Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

Γιάννης Ντουνιάς: «Έχω χαθεί εγώ που με βλέπεις σε κάτι καταγώγια του Νιού Τζέρσεϊ με ντουμάνια» (μια απολαυστική συνέντευξη από το 2015)

 

Ο τραγουδιστής Γιάννης Ντουνιάς είχε την τύχη να ηχογραφήσει σε πρώτη εκτέλεση τραγούδια του Καραμπεσίνη, του Ζαμπέτα, του Άκη Πάνου, του Καρανικόλα, του Νικολόπουλου και άλλων λαϊκών συνθετών. Ωστόσο, δεν κατάφερε ποτέ να μπει στην Α’ Εθνική των Ελλήνων λαϊκών τραγουδιστών. Ο ίδιος ξέρει καλύτερα από τον καθένα γιατί συνέβη αυτό και δεν διστάζει να κάνει την αυτοκριτική του. Ένας άνθρωπος χωρίς κανένα άγχος, πατέρας και παππούς πια, που μπορεί από τη μια να αυτοσαρκάζεται, από την άλλη όμως θέλει να αφήσει το δικό του στίγμα στο εγχώριο λαϊκό τραγούδι. Έχω την εντύπωση πως το τελευταίο ο Ντουνιάς το έχει καταφέρει με το σπαθί του. Κι ας ανδρώθηκε σε εποχές που οι πωλήσεις των δίσκων και οι ραδιοφωνικές μεταδόσεις καθόριζαν την αξία του καλλιτέχνη – δεν σταμάτησε και ποτέ αυτό, για να είμαστε ειλικρινείς. «Τι σου λέει το όνομα Γιάννης Ντουνιάς;» ρώτησα έναν φίλο. «Καλός τραγουδιστής είναι αυτός» μου απάντησε κι έτσι, υιοθετώντας την ίδια γνώμη κι εγώ, τον συνάντησα στην Αστροφεγγιά, όπου τραγουδάει αυτό τον καιρό, για μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.

Photo: Πάρις Ταβιτιάν (2015)
Σε συναντώ στην Αστροφεγγιά, στα Κάτω Πατήσια, όπου τραγουδάς δίπλα στον Αντώνη Ρεπάνη, μαζί και με άλλους συναδέλφους σου. Δεν είναι εντυπωσιακό που ο Ρεπάνης έχει ταυτίσει το όνομά του με το μαγαζί αυτό περισσότερο από 20 χρόνια;

Εγώ τραγουδάω τα τελευταία δυόμισι χρόνια εδώ. Ο Ρεπάνης, πράγματι, εμφανίζεται μια 20ετία ολόκληρη και πολλοί νομίζουν ότι το μαγαζί είναι δικό του. Δεν έχει ξαναγίνει αυτό, καλλιτέχνης να εμφανίζεται στο ίδιο μαγαζί τόσο πολλά χρόνια στη σειρά!

Γιάννη Ντουνιά, από πού κατάγεσαι;

Από τη Σμύρνη. Ο πατέρας μου δηλαδή, όχι εγώ. Το «Ντουνιάς» είναι τουρκικό όνομα, δεν είναι ελληνικό. Δεν είχαν καμία σχέση με τα καλλιτεχνικά οι δικοί μου, μόνο του πατέρα μου του άρεσε να ψέλνει.

Δεν είναι κι αυτό μια μουσική παιδεία;

Ε, όχι!

Γιατί όχι;

Δεν είναι μουσική παιδεία να πηγαίνεις στην εκκλησία και να κρατάς το ίσο, να κάνεις «οοοοοο», «αααααα» (γέλια).

Η βυζαντινή μουσική ωστόσο;

Αυτή την παρα-παραδέχομαι. Μιλάμε, όμως, για τον πατέρα μου, που ήταν απλώς καλλίφωνος και ούτε καν ερασιτέχνης. Όσο για τη μάνα μου, επίσης καμία σχέση.

Πότε άρχισες να τραγουδάς;

Από μωρό παιδί. Τραγούδαγα πιτσιρίκος 7-8 χρονών κι έκανα και φινάλε, έλεγα το «μπαμ-μπαμ» στο τέλος. Και η παρέα μου ’λεγε: «Έχει και “μπαμ-μπαμ”, Γιαννάκη;». Το θυμάμαι σαν όνειρο.

Πότε είσαι γεννημένος;

Το ’43.

Είσαι 72, θηρίο; Μπράβο!

Ναι, δεν μου φαίνεται.

Παιδί της βιοπάλης, όπως οι περισσότεροι λαϊκοί τραγουδιστές;

Ακριβώς. Δούλεψα στα σχολικά τετράδια, φτιάχναμε τα «ντύματά» τους. Δουλεύαμε επί 24ωρου βάσεως το καλοκαίρι κι εγώ, για να μπορέσω να βιοποριστώ, να παίρνω πιο μεγάλο μεροκάματο, δούλευα και τη νύχτα. Έπαιρνα ένα πενηντάρικο, αλλά από τότε, ρε παιδί μου, με ενδιέφερε το τραγούδι. Ρώταγα από δω, ρώταγα από κει και κατέληξα στο Πέραμα. Εκεί ήταν τρία μαγαζιά, τρεις παράγκες στη σειρά. Στο τέρμα η θάλασσα, ούτε καρνάγια ακόμη, ούτε τίποτα... Έτσι, ξεκίνησα το σωτήριον έτος 1963-64.

Την εποχή εκείνη, όμως, είχαμε έκρηξη του λαϊκού τραγουδιού.

Εκεί δούλεψα με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τον Γιώργο Μανίσαλη, που έγραψε τα σουξέ της Σακελλαρίου. Μετά έμπλεξα με τον Γιάννη Καραμπεσίνη – άλλο μεγάλο κεφάλαιο αυτός!

Είχα την τύχη να τον γνωρίσω στην Κυψέλη, αλλά εμένα μου ’βγαλε μια απέραντη μελαγχολία. Ήθελε να πείσει πως είναι καλά και ζει ακόμη τη ζωή του, αλλά...

Πώς να ζούσε τη ζωή του; Αφού ήταν μόνος του. Μπορεί να έβγαινε έξω, αλλά έπασχε από μοναχικότητα που τη διέκρινες. Μπορεί να ’χε και κατάθλιψη.

Το πιστεύεις αυτό; Πως πέφτουν στην κατάθλιψη καλλιτέχνες παροπλισμένοι πια, που κάποτε χάλαγαν κόσμο;

Γιατί να μην πέφτουν; Ισχύει! Να, ο Ρεπάνης εδώ, για παράδειγμα. Πιστεύω πως αν σταματήσει να τραγουδάει, θα πεθάνει. Βέβαια, αν εγώ ήμουν γιος του, δε θα τον άφηνα να δουλέψει.

Γιατί; Αφού λες ότι του κάνει καλό.

Ξέρω ’γω, ρε παιδί μου; Βιολογικά είναι καλό να τα παρατάς κάποια στιγμή. Ας είναι καλά, βέβαια, ο άνθρωπος κι ας τραγουδάει όσο θέλει.

Μπήκαμε νωρίς στα βαθιά της κουβέντας. Εσύ, Γιάννη, έχεις αμυντική στάση απέναντι στην κατάθλιψη, πάντως.

Εγώ, βασικά, δεν έχω άγχος. Δηλαδή, το μόνο μου άγχος είναι ότι δεν έχω άγχος (γέλια). Δεν κινδυνεύω από κατάθλιψη. Βέβαια, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες, δεν ξέρει κανείς τι του ξημερώνει. Να, εμένα τώρα η γυναίκα μου έχει φύγει κι έχει πάει στην Αυστραλία...

Για πόσο;

Όσο γουστάρει (γέλια).

Μαζί είστε, δηλαδή.

Ναι, ρε παιδί μου, απλώς η κόρη μου παντρεύτηκε έναν από δω που την πήρε στο Περθ της Αυστραλίας. Είναι αστροφυσικός και διδάσκει εκεί. Η κόρη μου είναι ετοιμόγεννη και θα αποκτήσω τρίτο εγγόνι – έχω άλλα δύο απ’ τον γιο μου. Αν δεν πήγαινε, λοιπόν, εκεί και η γυναίκα μου να τη βοηθάει, θα ήταν δύσκολο για τη μικρή.

Από πότε είσαι παντρεμένος, Γιάννη;

Από το 1969, με την ίδια γυναίκα. Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού (γέλια). Τώρα, όμως, εγώ έχω μείνει μόνος μου εδώ. Δεν είναι εύκολο. Μια γυναίκα κουμαντάρει τα πράγματα στο σπίτι.

Μίλησέ μου για την είσοδό σου στη δισκογραφία.

Μπήκα στη δισκογραφία με τον Γιάννη Καραμπεσίνη. Πρώτο τραγούδι - πρώτο σουξέ το ’69 με ’70: «Έμπαινε, Γιώργο, έμπαινε»!

Είπες τότε «να μια ευκαιρία ν’ αφήσω το στίγμα μου»;

Όχι. Επειδή είπα ένα τραγούδι, το οποίο έγινε τρελή επιτυχία; Σιγά. Δεν θα ξεχάσω το εξής μάλιστα: είχαμε πάει περιοδεία στην Αυστραλία με τον Καραμπεσίνη και τον Κώστα Χατζηχρήστο, τον ηθοποιό, κι έχω μόλις γυρίσει. Μπαίνω στο ταξί από το αεροδρόμιο και στο ραδιόφωνο ακουγόταν διαφήμιση της εταιρείας: “Γιάννης Ντουνιάς, ένα αστέρι γεννιέται”! Ήταν η πρώτη φορά που θα με άκουγα στο ραδιόφωνο! Μεγάλη ικανοποίηση. Χρήματα, όχι, μη νομίζεις, ό,τι βγάζαμε απ’ τα μαγαζιά παίρναμε.

Μέχρι τον πρώτο μεγάλο δίσκο, μπήκες για τα καλά στη βιομηχανία των 45 στροφών.

Ήταν καλή πιάτσα αυτή. Ανά τρεις μήνες η εταιρεία έριχνε τραγούδια σε 45άρια κι αν δεν γινόταν επιτυχία, προχωρούσε στο επόμενο πιο γρήγορα. Στον πρώτο μου μεγάλο δίσκο, που ήταν μέσα πολλοί συνθέτες, είπα και δύο του Άκη Πάνου σε πρώτη εκτέλεση.

Ιδιαίτερη περίπτωση ο Άκης Πάνου, έτσι;

Περίεργος ήτανε! Εγωιστής και σίγουρα χρυσαυγίτης αν ζούσε σήμερα, αφού ήταν του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν». Γούσταρε Παπαδόπουλο.

Το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου του Γιάννη Ντουνιά το 1971 με τίτλο το όνομα του
Μια και το αναφέρεις, αντιμετώπισες προβλήματα επί χούντας;

Όχι, επί χούντας βγήκα εγώ. Τώρα, μεταξύ μας, χούντα ήταν αυτή; Να το ξεκαθαρίσω, δεν είμαι χουντικός εγώ, αλλά σε πληροφορώ πως αν ο Παπαδόπουλος ήταν πολιτικός και όχι στρατιωτικός, θα κατσικωνόταν άγρια εδώ, σαν τον Φράνκο. Τότε δεν ξέραμε πότε είναι Σάββατο και πότε Δευτέρα, ήταν ίδιες οι μέρες για τα μαγαζιά. Κι ο κόσμος μπορεί να μην είχε λεφτά, αλλά ερχόταν και χάλαγε για να μας ακούσει, ξέροντας πως την άλλη μέρα θα ’χε δουλειά και θα ξανάβγαζε τα λεφτά που ξόδεψε. Ζητάγαμε ρεπό και δεν μας δίνανε. 

Αν έλεγες ποτέ τραγούδια του Θεοδωράκη, ας πούμε;

Όχι (γελώντας), τέτοια δεν έλεγα. Σε "χουντικό" μαγαζί δούλευα. Ξέρεις ποιο; Τη Νεράιδα. Το ’χε μια αρχιδάτη επιχειρηματίας, η Παμέλα, που εμφανιζόταν μόνο παραμονή Πρωτοχρονιάς και επειδή είχε παρτίδες με την Ολυμπιακή και τον Ωνάση, μοίραζε δώρα στις παρέες. Αναπτήρες Dunhill και τέτοια, όχι μαλακίες! Εκεί ερχόντουσαν η Δέσποινα του Παπαδόπουλου, ο Ωνάσης! Όλοι οι σταρ του κινηματογράφου από κει περνούσαν! Να φανταστείς, εμείς δουλεύαμε εκεί με μαέστρο τον Γιώργο Κατσαρό τη βραδιά του Πολυτεχνείου. Μπιθικώτσης, Κόκοτας κι άλλοι, εγώ ήμουν το τελευταίο όνομα. Μας παίρνουν τηλέφωνο: «Μάγκες, ή το κλείνετε ή σας το καίμε. Δεν μπορεί ο κόσμος να σκοτώνεται κι εσείς να γλεντοκοπάτε». Ε, κι εμείς το κλείσαμε, όχι θα καθόμασταν να σκάσουμε.

Παρ’ όλα αυτά, είπες τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου, ενός συνθέτη ταυτισμένου με την Αριστερά. Πώς προέκυψε αυτό;

Ο παραγωγός μου το έκανε, ο Γιώργος Μακράκης. Μέσα στη χούντα, το ’72. Τον ήξερα τον Μαρκόπουλο ως συνθέτη και μου άρεσε. Και ξέρεις τι άλλο έγινε, ρε γαμώτο; Ήθελε να πω τους «Μετανάστες» του σε στίχους του Σκούρτη. Με φώναξε σπίτι του κι έκανα πρόβα. Το τραγούδι «Η φάμπρικα» το έπαιζε ως μπαλάντα στο πιάνο. Τον πιάνω και του λέω: «Ρε Γιάννη, με συγχωρείς, αλλά αυτό είναι πολύ ωραίο ζεϊμπέκικο». Κάθισα δίπλα του στο πιάνο κι έδινα τον ρυθμό με το πόδι μου. Από μένα ο Μαρκόπουλος πήρε την ιδέα κι έδωσε τη μορφή λαϊκού τραγουδιού σε ένα από τα ομορφότερα κομμάτια του. Δεν τα είπα, τελικά, εγώ τα τραγούδια, αφού ήμουν στη Phillips κι εκείνος στην Columbia. Και μια μέρα τα άκουσα από τον Χαλκιά και τη Μοσχολιού. Εκεί που ήμουν τυχερός, ήμουν και άτυχος στο τραγούδι...

Είπες, όμως, τα τραγούδια «Του άντρα του πολλά βαρύ» και «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν».

Σε δεύτερη εκτέλεση, μετά τον Θέμη Ανδρεάδη. Καλός καλλιτέχνης και καλό παιδί είν’ αυτός! Απλώς εγώ τα έκανα επιτυχίες. Ας πούμε, «Του άντρα του πολλά βαρύ» εκείνος το ’χε πει σατιρικά, εγώ το ’πα αντρικά, στιβαρά. Όχι ότι εκείνος το ’πε πούστικα, να ξέρουμε και τι λέμε, απλώς αυτό ήταν το στυλ του, το σατιρικό. Είχαν βγει τα κομμάτια και δυόμισι μήνες μετά με έβαλε στο στούντιο ο Μακράκης να τα πω κι εγώ. Μάλιστα, έδωσαν και τον τίτλο μιας επιθεώρησης που τα τραγούδαγα εγώ στη σκηνή.

Έχει ενδιαφέρον να μου πεις λίγα πράγματα τώρα για το παράλληλο ξεκίνημά σου με τον Γιώργο Νταλάρα.

Τραγουδούσαμε στην Πλάκα μαζί με την Καίτη Γκρέυ, άγνωστοι και οι δύο, πριν από το ’70. Εγώ φεύγω και πάω στο Χρυσό Βαρέλι με τον Καραμπεσίνη, που μου δίνει τα πρώτα κομμάτια μου, κι εκείνος πάει με τον Μητσάκη, που του έδωσε την «Εποχή του Πάγκαλου». Εγώ ανήκα στη σχολή Καζαντζίδη και έχε υπ’ όψιν πως όταν ξεκίνησα στις παράγκες, τα τραγούδια του έλεγα. Όποιος ζήταγε Γαβαλά, Ζαγοραίο και άλλους, απαντούσα: «Παιδιά, εγώ μόνο Καζαντζίδη! Πηγαίντε εκεί, στα παιδιά, να σας πουν τα άλλα». Η Καίτη Γκρέυ, λοιπόν, φανατικιά του Καζαντζίδη, φωνάζει ένα βράδυ τον Μάτσα και του λέει: «Έλα ν’ ακούσεις μια νέα φωνή που έχουμε». Ήρθε ο Μάτσας, με άκουσε και είπε: «Καζαντζίδη έχουμε, δεν θέλουμε». Κι αντί να πάρει εμένα, παίρνει τον Νταλάρα! Κάποια στιγμή η ζωή τα ’φερε και συναντηθήκαμε κάπου με τον Μάτσα. «Κύριε Ντουνιά, πότε θα σας έχουμε κοντά μας, στην εταιρεία, κι εσάς;». Γυρνάω και του κάνω εγώ: «Τι να με κάνετε εμένα, κύριε Μάτσα; Καζαντζίδη έχετε, δεν θέλετε!».

Άρα, και οι μεγάλοι δισκογραφικοί παράγοντες στερούνται κριτηρίων, αυτό δεν θες να πεις;

Ε, κάνουν και λάθη. Όλοι μας κάνουμε λάθη. Ανθρώπινα τα λάθη.

Τουλάχιστον, συμπορεύθηκες με πολλά σπουδαία ονόματα.

Ναι, όπως ο Ζαμπέτας. Α, ψυχούλα! Καλλιτέχνης ήταν αυτός! Δούλεψα δύο σεζόν μαζί του. Μου ’δωσε το «Νύχτα ονειρομάνα». Ήταν τότε που σάρωνε ο Βοσκόπουλος με την «Αγωνία». Πέρναγαν όλοι κι έγλειφαν τον Ζαμπέτα για να του πάρουν τραγούδια. Εγώ, πάλι, ήθελα να μιμηθώ αυτό που έκανε ο Βοσκόπουλος στην πίστα, που κούναγε τα χέρια του ενόσω τραγουδούσε. Ένα βράδυ ήμουν στην πίστα και με φωνάζει από το πάλκο ο Ζαμπέτας: «Τραγούδα, ρε μαλάκα, και άσε τις μαλακίες. Εσύ ’σαι τραγουδιστής, δεν σου πάνε αυτά»! Με τη Δούκισσα, επίσης, συνεργάστηκα. Πιο πρόσφατα με τον Κορακάκη. Και με τη Ρίτα Σακελλαρίου! Ατόφια λαϊκιά γυναίκα! Με στενοχωρεί όταν θυμάμαι που κάναμε μαζί την τελευταία δουλειά της, περιοδεία πάλι στην Αυστραλία. Είχε καρκίνο ήδη και πιθανώς να μην το ’ξερε. Πηγαίναμε κάπου μετά το πρόγραμμα κι έλεγε: «Βγείτε εσείς, εγώ θα γυρίσω στο ξενοδοχείο»... Δεν είχε δυνάμεις να ακολουθήσει.

Αν σε ρωτούσα τώρα τι άξιζε απ’ όλη αυτήν τη διαδρομή που ακόμη συνεχίζεται, τι θα μου απαντούσες;

Τι άξιζε, ε; Καλή ερώτηση! Το ότι έκανα επάγγελμα το χόμπι μου. Πέρασα καλά. Το μόνο παράπονο που έχω είναι που δεν έκανα μεγάλες επιτυχίες.

Πού οφείλεται αυτό, λες, το ότι ποτέ δεν έγινες το Νο 1;

Έχεις ακούσει που λένε: «Λυπήσου τον έναν, λυπήσου τον άλλον, έκανα τον άντρα μου κερατά;». Δεν έλεγα όχι σε κανέναν, ρε παιδί μου, και μετά με ρωτάγαν «καλά, γιατί πήγες κι είπες αυτό το τραγούδι;», κατάλαβες; Έτσι, έμεινα πίσω και δεν έχω ρεπερτόριο.

Στην έλλειψη ενός καλού παραγωγού δεν θα έβλεπες και μια ακόμη αιτία;

Και αυτό παίζει ρόλο! Γιατί, όταν ήμουν με τον Μακράκη, μου έδωσε τρία τραγούδια και γίνανε επιτυχίες και τα τρία; Αλλά ο Μακράκης έφυγε ύστερα από μένα και πήγε στην Columbia κι αυτός. Κοίτα, εγώ ξεκίνησα απ’ το πάλκο και αργότερα μπήκα στη δισκογραφία. Όποιος μου έδινε τραγούδι, το έλεγα. Εν αρχή ην ο λόγος κι εγώ, ξέρεις, δεν ευτύχησα από άποψη στίχου, με αποτέλεσμα σήμερα να έχω μετανιώσει για τραγούδια που έχω πει. Ο Χατζιδάκις είπε κάποτε: «Δώστε μια μαλακία στίχο να σας τον κάνω σουξέ. Και του δώσαν το “Φέρτε μου ένα μαντολίνο”!».

Δεν νομίζω, οι στίχοι ήταν δικοί του στο κομμάτι αυτό.

Ναι; Δεν ξέρω... Ή το άλλο: «Πάει, έφυγε το τρένο, έφυγες κι εσύ σε γαλανό νησί». Πάει το τρενο σε νησί; Αυτός όμως το ’κανε σουξεδάρα!

Καλά, εδώ είναι και ο κάπως υπερρεαλιστικός στίχος του Γκάτσου, βέβαια.

Δεν ξέρω τι ήταν, ούτε δικά μου λόγια είν’ αυτά, σου λέω τι μου ’χουνε πει. Πώς εμένα μου αρέσει η ξένη μουσική και δεν καταλαβαίνω τα λόγια;

Ακούς ξένη μουσική;

Ακούω πολλή κάντρι.

Κάντρι, το λαϊκό της Αμερικής.

Το βλάχικο της Αμερικής είναι, όχι το λαϊκό.

Σωστά. Λαϊκό είναι το μπλουζ ίσως.

Βέβαια. Έχω χαθεί εγώ που με βλέπεις σε κάτι καταγώγια του Νιου Τζέρσεϊ, μέσα σε σκυλοκατάσταση μαύρων με ντουμάνια, τι να σου λέω τώρα... Δεν μιλάω και καλά αγγλικά. Μια φορά ήθελα να με βοηθήσουν και πάω και λέω στη σερβιτόρα: «May I help you?». Το τι γέλιο έπεσε!

Γιάννης Ντουνιάς - Μπόσκο/ Photo: Πάρις Ταβιτιάν (2015)
Θα ήθελα να μου πεις τώρα για τη μετατροπή του λαϊκού τραγουδιού που εσύ έζησες στην πιο αναλώσιμη μορφή σκυλάδικου.

Δεν φταίει το τραγούδι, ο κόσμος φταίει γι’ αυτό. Έχεις ακούσει καμιά φέτα τυρί να πουλιέται μόνη της; Κάποιος την πουλάει! Έτσι κι εγώ κάνω κάποια στιγμή ένα LP που είχε μέσα ένα κομμάτι σκέτη μαλακία, που ακόμη μου το ζητάνε και ντρέπομαι να το λέω: «Τον τελευταίο τον καιρό / κυκλοφορώ μ’ ένα μωρό / άμα το δεις θα πάθεις». Και υπήρχε μέσα στο ίδιο LP ένα άλλο τραγούδι του ίδιου στιχουργού που έλεγε: «Όταν λαβώσεις αετό να τον αποτελειώσεις / γιατί αλλιώς θα ’ρθει η στιγμή, όταν του κλείσει η πληγή / τα νύχια του να νιώσεις». Γαμώ τους στίχους, λέμε! Και το «Μωρό» μπήκε στο Τop 10, ενώ ο «Αετός» πήγε άπατος. Τα βλέπεις; Ποιος τα διαλέγει αυτά, εγώ; Ο κόσμος τα διαλέγει! Μπήκα κι εγώ στη λογική του σλόγκαν μετά. Άσε που έχω τραγουδήσει και Τάκη Μουσαφίρη – ωραίος συνθέτης είν’ αυτός, αλλά σλογκανιάρης. Σαν της Δούκισσας αυτό που ’χε γράψει «Ατάκα κι επί τόπου» κ.λπ. Ξέρεις ότι το ’72-73 έκανα ένα άλμπουμ ολόκληρο με τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Πυθαγόρα; Μεγάλοι δημιουργοί. Πήγε επίσης άπατο! Γιατί; Τίποτα, ρε φιλαράκο, δώδεκα τραγούδια είχε μέσα, ούτε ένα δεν «έγινε»! Τελικά, εδώ κολλάει το «Δεν φταις εσύ, η μαλακία μου τα φταίει» (γέλια).

Με τους νέους λαϊκο-έντεχνους καλλιτέχνες έχεις επαφές;

Ο Μάλαμας μου αρέσει. Ο Περίδης. Έχουν γράψει ωραία λαϊκά αυτοί. Ο Θαλασσινός δεν έγραψε ένα υπέροχο λαϊκό τραγούδι, τα «Σμυρναίικα τραγούδια»; Αριστούργημα! Δεν βρίσκεται ένας να μου πει «Έλα δω, ρε μεγάλε, πάρε ένα καλό τραγούδι». Το ίδιο και από την εποχή του Άκη Πάνου. Θυμάμαι, όταν βγήκα απ’ το στούντιο, τον ρωτάω: «Σας άρεσε το κομμάτι;». «Άκου να σου πω», μου λέει, «έχεις πονέσει ποτέ σου;». «Όχι» απάντησα. Και μου κάνει: «Αυτό δεν έβαλες, τον πόνο». «Και γιατί, ρε μεγάλε», είπα μέσα μου εγώ, «αφού μ’ ακούς και δεν σ’ αρέσει, δεν μου βγάζεις εσύ τον πόνο σαν σκηνοθέτης, να πούμε;».

Εννοούσε μάλλον πως ο πόνος πρέπει να βιώνεται όχι από τον τραγουδιστή αλλά από τον καλλιτέχνη γενικότερα.

Από μια άποψη είχε δίκιο. Δεν μπορούσα εγώ, όμως, ένας 20χρονος τότε, να «βασανίζομαι» από την παλιοζωή. Γιατί μετά που ωρίμασα δεν μου ’δωσε το «Άσ’ τον τρελό στην τρέλα του»; Γιατί εγώ μια ζωή ήμουν του «δεν γαμιέται», δεν πολυέδινα σημασία. Με τον Ζαμπέτα δεν δούλεψα; Πήγα ποτέ να του πω «Δώσ’ μου ένα τραγούδι, ρε Γιώργο»; Από μόνος του ό,τι μου έδωσε!

Μήπως δεν πήρες ποτέ στα σοβαρά τον εαυτό σου;

Όχι μέχρι αυτό το σημείο, όχι. Δεν υπήρξα ποτέ φιλόδοξος. Να, η γυναίκα μου, με ό,τι καταπιάνεται, σκίζει. Όταν πρωτογνωριστήκαμε, είχε γράψει έναν στίχο. Της λέω: «Ωραίο είναι, γράψε κι άλλο». Γράφει ένα τραγούδι, λοιπόν, στη μουσική του απάνω και γίνεται σουξέ. Το τραγούδησε η Ελένη Βιτάλη! Και παίρνει χρυσή πλακέτα! Κατάλαβες; Εγώ, με τόσα χρόνια στο τραγούδι, μια χρυσή πλακέτα δεν έχω πάρει!

Τρομερό. Θα το χάρηκες, όμως.

Πως δεν το ’χα χαρεί; Αλίμονο! Τη θαυμάζω τη γυναίκα μου, Βενετία Ξανθοπούλου-Ντουνιά το όνομά της. Της την έδωσε να γίνει αγιογράφος. Και γίνεται πρώτα ζωγράφος –να σου κάνει προσωπογραφίες να τρελαθείς– και μετά αγιογράφος, που μέχρι σήμερα διδάσκει κιόλας. Άσε τα σιγόντα που μου ’κανε στον «Ταρζάν» και στον «Άντρα τον πολλά βαρύ».

Αληθεύει ότι ήταν να τραγουδήσεις τα «Σκουριασμένα Χείλια» του Σταμάτη Κραουνάκη;

Βέβαια, ισχύει. Με φώναξε από τη Ρόδο πάλι ο Μακράκης, το ’80 πρέπει να ήταν, τότε που πρωτοβγήκε ο Κραουνάκης. Θα έλεγα τα δύο κομμάτια που τελικά είπαν ο Ζαμπέτας με τη Μοσχολιού. Τα πρόβαρα τα κομμάτια, τα έχω με τη φωνή μου. Ωραία κομμάτια! Τι να πρωτοθυμηθώ κι εγώ, καημένε μου; Περνάνε τα χρόνια και θέλω να κάνω ένα CD, να αφήσω κι εγώ κάτι, όπως είπα του γιου μου. Κι αυτός μου λέει: «Ε, πώς, κάτι έχεις δώσει κι εσύ»... Τραγούδια, όμως, να τα μαθαίνει ο κόσμος, να τα αγαπήσει.

Πάνω απ’ όλα η οικογένεια, Γιάννη Ντουνιά;

Είμαι του τρίπτυχου «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια» κι ας μην είμαι χουντικός. Δεξιός δηλώνω, από πατέρα κομμουνιστή. Του έλεγα, όταν ήρθε ο Καραμανλής, να τον ψηφίσουμε και μου απαντούσε: «Κοίτα εσύ τη δουλειά σου και άσε με τι θα ψηφίσω εγώ». Πού πήγε όλο αυτό το όραμα της Αριστεράς; Για τι ακριβώς κάποιοι άνθρωποι έδωσαν και τη ζωή τους; Έβλεπα και τον Αλεξανδράκη που ήταν φίλος, πόσο είχε ταλαιπωρηθεί με την ταινία «Συνοικία το Όνειρο» που είχε γυρίσει. Καλό παιδί, κομμούνας.

Συγγνώμη, αλλά πιο πολύ ακούγεσαι σαν πληγωμένος αριστερός, παρά δεξιός.

Ξέρεις τι ψήφισα; ΣΥΡΙΖΑ. Και όχι μόνο τον ψήφισα, αλλά τον ξαναψήφισα για να του δώσω ακόμα μία ευκαιρία. Τρίτη δεν έχει, όμως! Τι να ψήφιζα; Νέα Δημοκρατία όπως έγινε κι αυτή; Δεν έχω κομματικά κολλήματα, θέλω το δίκιο. Όταν έγινε η επιστράτευση το ’74, εγώ ήμουν στο εξωτερικό και πήγα από το προξενείο: «Δώστε μου ένα χαρτί που να λέει ότι θέλω να φύγω, αλλά εσείς δεν με αφήνετε. Μη νομίζουν ότι την έκανα ως λαμόγιο»! Εγώ ήθελα να θέσω εαυτόν στην υπηρεσία της πατρίδας!

Από τη συζήτησή μας αυτή φαίνεσαι πρωτίστως ένας ειλικρινής συνομιλητής. Σ’ ευχαριστώ πολύ.

Εγώ σ’ ευχαριστώ και να ’ρθεις ένα βράδυ από το μαγαζί να σε κεράσουμε!

* Η συνέντευξη με τον Γιάννη Ντουνιά πραγματοποιήθηκε στο λαϊκό μαγαζί «Αστροφεγγιά» ένα βράδυ του Νοεμβρίου του 2015 και δημοσιεύθηκε στο lifo.gr

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Χάρις Αλεξίου: «Χάρηκες που με γνώρισες; Τίποτε άλλο. Το ξαναλέω: Χάρηκες που με γνώρισες;»

 

«Εσύ μασάς τη Μοσχολιού και τρως την Αλεξίου» είχε γράψει ο Νίκος Γκάτσος, τοποθετώντας τις δύο τραγουδίστριες στο βάθρο των θεοτήτων του ελληνικού τραγουδιού. Δεν είχε άδικο ο ποιητής και σίγουρα το εννοούσε, ακόμη κι αν έκανε χιούμορ στην «Παναγία των Πατησίων» του. Η Χάρις Αλεξίου, άλλωστε, ακόμα ακούει να τη φωνάζουν «θεά», όχι μόνο στις μουσικές σκηνές αλλά και πρόσφατα στη σκηνή του θεάτρου, όπου αφηγείται μπροστά στο κοινό το «Χειρόγραφό» της. Ένα «Χειρόγραφο» που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Νανούρης, μία πρωτότυπη θεατρική πράξη, στην οποία ενώθηκαν τεχνηέντως ο Γούντι Άλεν με τη… Μάρθα Βούρτση, διά χειρός Αλεξίου πάντα! Η παράσταση αυτή δεν είναι απλώς μια αναμέτρηση της κορυφαίας τραγουδίστριας με τους προσωπικούς της δαίμονες. Είναι η καθ’ όλα σεβαστή απόπειρά της να πιάσει απ’ τα μαλλιά τον χρόνο που κυλάει και που δύναται, καλώς ή κακώς, να οδηγήσει ακόμη και μια «θεότητα» σε ανθρώπινα επίπεδα. Ευτυχώς που η Αλεξίου διαθέτει βαθιά αυτογνωσία, αποκαλύπτοντας σχεδόν πάντα τη μεγάλη της επιθυμία: τη συνύπαρξη και τελικά την ένωση με τους συνανθρώπους της. Διαβάστε, λοιπόν, το απόσταγμα της μεγάλης συζήτησης που κάναμε το 2016 στην οικία της, μα μη βιαστείτε να βάλετε τον δικό σας τίτλο στη συνέντευξη: «Μια drama queen εξομολογείται». Η Χάρις Αλεξίου μιλά περί έντεχνου και λαϊκού τραγουδιού, θυμάται τη μητέρα της και τους πρώτους αθώους έρωτες, θυμώνει με τη νεοελληνική λαμογιά εις βάρος των προσφύγων, αποτάσσεται το συναίσθημα της μοναξιάς, σαρκάζει την ίδια της τη μελαγχολία  και δεν διστάζει να εξηγήσει πως τόσο το τραγούδι όσο και το θέατρο έναν σκοπό έχουν στην παρούσα φάση της: το γέμισμα κάθε μέρας που ξημερώνει με ενδιαφέρον και δραστηριότητα, τελικά με την ίδια τη ζωή.

Κυρία Αλεξίου, θα ξεκινήσω από μια άγνωστη πτυχή σας, που μου εξομολογήθηκε ο κοινός μας φίλος, ο συχωρεμένος ποιητής Αντρέας Παγουλάτος. Αναφέρομαι στους τζαζ φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς που είχατε ηχογραφήσει κάποτε με τον Stephan Micus.

Έχω κάνει τόσα που δεν γνωρίζει ο κόσμος και που δεν μπορώ να τα θυμάμαι όλα… Ο Αντρέας, τι μου θυμίσατε τώρα! Μια φορά, λοιπόν, είχα συναντηθεί με τον Stephan Micus στη χώρα μας και του είχα χαρίσει ένα πολύ παλιό αλβανικό όργανο. Λεγόταν τσεφτελί και μου το είχαν προσφέρει ως δώρο σε μια περιοδεία μου στην Αλβανία. Ήταν ένα πανάκριβο παλιό όργανο με δύο χορδές μόνο. Έχουν περάσει πολλά μουσικά όργανα ως δώρα από τα χέρια μου και επειδή δεν μπορώ να τα παίξω, τα λυπάμαι. Ήρθε ο Micus στο τότε σπίτι μου, στο Κουκάκι, αρχίσαμε να παίζουμε και ο άνθρωπος συναξάριζε. Το ίδιο έκανα κι εγώ, κι έτσι βρεθήκαμε να αυτοσχεδιάζουμε. Μου αρέσει γενικά να απεγκλωβίζομαι από τη φόρμα της μουσικής και του τραγουδιού και να κάνω τέτοια «ταξίδια». Μου αρέσει ακόμη να ψάχνω άγνωστες μουσικές και ακόμη κι αν δεν είναι από τραγούδια, εγώ να αυτοσχεδιάζω.

Με ποιον τρόπο την «ψάχνετε» με τις μουσικές; Μόνη σας, από συστάσεις τρίτων;

Και από συστάσεις τρίτων, αλλά και από το YouTube κυρίως. Δηλαδή, μπορεί τώρα να «πατήσω» σε μουσικές του Αζερμπαϊτζάν ή του Θιβέτ και να με βγάλει αλλού. Μου αρέσει να το κάνω, αλλά χωρίς να με ενδιαφέρει το mainstream τραγούδι. Πλέον μπορώ να πω ότι δεν ξέρω τίποτα από τη σύγχρονη παραγωγή. Πάλι τυχαία μπορεί να πέσω κάπου από το ραδιόφωνο, λ.χ., αλλά θα αναζητήσω αμέσως αυτό που άκουσα και μου «μίλησε».

Βλέπω στο γραφείο σας ένα laptop. Στην παράσταση, πάλι, βγαίνετε με ένα iPad στα χέρια. Είστε ευθυγραμμισμένη με την εποχή…

Έχω τρεις συσκευές: iPad, laptop και desk. Τα κείμενα που ακούγονται στην παράσταση τα είχα γράψει και στο χέρι και στον υπολογιστή μου.

Αποτελούσαν εμπνεύσεις της στιγμής ή ημερολογιακές καταγραφές;

Ημερολόγιο δεν μπόρεσα ποτέ να κρατήσω. Μερικές φορές το δοκίμασα σε περιοδείες μου, έλεγα «σήμερα έγινε αυτό…», αλλά δεν είμαι τόσο οργανωμένος άνθρωπος ή συνεπής προς αυτό. Έλεγα «ωραία θα ήταν να κρατούσες ημερολόγιο», αλλά σίγουρα θα το άφηνα μετά από λίγο.

Από την άλλη, τα δικά σας τραγούδια αποτελούν συνήθως βιωματικά στιχουργικά concepts.

Μπορεί να υπάρχουν πολλές αφορμές γι’ αυτά, ακόμη και η στιγμή ενός κενού. Παλιά είχα γράψει ένα τραγούδι για τη μητέρα μου, κοιτάζοντας ένα ακουμπισμένο καδράκι της. Ήθελα πάλι να της μιλήσω. Τα ερεθίσματα δεν ήταν ποτέ ίδια, έχω γράψει τραγούδι μέσα σε πούλμαν, σε αεροπλάνο ή στις 3 το πρωί, ακούγοντας ένα τραγούδι που εκείνη την ώρα με τσάκισε και μου άνοιξε μια πόρτα για να πω κι εγώ το δικό μου. Δεν είμαι επαγγελματίας συγγραφέας που δουλεύει συστηματικά, γι’ αυτό και υπάρχουν μεγάλα κενά μέχρι να το ξανακάνω. Διαβάζω πολύ, όμως.

Λογοτεχνία, ποίηση, ένα ενδιαφέρον αστυνομικό δελτίο;

Απ’ όλα. Παίρνω μεγάλη ευχαρίστηση.

Ως κατάκτηση γνώσης ή ως κάτι που σας ευφραίνει ψυχικά;

Αυτό, το δεύτερο! Είναι ευχαρίστηση όταν διαβάζω, όπως και όταν γράφω. Όταν μεταφράζω ένα κείμενο, επίσης, σαν να λύνω έναν ποιητικό γρίφο, που για κάποιον άλλο θα ήταν σαν να έλυνε ένα σταυρόλεξο. Ευχαρίστηση, δεν μπορώ να σας το πω αλλιώς.

Στο «Χειρόγραφο» υπάρχει μια στιγμή που καλείτε τη «μαμά» κι ένα φως πέφτει από τον φεγγίτη. Νιώθω πως καταβάλλετε προσπάθεια για να μην κλαίτε κάθε φορά στη σκηνή. Σωστά;

Όχι. Την ώρα που δημιουργείς κάτι και νιώθεις συγκίνηση είναι διαφορετικό συναίσθημα από το μετά. Όπως ο ζωγράφος τελειώνει έναν πίνακα και κοιτάζει το έργο του ή όπως εγώ έχω γράψει ένα τραγούδι και το ξανακούω μετά.

Ναι, αλλά ο ζωγράφος φτιάχνει έναν πίνακα και «καθαρίζει», εσείς κάθε βράδυ δημιουργείτε.

Δεν σχεδιάζω κάθε μέρα, ερμηνεύω αυτό το πράγμα που έχω κάνει. Εγώ μαθαίνω μια καινούργια τεχνική τώρα, το να αρθρώνω κάτι που έχω γράψει. Δεν λέω ότι δεν «σπάω» κάποια στιγμή ή δεν ενώνομαι μαζί του, αλλά το απολαμβάνω αλλιώς πια.

Έχετε γίνει πιο σοφή, θα λέγατε, μέσω της θεατρικής πράξης;

Δεν μου αρέσει να περάσει η παράσταση και κάπου να μην έχει πονέσει το στομάχι μου. Αυτό συμβαίνει, αλλά κάθε φορά σε άλλα σημεία. Εξαρτάται από το τι ερεθίσματα έχω ακόμη και μέσα στην ίδια μέρα. Να μου υπενθυμίσει, δηλαδή, το κείμενο ακόμη κι εκείνη τη μικρή τρύπα η οποία με είχε οδηγήσει στο να γράψω κάτι. Την ίδια στιγμή μπορεί μια φράση που είχα γράψει πολύ παλιά να με κάνει να την κρίνω. Να με κάνει αποστασιοποιημένη, να τη λέω και να σκέφτομαι «αφού έχεις καθαρίσει μ’ αυτό τώρα». Να πω, ωστόσο, ότι πρόκειται για ένα ενιαίο έργο, όχι για αποσπασματικές φράσεις μου, μη βρεθεί κάποιος και πει «εντάξει, πάλι για τη μαμά σου θα μας πεις; Δεν έχεις τελειώσει μ’ αυτό;». Ναι, έχω τελειώσει.

Από την άλλη, καθαρίζει κανείς ποτέ με τους γονείς του;

Κανείς δεν καθαρίζει και δεν θα καθαρίσει, γιατί είναι μια σχέση αλύτρωτη αυτή. Ο κόσμος ολόκληρος ενός παιδιού γεννιέται μέσα από τον κόσμο των γονιών του και το ακολουθεί πάντα. Τους κουβαλάμε αυτούς τους ανθρώπους. Δεν ξέρω, επειδή είμαι και άνθρωπος που έχει ψαχτεί μ’ αυτά τα πράγματα, δύσκολο να βγάλεις άκρη. Ίσως απλώς υπάρχουν κάποια εργαλεία για να διαχειρίζεσαι αυτά που σε βασανίζουν.

Στο έργο, πάντως, ο τρόπος που βάζετε κάτω τους ψυχιάτρους και τους κάνετε με τα κρεμμυδάκια μού θύμισε τον Γούντι Άλεν.

Όλα ξεκινούν από την ανάγκη να μιλήσεις σε κάποιον με τον οποίο δεν έχεις σχέση. Εκεί είναι και η δυσκολία, γιατί κάποια στιγμή λες «τι κάνω τώρα εγώ εδώ πέρα; Ποιος είναι αυτός που κάθομαι και του λέω τα προσωπικά μου;». Το περνάς το στάδιο αυτό, δεν είναι τίποτα, όπως περνάς και το στάδιο της ταύτισης μαζί του. Είναι σχεδόν ερωτική σχέση, αφού όταν βγάζεις τα «άντερά» σου σ’ έναν άνθρωπο, ή θα ενωθείς μαζί του ή θα θυμώσεις μαζί του. «Γιατί είναι αυτός που με ακούει τώρα και όχι ο άλλος που θα ήθελα να με ακούει;» Μια διαδικασία που την περνάει κάθε ψυχαναλυόμενος.

Άρα μιλάμε για ψυχανάλυση και όχι για συνεδρία με έναν κλασικό ψυχίατρο.

Δεν ξέρω ποια είναι η διαφορά, δηλαδή δεν έχω ξαπλώσει ποτέ στο ντιβάνι κανενός, αλλά εγώ αυτό το πράγμα το κάνω και με τους φίλους μου.

Και είναι το ίδιο;

Όχι, δεν είναι. Σίγουρα όμως κάποια άτομα που έχουν αγγίξει τη νεύρωση περισσότερο από κάποια άλλα, εν ολίγοις άτομα πιο εσωστρεφή, όπως ήμουν εγώ, πιο ντροπαλά, πιο διστακτικά στο να μιλάνε για τον εαυτό τους, έχουν περάσει από αυτή τη φάση.

Λέτε «όπως ήμουν», σε παρελθόντα χρόνο…

Ήμουν ένα παιδί που όταν θα του έλεγε μια σκληρή κουβέντα η μάνα του, δεν θα αντιδρούσε, αλλά θα χαμήλωνε τα μάτια και θα έκλαιγε. Έχω μια εικόνα που τη λέω και στους φίλους μου: Όταν ήμουν 12 ετών είχα ερωτευτεί ένα αγόρι. Από μακριά, περνούσε από τη γειτονιά κι εγώ έλεγα «αυτός είναι, ο δικός μου». Ούτε είχαμε μιλήσει ποτέ, ούτε ήξερε τίποτα, απλώς εγώ σαν κοριτσάκι έλεγα τα δικά μου. Του είχα γράψει ένα ερωτικό γράμμα. Το δίπλωσα. Πήρα ύστερα το σήμα της μάρκας που βρήκα σε ένα κουτί λουκούμια, ένα συννεφάκι χρυσό που έλεγε «Έρως», και το κόλλησα πάνω στο γράμμα. Το βρήκε η μάνα μου και μου ’δωσε ένα χαστούκι! Αυτή είναι η διαφορά του τότε με το σήμερα, της σύγχρονης εποχής, της σημερινής Ελλάδας ή του κόσμου… Θα μπορούσε να με έχει πάρει αγκαλιά και να μου έχει πει «μίλησέ μου, πες μου ποιον αγαπάς». Κάτι τόσο αθώο και τόσο υγιές εμένα, με την πράξη της αυτή, με γέμισε ενοχή και φόβο. Έσκυψα το κεφάλι και έκλαιγα βουβά. Αυτό αργότερα το βάζεις στις αποσκευές σου και ένα φορτίο θυμού σε πλακώνει. Όπως το βλέπω εγώ τώρα πια, δεν θα το έκανα ποτέ στο παιδί μου, χωρίς να ξέρω τι θα έκανα τότε, αν ήμουν στη θέση της μητέρας μου.

Είχατε ανταγωνιστική σχέση με τη μητέρα σας;

Ήταν κι αυτή πιτσιρίκα και μεγαλώναμε μαζί. Κι αυτή έπρεπε να διαχειριστεί τη ζωή της, να μεγαλώσει τα παιδιά της, κάτι που μπορεί επίσης να τη γέμιζε με ενοχές και φόβους. Πρέπει να περάσει χρόνος για να το δεις αυτό το πράγμα, να πεις «κοίτα τι έγινε». Αυτά τα μικρά παραδείγματα, όμως, μπορούν να καθορίσουν τη μετέπειτα πορεία σου στη σχέση με τον εαυτό σου ή με τους άντρες. Και είναι πολύ ωραίο, όταν περάσει ο χρόνος που λέμε, να αντιμετωπίσεις τα θέματά σου.

Κλαίτε ακόμη, έστω βουβά; Είναι μια λυτρωτική συνθήκη;

Ευτυχώς, είμαι άνθρωπος που μπορεί να κλάψει.

Αποφεύγουν να κλαίνε οι άνθρωποι;

Δεν ξέρω πολλούς ανθρώπους που δεν κλαίνε. Να σας πω, πήγα πρόσφατα και είδα τη Δήμητρα Γαλάνη με την Ελένη Τσαλιγοπούλου και τη Γιώτα Νέγκα. Εξαιρετικές και οι τρεις! Έβλεπα την Ελενίτσα την Τσαλιγοπούλου να έχει μια μελαγχολία στο βλέμμα της, τη στιγμή, δε, που βρισκόταν σε μια διονυσιακή εξωστρεφή φάση στο πρόγραμμα, και χωρίς να ξέρω γιατί, άρχισαν να τρέχουν τα μάτια μου. Κατάλαβα ότι σ’ αυτές τις τρεις γυναίκες, που είναι διαφορετικής ηλικίας, έβλεπα κάτι από τον εαυτό μου, την εσωστρέφεια και την εσωτερικότητα σε στιγμές έντασης και κεφιού. Είναι συναίσθημα που φυσικά το έχω νιώσει και σε πολλά live δικά μου.

Αυτό όλο έχει να κάνει, νομίζω, με τη δική σας σχέση με τη μουσική και το τραγούδι, όχι με όσα λέγαμε πριν.

Ναι, δεν έχει να κάνει μ’ αυτά. Έτσι είναι.

Το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη, κ. Αλεξίου;

Κοιτάξτε, για μένα ο άνδρας είναι ένας μύθος. Το βλέμμα του, ένα άγγιγμά του, η μυρωδιά της φανέλας του, η κολόνια του, το πουλόβερ του, ο τρόπος που κινεί το χέρι του… Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήμουν αν έβλεπα τον άνδρα σαν μια κανονική συνθήκη ή ίσο προς ίσο. Ήθελα να τον θαυμάζω, να με συγκινεί.

Να είστε υποτακτική απέναντί του;

Έχω υπάρξει υποτακτική.

Συνειδητά;

Όχι, δεν γίνεται συνειδητά αυτό. Υπήρξα υποτακτική χωρίς να μου αρέσει. Δεν θα μπορούσα να είμαι ποτέ μ’ έναν άνδρα κατώτερο του μυαλού μου τουλάχιστον.

Κατανοητό. Ο Αχιλλέας Θεοφίλου ήταν μέντοράς σας πάνω απ’ όλα.

Ο Αχιλλέας Θεοφίλου ήταν, πράγματι, μέντοράς μου! Ο Αχιλλέας με έκανε να αγαπήσω το διάβασμα. Μέχρι τότε είχα την έφεση, αλλά ήμουν κι ένα παιδί απαίδευτο απ’ το σπίτι μου. Ο άνθρωπος αυτός είχε τη γαλλική κουλτούρα, ακούγαμε μαζί μουσική, με μύησε στον Μπρασένς και στον Μπρελ, διαβάζαμε ποίηση. Πολύ μεγάλος έρωτας! Του οφείλω πολλά!

Τι είναι πιο δυνατό στο ερωτικό συναίσθημα, η ένωση ή η απώλεια;

Πιο δυνατό είναι όταν ξυπνάς και κοιμάσαι με τη σκέψη ενός ανθρώπου. Είναι σαν να κάνεις χρόνια παρέα με κάποιον και ξαφνικά λες «είμαι ερωτευμένη μαζί του». Συμβαίνει! Εντάξει, κάτι το προκαλεί αυτό, δεν ερωτεύεσαι κάποιον στο λεωφορείο. Ο Αχιλλέας ήταν και λίγο πλάνος, ήξερε να το πλασάρει όλο αυτό. (γέλια)

Μπορεί να έχετε τραγουδήσει κυριολεκτικά την άμμο της θάλασσας, η πρώτη σας ηχογράφηση όμως ήταν ενός λαϊκού τραγουδιού του Βασιλειάδη και του Πυθαγόρα, το «Όταν μια γυναίκα πίνει».

Η ηχογράφηση αυτή προοριζόταν για τη Νανά Χάρμα, κόρη του Ντούο Χάρμα και καλή λαϊκή τραγουδίστρια. Εγώ μόλις είχα περάσει από οντισιόν στην τότε Οντεόν, το κορίτσι αυτό έλειπε στην Αμερική, αλλά το τραγούδι έπρεπε να γραφτεί ως flip side ενός δίσκου 45 στροφών. Έτσι είπαν «ας βάλουμε την καινούργια». Έγινε, σημείωσε επιτυχία και μετά απ’ αυτό το τραγούδι ακολούθησε η «Μικρά Ασία» του Καλδάρα. Από κει και πέρα, η μπάλα κυλούσε από τον ένα στον άλλο: Σπανός, Μαρκόπουλος, Κουγιουμτζής, Θεοδωράκης, Λοΐζος, Νικολόπουλος, Βαρδής.

Είπατε τόσα σπουδαία ονόματα και σκέφτομαι τον δίσκο που κάνατε πέρυσι με νέα παιδιά ως συνθέτες. Πώς είναι να αναζητάς καλά ελληνικά τραγούδια εν έτει 2016;

Εδώ και πάρα πολύ καιρό έχω πάψει να τα αναζητάω. Ο δίσκος αυτός έγινε με την επιμέλεια του Νίκου Μωραΐτη. Αυτός ήρθε και με βρήκε, λέγοντάς μου «θέλω να ξανακάνετε δίσκο και να έχω την τιμή να γράψω εγώ τους στίχους». Αφέθηκα σ’ αυτά τα παιδιά, τον Ρους, τον Δρογώση, την Μπάμπαλη και τον Γιώργο Κυβέλο, που ανέλαβε την παραγωγή. Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως υπάρχουν στιγμές που αισθάνεσαι ότι έχεις ξεπεράσει αυτό που κάνεις και που δεν σε ερεθίζει πια. Ακούγεται λίγο περίεργο, αλλά δεν με ικανοποιεί ιδιαίτερα να ερμηνεύσω ένα καινούργιο τραγούδι. Μπορεί ν’ ακούσω έναν άλλο τραγουδιστή ή να ανακαλύψω ένα νέο μουσικό ρεύμα, αλλά δεν με νοιάζει το ρεύμα αυτό να έχει περάσει μέσα από μένα. Μου αρκεί και μόνο που υπάρχει.

Προς τιμήν σας που το λέτε αυτό.

Εγώ έδωσα ως ερμηνεύτρια με τη γενιά των συνθετών μου. Έδωσα και το πήρα πίσω. Θα ήταν και λίγο άδικο να περιμένει από μένα κανείς το καινούργιο. Δεν είμαι αθώα πια, ούτε έχω το θράσος της νιότης να μπω μέσα σε όλο αυτό, το οποίο μου αρέσει να το γνωρίζω, μαζί με τον άνθρωπο τον νέο, που το γράφει, το παίζει και το τραγουδάει. Παλιές καραβάνες είμαστε, τα έχουμε ζήσει όλα και έχουμε την εμπειρία και τα δικά μας πρότυπα. Καμιά φορά μού φέρνει ο γιος μου, που τα παράτησε κι αυτός με τη μουσική, ν’ ακούσω κάποιο καινούργιο τραγούδι και του λέω «μη με παρεξηγείς, αλλά είναι άλλα τα φίλτρα τα δικά μου και αλλιώς θα ακούσω έναν νέο τραγουδιστή». Καταλάβατε; Αν εγώ έχω, ας πούμε, πρότυπο τον τάδε, δεν μπορώ ν’ ακούσω ένα νέο κορίτσι επειδή κάνει τρία βογγητά στη φωνή της και αυτό θεωρείται ερμηνεία! Για μένα, είναι άλλη η ερμηνεία. Οπότε, είναι σαν να λέω «μη ζητάς τη δική μου γνώμη, άσε με εκεί που είμαι».

Η Χάρις Αλεξίου στην αγκαλιά του Αχιλλέα Θεοφίλου
Πώς, λοιπόν, θα έπρεπε να είναι μια νεότερη ερμηνεία για να συγκινήσει την Αλεξίου;

Κατ’ αρχάς να πω ότι υπάρχουν καλοί νέοι τραγουδιστές, και κορίτσια και αγόρια. Εμένα με ενδιαφέρει ένας τραγουδιστής να κουβαλάει κάτι. Έναν κόσμο που μπορεί να τον έχει ζήσει ερήμην συνείδησης, αλλά να έχει να πει κάτι, διότι η φωνή μεταφέρει έναν κόσμο κάθε φορά. Στο λαϊκό μας τραγούδι, ευτυχώς, υπάρχει αυτό και πάντα θα υπάρχει.

Ίσως γιατί το λαϊκό τραγούδι ακούγεται μέσα στις οικογενειακές εστίες.

Ναι, ισχύει. Και πιστεύω ότι όπου μπήκε πολύ το μυαλό, όπως στο έντεχνο, έχουμε πολλές τρύπες. Παράγινε εγκεφαλικό το τραγούδι και μεταφορικός ο λόγος.

Να φαίνεται βαρύγδουπο το απλό, εννοείτε;

Δεν περνάει πια το βαρύγδουπο, και πριν από μία εικοσαετία και βάλε έγιναν και σπουδαία πράγματα. Αυτοί που είπαν ότι η Νικολακοπούλου είχε κάτι δυσνόητο στον λόγο της κατάλαβαν γρήγορα ότι η γυναίκα έκανε σχολή! Και μάλιστα χωρίς να έχει «πατήσει» σε κανέναν.

Ναι, αλλά μετά πήξαμε στα υδροκέφαλα της Νικολακοπούλου, μιλώντας πάντα για το έντεχνο.

Ανέκαθεν συνέβαινε αυτό. Εσείς είστε πολύ νέος, δεν ζήσατε την εποχή του πολιτικού τραγουδιού μετά τον Μίκη Θεοδωράκη, όπου πολλά παιδιά προσπάθησαν να γίνουν Θεοδωράκηδες. Κάθε σχολή θα βγάλει τους μαθητές της και δεν μπορούν να είναι όλοι άριστοι, δεν γίνεται.

Στον αντίποδα αυτού που είπατε πριν για το λαϊκό τραγούδι, θεωρώ ότι πολλά από τα νέα παιδιά που υπηρετούν την ποπ-ροκ μουσική σήμερα είναι σχεδόν αδύνατο να έχουν την ίδια απήχηση.

Πιστεύω ότι έχουμε περάσει στη φάση της σωματικής μουσικής. Κι εμείς χορεύαμε παλιά, κι εγώ χόρευα, αφού το τραγούδι μας είχε, εκτός από έντονη μελωδία, και έντονο ρυθμό. Εγώ είμαι και λάτρης της R&B μουσικής, γιατί έχω πάθος με τον ρυθμό. Σήμερα, όμως, τα τραγούδια δεν γίνονται ξεκινώντας από τη μελωδία και τον ρυθμό, αλλά, σύμφωνα μ’ αυτό που λένε οι κατασκευαστές τους, από την παραγωγή. «Πάμε να κάνουμε μια παραγωγή» λένε! Στήνει ένας ταλαντούχος κομπιουτεράς έναν ρυθμό, βρίσκει δυο-τρεις ήχους ενδιαφέροντες και πάνω σ’ αυτό το μπιτ μετά ασχολούνται με τον ρυθμό και τη μελωδία του. Μπορεί να γεννηθεί ένα καταπληκτικό τραγούδι, μπορεί όμως και να γεννηθεί ένα χαζό τραγουδάκι. Δεν έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα, αλλά μην ξεχνάτε πως ζούμε σε μια εποχή που το τραγούδι πάει όλο και προς τα κάτω.

Στο έντεχνο δεν προσπάθησαν πολλοί να αναβιώσουν ανεπιτυχώς ένα χατζιδακικό κλίμα;

Ήταν πολύ βαρετά όλα αυτά. Κι εκεί που είχαμε βαρεθεί, σκάει ένας Σωκράτης Μάλαμας! Αυτόφωτος καλλιτέχνης, αυτός «έφυγε»! Πολλοί άλλοι, όχι όλοι φυσικά, προσπάθησαν ανεπιτυχώς να γίνουν Χατζιδάκιδες, σαν εντύπωση περισσότερο.


Η Χάρις Αλεξίου με τον Μάνο Χατζιδάκι το 1987 όταν έγραφαν το δίσκο «Η Χάρις Αλεξίου σε απρόβλεπτα τραγούδια» με την επιμέλεια του Χατζιδάκι
Εσείς, πάλι, νωρίς-νωρίς είχατε πει σε δίσκο 45 στροφών δύο τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι.

Σε δεύτερη εκτέλεση, μετά τη Δήμητρα Γαλάνη, είχα πει το «Ήλιε μου - ήλιε μου, βασιλιά μου» («Χασάπικο 40») και το «Αγάπη μέσα στην καρδιά». Ήταν κόλπο των εταιρειών αυτό: Μάζευαν τις επιτυχίες της χρονιάς, τις έδιναν σε νέους τραγουδιστές που δεν είχαν ακόμη δισκογραφία και μετά κυκλοφορούσαν τους λεγόμενους τουριστικούς δίσκους.

Με τον Χατζιδάκι κάνατε κι έναν υπέροχο δίσκο, τα «Απρόβλεπτα Τραγούδια», αλλά είχατε και συγκρούσεις με τα σωματειακά. Δεν είπατε ποτέ τραγούδι του σε α΄ εκτέλεση.

Ο Χατζιδάκις είχε τους δικούς του τραγουδιστές, τα δικά του παιδιά. Είχε κάνει όμως κάτι άλλο: Εγώ ήδη είχα γίνει γνωστή τη δεκαετία του 1970, τότε που εκείνος δούλευε δισκογραφικά με τη Γαλάνη και τον Μητσιά. Ήξερα ότι με εκτιμούσε ως τραγουδίστρια. Με φώναξε, λοιπόν, κάποια στιγμή για να διαλέξω δέκα τραγούδια δικά του και δέκα του Μίκη, να μπω στο στούντιο να τα γράψω, για να τα παίζει από το Τρίτο Πρόγραμμα. Έτρεξα, το έκανα, αλλά δεν πρόλαβαν να γραφτούν όλα τα κομμάτια με ένα deadline, θυμάμαι, στα τέλη Μαρτίου. Το πάγωσε, λοιπόν, ο Χατζιδάκις και τα έπαιξε δύο μήνες μετά, στις 21 Μαΐου. Όταν ρώτησα «γιατί αυτή η ημερομηνία;», μου απάντησαν «για κάποιο πολύ υψηλό πρόσωπο». Τελικά, αυτό ήταν το δώρο του Χατζιδάκι στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Καραμανλής με θαύμαζε κι έτσι ο Χατζιδάκις, που είχε στενή σχέση μαζί του, ήθελε να του κάνει δώρο τα ωραιότερα δικά του τραγούδια και του Θεοδωράκη με τη φωνή μου. Κάπου πρέπει να τις έχω αυτές τις ηχογραφήσεις…

Φαντάζομαι τι αρχείο θα έχετε, έτσι;

Τώρα πια όχι. Βαρέθηκα. Από ένα σημείο και μετά, το είδα ουτοπικό όλο αυτό. Ξεκινήσαμε, δηλαδή, να κόβουμε τα αποκόμματα και να τα βάζουμε σε ντοσιέ απ’ τις μαμάδες μας. Μετά ήρθαν τα ηλεκτρονικά μέσα, όπου σκανάραμε τα αποκόμματα για να μη χαθούν κ.λπ. Τώρα με τα social media πατάς ένα κουμπί και βρίσκεις ό,τι θες. Τι νόημα έχει να φυλάω και να ξαναβλέπω μια συνέντευξη που είχα δώσει πριν από 30 χρόνια;

Για σας μπορεί να μην έχει, έχει όμως για μένα.

Το καταλαβαίνω. Κάποτε, τη δεκαετία του ’70 ή του ’80, είχε αξία να δώσεις μια συνέντευξη στα «Νέα», στον «Ταχυδρόμο» ή στη «Γυναίκα», στην Όλγα Μπακομάρου. Ήταν σημαντικό, ήθελες να το κρατήσεις αυτό. Μετά, η επικοινωνία έγινε αυτοδιαχειριζόμενη κατάσταση, δηλαδή μπορείς μόνος σου σήμερα να ανεβάσεις μια συνέντευξή σου (γέλια). Δεν προλαβαίνεις πια να κρατήσεις την είδηση, οι ταχύτητες είναι μεγάλες.

Η Χάρις Αλεξίου και ο Μάνος Χατζιδάκις στις παραστάσεις του «Σείριου» στο «ΖΟΟΜ» της Πλάκας (σαιζόν 1987 - 88)
Στο διαβόητο δημοψήφισμα ΝΑΙ - ΟΧΙ, εσείς υποστηρίξατε σθεναρά το ΟΧΙ από την ιστοσελίδα σας. Από την ώρα που το αποφασίσατε μέχρι τη στιγμή που «πατήσατε» τη δημοσίευση, είχατε επίγνωση της ευθύνης σας ως δημόσιου προσώπου;

Είναι πολλές φορές που θέλω να πάρω θέση στα πράγματα, αλλά δεν είμαι συνεπής, γιατί όλο αυτό θέλει και μια συνέχεια. Εκεί μπαίνει το μυαλό και λέει «έχεις δικαίωμα να επηρεάσεις την κρίση του άλλου επειδή είσαι δημόσιο πρόσωπο;». Δεν παύεις όμως να είσαι και πολίτης αυτής της χώρας. Μετά απ’ αυτό το ΟΧΙ, σκέφτηκα ότι έπρεπε να ξαναβγώ και να πω «τι έγινε τελικά το ΟΧΙ;».

Το κάνατε;

Δεν το ’κανα, δεν το ’κανα…

Το λέτε σαν να έχετε τύψεις.

Ξέρετε τι δεν μου αρέσει; Να φαίνεται ότι δημαγωγεί κάποιος. Βγαίνει κάποιος και κάνει ένα αρνητικό, ένα κακό σχόλιο, και τρέχουν όλοι από πίσω του. Χάνεται το μέτρο. Είναι σαν να περιμένουμε κάποιον να φτύσει και μετά τρέχουμε όλοι και φτύνουμε. Θέλω ο κάθε άνθρωπος να έχει τη δική του θέση και στάση απέναντι στα πράγματα και, όσο μπορεί κανείς, να τα ’χει καλά με τη συνείδησή του και τα «πιστεύω» του. Να το πω αλλιώς, κάνει κάποιος ένα λάθος, τον βαράνε όλοι. Λέει κάποιος ένα σωστό, τον θεοποιούνε!

Γνωστός από αρχαιοτάτων χρόνων, θα λέγαμε, ο κανιβαλισμός των social media.

Γι’ αυτό δεν διαβάζω ποτέ σχόλια. Για να μην εκνευρίζομαι και θυμώνω. Δεν μου αρέσει να είμαι μέρος ενός λαού που δεν σκέφτεται. Δεν ταιριάζει ούτε στην αισθητική μου ούτε στο ήθος μου. Θα σας πω κάτι άλλο τώρα: Εγώ ήμουν από αυτούς που ψήφισαν την υποψηφιότητα της Λέσβου για το Νόμπελ Ειρήνης. Και την ίδια στιγμή ενημερώθηκα γι’ αυτούς τους εμπόρους του νησιού που παίρνουν τα λεφτά των προσφύγων. Εκεί δηλαδή που λέμε να βοηθήσουμε τα νησιά μας να ξαναέχουν τουρισμό και οι γιαγιάδες ανοίγουν τα σπίτια και ταΐζουν τα μωρά των προσφύγων, έρχεται ο άλλος ο κάφρος και πάει να εκμεταλλευτεί όλη αυτή την προσπάθεια που γίνεται. Εκεί τι κάνεις; Τι λες; Ποιον θα βαρέσω τώρα, ας πούμε; Το κράτος που δεν μεριμνεί σωστά ή τον κυρ-γείτονα που δεν πάει να αρπάξει τον απατεώνα δίπλα του και να τον απομακρύνει; Μας έχουν φτάσει σε ένα σημείο να μην ξέρουμε από πού να το πιάσουμε το πράγμα… Πάω στη Σμύρνη που με καλεί ο Πατριάρχης και η ελληνική κοινότητα και βγαίνω στην προκυμαία, όπου βλέπω να πουλάνε τις βάρκες και τα σωσίβια για να διώξουν τον κόσμο απέναντι. Φτάνει, αν φτάσει, απέναντι ο πρόσφυγας και πέφτει πάνω σ’ έναν παλιάνθρωπο που πάει να τον εκμεταλλευτεί! Τι είναι τελικά αυτή η συνείδηση; Δεν μπορώ να περιμένω πάντα μόνο από αυτούς που διαχειρίζονται τη χώρα.

Πιστεύετε ότι εμπεριέχουμε τον ρατσισμό ως λαός;

Εγώ πιστεύω πολύ σ’ αυτή την παροιμία που λέει «φύγε, διάολε, απ’ την πόρτα μου και πήγαινε στου γείτονα». Είμαστε η χώρα που έχει τους περισσότερους νόμους απ’ οποιαδήποτε άλλη στον κόσμο, αλλά είμαστε και οι πρώτοι που δεν τους τηρούν τους νόμους αυτούς. Σίγουρα θέλουμε να μην είναι δικό μας το πρόβλημα και να μη μας ακουμπά, αλλά όταν ιστορικά συμβαίνει κάτι, δεν μπορείς να κάνεις ότι δεν υπάρχει.

Ο ελληνικός λαός είναι κι ένας μόνιμα εξαπατημένος λαός;

Δεν μας είπε κανείς τι θα μας συμβεί, τι θα πάθουμε άμα μπούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπήκαμε, χαρήκαμε, γίναμε Ευρωπαίοι, καμαρώσαμε γιατί βγαίναμε έξω χωρίς συνάλλαγμα. Κανείς δεν μας είπε ότι θα καταστραφούμε κιόλας άμα μπούμε. Αντίθετα, τα καταστροφολογικά σενάρια αρχίζουν με το που ακούς για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Μια κρίση ταυτότητας την περάσαμε και την περνάμε ακόμη, η αλήθεια είναι.

Ακριβώς αυτό! Από τη μια λέμε ότι είμαστε η χώρα που γέννησε τον πολιτισμό, τη δημοκρατία κ.λπ. και από την άλλη έχουμε κόμπλεξ κατωτερότητας απέναντι στη Δύση. Το έχουν όλοι οι Ανατολίτες αυτό. Και οι Τούρκοι μάς βλέπουν εμάς σαν Εγγλέζους, Έλληνες θέλουν να είναι. Ζηλεύουν τη δυτική αύρα μας, τρομάρα μας, ενώ οι φτωχοί άνθρωποι είναι παντού φτωχοί, όπως παντού είναι οι μίζεροι, οι απολίτιστοι και οι πολιτισμένοι. Πέραν αυτών, κάθε λαός έχει τα χαρακτηριστικά του.

Ζούμε μια σχιζοφρενική πραγματικότητα.

Μια πραγματικότητα που είναι έξω από την πραγματικότητα! Το μόνο που μας επιτρέπουν να ξέρουμε είναι αυτές οι ιστορίες εκ των υστέρων για το τι έγινε τότε, πώς η CIA έκανε αυτό, πώς πήγαν να καταστρέψουν μια χώρα για να της δανείσουν ή να της πάρουν τα προϊόντα. Κανείς δεν σου λέει πώς θα σωθείς ή πώς θα βγεις απ’ όλο αυτό. Δεν ξέρω και δεν μπορώ να ξέρω εγώ. Και πόσοι ξέρουν κι από αυτούς που διοικούν; Νομίζω ότι ζούμε κάτι σαν αυτό που ζήσανε οι γονείς μας και δεν το προλάβαμε. Μια Κατοχή.

Χωρίς νεκρούς σε κάρα στον δρόμο, αλλά με αυτόχειρες πια.

(σκέφτεται πολύ) Ναι, έτσι είναι… Πρέπει να σας πω ότι τώρα βλέπω περισσότερα δελτία ειδήσεων απ’ ό,τι παλιότερα. Εδώ και έναν χρόνο, με το νέο στάτους διακυβέρνησης της χώρας, μπήκαμε πολύ πιο βαθιά στην ενημέρωση. Μας βάλανε στο τριπ να βλέπουμε τι γίνεται στις Βρυξέλλες, τι έκανε ο Τσίπρας μέχρι το πρωί, τι κασκόλ φόρεσε ο Βαρουφάκης και αν πήγε ή δεν πήγε – μια υπερπληροφόρηση που δεν μας «πήγε» και πουθενά. Όχι ότι πάθαμε μεγαλύτερο κακό, αλλά όταν σε πληροφορούν και όλο σε πληροφορούν και ξανά σε πληροφορούν, χωρίς να βγαίνει μια άκρη, εκεί είναι που τρελαίνεσαι. Η μεγαλύτερη απογοήτευση είναι αυτή!

Ας πάμε πάλι, καλύτερα, στα καλλιτεχνικά. Ποια είναι η σχέση σας με το κοινό, κ. Αλεξίου;

Συγγενική.

Είναι αδηφάγο το κοινό;

Πολύ. Μπορεί εσύ να έχεις δώσει τον καλύτερο εαυτό σου, να κατεβαίνεις από τη σκηνή και να λες «τα ’δωσα όλα, δεν έχει μείνει άντερο μέσα μου» και να έρχεται ο άλλος να σου λέει «έχω παράπονο που δεν είπατε το τάδε τραγούδι».

Κι εκεί τι κάνεις;

Ε, τον χτυπάς φιλικά στην πλάτη… Τι άλλο να κάνεις; (χαμογελάει) Εντάξει, όμως, είναι τόσο πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι που μπορεί να έχουν ταυτίσει κομμάτι της ζωής τους με ένα τραγούδι από τα τόσα που έχω πει.

Στο «Χειρόγραφο» υπάρχει ένας συγκλονιστικός μονόλογος όπου αυτοαποκαλείστε «βασίλισσα» και «θεά». Έχετε φτάσει σε σημείο να το πιστεύετε στ’ αλήθεια;

Έχω νιώσει μεγάλη ευχαρίστηση από τη δουλειά μου, αλλά όχι βασίλισσα. Υπάρχει πάντα, όμως, μια φωνούλα μες στο κεφάλι σου που μετά από μια συναυλία μπορεί να σου πει «τι έγινε τώρα; Μήπως είσαι βασίλισσα, θεά;». Ειδικά το «θεά» μού το φωνάζουν συνέχεια: «Είσαι θεά, θεά…».

Καλά, είναι και της μοδός ο χαρακτηρισμός, όλες «θεές» έχουν γίνει.

Πώς το λέει ο Μουρατίδης; Θεά ο μουσακάς (γέλια). Γι’ αυτό κι εγώ αυτοσαρκάζομαι μέσα στο έργο και λέω «τώρα εσύ, που ’σαι θεά και βασίλισσα, δεν έχεις ανάγκη απ’ όλα αυτά».

Αυτοσαρκάζεστε και εκτός σκηνής; Δεν σας το είχα…

Τον κανιβαλισμό απέναντι στον εαυτό μου τον έχω ψωμοτύρι. Οι φίλοι που έρχονται στην παράσταση και που με ξέρουν μου λένε μετά «περιμέναμε κι άλλα». Η Δήμητρα η Γαλάνη μου είπε «πού είναι τα άλλα, να δείξεις στον κόσμο, που δεν σε ξέρει έτσι;».

Χάρις Αλεξίου - Δήμητρα Γαλάνη: Φωτογράφηση για τον κοινό δίσκο τους, «Τα τραγούδια της χθεσινής μέρας» (1981)
Σας αγαπάει πολύ η Γαλάνη, το ξέρετε, φαντάζομαι.

Της είχα διαβάσει κομμάτια από την παράσταση της Δήμητρας και γι’ αυτό μετά μου έλεγε «πού είναι εκείνο, πού πήγε το άλλο;». Γελάει πάρα πολύ μαζί μου, με λέει «κανίβαλο» και περνάμε πολύ ωραία. Χωρίς να θεωρώ απαραίτητο τον αυτοσαρκασμό, δεν τους μπορώ τους ανθρώπους που δεν αυτοσαρκάζονται. Την ίδια στιγμή που είμαι στα πολύ κάτω μου, μπορεί να «ανέβω» με το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό.

Το χιούμορ βοηθάει στην αποστασιοποίηση, τόσο από τα πράγματα όσο και από το άλγος της ζωής.

Ναι, όμως πρόβλημα δείχνει το να είσαι και όλη μέρα μέσα στα καλαμπούρια. Γνωστό τοις πάσι ότι οι μεγαλύτεροι Έλληνες κωμικοί υπήρξαν βαθύτατα μελαγχολικά άτομα. Εμένα μου έτυχε να γνωρίσω τον Μίμη Φωτόπουλο. Ποιητής! Και πολυπράγμων καλλιτέχνης! Καθόλου δεν ήταν αυτό που βλέπαμε στις ταινίες. Ένας κωμικός κάθε άλλο παρά φαιδρός άνθρωπος είναι.

Κάποιοι χαρακτηρίζουν υπερβολική, έως και στα όρια του ελαττώματος, τη μελαγχολία κυρίως στα δικά σας τραγούδια. Θα το έχετε ακούσει, έτσι δεν είναι;

Εγώ πιστεύω ότι αυτά που μας μελαγχολούν μας συνδέουν και περισσότερο. Έλεγα, όταν ήταν να βγουν τα τραγούδια μου, «τι ενδιαφέρει τώρα τους άλλους η δική μου μελαγχολία;». Το έχω πει κι εγώ αυτό, το «τι μας νοιάζουν τώρα τα προσωπικά σου;». Αυτά τα τραγούδια μου όμως αγαπήθηκαν πολύ, άρα συνειδητοποίησα πως μέσα από το προσωπικό γίνεται η ένωση με τον άλλο, με το συλλογικό. Το ίδιο γίνεται και με τη διαφορετικότητα. Με έναν διαφορετικό από σένα νιώθεις την ανάγκη να επικοινωνήσεις. Με έναν ίδιο μ’ εσένα, πάλι, δεν χρειάζεται να επικοινωνείς.

Ακούστε τώρα μια μικρή ιστορία: Είμαι μέσα σε ταξί. Από τον «Μελωδία» στο ραδιόφωνο ακούγεται το τραγούδι σας «Οι φίλοι μου χαράματα», αυτό που λέει «γιατί δεν τους αντέχω / ζευγαρωμένους κι εγώ να μην έχω…». Σε μια φάση ο ταξιτζής, απευθυνόμενος στο ραδιόφωνο, πετάει ένα οργισμένο «ρε, δεν πάτε στον διάολο;». Επειδή με ενδιέφερε κοινωνιολογικά, τον ρωτάω: «Με συγχωρείτε, ποιος να πάει στον διάολο, η Αλεξίου ή ο παραγωγός;». «Και οι δύο» μου απαντάει! Μετά άρχισε το παραλήρημα: «Φίλε, είμαι απ’ τις 6 το πρωί στο τιμόνι κι έχει πάει μεσημέρι με καύσωνα, έχω φάει όλη την κίνηση, μόλις χώρισα, κι αν έβρισκα τη γυναίκα μου στο σπίτι θα την πλάκωνα στα χαστούκια! Μα τραγούδια είν’ αυτά που μας βάζουν; Δεν τους κόβει;». Τι θα λέγατε εσείς στον ταξιτζή αυτόν;

(γέλια) Γιατί, όλοι δεν το ’χουμε πει αυτό; Κι εγώ η ίδια δεν έχω ανοίξει το ραδιόφωνο κι έχω πει «άσε μας κάτω, μας έπρηξες με τη μίρλα σου»; Ακόμη και στον εαυτό μου το ’χω πει αυτό, «άσε μας ήσυχους, κοπέλα μου, να πούμε». Ήταν απόλυτα φυσιολογική η αντίδραση του ανθρώπου, όταν έχει φάει όλη του τη μέρα στο τιμόνι και ακούει και κάποια να κλαίει. Του ήρθε και του παραγωγού –ποιος ξέρει τώρα…– να το παίξει μέρα μεσημέρι το τραγούδι. Υπάρχουν οι ζώνες. Το πρωί, π.χ., δεν βάζουν μελαγχολικά τραγούδια.

Το συγκεκριμένο τραγούδι για ποια ώρα είναι δηλαδή;

Για την κακιά ώρα (έχουμε σκάσει στα γέλια). 


Το ότι εσείς απευθυνθήκατε στον Γιώργο Νανούρη για το «Χειρόγραφο» είναι ήδη γνωστό. Ποιο ήταν το αρχικό concept που είχατε κατά νου;

Ήθελα να είναι μια ιστορία, κάτι γραμμένο, που να υπάρχει ενδιάμεσα στα τραγούδια. Ήθελα να το κάνει ένας νέος άνθρωπος αυτό, να μην είναι της δικής μου γενιάς. Το είπα στον Νανούρη χωρίς να ξέρω ακριβώς τι θέλω να κάνω. Ο Γιώργος έχει κάτι δικό μου από βαθειά, συναισθηματικό αλλά χωρίς " συναισθηματισμούς". Έχει μέτρο, αισθητική και το ζύγισμα της ροής και της καμπυλότητας της παράστασης.Επίσης δεν υποτάσεται σε ευκολίες και δουλεύει σαν δαίμονας. Κάτι άλλο επίσης που θαύμασα σ' αυτόν είναι πως δεν "ζαλίζεται" από τον πρωταγωνιστή, πολύ χρήσιμο αυτό για μένα. Μου πρότεινε να γράψω εγώ όλα τα κείμενα. Με συγκίνησε κι αυτό μου άρεσε, παρόλο που λίγο μετά με έπιασε και μου είπε «δεν ξέρω αν μπορώ να ανταποκριθώ σ’ αυτό που μου ζητάς, φοβάμαι μήπως δεν καταφέρω να ευχαριστηθείς το παραμύθι αυτό που θέλεις να ζήσεις.». Αυτό που τον ένοιαζε ήταν να καταφέρει να είμαι εγώ ευχαριστημένη. Έγραφα, έγραφα και μετά κάτσαμε μαζί και επιλέξαμε τα τελικά κείμενα.

Πώς ήταν η Χάρις Αλεξίου στις θεατρικές πρόβες πια;

Εδώ που καθόμαστε γίνονταν οι πρόβες. Το καλό ήταν που δεν κάναμε μεμονωμένα τα κομμάτια, αλλά το «πηγαίναμε» ολόκληρη ροή. Δουλέψαμε πάρα πολλές ώρες! Με βοήθησε πολύ ο Γιώργος στη θεατρική απόδοση των κειμένων και δεν με άφηνε να δουλέψω καθόλου μόνη μου. Δεν ήθελε να μάθω σε έναν τρόπο απόδοσης, που μετά θα έπρεπε να τον αλλάξω.

Σε αντίθεση με τη μελαγχολία, που μας απασχόλησε πριν, νομίζω πως αν είχατε γίνει ηθοποιός και όχι τραγουδίστρια, θα ήσασταν μεγάλη κωμίκα.

Ναι, κι εγώ νομίζω πως αν ποτέ γινόμουν ηθοποιός, κωμική θα ήθελα να ήμουν.

Μπόσκο - Χάρις Αλεξίου - Μαρία Αποστόλου στη βιβλιοπαρουσίαση της Έλενας Ακρίτα στον Ιανό (Ιούνιος 2019)
Αν σας προτείνει ένας σκηνοθέτης να κάνετε και κάτι άλλο εκτός από το «Χειρόγραφο», θα ενδώσετε;

Ψωνάρα δηλαδή…

Γιατί ψωνάρα;

Δεν ξέρω. Ειλικρινά. Δεν είστε ο πρώτος που μου το λέει. Αν ήταν κάτι που θα το ευχαριστιόμουν το ίδιο μ’ αυτό…

Πόσο σας απασχολεί το θέμα της βιολογικής φθοράς;

(κουνάει το κεφάλι με νόημα) Αααχ… με βλέπω σε μια παλιά έγχρωμη ταινία που τραγουδώ ένα τραγούδι του Βοσκόπουλου και λέω «κοριτσάκι μου, τι όμορφη που είσαι!». Όχι ότι δεν νοσταλγώ, αλλά με ενδιέφερε πάντα το παρόν, το τώρα. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου σε απόσυρση, ότι δεν θα μπορώ να κάνω πράγματα. Δεν μπορώ να σκέφτομαι τον χρόνο μου να μην έχει ενδιαφέρον. Αυτό δεν θέλω να χάσω: να γεμίζω τη μέρα μου όπως τη γεμίζω τώρα. Με ενδιαφέρον. Γουστάρω, δηλαδή, που δεν μου φτάνει ο χρόνος, δεν μου φτάνει η μέρα.

Επειδή είστε ορίτζιναλ καλλιτέχνις, γι’ αυτό νιώθετε έτσι. Και όταν επέρχεται η αδράνεια από το γήρας, πώς το αντιμετωπίζει ένας καλλιτέχνης του διαμετρήματός σας;

Δεν ξέρω… Κοίταξε, αν είσαι άνθρωπος της δουλειάς, το παλεύεις. Δουλεύω κι εγώ πάρα πολύ. Ακόμη και με τον οργανισμό για τα συγγενικά δικαιώματα των συναδέλφων μου, όπου είμαι στο διοικητικό συμβούλιο, το βλέπω σαν μια μεγάλη απασχόληση. Τι να πω… Θα ήθελα να είναι λίγο πιο μεγάλη η μέρα!

Πώς θα θέλατε να σας βρει ο θάνατος;

(σκέφτεται πολύ) Θα ήθελα να μην το ξέρω. Και επειδή έχω διαβάσει πολλά βιβλία μεταφυσικής, μου αρέσει πάρα πολύ να ξέρω το ότι ο θάνατος είναι απλώς μια μετάβαση. Θα ήθελα να γνωρίζω αν υπήρξα κι αλλού κάποτε. Ο θάνατος, ωστόσο, έχει μια πραγματικότητα, μια αλήθεια. Την αλήθεια του κόσμου που συνεχίζει κανονικά την πορεία του. Ο ήλιος ξαναβγαίνει και μετά τον θάνατό μας, το μόνο σίγουρο είναι αυτό.

Δεν είναι μηδενιστικό να λέμε ότι πεθαίνουμε και απλά παύουμε να υπάρχουμε;

Μα ο θάνατος αυτό είναι. Τέλος! Τι είναι; Η υστεροφημία σου ή το έργο σου που θα μείνει; ΟΚ… Σημασία έχει, όσο ζεις, να ευχαριστιέσαι από την ίδια την ύπαρξή σου. Και η ύπαρξή μας είναι ταυτισμένη με τις ανθρώπινες σχέσεις. Μ’ αυτό δεν παλεύουμε μια ζωή, με τις γαμημένες σχέσεις; Δεν μας αρέσει να μένουμε μόνοι μας. Μόνο με το μοίρασμα αξίζει η ζωή. Είμαι μόνη μου από επιλογή κι εγώ τώρα, δεν έχω σύντροφο, αλλά δεν νιώθω μοναξιά, γιατί είμαι άνθρωπος που ζει και μοιράζεται. Δεν είμαι απομονωμένος, μονόχνοτος άνθρωπος. Είναι πολύ εγωιστικό να θες να είσαι μόνος σου. Γιατί δηλαδή, τι έχουν οι άνθρωποι;

Κυρία Αλεξίου, είχα πάρει συνεντεύξεις απ’ όλους τους μεγάλους τραγουδιστές της γενιάς σας, εκτός από εσάς. Ήσασταν, έτσι, το απωθημένο μου. Ύστερα από δύο ώρες τόσο ζεστής κουβέντας, θα ήθελα να ξεχάσουμε το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθυνόμαστε και να μου απαντήσετε στο εξής: Τι πιστεύετε ότι αποκόμισα εγώ, ως δημοσιογράφος, από εσάς;

Μια ερώτηση μου ’ρχεται μόνο κι εμένα: Χάρηκες που με γνώρισες; Τίποτε άλλο. Το ξαναλέω: Χάρηκες που με γνώρισες;

Μπόσκο - Χάρις Αλεξίου στη δισκοπαρουσίαση των Θάνου Μικρούτσικου - Μαριάννας Πολυχρονίδη «Στην ομίχλη των καιρών» (2017) 
* Η συνέντευξη με τη Χαρούλα Αλεξίου πραγματοποιήθηκε στο σπίτι της στη Φιλοθέη τον Μάρτιο του 2016 και δημοσιεύθηκε στο lifo.gr