκ μπάντα οι Osiris, όλοι τους επαγγελματίες. Λέγαμε από χορευτικά κομμάτια μέχρι Uriah Heep και Blood Sweat & Tears, που είχαν πολλά πνευστά. Έχω ακόμη ηχογραφήσεις από τη συνεργασία μας. Έβγαινε κι έλεγε τα δικά του και ο Τάκης Αντωνιάδης, για μένα ένας απ’ τους μεγαλύτερους Έλληνες τραγουδιστές ειδικά στο ξένο ρεπερτόριο. Με τους Sunset έμπλεξα την ίδια περίοδο, 1973 – 74 και βγάλαμε ένα 45άρι δισκάκι.

Πως σας φαίνονταν τότε οι ροκ απόπειρες των Πελόμα Μποκιού, του Πουλικάκου, ακόμη και του Σαββόπουλου;

Δεν είχα καλύτερο απ’ το να συναντήσω τον Βλάσση Μπονάτσο σε κάτι κυριακάτικα πρωινά που μαζευόμασταν και παίζαμε. Πήγαινα σχολείο, θυμάμαι, όταν είχε βγει το «Ταγάρι» των Poll αλλά τον Τουρνά τον γνώρισα καλοκαίρι του 1976, έχοντας τελειώσει από το On the Rocks. Έκανε ένα τρελό πρόγραμμα ο Νίκος Ιγνατιάδης στο «Belle nuit» που είχε απ’ όλα μέσα: Ο Τουρνάς, μπαλέτα, ο Τζον Τίκης, ένα πανηγύρι. Απ’ το ’76 γίναμε φίλοι με τον Τουρνά και τη γυναίκα του, όπως και κουμπάροι. Ποτέ δεν άλλαξε η σχέση αυτή. Με Πουλικάκο, Σιδηρόπουλο κλπ. δεν είχα επαφές, ενώ με τον Βλάσση, που έκανε παρέα με Τουρνά και Ρόμπερτ Γουίλιαμς, δέσαμε πιο πολύ. Δεν θεωρώ πάντως πως παίξαμε ποτέ ροκ, τουλάχιστον αυτό το σκληρό ροκ που εγώ άκουγα στο σπίτι μου.

Πως ήταν από το On the Rocks να συνεργάζεστε κατευθείαν με τον Γιάννη Πάριο;

Καλοκαίρι του 1977 με πρότεινε ο Ιγνατιάδης στον Πάριο, αλλά έπρεπε να περάσω από οντισιόν. Αυτοί θέλανε να βγαίνει κάποια στην αρχή και να τραγουδάει Σίρλεϊ Μπάσεϊ με μεγάλη ορχήστρα. Ήμουν πολύ αδύνατη και ο Χατζηνάσιος έλεγε πως «αυτή, έτσι όπως είναι, μοιάζει σαν να έχει καταπιεί ένα play back». Όπως κάνω δοκιμαστικό, βλέπω τον Πάριο να γυρίζει και να μένει κόκαλο! «Τι είναι αυτό;» είπε…Στο μεταξύ, το ίδιο καλοκαίρι όλα τα «Δειλινά» συμμετείχαν στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, η Ρένα Πάντα, ο Σουνάς κ.α. Τη δεύτερη μέρα πέρασα μόνο εγώ, αφού όλες φορούσαν φλοράλ φουστάνια κι εγώ βγήκα με κοστούμι και γραβάτα. Εκεί πρωτογνώρισα την Άννα Βίσση, που ήρθε και μου είπε: «Γεια σου, κοριτσάκι. Έμαθα ότι πέρασες και θα βγεις πέμπτη». Θυμάμαι πως τη μέρα εκείνη είχε πεθάνει η Μαρία Κάλλας και γι’ αυτό κρατήσαμε ενός λεπτού σιγή όλο το Παλαί Ντε Σπορ. Από κει ουσιαστικά ξεκίνησα να τραγουδάω στα μεγάλα μαγαζιά. Έπρεπε να φύγω από το On the Rocks αν ήθελα να κάνω επάγγελμα το χόμπι μου. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να σκεφτώ τη δισκογραφία και τότε, με τον Πάριο, δεν υπήρχε καλύτερο σχήμα: Δούκισσα, Στράτος Διονυσίου, Γιάννης Πάριος. Μόλις είχαν ανοίξει τα «Δειλινά» και με φώναζαν «λαζού» επειδή είχα ποντιακό όνομα. Δεν συμβιβάστηκα ποτέ, αλλά δεν βίωσα και κάτι άσχημο ποτέ. Έβαζα τα όρια μου, ίσως ήταν και άλλες εποχές, ένας άνθρωπος όμως δεν υπήρξε να μου την «πέσει», ούσα εγώ και λίγο μαγκάκι, αγοροκόριτσο.

Σας θαύμαζαν και οι γυναίκες εκτός απ’ τους άνδρες.

Αυτή ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία μου. Όταν βγαίνεις στην πίστα και σε γουστάρουν οι γυναίκες, δεν ζηλεύουν δηλαδή. Μεγάλο προσόν, αφού αυτομάτως κερδίζεις και τους άνδρες. Το ΄78 άνοιξαν τα σύνορα με την Αλβανία. Είχε πάει η Μαρινέλλα πρώτη και μετά εμείς με τον Πάριο. Η συζήτηση που έκανα μετά με τον πατέρα μου κράτησε μήνες. Δεν έχω ζήσει χειρότερη κατάσταση απ’ τον ολοκληρωτισμό του Χότζα. Ως και στην τουαλέτα μας συνόδευαν, αν ήταν σε εξωτερικό χώρο. Δεν μπορούσαμε καν να πετάξουμε κούτες τσιγάρα στους Έλληνες Βορειοηπειρώτες. Ο Πάριος απείλησε ότι θα σταματούσαμε τη συναυλία αν δεν μας άφηναν να υποκλιθούμε. Όσοι είχαμε μπει στην Αλβανία από Γιάννενα, οι ίδιοι θα ξαναβγαίναμε απ’ την ίδια ακριβώς διαδρομή. Κόντεψε να κάνει διπλωματικό επεισόδιο ο Πάριος και μόλις άνοιξαν τα σύνορα και φύγαμε για Ελλάδα, κάνει «Σταματήστε»! Δεν μιλάγαμε για ένα δεκάλεπτο, συνειδητοποιώντας πως ξαναείμαστε ελεύθεροι. Κάτι παρεμφερές μου είχε συμβεί και το 1976 στο φεστιβάλ του Βίλαχ στην Αυστρία, σύνορα με Λιουμπλιάνα, όπου μας έστειλαν τον Βλάσση, τον Τουρνά και μένα. Ο Βλάσσης δεν ήρθε, γιατί τότε έπαιζε με τον Μαρίνο και τη Μαρίνα, ενώ ο Τουρνάς έκανε μιούζικαλ δικό του στο «Κύτταρο» με Ρόμπερτ Γουίλιαμς, Φραγκίσκο Μανέλλη, Τζελσομίνα, ένας χαμός! Πάω εγώ μόνη μου τελικά με μία βαλίτσα γεμάτη ούζα και ταγάρια που έστελνε πεσκέσι ο μάνατζερ Άλκης Έξαρχος στα μέλη της εκεί επιτροπής. Μετά το Βελιγράδι, σπάνε τα ούζα, τα πετάω και με παίρνει ένα αμάξι από το φεστιβάλ καθ’ οδόν για Αυστρία. Ο οδηγός δεν μίλαγε…Η γραμμή που πηγαίναμε ήταν άσπρη και όταν έγινε κίτρινη, είχαμε περάσει δηλαδή στην Αυστρία, μόνο τότε αντάλλαξε μαζί μας κουβέντες ο οδηγός. Φανταστείτε τι γινότανε! Το απόλυτο χάος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, τελικά όμως στην Αυστρία πήρα μόνη μου κι ένα βραβείο.

Το 1979 συμμετείχατε στην Eurovision με το τραγούδι της Ελπίδας.

 Η Ελπίδα μου το πρότεινε: «Έλα, θα περάσουμε τέλεια, θα δουλεύουμε δυο μήνες γι’ αυτό». Χορογραφίες έκανε η Μαριάννα Τόλη, η πρώτη σχέση του μετέπειτα συζύγου μου, Μεγακλή Βιντιάδη.  Ήταν εξαιρετική η Μαριάννα στο μιούζικαλ, από πολύ καλή οικογένεια. Φορούσε δαντέλες με μωβ φιόγκους και κρατούσε πιρούνι σε ασορτί χρώμα, ας πούμε. Φωνητικά στο «Σωκράτη» της Ελπίδας κάναμε η Λία Βίσση, ο Γουλιέλμος Στέλιος, εγώ και ο Γιάννης Σιαμσιάρης. Ήμασταν γκρουπ, δεν κάναμε απλά φωνητικά. Στο λόμπι με ειδοποιούν πως με ψάχνει ο μαέστρος της Αυστρίας. Έρχεται αυτός που μου είχε δώσει το βραβείο το ’76 και με συναντά τρία χρόνια μετά στο Ισραήλ. «Γεια σου, Πωλίνα» μου κάνει και οι άλλοι έμειναν άφωνοι. Εγώ έκανα το κομμάτι μου, όπως καταλαβαίνετε, ένιωθα η πιο φίρμα!

Σήμερα θα τραγουδούσατε στο Ισραήλ;

Θα πω ότι σήμερα υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό κόσμου που περιμένουν πως και πως να εξαφανιστεί αυτό το πολεμοχαρές κτήνος, ο Νετανιάχου. Κατεβαίνουν σε συλλαλητήρια,  υπάρχει μεγάλη διαμαρτυρία.

Βγάζατε λεφτά τότε;

Έβγαζα, αλλά δεν ήμουν κάνα μεγάλο όνομα. Είχα περάσει ως σόου γούμαν στη συνείδηση του κόσμου. Το καλοκαίρι του ’79 μετά τη Eurovision πάμε σ’ ένα μαγαζί το εξής φοβερό σχήμα: Αφροδίτη Μάνου, Κώστας Μάντζιος, Άλκηστη Πρωτοψάλτη με Ηλία Ανδριόπουλο και στο πρώτο μέρος εγώ με Τουρνά, Αγνή και Αντωνιάδη. Το μεγάλο όνομα θα ήταν η Μοσχολιού με τους Λαβράνους και τον Νίκο Ξυλούρη. Έγινε η αφίσα, καθόμασταν όλοι σε κάτι σκαλιά θυμάμαι, αλλά τον Γενάρη του ’80 πεθαίνει ο Ξυλούρης. Την είδηση του θανάτου του την έμαθα μέσα σ’ ένα ταξί πηγαίνοντας ένα βράδυ στη «Φαντασία». Ένας ήσυχος και γλυκός άνθρωπος ήταν ο Ξυλούρης. Με τη Μοσχολιού πάλι γίναμε μπίλιες. Είχε καβατζώσει κάτι λεφτά κι εγώ τότε ήμουν πολύ τσαμπουκαλού. Δεν είχαμε μία και μας γιατροπόρευε η Ελπίδα στο «Πόρτο Ύδρα». Καθώς βάζαμε τα πράγματα μες το αμάξι, τους λέω «Μισό λεπτό, παιδιά, δεν το αντέχω αυτό», γυρίζω πίσω και βλέπω τη Μοσχολιού να δίνει κάτι χιλιάρικα. Της τα βουτάω και της λέω «Είμαστε απλήρωτοι εδώ και είκοσι μέρες»! Αυτή άρχισε να με βρίζει, «βρωμιάρα, φέρε πίσω τα λεφτά» κλπ. «Άκου να σου πω, κυρά μου» της φώναζα εγώ κι άρχισε να με κυνηγάει. Τρέχω και λέω του Τουρνά: «Βάλε μπρος να φύγουμε» ενώ ξοπίσω έτρεχε η Μοσχολιού. Ο δε Πολυχρονιάδης να λέει «Ο Ιησούς Χριστός»! (γέλια) Λίγο αργότερα, στα μέσα του ’80, γίνεται ένα άλλο σχήμα: Μοσχολιού, Κόκοτας και Μητροπάνος, που έμελλε να γίνει κουμπάρος μου. Όλο το καλοκαίρι δεν ανταλλάξαμε κουβέντα με τη Μοσχολιού! Ούτε να με βλέπει, η μία τραγουδούσε από δω κι η άλλη από κει. Εγώ έκανα δικό μου καμπαρέ σόου. Με ειδοποιούν ένα βράδυ πως έχει έρθει ο Μαρίνος που θέλει να με δει. Ζητάει να με γνωρίσει, πάω κοντά του και μου λέει το εξής:

-          Εσύ τώρα νομίζεις ότι κάνεις σόου; Λοιπόν, θα’σαι το νέο πρόσωπο, το κορίτσι που θα με συνοδεύει στο πρόγραμμα για τα 15 μου χρόνια στη Μέδουσα.

-          Είναι σίγουρο, κύριε Μαρίνο;

-          Αυτό έχεις μόνο να πεις; Θα σου βγάλω την κουρτίνα απ΄ το μάτι!

Τι εννοούσε;

Εννοούσε, όπως έλεγε μετά τη συνεργασία μας, πως ήξερα να μεταφέρω το τραγούδι στον κόσμο. Ο Μαρίνος έμενε στη σκηνή τρεις ώρες κάθε βράδυ κι έπαιρνε πολλά χάπια για να αντέξει. Μπήκα σ’ ένα χώρο που ήταν ο Μάτεσις, ο Ξανθούλης, ο Σειληνός και θαμώνες τακτικοί οι πάντες: Ο Παπανδρέου, η Μελίνα, ο Ταχτσής. Ο Ταχτσής με συμπαθούσε, ρωτούσε «Η Πωλίνα που είναι;» Ο Μαρίνος απορούσε ώσπου τον ρώτησε «Τι έχεις πάθει, ρε μαλάκα, με την Πωλίνα;» Και του απαντάει: «Να, έτσι όπως έχει κοντά τα μαλλάκια, μοιάζει με όμορφο τεκνό». Τα λέγαμε με τον Ταχτσή και μου άρεσε ο τρόπος του. Επί εννιά μήνες δίναμε καθημερινά διπλή παράσταση με ένα ρεπό. Μετά ο Μαρίνος, κατά τις 4 τα χαράματα, μ’ έπαιρνε και ταΐζαμε αδέσποτα σκυλιά. Ζούσα τις σχέσεις του, μου έλεγε τα πάντα, αλλά ήταν τρομερά απαιτητικός στη δουλειά. Θυμάμαι πως για να με βοηθήσει στο «Δεσποινάκι» του Χατζιδάκι, που τραγουδούσαμε, γινόταν αυτός το Δεσποινάκι και ρώταγε τους μουσικούς: «Για πείτε μου, ποιος είναι πιο σέξι;» Πήγαμε και Θεσσαλονίκη και όταν γύρισα κοιμόμουν σερί για έντεκα μέρες. Η μάνα μου ήθελε να φωνάξει γιατρό. Κοιμόμουν, ξύπναγα, φαΐ λίγο και πάλι ύπνος. Μετά τη δεύτερη χρονιά με τον Μαρίνο, πήγαινα στον «Διογένη», το είχα δίπορτο. Ερχόταν, με μάζευε, ξαναδουλεύαμε. Σε ένα από τα ωραιότερα προγράμματα, που λεγόταν «Στον αστερισμό της Μέδουσας», ήμουν πια η παρτενέρ του. Φτάνουμε στο 1986 που καλεί την Κατιάνα Μπαλανίκα, με την οποία υπήρξαν ζευγάρι, αλλά είχαν τσακωθεί.

Μάλιστα, άρα ο «γκέι» Μαρίνος είχε και με γυναίκες σχέσεις.

Κανονικότατα, ξέρω κι άλλη που ήταν μαζί του, αλλά δεν θα πω το όνομα της.  Ο Μαρίνος δεν είχε πρόβλημα να πει με ποιαν είχε πάει. Και για την Κατιάνα έλεγε πως ξύπναγε και την έβλεπε από πάνω του τα βράδια. «Τι κάνεις, παιδάκι μου;» της έλεγε (γέλια). Η Κατιάνα μόλις είχε γυρίσει με τον Κακέτση από Αμερική κι εγώ την ήξερα από το ΄82 από τηλεοπτικά σόου. Το χειμώνα του ’81 βγαίνει ο Μαρίνος και λέει στο κοινό: «Θέλω να σας πω ότι αυτό το κορίτσι τ’ αγαπώ πολύ και πάντοτε είχα πρόβλημα με τις άλλες παρτενέρ μου, διότι γαμιόντουσαν πολύ και έκλεινε ο λαιμός τους. Στονάρεις άμα γαμιέσαι και έχεις πρόβλημα». Το τι γέλια έφερνε στον κόσμο όλο αυτό! Συνέχιζε: «Εδώ έχουμε ένα άλλο πρόβλημα. Δεν γαμιέται, επομένως τη δίνουμε! Τη θέλει κανείς;» Από κάτω να γελάνε ο Χρυσικάκος, ο Κατρανίδης, η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, και ποιοι δεν ήταν…Στο τέλος εκείνης της σεζόν, τα φτιάχνω με τον Βιντιάδη και το μαθαίνει ο Μαρίνος. «Έχω να σας πω νέα» ξαναλέει ένα βράδυ στο κοινό. «Τη δώσαμε, την πήρε αυτός ο άγιος άνθρωπος ο Μεγακλής Βιντιάδης» (γέλια)

Μεγακλής Βιντιάδης - Πωλίνα
Περάσατε καλά με τον Βιντιάδη;

Ήταν τα ωραιότερα μου χρόνια. Είναι ένας άνθρωπος έξυπνος, με χιούμορ, ελεύθερος, χωρίς ίχνος καρμοιριάς. Έξω καρδιά είναι ο Μεγακλής! Αγαπηθήκαμε και ακόμη αγαπιόμαστε. Παντρευτήκαμε στις 26 Μαΐου του ’85, μια Κυριακή προτού ξαναβγεί το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Στο δρόμο για τη δεξίωση με κουμπάρο τον Μητροπάνο ήταν απ’ τη μια Πασοκτζήδες κι απ’ την άλλη Νεοδημοκράτες. Μέχρι το ’96 ζήσαμε με τον Μεγακλή και χωρίσαμε όσο καλύτερα γινόταν. Ξαναπάω στη «Μέδουσα», αφού στο σχήμα μπαίνουν ο Κραουνάκης με τη Νικολακοπούλου, έχοντας μόλις κάνει το δίσκο «Μόνον άντρες». Ένα βράδυ που έκανα το σόου μου, συνειδητοποιώ πως είχε έρθει η Μοσχολιού. Βάσει της χορογραφίας, εκεί που καθόταν η Μοσχολιού, ερχόμασταν μούρη με μούρη. Φτάνω μπροστά της, με κοιτάει κατάματα και μου λέει μέσα απ’ τα δόντια της: «Καριόλα»… Από τότε γίναμε αχώριστες! Έτσι, το 1990 τραγουδήσαμε μαζί με τον Ντέμη Ρούσσο και τη Μοσχολιού στον «Διογένη». Κάναμε μεγάλες πλάκες! Επειδή τη μιμούμουν καλά, φώναζα ενός Αιγύπτιου υπάλληλου με τη φωνή της: «Τάρεγκ, καφέ»! Πήγαινε αυτός τον καφέ στη Μοσχολιού κι εκείνη του έλεγε: «Ρε, μαλάκας είσαι; Αυτή η καριόλα σε κοροϊδεύει»! Περάσαμε ωραία. Για μένα η τραγουδίστρια που αγαπώ και που μου αρέσει να ακούω, πέραν της Τζένης Βάνου, είναι η Βίκυ Μοσχολιού. Τεράστια καλλιτέχνιδα! Τη λατρεύω!

Θέλω να πάμε τώρα στη συνεργασία με τον Σταμάτη Κραουνάκη.

Μετά το ’86 αποφασίζω να χωθώ στη δισκογραφία. Έπρηζα τον Βιντιάδη και τον Πολυχρονίου, «Άντε, ρε παιδιά, κάντε κάτι». Απευθύνθηκα στον Σταμάτη που ήμασταν κολλητοί από το 1985. Γυρίζω στο σπίτι ένα βράδυ, αφού είχε φτιαχτεί το ρεπερτόριο του δίσκου με τον Χάρη Χαλκίτη. Έμενε μόνο ένα κομμάτι, ανοίγω τον τηλεφωνητή μου κι ακούω τον Σταμάτη να μου λέει: «Άκου, χαμένο κορμί, εδώ είναι ένα τραγούδι που εμπνεύστηκα από τη μπιρίμπα». Ο Σταμάτης με την Τσανακλίδου έπαιζαν μπιρίμπα τα βράδια. «Πάρε το τραγούδι» συνέχιζε το μήνυμα του, «και μη με ξαναπρήξεις». Μου διάβαζε όλους τους στίχους. Τηλεφωνώ αμέσως του Χαλκίτη: «Έχουμε το τραγούδι που μας έλειπε κι έτσι θα ονομάσουμε το δίσκο, ‘’Μπιρίμπα’’». Γράψαμε στο στούντιο του Ταχιάτη απ’ όπου πέρασε και ο Σταμάτης. Το άκουσε, διηύθυνε, βάλαμε και λίγη πρόζα κι έτσι βγήκε η «Μπιρίμπα» που δεν έκανε τεράστια επιτυχία στην αρχή! Μόνο όταν βγήκε πιο μετά το «Πάμε για τρέλες στις Σεϋχέλλες» που έγινε μεγάλο σουξέ, παρέσυρε και τη «Μπιρίμπα».

 

Κι αρχίσατε τα εξώφυλλα, τα βίντεο κλιπ, τις φωτογραφήσεις. Φτάσατε στο πικ σας.

Αγαπημένος φίλος ήταν ο φωτογράφος ο Διαμαντόπουλος που με ειδοποιεί πως με ζητάνε για φωτογράφηση στο Playboy. Ήθελαν να κάνω γυμνό, αλλά τους έκανα αντιπρόταση: «Δεν θέλω να πληρωθώ, αλλά θα διαλέξω εγώ τις φωτογραφίες». Πρότειναν να πάμε στην Ταϊλάνδη για τη φωτογράφηση, αλλά ο Διαμαντόπουλος θυμήθηκε που είχε γίνει εκεί ένα σκανδαλάκι με την «Εμμανουέλα». Όταν του είπα πως έγραφα στο στούντιο τις «Σεϋχέλλες», πετάχτηκε: «Είσαι τελείως ηλίθια; Τι δουλειά έχουμε στην Ταϊλάνδη ενώ βγάζεις τραγούδι που λέγεται ‘’Σεϋχέλλες’’;» Πήγαμε στις Σεϋχέλλες, έγινε η φωτογράφηση και μετά είπαν από το περιοδικό: «Η μόνη που μας την έσκασε ήταν η Πωλίνα», αφού όταν διάλεξα τις φωτογραφίες, βάσει του όρου, μόνο γυμνό δεν είχανε. Μες το καταχείμωνο βγήκαν οι «Σεϋχέλλες» σε μουσική Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, θέλω να πω δηλαδή πως το είχα στήσει ωραία το εργάκι. Τον Χαριτοδιπλωμένο τον είχα γνωρίσει από ένα δίσκο με διασκευές που συμμετείχα με το «Ροζ μπικίνι», το οποίο επίσης είχε σκίσει.

Πως σας ήρθε ένα τραγούδι για τις «Σεϋχέλλες»; Σαν να ήταν ενταγμένο στην ευμάρεια που χαρακτήριζε την τότε ελληνική κοινωνία.

Αυτή την αηδία την έλεγα εγώ συνέχεια, μόνη μου, «πάμε για τρέλες στις Σεϋχέλλες». Λέω του Χαριτοδιπλωμένου «Ρε συ Κώστα, έχω αυτό το στιχάκι, δεν του βάζεις καμιά μουσική;» Είχε κάτι που ταίριαζε και μόλις καταλήξαμε στο ύφος, φωνάξαμε τον Γιώργο Μίτσιγκα και έγραψε τα κουπλέ.  

Αληθεύει ότι με αφορμή το τραγούδι άνοιξε αεροπορική γραμμή Αθήνα – Σεϋχέλλες απευθείας;

Ναι, έτσι είναι. Σε έξι ώρες πήγαινε σερί ενώ πριν ήθελες δέκα ώρες με πολλές στάσεις. Δεν ξαναπήγα ποτέ Σεϋχέλλες, αλλά ξέρω πως σήμερα πας μέσω Ντουμπάι. Πριν κάνω το «Πους απς», δύο δίσκους μετά, μεσολαβεί η γνωριμία μου με τον Γιάννη Καραλή. Τον θεωρώ έναν απ’ τους πιο ευφυείς δημιουργούς. Κάναμε πολλά τραγούδια μαζί κι αυτός μου πρότεινε να πάρω σε ντουέτο μου τον Χρήστο Δάντη, που τον ετοίμαζε. Χρυσός έγινε αυτός ο δίσκος, ξεπέρασε τις 30.000 πωλήσεις. Στο μεταξύ, έκανα με τον Σταμάτη τα «Ταμπρούλια» και άλλα κομμάτια με τον Καρβέλα. 

Θέλω να σας πάω στο 1996 περίπου. Σας θυμάμαι σε μια τηλεοπτική εκπομπή, του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου νομίζω. Γινόταν τότε η συναυλία διαμαρτυρίας για τον Οτζαλάν και ήσασταν εκνευρισμένη που δεν σας είχαν καλέσει. Είχατε πει επί λέξει: «Δεν ανήκουμε, βλέπεις, στην κλίκα του έντεχνου». Στη συναυλία αυτή είχαν εμφανιστεί οι πάντες, από τον Μάλαμα και τη Γαλάνη μέχρι τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και τον Λουδοβίκο των Ανωγείων. Και σας ερωτώ: Ακούστηκαν τραγούδια Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Μαρκόπουλου κλπ. Εσείς με ποιο τραγούδι θα κάνατε τη διαμαρτυρία σας, με τις «Σεϋχέλλες» ή το «Πους απς»;

Θύμωνα μ’ όλο αυτό το διαχωρισμό των τάξεων, των κομμάτων, των χρωμάτων, των αποχρώσεων. Θα έβρισκα ένα τραγούδι που θα πήγαινε με τη συγκεκριμένη κατάσταση. Ο τρόπος ζωής ενός ανθρώπου δεν χαρακτηρίζεται από το τι ρεπερτόριο τραγουδάει. Έχει να κάνει με τη στάση ζωής του και με το πως στέκεται απέναντι στο άδικο. Δεν μπορούμε να βάζουμε καλλιτέχνες σε κουτάκια με κομματικούς τίτλους. Τα στεγανά αυτά δεν υπάρχουν σήμερα, ενώ τότε έμπαινε θέμα αν τα τραγούδια σου δεν ταίριαζαν με τα θέματα του ανθρωπισμού και της ελευθερίας. Ανέκαθεν με ενοχλούσε αυτό και θέλω να σας πω ότι πριν από εφτά χρόνια – πρόσφατα κιόλας – ακυρώθηκε μια συναυλία στην Πετρούπολη επειδή ο θεατρώνης είπε «Δεν θα την κάνουμε τη συναυλία, δεν είναι αριστεροί αυτοί». Βγήκα και τους έσφαξα με το βαμβάκι. Ποιοι είναι αυτοί που ξέρουν τα πιστεύω μας και από ποιες οικογένειες προερχόμαστε! Και συγγνώμη, αλλά επειδή εγώ είμαι και πρακτικός άνθρωπος, πίστευα πως όλοι αυτοί που κάνανε έντεχνο, θέλανε να πουλήσουν όσο και οι εμπορικοί.

Μάλλον δεν έχουν καταρριφθεί τα στεγανά. Κι εσείς είχατε τις περγαμηνές σας νωρίς – νωρίς με τον Κραουνάκη.

Είχα ταυτιστεί με τον Σταμάτη, αλλά όχι από τη «Μπιρίμπα». Κάναμε πολλές παραστάσεις, που ήταν δικό του στοίχημα. Κι εκεί ακούγαμε διάφορα: «Τι δουλειά έχει η Πωλίνα με τη Σπείρα – Σπείρα;» Μιλάμε για το 2003, ο Σταμάτης όμως ήξερε και με την επιμονή μας δουλέψαμε μαζί για έξι χρόνια. Οι παραστάσεις με τον Σταμάτη με βρήκαν ύστερα από ένα μεγάλο διάστημα αποχής, αφού μεγάλωνα τον πιτσιρικά μου και είχα αποσυρθεί απ’ όλα. Ήθελα να τον βγάλω ασπροπρόσωπο τον Σταμάτη που με εμπιστεύτηκε. Θυμάμαι που έκανα ένα βαμπίρ στις «Δουλάρες» που μου είχε γράψει. Το διαβάζαμε στο σπίτι του, αυτός θα σκηνοθετούσε, οπότε μου λέει: «Σίγουρα κάποια μαλακία θα την κάνεις. Κάντην από τώρα να δω αν θα μου αρέσει». Έβαλα εμβόλιμο ένα αλπικό τραγούδι, το «Εντελβάις» της Τζούλι Άντριους, αφού το βαμπίρ θα πήγαινε στα βουνά της Αυστρίας για σπα. Χαρακτηρίζω τον Σταμάτη τον σημαντικότερο εν ζωή Έλληνα συνθέτη.

Πότε έληξε η συνεργασία σας;

Μου γράφει το 2010 ένα άλλο καταπληκτικό νούμερο, αλλά πέσαμε στην οικονομική κρίση. Είχε θέμα τη δολοφονία Γρηγορόπουλου. Μου ανακοινώνει όμως πως θα βγει μ’ ένα πιάνο καθώς δεν βγαίνει από μπάτζετ. Στο μεταξύ, εξ αιτίας της κρίσης είχα πουλήσει ότι υπήρχε, από κοσμήματα μέχρι διάφορα πράγματα. Έχω ένα καλό, δεν δένομαι με αντικείμενα εγώ και έπρεπε να βρω ρευστό την περίοδο εκείνη. Στα τέλη του 2012 μου τηλεφωνεί η γυναίκα του σκηνοθέτη Νικόλα Τριανταφυλλίδη και μου κλείνουν ραντεβού στη Φωκίωνος Νέγρη. Μου λέει ο Τριανταφυλλίδης πως θέλει να κάνει μια συναυλία στο Gagarin – αφιέρωμα στα 80s και τα 90s. Με ρώτησε ποιους άλλους να πάρω μαζί και πρότεινα τον Μπίγαλη, που είχαμε συνεργαστεί το 1993 στο «Αχ Μαρία». Γούσταρε ο Νικόλας, το έβλεπε τελείως «American project». Καθόμασταν στα καμαρίνια του Gagarin και λέω του Μπίγαλη: «Σαν πολύ μεγάλος δεν είναι αυτός ο χώρος;» αλλά ο σαξοφωνίστας μας ενημερώνει πως γίνεται χαμός από κόσμο. Είχαμε κόψει πάνω από 800 εισιτήρια. Αφού τα’χαμε πει όλα, ο Μπίγαλης σκέφτηκε να ξαναβγεί να πει λαϊκά. Πάει να ξεκινήσει και παθαίνει κρίση η Μαρίνα, η γυναίκα του Νικόλα, αφού είχε αρχίσει να φεύγει ο κόσμος. «Κατέβασε τον τώρα» μου φωνάζει, «και ξαναπάτε το πρόγραμμα απ’ την αρχή». Από το Gagarin, μαθευτήκαμε στο «Κύτταρο» και τέλη του ίδιου χρόνου δίνουμε κι εκεί δύο παραστάσεις με τον Μπίγαλη. Ότι αναρχικό στοιχείο μπορείς να φανταστείς, ροκάδες και μοϊκάνες, ήταν από κάτω και χτυπιόντουσαν. Φώναζαν συνθήματα του στυλ «Με Μπίγαλη – Πωλίνα γαμάμε στην Αθήνα» κλπ. (γέλια) Ο πιανίστας μου, ο Δημήτρης Κίκλης, τα’χε παίξει. Όταν στη δεύτερη παράσταση είδα τραπεζάκια στο «Κύτταρο», επειδή υπήρχαν πολλές κρατήσεις, δεν μου άρεσε που θέλανε μόνο κυριλέ κόσμο. Ζήτησα να μπουν μέσα και τα μοϊκάνια που μας γούσταραν πολύ, «αυτοί μας φτιάξανε και θα τους επιτρέπεται πάντα η είσοδος στα λάιβ μας» είπα του ιδιοκτήτη!  

Ας κλείσουμε με τις πρόσφατες παραστάσεις στο «Παλλάς». Το γεμίσατε πάλι και γράφτηκαν ωραία πράγματα.

Κάποιοι συνάδελφοι της δικής μου εποχής σνόμπαραν τον τίτλο «Αφιέρωμα 80s-90s» που έμπαινε στις αφίσες των λάιβ μας όλα αυτά τα χρόνια. Εκεί ακριβώς θεωρώ ότι στηρίχθηκε η μεγάλη επιτυχία του «Παλλάς». Δεν αποποιούμαι το παρελθόν μου για κανένα λόγο και το λέω εγώ που έχω παρελθόν με Μαρίνο και Κραουνάκη. Τους έλεγα «Εσείς, λοιπόν, τι άλλο έχετε κάνει εκτός από 80s-90s;» Μας δίνει ο θεός την ευκαιρία να «ζωντανέψουμε» πάλι κι αυτοί το σνομπάρουν; Και δε μιλάω για τους συνεργάτες συναδέλφους, αλλά γενικολογώ. Το παρελθόν μας έφτασε στο σημείο να γεμίσουμε ξανά το Gagarin, το Faliro Summer Theater, το μεταλλάδικο «Eightball» της Θεσσαλονίκης και τελικά το «Παλλάς». Πάντα θυμάμαι τον Τριανταφυλλίδη, που δεν ζει πια, με την οξυδέρκεια και τη διορατικότητα του, αφού απ’ αυτόν ξεκίνησαν όλα. Η Θέμις Μαρσέλλου είχε έρθει στο «Faliro Summer Theater» και ήξερε πως το είχαμε τιγκάρει δύο φορές. Έκατσε κι έγραψε ολόκληρο σενάριο με πολύ χιούμορ και συγκίνηση. Δώσαμε σχεδόν εννιά παραστάσεις γιατί στην τελευταία χάλασε το σκηνικό και σταματήσαμε στο πρώτο μέρος. Είχαμε ένα συνεργείο δέκα ατόμων και θαύμασα τον επαγγελματισμό νέων παιδιών που κατέχουν καλά το μιούζικαλ στην Ελλάδα. Λάτρεψα αυτό το πλάσμα, τον Αργύρη Αγγέλου, και φυσικά χάρηκα τους αγαπημένους μου συναδέλφους, τον Μπίγαλη, τη Βόσσου και τη Μαντώ. 

Αντώνης Μποσκοΐτης - Πωλίνα (photo: Αγγελική Παπαϊωάννου, Μάιος 2024)

Δεν υπάρχουν σχόλια: