Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

R.I.P. Καλή Καλό (1926 - 2024): Η συνέντευξη της ζωής της μέσα από μία αφήγηση - ποταμός της ίδιας

Κυρία Καλό, έχω απέναντί μου τη ζωντανή ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Καλύτερα κάντε εσείς την έναρξη στην κουβέντα μας.

(σ.σ. μου δείχνει τον τοίχο με τα πολλά κάδρα) Όλα αυτά που βλέπετε είναι το καθένα και μία ιστορία. Εκεί, ας πούμε, είμαι δυόμισι ετών στα χέρια της μαμάς μου, όταν με πήρε η Κοτοπούλη και μ' έβγαλε στη «Δασκαλίτσα» του Νικοντέμι. Η Κοτοπούλη, δηλαδή, με έβγαλε στη σκηνή, διότι εγώ γεννήθηκα μες στο θέατρό της.

Κι αυτό πώς έγινε;

Ο μπαμπάς μου ήταν ο Δαμβέργης, της γνωστής οικογένειας των φαρμακοβιομηχάνων, άλλη κατάσταση. Η μαμά μου ήταν ο αλητάμπουρας της οικογένειας, ηθοποιά! Το 'χε σκάσει από το σπίτι για ν' ακολουθήσει τον θίασο της Κοτοπούλη, έγκυος σε μένα και με φοβερούς πόνους, αφού φόραγε τα κρινολίνα. Ο Χέλμης με την Κοτοπούλη την κουβάλησαν για να πάει να ξεγεννήσει. Στην ουσία, λοιπόν, γεννήθηκα μες στο θέατρο. Πώς να ξέφευγα;

Πείτε μου όμως πώς σας έβγαλε στη σκηνή η Κοτοπούλη.

Χρειαζόταν ένα μωρό για να παίξει στη «Δασκαλίτσα» και ποιο άλλο μωρό να έπαιρνε, που εγώ τριγύρναγα μες στα πόδια της; Αμέσως μετά με πήρε ο Βασίλης Λογοθετίδης. Τότε έγραφε ο Μελάς για τον θίασο Μουσούρη, ο οποίος Μουσούρης ήταν παντρεμένος με την Αλίκη, την κόρη της Κυβέλης, που μετά παντρεύτηκε τον Νορ στην Αμερική κι έγινε η Αλίκη Νορ. Ιουλιανού γωνία, είχαν ανεβάσει στο καλοκαιρινό θέατρο ένα έργο που δεν πήγαινε καλά. Έπαιζε η μητέρα μου στο έργο αυτό κι εγώ πάλι πηγαινοερχόμουν στα παρασκήνια, κοριτσάκι μικρό. Έχοντας πάθει οικονομική ζημιά, ο Μουσούρης φώναξε τον Σπύρο Μελά μπας κι έγραφε τάκα-τάκα ένα νέο έργο για να «πιάσει». Πραγματικά, ήρθε ο Μελάς κι έγραψε το «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται». Εγώ πήγαινα και τον τράβαγα, «θείο, θείο, γράψε και για μένα ρόλο», κι αυτός μου 'δινε κλοτσιά, «φύγε από δω, ρε σπερδούκλι». Ε, μία-δύο, έρχεται σε μια δύσκολη πλοκή το έργο, όπου κάποιος έπρεπε να μαρτυρήσει στον Λογοθετίδη ότι τον γιο του τον απατάει η γυναίκα του. Ποιος να του το 'λεγε μέσα από το σπίτι; Γυρίζει και μου λέει ο Μελάς: «Ε ρε, σπερδούκλι, σου βρήκα ρόλο»! Και τι ρόλος! Εμφανίστηκα σε δύο πράξεις κι έγινε ο χαμός!

Τι άνθρωπος ήταν ο Λογοθετίδης;

Πρώτα απ' όλα, ο άνθρωπος ήταν επαγγελματίας! Ως συνάδελφος ήταν ευγενέστατος επίσης. Αργότερα, έχοντας πάντα επαφές με ανθρώπους της πρόζας, γνώρισα και την Ίλυα Λιβυκού και γίναμε πολύ φίλες, ασχέτως της διαφοράς ηλικίας. Το ίδιο και με τη Σμάρω Στεφανίδου, ήμασταν πολύ φίλες. Ο Λογοθετίδης ήταν συνεπής με τις υποχρεώσεις του και πάντα το team του, αυτοί οι πέντε άνθρωποι που έπαιρνε, είχαν σίγουρη δουλειά.

Συμφωνείτε με αυτό που λέγεται ότι επρόκειτο για τον μεγαλύτερο Έλληνα ηθοποιό;

Όχι, δεν το νομίζω. Μεγάλος ήταν, διότι δούλευε πάρα πολύ τη μούτα του, τις εκφράσεις του. Είναι μεγάλη υπόθεση να δουλεύεις τη μούτα σου και αυτό δεν το έχουν πολλοί Έλληνες πρωταγωνιστές. Θυμάμαι ότι κάποτε έκατσα στο Λονδίνο δεκαπέντε μέρες επιπλέον για να δω τον Άλεκ Γκίνες στην «Έξοδο» του Ιονέσκο. Μόνος του επί σκηνής για δύο ώρες σχεδόν, έβγαινε 40 χρονών, και χωρίς ν' αλλάξει κοστούμι ή μακιγιάζ, παρά μόνο με τους φωτισμούς και τις εκφράσεις του, γινόταν 80. Αυτό είχε και ο Λογοθετίδης! Είχα την τύχη, όμως, επειδή τότε τα έργα δεν κρατούσαν πολύ, να παίξω στη δεύτερη σεζόν του «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» με τον Χριστόφορο Νέζερ. Καταλάβατε γιατί δεν μπορώ να πω ποιος ήταν ο μεγαλύτερος Έλληνας ηθοποιός;

Πήγατε στην κηδεία του Λογοθετίδη; Ήταν πάνδημη, απ' όσο διαβάζουμε.

Όχι, δεν πάω ποτέ σε κηδείες! Να σου πω ένα μυστικό, Αντώνη μου; Απ' τον καιρό που έχασα το παιδί μου, το παλικάρι μου, δεν πάω ούτε σε κηδείες, ούτε σε νοσοκομεία, ούτε πουθενά. Κατ' εξαίρεσιν πήγα σε μία κηδεία, της Ναυσικάς, της γυναίκας του πολύ φίλου μου, του Κώστα Γεωργουσόπουλου. Μου είχε τηλεφωνήσει αποβραδίς: «Αύριο κηδεύουμε τη Ναυσικά στο Πρώτο, σε παρακαλώ, Καλή, έλα». Όμως δεν ακολούθησα πουθενά μετά.

Κάπου μετά τον Λογοθετίδη βγαίνετε ως παιδί-θαύμα στη Μάντρα του Αττίκ. Δεν το περίμενα ότι θα συνομιλούσα με άνθρωπο που είχε γνωρίσει τον Αττίκ, το ομολογώ!

Ο Αττίκ με βάφτισε Καλή Καλό, επειδή με λένε Καλλιόπη. Το επίθετό μου, το Δαμβέργη, «βρομάει φαρμακείο» έλεγε και μου πρότεινε να κρατήσουμε το Καλό, από το Καλοχριστιανάκη, το επίθετο της μητέρας μου. «Θα σε έχουν όλοι» μου έλεγε ο Αττίκ. «Άλλος με το "καλημέρα", άλλος με το "καλό ταξίδι"». Δεν θα ξεχάσω την τσιγκουνιά που είχε ως άνθρωπος. Με πέθανε στην πείνα ο Αττίκ (γέλια). Με πήγαινε η μαμά μου τα μεσημέρια στο σπίτι του για να μου μάθει τα τραγούδια. Είχε τη γυναίκα του άρρωστη από μια δηλητηρίαση που είχε πάθει και η Κομποστέλλα, η ψυχοκόρη του, γύρναγε με έναν δίσκο με μεζέδες. Έπαιρνα εγώ τη μία, δεύτερη δεν είχε... «Δεν θέλει άλλο η μικρή» πεταγόταν ο Αττίκ κι η Κομποστέλλα έφευγε με τον δίσκο. Μετά, στη Μάντρα, έκανα σκηνή, ήμουν φαγούδικο παιδί απ' το σπίτι μου. Τους έλεγα: «Ή με πάτε στην ταβέρνα να φάω ή δεν θα βγω να τραγουδήσω»!

Θράσος όμως που το είχατε!

Ε, μα, εγώ ήμουν έξι-εφτά ετών παιδί κι αυτός ήταν εξήντα ετών άνθρωπος! Έλεγα στη Μάντρα το «Φαληράκι» και μου 'χε γράψει το «Κατινιώ». Κι ένα ποίημα έλεγα, που το δάκρυ έτρεχε κορόμηλο.

Ήταν τόσο ευαίσθητος άνθρωπος ο Αττίκ, όσο λέγανε;

Δεν το νομίζω. Μάλλον σκληρός άνθρωπος ήταν. Πιστεύω πως επειδή τότε είχε δίπλα του τη Δανάη, τον Τραϊφόρο, τη Μένδρη και τον Λάσκο πρέπει να ήταν συνεπής απέναντί τους, να ήταν εντάξει άτομο δηλαδή. Ήμουν πολύ μικρή για να μπορώ να κρίνω τον Αττίκ σήμερα. Εμένα μόνο το φαΐ με ένοιαζε τότε (γέλια).

Φαντάζομαι όμως πως στα χρόνια που ακολούθησαν θα συνειδητοποιήσατε το μέγεθός του.

Ε, πώς, είχε αξία μεγάλη! Άφησε συγκλονιστικά τραγούδια, το «Ζητάτε να σας πω», το «Οργανάκι» ‒ ήταν σπουδαίος ο Αττίκ!  

Το οικογενειακό σας background ήταν αριστερό;

Κοίτα να δεις, από τον πατέρα ήμασταν μεγαλοαστική οικογένεια. Δεν το επιδιώκω, αλλά το DNA μου κρατάει πολλά από κει: στην κουζίνα πιάνω τον εαυτό μου να τρώει με μαχαίρι και πιρούνι, ενώ θα μπορούσα να φάω με το χέρι. Η μητέρα μου ήταν ωραίος τύπος, άλλος απ' αυτόν του πατέρα μου. Ήταν η θεατρίνα της εποχής εκείνης, με όλα τα κουσούρια των ηθοποιών: ξενύχταγε, έπαιζε χαρτιά, ξημερωνόταν...

Τα πήγαιναν καλά όμως με τον μπαμπά σας.

Μέχρι ενός σημείου. Στα δέκα χρόνια πάνω τη χώρισε, δεν την άντεξε (γέλια).

Τη γουστάρατε, βλέπω, τη ζωή της μαμάς!

Τώρα κάνω αυτοκριτική γιατί της φερόμουν κάπως σκληρά, ακριβώς λόγω του τρόπου ζωής που είχε. Ήμουν με 15 άτομα οικογένεια, τη μαμά μου, τον άντρα μου, την πεθερά μου, την κόρη μου, υπηρέτριες, φίλους, κόσμο και κοσμάκη. Ξέρεις τι είναι να βλέπεις τα πιάτα να λιγοστεύουν σιγά-σιγά απ' το τραπέζι; Από κει που 'ναι, δηλαδή, 25, βρίσκονται 20, μετά 15, μετά 10, μετά 6, μετά 3, μετά 2 και μετά...

Καταλήγεις μόνος.

Ακριβώς. Και γι' αυτό σκέφτομαι τη μητέρα που έπαιζε χαρτιά. Έφυγε νέα με τα τωρινά δεδομένα, 82 ετών. Μου λείπει τρομερά, αφού έχασα δύο στυλοβάτες της ζωής μου. Τη μαμά μου και το παιδί μου.

Πείτε μου για την εμπλοκή σας με την Αριστερά.

Η μητέρα μου, επειδή ήταν κόρη του στρατηγού Καλοχριστιανάκη, το δεξί χέρι του Βενιζέλου, όλοι κοκορεύονταν. Εγώ, πάλι, έλεγα «ο παππούς ο χωροφύλακας» κι εκεί τσαντίζονταν οι άλλοι και μένα δεν με ένοιαζε καθόλου! Έχω 22 πρώτα ξαδέρφια, αλλά μόνο με 5-6 απ' αυτά τα 'χουμε καλά. Η μητέρα μου, λοιπόν, είχε συνδεθεί πολύ με τον αριστερό κύκλο του θεάτρου. Ο δημοσιογραφικός κόσμος τότε δεν ήταν σαν σήμερα. Καμία σχέση, οι άνθρωποι ήταν κομμουνιστές διανοούμενοι. Είχαν παιδεία και προσωπικότητα, ο Κοκκινάκης, ο Νίτσος. Όλοι αυτοί μετά τις παραστάσεις πήγαιναν στον «Μεγαλέξανδρο» στην Ομόνοια που έφτιαχνε πατσά. Συγγραφείς, ηθοποιοί, πολιτικοί και ποιητές συναντιόντουσαν εκεί μέχρι τα ξημερώματα και συζητούσαν. Η ωραία Αθήνα, που λέω εγώ! Θα σας πω ένα περιστατικό: στην κηδεία του Βενιζέλου, θα πέρναγε η σορός του από την Πατησίων, μπροστά απ' το σπίτι μας. Επειδή η μητέρα μου έπαιζε τότε σε ένα έργο του Θεόφραστου Σακελλαρίδη την είχε παρακαλέσει αυτός ο μεγάλος μαέστρος να έρθει στο μπαλκόνι μας να παρακολουθήσει την εκδήλωση. Άργησε να έρθει και κατέβηκε κάτω η μητέρα μου να τον υποδεχτεί, αλλά οι αστυνομικοί είχαν κλείσει τον δρόμο και δεν του επέτρεπαν να περάσει. Αρχίζει τον καβγά η μητέρα μου και την πιάνουν να την πάνε φυλακή. Με θυμάμαι να έχω αγκαλιάσει τα πόδια των αξιωματικών και να τους φωνάζω: «Μη μου πάρετε τη μανούλα μου»! Είχε χωρίσει εν τω μεταξύ με τον μπαμπά μου και ζούσα μαζί της και με την νταντά μου. Την πιάσανε, λοιπόν, και πήγε σύσσωμο το θέατρο στο τμήμα, με επικεφαλής τον Σακελλαρίδη, για να τη γλιτώσουν.

Θέλετε να μου πείτε δηλαδή πως από παιδί βιώσατε την καταστολή της κρατικής εξουσίας.

Έτσι όπως το λες! Αργότερα, επειδή η μητέρα μου ήταν Χανιώτισσα και συμμαθήτρια του Μανιαδάκη του υπουργού, μόλις έπιαναν έναν αριστερό, έτρεχε κατευθείαν σ' αυτόν. «Να τον βγάλεις» του έλεγε. Ξέρεις πόσες φορές είχε τρέξει για τον Πολ Νορ; Με έστελνε εμένα στην Ασφάλεια με κάτι τσίγκινα σκεύη, τα τάπερ της εποχής, κι έτσι του πήγαινα φαΐ. Στα δε χρόνια της Κατοχής που ακολούθησαν έγινα Αετόπουλο. Το '40-'41 μου έβαζαν στα καλτσάκια μου προκηρύξεις κι έτρεχα να τις μοιράσω στα σπίτια. Στα 15 μου ήξερα να δουλεύω πολύγραφο με μελάνι! Μέσα σε όλα αυτά είχα και τα προσωπικά μου: με έκλεψε ο άντρας μου, Κρητικός κι αυτός γεννημένος στην Αθήνα, αφού δεν ενέκρινε η μητέρα μου τον γάμο μας, επειδή ήμουν ανήλικη. Εκ των υστέρων είχε δίκιο η μητέρα μου: στα 15 εγώ, στα 20 εκείνος, τι μέλλον θα είχαμε; Πλούσιο παιδί, βέβαια, μεγαλοκτηματίας! Με απήγαγε και με πήγε σε μια θεία του στη Νέα Σμύρνη για να μη με βρει η μητέρα μου μέχρι να βγουν οι άδειες, που ούτως ή άλλως δεν θα έβγαιναν χωρίς τη συναίνεση των γονιών. Ο άντρας μου βρήκε τον πατέρα μου στο Φάληρο όπου ζούσε και πήγαν μαζί στο Ληξιαρχείο, όπου τελικά υπέγραψε ο μπαμπάς μου για τον γάμο. Με τη μητέρα μου ξαναμιλήσαμε ύστερα από δύο χρόνια! Ο άντρας μου, όμως, όντας Κρητικός, είχε προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ, στο αντάρτικο της πόλης. Οπότε, μη συζητάς, καταλαβαίνεις, Κατοχή, ΕΛΑΣ, μέσα κει κι εγώ. Θέλω να τονιστεί ότι εγώ είμαι κομμουνίστρια του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ! Να μη με λένε αριστερή, δεν είμαι αριστερή, διότι έχουν ξεφτιλίσει την έννοια αριστερά και απ' τον καιρό που έφυγαν ο Φλωράκης και ο Κύρκος τελείωσε η αριστερά στην Ελλάδα! Ξεπουλήθηκε από την άγνοια του Αλέκου του Αλαβάνου!

Με εντυπωσιάζει πόσο μέσα είστε στα πράγματα που σας αφορούν.

Μα, στο τελευταίο συνέδριο του Συνασπισμού μάς είχε καλέσει ο Αλαβάνος μαζί με τον Λυκούργο Καλλέργη στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας για να μας παρουσιάσει το παιδί-θαύμα, το νέο αστέρι της πολιτικής. Κοιταχτήκαμε με τον Καλλέργη ‒καλή του ώρα‒ και μου είπε: «Τι είναι αυτό;». «Το αυγό του φιδιού» του απαντάω! «Αυτός», του λέω, «Λυκούργο μου, θα φάει τον Συνασπισμό και όλους μας μαζί». «Ναι», μου απαντάει, «ρε, Καλή, έτσι τον κόβω κι εγώ». Κι όταν μας ξεπροβόδιζε ο Αλέκος, αφού πριν έτρεχε να μας συστήσει το Τσιπράκι, τον πιάνω ιδιαιτέρως και του λέω: «Αλέκο, εσύ μπορεί να γαρνίρισες ωραία την πιατέλα, αλλά έχε υπ' όψιν ότι αυτός θα καταστρέψει και σένα και τον Συνασπισμό». «Έλα, μωρέ Καλή, υπερβολές» μου κάνει! Ε, πριν από δύο χρόνια βγήκε ο Αλαβάνος και ζήτησε συγγνώμη! Κι έρχομαι εγώ τώρα και υπογραμμίζω: «Δυστυχώς, Αλέκο μου, πολύ αργά για συγγνώμη τώρα πια!». Γι' αυτό σου λέω, έτσι που το «αριστερός» θεωρείται ύβρις, μη με βρίζεις, δηλώνω κομμουνίστρια! Όλοι αυτοί οι παλιοί σύντροφοι έγιναν υπουργοί και είναι ντροπή τους να παίρνουν αποφάσεις για ανθρώπους που έχουν προσφέρει. Πηγαίνω 22 Δεκεμβρίου να εισπράξω τα 720 ευρώ της τιμητικής σύνταξης, ύστερα από τόσα χρόνια παρουσίας μου στα καλλιτεχνικά δρώμενα, και βγαίνει ένας ευτυχισμένος κύριος Κατρούγκαλος και μου κόβει μαχαίρι τα 500. Όπως τ' ακούς. «Δεν θα πάρετε 720, κυρία Καλό», μου λένε, «αλλά 220 ευρώ»! Αυτό το πεντακοσάρικο που μου κόψανε ήταν σαν να μου κόψανε το γόνατο από το πονεμένο πόδι μου. Φέτος ήταν η πρώτη φορά που δεν πήγα για θαλάσσια μπάνια. Ένα σου λέω και είμαι Κρητικιά και θα πιάσει: τους εύχομαι, γιατί τους βλέπω μαυρισμένους και καλοπερασάκηδες στις διακοπές τους εις βάρος όλων μας, να κουτσαίνουν για όλη την υπόλοιπη ζωή τους και να παθαίνουν τα χειρότερα!

Ας μην αναλώνεστε σε κατάρες, σας κατανοώ, ωστόσο στη συνέντευξη αυτή με ενδιαφέρει περισσότερο το ιστορικό κομμάτι. Μιλήστε μου τώρα για τη γνωριμία και τη φιλία σας με τον Γιάννη Ρίτσο.

Το '39 και πιο πριν, το '36, η πλατεία Βάθη ήταν η «συνοικία των αγγέλων», κυριολεκτικά όμως: Βεάκης, Τερζάκης, Γιαννίδης, Αυλωνίτης, Σταυρίδης, όλοι οι μεγάλοι εκεί έμεναν. Ο Βόκοβιτς του Εθνικού, το Σωματείο των Ηθοποιών, το καφενείο των ηθοποιών επίσης εκεί ήταν! Εμείς μέναμε στη Φαβιέρου και απέναντί μας έμενε ο Ρίτσος με την αδερφή του. Παράλληλα, με τον Ρίτσο, που ήτανε γύρω στα 27-28, πηγαίναμε μαζί στο μπαλέτο του Εθνικού και μάλιστα έπαιρνε κάτι ανάποδες στροφές, τελείως άχαρες, που τον κοροϊδεύαμε όλοι. «Καλούλα μου» με έλεγε πάντα, αφού με θυμόταν από εννιά ετών κοριτσάκι. Μεγαλώνοντας, δέσαμε πολύ. Πήγαινα στο ατελιέ του στην οδό Κόρακα, ένα μικρό ρετιρέ που είχε μέσα ένα ντιβανάκι, έναν καναπέ το μισό απ' αυτόν όπου καθόμαστε τώρα, ένα τραπέζι με μία τάβλα απάνω, 10-20 πακέτα τσιγάρα και πολλά τασάκια. Δεν μπορούσες να προχωρήσεις άνετα στον χώρο του, γιατί το πάτωμα ήταν γεμάτο από κλαδιά δέντρων και πολλές πέτρες που τις ζωγράφιζε. Τύχαινε να τον πηγαίνω όπου ήθελε, γιατί πάντα είχα αυτοκίνητο. «Καλούλα, πήγαινέ με εκεί» μου έλεγε, εκτός απ' τις φορές που το Κόμμα έστελνε και τον έπαιρναν. Ως γνωστόν, ήταν πάρα πολύ άρρωστος από φυματίωση. Φόρεσε το καμηλό παλτό του και τον πήγα στο Ιπποκράτειο. Μπαίνουμε μέσα, ειδοποιημένοι όλοι από τον γιατρό του ‒«ο κ. Ρίτσος» άκουγες παντού‒, παίρνουν το παλτό του, το κρεμάνε σ' έναν καλόγερο, εκείνος πάφα-πούφα τα τσιγάρα, άρχισε να ψάχνει τασάκι. «Κύριε Ρίτσο, δεν θα καπνίσετε, εδώ ήρθατε για εξετάσεις» του λένε. «Το παλτό μου γρήγορα» κάνει αυτός.  

Και τον πήρατε και φύγατε;

Όχι. Του φέρανε τασάκι!

Πώς σας είχαν φανεί οι μελοποιήσεις του από τον Θεοδωράκη;

Δεν ασχολιόμουν, εγώ περιείχα τα βιβλία του Ρίτσου.

Σαν να μην τον συμπαθείτε τον Θεοδωράκη.

Όχι, δεν τον εκτιμώ. Τον είχα γνωρίσει μέσω του Κομμουνιστικού Κόμματος, παρουσιάσαμε μαζί κάποτε τα 80χρονα της ΕΠΟΝ, αλλά εμένα ποτέ δεν μου άρεσαν οι άνθρωποι «όπου φυσάει ο άνεμος». Ήταν ακραίο για έναν Θεοδωράκη να πει «Καραμανλής ή τανκς». Δεν θα ερχόταν ως εθνοσωτήρας ο Καραμανλής, τον Θεοδωράκη θα περίμενε; Κρίμα για έναν άνθρωπο που έδωσε τόσα επαναστατικά, επικά τραγούδια. Να σας πω ότι έχω τα τραγούδια όλα του Χατζιδάκι και δεν έχω του Θεοδωράκη; Ο Χατζιδάκις ήταν το όνειρο, ο Θεοδωράκης εξαργύρωσε τα πάντα. Θέλω να σας πω κάτι ακόμη για τον Ρίτσο: τον είχα συναντήσει, μεγάλο πια, και μου είπε: «Καλούλα, δεν αντέχω άλλο, με σέρνουν». Ξέρεις τι θα πει αυτό; Το Κόμμα τον έστυβε, τον τράβαγε εδώ κι εκεί. Πίστεψέ με, εκείνη τη στιγμή σιχάθηκα και το Κόμμα και τα πάντα, αφού δεν έχει καμιά ανθρωπιά προκειμένου να εξυπηρετήσει τον σκοπό του.

Πιστεύετε πως ο Ρίτσος είναι από τους μεγαλύτερους ποιητές του 20ού αιώνα;

Βεβαίως! Ο Ελύτης, ας πούμε, ήταν μια αριστοκρατική μορφή που έγινε της μόδας λόγω Κολωνακίου και λόγω της παρέας του Μπραζίλ. Εκεί τον συνάντησα κάποτε να πίνει όρθιος το καφεδάκι του με ένα τρομερά σνομπ ύφος. Δεν είχε το μποεμιλίκι του καλλιτέχνη ο Ελύτης, ήταν αστός!

Κι εσείς αστή δεν ήσασταν;

Ακριβώς επειδή ήμουν αστή σιχαίνομαι τους αστούς και τον κύκλο τους, διότι είναι δήθεν.

Μια αστική καταγωγή σε κάνει ενδεχομένως ανελεύθερο;

Όχι, το επιδιώκεις κι εσύ, αφού τέτοιος είναι ο κύκλος σου και τέτοιους συναναστρέφεσαι. Από κει και πέρα, όμως, γίνεται σαν μόδα, κάτι σαν τη γραβάτα, σαν το κασκόλ.

Κατανοητό. Έχετε σκεφτεί όμως πως ο Ελύτης μπορεί μέσα του να πίστευε ότι είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής;

Ασφαλώς, όπως έχω σκεφτεί επίσης ότι λόγω φρονημάτων και πεποιθήσεων αδικήθηκε ο Ρίτσος και δεν πήρε το Νόμπελ.

Υπήρχαν κι άλλοι εξαιρετικοί αριστεροί ποιητές, σαν τον Τίτο Πατρίκιο.

Με τον Τίτο έχουμε μεγαλώσει μαζί. Έπαιζαν χαρτιά οι γονείς μας κι εμείς στο μπαλκόνι, με μια άλλη τράπουλα, φτιάχναμε σπιτάκια. Βρε, τον Τίτο! (γέλια) Καλός ποιητής κι αυτός, αν και δεν τον είχα παρακολουθήσει πολύ. Κάποια στιγμή, επειδή ήθελα να διευρύνω τις γνώσεις μου, τον είχα για τα φιλολογικά μαθήματα, όχι ως δάσκαλο αλλά ως συζητητή. Διαλόγους κάναμε περισσότερο.

Πείτε μου κάτι, το ότι ήσασταν κομμουνίστρια σας έφερε σε αντιπαλότητα με συναδέλφισσές σας που μπορεί να ήταν δεξιές, βασιλόφρονες, εθνικόφρονες κ.λπ.;

Παναγία μου, τι λες τώρα! Γυρίζαμε απ' την εξορία οι κομμουνιστές και δεν είχαμε πού την κεφαλήν κλίναι. Μια ζωή κυνηγημένοι απ' το επίσημο κράτος. Αν είχες δικό σου σπίτι, ήταν καλά, χωνόσουν, καίτοι ήσουν υπό παρακολούθηση μονίμως. Με ζητούσε ένας θεατρώνης κι έβγαινε η Καλουτά και φώναζε: «Αυτή την κομμουνίστρια δεν τη θέλω στον θίασό μου»! Άσε τη Βέμπο, χειρότερη ήταν αυτή! «Τι θες, μωρ' συ, δω; Κατέβα κάτου» (μιμείται την επαρχιώτικη εκφορά λόγου της Βέμπο). Δεν με έχει κατεβάσει εμένα απ' τη σκηνή, από πρόβα, η Βέμπο; Τι να λέμε τώρα. Καλά, δεν έχεις διαβάσει το βιβλίο μου; Τα λέω όλα μέσα.

Όχι, κυρία Καλό, συνειδητά δεν διαβάζω τίποτα για να γνωρίσω κι εγώ τον συνομιλητή μου κατά τη διάρκεια της συνέντευξής μας.

Εντάξει, είναι κι αυτή μια μέθοδος, αν σου πετυχαίνει εσένα! Δέχτηκα, λοιπόν, bullying από τις εθνικοβασιλοφρονοδεξιές, μέχρι που βρέθηκαν η Ηρώ Χαντά, ο Αυλωνίτης, ο Κυριάκος Μαυρέας και ο Ορέστης Μακρής. Εντάξει, η Χαντά ήταν πάμπλουτη αλλά από πεποίθηση τα 'χε αφήσει όλα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, και μαζί αυτοί οι τρεις-τέσσερις άλλοι άνθρωποι με πήραν στον θίασό τους και μου έδωσαν δουλειά.

Στην Ικαρία πώς βρεθήκατε εξόριστη;

Είμαστε το 1947 μες στον Εμφύλιο και οι συλλήψεις γίνονταν η μία μετά την άλλη. Εκεί να φχαριστιόταν η ψυχή σου συλλήψεις! Παίζαμε την επιθεώρηση «Το παρδαλό κατσίκι» κι έβλεπα κάθε βράδυ δύο τύπους να παρακολουθούν όρθιοι την παράσταση. «Αυτοί είναι καλόπαιδα», σκεφτόμουν, «Καλή, ετοιμάσου»! Μοιραζόμουν το καμαρίνι με τη Δάφνη Σκούρα και δυο-τρεις άλλες από τον θίασο Βέμπο, χωρίς τη Βέμπο, που ήταν σε περιοδεία στην Αμερική. Αν ήταν η Βέμπο, δεν θα ήμουν εγώ, αλλά ευτυχώς που ήταν εκεί ο Τραϊφόρος, ο οποίος με ήξερε από μωρό και μ' αγαπούσε. Στο «Παρδαλό κατσίκι» έπαιζαν οι πέντε άσοι: ο εξαίρετος Φιλιππίδης της οπερέτας, ο Μαυρέας, ο Κοκκίνης, ο Αυλωνίτης και ο Μακρής. Για πρώτη φορά είχε γραφτεί «Σύμπραξη Καλής Καλό» κι εγώ έκανα χαρούλες, αλλά, από την άλλη, βλέποντας τις καθημερινές συλλήψεις, είχα ετοιμάσει ένα βαλιτσάκι με εσώρουχα και τα βασικά και το 'χα πάντα στο καμαρίνι μου. Στο διάλειμμα, μεταξύ δύο παραστάσεων ‒διότι είχαμε την τύχη να παίζουμε δύο παραστάσεις ημερησίως‒, έρχονται πάνω τα καλόπαιδα: «Κυρία Καλό, έρχεστε μαζί μας δυο λεπτάκια; Μια ερώτηση θα σας κάνουν». Απαντώ: «Ξέρω την ερώτηση που θα μου κάνουν, την έχω έτοιμη τη βαλίτσα μου». «Μα, δεν χρειάζεται» μου κάνουν αυτοί. Ήταν και παλιάνθρωποι δηλαδή, αλλά εγώ επέμενα και είχα και την κόρη μου μωρό παιδί. Έρχονται ξοπίσω μου στην Ασφάλεια η Ρένα Ντορ, ο Κοκκίνης και ο Μακρής. Θυμάμαι και τα ονόματα, διοικητής ήταν τότε ο Ρακιντζής. «Κυρία Καλό, ξέρετε πολύ καλά γιατί είστε εδώ» μου λέει. «Θα σας δώσω ένα χαρτάκι να υπογράψετε να τελειώνουμε». «Τι να υπογράψω;» ρωτάω εγώ. «Την ατίμωσή μου; Εγώ έχω μία ιδέα και στην Ισπανία για μία ιδέα εκτέλεσαν και τον Λόρκα. Αν νομίζετε ότι κι εδώ πέρα μπορείτε να εκτελείτε για μια ιδέα τον κόσμο, τότε σκοτώστε με». Ο καημένος ο Κοκκίνης να μου λέει: «Έλα, παιδάκι μου, μια υπογραφή είναι, μισό γραμμάριο μελάνης κάνει». Ο δε Ορέστης Μακρής: «Την Μπουμπουλίνα θες να μου παραστήσεις; Βάλε εκεί την υπογραφή να βγάλουμε την παράσταση» (γέλια). Εγώ, όμως, αισθανόμουν όχι Μπουμπουλίνα αλλά κι εγώ δεν ξέρω τι. Ζαν Ντ' Αρκ!  

Και καλά κάνατε.

Θα πρόδιδα την ιδέα μου; Δεν είμαστε καλά! Ξέρεις τι κατάλαβα όμως μετά και το έγραψα κιόλας; Το Κόμμα μάς είχε ποτίσει, μας είχε κάνει πλύση εγκεφάλου. «Μην τύχει και βάλεις υπογραφή, είναι προδοσία». Δηλαδή, όταν υπέγραψα στην Ικαρία και γύρισα και με ξαναπιάσανε κι άφησα το μωρό μου στη μητέρα μου στις Φυλακές Αβέρωφ, η οποία ήταν κατηγορούμενη εις θάνατον, να μην υπέγραφα; Να το μεγάλωνε το παιδί μου η γειτονιά; Σήμερα, που έχουν περάσει τόσες δεκαετίες, δεν αισθάνομαι καμία ντροπή, απεναντίας αισθάνομαι ντροπή για το Κόμμα και την πλύση εγκεφάλου! Πόσοι ήρωες έφυγαν γι' αυτό το γραμμάριο μελάνης; Μου άλλαξε κανείς εμένα την ψυχή μου, τα πιστεύω μου; Εκατό υπογραφές να βάλεις, λοιπόν, τι έγινε; Αυτό, δυστυχώς, ήταν το μεγάλο λάθος του ΚΚΕ και πήρε πάρα πολύ κόσμο στον λαιμό του.

Σήμερα πώς το κρίνετε το ΚΚΕ; Ας αφήσουμε κατά μέρος την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτός ο καημένος ο Κουτσούμπας κάτι προσπαθεί να κάνει, αλλά εγώ έχω κρατήσει μια κουβέντα που μου είχε πει ο Φλωράκης! Ήμασταν πάρα πολύ δεμένοι με τον Χαρίλαο, άσχετα με το αν εγώ στη διάσπαση ακολούθησα τον Κύρκο και το ΚΚΕ Εσωτερικού. «Γιατί παραιτήθηκες;», τον είχα ρωτήσει τον Φλωράκη, «και μας έφερες αυτή την ποντικομαμή την Παπαρήγα; Τι είναι αυτή τώρα;».

Την αδικείτε την Αλέκα, νομίζω.

Μα, ξέρεις πόσους άφησε άνεργους με το Πάμε-Πάμε; Να κλείνει τα βαπόρια και να μην κατεβαίνουν οι τουρίστες καλοκαιρινή σεζόν; Τι σόι πολιτική είναι αυτή; Έστειλε όλες τις μικρές επιχειρήσεις σε Βουλγαρία και Αλβανία κι έχασαν εδώ οι εργάτες το μεροκάματό τους!

Τι σας απάντησε, τελικά, ο Φλωράκης τότε;

Ότι είδε στην τηλεόραση τον Μπρέζνιεφ να τον κρατάνε δύο όταν κατέβαινε απ' το αεροπλάνο στο Παρίσι και δεν μπορούσε να φανταστεί έτσι τον εαυτό του. «Κάτσε, ρε Χαρίλαε», του είπα εγώ, «μια χαρά άντρας, δύο μέτρα, καλά βαστάς, πώς θα καταντήσεις έτσι κι εσύ;». Του τα 'πα, αλλά καταδίκασε το Κόμμα κι αυτός. Η μεγάλη κουβέντα όμως που μου είπε αυτή ήταν: «Το Κόμμα εμείς οι ίδιοι θα το καταστρέψουμε, αν δεν εγκαταλείψουμε την ξύλινη γλώσσα μας!».

Ο Κύρκος ήταν άλλη περίπτωση, έτσι;

Α, ο Κύρκος ήταν ο Άγιος Κύρκος! Ο Φλωράκης ήταν αυτός που ήτανε, βλάχος, ωραίος, που τα 'λεγε σταράτα, τη βαθιά καλλιέργεια όμως ο Κύρκος την είχε! Ήταν λόγιος, άνθρωπος του πνεύματος, είχαν και μεγάλη φιλία με τον Μάνο Χατζιδάκι, μπορούσες να κάνεις κουβέντες σε βάθος μαζί του. Τους τελευταίους μήνες πριν πεθάνει από διάχυτο καρκίνο η γυναίκα του, που την είχε στο σπίτι κατάκοιτη, πηγαίναμε εναλλάξ μερικές συντρόφισσες και του σιδερώναμε τα πουκάμισα.

Πόσο σας λείπουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, κυρία Καλό;

Πάρα πολύ! Ιδιαίτερα ξέρεις ποιοι; Όχι τα μεγάλα κεφάλια, οι τιτλούχοι, αλλά οι απλοί άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόμουν στο θέατρο.

Ξέρετε τι με έχει εντυπωσιάσει; Τόση ώρα μιλάμε για τα κομμουνιστικά ιδεώδη, τους αγώνες σας, αλλά παρακάμπτουμε τους ανθρώπους του σιναφιού σας.

Καμία σχέση! Τους προσπερνάω όλους αυτούς που γι' άλλους είναι μύθοι. Άκουσε να σου πω, είχα την ατυχία να προέρχομαι από μεγαλοαστική οικογένεια. Διψούσα, όμως, για μάθηση και στα 12-13 μου μιλούσα πολλές ξένες γλώσσες. Όταν συγχρωτιζόμουν με τον Βόκοβιτς ή τον Κατράκη, μπορούσα να μπαίνω σε βαθιές συζητήσεις. Τι να έλεγα με τη Βέμπο, τη Βεμπάρα, που άμα άνοιγε το στόμα της είχε το χυδαιότερο υβρεολόγιο; Η Καλουτά δεν ήταν έτσι, δεν έβριζε, αλλά ειρωνευόταν και ήταν τρομερά ανταγωνιστική και μικρόψυχη. Αν έπαιζες μαζί της στη σκηνή, μπορεί να φορούσε μια τεράστια ουρά στο φόρεμα για να περάσει από μπροστά σου και να σε κρύψει απ' τον κόσμο.

Κάτι που μπορεί να μην είχαν οι πιο λαϊκοί κωμικοί σαν τον Αυλωνίτη.

Πώς να ανταγωνιζόταν εμένα ο Αυλωνίτης; Καλός άνθρωπος ήτανε και είχε μεγάλο καλαμπούρι. Υπήρχαν όμως κι άλλοι, κακοί άνθρωποι: ο Γιώργος Γαβριηλίδης με τη Μαρίκα Κρεβατά, που μόλις τα είχαν φτιάξει, λίγο πριν παντρευτούν, έπαιζαν μαζί και μου έκαναν τον βίο αβίωτο από καθαρή ζήλια της Κρεβατά. Φορούσα έναν φιόγκο στο νούμερο και με τράβηξε ο Γαβριηλίδης να μη βγω να χαιρετήσω, που γινόταν χαμός από το χειροκρότημα! Τελικά, βγήκα και του 'μεινε ο φιόγκος στο χέρι!

Έχετε και μία δυσάρεστη ιστορία με τη Ρένα Βλαχοπούλου νομίζω.

Α, καλά είσαι! Παιδιά μου, ο κόσμος έβλεπε τους ηθοποιούς στο θέατρο και τον κινηματογράφο και νόμιζε πως ήταν ίδιοι με τους ρόλους τους, οι καλοί οι κωμικοί κ.λπ. Δεν ήταν έτσι! Η εικόνα τους δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα. Να σου πω και για τη Βλαχοπούλου. Η γυναίκα αυτή ήταν αφόρητα τσιγκούνα. Στις πρεμιέρες κρυβόταν για να μη δώσει πουρμπουάρ στα παιδιά που μας έφερναν τα λουλούδια. Κανείς δεν είχε δει το φράγκο της, ούτε και τα καφενεία των θεάτρων. Έφερνε πάντα τον καφέ από το σπίτι της! Φρικτή ήτανε!

Εντούτοις δεν είχατε τσακωθεί ποτέ.

Καλέ, μόνο; Την είχα χαστουκίσει τότε που παίζαμε στο «Σαμπάνια και ρετσίνα». Τότε ήμασταν τρεις συνθιασάρχες, Βλαχοπούλου - Χατζηχρήστος - Καλή Καλό. Είχε έρθει να μας δει ο πρωθυπουργός, ο Καραμανλής. Όπως συνηθιζόταν, ανέβαιναν μετά οι επίσημοι προσκεκλημένοι να συγχαρούν τους ηθοποιούς. Κάποια στιγμή ζήτησαν οι φωτορεπόρτερ να βγάλουμε μια φωτογραφία με τον πρωθυπουργό ‒ ακόμα έχω τη φωτογραφία αυτή που κρατάω αγκαζέ τον Καραμανλή. Η οποία φωτογραφία, όπως καταλαβαίνεις, την επομένη μπήκε στα «Νέα», στην ειδική σελίδα που είχαν με τα καλλιτεχνικά του Μαμάκη. Είναι Κυριακή και μπαίνω στο θέατρο πριν αρχίσει η παράσταση. Διασχίζω τη σκηνή ‒ αυτηνής το καμαρίνι ήταν πάνω και το δικό μου κάτω. Μαζί μου είχα και τη Γιουλίτσα μου, που δεν είχε σχολείο. Σαν να τη βλέπω τώρα τη Βλαχοπούλου: κρεμιόταν απ' την κουπαστή και την ακούω να λέει σε μια άλλη συνάδελφο για να τ' ακούσω εγώ: «Δεν μου λες, εσύ δεν έκανες νυχτιά με τους δημοσιογράφους για να σου βάλουν τη φωτογραφία σου με τον Καραμανλή;».

Συγγνώμη που το ρωτάω έτσι, αλλά εννοούσε «εσύ δεν πηδήχτηκες με τους δημοσιογράφους»;

Μάλιστα! Αυτήν τη γλώσσα χρησιμοποιούσε! Έλα όμως που την προηγούμενη εβδομάδα την είχαν πιάσει μέσα σ' ένα αμάξι στη λεωφόρο Συγγρού για προσβολή της δημοσίας αιδούς!

Τι έκανε δηλαδή και την έπιασαν;

Αυτό που φαντάζεσαι, το 'χαν γράψει και οι εφημερίδες της εποχής! Γυρνάω λοιπόν και της λέω: «Εγώ έβγαλα μια φωτογραφία μπροστά σε όλο τον κόσμο. Τουλάχιστον εμένα δεν με πιάσαν για προσβολή της δημοσίας αιδούς!». Κλείνομαι στο καμαρίνι μου και κατεβαίνει αυτή επιθετική. Γυρνάω και της τραβάω ένα χαστούκι που ήταν όλο δικό της: «Δε ντρέπεσαι λίγο! Δεν σεβάστηκες ούτε το παιδί μου, που το 'χω μαζί μου»! Κι ήμασταν φίλες, παρακαλώ πολύ, και δεμένες μάλιστα. Δεν ξαναμιλήσαμε έκτοτε.

Παρ' όλα αυτά, ενώ η Βλαχοπούλου ακόμα μπαίνει στα σπίτια όλων μέσω των ταινιών της, εσείς δεν κάνατε σχεδόν καθόλου κινηματογράφο.

Ποτέ δεν με τράβηξε ο κινηματογράφος και τώρα μετανιώνω που δεν εισπράττω ποσοστά από ταινίες που μπορεί να είχα γυρίσει. Μια-δυο ταινίες είχα κάνει, αλλά θεωρώ καλύτερη τις «Ερωτικές ιστορίες» του Καψάσκη, σπονδυλωτή ταινία, σε σενάριο της Λούλας Αναγνωστάκη. Εκεί είχαμε παίξει με τη Βουγιουκλάκη, τον Διαμαντόπουλο, την Παΐζη, τον Κούρκουλο. Παίζεται ακόμα στα κρατικά κανάλια, θεωρείται από πολλούς μία από τις καλύτερες ταινίες της Βουγιουκλάκη. Φιλία δεν είχαμε ποτέ με την Αλίκη, αλλά πάντα θα πέρναγα να τη χαιρετήσω από το καμαρίνι της ή κάναμε χαρές όποτε βλέπαμε η μία την άλλη σε εκδηλώσεις στον Αστέρα και αλλού.

Γενικά, δεν κάνατε φιλίες με ανθρώπους του χώρου σας.

Όχι, ποτέ. Πίστεψέ με, ο καλύτερός μου φίλος, που με πούλησε μετά από τριάντα χρόνια κολλητής φιλίας, ήταν ένας πολιτευόμενος με τη Νέα Δημοκρατία. Είχε κλάψει στους ώμους μου, ήξερε τα μύρια όσα της ψυχής μου. Τον έπιασα σε ένα τηλεφώνημα να με κουτσομπολεύει. Μου γκρέμισε όλη μου την πίστη για τον άνθρωπο, δεν φαντάζεσαι την απογοήτευσή μου.

Είστε απόλυτη ως άνθρωπος, άμα σας κάνουν τη «στραβή»;

Κατεβάζω ρολά με τη μία! Τελείωσε, δεν ξανανεβαίνουν.

Αυτό πάλι προϋποθέτει να έχεις βαθιά αυτογνωσία σχετικά με το αν είσαι κι εσύ σωστός ή όχι απέναντι στους άλλους.

Σαφώς. Δεν μπορείς να είσαι εσύ ακέραιος και ο άλλος να 'ναι μισός.

Θεωρείτε ότι έχετε βλάψει άνθρωπο σε μια τόσο μεγάλη πορεία ζωής;

Είναι δυνατόν να μην έχουμε κάνει λάθη; Αλλά λάθη που να 'χουν κάνει κακό στους άλλους, όχι, δεν νομίζω. Εκτός, βέβαια, από κάτι ερωτευμένους, στους οποίους δεν ήμουν διατεθειμένη να ενδώσω. Και να το γράψεις αυτό, ποτέ δεν έκανα σχέση ερωτική με ανθρώπους του χώρου. Και τις τρεις φορές από έρωτα και συναίσθημα παντρεύτηκα, αλλά με εξωθεατρικούς άντρες.

Με την απόσταση τόσων χρόνων επίσης, θα λέγατε ότι έχετε συγχωρήσει τους βασανιστές σας στην Ικαρία;

Δεν έχω συγχωρέσει την τότε πολιτική των φασιστών και της δεξιάς. Πώς να συγχωρέσω τον Κανταράκια, που τον λέγαμε Καθικάκια, και που για να πάω να κάνω ένα μπάνιο στον Άγιο Κήρυκο έπρεπε να πάρω ειδική άδεια από τη Χωροφυλακή; Όχι, αυτό δεν το συγχωρώ!

Φοράτε έναν μεγάλο σταυρό στον λαιμό σας. Ως κομμουνίστρια είστε θρησκευόμενη, χριστιανή;

Βεβαίως. Συνειδητά πιστεύω σε μια μεγάλη δύναμη της φύσης που λέγεται αύρα, ψυχικό σθένος, αόρατη δύναμη.

Εδώ όμως έχουμε κάτι πιο συγκεκριμένο, τον Εσταυρωμένο.

Πιστεύω στην Παναγία και στον Χριστό γιατί υπήρξαν.

Ως ιστορικά πρόσωπα; Βεβαίως.

Χωρίς σταυρό δεν μπορώ. Δεν το κάνω από επίδειξη, αλλά νιώθω την ανάγκη να κουβαλάω πάνω μου έναν σταυρό. Όπως πιστεύω στον Λένιν, στον Μπαλζάκ και στον Βολταίρο, έτσι πιστεύω στον Χριστό και στην Παναγία!  

Μου αρέσει όπως τα λέτε, αλλά πως την «παλεύατε» με κομμουνιστές της σειράς σας, που ούτε ν' ακούσουν δεν ήθελαν για Χριστούς και Παναγίες;

Από μικρό παιδί τίποτα δεν με επηρέαζε επ' αυτού. Με θυμάμαι να κάνω τον σταυρό μου και πρωί και βράδυ, αυτό μόνο. Ίσως είχα ισχυρή προσωπικότητα και δεν κρατιόμουν απ' την αθεΐα των άλλων συντρόφων. Η μητέρα μου, βέβαια, δεν ήταν έτσι, δεν είχε ιδιαίτερη θρησκευτική συνείδηση, αλλά για να το ξεκαθαρίσω κι αυτό, μέχρι σήμερα ούτε εγώ πηγαίνω στην εκκλησία. Πιστεύω πολύ στο μάτι, στην κακή ενέργεια, στον αρνητισμό του άλλου. Πρώτη φορά πήγα στην εκκλησία και ζήτησα από τον παπα-Χαράλαμπο να με ξεματιάσει.

Μιλήστε μου λίγο και για τα χρόνια της χούντας.

Δυστυχώς, τα χρόνια της χούντας είναι συνδεδεμένα με τη μεγαλύτερη τραγωδία που έχω βιώσει στη ζωή μου (σ.σ. βαριανασαίνει). Παραμονή Πρωτοχρονιάς του '73 έχουμε πάει με τον τρίτο και τελευταίο μου άντρα, καπετάνιο στο επάγγελμα, να παίξουμε χαρτιά σε φιλικό σπίτι. Επιστρέφοντας τα ξημερώματα ακούμε ένα «μπαμ» και γκρεμίζεται όλο το σπίτι. Και μαζί με το σπίτι γκρεμίστηκε και το παιδί μου! Ολόκληρη η αριστερή πλευρά του Χρήστου μου εξαφανίστηκε!

Τι συνέβη ακριβώς δηλαδή;

Ο Χρήστος μου από έξι ετών είχε αρχίσει να πειραματίζεται με τη χημεία, να φτιάχνει ξίδι, σαπούνια κ.λπ. Σε ένα από τα πειράματά του, λοιπόν, ανατινάχτηκε και ο ίδιος! Του 'φυγε το χεράκι του, το ένα του ματάκι. Από το '73 μέχρι το '87 που έφυγε, στα 27 του, δεν υπήρξε πόλη της Ευρώπης με κλινική ή νοσοκομείο που να μην πήγαμε. Ο άντρας μου έτρεξε μέχρι ένα σημείο, δεν άντεξε, χωρίσαμε και το τράβηξα όλο μόνη μου.

Το παιδί όλα αυτά τα χρόνια «λειτουργούσε» βιολογικά;

Απόλυτα. Ήταν τυφλό και έδωσε προφορικές εξετάσεις στο υπουργείο, όπου πέρασε με υποτροφία ‒ και όχι μόνο. Ο Βαρώτσος τον πήρε στην ομάδα του που έφτιαξε το μηχάνημα ΒΑΝ, τον σεισμογράφο. Ήταν ο πρώτος που πήρε κομπιούτερ μεγάλο σαν δωμάτιο στην Αθήνα του 1979 -80. Έρχονταν ο Βαρώτσος με το team του και συμβουλεύονταν έναν 19χρονο. Για τον Αϊνστάιν της Ελλάδας τον είχανε όλοι! Δεν είναι τυχαίο ότι τα εξάμηνα από τον θάνατό του τα έκανε το πανεπιστήμιο.

Πόσο έχετε αγωνιστεί στη ζωή σας, κυρία Καλό, είναι τρομερό πραγματικά.

Πούλησα τα πάντα για το παιδί μου, γι' αυτό σήμερα περνάω δύσκολα. Έδωσα κτήματα, σπίτια, πούλησα και τη σχολή που είχα ανοίξει στα τέλη του '60. Βοήθησε και ο Βαρδινογιάννης, με τον οποίο έχουμε στενή συγγένεια. Πήγαμε στο Λονδίνο και ο Χρήστος έμεινε στην ίδια κλινική, στο ίδιο δωμάτιο όπου είχε μείνει και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ όταν είχε κάνει την τραχειοτομή μετά από πνευμονία. Σκέψου τι κλινική ήτανε! Τι σημασία έχουν όλα αυτά, τα λέω για να δεις τι λεφτά έχουν ξοδευτεί για έναν και μοναδικό σκοπό, τη βελτίωση της ζωής του Χρήστου μου. Όλο το αποθεματικό που είχαμε με τον άντρα μου έφυγε. Τα δε κοσμήματα έφευγαν με το κιλό! Τελικά, το παιδί μου έφυγε σε μια νύχτα, στα 27 του. Είχε καταρρεύσει ο οργανισμός του από τα φάρμακα και τις επεμβάσεις. Σάββατο βράδυ μου παραπονέθηκε για αιματουρία και ένα 24ωρο μετά έφυγε. Σηψαιμική νεφροπάθεια, είχαν σαπίσει οι νεφροί του και δεν το πήραμε χαμπάρι.

Πώς να ξεπεραστεί αυτή η πληγή, κυρία Καλό;

Με τίποτα δεν ξεπερνιέται, πιστέψτε με, με τίποτα. Μετά τα εννιάμερα, πήρα τη γραμματέα μου με τη μικρή της οικογένεια και πήγα στην Αστυπάλαια. Έζησα για έξι χρόνια σαν απόλυτη ερημίτισσα! Τότε η Αστυπάλαια είχε τριακόσιους κατοίκους. Το μοναδικό σπίτι πάνω στον λόφο εγώ το 'χα νοικιάσει για να βλέπω το λιμάνι και την Πορταΐτισσα απέναντι. Έκανα παρέες με τους εκεί Αθηναίους, τον αστυνόμο, τον γιατρό. Είχα πάρει και μια βάρκα, πήγαινα για ψάρεμα, κολυμπούσα, ξεχνιόμουν.

Πάλι καλά που είχατε κάνει νωρίς-νωρίς και την κόρη σας από τον πρώτο γάμο.

Την κόρη μου την είχα στείλει στα 18 της στην Ελβετία να κάνει μεταπτυχιακό. Γνώρισε τον Βάλτερ, τον πρώτο της άντρα, ένα πολύ καλό και πολύ όμορφο παιδί από τη Ζυρίχη, αλλά χώρισε γρήγορα, καθώς είναι αψίκορη. Έχοντας και δικό της εισόδημα, ξαναπαντρεύτηκε τον Χάραλντ, που είναι μαζί του πλέον 35 χρόνια.

Θα έχετε και εγγόνια, λοιπόν.

Όχι, ευτυχώς. Γιατί ευτυχώς; Γι' αυτό σου τη χαρακτήρισα αψίκορη! Έπαιρνε ένα παπάκι, το χαιρόταν, μετά από μια βδομάδα: «πάρ' το, μαμά».

Ένα παιδί, όμως, δεν θα ήταν παπάκι ούτε κοτοπουλάκι.

Δεν είσαι καλά! Ζωή να 'χει το πουλάκι μου, αλλά το παιδί θα μου το άφηνε εμένα, να 'σαι σίγουρος! Είναι ζωγράφος αυτή εκεί τώρα, κάνει εκθέσεις, είναι αναγνωρισμένη. Μιλάμε στο τηλέφωνο, πιο πολύ με τον Χάραλντ, τον άντρα της. Με το που έρχονται στην Ελλάδα, περνάνε κατευθείαν στους Φούρνους Ικαρίας, δεν μένουν Αθήνα. Πήγαινα κι εγώ και τους έβλεπα, αλλά τα τελευταία χρόνια δεν βγαίνω οικονομικά για να το κάνω. Πάντως, το ότι δεν φούνταρα αμέσως μετά τον θάνατο του γιου μου πιστεύω ότι το οφείλω στην κόρη μου. Με τον Χρήστο είχαμε τελείως άλλη σχέση. Ήταν με ένα χεράκι και μου έλεγε: «Μανούλα, να σε τρίψω, να σου ρίξω βεντούζες;».

Δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω και για τη συμμετοχή σας στην τηλεόραση, π.χ. στη «Λάμψη» του Φώσκολου.

Όταν αποφάσισα να μαζέψω τα κομμάτια μου και να γυρίσω από το νησί, είχα συνειδητά αποκοπεί από το θέατρο και δεν επιθυμούσα επανασύνδεση. Με διευκόλυναν ο Φώσκολος και ο Μανουσάκης, που μου έδωσαν ρόλους στην τηλεόραση. Ο Φώσκολος με «αυτοκτόνησε» γιατί ζήτησα παραπάνω χρήματα, με «εξετέλεσε». Μάλιστα, επειδή αυτός έγραφε τα σενάρια και δεν ερχόταν στα γυρίσματα, ρωτούσα τον σκηνοθέτη: «Δεν μου λες, πώς να πεθάνω, με ανοιχτά ή κλειστά μάτια;» κι αυτός μου απαντούσε: «Αν πεθάνεις με ανοιχτά μάτια, πεθαίνεις μια και καλή. Πέθανε, λοιπόν, με κλειστά μάτια καλύτερα, διότι Φώσκολος είναι αυτός, μπορεί να σε αναστήσει σε επόμενα επεισόδια» (γέλια). Το τι γέλια έχουμε κάνει με τη Δανδουλάκη! Αυτοσχεδιάζαμε στις ατάκες και σερνόμασταν χάμω από τα γέλια! Έχει τρομερή αίσθηση του χιούμορ η Δανδουλάκη, να το ξέρετε! Είχε κι ένα άλλο καλό η Δανδουλάκη, δεν παράτησε το θέατρο ενόσω έπαιζε στη «Λάμψη», εν αντιθέσει με τον Χρήστο Πολίτη που τον «έφαγε» ο Δράκος, γιατί είχε παρατήσει όλα τα άλλα. Και μιλάμε για έναν εξαίρετο ηθοποιό, που τον είχα δει στον πιο καταπληκτικό «Ιππόλυτο» στο Ηρώδειο! Μια ταφόπλακα ήταν τελικά η «Λάμψη» για τους ηθοποιούς της, όπως ταφόπλακα ήταν και το Εθνικό Θέατρο. Δεν ήμουν κι εγώ πρωταγωνίστρια για πέντε χρόνια με το ΚΘΒΕ; Έπαιζα ένα έργο μία στο τόσο, δεν υπήρχε δουλειά.

Με το Τέχνης του Κουν δεν είχατε ποτέ σχέσεις;

Όχι, αν και τον Κουν τον ήξερα, είχαμε γνωριστεί. Τον θεωρώ καταστροφέα της αρχαίας τραγωδίας και θα σας πω γιατί. Ήθελε να κάνει τα δικά του, υποτίθεται μοντέρνα, και δυστυχώς σήμερα έχει αφήσει επιγόνους. Η «κουνική» γραμμή λέει να καταργήσουμε κάθε παράδοση, όπως τώρα οι ανόητοι αυτοί θέλουν να καταργήσουν τα εθνικά σύμβολα για να μη θυμίζει τίποτα την Ελλάδα! Τα ίδια έκανε και ο Κουν, ήθελε να καταργήσει οτιδήποτε θύμιζε αρχαίο θέατρο ή αρχαία τραγωδία ή αρχαία κωμωδία. Για μένα, και μιλάω εντελώς προσωπικά, τραγωδία χωρίς τα αρχαία κοστούμια δεν είναι τίποτα! Με συγχωρείς πάρα πολύ, αλλά όταν εγώ πηγαίνω στην Επίδαυρο και βλέπω μπλουτζίν, ψηλά καπέλα και αυτοκίνητα επί σκηνής, το θεωρώ την απόλυτη ξεφτίλα του αρχαίου ελληνικού θεάτρου.

Είναι τρομερά συντηρητική αυτή η άποψη, κυρία Καλό.

Όχι, τι θα πει συντηρητική; Είναι σαν να μου αλλάζεις τα πρόσωπα του Χριστού και της Παναγίας! Δεν θέλω, αφού έτσι τα μάθαμε, έτσι τα ξέρουμε, τι να κάνουμε τώρα;

Καλύτερα τότε να μην ξαναπατήσετε στην Επίδαυρο, δεν θα περάσετε καλά.

Μα, δεν πάω! Από τότε έχω να πάω, από τις παραστάσεις του Κουν! Στην Ελλάδα, δυστυχώς, οι σχολές θεάτρου καταστρέφουν τα ταλέντα και οδηγούν στη γραμμή δημιουργίας ιδιωτικών σχολών. Βλέπαμε από παλιά κάποιον και λέγαμε αυτός είναι «κουνικός» ή «ροντηρικός» ή «μουζενιδικός». Αλλοιώνονταν τα ταλέντα που έβγαιναν. Μόνο ο Κωστής Μιχαηλίδης άφηνε ελεύθερους τους ηθοποιούς του! Κάποτε είχα τσακωθεί με τον Αλέξη Σολομό, με τον οποίο ήμασταν πολύ φίλοι, μέχρι που έφυγε το χρυσό μου. Έπρεπε να πω το κείμενο του Μπρεχτ, έκανα μια πόρνη που έλεγε «σε γράφω στον πισινό μου», αλλά ξέρεις ποια λέξη...

«Στον κώλο μου» εννοείτε.

Ναι, αυτό. Να, είδες; Ντρέπομαι να το πω. Έλα όμως που εγώ δεν είχα πει στη ζωή μου κανέναν κακό λόγο ως κόρη καλής οικογενείας. «Θα το πεις» μου έλεγε ο Σολομός. «Δεν μπορώ, Αλέξη μου» του απαντούσα κι αυτός συνέχιζε: «Μα, θα αλλάξεις το κείμενο του Μπρεχτ;». Δεν το είπα, αλλά και ο Σολομός δεν με μίσησε, παραμείναμε αγαπημένοι.

Ζείτε στην Κυψέλη, κυρία Καλό, εδώ που έμεναν και οι συγχωρεμένες Σπεράντζα Βρανά και Ζωή Φυτούση.

Είμαι γέννημα θρέμμα Αθηναία, Κυψελιώτισσα. Με τη Σπεράντζα δεν κάναμε παρέα, αλλά ήταν απ' τους λίγους συναδέλφους που αγαπούσα πολύ. Ούτε με τη Φυτούση ήμασταν φίλες, αλλά είχαμε δουλέψει μαζί κι έχω καλές μνήμες. Η Σπεράντζα πάντως δεν ήταν κουτσομπόλα, δεν σε σχολίαζε πισώπλατα, μια χαρά κοίταγε τη ζωή της και δεν έδινε σημασία στους άλλους. Πρώτα απ' όλα αυτοσαρκαζόταν, ίδιον ευφυών ανθρώπων. Μπορεί να έβγαινε άφτιαχτη, απεριποίητη στη σκηνή, αν δεν κοιταζόταν τελευταία στιγμή. Μια φορά παίζαμε μαζί στο Ακροπόλ και της έσπασε μια σούστα. Μας φώναζε: «Μια παραμάνα, βρε παιδιά, βγαίνω, βγαίνω» (γέλια). Ήταν ωραίος άνθρωπος η Σπεράντζα!

Σας άρεσαν ανέκαθεν οι χύμα άνθρωποι;

Ναι, οι ντόμπροι, οι ευθείς, καθαροί άνθρωποι!

Τελικά, κυρία Καλό, στη ζωή σας ποτέ δεν φοβηθήκατε να πείτε ευθαρσώς τη γνώμη σας. Αυτό είναι, θα έλεγα, το βασικό σας χαρακτηριστικό.

Εδώ δεν φοβήθηκα να την πω στον Ζαχαριάδη, για ποιον άλλο να φοβόμουν; Είχε έρθει από την εξορία στην Ελλάδα για να δει τους συντρόφους του. Μαζευτήκαμε όλοι με την κομμουνιστική ομάδα του Θεάτρου. Εγώ θα ήμουν 17 ετών τότε. Μπαίνει μέσα, σηκώθηκαν όλοι, χειροκρότημα. Κάτι λέει, φεύγει, όρθιοι πάλι, χειροκρότημα. Ξανάρχεται, το ίδιο! Αυτό θα έγινε άλλες πέντε-έξι φορές. Με την παιδική μου αφέλεια, όταν μας έδωσε τον λόγο, σήκωσα πρώτη-πρώτη το χέρι. «Σ' ακούμε, συντρόφισσα» μου κάνει. Λέω: «Σύντροφε Ζαχαριάδη, μπαίνεις-βγαίνεις, ξαναμπαίνεις-ξαναβγαίνεις και σηκωνόμαστε όλοι και χειροκροτάμε. Γιατί να γίνεται αυτό, μία φορά καλά δεν είναι;». Τα έχασε προς στιγμήν ο άνθρωπος και μου απάντησε ήπια: «Σωστό! Κοίτα, μικρή συντρόφισσα, άμα θες, εσύ μην το κάνεις». Οι άλλοι, όμως, οι σκληροπυρηνικοί κομμουνιστές, φώναζαν: «Διαγραφή! Έξω γρήγορα!». Με πιάνει ένα κλάμα και πάω κάτω στο υπόγειο και βρίσκω τον καθοδηγητή μου, τον μπαρμπα-Λυκούρη, θεός σχωρέστον. «Μη μου κλαις» μου κάνει. Και συνεχίζει: «Θέλεις να είσαι καλός κομμουνιστής; Θα είσαι "βλέπε - άκου - σώπα"». «Και πώς θα λέμε τη γνώμη μας;» τον ξαναρωτάω. «Μόνο εκεί όπου χρειάζεται» ήταν η απάντησή του.

Πώς περνάτε τον χρόνο σας σήμερα, την καθημερινότητά σας;

Πηγαίνω στη Φωκίωνος με φίλους, καμιά φορά και στο Άλσος Γαλατσίου που είναι όμορφα. Όσο με βαστάει το σώμα μου πηγαίνω και καμιά εκδρομούλα. Οδηγώ κιόλας.

Οδηγείτε;

Ναι! Γιατί πολλοί με ρωτάνε παράξενα, σαν και σένα, όταν λέω ότι οδηγώ;

Είναι που δεν μπορώ να οδηγήσω εγώ και ούτε πρόκειται, τόσο αγχώδης και νευρικός που είμαι.

Αλήθεια; Εγώ, αγόρι μου, οδηγώ από 15 χρονών παιδί. Στα 16 μου ο πατέρας μου μού πήρε από τη Λιβύη ένα απ' τα χακί τζιπάκια που είχαν αφήσει οι Εγγλέζοι. Έχω κάνει και εγχείρηση καταρράκτη, μια χαρά οδηγώ, σε βεβαιώνω.

Με τον χρόνο που κυλάει τι σχέση έχετε, τον φοβάστε;

Με προβληματίζει. Έχε υπ' όψιν, είμαι σχεδόν 90 ετών. Θέλω να καλέσω τον φίλο μου τον Σπύρο Μπιμπίλα να μιλήσουμε και να του παραδώσω το αρχείο μου, όταν έρθει και μένα η ώρα μου. Βλέπεις εκεί κάτι σπανιότατους κλασικούς δίσκους που έχω με τον Φον Κάραγιαν; Και να ήταν αυτά τα βινύλια μόνο...

Να το κάνετε, κι εγώ έχω κληρονομήσει τη δισκοθήκη του Κούνδουρου. Αυτό τον είχατε γνωρίσει άραγε;

Ήμασταν πολύ φιλαράκια με τον λεβέντη τον Νίκο! Έχουμε κάνει μαζώξεις σ' εκείνο το υπέροχο σπίτι του στο Μετς με το Κομμουνιστικό Κόμμα! Ωραίος άνθρωπος κι αυτός, αν και από πολλούς παρεξηγημένος. Δεν τον δεχόντουσαν εύκολα τον Κούνδουρο, γιατί ήταν Κρητίκαρος, αυτός δηλαδή που ήτανε.

Πάντως, δεν θα έπρεπε να σας προβληματίζει τόσο ο χρόνος, αφού παραμένετε η Καλή Καλό, όλοι σας θυμούνται κάπως σαν παιδάκι.

Με προβληματίζει το ότι μέχρι να μπω στο σπίτι, έχω παρέα. Μόλις όμως κλείσει η πόρτα, είμαι ολομόναχη. Ξέρεις κανέναν που να θέλει να τον φιλοξενήσω, να τον ταΐζω, να τον ποτίζω, άντρα, γυναίκα, ότι να 'ναι;

Το εννοείτε αυτό που λέτε;

Το εννοώ!

Καλά, κάποιον δεν μπορέσατε να βρείτε;

Πού να απευθυνόμουν; Πήγα στην εκκλησία και μου στείλανε μία ναρκομανή. Ευτυχώς, είχα την πρόνοια να της δώσω ραντεβού στο καφενείο έξω και την κατάλαβα με την πρώτη.

Με συγχωρείτε, αλλά μια και το 'φερε η κουβέντα, εσείς θέλετε κάποιον για παρέα ή και για να σας κάνει τις δουλειές; 

Κοίτα, αν κάνει και τις δουλειές του σπιτιού, θα τον πληρώνω κιόλας. Ας είναι ένας άντρας ή μια γυναίκα που να δουλεύει κάπου τη μισή μέρα και να έρχεται εδώ τα βράδια, να κάνει ένα μπάνιο, να τρώει και να κοιμάται.

Σας λείπει δηλαδή η ανθρώπινη παρουσία τόσο πολύ.

Ναι, αυτό μου λείπει, το χνότο!

Και να ξυπνάτε μαζί το πρωί, να πίνετε έναν καφέ, να τα λέτε.

Μπράβο! Όπως το λες, έτσι.

Είστε πολύ συγκινητική και το εννοώ κι εγώ τώρα!

Εσύ τώρα θα φύγεις. Εγώ θα ξεντυθώ και θα κάτσω έξω στο μπαλκόνι. Θα βάλω τον ανεμιστήρα να με φυσάει λιγάκι και θα πιάσω για ώρες να λύνω σταυρόλεξα. Τηλεόραση δεν βλέπω, μόνο ειδήσεις μία φορά κάθε μέρα, αφού έχει γεμίσει κι αυτή από άσχημες και άθλιες φάτσες.

Να μια ωραία ερώτηση λίγο πριν σας αφήσω! Μιλήσαμε για Αττίκ, Ρίτσο, Ζαχαριάδη, Κύρκο και πολλούς άλλους, μύθοι ο καθένας τους. Πώς είναι για εσάς, εν έτει 2017, να πέφτετε πάνω σε άθλιες και άσχημες φάτσες;

Δεν θα έλεγα ότι ασφυκτιώ στον ίδιο μου τον τόπο. Όχι, την αγαπάω την Ελλάδα, την αγαπάω πολύ, μα πάρα πολύ! Δεν θέλω να μου τη βιάζουν καθημερινά! Είναι τραγική η μοίρα αυτής της χώρας!

Μου επιτρέπετε να μεταφέρω τη συνέντευξη που μόλις μου δώσατε σε θεατρικό μονόλογο;

Σου κάνω αντιπρόταση: μόνο αν παίξουμε σε μία σκηνή οι δυο μας, όπως ακριβώς μου πήρες τη συνέντευξη αυτή.

Υπόσχομαι!

Έκλεισε!

* Η συνέντευξη με την Καλή Καλό πραγματοποιήθηκε στο σπίτι της στην Άνω Κυψέλη τον Αύγουστο του 2017. Ήταν η αρχή μιας φιλίας που διήρκεσε μέχρι και λίγα χρόνια πριν τον θάνατο της, την Παρασκευή 8 Μαρτίου του 2024, στα 98 της χρόνια. Τον Ιανουάριο του 2019 η Καλή Καλό συμμετείχε στο πάνελ της τηλεοπτικής εκπομπής «Η Αυλή των Χρωμάτων» με την Αθηνά Καμπάκογλου, που ήταν αφιερωμένη στο πρώτο βιβλίο με συνεντεύξεις μου, το «18 συνεντεύξεις - Σαν μονόπρακτα», μέσα στο οποίο συμπεριέλαβα τη συνέντευξη μας. Λίγο καιρό μετά συμμετείχε επίσης στην εκδήλωση αφιερωμένη στον Νίκο Κούνδουρο, στον Δήμο Ηλιούπολης, παρουσία του Χρήστου Λεοντή, τότε προέδρου της ΕΡΤ, όπου μίλησε για τον φίλο της τον Κούνδουρο, αμέσως μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ «Οδύσσειες σωμάτων - Μπαλάντα για τον Νίκο Κούνδουρο». Θυμάμαι μάλιστα ότι είχαμε πάει να την πάρουμε από το σπίτι της με τους φίλους ηθοποιούς Νίκη Σερέτη και Χάρη Φλέουρα και στη διαδρομή έκανε υποδείξεις στον ταξιτζή από που έπρεπε να πάμε για να γλιτώσουμε την κίνηση. Τόσο καλά ήξερε τους δρόμους. Την αποχαιρετώ μ' ένα αίσθημα οδύνης και με την ελπίδα μιας ξεκούρασης, μιας «καλής ανάπαυσης» που λένε. Διότι, όπως θα διαπιστώσατε και απ' αυτή τη συνέντευξη, η Καλή Καλό δεν πέρασε και λίγα στη μακρά πορεία της ζωής της. Ήταν σοκαριστικό όταν έμαθα, αρχές της περασμένης χρονιάς, απ' όταν δηλαδή μεταφέρθηκε στο γηροκομείο, πως κάτω από το κρεβάτι της, στο διαμέρισμα της, κρατούσε τα οστά του ίδιου του παιδιού της μέσα σ' ένα κασελάκι. Πλέον έχει περάσει στην ιστορία κι αυτή ως τελευταία μιας γενιάς που έχει αφήσει προ πολλού τα επίγεια. Καλό της ταξίδι. 

* Η cover photo είναι της Αγγελικής Παπαϊωάννου. Δύο φωτογραφίες - μία σέλφι - είναι δικές μου. Οι υπόλοιπες ανήκουν στο αρχείο της Καλής Καλό.

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Dani Klein (Vaya Con Dios): «Όταν τραγουδώ, εισπράττω τις δονήσεις των ανθρώπων σαν μέσα από μια μαύρη τρύπα»


Η συνέντευξη με την τραγουδίστρια Dani Klein των Vaya Con Dios πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024 σ' ένα break από τα γυρίσματα του βίντεο κλιπ του τραγουδιού «Una mujer (Μια γυναίκα)», που ενδύθηκε τους ελληνικούς στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου και αποδόθηκε από την ίδια την Klein ντουέτο με τον Θοδωρή Βουτσικάκη. Το τραγούδι θα κάνει πρεμιέρα στις 8 Μαρτίου, την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας. Σε ότι αφορά τη συνέντευξη, μαζί μου είχα την Ελένη Τζατζιμάκη που θα με βοηθούσε στη μετάφραση της συζήτησης, αν και δεν χρειάστηκε σχεδόν καθόλου η παρέμβαση της (πάντα έχω μαζί μου έναν μεταφραστή στις συνεντεύξεις με ξένους καλλιτέχνες, βασικά για να νιώθω εγώ safe περισσότερο), αλλά και τη φωτογράφο Αγγελική Παπαϊωάννου, η οποία τράβηξε τις φωτογραφίες που αναρτώ τώρα μαζί με τη συνέντευξη. Η Dani Klein, έτσι όπως τη γνώρισα και συζητήσαμε ακριβώς για μία ώρα, δεν έχει καθόλου το attitude μιας τραγουδίστριας - megastar, αν αναλογιστεί κανείς την επιτυχία που έκαναν πριν από τριάντα τόσα χρόνια οι Vaya Con Dios και στις πέντε ηπείρους. Είδα μία γυναίκα που απολαμβάνει τη ζωή της, ήρεμη, κατασταλαγμένη και με πολύ χιούμορ, που γνωρίζει επίσης πως έφτασε αισίως 71 ετών και είναι προετοιμασμένη για το οριστικό πέσιμο της αυλαίας. Δεδομένου του ότι στο διαδίκτυο, ακόμη και στη Wikipedia, ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για την προσωπική ζωή της, η συνέντευξη αυτή αποκτά πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς μίλησε αλογόκριτα και ελεύθερα, όχι μόνο για το παρελθόν της, αλλά κυρίως για το παρόν και για το μέλλον της μέσα στη λεγόμενη μουσική βιομηχανία. Οι Vaya Con Dios, άλλωστε, μόλις κυκλοφόρησαν ένα εξαιρετικό άλμπουμ σε βινύλιο, σε CD και σ' όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες, απ' το οποίο ήδη έχουν ξεχωρίσει τραγούδια, σαν το ομώνυμο, το χορευτικό «Shades of Joy», το ρυθμικό «Maybe» και την α λα tango μπαλάντα «Una mujer». Επειδή κάθε συνέντευξη αποτελεί προσωπική περιουσία του εκάστοτε interviewer, προτίμησα να την αναρτήσω ολόκληρη, χωρίς περικοπές, μεταφέροντας από το κινητό μου τηλέφωνο στο blog μου, τα ΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑΣΜΑΤΑ, αυτούσια τη συζήτηση που κάναμε. Που να το φανταζόμουν, όταν ήμουν 17 ετών και την έβλεπα από το MTV να τραγουδά με τους Vaya Con Dios το «Puerto Rico», το «Louie» και το «What's a woman», πώς θα έφτανα 50 ετών και θα την είχα απέναντι μου, τετ α τετ, να μιλάμε σαν δύο φίλοι ή γνωστοί. Απολαύστε την και αναζητήστε το καινούργιο άλμπουμ της με τους Vaya Con Dios! Αξίζει! Σε μία χρονική περίοδο, ειδικά, που ολόκληρη η βιομηχανία του τραγουδιού έχει αλλάξει παγκοσμίως μαζί με τη διανομή και διακίνηση της μουσικής.

Φωτογραφίες: Αγγελική Παπαϊωάννου 

Πως είναι να συνεργάζεστε δισκογραφικά με ένα νεότερο Έλληνα συνάδελφο σας;

Είμαι ανοιχτή σε νέα πράγματα και το βρίσκω ενδιαφέρον να συνεργάζομαι με κάποιον διαφορετικής γενιάς. Μου αρέσει και η φωνή του, ενώ μου έδωσε και την ευκαιρία να έρθω ξανά στην Ελλάδα, που ανέκαθεν αγαπούσα.

Στην Ελλάδα, όπως και στην Ολλανδία, τη Γαλλία και την Ευρώπη γενικότερα, κάνατε μεγάλη επιτυχία με τους Vaya Con Dios. Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν ως ένα βελγικό γκρουπ να μπείτε και στα charts της Αμερικής, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού;

Δεν μπήκαμε ποτέ στα αμερικανικά charts, αν και πουλήσαμε πολλούς δίσκους και εκεί. Μπήκαμε στα charts του Καναδά, όμως, όπως και της Νότιας Αφρικής, της Ρωσίας και άλλων χωρών. Είχαμε πάει στην Αμερική, καθώς το ήθελε ο μάνατζερ, ύστερα από ραντεβού μ’ ένα μεγάλο στέλεχος δισκογραφικής. Αυτό που ήθελαν οι Αμερικανοί ήταν να αλλάξουν τα πάντα: Τις ενορχηστρώσεις, τους στίχους, ακόμη και κάποιες μελωδίες. Ποτέ τελικά δεν συνέβη να μπούμε στα charts τους, γιατί εγώ είμαι αυτή που είμαι και δεν ήθελα να γίνω κάποια άλλη.

Το όνομα Ferre Grignard σας λέει κάτι;

Φυσικά. Ήταν ένας από τους πρώτους Βέλγους χίπις τροβαδούρους με τραγούδια διαμαρτυρίας, που δεν ζει πια. Μου άρεσε πολύ η φωνή του και δύο τραγούδια του ήταν μεγάλες επιτυχίες στο Βέλγιο.

Το ένα ήταν το «Ring, ring (I’ ve got to sing)».

Ακριβώς. Το άλλο ήταν το «Drunken Sailor» (σ.σ. το τραγουδάει). Μα, εσείς δεν είστε χίπης, της γενιάς μου. Πως τον ξέρετε τον Ferre Grignard τόσο νέος που είστε;

Ας πούμε ότι έχω μελετήσει πολύ εκείνη την περίοδο. Ισχύει το ότι από τα 17 σας πασχίζατε να μπείτε στο τραγούδι επαγγελματικά, αλλά αυτό συνέβη στα 34 σας με τους Vaya Con Dios;

Δεν ήταν τόσο το να έμπαινα στη μουσική βιομηχανία, όσο το ότι μου άρεσε να τραγουδώ. Άρχισα να τραγουδώ στο δρόμο όταν ήμουν 17 ετών. Ζούσαμε με το αγόρι μου τότε, που έπαιζε κιθάρα, βγάζαμε λεφτά, ξέρετε, ήμασταν χίπηδες. Μέχρι σήμερα νιώθω χίπισσα.

Καλό αυτό, πόσο μάλλον όταν ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για την ιδιωτική σας ζωή.

Ω, θα θέλαμε ένα μήνα για να σας αφηγηθώ την προσωπική μου ζωή. Να σας τα πω άμα σκοπεύετε να γράψετε βιβλίο ολόκληρο (γέλια).

Άρα η αγάπη για τη μουσική σας έδινε το κίνητρο να μην τα παρατήσετε μέχρι την κορυφή;

Η κορυφή ήταν κάτι που δεν το φανταζόμουν, σαν κάτι να με πίεζε προς τα κει και που δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν. Ήξερα απλά πως έπρεπε να πάω όπου με πήγαινε η ζωή λίγο μετά τα 30 μου. Μέχρι τότε είχα κάνει ότι δουλειά μπορείτε να φανταστείτε: ρεσεψιονίστ, υπάλληλος δικηγορικού γραφείου, καθαρίστρια, οτιδήποτε μπορούσα να βρω για να ζήσω. Ταυτόχρονα τραγουδούσα τα Σαββατοκύριακα με μια φλαμανδική μπάντα δίχως κάποιο συμβόλαιο και κάναμε συναυλίες στο Βέλγιο και την Ολλανδία. Η μητέρα μου, όταν έφτασα 30 κάτι, μου έλεγε πως δεν μπορώ να ζω έτσι, πως έχω ένα μικρό γιο και πως έπρεπε να βρω μια κανονική δουλειά. Δεν ένιωθα καλά, μεγάλωνα και ήμουν απελπισμένη, καθώς είχα το άγχος του παιδιού μου και των ενοικίων που έτρεχαν. Τότε ήταν φίλη μου μια Βελγίδα τραγουδίστρια πολύ διάσημη στη Γαλλία, που της τηλεφώνησα και τη ρώτησα τι θα κάνω με τη ζωή μου, αν έπρεπε να αφήσω το τραγούδι. Μου είπε να κάνω τα δικά μου πράγματα, αφού ανέκαθεν δούλευα με άλλους. «Μην τολμήσεις και σταματήσεις το τραγούδι, δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ» ήταν τα λόγια της. Μου έδωσε μεγάλο κουράγιο και το αστείο είναι πως λίγες εβδομάδες μετά απ’ αυτή τη συζήτηση μας, μία άλλη φίλη που είχε ανοίξει ένα μαγαζί με τρέντι ρούχα, με ζήτησε να τραγουδήσω για τα εγκαίνια. Θα γινόταν ένα κοκτέιλ πάρτι  που θα έπαιζαν ο Ντερκ και ο Γουίλι, τα υπόλοιπα μέλη των μελλοντικών Vaya Con Dios. «Γιατί δεν έρχεσαι να πεις ένα τραγούδι μαζί τους;» με παρότρυνε κι έτσι έγινε. Θυμάμαι ότι προβάραμε στα γρήγορα δύο κομμάτια στην κουζίνα της φίλης και αμέσως μετά τραγούδησα μπροστά σε κόσμο. «Είναι πολύ καλή, έχει βγάλει δίσκο;» ρωτούσε το κοινό, άρα τα πάντα ξεκίνησαν από μία πλάκα, μια αστεία συγκυρία. Αποφασίσαμε με τα παιδιά να ξαναβρεθούμε και να κάνουμε πρόβα και το πρώτο τραγούδι που φτιάξαμε ήταν το «Just a friend of mine». Απ’ αυτό ξεκίνησαν δηλαδή όλα.

Ανατρέχετε συχνά στο παρελθόν; Αντλείτε δύναμη έτσι;

Ακούστε, το 2019 έκανα ένα μεγάλο μακρύ ταξίδι στην Αμερική. Ζούσα για ενάμισι – δυο χρόνια στο Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνια. Η σκέψη μου ήταν να πάω στην Αριζόνα, στο Κολοράντο, να δω το Γκραν Κάνιον, πανέμορφα μέρη. Ήθελα να πετάω συνεχώς και να γυρίζω ξανά στο Λονγκ Μπιτς που ζούσα. Ήθελα το σπίτι μου χωρίς να νιώθω τίποτα νοσταλγικό, αφού ταξίδευα ξανά στην έρημο ή και στο Λας Βέγκας, που το μισούσα, αλλά έπρεπε να πάρω από κει το αεροπλάνο. Κάποια στιγμή κάθισα και κοίταζα το σπίτι μου και είπα μέσα μου: «Μη στέκεσαι σε τέτοια πράγματα. Το σπίτι αυτό είναι ήδη παρελθόν για σένα, αφού θες να ταξιδεύεις μονίμως. Τα μέρη που θα πας θα’ναι καινούργια, θα μυρίζουν αλλιώς, θα έχουν διαφορετική θέα, θα’ ναι κάτι καινούργιο για σένα». Εκεί, σε ώριμη ηλικία, αποφάσισα ότι δεν μ’ ενδιαφέρει το παρελθόν σαν έννοια.

Όταν βλέπετε τον εαυτό σας στα παλιά βίντεο από το YouTube, πως νιώθετε; Μελαγχολία; Πονάει η μνήμη;

Καθόλου, εγώ γελάω με τα μαλλιά που είχα τότε (γελάει δυνατά). Δεν ξέρω αν πονάει η μνήμη, εξαρτάται από τις μνήμες δηλαδή. Σαφώς και πολλές μνήμες μπορεί να είναι οδυνηρές, αλλά εγώ αυτές τις έχω βγάλει από μέσα μου και έπαψα να είμαι ενοχική. Θέλει δουλειά αυτό, όμως, αλλιώς δηλητηριάζεσαι. Θέλεις ψυχανάλυση για να αντιληφθείς γιατί έκανες κάποια πράγματα παλιά που τώρα ανήκουν στο παρελθόν και δεν έχουν πια καμία σημασία.

Από που πρωτακούσατε τσιγγάνικη μουσική; Ήταν βασικό συστατικό της μουσικής των Vaya Con Dios.

Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ τη μουσική και είχε μεγάλη δισκοθήκη. Στο σπίτι πρωτάκουσα, λοιπόν, τσιγγάνικα τραγούδια την ίδια στιγμή που άκουγα και πολύ rhythm’ n’ blues, Ότις Ρέντινγκ, Αρίθα Φράνκλιν, σόουλ μουσική. Ως νέα με συνάρπαζε η ποπ μουσική, ο Τζίμι Χέντριξ κ.α., επομένως δεν ήταν μόνο η τσιγγάνικη μουσική που επηρέασε τους Vaya Con Dios, αλλά πολλά και διαφορετικά ακούσματα.

Σας έχω ένα δέος, ξέρετε, καθώς είμαι 50 ετών και στα 16 μου αγάπησα την ξένη μουσική μέσα από τα τραγούδια σας. Μπορείτε να μπείτε στη θέση μου αυτή τη στιγμή;

Το καταλαβαίνω απόλυτα με την ίδια λογική που εμένα μεγάλες επιρροές μου ήταν ο Μπομπ Ντίλαν και ο Λέοναρντ Κοέν. Ποτέ δεν συνάντησα κανέναν τους. Το ίδιο και τον Λεό Φερέ, όπως και τους Rolling Stones ή τους Beatles. Κι αν εσείς συναντάτε εμένα τώρα και νιώθετε δέος, εγώ δεν τους γνώρισα ποτέ αυτούς από κοντά για να ένιωθα κάτι παρόμοιο.

Όπως μου τα λέτε, αν δηλαδή μπαίνατε στη δισκογραφία το 1970 και όχι το 1988, θα μπορούσε να είχε γίνει μ’ ένα ψυχεδελικό ροκ συγκρότημα.

Ποτέ δεν ένιωσα ότι έπρεπε να μπω στη μουσική βιομηχανία, ακολουθώντας ένα συγκεκριμένο είδος. Το τραγούδι ήταν ένας τρόπος έκφρασης για μένα και μόνο αυτό ήθελα. Το αγόρι μου έπαιζε κιθάρα στο δρόμο, όπως σας είπα, εγώ τραγουδούσα μαζί του και το μόνο που μας ένοιαζε ήταν να βγάλουμε κάνα φράγκο για να φάμε κάπου μια μακαρονάδα και να τη βγάλουμε. Καταλαβαίνετε ότι ήμουν πολύ μακριά απ’ αυτό που ορίζουμε ως μουσική βιομηχανία.

Πάντως, πριν τους Vaya Con Dios, περάσατε από άλλα σχήματα, ηλεκτρονικής, μπλουζ, μέχρι και χαρντ ροκ μουσικής. Θυμίζω τους Steelover, «θυγατρική» μπάντα των Scorpions. Θέλατε να διευρύνετε τους μουσικούς σας ορίζοντες;

Όχι, ήθελα να τραγουδώ οπουδήποτε ήταν πιθανό να τραγουδήσω. Μπορεί να μου άρεσαν οι Metallica ή οι Motorhead, αλλά ποτέ δεν θα άκουγα στο σπίτι μου χαρντ ροκ και ποτέ δεν σκέφτηκα να γίνω τραγουδίστρια χαρντ ροκ μπάντας. Αυτό που συνέβη με τους Steelover ήταν να γράφουν δίσκο σ΄ ένα στούντιο στις Βρυξέλλες. Μόλις τον τελείωσαν, καυγάδισαν με την τραγουδίστρια τους, η οποία τους είπε «Άντε και γαμηθείτε», τα μάζεψε κι έφυγε. Εγώ πάλι ήξερα τον ιδιοκτήτη του στούντιο, που μου τηλεφώνησε: «Ντάνι, δεν έρχεσαι να τραγουδήσεις μαζί τους μπας και τελειώσουν το δίσκο και υπογράψουν επιτέλους με τη δισκογραφική;» Έτσι τραγούδησα μαζί τους.

Η αλήθεια είναι πως από το 1991 και μετά οι Vaya Con Dios έγιναν «one woman band», το πήρατε δηλαδή όλο πάνω σας. Δεν θα θέλατε, φαντάζομαι, να διαλυθεί ένα άκρως επιτυχημένο γκρουπ.

Οι Vaya Con Dios ξεκίνησαν ως τρίο: Εγώ, ο κιθαρίστας Γουίλι Λάμπρεγκτ και ο μπασίστας Ντερκ Σουφς. Ο Γουίλι, που είχα σχέση μαζί του, εγκατέλειψε νωρίς το συγκρότημα. Τα είχα φτιάξει και με τον Ντερκ κι αυτό δεν ήταν εύκολο για τον Γουίλι. Έφυγε και έπαιζε με μια άλλη ροκ μπάντα. Συνεχίσαμε με τον Ντερκ κι ένα νέο κιθαρίστα, τον Ζαν Μισέλ Γκιλέν. Όταν άρχισαν να έρχονται τα πολλά λεφτά, ο Ντερκ έπεσε πολύ άσχημα στα ναρκωτικά. Αναγκαστήκαμε να του πούμε να αποχωρήσει γιατί ήταν αδύνατο να δουλέψουμε μαζί του. Θυμάμαι να μας έχουν καλέσει σε μια τηλεοπτική εκπομπή, όπου εκεί αναγκάζεσαι να περιμένεις. Ο Ντερκ έπινε συνέχεια και όταν έφτασε η στιγμή να πούμε το τραγούδι μας, είχε ξαπλώσει στο πάτωμα γιατί ήταν μεθυσμένος και δεν μπορούσε να ξυπνήσει. Το ότι αναγκαστήκαμε να του ζητήσουμε λήξη της συνεργασίας μας, με γέμισε με φοβερό στρες και άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά μου. Υπήρχαν και συμβόλαια, η εταιρεία μας όμως στράφηκε σε μένα κι έτσι έγινα εγώ οι Vaya Con Dios.

Τον θυμάστε ακόμη καμιά φορά τον Ντερκ Σουφς; Πέθανε νεότατος.

Ήταν 29 ετών και πήγε από υπερβολική δόση. Ήμασταν όλοι όμως μέσα στο μότο «Ζήσε έντονα – πέθανε νέος» που κρατούσε καλά ακόμη από τις δεκαετίες του 1960 και του ’70 μέχρι και του ‘80. Κι εγώ έπινα ναρκωτικά, αλλά δεν έφτασα ποτέ στο σημείο να σουτάρω. Η εγγονή μου σήμερα, ας πούμε, συζητάει για κάποιον με τους συμμαθητές της σε φάση «Α, αυτός καπνίζει τσιγαριλίκια» (γέλια). Η δική μου γενιά, όμως, βάζω και μένα μέσα, από χίπηδες που πίναμε παραισθησιογόνα και τσιγαριλίκια, γίναμε πάνκηδες και το πράγμα χόντρυνε. Σνιφάραμε κόκα, τρώγαμε μανιτάρια, πολλοί έπεσαν στην πρέζα. Ξέρετε τι συνέβη με τους Vaya Con Dios στις αρχές ακόμη και άρχισα να χάνω τα μαλλιά μου; Για χρόνια τραγουδούσα και τίποτα δεν γινόταν. Ξαφνικά όλοι άρχισαν να με θέλουν παντού, έπρεπε να δίνω είκοσι συνεντεύξεις τη μέρα κι αυτό δεν αντεχόταν συνέχεια, πιστέψτε με. Ο Ντερκ, το τότε αγόρι μου, ήταν συνέχεια μαστουρωμένος και έσβηνε τσιγάρα στα χέρια του. Έπαθα αλωπεκίαση από τη στενοχώρια και δεν γινόταν να συνεχίσω. Είπα ότι εγκαταλείπω τη μουσική βιομηχανία το 1996, έχοντας κάνει διεθνή επιτυχία με το συγκρότημα.

Προείχε επομένως η φυσική και πνευματική σας υγεία.

Ακριβώς, έτσι ένιωσα ότι έπρεπε να κάνω. Όταν είσαι πολύ επιτυχημένος, ταξιδεύεις συνεχώς απ’ το ένα μέρος στο άλλο και δεν κοιμάσαι ποτέ στο κρεβάτι σου. Στην αρχή έλεγα «Είναι υπέροχο όλο αυτό, ότι ακριβώς ονειρευόμουν: Να είμαι ικανή να παίρνω το αεροπλάνο, όπως οι άλλοι άνθρωποι έπαιρναν το λεωφορείο. Να κοιμάμαι σε ξενοδοχεία σε όλο τον κόσμο, αλλά μια μέρα είπα μέσα μου «Πόσο θα ήθελα να κοιμηθώ απόψε στο κρεβατάκι μου και να μην ξαναταξιδέψω για τον επόμενο μήνα πουθενά». Αυτό με οδήγησε να σταματήσω από τους Vaya Con Dios.

Το τραγούδι πηγάζει από το λαιμό σας ή ανεβαίνει από το στήθος, από την καρδιά δηλαδή, στο λαιμό;

Ξεκάθαρα από την ψυχή! Δεν είναι θέμα τεχνικής ή εκπαίδευσης. Μια φορά μόνο έκανα μαθήματα φωνητικής που με έβαλαν να κάνω αυτές τις γελοίες ασκήσεις. «Έχεις το τραγούδι στη μύτη» μου έλεγε η δασκάλα, «αλλά θα στο κατεβάσω στο λαιμό» και μ’ έβαζε να τραγουδάω οπερατικά. «Άντε γεια, δεν είναι για μένα αυτά» είπα και την κοπάνησα (γέλια). Αποφάσισα να φύγω άρον – άρον από τα μαθήματα καθώς δεν ήθελα ποτέ να γίνω τέτοια τραγουδίστρια.

Πως είναι το σπίτι σας σήμερα; Με γεμάτους τοίχους από χρυσούς και πλατινένιους δίσκους;

Όχι, τους έχω όλους στο γκαράζ. Τους έχω πακετάρει και τους έβαλα στο υπόγειο και ποτέ δεν τους κοιτάω. Αν έρθετε σπίτι μου, δεν θα καταλάβετε ότι είμαι τραγουδίστρια. Αυτό θα νομίζει ο κόσμος, αλλά στην τελικά δεν ήταν και από χρυσό οι χρυσοί δίσκοι για να μην τους έβαζα στο γκαράζ (γέλια).

Η επαφή με το κοινό στις συναυλίες σας ισοδυναμούσε με ερωτική πράξη;

Θα σας απογοητεύσω, αλλά όταν τραγουδώ δεν βλέπω τους ανθρώπους. Είναι σαν μια μαύρη τρύπα, νιώθω την ενέργεια τους, αλλά δεν τους βλέπω.

Το ίδιο γίνεται και στο θέατρο. Ένας ηθοποιός στη σκηνή ποτέ δεν βλέπει το κοινό.

Ακριβώς το ίδιο είναι! Τραγουδώ γι’ αυτούς, εκφράζοντας όμως όλα όσα εγώ νιώθω. Ας κάνουν ότι θέλουν εκείνοι τη συγκεκριμένη στιγμή που εγώ θα τραγουδώ γι’ αυτούς και που δεν γίνεται να τους ξέρω όλους, τόσοι πολλοί που έρχονται στις συναυλίες μας. Ας πούμε ότι τραγουδούσα και εισέπραττα τις δονήσεις μέσα από μια μαύρη τρύπα.

Το ολοκαίνουργιο «Shades of Joy» είναι ένα χορευτικό αισιόδοξο τραγούδι. Σαν να το έχει ανάγκη ο κόσμος μέσα στη χειρότερη περίοδο που διανύουμε.

Σίγουρα και γι’ αυτό ακριβώς που λέτε τραγουδώ στο «Maybe», ένα άλλο κομμάτι του νέου άλμπουμ. Ένιωσα ότι ήταν η δική μου ευθύνη για όλα όσα περνάει ο κόσμος αυτή τη στιγμή με έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο να έρχεται. Αυτό σκέφτομαι, το ότι όλοι ψηφίζουμε χωρίς ουσιαστικά να αλλάζει τίποτα. Τι μας μένει πέρα από το να διαμαρτυρόμαστε ή να γράφουμε μελαγχολικά τραγούδια; Να είμαστε καλοί με τους άλλους δίπλα μας, να δείχνουμε αλληλεγγύη, να βρίσκουμε τρόπους να βοηθάμε. Ήθελα λοιπόν το «Shades of Joy» να βγει ένα νέο χαρούμενο τραγούδι, αλλά δεν είχα τους αντίστοιχους στίχους. Ζήτησα να μου τους δώσει ο Μπάι Καμάρα τζούνιορ από τη Σιέρα Λεόνε, που γράφει στίχους και τραγουδάει επίσης. Του έβαλα τη μελωδία, τον ρώτησα τι να κάνω με τους στίχους κι εκείνος αποφάσισε να «μιλήσει» σαν να ήμουν εγώ. Γνωριζόμαστε πολύ καλά, είμαστε φίλοι στενοί και πάντα μου άρεσε η γραφή του.

Πιστεύετε ότι υπήρχαν στοιχεία πολιτικοποίησης στα τραγούδια των Vaya Con Dios;

Αμιγώς τέτοια στοιχεία δεν υπήρχαν, αλλά με τον τρόπο που ζούσαμε, που μιλούσαμε και που δρούσαμε, ήμασταν πολιτικά όντα. Θεωρώ ότι είναι λάθος να κολλάμε σε πολιτικές ιδεολογίες του παρελθόντος. Θα δήλωνα σοσιαλίστρια υπό την έννοια του ότι θα ήθελα όλοι να δικαιούνται ίσες ευκαιρίες. Δεν πιστεύω ότι ο ένας είναι σημαντικότερος από τον άλλον. Είδα, όμως, τους σοσιαλιστές για χρόνια στο Βέλγιο να λειτουργούν καταστροφικά για την κοινωνία. Πλέον δεν δηλώνω σοσιαλίστρια και θα ευχόμουν να μπορούσα, αλλά στην πράξη αποδείχτηκε ότι οι σοσιαλιστές, όπως και οι κομμουνιστές, όταν έρχονται στην εξουσία, κάνουν τα αντίθετα απ’ αυτά που υπόσχονταν. Δεν θέλω πλέον να ανήκω σε κανέναν ιδεολογικό χώρο, θέλω οι άνθρωποι να είναι ειλικρινείς με τους εαυτούς τους και να είναι καλοί με τους άλλους. Έχεις τη χώρα σου, έχεις την πόλη σου, έχεις τα σύνορα σου – υποτίθεται – αλλά τι κάνεις άμα σου επιτεθεί ένας Πούτιν; Που θα μεταφερθείς στα ξαφνικά; Αν και ποτέ δεν υπήρξα μέλος κανενός κόμματος, σαφώς και ψήφιζα μια ζωή Αριστερά, καθώς αυτή ανταποκρινόταν ολοκληρωτικά στις ιδέες μου. Σας το είπα, πάντα ήθελα ίσες ευκαιρίες για όλους. Άλλος μπορεί να είναι ταλαντούχος σε κάτι, άλλος πιο έξυπνος και άλλος λιγότερο ικανός, αλλά όλοι είμαστε ανθρώπινα πλάσματα.

Θυμάστε μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή από τα παιδικά σας χρόνια;

Ναι, όταν παίζαμε με μια φίλη μου στο πατρικό της τις καλλιτέχνιδες. Εγώ έκανα την τραγουδίστρια κι εκείνη με τη μητέρα της, που δεν είχε δουλειά και μας παρακολουθούσε, έκαναν το κοινό. Ήταν υπέροχα χρόνια.

Η πανδημία έπαιξε ένα ρόλο στο να ανακτήσετε τις καλλιτεχνικές σας δυνάμεις.

Έχω το σπίτι μου στις Βρυξέλλες, αλλά έχω κι ένα σπίτι στην Ισπανία. Πέρναγα πολύ καιρό στην Ανδαλουσία κοντά στη Σεβίλλη. Και ήμουν καλά με τα σκυλιά μου, τις κότες μου, τις ντομάτες μου.

Παραμένετε χίπισσα.

Ναι, ακριβώς (γέλια). Έβγαινα έξω με καλούς φίλους εκεί, η ζωή πέρναγε απλά και καλά. Κάποια στιγμή γύρισα στις Βρυξέλλες για δουλειές μου, αλλά με την πανδημία σταμάτησαν οι πτήσεις. Κοντά μου ζει ο Τιερί, που παίζει κιθάρα στο νέο άλμπουμ των Vaya Con Dios. Καταπληκτικός μουσικός που τα είχαμε πριν πολλά χρόνια. Μου τηλεφώνησε μια μέρα: «Είμαι μόνος, είσαι μόνη, δεν έρχεσαι από το στούντιο με τον μπασίστα τον Φρανσουά να γράψουμε νέο υλικό; Αφού δεν βλέπουμε άλλο κόσμο, ας βλεπόμαστε οι τρεις μας». Έτσι για πλάκα το ξαναρχίσαμε, για να έχουμε κάτι να κάνουμε. Μας δόθηκε η ευκαιρία να ξαναβρεθούμε και να βγάλουμε τελικά ένα νέο δίσκο.

Πως αντιμετωπίζετε το χρόνο που έχει περάσει και που περνάει;

Είμαι πια 71 ετών και τα έχω καλά με το χρόνο. Ακούω κάθε μέρα για φίλους που πεθαίνουν και που είναι με καρκίνο στο νοσοκομείο. Είναι πολύ δύσκολο να μη σκέφτεσαι το θάνατο και πως μια μέρα τα πάντα θα τελειώσουν. Αυτό βάζει άλλες προτεραιότητες στη ζωή σου και η κύρια είναι να χαίρεσαι όσες στιγμές μένουν.  Ξέρεις πως δεν έχεις πολύ χρόνο κι αν έχεις, δεν ξέρεις σε τι κατάσταση θα είσαι.

Παρότι η φωνή σας διατηρείται σε εντυπωσιακά επίπεδα, σε δέκα χρόνια που θα είστε 81 ετών, ενδεχομένως να μη μπορείτε να τραγουδήσετε. Έχετε σκεφτεί που θα διοχετεύσετε τη δημιουργικότητα σας;

Δεν θα χρειάζεται να κάνω τίποτα. Έχω τα τρία σκυλιά μου που τους μιλάω και μου μιλάνε. Έχω ένα μεγάλο κήπο, έχω καλούς φίλους, έτσι θα απολαμβάνω τη ζωή μου. Δεν χρειάζεται να αγχώνομαι από τώρα και γι’ αυτό, κάτι δηλαδή που είναι η φυσική ροή.

Το παιχνίδι διανομής της μουσικής έχει αλλάξει πρωτίστως για megastars, όπως εσείς. Νιώθετε εξοικειωμένη με τις ψηφιακές πλατφόρμες;

Είμαι και δεν θα γινόταν αλλιώς, θα ένιωθα κυριολεκτικά σαν τη μύγα μες το γάλα και το λέω μεταφορικά. Είναι πολύ εύκολο πια να κάνεις μουσική κι αυτό μόνο καλό κάνει στους νέους ανθρώπους που δεν χρειάζεται να χτυπάνε τις πόρτες των δισκογραφικών. Απ’ την άλλη, όμως, ο καθένας μπορεί να γίνει μουσικός, συνθέτης, πως θα ξεχωρίσει όμως; Μεγάλο πρόβλημα αυτό.

Κάνετε ακόμη όνειρα;

Όχι, δεν κάνω όνειρα. Χαίρομαι να ζω την κάθε μέρα μου και να παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται.

Δεν είναι το όνειρο στη φύση του καλλιτέχνη;

Το όνειρο είναι στη φύση κάθε ανθρώπου. Ο καθένας έχει όνειρα, προοπτικές και ελπίδες για κάτι καλύτερο. Μπορεί να’ναι υλιστικό ή πνευματικό, ο καθένας όμως ονειρεύεται κάτι που δεν έχει.

Λέω αμέσως μετά τη συνέντευξη μας, να ακούσω στο σπίτι μου το νέο σας άλμπουμ και να ανοίξω ένα μπουκάλι ρετσίνα.

Λατρεύω τη ρετσίνα!

Το ξέρω, δεν το είπα τυχαία.

(γέλια) Δεν πίνω πια, δεν κάνει να πίνω γιατί έχω το συκώτι μου και το στομάχι μου, αλλά θα σας πω ένα ανέκδοτο: Πολλά χρόνια πριν υπήρχε εδώ ένα κυριλέ εστιατόριο με Κρητικά εδέσματα. Οι φίλοι μου με πήγαν σ’ αυτό το φανταστικό και ακριβό ελληνικό εστιατόριο, παρόλο που δεν προτιμώ τα ακριβά εστιατόρια, αφού δεν πιστεύω ότι θα φας καλά εκεί. «Τι θα πιείτε;» με ρώτησε ο σερβιτόρος κι όταν είπα «ρετσίνα», μου είπε πως δεν τη σερβίρουν και πως δεν μου ταιριάζει. «Δεν με νοιάζει» απάντησα, «εγώ θέλω ρετσίνα. Είναι δυνατόν σε ελληνικό εστιατόριο να μη σερβίρετε ρετσίνα;» Δεν είχαν το κρασί του φτωχού, κατάλαβες; Είπα πως δεν θα ξαναπήγαινα σ’ αυτό το εστιατόριο και δεν ξαναπήγα.

Με ρωτάει να της γράψω κάπου το όνομα μου για να μου γράψει με τη σειρά της αφιέρωση πάνω στο βινύλιο. Απογοητεύεται λίγο που το όνομα είναι Αντώνης, χριστιανικό, και όχι Άδωνις, αρχαιοελληνικό. Σχολιάζει εντυπωσιασμένη που τη ρώτησα στην αρχή για τον Ferre Grignard. «Δεν πίστευα πως θα με ρωτούσε ποτέ κανείς γι’ αυτόν, όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και απ’ όλο τον κόσμο. Και χωρίς να υπήρξατε χίπης». Χαιρετιόμαστε με γέλια και χαρές.

 
Κάπου εκεί, προστέθηκαν στην παρέα μας η Λίνα Νικολακοπούλου και ο Θοδωρής Βουτσικάκης και κάναμε μια κουβέντα οι τρεις μας. 
Μιλάει η Λίνα Νικολακοπούλου:

Μου άρεσαν πολύ οι στίχοι του «Una mujer (Μια γυναίκα)», γιατί είχαν μία αμεσότητα και η γλώσσα επέτρεπε να χρησιμοποιήσω άνετα την ελληνική. Είχα την ιδέα ο Θοδωρής να τραγουδήσει στο τρίτο πρόσωπο. Η Ντάνι μιλάει ως μία γυναίκα, οπότε όταν μου λύθηκε το «σεναριακό», κατάλαβα πως ο ακροατής μπαίνει σε μια συνεχή ροή από τα ισπανικά στα ελληνικά. Ήθελα να υπάρχει μία αδιάσπαστη αφήγηση για το τι είναι μία γυναίκα. Στο ρεφρέν ακούγεται το εξής: «Ένα ποτάμι τρέχει και δεν γυρίζει», εγώ όμως έβαλα το ότι ο χρόνος είναι ένα ποτάμι που τρέχει, δηλαδή έκανα μικρές προσαρμογές πάντα πάνω στο πνεύμα του πρωτογενούς λόγου. Πάντως, ενώ με τον Πιοβάνι τελειώναμε τα κομμάτια και τα στέλναμε, τώρα έχουμε τη χαρά να είναι εδώ η Ντάνι και να το ζούμε μαζί όλο αυτό. Έπειτα, από τα 23 μου, από πολύ νωρίς, δούλευα ξένα τραγούδια στην ελληνική τους απόδοση. Δεν ήταν εύκολο, αλλά εμένα η ξένη γλώσσα που είχα ευχέρεια ήταν τα ιταλικά, ανήκα σε μία γενιά με την κουλτούρα του διεθνούς ρεπερτορίου. Εκμεταλλευόμουν τις μελωδίες κι έλεγα πως αφού με συγκινεί η μουσική, αποκλείεται εγώ να μη βρω λόγο στα ελληνικά να αποδώσω τα αισθήματα τους. Το «Una mujer», που διαθέτει μεσογειακή φλόγα, το άκουσα δεκάδες φορές πριν κάτσω να γράψω και ευτυχώς είμαι μακριά απ’ αυτό που λέγανε παλιά, «πλένει το ρούχο για κορμί και το κορμί για ρούχο». Είμαστε ευγνώμονες στην Panik, που μετά το δύσκολο εγχείρημα με τον Πιοβάνι, κατάλαβε πως η χροιά της φωνής του Θοδωρή είναι συμβατή με τη δυτική μουσική. Ένα θέλημα εσωτερικό του δικαιώνεται με τη συνέπεια και την αισθητική του. 

Μιλάει ο Θοδωρής Βουτσικάκης:

Όταν τηλεφώνησα της Λίνας, είχα μια μικρή αγωνία γιατί είχα ακούσει μερικά τραγούδια απ’ τον ακυκλοφόρητο ακόμη δίσκο των Vaya Con Dios. Ήθελα ν’ ακούσω ότι το συγκεκριμένο τραγούδι, το «Una mujer» μπορούσε να γίνει στα ελληνικά, αφού εκεί ένιωθα να χτυπά η καρδιά μου. Όταν η Λίνα μου έδωσε τους στίχους, κατευθείαν συνδέθηκαν με τη μητέρα μου, την οποία έχασα πρόσφατα.  Η χαρά της συγκίνησης ήρθε και έδεσε μ’ αυτό το οριακό συμβάν στη ζωή κάθε ανθρώπου και γι’ αυτό νομίζω πως θα το αφιερώσουμε στη μνήμη της. Ακόμη έχω στα αυτιά μου τη φωνή του μπαμπά μου, βραχνή από το τσιγάρο, να τραγουδά «Άι για-για-για, Πουέρτο Ρίκο», οπότε είναι βιωματική ανάμνηση συν το ότι δεν υπήρχε σκηνή στη Θεσσαλονίκη, όταν ξεκινούσα, που να μην παίζονταν τα κομμάτια των Vaya Con Dios. Δεν νιώθω λοιπόν ηλικιακό χάσμα με τη Ντάνι, αφού είχα από νωρίς στη ζωή μου το τραγούδι της. Σ’ αυτή τη φάση νιώθω πως με τη Λίνα και τις παραστάσεις μας στο Θέατρο Τέχνης, προσδιόρισα επακριβώς τη σχέση μου με το κοινό. Για την ώρα, χαίρομαι που αξιώθηκα να ζήσω κάτι που να μη θεωρείται απίθανο. 

* Απαγορεύεται η αναπαραγωγή των φωτογραφιών (copyright: Αγγελική Παπαϊωάννου) και ολόκληρης ή μέρους της συνέντευξης από άλλα διαδικτυακά sites/ έντυπα. 

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Η συνέντευξη με τον Ρώσο σκηνοθέτη Adolf Shapiro αναρτήθηκε στο OLAFAQ

Η συνέντευξη με τον Ρώσο σκηνοθέτη Adolf Shapiro, που σκηνοθετεί Τσέχωφ στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά αυτόν τον καιρό, είναι και μία από τις καλύτερες συνεντεύξεις που αξιώθηκα να μου δώσουν όλα αυτά τα χρόνια. 
Τον συνάντησα μεσημέρι Κυριακής 4 Φεβρουαρίου του 2024 στις αθλητικές εγκαταστάσεις tae kwon do στο Φάληρο, εκεί που είχε καθημερινές πρόβες με το επιτελείο του. Στο επιτελείο αυτό ανήκε και ο φίλος Θεοδόσης Σκαρβέλης ως βοηθός του Shapiro, γεγονός που δεν με εξέπληξε ιδιαίτερα, καθώς δεν πάνε πολλά χρόνια που ο Θεοδόσης επέστρεψε στην Ελλάδα από σοβαρές σπουδές θεατρικής σκηνοθεσίας στη Μόσχα. 
Είδα κατευθείαν έναν άνθρωπο ευδιάθετο να με περιμένει καθισμένος σε μια πλαστική καρέκλα στην άδεια αίθουσα των προβών. Μαζί ήταν και η κυρία Ντίνα Σαράντη, η μεταφράστρια του στη χώρα μας, που τη θεωρεί δεξί του χέρι επί σειρά ετών. 
Ο ίδιος πρότεινε η συνέντευξη να γίνει έξω στον ήλιο, αφού η μέρα το επέτρεπε. Με την κυρία Ντίνα μεταφέραμε τρεις πλαστικές καρέκλες έξω από την αίθουσα, μια και δεν υπήρχε άλλος προσφερόμενος χώρος. Ούτε καν μια παρακείμενη καφετέρια. Η κουβέντα ξεκίνησε και τελείωσε ύστερα από μία ώρα ακριβώς με τον Shapiro σε μεγάλα κέφια ή, αν μη τι άλλο, σε εξομολογητικό mood. 
Μπορείτε να διαβάσετε όλα όσα είπαμε με τον Adolf Shapiro έτσι όπως δημοσιεύθηκαν στο τεύχος του free press OLAFAQ και από σήμερα και στο site. Πιστεύω πως θα διαπιστώσετε αυτό που δεν το λέω τυχαία: Η συνέντευξη με τον συγκεκριμένο παγκόσμιο σκηνοθέτη είναι απ' αυτές που θα την κουβαλάω για χρόνια. Ευχαριστίες ιδιαίτερα στον Θανάση Λάλα που η έκθεση με τα εικαστικά του στην Κύπρο τον έκανε να μου ζητήσει να τον αντικαταστήσω στη συνομιλία με τον Shapiro:

https://olafaq.gr/people/interviews/adolf-shapiro/?fbclid=IwAR0DA16eQN6_vY_VVUGxMgKoViXXsc3aMBc2JnisBJVR1fxXlgHP3NqLTWc