Από που κατάγεστε;
Είμαι μισή Πόντια, μισή Ροδίτισσα, γεννήθηκα στις
Βρυξέλλες του Βελγίου πριν από 52 χρόνια και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Είμαι
πολυπολιτισμική, έχω πιάσει Βορά, Νότο, τα πάντα. Ο πατέρας μου και οι γονείς
της μάνας μου ήταν μετανάστες στο Βέλγιο. Η μάνα μου πήγε εκεί ως κομμώτρια και
τα έφτιαξαν με τον πατέρα μου. Στη Θεσσαλονίκη ήρθαμε το 1978, στην Κάτω
Τούμπα, όταν ήμουν έξι χρονών. Έχω έντονες εικόνες από το Βέλγιο, πέρσι μάλιστα
ξαναπήγα για συναυλίες, και πάντα επισκέπτομαι το μέρος που μέναμε και που από
κάτω είχε το κομμωτήριο της η μητέρα μου. Ακόμη μένουν φίλοι μας εκεί.
Στη Θεσσαλονίκη σπουδάσατε;
Εκεί έκανα σχολείο, σπουδές, τελείωσα δασκάλα στο
Παιδαγωγικό του ΑΠΘ, αλλά στο μεταξύ προέκυψε το τραγούδι. Μεγάλωσα σ’ ένα
σπίτι που ο παππούς μου άκουγε πολύ τα ρεμπέτικα απ’ τα βινύλια της εποχής,
όπως και τα τραγούδια της Μεταπολίτευσης. Η μάνα μου άκουγε Γιώτα Λύδια, Πόλυ
Πάνου, νησιώτικα, ενώ ο πατέρας μου ήταν φανατικός καζαντζιδικός, όπως έγινα κι
εγώ στην πορεία. Γενικώς αγαπούσαν όλοι τη μουσική, έψελναν κιόλας, όπως
συνηθιζόταν, αλλά ο μεγάλος αδερφός της μαμάς μου έπαιζε και λίγο ακορντεόν.
Το ιδανικό περιβάλλον για μία τραγουδίστρια.
Όλη μέρα άκουγα μουσική και μάθαινα με μεγάλη
ευκολία τα τραγούδια. Κάνανε συχνά γλέντια οι δικοί μου και χόρευαν πολύ, γι’
αυτό κι εμένα μ’ αρέσει ο χορός εξίσου με το τραγούδι.
Προλάβατε όλο αυτό το μουσικό κλίμα της
Θεσσαλονίκης;
Μέχρι το 1995 που κατέβηκα στην Αθήνα, έζησα για
μια εικοσαετία σχεδόν στη Θεσσαλονίκη. Πήγαινα στις συναυλίες του Νίκου
Παπάζογλου, που τον αγαπούσα πολύ και είχαμε το ίδιο όνομα, αν κι αυτός ήταν
Καππαδόκης, ενώ εγώ είμαι Πόντια. Βρεθήκαμε λίγες φορές, αλλά νομίζω ότι με
άκουσε απ’ τη δισκογραφία αργότερα, δεν είχαμε δηλαδή επαφές. Έσφυζε από ζωή η
Θεσσαλονίκη εκείνα τα χρόνια! Θυμάμαι το 1991 να πηγαίνω σε λάιβ του Λουδοβίκου
των Ανωγείων μαζί με μια αναρχική φίλη μου στο «Λιόγερμα». Τρεις παρέες είχε μέσα
και, μάλιστα, ένα διπλανό ζευγάρι είχε τσοντάρει για τα εισιτήρια μας, αφού δεν
είχαμε μία. Μην ξεχνάμε και ότι η Θεσσαλονίκη είναι λαϊκή πόλη, φτωχομάνα.
Παντού ακουγόταν λαϊκό τραγούδι, απ’ τα παλιά του ’50 – ’60 μέχρι Σακελλαρίου,
Λίτσα Διαμάντη κ.α. Στο Γυμνάσιο πέρασα μια τριετία που άκουγα μόνο ξένη
μουσική, όχι τόσο ροκ, όσο ποπ, σόουλ και φανκ: Πρινς, Γουίτνεϊ Χιούστον, Dire Straits,
Police, μέχρι Scorpions έφτανα με τις ωραίες μπαλάντες τους. Επανήλθα στο λαϊκό τραγούδι, αφού
εκεί με οδήγησαν κάποια πράγματα που μου συνέβησαν.
Όπως;
Στο Γυμνάσιο έκανα όλο αλητείες. Είχα φύγει απ’ το
σπίτι για δυο μέρες, πράγματα αρκετά εξτρίμ για την ηλικία μου και την εποχή.
Με ψάχνανε συνέχεια, ούσα μπλεγμένη με κάποιες περίεργες παρέες. Μου τη βάρεσε
ξαφνικά με τον Καζαντζίδη και κάθε μήνα έδινα το χαρτζιλίκι μου για να αγοράζω
τους δίσκους του. Έτσι έμαθα απ’ έξω όλα τα τραγούδια του. Σε εκείνη τη φάση,
ενώ με μεγάλωσαν οι Ροδίτες γονείς της μητέρας μου, με ενδιέφερε να ανακαλύψω
και τους Πόντιους, την καταγωγή του πατέρα μου, με τους οποίους δεν είχα
ιδιαίτερη σύνδεση. Γράφτηκα στο Σύλλογο Ποντίων Φοιτητών ως φοιτήτρια και
μάθαινα ποντιακούς χορούς.
Άρα κάτι σας «έτρωγε» μονίμως καλλιτεχνικά.
Ακριβώς. Με θυμάμαι στη β’ λυκείου στην επέτειο
του Πολυτεχνείου να τραγουδάω μπροστά σε κόσμο το «Αχ χελιδόνι μου» του Λοΐζου.
Νόμιζα ότι η καρδιά θα βγει απ’ το στήθος μου και οι συμμαθητές με
χειροκροτούσαν μετά από κάθε ρεφρέν για να έπαιρνα θάρρος. Ακόμη μία φορά στο
σχολείο τραγούδησα α καπέλα «Αγρίμια κι αγριμάκια μου», αν και πάντα μέσα στην
τάξη τραγουδούσα κι έδινα το σόου μου. Επαγγελματικά τραγούδησα με έναν φίλο
λυράρη, τον Θανάση Στυλίδη. Ο Κυριάκος Καλαϊτζίδης με το συγκρότημα Εν Χορδαίς
μας πρότεινε να συμμετάσχουμε σε μία παράσταση του στον «Μύλο» με ποντιακά στο
α’ μέρος. Αυτό έγινε πριν από τριάντα χρόνια και αμέσως μετά ο Καλαϊτζίδης με
πήρε σε συναυλίες με ρεπερτόριο παραδοσιακά και σμυρναίικα.
Είπατε ότι βρήκατε τον προορισμό σας;
Όχι, το έκανα για χαρτζιλίκι, δεν με ενδιέφερε να
γίνω τραγουδίστρια, αλλά να έχω την αυτονομία μου. Βασική μου αρχή ήταν να έχω
οικονομική ανεξαρτησία ώστε να κάνω ότι μου έρχεται στο κεφάλι. Ακόμη και στη
δισκογραφία που μπήκα αργότερα, δεν ήξερα αν πραγματικά ήθελα να γινόμουν
τραγουδίστρια.
Για τη δισκογραφία ήρθατε στην Αθήνα;
Όχι, ήθελα να φύγω απ’ το σπίτι μου. Μετά τον
Καλαϊτζίδη, βρέθηκα στη μπουάτ «Τήνελλα» της Θεσσαλονίκης, ένα υπέροχο
φοιτητικό στέκι, που είχαν εμφανιστεί οι πάντες, από τον Παπάζογλου μέχρι τον
Μάλαμα και τον Ζερβουδάκη. Πήγαινα συχνά ως θαμώνας και ένα βράδυ, όταν είχε
φύγει η τραγουδίστρια Μόρφω Τσαϊρέλη λόγω εγκυμοσύνης, μου ζήτησαν να ανέβω να
τραγουδήσω. Είπα δύο τραγούδια και με προσέλαβαν κατευθείαν με 15.000 δραχμές
μεροκάματο. Μικρό μαγαζί, έπαιρνε εκατό άτομα και δουλεύαμε πενθήμερα. Τι άλλο
να ήθελα σαν φοιτήτρια στα 22 μου; Όταν το είπα στον πατέρα μου, έγινε έξαλλος.
Ήταν πολύ αυστηρός ο πατέρας μου, που τον έχω ακόμα δόξα τω Θεώ. Τη μητέρα μου
έχασα νωρίς το 1991 στα 44 της χρόνια. Εκείνη μας άφηνε να κάνουμε ότι θέλαμε,
τρομερά υποστηρικτική σε αντίθεση με τον πατέρα μου. Δεν είχα ένα μήνα στην
«Τήνελλα» και με ειδοποιεί ο μπουζουξής ότι ο συνθέτης Νίκος Μαμαγκάκης
ετοιμάζει νέο δίσκο και ψάχνει τραγουδίστρια. Δεν είχα ιδέα από στούντιο και με
ένα κασετοφωνάκι ηχογράφησα τα τραγούδια που έλεγα στο πρόγραμμα. Το
κασετοφωνάκι το είχαμε στο πίσω μπαρ. Ότι «έπιανε» απ’ τα ηχεία. Έστειλα του
Μαμαγκάκη μερικά τραγούδια και ένα μήνα μου τηλεφώνησε ο ίδιος. Το δίσκο θα τον
έκανε με τον Δημήτρη Κοντογιάννη και θέλανε μια γυναικεία φωνή συμμετοχή. Στο μεταξύ,
ο μαέστρος με ψάρωσε στην αρχή: «Μένω στην οδό Στίλπωνος στο Παγκράτι. Ξέρεις
ποιος ήταν ο Στίλπωνας;» Ιδέα δεν είχα (γέλια). Του εξήγησα πως δεν είχα
χρήματα να πάρω το αεροπλάνο για Αθήνα και προθυμοποιήθηκε να μου κάνει εκείνος
τα εισιτήρια. Θυμάμαι ότι την πρώτη μέρα που πήγα στον Μαμαγκάκη, ήμουν
βραχνιασμένη. Μου έδωσε ένα «λα» και το είπα. Άρχισε μετά: «Σήκω πάνω, κάνε ένα
κύκλο, βγάλε τα γυαλιά σου», ήθελε γενικά να είχες όλο το πακέτο. Στο μεταξύ,
ενώ ήμουν ακόμη στην «Τήνελλα» και παράλληλα δούλευα τα δύο πρώτα τραγούδια του
Μαμαγκάκη, ένας φίλος μου έκλεισε δουλειά στο «Αλώνι» στη Σίφνο. Εκεί γνώρισα
Αθηναίους μουσικούς και μου έγινε πρόταση να κατέβω στην Αθήνα στα «9/8» σ’ ένα
πρόγραμμα του Κουνάδη με τον Ξηντάρη. Ήταν η πρώτη φορά που δούλεψα σαιζόν,
αφού συνήθως έφευγα στα μισά, προφασιζόμουν διάφορες δικαιολογίες. Δούλευα για
να περνάω καλά και για το χαρτζιλίκι μου, δεν το είχα δει σοβαρά. Συγκατοίκησα
μ’ ένα φιλικό ζευγάρι στο Παγκράτι και δούλευα καθημερινά στα «9/8» με Ξηντάρη,
Κατινάρη, Τσεκούρα, Γιαννίση, Γευγελή, ένα dream team.
Στη «Σφεντόνα» πιο πάνω τραγουδούσε η Αρβανιτάκη, που την επόμενη σαιζόν θα μ’
έπαιρνε μαζί της.
Με το δίσκο του Μαμαγκάκη τι έγινε;
Ένας λόγος που κατέβηκα στην Αθήνα ήταν κι αυτός.
Τα απογεύματα δουλεύαμε για κάνα δίωρο με τον Μαμαγκάκη στο σπίτι του, μην
έχοντας ιδέα αμφότεροι από ψηφιακά στούντιο. Με είχε ζορίσει αρχικά η Αθήνα,
δεν ήξερα πως να τα βγάλω πέρα. Είναι τελείως άλλης νοοτροπίας και κουλτούρας
οι Αθηναίοι από τους Θεσσαλονικείς. Στο μεταξύ, απ’ τα «9/8» είχε περάσει ο
μπουζουξής Στουραΐτης, η Άννα Χρυσάφη, η Λιλή Ζωγράφου. Η τελευταία, που τότε
τη διάβαζα πολύ, μου έπιασε ένα βράδυ το χέρι και μου είπε «Είσαι υπέροχη
τραγουδίστρια». Εκεί ζήτησε να με γνωρίσει ένα άλλο βράδυ και η Πόλυ Πάνου.
Ήταν ακόμη εποχές που τελειώναμε απ’ το μαγαζί και μετά πηγαίναμε όλοι μαζί σε
άλλα μαγαζιά. Με τον Μαμαγκάκη τσακωθήκαμε άσχημα, του είπα «Δε με νοιάζει ο
δίσκος, να μη γίνει», τα μάζεψα και ξανανέβηκα στη Θεσσαλονίκη. Μου τηλεφώνησε
πάλι ο ίδιος στο πατρικό μου, μου ζήτησε συγγνώμη κι έτσι ολοκληρώθηκε η
δουλειά.
Τι ακριβώς είχε γίνει με τον Μαμαγκάκη;
Γινόταν πολύ εριστικός, έβριζε και μπορούσε να σε
προσβάλλει, ενώ ήταν ένας τύπος που μιλούσε πολύ ωραία γενικώς. Ήμουν και
πιτσιρίκα, δεν σήκωνα μύγα στο σπαθί μου. Κοπάνησα την πόρτα και δεν με
ξαναείδε ώσπου να μου τηλεφωνήσει. Ο δίσκος βγήκε από τη Λύρα σε βινύλιο, που
το αγόρασα πολλά χρόνια μετά από το Μοναστηράκι, ενώ τότε εμένα μου είχαν δώσει
CD. Με το που βγαίνει ο δίσκος, μαθαίνεται και
αμέσως μου τηλεφωνεί ο Νταλάρας, ο οποίος ετοίμαζε το πρόγραμμα του με τους Πυξ
Λαξ στην Ιερά Οδό. Εκείνο τον καιρό έμενα σε κάτι φίλους του τότε αμόρε μου,
του Χρήστου Τσαπράζη από τα Ξύλινα Σπαθιά. Εκεί, στην Κυψέλη, τηλεφώνησε ο
Νταλάρας και νόμιζαν ότι τους κάνανε πλάκα. Πήγα από το στούντιο Sierra σαν καημένο με την κασέτα του Μαμαγκάκη για να μ’ άκουγε. Έλα, όμως,
που ο Μαμαγκάκης μου σύστησε να πάω στο σχήμα της Αρβανιτάκη, που κι αυτή μαζί
του είχε ξεκινήσει. Βρέθηκα στο σπίτι της Ελευθερίας, ακούσαμε επί τόπου τα
τραγούδια του Μαμαγκάκη, της άρεσα πολύ, όπως μου είπε, και θα μου τηλεφωνούσε.
Πραγματικά, με ειδοποίησε και το χειμώνα με πήρε στη «Σφεντόνα». Δηλαδή μέσα σε
ενάμισι χρόνο έκανα δίσκο με τον Μαμαγκάκη και συνεργάστηκα με την κορυφαία
Αρβανιτάκη, χάνοντας όμως μια πρώτη συνεργασία με τον Νταλάρα. Μαζί ήταν ο
Κότσιρας και ο Μιχάλης Παπαζήσης, άλλο dream team!
Ήταν να πάω και περιοδεία στην Αυστραλία, αλλά τελικά δε με πήραν μαζί τους.
Έτσι, ο μάνατζερ, που με εκτιμούσε, μου έκλεισε άλλη δουλειά με τον Ορφέα
Περίδη την άνοιξη του 1997. Παίξαμε Αθήνα και Θεσσαλονίκη κι εκεί γνώρισα τον
Μίλτο Παπαστάμου, που μόλις είχε έρθει από σπουδές στην Αμερική. Τα φτιάξαμε
ένα χρόνο αργότερα και έγινε ο μπαμπάς της κόρης μου. Μείναμε μαζί 20 χρόνια.
Μετά απ’ τον Περίδη, με ειδοποιεί πάλι ο μάνατζερ ότι με ζητάει ο Μητροπάνος.
Πήγα απ’ το σπίτι του, αλλά εγώ τότε σχεδίαζα ένα ταξίδι στη Συρία. Έχω κάνει
κι εγώ κάτι βλακείες στη ζωή μου! Ο Μητροπάνος με τη Βένια, τη γυναίκα του, μου
εξήγησαν ότι θα δίναμε μια συναυλία στην Κύπρο, αλλά μου φάνηκε
λίγο…στρατιωτικό το όλο θέμα, του στυλ «θα κάνεις αυτό και εκείνο» κλπ. Λέω του
μάνατζερ πως δεν θα πάω κι αυτός άρχισε να φωνάζει: «Με εκθέτεις, δεν θα σε
ξαναβοηθήσω»! Εγώ έκλαιγα, δεν ξέρω τι μ’ είχε πιάσει και μιλάμε ότι θα κάναμε
Κύπρο, ολόκληρη καλοκαιρινή περιοδεία και μετά Αμερική με τον Μητροπάνο. Να πω
και ότι το ίδιο διάστημα – όλα μαζί πέφτανε – είχα κλείσει και λίγες
παραστάσεις με την Πόλυ Πάνου και τη Μαριώ. Οποιαδήποτε άλλη θα ακολουθούσε τον
Μητροπάνο, αλλά εγώ δεν το έκανα.
Εντάξει, το να έχετε όμως στις αποσκευές σας
συνεργασία με την Πόλυ Πάνου, δεν είναι μικρό πράγμα.
Ισχύει, έχετε δίκιο. Τη γνώρισα και συνεργάστηκα
μαζί της. Είχανε και πολύ πλάκα αυτές οι δύο, κάναμε τρελά γέλια. Πήγαμε στο
Νεστόριο θυμάμαι, όπου θα βγαίναμε αμέσως μετά τους Κατσιμιχαίους. Βγαίνει η
Πόλυ Πάνου με φόρεμα μπλε μουσελίνα και γοβάκι κι από κάτω βρώμαγαν οι μπάφοι
(γέλια). Μπουζούκι είχαμε τον Καραντίνη. Μεγάλη εμπειρία.
Και ο ένας δίσκος διαδεχόταν τον άλλον.
Με ζήτησε ο Τσιαμούλης για μία δισκογραφική δουλειά
που συμμετείχαν ακόμη ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και η Κατερίνα Παπαδοπούλου. Σε
διακοπές στην Πάρο εκείνο το καλοκαίρι, με άκουσε ο Παντελής Θαλασσινός, που
βρισκόταν εκεί. Μου ζήτησε να κάνουμε σαιζόν μαζί στην «Πανσέληνο», ένα νέο
μαγαζί στην Αθήνα, με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο στο σχήμα. Το έκανα! Πάλι φουλ
πενθήμερα, από Δευτέρες μέχρι Πέμπτες. Εκεί πάλι με άκουσε ο Γιώργος Ζήκας και
μου έκανε έναν ολόκληρο δίσκο, ενώ εγώ στην πραγματικότητα ήθελα να κάνω μια
απλή συμμετοχή. Δεν είχα το θάρρος να το πω κι έτσι τον πήρα πάνω μου όλο το
δίσκο. Για κάποιο λόγο άρεσε, παρόλο που δεν «περπάτησε» πολύ.
Γι’ αυτό φύγατε από τη Λύρα;
Ναι, έχοντας κλείσει πάλι πολλές συναυλίες – πάνω
από 40 – με τον Πέτρο Γαϊτάνο, που τότε μεσουρανούσε. Κι όταν το χειμώνα θα
τραγουδούσα με Περίδη πάλι και Μανώλη Λιδάκη, τελευταία στιγμή μου είπαν πως
δεν θα είμαι μαζί τους. Τσαντίστηκα πάρα πολύ, γιατί ξέμεινα από δουλειά.
Εννοείται πως μετά από τόσα χρόνια, τους έχω δώσει άφεση, αν και τότε ζημιώθηκα
πολύ οικονομικά και ψυχολογικά σχεδόν για μία διετία. Δούλεψα για κάποιους
μήνες σ’ ένα ρεμπετάδικο με τον Μανώλη Πάππο, ο οποίος είχε κάποια τραγούδια
που με ενθουσίασαν κι ήθελα να τα κάναμε. Τα κάναμε demo κι ο Αλκίνοος με τον Μίλτο, τον άντρα μου, θα αναλάμβαναν την παραγωγή.
Η Ντόρα Ρίζου της Λύρα είχε αποφασίσει ότι δεν ήθελε να τα κάναμε εκεί. Μάλιστα
με απαξίωσε του στυλ «Καλή είσαι, αλλά όχι τίποτα σπουδαίο». Γενικώς η παραγωγός Ρίζου ήταν σκληρή εκείνα τα χρόνια και σήμερα αναγνωρίζω πως για να
ήσουν κορυφαίος στον τομέα σου, έπρεπε να’σαι και κυνικός παράλληλα, κάτι που
εγώ ποτέ δεν είχα. Πείσμωσα κι ήθελα να τα παρατήσω, συνειδητοποιώντας πόσο
σκληρός πρέπει να’σαι με τους πάντες και τα πάντα. Τίποτα δεν γίνεται με το
να’σαι καλό παιδί, κακά τα ψέματα. Πρέπει να παραβλέπεις ακόμη κι ανθρώπους που
μπορεί να σ’ έχουν ωφελήσει. Για μένα ούτε παιδιά πρέπει να κάνει ένας
καλλιτέχνης, αφού θα υποφέρουν αν αυτός έχει τη φιλοδοξία της διατήρησης στην
κορυφή. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος! Λόγω Αλκίνοου, δέχτηκαν να κάνουν το δίσκο με
τον Πάππο στη Universal.
Και απ’ όσο θυμάμαι είχε συζητηθεί τότε το κόστος παραγωγής του.
Ο δίσκος κόστισε περίπου 50.000 ευρώ. Ήταν η πιο
ακριβοπληρωμένη παραγωγής εκείνης της χρονιάς, το 2003. Ξεκίνησα όμως
συνεργασία με την Εστουδιαντίνα και δεν στήριξα μοιραία τα τραγούδια του
δίσκου. Δεν ήταν ακριβώς λαϊκά τραγούδια και δεν παίζονταν εύκολα. Το «Όσα σου
μοιάζουν» πούλησε 4.000 κομμάτια, άρα δεν πήγε καλά. Κι η Αρβανιτάκη είχε πει
δύσκολα τραγούδια, αλλά πολύ νωρίτερα από μένα. Αυτό έπαθα εγώ! Είχα αρκετούς
καλούς δίσκους χωρίς να βγει κάποια μεγάλη επιτυχία, εκτός απ’ το «Να’χα δυο
ζωές» στο δίσκο που κάναμε με τον Καλαντζόπουλο. Εκείνος πάλι μου είχε
τηλεφωνήσει, αφού δεν έμπαινα στη διαδικασία να ζητήσω τίποτα από κανέναν. Από
το χαρακτήρα μου; Από τη βλακεία μου; Πες το όπως θες!
Ήταν όμως κι η εποχή που εμφανίζονταν πολλές άλλες
καλές τραγουδίστριες, σαν τη Γιώτα Νέγκα.
Κι αυτό ισχύει. Όταν, ας πούμε, τηλεφώνησε ο
Καλαντζόπουλος, νομίζαμε με τον Μίλτο ότι ήθελε εκείνον και όχι εμένα για
δουλειά. Μου ζήτησε τελικά να έλεγα το «Με τα μάτια κλειστά», αλλά δεν ήθελα,
δεδομένου του πόσο το είχε σφραγίσει η Γιώτα το συγκεκριμένο κομμάτι. Έτσι στο
δίσκο έβαλε να το πει ο Παρχαρίδης. Την αγαπώ, τη θεωρώ πολύ καλή τραγουδίστρια
και χαίρομαι που υπάρχει η Γιώτα, διότι για πολλές δεν χαίρομαι, η αλήθεια
είναι. Σαν τραγουδίστριες, όχι φυσικά σαν άνθρωποι. Στο μεταξύ, εγώ μάλωνα με
όλους. Μάλωσα με τον Παναγιώτη, όπως είχα μαλώσει και με τον Ζήκα, αλλά και με
τον Πάππο. Τα ξαναέβρισκα με όλους μετά από χρόνια. Τι να το κάνεις μετά;
Παρόλα αυτά το «Να’χα δυο ζωές» το αγάπησε πολύ ο κόσμος με μένα. Μια φορά που
πήγα στα Κουφονήσια νόμιζαν πως ήταν δική μου η πρώτη εκτέλεση.
Κάπου τότε δεν γνωρίσατε και τον Αντώνη Απέργη;
Ακριβώς. Σε συναυλίες του «Διφώνου» με Λιζέτα
Καλημέρη, Πάππο και Απέργη, αλλά το καλοκαίρι του 2006 ξέμεινα πάλι από
δουλειά. Ήθελα πολύ να δουλέψω με τον Μανώλη Ρασούλη και όταν με ειδοποίησαν
ότι με ζητάει στη «Βάρδια» της Θεσσαλονίκης, έτρεξα κυριολεκτικά. Πάμε να
παίξουμε, η ώρα είχε πάει 12 και ο sui generis Παντελής Θεοχαρίδης ακόμη να’ρθει (γέλια). Τον ήξερα τον Παντελή, αλλά ήταν η πρώτη φορά που δουλεύαμε μαζί. Έξαλλος ο Ρασούλης, που τον αγαπούσε πολύ όμως. Ήταν ένα όνειρο τελικά εκείνο
το σχήμα και ο Ρασούλης ένα θαύμα για μένα. Με τον Ρασούλη δεν τσακωθήκαμε
ποτέ, είχαμε ακριβώς τον ίδιο τρόπο σκέψης. Λάτρευα το κείμενο του με τίτλο
«Θάνατος στη λογική του καριόλη», στα σχολεία θα έπρεπε να διδάσκεται!
Σημειωτέον, το 2005 είχα συνεργαστεί ήδη σε συναυλίες με τον Γιάννη Μαρκόπουλο,
τη Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης και τον Χρήστο Νικολόπουλο, ο οποίος με
ζήτησε στο «Περιβόλι τ’ Ουρανού». Κουρασμένη καθώς ήμουν απ’ την πολλή δουλειά,
έπαθα αφωνία και έπαιρνα κορτιζόνη. Του εξήγησα πως δεν θα τον έστηνα, αλλά
μετά τις γιορτές θα έφευγα. Έτσι και έγινε. Τον ίδιο καιρό πήρα μια φίλη μου
και πήγαμε να δούμε μια παράσταση του Νταλάρα στο «Παλλάς». Εκεί ο «Θείος» με
ζήτησε για παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής. Η «Αναφορά στο ρεμπέτικο» ήταν με
σκηνοθεσία Χατζάκη και με τους καλούς συναδέλφους Μπάμπη Στόκα, Ασπασία
Στρατηγού και Ζαχαρία Καρούνη δίπλα στον Νταλάρα. Φαινόταν να είχα ανακάμψει
καλλιτεχνικά. Έτσι, το χειμώνα κάναμε σχήμα με τον Δημήτρη Μπάση στο «Χάραμα»
τη σαιζόν 2008 – 2009.
Σε πανηγύρι αμιγώς δεν έχω τραγουδήσει, γιατί δεν
μπορώ να το υποστηρίξω. Πάντα τους έλεγα ότι μπορώ να κάνω αυτό και να μη μου
ζητήσουν μετά τα ρέστα. Κοιτάξτε, εμένα δεν μου άρεσαν ποτέ οι χώροι του
πανηγυριού, όπως και του σκυλάδικου. Θα μπορούσα να’χω κάνει επιτυχία και να
τα’χα κονομήσει, με έπαιρνε δηλαδή να το κάνω. Δεν είχα τέτοια αισθητική και
άποψη για το τραγούδι.
Πολιτικοποιημένη ήσασταν;
Ήμουν από τότε που κατέβαινα στις πορείες με την
ακροαριστερή φιλενάδα μου. Ανέκαθεν είχα αριστερές πεποιθήσεις, αλλά με την
έννοια του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης. Σήμερα με ενοχλεί η διάσπαση της
Αριστεράς κι αυτό που ο καθένας κοιτάει την πάρτη του. Γιατί τόση εγωπάθεια;
Δεν θέλουν να βοηθήσουν το κοινωνικό σύνολο; Που πήγε το ανθρωπιστικό πρόσημο
της Αριστεράς; Το «όλα για όλους», αυτό είχα εγώ στο κεφάλι μου. Αυτή τη στιγμή
ζούμε τον άκρατο καπιταλισμό, τα έχει πει όλα ο Βασίλης Ραφαηλίδης στα βιβλία
του.
Θα ήθελα να μου πείτε πως βλέπετε τη θέση σας στο
σημερινό ελληνικό τραγούδι.
Ο καθένας σήμερα ανεβάζει ένα βίντεο που
τραγουδάει και νομίζει ότι είναι τραγουδιστής. Εγώ απ’ τον κορονοϊό και μετά,
δεν μπόρεσα να ακολουθήσω τις εξελίξεις. Ένιωσα σαν να μην έχω κάνει τίποτα.
Σαν να μην έχουν γίνει όλα αυτά που σας αφηγήθηκα.
Βαρύ λίγο αυτό που λέτε.
Το λέω, γιατί δεν με ωφελεί αυτή τη στιγμή σε
κάτι. Ξέρω ότι έχω ζήτηση, δεν είναι ότι δεν έχω, αλλά αρνούμαι να κάνω πλέον
συμμετοχές. Έχοντας τουλάχιστον 200 τραγούδια στη δισκογραφία, για ποιο λόγο να
πω άλλο ένα που θα πάει χαμένο; Ακόμη κι αυτά τα τραγούδια με τον Απέργη, δεν
θα τα είχα κάνει, αν δεν είχα ακόμη τη λογική ότι μπορώ να τα καταφέρω. Τώρα
δεν θέλω άλλο εκτός αν είναι κάτι που θα το «εξαργυρώσω». Πικρό, αλλά αληθινό.
Είμαι ρεαλίστρια και ποτέ δεν έζησα μέσα σε ροζ συννεφάκια και αυταπάτες. Έχω
ένα όνομα, όπως και το σεβασμό των συναδέλφων μου, το γνωρίζω, αλλά έκανα κι
εγώ πολλά λάθη, είπα πολλά όχι, αρνήθηκα συνεργασίες και ανθρώπους.
Απ’ την άλλη, εγώ τώρα θυμάμαι την Καίτη Γκρέυ να
σας χαρακτηρίζει σε μένα ως την πιο άξια διάδοχο της στο λαϊκό τραγούδι.
Την Καίτη την αγαπώ πολύ, είναι για πάντα η
Καιτάρα μου, έχουμε άριστη σχέση. Δυστυχώς δεν επικοινωνεί πια, την τελευταία
φορά που την είδα τον περασμένο χειμώνα δεν μ’ αναγνώρισε. Κι όταν της έδειξα
φωτογραφία της με τον Καζαντζίδη, που του’χε τεράστια αγάπη, και τη ρώτησα
«Αυτός ποιος είναι;», μου απάντησε: «Ο Τζουανάκος;» Την έχω μελετήσει πολύ την
Καίτη, την έχω στις φλέβες μου. Από εύσημα, καλά τα πάω, δεν έχω παράπονο
(γέλια). Μίλησα πριν για το πρακτικό κομμάτι της δουλειάς, το πώς θα έχω την
ευκολία να στήνω ότι ονειρεύομαι.
Ποιες νεότερες τραγουδίστριες ξεχωρίζετε;
Την Ασπασία Στρατηγού, τη Σεμέλη Παπαβασιλείου, τη
Ρία Ελληνίδου, τη Νεφέλη Φασούλη, την Ιουλία Καραπατάκη. Πάντα θαυμάζω το
πηγαίο ενώ στη μαγκιά και τα «στυλάκια» κλείνω, πέφτει κουρτίνα. Έτσι είναι ο
χαρακτήρας μου. Πιστεύω πως αν μπορείς να πεις καλά τα παραδοσιακά και τα λαϊκά
τραγούδια, μπορείς να πεις και το οτιδήποτε. Ξέρετε τι λείπει απ’ τη νεότερη
γενιά λαϊκών τραγουδιστών; Το βίωμα! Κάτι που εμείς προλάβαμε και το ζήσαμε
ώστε να έχουμε αναφορές, παρόλο που τότε τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα ως προς
το ξεκίνημα κάποιου απ’ ότι σήμερα. Θα ήμουν ακόμη πιο τυχερή εγώ αν είχα λίγο
μυαλό παραπάνω. Έχω μετανιώσει για κάποια πράγματα και το δηλώνω, δεν έχω πρόβλημα.
Τι θα ήταν αυτό που θα σας ξανάβαζε σήμερα στο
στούντιο;
Ένα τραγούδι που να ξέρω ότι θα ακουστεί και θα διοχετευθεί προς τον κόσμο, αν το έπαιζαν τα ραδιόφωνα δηλαδή. Με τα «αν», βέβαια, δεν κάνουμε δουλειά. Που να μην το χρηματοδοτήσω εγώ επίσης, διότι το έκανα δυο – τρεις φορές και δεν το ξανακάνω.
* Η συνέντευξη με την ερμηνεύτρια Σοφία Παπάζογλου πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024 στο «Καφέ των Ποιητών» της πλατείας Βικτωρίας.
** Ένα μέρος της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στο ένθετο Docville με την εφημερίδα Documento.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου