Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

Αλέξανδρος Λογοθέτης: «Πάντα επιδίωκα να στέκομαι επάξια δίπλα σ' ένα μεγάλο ξένο ηθοποιό»

Δεν είναι πολύς καιρός που από την πλατφόρμα του Ertflix ξεκίνησε να προβάλλεται μία μοντέρνα αστυνομική σειρά αγγλικής, αμερικανικής και ιρλανδικής συμπαραγωγής. Λέγεται «Magpie Murders (Οι φόνοι της Κίσσας)» και δίπλα στη Λέσλι Μάνβιλ, τον Τιμ Μακ Μάλαν και τον Κόνλεθ Χιλ πρωταγωνιστεί και ο δικός μας Αλέξανδρος Λογοθέτης. Δεν πρωταγωνιστεί απλώς, αλλά «κλέβει την παράσταση» στο ρόλο ενός Έλληνα καθηγητή που εργάζεται στην Αγγλία με τα έξοχα αγγλικά του και, κυρίως, με την ποιότητα ενός ηθοποιού, ικανού να σταθεί επάξια δίπλα σε κορυφαίους ξένους συναδέλφους του. Τον Λογοθέτη δεν τον συνάντησα στο Λονδίνο, αλλά στο καφέ «Goodhood» των Ιλισίων και, μεταξύ άλλων, συζητήσαμε για τους «Φόνους της Κίσσας», για τα απαραίτητα εφόδια ενός ηθοποιού μέσα στη διεθνή βιομηχανία του θεάματος και, φυσικά, για τον Ηλία, τον πατέρα του, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή.  

Σας έβλεπα στους «Φόνους της Κίσσας» και σκεφτόμουν πως διαθέτετε τη στόφα Βρετανού ηθοποιού. Σας το έχουν ξαναπεί;

Ναι, γιατί μιλούσα καλά αγγλικά από πολύ μικρός. Είχα μια τρομερή δασκάλα με σπουδές στην Οξφόρδη, την Κωστούλα Μητροπούλου. Ήταν φίλη της μάνας μου και ξεκίνησα αγγλικά μαζί της από πολύ νωρίς. Ήθελα μάλιστα να έκανε αγγλικά και στον γιο μου, αλλά δεν κατάφερα να τη βρω. Θα είναι και μεγάλη γυναίκα πια. Εγώ όμως τότε ήμουν πέντε – έξι ετών και πήρα την βρετανική προφορά της. Πάντα ήθελα να φύγω στην Αγγλία για να σπουδάσω και αφού η Αμερική έπεφτε λίγο πιο μακριά, το 1988 κατάφερα και πήγα στο Λονδίνο για ένα μεταπτυχιακό στην υποκριτική. 

Καλύτερα. Ούτως ή άλλως τη μεγαλύτερη παράδοση στο θέατρο την έχουν η Αγγλία και η Ρωσία.

Μου λένε, ότι στέκομαι επάξια δίπλα στους Άγγλους συμπρωταγωνιστές μου, θεωρώ όμως ότι έχω δουλέψει πολύ επί πολλά χρόνια για να μπορώ να το κάνω. Αυτό επιδίωκα πάντα, να στέκομαι δίπλα σ’ έναν μεγάλο ξένο ηθοποιό και να μην πουν «Ο Έλληνας». Αυτό που έγραψε και ο Αχιλλέας Κυριακίδης στο facebook του! Ωστόσο, τώρα δεν δουλεύω όσο παλιότερα. Σκεφτόμουν, να φανταστείτε, πως θα ήταν να ξαναπατήσω στη σκηνή του θεάτρου, αφού έχω να το κάνω από πριν την πανδημία με την «Ορέστεια» του Εθνικού. Κακά τα ψέματα, όμως, με τις ανάγκες που έχω εγώ σαν γονιός και σαν επαγγελματίας, δεν μπορώ να επιβιώσω απ’ το θέατρο. Γι’ αυτό και άρπαξα τώρα τη συγκεκριμένη ευκαιρία που μου δόθηκε στην τηλεόραση, αφού επί πολλά χρόνια δεν το έκανα.

Από σνομπισμό;

Όχι από σνομπισμό. Από θέση, από άποψη. Όταν, λόγου χάριν, πήγε καλά το «Νησί» και ανέβηκαν οι μετοχές μας, δεν έκανα απόσβεση. Θα μπορούσα να έχω χωθεί στην τηλεόραση και να έχω βγάλει πολλά φράγκα. Το πληρώνω το τίμημα, αλλά όλα κάνουν κύκλους. Εσείς βλέπετε στο Ertflix τα γυρίσματα του 2022, αλλά πέρσι ολοκληρώσαμε και τη δεύτερη σαιζόν της σειράς.

Και πως βρεθήκατε στη σειρά;

Από τύχη. Καθαρή τύχη! Η ατζέντισσα μου με ειδοποίησε ως casting director γι’ αυτή τη σειρά. Παράλληλα ο δικηγόρος μου έκανε το ίδιο. Τους έβαλα να συνεργαστούν και η casting director έγινε ατζέντισσα μου, ενώ ο δικηγόρος παρέμεινε δικηγόρος μου. Διάβασα το βιβλίο αρχικά και είδα ότι δεν είχα καμία σχέση με το ρόλο. Αυτός ήταν ψηλός με μεγάλες πλάτες, γαλανομάτης και κατσαρομάλλης Κρητικός. Εγώ πάλι είμαι αυτό που βλέπετε μπροστά σας. Λόγω covid, πέρασα από casting σε self tape.

Ήταν καλό ή κακό αυτό;

Καλό θα έλαγα, διότι μπορείς σ’ ένα ασφαλές περιβάλλον να φτιάξεις ένα ωραίο self tape και να το στείλεις χωρίς το άγχος του λάθους ή της παρουσίας μπροστά σ’ ένα σωρό άλλους ανθρώπους. Η μόνη τους παρατήρηση, όταν το έστειλα, ήταν αν μπορώ να πω το κρασί «σαμπάνια», όπως ήταν γραμμένο στο κείμενο. Μ’ αυτό ένιωσα μ’ ένα τρόπο ότι πάμε καλά. Ο σκηνοθέτης με επέλεξε τελικά, αυτός που είχε κάνει και το «Άνδρες με τα όλα τους», αφού η παραγωγός εταιρεία δεν είχε λόγο στο κάστινγκ. Εκ των υστέρων, έμαθα απ’ την παραγωγό ότι θέλανε άλλο ηθοποιό οι Αμερικανοί, έναν γνωστό Έλληνα Ευρωβουλευτή. Τους έκανε προφανώς το «αντρουά» στυλ του, κάτι που εγώ δεν είχα ποτέ και αν το είχα, θα το πουλούσα. Θα έχτιζα πάνω σ’ αυτό ίσως με διαφορετική ποιότητα.

Επενδύει ένας ηθοποιός στην εξωτερική του εμφάνιση πιο πολλά απ’ ότι στο ταλέντο του;

Όλα πλέον κινούνται με βάση την εικόνα, υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό ηθοποιών που δουλεύουν φουλ στην βιομηχανία που είναι ταλαντούχοι, όμορφοι και φυσικά αρκετά τυχεροί να επιβιώσουν και να καταξιωθούν στον χώρο. Υπάρχει όμως και ένα μεγάλο ποσοστό ατάλαντων που δουλεύει εξαιτίας της κοινωνικής δικτύωσης. Δεν μπορούμε να το αποφύγουμε όσο και να προσπαθήσουμε. Έτσι είναι και ας μην μας αρέσει. Υπάρχουν όμως και οι άλλοι, αυτοί που δεν στηρίζονται στην εικόνα αλλά στην σκληρή δουλειά και το ταλέντο τους. Εγώ νομίζω ότι βρίσκομαι κάπου στη μέση και αυτό πολλές φορές εόναι πιο δύσκολο, ούτε όμορφος ,ούτε με κουσούρια αλλά ένας κανονικός σχεδόν βαρετά κανονικός Έλληνας που δεν θυμίζει και Έλληνα, δύσκολο να βρει τον χώρο του στο παγκόσμιο industry. Όμως δεν απελπίστηκα ποτέ και τώρα που μεγάλωσα βλέπω ότι όλα έχουν τον χρόνο τους.

Ίσως αυτό όμως σας οδήγησε σε πιο συγκεκριμένες επιλογές.

Ναι, μπορεί, αλλά βλέπω πως κινείται η βιομηχανία. Η ουσία ποια είναι; Όπως με ρώτησε ο Κόνλεθ Χιλ μια μέρα που περπατούσαμε σ’ ένα break των γυρισμάτων και τα λέγαμε καπνίζοντας: «Είσαι επιτυχημένος;» Του απάντησα «Τι εννοείς ‘’επιτυχημένος’’;» και με ξαναρώτησε πόσα χρόνια υπάρχω και δουλεύω στο χώρο. Όταν του είπα σχεδόν 35 χρόνια, απεφάνθη: «Άρα είσαι επιτυχημένος». Που να του εξηγούσα, βέβαια, ότι η επιτυχία είναι διαφορετική στην Ελλάδα. Διότι αν παίζεις στο «Games of thrones» και ξαφνικά γίνεσαι…κουκλάκι στις βιτρίνες, βγάζεις λεφτά κι από κει και λύνεις το βιοποριστικό κομμάτι της ζωής σου.

Πως ήταν η συνεργασία με τον Άγγλο σκηνοθέτη;

Στο πρώτο διάβασμα που κάναμε μέσω zoom, οι ξένοι ηθοποιοί ήταν έτοιμοι. Είχαν σκεφτεί έστω και λίγο τι θα κάνουν, οπότε όταν φτάνουν στο γύρισμα τέτοιοι ηθοποιοί, δεν έχει να κάνει πολλά πράγματα ο σκηνοθέτης. Δεν τον είδα δηλαδή να διδάσκει τους ηθοποιούς του. Ακόμη και η Ρεμπέκα, που ανάλαβε τη δεύτερη σαιζόν, μου έκανε κάποιες αμελητέες υποδείξεις του στυλ «Μήπως αυτό μπορείς να το πεις χωρίς να’σαι τόσο αυστηρός;» Δουλειά του ηθοποιού είναι να ακούει ακόμη κι αν έχει φτιάξει μες στο κεφάλι του κάτι άλλο, το οποίο θα αλλάξει κι έτσι αμέσως θα χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης που τον κάνει καλό συνεργάτη. Κατά τα άλλα, ο ηθοποιός είναι ο βασιλιάς στο γύρισμα, αφού πληρώνεται αρκετά καλά και γνωρίζει τι πρέπει να κάνει σωστά.

Και ο σκηνοθέτης ασχολείται με το πλανάρισμα του, γιατί πρέπει να πούμε ότι η σειρά έχει μια μοντέρνα κινηματογραφική αισθητική.

Εννοείται. Θα προέκυπτε άνετα ταινία ή τηλεταινία, απλώς επειδή είναι μεγάλα τα βιβλία αυτά, προτιμούν να τα κάνουν σειρές.

Και ο Χρήστος Στέργιογλου, απ’ όσο ξέρω, πηγαινοερχόταν στο Λονδίνο για μια σειρά του Channel Four.

Ακριβώς. Έχει γίνει μεγάλη φίρμα ο Στέργιογλου στην Αγγλία!

Και δεν πολυμιλάει γι’ αυτό κιόλας.

Καλά κάνει. Γιατί να μιλήσει; Κι εγώ δεν μιλάω, ποτέ δεν έχω βγει να πω ότι για μία δεκαετία έλεγα συνέχεια όχι σε θέατρο, σινεμά και τηλεόραση, δουλεύοντας φουλ στο σπικάζ. Έβγαζα τόσα πολλά λεφτά κι αυτό ενίσχυσε την ψυχική μου αναπηρία σε κάποια πράγματα, με οδήγησε όμως εδώ που είμαι. Δεν με αφορά να μιλάω για όσα έχω κάνει, προτιμώ να προχωράω και να επιβιώνω μέσα σ’ ένα χώρο με μια μόνιμη αμφιβολία. Διότι, αμέσως μετά την κρίση το ΄12, το σπικάζ κόπηκε ως δια μαγείας για μένα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί πρέπει να είσαι «επίκαιρος» στη διαφήμιση. Διαφορετικά πέφτεις μ’ έναν τρόπο στα αζήτητα, παρόλο που εγώ ήμουν τυχερός αφού μες στον covid κατάφερα να δουλέψω, να συντηρηθώ και να κρατηθώ σ’ ένα επίπεδο, όχι πείνας, αλλά επιβίωσης.

Είναι μια εικόνα που αντικατοπτρίζει τον μέσο Έλληνα ηθοποιό, όπως μου την περιγράφετε;

Χειρότερα είναι ο μέσος Έλληνας ηθοποιός, πολύ χειρότερα. Θα πω ότι εγώ είμαι προνομιούχος, δεν θα έλεγα τη λέξη «τυχερός». Κι η τύχη παίζει ένα ρόλο, αλλά δεν είναι όλα τύχη. Κέρδος είναι που εσείς δεν θα ακούσετε από συνεργάτη άσχημα λόγια για μένα, γι’ αυτό δουλεύω εγώ και όχι για να βγάλω τρία – τέσσερα χρόνια μπροστά. «Να δουλεύεις με ανθρώπους που αγαπάνε τη δουλειά και όχι τον εαυτό τους» είχε πει για το σινεμά ο Νόλαν, νομίζω. Αγαπάω, λοιπόν, τη δουλειά.

Και τον εαυτό σας.

Ναι, συμφωνώ, αφού τον προσέχω στο πως θα πάω στη δουλειά, αν θα είμαι διαβασμένος ή όχι κλπ. Δεν θα κάνω ξεπέτες, δεν θα κάνω και θέατρο και διαφήμιση και κάτι ακόμα. Δεν το αντέχω και μπράβο αυτοί που το κάνουν, αλλά πιστεύω πως δεν μπορείς να τα κάνεις όλα. Εκτός αν ζούσαμε στο εξωτερικό και έλεγες «Ο Λογοθέτης έχει τώρα δυο μήνες κενό, θα κάνουμε την παράσταση, μετά θα φύγει για το σήριαλ, αργότερα θα ξανακάνουμε θέατρο» κ.ο.κ. Τα πράγματα, όμως, στην Ελλάδα είναι τόσο αβέβαια όσο και ο καιρός έτσι που έχει γίνει.

Αν φεύγατε τότε για την Αμερική, πιστεύετε ότι θα μένατε έξω μόνιμα;

Πιστεύω πως όλα έγιναν τη σωστή στιγμή και όχι όπως εγώ θα ήθελα να γίνουν.

Το λέτε νομοτελειακά, καρμικά;

Ναι, καρμικά το λέω. Στο εξωτερικό πήγα το ’98, όταν είχα ζήσει πράγματα εδώ πέρα. Ήταν μια απόφαση και λίγο σαν απόδραση, λόγω του ανικανοποίητου μου, αλλά έφυγα για να σπουδάσω και όχι για να μείνω μόνιμα. Όταν γύρισα εδώ, έπρεπε να έρθει το «Νησί» για να μ’ ανακαλύψουν και να πουν «Α, αυτός είναι καλός ηθοποιός». Εννοώ να μ’ ανακαλύψει το κοινό, ο χρηματοδότης, αυτός που θα με ζήσει. Κάνω μία δουλειά και θέλω να ζήσω απ’ τη δουλειά μου, όχι να είμαι χομπίστας. Δεν μπορώ και δεν με παίρνει και μακάρι να μπορούσα. Δεν θέλω να το κάνω, γι’ αυτό ακόμη και απ’ τον μικρομηκά θα πάρω χρήματα. Πρέπει να μάθει ότι ο ηθοποιός δεν έρχεται στο γύρισμα για να καυλαντίσει, αλλά να κάνει μία δουλειά. Δεν πρέπει να πάρει έστω είκοσι ευρώ; Τόσα μπορείς, τόσα δώσε μου, πλήρωσε μου τη βενζίνη να έρχομαι στο γύρισμα αν αυτό μπορείς να κάνεις και τίποτα άλλο. Αν εμένα μου αρέσει το πρότζεκτ, δεν με ενδιαφέρει το χρηματικό, με ενδιαφέρει όμως να ξέρεις ποια είναι η σχέση ηθοποιού και σκηνοθέτη-παραγωγού.

Αν υποτεθεί πως στόχος κάθε Έλληνα ηθοποιού είναι το εξωτερικό…

Δεν είναι τελικά.

Γιατί το λέτε αυτό;

Έχω συναντήσει πολύ κόσμο προ Netflix που δεν τους ένοιαζε μια καριέρα έξω. Πρώτος στο χωριό μου παρά τελευταίος στην πόλη – αυτή ήταν η άποψη που επικρατούσε. Τώρα πια έχει αλλάξει η νοοτροπία, αλλά πάντα θα υπάρχουν ηθοποιοί που φοβούνται ότι δεν το’χουν το κομμάτι της ξένης γλώσσας. Δίνονται ευκαιρίες στους Έλληνες ηθοποιούς όσο ζούμε τα τελευταία χρόνια κι αυτή την κατάσταση που λέγεται ΕΚΟΜΕ. Θα έρχονται ξένοι που θα κάνουν ταινίες στην Ελλάδα χωρίς να χρειάζεται να τις βαφτίζουν «ελληνικές», αλλά «παραγωγές του Netflix, του Amazon» κλπ.

Υπάρχει φθόνος μεταξύ του «συναφιού» σας;

Δεν υπάρχει, μωρέ, φθόνος στην Ελλάδα που ζούμε; Στην Αγγλία αυτό που κατάλαβα είναι πως άπαξ και πάρεις ένα ρόλο, κανείς δεν θα σου πει «Γιατί είσαι εσύ εκεί και όχι εγώ;» Απ’ τη στιγμή που σ’ επιλέγουν κάποιοι άνθρωποι, πάει να πει ότι το αξίζεις και είσαι ο ιδανικός. Επομένως, αυτό που θα άκουγες από συναδέλφους, ήταν μόνο μπράβο. Ένα μπράβο που το λένε απευθείας χωρίς να το «λυπούνται». Εδώ τώρα υπάρχει φθόνος, μιλώντας γενικά για τον Έλληνα. Υπάρχει ζήλεια, ραγιαδισμός, που έχει περάσει πια στο DNA μας κι αυτό το βλέπεις στην προσπάθεια κάποιων να εξελληνίσουν δουλειές μόνο και μόνο για να πάρουν τη γεύση μιας επιτυχίας, που αυτοί οι ίδιοι ποτέ δεν θα την είχαν. Άκουσα μια ιστορία για το τι έγινε πρόσφατα με τον μικρομηκά που έφτασε στις Κάνες και βραβεύτηκε με τη σπουδαστική του ταινία; Σου προτείνει λοιπόν το παιδί αυτό μια καινούργια δουλειά και του την «κόβεις», του λες όχι, γιατί δεν σου αρέσει το σενάριο; Ποια είναι η λογική πίσω απ’ αυτό; Μετά αν καταφέρει και κάνει την ταινία του στο εξωτερικό, με ξένους ηθοποιούς, σε ξένη γλώσσα και με ξένους συνεργάτες θα θες να μπεις κι εσύ; Να λες «Α, βέβαια, είναι ελληνική η ταινία αυτή»;  Στο άρθρο 3 στην εφημερίδα της κυβέρνησης υπάρχουν δύο υποπαράγραφοι, δυο εξαιρέσεις με τις οποίες βαφτίζεται ελληνική μια ταινία, ακόμα και αν δεν πληροί τις βασικές προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 4. Εδώ αναφέρομαι στην ταινία «Inside» που δεν πληροί καμία απ’ τις προϋποθέσεις και σ’ ένα σύστημα που δεν αναγνωρίζει, αλλά θέλει να παίρνει εκ των υστέρων. Σας το λέω εγώ που διατέλεσα μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ΕΚΚ και δεν άντεξα πάνω από έξι μήνες. Δεν άντεξα τη γραφειοκρατία και το βάρος μιας full time job. Ήμουν ανεπαρκής, το ίδιο και η επιλογή μου. Νιώθω ακόμη άσχημα που πήρα τη θέση κάποιου, ο οποίος μπορεί να διέθετε αυτές τις δυνατότητες. Πως να αντέξει ένας άνθρωπος που δεν πληρώνεται με 18 ώρες δουλειάς την ημέρα; Δεν γίνεται. Υπάρχουν παθογένειες που αν δεν λυθούν, δεν θα αλλάξει το σύστημα. 

Νομίζω πως με την αναφορά στο «Inside», σχολιάζετε τη βράβευση του Γουίλεμ Νταφόε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.

Ακριβώς. Οι άνθρωποι που υποτίθεται είναι συνάδελφοί μου και έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι στα γυρίσματα με το τίποτα, ψηφίζουν έναν ηθοποιό για το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου, ο οποίος δεν το έχει ανάγκη.  Και επίσης που βρισκόταν στην Ελλάδα για γυρίσματα και του είπαν: «Δεν έρχεσαι μήπως και σε βραβεύσουμε; Δεν θα καταλάβεις πολλά ελληνικά, αλλά έλα γιατί μπορεί να πάρεις το βραβείο». Γιατί έχουμε ανάγκη να βραβεύσουμε τον Νταφόε και όχι τον Ήμελλο ή τον Κορωναίο ή τον Τοκάκη ή και εμένα; Αυτό κολλάει στον ραγιαδισμό που σας έλεγα πριν. Και γιατί έχει ανάγκη ένας κραταιός παραγωγός να βάλει εκεί τον Νταφόε; Όλα είναι ένα παιχνίδι που πρέπει λίγο να το αλλάξουμε. Ή θα παίζουμε όλοι επί ίσοις όροις ή ας μην παίζουμε καθόλου. Ας μην ονομάζουμε ελληνικά τα πράγματα, να τα πούμε σκέτα Ακαδημία Κινηματογράφου και Κέντρο Κινηματογράφου και ας παίζουν μπάλα όλοι.

Δεν αναφέρομαι στο «Inside» εγώ τώρα, αλλά στον «Άγιο Νεκτάριο» που έπαιξε ο Μίκι Ρουρκ. Γνωρίζετε πως οι ξένοι σταρ πληρώνονται βάσει των ημερών που θα απασχοληθούν σε μία ξένη παραγωγή.

Όταν κάναμε με τον Νίκο Τζήμα το «Πέταγμα του κύκνου», φώναξε τον Λάρι Χάγκμαν να παίξει. Ήρθε για μια μέρα! Το τι πήρε αυτός και το πώς συνυπήρξαμε σ’ ένα γύρισμα, στο οποίο οι άλλοι παίρναμε το τίποτα, είναι αξέχαστη εμπειρία! Γι’ αυτό λέω ότι πρέπει όλοι να παίζουν επί ίσοις όροις. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το «Inside», την ταινία την είδα, ήταν υπέροχη, μου άρεσε, ο Νταφόε είναι ένας αριστουργηματικός ηθοποιός που δεν είχε καμία ανάγκη να βραβευθεί απ’ τη συγκεκριμένη Ακαδημία, ο Κατσούπης είναι ταλαντούχος σκηνοθέτης, ο παραγωγός Καρναβάς έκανε τα πάντα για να υλοποιήσει το όραμα του σκηνοθέτη, όχι όμως να καπελώνει και να γίνεται μέρος μιας παθογένειας μόνο και μόνο για να πάρει μία υπηκοότητα, που δεν τη χρειάζεται. Είναι αυτό που είπε η γυναίκα μου η Ευσταθία Τσαπαρέλλη, όταν αναρωτήθηκα «Μα καλά, δεν έχουν χορτάσει;«: «Όταν η πείνα είναι βαθιά, δεν ικανοποιείται».

Σας λείπει ο πατέρας σας τώρα που πέρασε λίγος καιρός απ’ την αναχώρηση του;

Ναι, μου λείπει, γιατί τα τελευταία δέκα χρόνια είχαμε καταφέρει να φτάσουμε σ’ ένα ωραίο σημείο στο «ποιος είμαι» και στο «ποιος είσαι για μένα». Μου πήρε πολλά χρόνια να συνειδητοποιήσω ποια ειναι τελικά η σχέση μου με τον πατέρα μου. Μέχρι τα 40 μου πίστευα πως έγινα ηθοποιός, γιατί με διάλεξε η τέχνη, μετά όμως κατάλαβα ότι το έκανα για να είμαι κοντά στον πατέρα μου, τον οποίο δεν έζησα, αφού χώρισαν με τη μητέρα μου όταν ήμουν τριών ετών. Μεγάλωσα με τη μανα μου και με τον πατριό μου, τον ποιητή Κώστα Παπαγεωργίου, με τον οποίο επίσης χώρισε αργότερα η μητέρα μου. Μεγάλωσα στην ουσία χωρίς πατέρα και ο Ηλίας δεν ήταν εκεί. Ήταν δηλαδή μ’ ένα τρόπο άλλο. Εμένα μου πήρε χρόνια να συγχωρήσω, να κατανοήσω, να πλησιάσω ώστε να συνδέσω τον κρίκο της αλυσίδας που είχε σπάσει και που πάντα μας ένωνε. Τα καταφέραμε ακόμη κι αν δεν προλάβαμε να χαρούμε κάποια πράγματα.

Ήταν το πρότυπο σας;

Τον είχα πρότυπο για το ταλέντο του, για το μυαλό του, για το ποιος ήτανε. Για τη φωνή του, που την έβρισκα πάντα πολύ τεχνική, αδιανόητη και υπέροχη. Για τη γνώση του στα πάντα επίσης, αφού ήταν τέρας μορφώσεως. Διάβαζε απίστευτα πολύ. Τον είχα και ως μη πρότυπο, όμως, για τις επιλογές του, όπως για τις βιντεοκασέτες και κάποια πράγματα που έπαιξε και που δεν ήταν αντάξια του. Μετά πάλι όταν έγινα κι εγώ γονιός κατάλαβα πως σημασία έχει να είσαι καλά εσύ με τον εαυτό σου και «δεν πα’ να…» οι υπόλοιποι. Κι ο Ηλίας το είχε αυτό το «δεν πα’ να»…Μπορεί να είχε μέσα του κάποιες πίκρες, αλλά γενικά ήταν ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Όλα του τα δικαιολόγησα τώρα. Ελάχιστες φορές ήρθαμε σε κόντρα περί τέχνης και φιλοδοξιών, αλλά ξέρω πως αλληλοθαυμαζόμασταν. Οι παρατηρήσεις του γι’ αυτά που έκανα δεν ήταν «μπαμπάς προς παιδί», αλλά «επαγγελματία προς επαγγελματία». Το ένιωσα απ’ όταν έκανα τον Κρέοντα σε σχολική παράσταση της «Αντιγόνης» του Ανούιγ. Έπεσε το θέμα του τι θα έκανα στη ζωή μου. «Κάνε ότι θες» μου είπε, όχι επειδή βαριόταν, αλλά επειδή προφανώς κάτι είχε δει. Πήρα το ΟΚ πολύ νωρίς κι απ’ τους δυο γονείς μου για τις επιλογές μου.

Ο γιος σας σήμερα έχει έφεση στις τέχνες;

Ο γιος μου είναι στα 12 και δεν ασχολείται με τίποτα παρά μόνο με τη μπάλα. Η μπάλα, οι κολλητοί του και το play station είναι τα μόνα που τον εξιτάρουν. Έχει δείξει μουσικά και ζωγραφικά δείγματα, αλλά δυστυχώς δεν θα εκπληρωθούν οι επιθυμίες μου. Δικό μου θέμα είναι αυτό και όχι δικό του.

Και ποιες είναι οι δικές σας επιθυμίες για το παιδί σας;

Να βρει το κάλεσμα του και όχι αυτό που εγώ πιστεύω. Θα είμαι δίπλα του για να τον βοηθήσω κι αν είναι η μπάλα το κάλεσμα του, ας γίνει κι ας είναι ευτυχισμένος. Η πατρότητα, ωστόσο, άλλαξε και μένα σε σχέση με τον εαυτό μου. Μετακινήθηκα κι εγώ, προσπαθήσαμε να γίνουμε με την Ευσταθία καλύτεροι άνθρωποι για να γίνει ένα πλάσμα με τη σειρά του καλύτερος άνθρωπος. Δεν με νοιάζει τι θα γίνει ο γιος μου, αρκεί να είναι χαρούμενος και ένας καλός άνθρωπος με ουσία.

Καλύπτετε και τη δική σας ανάγκη ως παιδί χωρισμένων γονιών.

Φυσικά. Συνειδητοποίησα μέσω της ψυχοθεραπείας πως δεν είμαι ο γονιός μου κι αυτό μου πήρε χρόνια γιατί ήμουν αρνητικός, λόγω της μητέρας μου που ήταν ψυχαναλύτρια. Όταν είσαι νέος, κλωτσάς ακόμη και τα μέσα σου, αλλά έτσι είναι η νιότη, αυτή τη δουλειά κάνει.

Έχετε ζηλέψει ερμηνείες Ελλήνων συναδέλφων σας;

 Έχω στηθεί έξω από θέατρο για να πω του Γιώργου Χρυσοστόμου: «Ρε συ, πώς το έκανες αυτό; Chapeau»! Το λέω, δεν έχω θέμα, όμως το πρόβλημα είναι όταν πρέπει να πεις και το ανάποδο. Πρέπει να είσαι έξυπνος και να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή για να το πεις. Δεν είναι όλες οι στιγμές κατάλληλες και το θέμα του timing είναι σημαντικότατο στα πάντα.

Κλείνοντας, είστε απ’ τους ανθρώπους που πέφτουν για ύπνο με ήσυχη τη συνείδηση τους;

Εκτός από κάποιες παρατυπίες στην ερωτική μου ζωή, που μπορεί να πλήγωσα κάποιους ανθρώπους, ναι, την έχω ήσυχη τη συνείδηση μου. Όσο μεγαλώνω, τόσο πιο πολύ καθαρίζω εντός μου. Εάν δεν πάθει κάτι το μυαλό μου, θα είμαι έτοιμος ακόμη και στο νεκροκρέβατο να αλλάξω ολόκληρη την κοσμοθεωρία μου.

Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Λογοθέτη.

Εγώ σας ευχαριστώ. Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες ατελείωτες. 

* Οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Παναγόπουλου/ EUROKINISSI

** Ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στο ένθετο Docville με το Documento της Κυριακής 21 Ιουλίου 2024

Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

Γωγώ Θεοδώρου: «Ένα λουλούδι να με κάνεις, μπορείς;»

Στο Β' Νεκροταφείο της Αθήνας μόλις αποχαιρετήσαμε τη λαϊκή τραγουδίστρια Γωγώ Θεοδώρου. Ο μοναχογιός της, Αλέξανδρος, που διάβασε όσα έγραψα για τη μητέρα του στο facebook και στο documentonews.gr, μου ζήτησε εκ μέρους της οικογένειας να παραστώ στην κηδεία. Θα το έκανα ούτως ή άλλως. Έφτασα λίγο μετά τις 9.30 το πρωί με τρία λευκά τριαντάφυλλα: Ένα από μένα, ένα από τον Σταμάτη Κραουνάκη κι ακόμη ένα από τη Μαρίνα Βλαχάκη. Η κυρία Γωγώ - δεν μπορώ να την αποκαλέσω σκέτο «Γωγώ» - κοιμόταν γαλήνια με τα μαύρα κορακί μαλλιά της, όπως γαλήνια κοιμούνται όλοι οι νεκροί. Μια αγκαλιά έκανα του Αλέξανδρου, ο οποίος κανόνιζε τα πάντα για την αγαπημένη του μητέρα. Μου θύμισε εμένα σε μια τέτοια στιγμή πριν από ακριβώς τρία χρόνια. Μου έκανε εντύπωση το ότι δεν είδα πολλούς ανθρώπους συνομήλικους της νεκρής. Αντιθέτως, είδα πολλά παιδιά στην τρίτη δεκαετία της ζωής τους, ομορφόπαιδα, με τα τατουάζ τους, οι παρέες του Αλέξανδρου, που η κυρία Γωγώ αγαπούσε σαν δικά της παιδιά. «Θέλω να ξέρεις» μου είπε ο Αλέξανδρος, «πως αυτή η γυναίκα με μεγάλωσε ολομόναχη. Τη λάτρευα και με λάτρευε. Κι αν δεν μέναμε μαζί, ήμουν εκεί πέντε μέρες τη βδομάδα». Τα τελευταία χρόνια η κυρία Γωγώ έπασχε από πάρκινσον, το οποίο χειροτέρευε δραματικά. Ένας καρκίνος και στα δύο πνευμόνια της ανακαλύφτηκε μόλις πριν μερικές εβδομάδες, που την είχαν καταβάλλει τα κινητικά της προβλήματα. Κανείς δεν ήρθε από την ένωση των Ελλήνων τραγουδιστών, παρόλο που είχαν ειδοποιήσει ότι θα παραστεί κάποιος. «Δεν βαριέσαι...» σχολίασε ο γιος της. Χωρίς να γίνει καν χριστιανική τελετή, περάσαμε στον καφέ. Αυτό κι αν με εντυπωσίασε! «Δεν θα τη ''διαβάσει'' παπάς;» ρώτησα τον Αλέξανδρο για να εισπράξω την εξής απάντηση: «Όχι. Τα είχαμε κανονίσει όλα πριν ''φύγει''. Δεν τα ήθελε αυτά. ''Να με κάνεις ένα λουλούδι, μπορείς;'' ήταν τα τελευταία λόγια της μάνας μου. Ταιριάζαμε σ' αυτά, τα βρίσκαμε πάντα μεταξύ μας». Αναρχικό στοιχείο η κυρία Γωγώ, την αγάπησα ακόμη πιο πολύ έστω και εν τη απουσία της πια. «Ήταν βαθιά ουμανίστρια και δημοκρατική» μου εξήγησε ο Αλέξανδρος. «Την ενοχλούσε πάντα η κοινωνική αδικία. Ίσως γιατί από νέα αντιμετώπισε τα προβλήματα της ζωής και τα ''είδε'' όλα. Όλοι αυτοί εδώ είναι οι φίλοι μου. Τους πιο πολλούς τους είχε γνωρίσει. Αγαπούσε όσο δεν φαντάζεσαι τη νεολαία». Όση ώρα λέγαμε όλα αυτά με τον Αλέξανδρο, η σορός της κυρίας Γωγώς αναχώρησε για τη Ριτσώνα και το αποτεφρωτήριο. Λίγο πριν αποχωρήσω κι εγώ, άκουσα τον γιο της να μου λέει ότι τον συγκίνησαν πολύ τα λόγια του Κραουνάκη. «Χαμογέλασα με το ''μαλλί - κράνος'' που σου σχολίασε ο Κραουνάκης, γιατί και μένα έτσι με κούρευε μικρό, ''κράνος''. Κι αυτό το ''Μπρεχτική ερμηνεύτρια'' του Κραουνάκη πάλι, πόσο θα της άρεσε της ίδιας! Αντώνη, να μιλάμε, να μη χαθούμε». Μια τελευταία αγκαλιά στον Αλέξανδρο που μοιράστηκε λίγες μνήμες μαζί μου από το πιο ιερό του πρόσωπο. Του εύχομαι καλή δύναμη, διότι ξέρω πως στις κηδείες οφείλεις να στέκεσαι γερός και δυνατός μέχρι να μείνεις μόνος και να πενθήσεις τον άνθρωπο σου. Όσο για την κυρία Γωγώ, αυτή την ώρα πιάνει το δικό της διαμέρισμα στον Κάτω Κόσμο. Απόψε το βράδυ θα έχουν ζεϊμπέκικα και γλέντια, λέει. Την περιμένουν ο Ζαμπέτας, η Ρίτα, ο Άκης Πάνου και όλα τα καλόπαιδα που όρισαν λαϊκό πολιτισμό σ' αυτόν τον τόπο. 

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Μαρία Φαραντούρη - Charles Lloyd - Λένα Πλάτωνος: Η ισχύς εν τη ενώσει

Είναι πολλές οι συνεντεύξεις που μου έχει δώσει η Μαρία Φαραντούρη, η εθνική μας τραγουδίστρια, την τελευταία εικοσαετία. Έχει βιώσει τέτοια κοσμοϊστορικά γεγονότα εκ των έσω η Φαραντούρη, που δικαίως ο διεθνής Τύπος την έχει αναγορεύσει σε ένα ιστορικό πρόσωπο για τη χώρα μας εκτός από μία πολύ μεγάλη καλλιτέχνιδα. Τις ίδιες διθυραμβικές κριτικές εξακολουθεί να παίρνει και τα τελευταία χρόνια με αφορμή τη συνεργασία της με έναν σπουδαίο εκπρόσωπο της διεθνούς τζαζ σκηνής, τον Αμερικανό πνευστό μουσικό και συνθέτη Charles Lloyd.  Ο Lloyd που θα δώσει ακόμη μία μοναδική συναυλία στο Ηρώδειο, την Πέμπτη 18 Ιουλίου, με επίσημη καλεσμένη του τη Φαραντούρη και, μεταξύ άλλων, θα αποδώσει με τη μπάντα του και τέσσερις ολοκαίνουργιες συνθέσεις της Λένας Πλάτωνος σε ποίηση αρχαίων Ελληνίδων ποιητριών.

Πότε γνωρίσατε προσωπικά τον Τσαρλς Λόιντ;

Το 2002 σε μία περιοδεία μου στα πανεπιστήμια της Αμερικής, μεταξύ των οποίων κι αυτό της Σάντα Μπάρμπαρα, υπήρξε ένας ομογενής επιχειρηματίας, ο Τζίμι Αργυρόπουλος, που με δική του χορηγία είχε φτιαχτεί εκεί μία ελληνική έδρα. Τραγούδησε και η Μαριώ, θυμάμαι, αφού γινόταν και μια εκδήλωση για το ρεμπέτικο. Ο Αργυρόπουλος είπε του Τσαρλς Λόιντ, που έμενε εκεί και που ευτυχώς τον πετύχαμε, να έρθει να ακούσει τη «Φαραντούρη που τραγουδάει Θεοδωράκη, Χατζιδάκι και την ελληνική μουσική». Έρχεται ο Λόιντ και μετά που μας είχε καλεσμένους ο Αργυρόπουλος στο σπίτι του, με υποδέχτηκε με μεγάλο σεβασμό. Όντας βουδιστής κιόλας, έπεσε κάτω και μου φιλούσε τα πόδια. Ήξερα ότι ήταν στο κοινό, αφού ο Χένινγκ Σμιτ, ο Γερμανός μαέστρος της ορχήστρας μου, τον γνώριζε και με είχε προϊδεάσει: «Από κάτω, να ξέρεις, είναι ένας πολύ σπουδαίος μουσικός». Δάκρυζε που μ’ έβλεπε, είχαμε μια γνωριμία που θύμιζε ψυχική και πνευματική υπέρβαση. Η Ντόροθι, η γυναίκα του Λόιντ, μου εξήγησε πως όποτε γνωρίζει κάποιον και του κάνει εντύπωση, μπαίνει σε βαθιά υπαρξιακά θέματα. Ποιος ξέρει, μπορεί να του θύμισα τη γιαγιά του που ήταν Ινδή και τον πατέρα του, που ήταν Αφροαμερικανός. Σίγουρα κάτι του έκανε το αρχέγονο της φωνής μου, όπως θα δήλωνε σ’ όλους τους δημοσιογράφους. Ο Λόιντ με ενημέρωσε πως σκόπευε να έρθει τον επόμενο χρόνο στην Ελλάδα. Θα έπαιζε στο Λυκαβηττό και με κάλεσε να πω δύο τραγούδια μαζί του. Πράγματι, έτσι έγινε και τραγούδησα το «Βλέφαρο μου» του Κυπουργού και της Νικολακοπούλου και ένα δικό του, το «Blow, wind».

Ήταν η αρχή, όπως φαίνεται, για μία συνεργασία που κρατάει είκοσι χρόνια τώρα.

Αλληλογραφούσαμε με τη Ντόροθι και το 2007 τους φιλοξένησα στο εξοχικό μου σπίτι, όπου γνωριστήκαμε καλύτερα. Ακολούθησε συναυλία του στο «Παλλάς» κι εκεί είπα περισσότερα τραγούδια, ενώ λίγο μετά, στη Θεσσαλονίκη, έφερα στο συγκρότημα του και τον Σωκράτη Σινόπουλο. Τραγούδησα μακεδονίτικα, έχοντας μελετήσει πολύ τη Δόμνα Σαμίου, κι ο Λόιντ ενθουσιάστηκε. Το ένα έφερνε το άλλο, αφού κάναμε μια ακόμη συναυλία στη Γερμανία και γράφτηκαν διθυραμβικές κριτικές. Φτάνουμε στο 2010 και δίνουμε τη μεγάλη κοινή μας συναυλία στο Ηρώδειο.

Ο Τσαρλς Λόιντ μεσουρανούσε τη δεκαετία του 1960 στη τζαζ και τη ροκ σκηνή, τότε που εσείς ήσασταν στο εξωτερικό. Πως και δεν τον είχατε γνωρίσει ή ακούσει έστω;

Εγώ πάντα στο εξωτερικό, στον ελεύθερο χρόνο μου, παρακολουθούσα τζαζ και ροκ συναυλίες. Είδα τους Beatles, τους Rolling Stones, τη Νίνα Σιμόν, όπως και την Έλλα Φιτζέραλντ στο Παρίσι. Ήταν μια απ’ τις τελευταίες συναυλίες της συνοδεία ενός κιθαρίστα λίγο πριν πάθει τη γάγγραινα στο πόδι της. Ήμουν στο κοινό, δεν τους είχα γνωρίσει όλους αυτούς. Εξαιρούνται οι Beatles, αφού ο Αλέξης Μάδρας με πήγε στο στούντιο Apple και τους παίξαμε με τον Κυριάκο Σφέτσα, τον τότε πιανίστα μου, το «Κράτησα τη ζωή μου» και το «Αν θυμηθείς τ’ όνειρο μου» του Θεοδωράκη. Ήταν ο Τζον Λένον, ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ και η Γιόκο Όνο. Βγάλαμε φωτογραφίες, τις οποίες ψάχνω μέχρι σήμερα, αφού τις έχει στο Λονδίνο ο γιος του Μάδρα. Δυστυχώς ήταν τόσο απανωτά τα βιώματα που δεν κρατούσα τίποτα και τότε έπρεπε να έχεις μονίμως ένα φωτογράφο μαζί σου. Για τον Λόιντ δεν είχα ακούσει, ίσως γιατί στο Μόναχο και το Βερολίνο κυρίως, πήγαινα στα τζαζ κλαμπ, αλλά μ’ ενδιέφερε περισσότερο το τραγούδι και όχι τόσο η αυτοσχεδιαστική μουσική. Επίσης ο Λόιντ δεν συνεργαζόταν με τραγουδίστριες, αλλά μόνο με μουσικούς.

Να που συνεργάστηκε τελικά με τραγουδίστρια και μάλιστα Ελληνίδα, όχι μόνο συναυλιακά, αλλά και δισκογραφικά.

Ισχύει. Η συναυλία του Ηρωδείου ηχογραφήθηκε από τον Μάνφρεντ Άιχερ της ECM και κυκλοφόρησε σ’ όλο τον κόσμο, κάτι που μας έδωσε την ευκαιρία να ταξιδέψουμε κι εμείς σ’ όλο τον κόσμο κυριολεκτικά: Πήγαμε στην Αμερική, Καλιφόρνια, Νέα Υόρκη, Ουάσινγκτον, στην Ευρώπη, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, αλλά και στην Αυστραλία. Ο Άιχερ είχε μεγάλη δύναμη ως δισκογραφικός παράγοντας κι έρχονταν όλοι οι διανοούμενοι στις συναυλίες μας. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, ο Λόιντ έφυγε από την ECM και επέστρεψε σε μια ιστορική δισκογραφική της Αμερικής που είχε κλείσει λόγω οικονομικών προβλημάτων.

Δεν είστε πια 20 ή 30 ετών. Θέλω να πω δεν είναι κουραστικό να είστε συνέχεια μέσα σ’ ένα αεροπλάνο;

Τώρα δεν είναι στο βαθμό που ήταν όλο αυτό. Υπάρχει η κούραση, αλλά ισοσταθμίζεται από την παρέα, τη χημεία, την αίσθηση του ότι κάνεις κάτι απολύτως δημιουργικό, εφόσον κάθε φορά παίζουμε διαφορετικά πράγματα. Υπήρχαν στιγμές που έφευγα κι εγώ απ’ την κανονικότητα μου και αυτοσχεδίαζα με τους μουσικούς του κι αυτό τους άρεσε και μου το σχολίαζαν. Αυτοί εντυπωσιάστηκαν από την ελληνική παραδοσιακή μουσική, τα ποντιακά, τα ηπειρώτικα, όπως και τον Μίκη. Εμείς, π.χ., έχουμε συνδέσει το «Κράτησα τη ζωή μου» με την ποίηση του Σεφέρη, εκείνοι όμως έβλεπαν την καταγωγή του τραγουδιού σαν έναν σύγχρονο βυζαντινό ύμνο. Ταυτόχρονα μου δόθηκε η ευκαιρία να συμπράξω με τους μεγαλύτερους τζαζίστες του κόσμου, σαν τον Τζέισον Μοράν, αλλά και τον Λάρι Γκρεναδιέ, που θα έρθει τώρα στο Ηρώδειο.

Το θέμα είναι, βέβαια, αν η Φαραντούρη εντάσσεται στη μουσική του Τσαρλς Λόιντ και όχι ο Λόιντ στην ελληνική μουσική.

Τραγουδάω και δικές του συνθέσεις, όπως το «Requiem» που η Αγαθή Δημητρούκα έγραψε ελληνικούς στίχους. Έχοντας κάνει από νωρίς πολλούς μη θεοδωρακικούς δίσκους, με τραγούδια διαμαρτυρίας, μ’ αυτά του Μπρεχτ κλπ., είχα πολλές άλλες προτάσεις. Με τον Λόιντ συνέβη να αγαπηθούμε, δεν θα γινόταν να ψαχτώ εγώ με τέτοιους μουσικούς. Είχα την τύχη να έρθουν να μ’ ακούσουν, δεν αναζήτησα κανέναν στην Αμερική. Δεν ήμουν ποτέ ο τύπος που θα «χωνόμουν» κάπου για συνεργασία. Και γι’ αυτό τώρα πριν τελειώσουμε τη ζωή μας ή τη συνεργασία μας, σκέφτηκα να κάνουμε κάτι ακόμη με τον Τσαρλς. Και δεν είναι εύκολο, ξέρετε, την τρέχουσα περίοδο. Οικονομικά συχνά είναι ασύμφορο να έρχονται τόσο μεγάλες ορχήστρες στη χώρα μας.

Έχετε δίκιο. Στην πρόσφατη συναυλία της Anohni στο Ηρώδειο, σχολιάστηκαν έντονα οι τσουχτερές τιμές των εισιτηρίων.

Το άκουσα και γι’ άλλες συναυλίες αυτό. Θα πω μόνο ότι δεν είναι δική μου συναυλία για να το ελέγξω. Εγώ θα είμαι επίσημη προσκεκλημένη του Λόιντ και θα παίξουμε για μισή ώρα μαζί με τον Σινόπουλο.

Θα υπάρχει και κάτι πραγματικά καινούργιο που θ’ ακούσουμε σ’ αυτή τη συναυλία. Συνθέσεις της Λένας Πλάτωνος πάνω σε ποιητικά σπαράγματα αρχαίων Ελληνίδων ποιητριών.

Με τον Λόιντ συναντηθήκαμε το περασμένο καλοκαίρι στην Ιθάκη, στην εξοχική κατοικία του Τζίμι Αργυρόπουλος. Εκεί τους έβαλα και άκουσαν τα κομμάτια της Πλάτωνος, που τα είχαμε δουλέψει στο σπίτι της. Ενθουσιάστηκε τόσο, που την άλλη μέρα στον πρωινό καφέ μας, μου είπε το εξής: «Μου ‘’μίλησαν’’ τόσο μέσα μου αυτά τα τραγούδια, που δεν μπορούσα να κοιμηθώ». Κάτι ανάλογο μου’χε πει και ο Λαζαρίδης ο πιανίστας όταν παίξαμε τη «Βεατρίκη στην οδό Μηδέν» του Μίκη. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Πρότεινα του Τσαρλς, αφού του άρεσαν τόσο, να τα εντάξουμε σε μια επόμενη συναυλία μας. Όταν δουλεύτηκαν κι άλλο τα κομμάτια με τη Λένα, του τα έστειλα και αποφασίσαμε ποια θα παιχτούν. Ανέκαθεν λειτουργούσα ως συνδετικός κρίκος μεταξύ μουσικών και ήταν κάτι που αγαπούσε πολύ σε μένα ο Μάνος Χατζιδάκις. Επιλέξαμε τέσσερις μελοποιημένες ποιήτριες από το έργο «Σιωπηλών σπαράγματα», αρχαία κείμενα σε νεοελληνική απόδοση του Θάνου Τσακνάκη. Το έργο παρουσιάστηκε στην Ελευσίνα – Πολιτιστική Πρωτεύουσα σε σκηνοθεσία του Μαρμαρινού, αλλά και μέσα στο Μουσείο της Ακρόπολης με διακόσιους επίλεκτους προσκεκλημένους. Αυτό το ηχογράφημα άκουσε ο Τσαρλς και ενθουσιάστηκε.

Τα χρόνια της δικτατορίας προείχε ο αγώνας…

Όχι, προείχε να προβάλω την τέχνη μου, τους μεγάλους ποιητές και τη μουσική μας. Πάνω απ’ όλα ήταν η μουσική και η υπαρξιακή μου σχέση μαζί της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συσπειρώσει την παγκόσμια κοινότητα γύρω από το πρόβλημα της Ελλάδας. Ο κόσμος δεν ερχόταν στις συναυλίες μου για να πει «Κάτω η χούντα», αλλά για να ακούσει μουσική. Ο Σεφέρης και ο Ρίτσος ήταν ήδη μεταφρασμένοι σε Αγγλία και Γερμανία, οπότε ερχόταν όλη η πνευματική αφρόκρεμα σε κάθε χώρα. Στο Λονδίνο μας πλαισίωναν οι σημαντικότεροι ηθοποιοί του βρετανικού θεάτρου. 

Πάντως, δεν ήταν αμελητέα κι η απλή διαμαρτυρία εκείνη την περίοδο. Ο Ντίλαν και η Μπαέζ το ίδιο δεν έκαναν με τις αντιπολεμικές συναυλίες τους;

Βεβαίως, ειδικά η Μπαέζ που είχε τραγουδήσει και το «Άσμα Ασμάτων» του Μίκη. Κι αυτοί, όμως, την τέχνη τους και την ποίηση τους φανέρωναν πάνω απ’ όλα. Εμπνέονταν απ’ τα γεγονότα, ενώ εμείς το κάναμε αυτό μόνο με συγκεκριμένα έργα που μας έδινε ο Μίκης. Την εποχή της χούντας την εξέφρασε μόνο ένας κύκλος τραγουδιών του με το «Πάλης ξεκίνημα» και τον «Ωρωπό», γι’ αυτό και τον ονόμασε «Τα τραγούδια του Αγώνα». Εγώ πάλι τραγουδούσα Λόρκα, Νερούδα, όλους τους μεγάλους ποιητές. Ακόμη και σήμερα εντάσσω και τραγούδια του Χατζιδάκι στο ρεπερτόριο μου – πάντα μπαίνει ο «Εφιάλτης της Περσεφόνης» ως τραγούδι – οικολογικό σύμβολο.

Τι είναι αυτό που κάνει τόσο σημαντικό το ελληνικό τραγούδι στο εξωτερικό;

Οι ξένοι μαγεύονται από την αρχαία ελληνική ιστορία, τη μυθολογία, τον Όμηρο. Οι συνθέτες μας βασίστηκαν στον αρχαίο μύθο για να φτιάξουν τον νέο μαζί με τους ποιητές, εκφράζοντας τις ανάγκες της εποχής τους. Η βαθιά του τέχνη έκανε γνωστό τον Θεοδωράκη και όχι η «επανάσταση». Ο Βολανάκης έδινε παραστάσεις στο Λονδίνο πάνω στην ελληνική ποίηση όταν πρωτοβγήκαμε έξω. Θυμάμαι τον Γιώργο Σκούρτη που έκανε απαγγελίες για τα προς το ζην και στο τέλος χόρευε κι ένα ωραίο ζεϊμπέκικο. Η ίδια περίοδος που με βρήκε ο Μάδρας και με πήγε στους Beatles. Απόδειξη του πόσο στέρεο ήταν αυτό που κάναμε είναι το ότι έχω φτάσει 76 ετών και ακόμη με καλούν να τραγουδήσω σ’ όλο τον κόσμο.

Οι τελευταίες Ευρωεκλογές έδωσαν ένα σαφές μήνυμα υπέρ της αποχής των πολιτών και της ακροδεξιάς. Ποια είναι η γνώμη σας;

Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως. Γίνονται τρομερές αλλαγές και βρισκόμαστε σε μεγάλη αβεβαιότητα, όχι μόνο λόγω των γεωπολιτικών συνθηκών με τους πολέμους, αλλά και με τα δικά μας προβλήματα, την ακρίβεια και την έλλειψη θεσμών. Ζούμε σε μια παράλογη εποχή και δεν ξέρουμε που θα καθίσει η μπάλα. Δεν μπορεί να μην έχουμε Αντιπολίτευση, είναι σαφές και το λέει ο καθένας αυτό!

Προσδοκάτε σε μία συσπείρωση των προοδευτικών κεντροαριστερών δυνάμεων όπως έγινε στη Γαλλία;

Βεβαίως και μακάρι να το δούμε και εδώ. Δεν υπάρχει άλλη λύση! Με τα αρμόδια όργανα και μ’ έναν σωστό αρχηγό, που θα ψηφιστεί απ’ τη βάση. 

Το βρίσκετε εφικτό;

Μόνο αν το θελήσουν. Να βρεθεί ένας ισχυρός ηγέτης που να ξέρει πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις. Εγώ θα σεβαστώ την απόφαση της βάσης, αρκεί να συσπειρωθούν. Εδώ δεν πάει ποιος αρέσει σε μένα και ποιος αρέσει στον άλλον με την έννοια ενός ισορροπημένου αριστερού πολιτικού.

* Η συνέντευξη με τη Μαρία Φαραντούρη πραγματοποιήθηκε στο σπίτι της στην Εκάλη την Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

«για ένα ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΑΔΕΙΑΝΟ για μιαν ΕΛΕΝΗ»


Χθες πίσω από το Τζάνειο Νοσοκομείο του Πειραιά. Ένα σπίτι - ερείπιο, γκρεμισμένο ποιος ξέρει από πότε. Μέσα σε μια μάντρα από λαμαρίνες. Πρόχειρη κατασκευή. Ένα μηχανάκι παλιακό παρατημένο κι αυτό μέσα στη μάντρα. Κάτι άλλο τράβηξε, όμως, την προσοχή μου. Δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω αν είναι εντοιχισμένη ντουλάπα ή παράθυρο. Αυτό που σίγουρα φαίνεται καλά είναι ένα κρεμασμένο ή πολλά κρεμασμένα πουκάμισα. Βρώμικα, λερωμένα από την πατίνα του χρόνου. Μπορεί να ήταν αντρικές πουκαμίσες. Ποιος να τις φορούσε; Κάποιος σαν από πορτραίτο παλιάς ασπρόμαυρης φωτογραφίας που βρίσκεις καμιά φορά στους κάδους σκουπιδιών. Θα τις είχε για «καλές». Θα γυρνούσε απ' τη δουλειά κατάκοπος ενδεχομένως από το εργοστάσιο του Παπαστράτου ή από τα μπισκότα Παπαδοπούλου. Θα έλεγε στη γυναίκα του: «Μου σιδέρωσες το πουκάμισο;» Κι ύστερα θα το φόραγε και θα την έπαιρνε για ούζα στο Χατζηκυριάκειο. Ή για κάποιο σινεμαδάκι που θα έπαιζε το «Εξπρές του μεσονυκτίου» ή το «Ένα τανκ στο κρεβάτι μου». Μπορεί πάλι να ήταν γυναικείες νυχτικιές. Από τότε που οι άνθρωποι, γυναίκες κι άντρες, έβγαζαν τα ρούχα τους και φορούσαν πιτζάμες και νυχτικιές για να κοιμηθούν. Πιθανώς να έκαναν και τον σταυρό τους μηχανικά ή να έλεγαν και καμιά προσευχή πριν κλείσουν τα μάτια τους στο μαξιλάρι τους. Σίγουρα πάντως είναι ρούχα που έχουν πάρα πολύ καιρό, χρόνια ή και δεκαετίες, να ακουμπήσουν πάνω σε ανθρώπινο δέρμα. Δεν περίμενα ποτέ ο στίχος του Γιώργου Σεφέρη να οπτικοποιηθεί μπροστά μου σε μια συνοικία του Πειραιά απ' όπου πέρασα εντελώς τυχαία: «Πως τόσος πόνος, τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο/ για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη».