Χθες πίσω από το Τζάνειο Νοσοκομείο του Πειραιά. Ένα σπίτι - ερείπιο, γκρεμισμένο ποιος ξέρει από πότε. Μέσα σε μια μάντρα από λαμαρίνες. Πρόχειρη κατασκευή. Ένα μηχανάκι παλιακό παρατημένο κι αυτό μέσα στη μάντρα. Κάτι άλλο τράβηξε, όμως, την προσοχή μου. Δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω αν είναι εντοιχισμένη ντουλάπα ή παράθυρο. Αυτό που σίγουρα φαίνεται καλά είναι ένα κρεμασμένο ή πολλά κρεμασμένα πουκάμισα. Βρώμικα, λερωμένα από την πατίνα του χρόνου. Μπορεί να ήταν αντρικές πουκαμίσες. Ποιος να τις φορούσε; Κάποιος σαν από πορτραίτο παλιάς ασπρόμαυρης φωτογραφίας που βρίσκεις καμιά φορά στους κάδους σκουπιδιών. Θα τις είχε για «καλές». Θα γυρνούσε απ' τη δουλειά κατάκοπος ενδεχομένως από το εργοστάσιο του Παπαστράτου ή από τα μπισκότα Παπαδοπούλου. Θα έλεγε στη γυναίκα του: «Μου σιδέρωσες το πουκάμισο;» Κι ύστερα θα το φόραγε και θα την έπαιρνε για ούζα στο Χατζηκυριάκειο. Ή για κάποιο σινεμαδάκι που θα έπαιζε το «Εξπρές του μεσονυκτίου» ή το «Ένα τανκ στο κρεβάτι μου». Μπορεί πάλι να ήταν γυναικείες νυχτικιές. Από τότε που οι άνθρωποι, γυναίκες κι άντρες, έβγαζαν τα ρούχα τους και φορούσαν πιτζάμες και νυχτικιές για να κοιμηθούν. Πιθανώς να έκαναν και τον σταυρό τους μηχανικά ή να έλεγαν και καμιά προσευχή πριν κλείσουν τα μάτια τους στο μαξιλάρι τους. Σίγουρα πάντως είναι ρούχα που έχουν πάρα πολύ καιρό, χρόνια ή και δεκαετίες, να ακουμπήσουν πάνω σε ανθρώπινο δέρμα. Δεν περίμενα ποτέ ο στίχος του Γιώργου Σεφέρη να οπτικοποιηθεί μπροστά μου σε μια συνοικία του Πειραιά απ' όπου πέρασα εντελώς τυχαία: «Πως τόσος πόνος, τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο/ για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου