Ο τραγουδιστής
Γιάννης Ντουνιάς είχε την τύχη να ηχογραφήσει σε πρώτη εκτέλεση τραγούδια του
Καραμπεσίνη, του Ζαμπέτα, του Άκη Πάνου, του Καρανικόλα, του Νικολόπουλου και
άλλων λαϊκών συνθετών. Ωστόσο, δεν κατάφερε ποτέ να μπει στην Α’ Εθνική των
Ελλήνων λαϊκών τραγουδιστών. Ο ίδιος ξέρει καλύτερα από τον καθένα γιατί συνέβη
αυτό και δεν διστάζει να κάνει την αυτοκριτική του. Ένας άνθρωπος χωρίς κανένα
άγχος, πατέρας και παππούς πια, που μπορεί από τη μια να αυτοσαρκάζεται, από
την άλλη όμως θέλει να αφήσει το δικό του στίγμα στο εγχώριο λαϊκό τραγούδι.
Έχω την εντύπωση πως το τελευταίο ο Ντουνιάς το έχει καταφέρει με το σπαθί του.
Κι ας ανδρώθηκε σε εποχές που οι πωλήσεις των δίσκων και οι ραδιοφωνικές
μεταδόσεις καθόριζαν την αξία του καλλιτέχνη – δεν σταμάτησε και ποτέ αυτό, για
να είμαστε ειλικρινείς. «Τι σου λέει το όνομα Γιάννης Ντουνιάς;» ρώτησα έναν
φίλο. «Καλός τραγουδιστής είναι αυτός» μου απάντησε κι έτσι, υιοθετώντας την
ίδια γνώμη κι εγώ, τον συνάντησα στην Αστροφεγγιά, όπου τραγουδάει αυτό τον καιρό,
για μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.
Photo: Πάρις Ταβιτιάν (2015) |
Εγώ τραγουδάω τα
τελευταία δυόμισι χρόνια εδώ. Ο Ρεπάνης, πράγματι, εμφανίζεται μια 20ετία
ολόκληρη και πολλοί νομίζουν ότι το μαγαζί είναι δικό του. Δεν έχει ξαναγίνει
αυτό, καλλιτέχνης να εμφανίζεται στο ίδιο μαγαζί τόσο πολλά χρόνια στη σειρά!
Γιάννη Ντουνιά,
από πού κατάγεσαι;
Από τη Σμύρνη. Ο
πατέρας μου δηλαδή, όχι εγώ. Το «Ντουνιάς» είναι τουρκικό όνομα, δεν είναι
ελληνικό. Δεν είχαν καμία σχέση με τα καλλιτεχνικά οι δικοί μου, μόνο του
πατέρα μου του άρεσε να ψέλνει.
Δεν είναι κι
αυτό μια μουσική παιδεία;
Ε, όχι!
Γιατί όχι;
Δεν είναι μουσική
παιδεία να πηγαίνεις στην εκκλησία και να κρατάς το ίσο, να κάνεις «οοοοοο»,
«αααααα» (γέλια).
Η βυζαντινή
μουσική ωστόσο;
Αυτή την
παρα-παραδέχομαι. Μιλάμε, όμως, για τον πατέρα μου, που ήταν απλώς καλλίφωνος
και ούτε καν ερασιτέχνης. Όσο για τη μάνα μου, επίσης καμία σχέση.
Πότε άρχισες να
τραγουδάς;
Από μωρό παιδί.
Τραγούδαγα πιτσιρίκος 7-8 χρονών κι έκανα και φινάλε, έλεγα το «μπαμ-μπαμ» στο
τέλος. Και η παρέα μου ’λεγε: «Έχει και “μπαμ-μπαμ”, Γιαννάκη;». Το
θυμάμαι σαν όνειρο.
Το ’43.
Είσαι 72, θηρίο;
Μπράβο!
Ναι, δεν μου
φαίνεται.
Παιδί της
βιοπάλης, όπως οι περισσότεροι λαϊκοί τραγουδιστές;
Ακριβώς. Δούλεψα
στα σχολικά τετράδια, φτιάχναμε τα «ντύματά» τους. Δουλεύαμε επί 24ωρου βάσεως
το καλοκαίρι κι εγώ, για να μπορέσω να βιοποριστώ, να παίρνω πιο μεγάλο
μεροκάματο, δούλευα και τη νύχτα. Έπαιρνα ένα πενηντάρικο, αλλά από τότε, ρε
παιδί μου, με ενδιέφερε το τραγούδι. Ρώταγα από δω, ρώταγα από κει και κατέληξα
στο Πέραμα. Εκεί ήταν τρία μαγαζιά, τρεις παράγκες στη σειρά. Στο τέρμα η
θάλασσα, ούτε καρνάγια ακόμη, ούτε τίποτα... Έτσι, ξεκίνησα το σωτήριον έτος
1963-64.
Την εποχή
εκείνη, όμως, είχαμε έκρηξη του λαϊκού τραγουδιού.
Εκεί δούλεψα με
τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τον Γιώργο Μανίσαλη, που έγραψε
τα σουξέ της Σακελλαρίου. Μετά έμπλεξα με τον Γιάννη Καραμπεσίνη – άλλο μεγάλο
κεφάλαιο αυτός!
Είχα την τύχη να
τον γνωρίσω στην Κυψέλη, αλλά εμένα μου ’βγαλε μια απέραντη μελαγχολία. Ήθελε
να πείσει πως είναι καλά και ζει ακόμη τη ζωή του, αλλά...
Πώς να ζούσε τη
ζωή του; Αφού ήταν μόνος του. Μπορεί να έβγαινε έξω, αλλά έπασχε από
μοναχικότητα που τη διέκρινες. Μπορεί να ’χε και κατάθλιψη.
Το πιστεύεις
αυτό; Πως πέφτουν στην κατάθλιψη καλλιτέχνες παροπλισμένοι πια, που κάποτε
χάλαγαν κόσμο;
Γιατί να μην
πέφτουν; Ισχύει! Να, ο Ρεπάνης εδώ, για παράδειγμα. Πιστεύω πως αν σταματήσει
να τραγουδάει, θα πεθάνει. Βέβαια, αν εγώ ήμουν γιος του, δε θα τον άφηνα να
δουλέψει.
Γιατί; Αφού λες
ότι του κάνει καλό.
Ξέρω ’γω, ρε
παιδί μου; Βιολογικά είναι καλό να τα παρατάς κάποια στιγμή. Ας είναι καλά,
βέβαια, ο άνθρωπος κι ας τραγουδάει όσο θέλει.
Εγώ, βασικά, δεν
έχω άγχος. Δηλαδή, το μόνο μου άγχος είναι ότι δεν έχω άγχος (γέλια). Δεν
κινδυνεύω από κατάθλιψη. Βέβαια, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες,
δεν ξέρει κανείς τι του ξημερώνει. Να, εμένα τώρα η γυναίκα μου έχει φύγει κι
έχει πάει στην Αυστραλία...
Για πόσο;
Όσο γουστάρει
(γέλια).
Μαζί είστε,
δηλαδή.
Ναι, ρε παιδί
μου, απλώς η κόρη μου παντρεύτηκε έναν από δω που την πήρε στο Περθ της
Αυστραλίας. Είναι αστροφυσικός και διδάσκει εκεί. Η κόρη μου είναι ετοιμόγεννη
και θα αποκτήσω τρίτο εγγόνι – έχω άλλα δύο απ’ τον γιο μου. Αν δεν πήγαινε,
λοιπόν, εκεί και η γυναίκα μου να τη βοηθάει, θα ήταν δύσκολο για τη μικρή.
Από πότε είσαι
παντρεμένος, Γιάννη;
Από το 1969, με
την ίδια γυναίκα. Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού (γέλια). Τώρα, όμως, εγώ
έχω μείνει μόνος μου εδώ. Δεν είναι εύκολο. Μια γυναίκα κουμαντάρει τα πράγματα
στο σπίτι.
Μίλησέ μου για
την είσοδό σου στη δισκογραφία.
Μπήκα στη
δισκογραφία με τον Γιάννη Καραμπεσίνη. Πρώτο τραγούδι - πρώτο σουξέ το ’69 με
’70: «Έμπαινε, Γιώργο, έμπαινε»!
Είπες τότε «να
μια ευκαιρία ν’ αφήσω το στίγμα μου»;
Όχι. Επειδή είπα
ένα τραγούδι, το οποίο έγινε τρελή επιτυχία; Σιγά. Δεν θα ξεχάσω το εξής
μάλιστα: είχαμε πάει περιοδεία στην Αυστραλία με τον Καραμπεσίνη και τον Κώστα
Χατζηχρήστο, τον ηθοποιό, κι έχω μόλις γυρίσει. Μπαίνω στο ταξί από το
αεροδρόμιο και στο ραδιόφωνο ακουγόταν διαφήμιση της εταιρείας: “Γιάννης
Ντουνιάς, ένα αστέρι γεννιέται”! Ήταν η πρώτη φορά που θα με άκουγα στο
ραδιόφωνο! Μεγάλη ικανοποίηση. Χρήματα, όχι, μη νομίζεις, ό,τι βγάζαμε απ’ τα
μαγαζιά παίρναμε.
Μέχρι τον πρώτο
μεγάλο δίσκο, μπήκες για τα καλά στη βιομηχανία των 45 στροφών.
Ήταν καλή πιάτσα
αυτή. Ανά τρεις μήνες η εταιρεία έριχνε τραγούδια σε 45άρια κι αν δεν γινόταν
επιτυχία, προχωρούσε στο επόμενο πιο γρήγορα. Στον πρώτο μου μεγάλο δίσκο, που
ήταν μέσα πολλοί συνθέτες, είπα και δύο του Άκη Πάνου σε πρώτη εκτέλεση.
Ιδιαίτερη
περίπτωση ο Άκης Πάνου, έτσι;
Περίεργος ήτανε!
Εγωιστής και σίγουρα χρυσαυγίτης αν ζούσε σήμερα, αφού ήταν του «αποφασίζομεν
και διατάσσομεν». Γούσταρε Παπαδόπουλο.
Το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου του Γιάννη Ντουνιά το 1971 με τίτλο το όνομα του |
Όχι, επί χούντας
βγήκα εγώ. Τώρα, μεταξύ μας, χούντα ήταν αυτή; Να το ξεκαθαρίσω, δεν είμαι
χουντικός εγώ, αλλά σε πληροφορώ πως αν ο Παπαδόπουλος ήταν πολιτικός και όχι
στρατιωτικός, θα κατσικωνόταν άγρια εδώ, σαν τον Φράνκο. Τότε δεν ξέραμε πότε
είναι Σάββατο και πότε Δευτέρα, ήταν ίδιες οι μέρες για τα μαγαζιά. Κι ο κόσμος
μπορεί να μην είχε λεφτά, αλλά ερχόταν και χάλαγε για να μας ακούσει, ξέροντας
πως την άλλη μέρα θα ’χε δουλειά και θα ξανάβγαζε τα λεφτά που ξόδεψε. Ζητάγαμε
ρεπό και δεν μας δίνανε.
Αν έλεγες ποτέ τραγούδια του Θεοδωράκη, ας πούμε;
Όχι (γελώντας),
τέτοια δεν έλεγα. Σε "χουντικό" μαγαζί δούλευα. Ξέρεις ποιο; Τη
Νεράιδα. Το ’χε μια αρχιδάτη επιχειρηματίας, η Παμέλα, που εμφανιζόταν μόνο
παραμονή Πρωτοχρονιάς και επειδή είχε παρτίδες με την Ολυμπιακή και τον Ωνάση,
μοίραζε δώρα στις παρέες. Αναπτήρες Dunhill και τέτοια, όχι μαλακίες! Εκεί ερχόντουσαν η
Δέσποινα του Παπαδόπουλου, ο Ωνάσης! Όλοι οι σταρ του κινηματογράφου από κει
περνούσαν! Να φανταστείς, εμείς δουλεύαμε εκεί με μαέστρο τον Γιώργο Κατσαρό τη
βραδιά του Πολυτεχνείου. Μπιθικώτσης, Κόκοτας κι άλλοι, εγώ ήμουν το τελευταίο
όνομα. Μας παίρνουν τηλέφωνο: «Μάγκες, ή το κλείνετε ή σας το καίμε. Δεν μπορεί
ο κόσμος να σκοτώνεται κι εσείς να γλεντοκοπάτε». Ε, κι εμείς το κλείσαμε, όχι
θα καθόμασταν να σκάσουμε.
Παρ’ όλα αυτά,
είπες τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου, ενός συνθέτη ταυτισμένου με την
Αριστερά. Πώς προέκυψε αυτό;
Ο παραγωγός μου
το έκανε, ο Γιώργος Μακράκης. Μέσα στη χούντα, το ’72. Τον ήξερα τον Μαρκόπουλο
ως συνθέτη και μου άρεσε. Και ξέρεις τι άλλο έγινε, ρε γαμώτο; Ήθελε να πω τους
«Μετανάστες» του σε στίχους του Σκούρτη. Με φώναξε σπίτι του κι έκανα πρόβα. Το
τραγούδι «Η φάμπρικα» το έπαιζε ως μπαλάντα στο πιάνο. Τον πιάνω και του λέω:
«Ρε Γιάννη, με συγχωρείς, αλλά αυτό είναι πολύ ωραίο ζεϊμπέκικο». Κάθισα δίπλα
του στο πιάνο κι έδινα τον ρυθμό με το πόδι μου. Από μένα ο Μαρκόπουλος πήρε
την ιδέα κι έδωσε τη μορφή λαϊκού τραγουδιού σε ένα από τα ομορφότερα κομμάτια
του. Δεν τα είπα, τελικά, εγώ τα τραγούδια, αφού ήμουν στη Phillips κι εκείνος στην Columbia. Και μια μέρα τα άκουσα από τον Χαλκιά
και τη Μοσχολιού. Εκεί που ήμουν τυχερός, ήμουν και άτυχος στο τραγούδι...
Είπες, όμως, τα
τραγούδια «Του άντρα του πολλά βαρύ» και «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν».
Σε δεύτερη
εκτέλεση, μετά τον Θέμη Ανδρεάδη. Καλός καλλιτέχνης και καλό παιδί είν’ αυτός!
Απλώς εγώ τα έκανα επιτυχίες. Ας πούμε, «Του άντρα του πολλά βαρύ» εκείνος το
’χε πει σατιρικά, εγώ το ’πα αντρικά, στιβαρά. Όχι ότι εκείνος το ’πε πούστικα,
να ξέρουμε και τι λέμε, απλώς αυτό ήταν το στυλ του, το σατιρικό. Είχαν βγει τα
κομμάτια και δυόμισι μήνες μετά με έβαλε στο στούντιο ο Μακράκης να τα πω κι
εγώ. Μάλιστα, έδωσαν και τον τίτλο μιας επιθεώρησης που τα τραγούδαγα εγώ στη
σκηνή.
Έχει ενδιαφέρον
να μου πεις λίγα πράγματα τώρα για το παράλληλο ξεκίνημά σου με τον Γιώργο
Νταλάρα.
Τραγουδούσαμε
στην Πλάκα μαζί με την Καίτη Γκρέυ, άγνωστοι και οι δύο, πριν από το ’70. Εγώ
φεύγω και πάω στο Χρυσό Βαρέλι με τον Καραμπεσίνη, που μου δίνει τα πρώτα
κομμάτια μου, κι εκείνος πάει με τον Μητσάκη, που του έδωσε την «Εποχή του
Πάγκαλου». Εγώ ανήκα στη σχολή Καζαντζίδη και έχε υπ’ όψιν πως όταν ξεκίνησα
στις παράγκες, τα τραγούδια του έλεγα. Όποιος ζήταγε Γαβαλά, Ζαγοραίο και
άλλους, απαντούσα: «Παιδιά, εγώ μόνο Καζαντζίδη! Πηγαίντε εκεί, στα παιδιά, να
σας πουν τα άλλα». Η Καίτη Γκρέυ, λοιπόν, φανατικιά του Καζαντζίδη, φωνάζει ένα
βράδυ τον Μάτσα και του λέει: «Έλα ν’ ακούσεις μια νέα φωνή που έχουμε». Ήρθε ο
Μάτσας, με άκουσε και είπε: «Καζαντζίδη έχουμε, δεν θέλουμε». Κι αντί να πάρει
εμένα, παίρνει τον Νταλάρα! Κάποια στιγμή η ζωή τα ’φερε και συναντηθήκαμε
κάπου με τον Μάτσα. «Κύριε Ντουνιά, πότε θα σας έχουμε κοντά μας, στην
εταιρεία, κι εσάς;». Γυρνάω και του κάνω εγώ: «Τι να με κάνετε εμένα, κύριε
Μάτσα; Καζαντζίδη έχετε, δεν θέλετε!».
Άρα, και οι
μεγάλοι δισκογραφικοί παράγοντες στερούνται κριτηρίων, αυτό δεν θες να πεις;
Ε, κάνουν και
λάθη. Όλοι μας κάνουμε λάθη. Ανθρώπινα τα λάθη.
Τουλάχιστον,
συμπορεύθηκες με πολλά σπουδαία ονόματα.
Ναι, όπως ο
Ζαμπέτας. Α, ψυχούλα! Καλλιτέχνης ήταν αυτός! Δούλεψα δύο σεζόν μαζί του. Μου
’δωσε το «Νύχτα ονειρομάνα». Ήταν τότε που σάρωνε ο Βοσκόπουλος με την
«Αγωνία». Πέρναγαν όλοι κι έγλειφαν τον Ζαμπέτα για να του πάρουν τραγούδια.
Εγώ, πάλι, ήθελα να μιμηθώ αυτό που έκανε ο Βοσκόπουλος στην πίστα, που κούναγε
τα χέρια του ενόσω τραγουδούσε. Ένα βράδυ ήμουν στην πίστα και με φωνάζει από
το πάλκο ο Ζαμπέτας: «Τραγούδα, ρε μαλάκα, και άσε τις μαλακίες. Εσύ ’σαι
τραγουδιστής, δεν σου πάνε αυτά»! Με τη Δούκισσα, επίσης, συνεργάστηκα. Πιο
πρόσφατα με τον Κορακάκη. Και με τη Ρίτα Σακελλαρίου! Ατόφια λαϊκιά γυναίκα! Με
στενοχωρεί όταν θυμάμαι που κάναμε μαζί την τελευταία δουλειά της, περιοδεία
πάλι στην Αυστραλία. Είχε καρκίνο ήδη και πιθανώς να μην το ’ξερε. Πηγαίναμε
κάπου μετά το πρόγραμμα κι έλεγε: «Βγείτε εσείς, εγώ θα γυρίσω στο
ξενοδοχείο»... Δεν είχε δυνάμεις να ακολουθήσει.
Αν σε ρωτούσα τώρα τι άξιζε απ’ όλη αυτήν τη διαδρομή που ακόμη συνεχίζεται, τι θα μου απαντούσες;
Τι άξιζε, ε; Καλή
ερώτηση! Το ότι έκανα επάγγελμα το χόμπι μου. Πέρασα καλά. Το μόνο παράπονο που
έχω είναι που δεν έκανα μεγάλες επιτυχίες.
Πού οφείλεται
αυτό, λες, το ότι ποτέ δεν έγινες το Νο 1;
Έχεις ακούσει που
λένε: «Λυπήσου τον έναν, λυπήσου τον άλλον, έκανα τον άντρα μου κερατά;». Δεν
έλεγα όχι σε κανέναν, ρε παιδί μου, και μετά με ρωτάγαν «καλά, γιατί πήγες κι
είπες αυτό το τραγούδι;», κατάλαβες; Έτσι, έμεινα πίσω και δεν έχω ρεπερτόριο.
Στην έλλειψη
ενός καλού παραγωγού δεν θα έβλεπες και μια ακόμη αιτία;
Και αυτό παίζει
ρόλο! Γιατί, όταν ήμουν με τον Μακράκη, μου έδωσε τρία τραγούδια και γίνανε
επιτυχίες και τα τρία; Αλλά ο Μακράκης έφυγε ύστερα από μένα και πήγε στην Columbia κι αυτός. Κοίτα, εγώ ξεκίνησα απ’ το
πάλκο και αργότερα μπήκα στη δισκογραφία. Όποιος μου έδινε τραγούδι, το έλεγα.
Εν αρχή ην ο λόγος κι εγώ, ξέρεις, δεν ευτύχησα από άποψη στίχου, με αποτέλεσμα
σήμερα να έχω μετανιώσει για τραγούδια που έχω πει. Ο Χατζιδάκις είπε κάποτε:
«Δώστε μια μαλακία στίχο να σας τον κάνω σουξέ. Και του δώσαν το “Φέρτε μου ένα
μαντολίνο”!».
Δεν νομίζω, οι
στίχοι ήταν δικοί του στο κομμάτι αυτό.
Ναι; Δεν ξέρω...
Ή το άλλο: «Πάει, έφυγε το τρένο, έφυγες κι εσύ σε γαλανό νησί». Πάει το τρενο
σε νησί; Αυτός όμως το ’κανε σουξεδάρα!
Καλά, εδώ είναι
και ο κάπως υπερρεαλιστικός στίχος του Γκάτσου, βέβαια.
Δεν ξέρω τι ήταν,
ούτε δικά μου λόγια είν’ αυτά, σου λέω τι μου ’χουνε πει. Πώς εμένα μου αρέσει
η ξένη μουσική και δεν καταλαβαίνω τα λόγια;
Ακούς ξένη
μουσική;
Ακούω πολλή
κάντρι.
Κάντρι, το λαϊκό
της Αμερικής.
Το βλάχικο της
Αμερικής είναι, όχι το λαϊκό.
Σωστά. Λαϊκό
είναι το μπλουζ ίσως.
Βέβαια. Έχω χαθεί
εγώ που με βλέπεις σε κάτι καταγώγια του Νιου Τζέρσεϊ, μέσα σε σκυλοκατάσταση
μαύρων με ντουμάνια, τι να σου λέω τώρα... Δεν μιλάω και καλά αγγλικά. Μια φορά
ήθελα να με βοηθήσουν και πάω και λέω στη σερβιτόρα: «May I help you?». Το τι γέλιο έπεσε!
Γιάννης Ντουνιάς - Μπόσκο/ Photo: Πάρις Ταβιτιάν (2015) |
Δεν φταίει το
τραγούδι, ο κόσμος φταίει γι’ αυτό. Έχεις ακούσει καμιά φέτα τυρί να πουλιέται
μόνη της; Κάποιος την πουλάει! Έτσι κι εγώ κάνω κάποια στιγμή ένα LP που είχε μέσα ένα κομμάτι σκέτη μαλακία,
που ακόμη μου το ζητάνε και ντρέπομαι να το λέω: «Τον τελευταίο τον καιρό /
κυκλοφορώ μ’ ένα μωρό / άμα το δεις θα πάθεις». Και υπήρχε μέσα στο ίδιο LP ένα άλλο τραγούδι του ίδιου στιχουργού
που έλεγε: «Όταν λαβώσεις αετό να τον αποτελειώσεις / γιατί αλλιώς θα ’ρθει η
στιγμή, όταν του κλείσει η πληγή / τα νύχια του να νιώσεις». Γαμώ τους στίχους,
λέμε! Και το «Μωρό» μπήκε στο Τop 10, ενώ ο «Αετός» πήγε άπατος. Τα βλέπεις; Ποιος τα διαλέγει αυτά, εγώ; Ο
κόσμος τα διαλέγει! Μπήκα κι εγώ στη λογική του σλόγκαν μετά. Άσε που έχω
τραγουδήσει και Τάκη Μουσαφίρη – ωραίος συνθέτης είν’ αυτός, αλλά σλογκανιάρης.
Σαν της Δούκισσας αυτό που ’χε γράψει «Ατάκα κι επί τόπου» κ.λπ. Ξέρεις ότι το
’72-73 έκανα ένα άλμπουμ ολόκληρο με τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Πυθαγόρα;
Μεγάλοι δημιουργοί. Πήγε επίσης άπατο! Γιατί; Τίποτα, ρε φιλαράκο, δώδεκα
τραγούδια είχε μέσα, ούτε ένα δεν «έγινε»! Τελικά, εδώ κολλάει το «Δεν φταις
εσύ, η μαλακία μου τα φταίει» (γέλια).
Με τους νέους
λαϊκο-έντεχνους καλλιτέχνες έχεις επαφές;
Ο Μάλαμας μου
αρέσει. Ο Περίδης. Έχουν γράψει ωραία λαϊκά αυτοί. Ο Θαλασσινός δεν έγραψε ένα
υπέροχο λαϊκό τραγούδι, τα «Σμυρναίικα τραγούδια»; Αριστούργημα! Δεν βρίσκεται
ένας να μου πει «Έλα δω, ρε μεγάλε, πάρε ένα καλό τραγούδι». Το ίδιο και από
την εποχή του Άκη Πάνου. Θυμάμαι, όταν βγήκα απ’ το στούντιο, τον ρωτάω: «Σας
άρεσε το κομμάτι;». «Άκου να σου πω», μου λέει, «έχεις πονέσει ποτέ σου;».
«Όχι» απάντησα. Και μου κάνει: «Αυτό δεν έβαλες, τον πόνο». «Και γιατί, ρε
μεγάλε», είπα μέσα μου εγώ, «αφού μ’ ακούς και δεν σ’ αρέσει, δεν μου βγάζεις
εσύ τον πόνο σαν σκηνοθέτης, να πούμε;».
Εννοούσε μάλλον
πως ο πόνος πρέπει να βιώνεται όχι από τον τραγουδιστή αλλά από τον καλλιτέχνη
γενικότερα.
Από μια άποψη
είχε δίκιο. Δεν μπορούσα εγώ, όμως, ένας 20χρονος τότε, να «βασανίζομαι» από
την παλιοζωή. Γιατί μετά που ωρίμασα δεν μου ’δωσε το «Άσ’ τον τρελό στην τρέλα
του»; Γιατί εγώ μια ζωή ήμουν του «δεν γαμιέται», δεν πολυέδινα σημασία. Με τον
Ζαμπέτα δεν δούλεψα; Πήγα ποτέ να του πω «Δώσ’ μου ένα τραγούδι, ρε Γιώργο»;
Από μόνος του ό,τι μου έδωσε!
Μήπως δεν πήρες
ποτέ στα σοβαρά τον εαυτό σου;
Όχι μέχρι αυτό το
σημείο, όχι. Δεν υπήρξα ποτέ φιλόδοξος. Να, η γυναίκα μου, με ό,τι
καταπιάνεται, σκίζει. Όταν πρωτογνωριστήκαμε, είχε γράψει έναν στίχο. Της λέω:
«Ωραίο είναι, γράψε κι άλλο». Γράφει ένα τραγούδι, λοιπόν, στη μουσική του
απάνω και γίνεται σουξέ. Το τραγούδησε η Ελένη Βιτάλη! Και παίρνει χρυσή
πλακέτα! Κατάλαβες; Εγώ, με τόσα χρόνια στο τραγούδι, μια χρυσή πλακέτα δεν έχω
πάρει!
Τρομερό. Θα το
χάρηκες, όμως.
Πως δεν το ’χα
χαρεί; Αλίμονο! Τη θαυμάζω τη γυναίκα μου, Βενετία Ξανθοπούλου-Ντουνιά το όνομά
της. Της την έδωσε να γίνει αγιογράφος. Και γίνεται πρώτα ζωγράφος –να σου
κάνει προσωπογραφίες να τρελαθείς– και μετά αγιογράφος, που μέχρι σήμερα
διδάσκει κιόλας. Άσε τα σιγόντα που μου ’κανε στον «Ταρζάν» και στον «Άντρα τον
πολλά βαρύ».
Βέβαια, ισχύει.
Με φώναξε από τη Ρόδο πάλι ο Μακράκης, το ’80 πρέπει να ήταν, τότε που
πρωτοβγήκε ο Κραουνάκης. Θα έλεγα τα δύο κομμάτια που τελικά είπαν ο Ζαμπέτας
με τη Μοσχολιού. Τα πρόβαρα τα κομμάτια, τα έχω με τη φωνή μου. Ωραία κομμάτια!
Τι να πρωτοθυμηθώ κι εγώ, καημένε μου; Περνάνε τα χρόνια και θέλω να κάνω ένα CD, να αφήσω κι εγώ κάτι, όπως είπα του γιου
μου. Κι αυτός μου λέει: «Ε, πώς, κάτι έχεις δώσει κι εσύ»... Τραγούδια, όμως,
να τα μαθαίνει ο κόσμος, να τα αγαπήσει.
Πάνω απ’ όλα η
οικογένεια, Γιάννη Ντουνιά;
Είμαι του
τρίπτυχου «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια» κι ας μην είμαι χουντικός. Δεξιός
δηλώνω, από πατέρα κομμουνιστή. Του έλεγα, όταν ήρθε ο Καραμανλής, να τον
ψηφίσουμε και μου απαντούσε: «Κοίτα εσύ τη δουλειά σου και άσε με τι θα ψηφίσω
εγώ». Πού πήγε όλο αυτό το όραμα της Αριστεράς; Για τι ακριβώς κάποιοι άνθρωποι
έδωσαν και τη ζωή τους; Έβλεπα και τον Αλεξανδράκη που ήταν φίλος, πόσο είχε
ταλαιπωρηθεί με την ταινία «Συνοικία το Όνειρο» που είχε γυρίσει. Καλό παιδί,
κομμούνας.
Συγγνώμη, αλλά
πιο πολύ ακούγεσαι σαν πληγωμένος αριστερός, παρά δεξιός.
Ξέρεις τι ψήφισα; ΣΥΡΙΖΑ. Και όχι μόνο τον ψήφισα, αλλά τον ξαναψήφισα για να του δώσω ακόμα μία
ευκαιρία. Τρίτη δεν έχει, όμως! Τι να ψήφιζα; Νέα Δημοκρατία όπως έγινε κι
αυτή; Δεν έχω κομματικά κολλήματα, θέλω το δίκιο. Όταν έγινε η επιστράτευση το ’74, εγώ ήμουν στο
εξωτερικό και πήγα από το προξενείο: «Δώστε μου ένα χαρτί που να λέει ότι θέλω
να φύγω, αλλά εσείς δεν με αφήνετε. Μη νομίζουν ότι την έκανα ως λαμόγιο»! Εγώ
ήθελα να θέσω εαυτόν στην υπηρεσία της πατρίδας!
Από τη συζήτησή
μας αυτή φαίνεσαι πρωτίστως ένας ειλικρινής συνομιλητής. Σ’ ευχαριστώ πολύ.
Εγώ σ’ ευχαριστώ
και να ’ρθεις ένα βράδυ από το μαγαζί να σε κεράσουμε!