Φωτογραφίες: Αγγελική Παπαϊωάννου
Πως είναι να
συνεργάζεστε δισκογραφικά με ένα νεότερο Έλληνα συνάδελφο σας;
Είμαι ανοιχτή σε
νέα πράγματα και το βρίσκω ενδιαφέρον να συνεργάζομαι με κάποιον διαφορετικής
γενιάς. Μου αρέσει και η φωνή του, ενώ μου έδωσε και την ευκαιρία να έρθω ξανά
στην Ελλάδα, που ανέκαθεν αγαπούσα.
Στην Ελλάδα,
όπως και στην Ολλανδία, τη Γαλλία και την Ευρώπη γενικότερα, κάνατε μεγάλη
επιτυχία με τους Vaya
Con Dios. Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν ως ένα βελγικό γκρουπ να μπείτε και στα charts της Αμερικής, στην άλλη μεριά του
Ατλαντικού;
Δεν μπήκαμε ποτέ
στα αμερικανικά charts, αν
και πουλήσαμε πολλούς δίσκους και εκεί. Μπήκαμε στα charts του Καναδά, όμως, όπως και της
Νότιας Αφρικής, της Ρωσίας και άλλων χωρών. Είχαμε πάει στην Αμερική, καθώς το
ήθελε ο μάνατζερ, ύστερα από ραντεβού μ’ ένα μεγάλο στέλεχος δισκογραφικής.
Αυτό που ήθελαν οι Αμερικανοί ήταν να αλλάξουν τα πάντα: Τις ενορχηστρώσεις,
τους στίχους, ακόμη και κάποιες μελωδίες. Ποτέ τελικά δεν συνέβη να μπούμε στα charts τους, γιατί εγώ είμαι αυτή που είμαι και
δεν ήθελα να γίνω κάποια άλλη.
Το όνομα Ferre Grignard σας λέει κάτι;
Φυσικά. Ήταν ένας
από τους πρώτους Βέλγους χίπις τροβαδούρους με τραγούδια διαμαρτυρίας, που δεν
ζει πια. Μου άρεσε πολύ η φωνή του και δύο τραγούδια του ήταν μεγάλες επιτυχίες
στο Βέλγιο.
Το ένα ήταν το
«Ring, ring (I’ ve got to sing)».
Ακριβώς. Το άλλο
ήταν το «Drunken Sailor» (σ.σ. το τραγουδάει). Μα, εσείς δεν
είστε χίπης, της γενιάς μου. Πως τον ξέρετε τον Ferre Grignard τόσο νέος που είστε;
Δεν ήταν τόσο το
να έμπαινα στη μουσική βιομηχανία, όσο το ότι μου άρεσε να τραγουδώ. Άρχισα να
τραγουδώ στο δρόμο όταν ήμουν 17 ετών. Ζούσαμε με το αγόρι μου τότε, που έπαιζε
κιθάρα, βγάζαμε λεφτά, ξέρετε, ήμασταν χίπηδες. Μέχρι σήμερα νιώθω χίπισσα.
Καλό αυτό,
πόσο μάλλον όταν ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για την ιδιωτική σας ζωή.
Ω, θα θέλαμε ένα
μήνα για να σας αφηγηθώ την προσωπική μου ζωή. Να σας τα πω άμα σκοπεύετε να
γράψετε βιβλίο ολόκληρο (γέλια).
Άρα η αγάπη
για τη μουσική σας έδινε το κίνητρο να μην τα παρατήσετε μέχρι την κορυφή;
Η κορυφή ήταν
κάτι που δεν το φανταζόμουν, σαν κάτι να με πίεζε προς τα κει και που δεν ήξερα
τι ακριβώς ήταν. Ήξερα απλά πως έπρεπε να πάω όπου με πήγαινε η ζωή λίγο μετά
τα 30 μου. Μέχρι τότε είχα κάνει ότι δουλειά μπορείτε να φανταστείτε:
ρεσεψιονίστ, υπάλληλος δικηγορικού γραφείου, καθαρίστρια, οτιδήποτε μπορούσα να
βρω για να ζήσω. Ταυτόχρονα τραγουδούσα τα Σαββατοκύριακα με μια φλαμανδική
μπάντα δίχως κάποιο συμβόλαιο και κάναμε συναυλίες στο Βέλγιο και την Ολλανδία.
Η μητέρα μου, όταν έφτασα 30 κάτι, μου έλεγε πως δεν μπορώ να ζω έτσι, πως έχω
ένα μικρό γιο και πως έπρεπε να βρω μια κανονική δουλειά. Δεν ένιωθα καλά, μεγάλωνα
και ήμουν απελπισμένη, καθώς είχα το άγχος του παιδιού μου και των ενοικίων που
έτρεχαν. Τότε ήταν φίλη μου μια Βελγίδα τραγουδίστρια πολύ διάσημη στη Γαλλία,
που της τηλεφώνησα και τη ρώτησα τι θα κάνω με τη ζωή μου, αν έπρεπε να αφήσω
το τραγούδι. Μου είπε να κάνω τα δικά μου πράγματα, αφού ανέκαθεν δούλευα με
άλλους. «Μην τολμήσεις και σταματήσεις το τραγούδι, δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ»
ήταν τα λόγια της. Μου έδωσε μεγάλο κουράγιο και το αστείο είναι πως λίγες
εβδομάδες μετά απ’ αυτή τη συζήτηση μας, μία άλλη φίλη που είχε ανοίξει ένα
μαγαζί με τρέντι ρούχα, με ζήτησε να τραγουδήσω για τα εγκαίνια. Θα γινόταν ένα
κοκτέιλ πάρτι που θα έπαιζαν ο Ντερκ και
ο Γουίλι, τα υπόλοιπα μέλη των μελλοντικών Vaya Con Dios. «Γιατί
δεν έρχεσαι να πεις ένα τραγούδι μαζί τους;» με παρότρυνε κι έτσι έγινε.
Θυμάμαι ότι προβάραμε στα γρήγορα δύο κομμάτια στην κουζίνα της φίλης και
αμέσως μετά τραγούδησα μπροστά σε κόσμο. «Είναι πολύ καλή, έχει βγάλει δίσκο;»
ρωτούσε το κοινό, άρα τα πάντα ξεκίνησαν από μία πλάκα, μια αστεία συγκυρία.
Αποφασίσαμε με τα παιδιά να ξαναβρεθούμε και να κάνουμε πρόβα και το πρώτο
τραγούδι που φτιάξαμε ήταν το «Just a friend of mine». Απ’ αυτό ξεκίνησαν δηλαδή όλα.
Ακούστε, το 2019
έκανα ένα μεγάλο μακρύ ταξίδι στην Αμερική. Ζούσα για ενάμισι – δυο χρόνια στο
Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνια. Η σκέψη μου ήταν να πάω στην Αριζόνα, στο
Κολοράντο, να δω το Γκραν Κάνιον, πανέμορφα μέρη. Ήθελα να πετάω συνεχώς και να
γυρίζω ξανά στο Λονγκ Μπιτς που ζούσα. Ήθελα το σπίτι μου χωρίς να νιώθω τίποτα
νοσταλγικό, αφού ταξίδευα ξανά στην έρημο ή και στο Λας Βέγκας, που το μισούσα,
αλλά έπρεπε να πάρω από κει το αεροπλάνο. Κάποια στιγμή κάθισα και κοίταζα το
σπίτι μου και είπα μέσα μου: «Μη στέκεσαι σε τέτοια πράγματα. Το σπίτι αυτό
είναι ήδη παρελθόν για σένα, αφού θες να ταξιδεύεις μονίμως. Τα μέρη που θα πας
θα’ναι καινούργια, θα μυρίζουν αλλιώς, θα έχουν διαφορετική θέα, θα’ ναι κάτι
καινούργιο για σένα». Εκεί, σε ώριμη ηλικία, αποφάσισα ότι δεν μ’ ενδιαφέρει το
παρελθόν σαν έννοια.
Όταν βλέπετε
τον εαυτό σας στα παλιά βίντεο από το YouTube, πως νιώθετε; Μελαγχολία; Πονάει η μνήμη;
Καθόλου, εγώ
γελάω με τα μαλλιά που είχα τότε (γελάει δυνατά). Δεν ξέρω αν πονάει η μνήμη,
εξαρτάται από τις μνήμες δηλαδή. Σαφώς και πολλές μνήμες μπορεί να είναι
οδυνηρές, αλλά εγώ αυτές τις έχω βγάλει από μέσα μου και έπαψα να είμαι
ενοχική. Θέλει δουλειά αυτό, όμως, αλλιώς δηλητηριάζεσαι. Θέλεις ψυχανάλυση για
να αντιληφθείς γιατί έκανες κάποια πράγματα παλιά που τώρα ανήκουν στο παρελθόν
και δεν έχουν πια καμία σημασία.
Από που πρωτακούσατε τσιγγάνικη μουσική; Ήταν βασικό συστατικό της μουσικής των Vaya Con Dios.
Ο πατέρας μου
αγαπούσε πολύ τη μουσική και είχε μεγάλη δισκοθήκη. Στο σπίτι πρωτάκουσα,
λοιπόν, τσιγγάνικα τραγούδια την ίδια στιγμή που άκουγα και πολύ rhythm’ n’ blues, Ότις Ρέντινγκ, Αρίθα Φράνκλιν,
σόουλ μουσική. Ως νέα με συνάρπαζε η ποπ μουσική, ο Τζίμι Χέντριξ κ.α.,
επομένως δεν ήταν μόνο η τσιγγάνικη μουσική που επηρέασε τους Vaya Con Dios, αλλά πολλά και
διαφορετικά ακούσματα.
Σας έχω ένα
δέος, ξέρετε, καθώς είμαι 50 ετών και στα 16 μου αγάπησα την ξένη μουσική μέσα
από τα τραγούδια σας. Μπορείτε να μπείτε στη θέση μου αυτή τη στιγμή;
Το καταλαβαίνω
απόλυτα με την ίδια λογική που εμένα μεγάλες επιρροές μου ήταν ο Μπομπ Ντίλαν
και ο Λέοναρντ Κοέν. Ποτέ δεν συνάντησα κανέναν τους. Το ίδιο και τον Λεό Φερέ,
όπως και τους Rolling Stones ή τους Beatles. Κι αν εσείς συναντάτε εμένα τώρα και
νιώθετε δέος, εγώ δεν τους γνώρισα ποτέ αυτούς από κοντά για να ένιωθα κάτι
παρόμοιο.
Όπως μου τα
λέτε, αν δηλαδή μπαίνατε στη δισκογραφία το 1970 και όχι το 1988, θα μπορούσε
να είχε γίνει μ’ ένα ψυχεδελικό ροκ συγκρότημα.
Ποτέ δεν ένιωσα
ότι έπρεπε να μπω στη μουσική βιομηχανία, ακολουθώντας ένα συγκεκριμένο είδος.
Το τραγούδι ήταν ένας τρόπος έκφρασης για μένα και μόνο αυτό ήθελα. Το αγόρι
μου έπαιζε κιθάρα στο δρόμο, όπως σας είπα, εγώ τραγουδούσα μαζί του και το
μόνο που μας ένοιαζε ήταν να βγάλουμε κάνα φράγκο για να φάμε κάπου μια
μακαρονάδα και να τη βγάλουμε. Καταλαβαίνετε ότι ήμουν πολύ μακριά απ’ αυτό που
ορίζουμε ως μουσική βιομηχανία.
Πάντως, πριν
τους Vaya Con Dios, περάσατε από άλλα σχήματα, ηλεκτρονικής, μπλουζ, μέχρι και χαρντ ροκ
μουσικής. Θυμίζω τους Steelover, «θυγατρική» μπάντα των Scorpions. Θέλατε να διευρύνετε τους μουσικούς σας
ορίζοντες;
Όχι, ήθελα να
τραγουδώ οπουδήποτε ήταν πιθανό να τραγουδήσω. Μπορεί να μου άρεσαν οι Metallica ή οι Motorhead, αλλά ποτέ δεν θα άκουγα στο σπίτι μου χαρντ ροκ
και ποτέ δεν σκέφτηκα να γίνω τραγουδίστρια χαρντ ροκ μπάντας. Αυτό που συνέβη
με τους Steelover ήταν
να γράφουν δίσκο σ΄ ένα στούντιο στις Βρυξέλλες. Μόλις τον τελείωσαν,
καυγάδισαν με την τραγουδίστρια τους, η οποία τους είπε «Άντε και γαμηθείτε»,
τα μάζεψε κι έφυγε. Εγώ πάλι ήξερα τον ιδιοκτήτη του στούντιο, που μου
τηλεφώνησε: «Ντάνι, δεν έρχεσαι να τραγουδήσεις μαζί τους μπας και τελειώσουν
το δίσκο και υπογράψουν επιτέλους με τη δισκογραφική;» Έτσι τραγούδησα μαζί
τους.
Η αλήθεια
είναι πως από το 1991 και μετά οι Vaya Con Dios έγιναν «one woman band», το πήρατε δηλαδή όλο πάνω σας. Δεν
θα θέλατε, φαντάζομαι, να διαλυθεί ένα άκρως επιτυχημένο γκρουπ.
Οι Vaya Con Dios ξεκίνησαν ως τρίο: Εγώ, ο
κιθαρίστας Γουίλι Λάμπρεγκτ και ο μπασίστας Ντερκ Σουφς. Ο Γουίλι, που είχα
σχέση μαζί του, εγκατέλειψε νωρίς το συγκρότημα. Τα είχα φτιάξει και με τον
Ντερκ κι αυτό δεν ήταν εύκολο για τον Γουίλι. Έφυγε και έπαιζε με μια άλλη ροκ
μπάντα. Συνεχίσαμε με τον Ντερκ κι ένα νέο κιθαρίστα, τον Ζαν Μισέλ Γκιλέν.
Όταν άρχισαν να έρχονται τα πολλά λεφτά, ο Ντερκ έπεσε πολύ άσχημα στα
ναρκωτικά. Αναγκαστήκαμε να του πούμε να αποχωρήσει γιατί ήταν αδύνατο να
δουλέψουμε μαζί του. Θυμάμαι να μας έχουν καλέσει σε μια τηλεοπτική εκπομπή,
όπου εκεί αναγκάζεσαι να περιμένεις. Ο Ντερκ έπινε συνέχεια και όταν έφτασε η
στιγμή να πούμε το τραγούδι μας, είχε ξαπλώσει στο πάτωμα γιατί ήταν μεθυσμένος
και δεν μπορούσε να ξυπνήσει. Το ότι αναγκαστήκαμε να του ζητήσουμε λήξη της
συνεργασίας μας, με γέμισε με φοβερό στρες και άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά
μου. Υπήρχαν και συμβόλαια, η εταιρεία μας όμως στράφηκε σε μένα κι έτσι έγινα
εγώ οι Vaya Con Dios.
Τον θυμάστε ακόμη καμιά φορά τον Ντερκ Σουφς; Πέθανε νεότατος.
Ήταν 29 ετών και
πήγε από υπερβολική δόση. Ήμασταν όλοι όμως μέσα στο μότο «Ζήσε έντονα – πέθανε
νέος» που κρατούσε καλά ακόμη από τις δεκαετίες του 1960 και του ’70 μέχρι και
του ‘80. Κι εγώ έπινα ναρκωτικά, αλλά δεν έφτασα ποτέ στο σημείο να σουτάρω. Η
εγγονή μου σήμερα, ας πούμε, συζητάει για κάποιον με τους συμμαθητές της σε
φάση «Α, αυτός καπνίζει τσιγαριλίκια» (γέλια). Η δική μου γενιά, όμως, βάζω και
μένα μέσα, από χίπηδες που πίναμε παραισθησιογόνα και τσιγαριλίκια, γίναμε
πάνκηδες και το πράγμα χόντρυνε. Σνιφάραμε κόκα, τρώγαμε μανιτάρια, πολλοί
έπεσαν στην πρέζα. Ξέρετε τι συνέβη με τους Vaya Con Dios στις αρχές ακόμη και άρχισα να χάνω
τα μαλλιά μου; Για χρόνια τραγουδούσα και τίποτα δεν γινόταν. Ξαφνικά όλοι
άρχισαν να με θέλουν παντού, έπρεπε να δίνω είκοσι συνεντεύξεις τη μέρα κι αυτό
δεν αντεχόταν συνέχεια, πιστέψτε με. Ο Ντερκ, το τότε αγόρι μου, ήταν συνέχεια
μαστουρωμένος και έσβηνε τσιγάρα στα χέρια του. Έπαθα αλωπεκίαση από τη
στενοχώρια και δεν γινόταν να συνεχίσω. Είπα ότι εγκαταλείπω τη μουσική
βιομηχανία το 1996, έχοντας κάνει διεθνή επιτυχία με το συγκρότημα.
Προείχε
επομένως η φυσική και πνευματική σας υγεία.
Ακριβώς, έτσι
ένιωσα ότι έπρεπε να κάνω. Όταν είσαι πολύ επιτυχημένος, ταξιδεύεις συνεχώς απ’
το ένα μέρος στο άλλο και δεν κοιμάσαι ποτέ στο κρεβάτι σου. Στην αρχή έλεγα
«Είναι υπέροχο όλο αυτό, ότι ακριβώς ονειρευόμουν: Να είμαι ικανή να παίρνω το
αεροπλάνο, όπως οι άλλοι άνθρωποι έπαιρναν το λεωφορείο. Να κοιμάμαι σε
ξενοδοχεία σε όλο τον κόσμο, αλλά μια μέρα είπα μέσα μου «Πόσο θα ήθελα να
κοιμηθώ απόψε στο κρεβατάκι μου και να μην ξαναταξιδέψω για τον επόμενο μήνα
πουθενά». Αυτό με οδήγησε να σταματήσω από τους Vaya Con Dios.
Το τραγούδι
πηγάζει από το λαιμό σας ή ανεβαίνει από το στήθος, από την καρδιά δηλαδή, στο
λαιμό;
Ξεκάθαρα από την
ψυχή! Δεν είναι θέμα τεχνικής ή εκπαίδευσης. Μια φορά μόνο έκανα μαθήματα
φωνητικής που με έβαλαν να κάνω αυτές τις γελοίες ασκήσεις. «Έχεις το τραγούδι
στη μύτη» μου έλεγε η δασκάλα, «αλλά θα στο κατεβάσω στο λαιμό» και μ’ έβαζε να
τραγουδάω οπερατικά. «Άντε γεια, δεν είναι για μένα αυτά» είπα και την κοπάνησα
(γέλια). Αποφάσισα να φύγω άρον – άρον από τα μαθήματα καθώς δεν ήθελα ποτέ να
γίνω τέτοια τραγουδίστρια.
Πως είναι το σπίτι σας σήμερα; Με γεμάτους τοίχους από χρυσούς και πλατινένιους δίσκους;
Όχι, τους έχω
όλους στο γκαράζ. Τους έχω πακετάρει και τους έβαλα στο υπόγειο και ποτέ δεν
τους κοιτάω. Αν έρθετε σπίτι μου, δεν θα καταλάβετε ότι είμαι τραγουδίστρια.
Αυτό θα νομίζει ο κόσμος, αλλά στην τελικά δεν ήταν και από χρυσό οι χρυσοί
δίσκοι για να μην τους έβαζα στο γκαράζ (γέλια).
Η επαφή με το
κοινό στις συναυλίες σας ισοδυναμούσε με ερωτική πράξη;
Θα σας
απογοητεύσω, αλλά όταν τραγουδώ δεν βλέπω τους ανθρώπους. Είναι σαν μια μαύρη
τρύπα, νιώθω την ενέργεια τους, αλλά δεν τους βλέπω.
Το ίδιο
γίνεται και στο θέατρο. Ένας ηθοποιός στη σκηνή ποτέ δεν βλέπει το κοινό.
Ακριβώς το ίδιο
είναι! Τραγουδώ γι’ αυτούς, εκφράζοντας όμως όλα όσα εγώ νιώθω. Ας κάνουν ότι
θέλουν εκείνοι τη συγκεκριμένη στιγμή που εγώ θα τραγουδώ γι’ αυτούς και που
δεν γίνεται να τους ξέρω όλους, τόσοι πολλοί που έρχονται στις συναυλίες μας.
Ας πούμε ότι τραγουδούσα και εισέπραττα τις δονήσεις μέσα από μια μαύρη τρύπα.
Το ολοκαίνουργιο «Shades of Joy» είναι ένα χορευτικό αισιόδοξο τραγούδι. Σαν να το έχει ανάγκη ο κόσμος μέσα στη χειρότερη περίοδο που διανύουμε.
Σίγουρα και γι’
αυτό ακριβώς που λέτε τραγουδώ στο «Maybe», ένα άλλο κομμάτι του νέου άλμπουμ. Ένιωσα ότι ήταν η δική μου ευθύνη για
όλα όσα περνάει ο κόσμος αυτή τη στιγμή με έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο να
έρχεται. Αυτό σκέφτομαι, το ότι όλοι ψηφίζουμε χωρίς ουσιαστικά να αλλάζει
τίποτα. Τι μας μένει πέρα από το να διαμαρτυρόμαστε ή να γράφουμε μελαγχολικά
τραγούδια; Να είμαστε καλοί με τους άλλους δίπλα μας, να δείχνουμε αλληλεγγύη,
να βρίσκουμε τρόπους να βοηθάμε. Ήθελα λοιπόν το «Shades of Joy» να βγει ένα νέο χαρούμενο τραγούδι, αλλά
δεν είχα τους αντίστοιχους στίχους. Ζήτησα να μου τους δώσει ο Μπάι Καμάρα
τζούνιορ από τη Σιέρα Λεόνε, που γράφει στίχους και τραγουδάει επίσης. Του
έβαλα τη μελωδία, τον ρώτησα τι να κάνω με τους στίχους κι εκείνος αποφάσισε να
«μιλήσει» σαν να ήμουν εγώ. Γνωριζόμαστε πολύ καλά, είμαστε φίλοι στενοί και
πάντα μου άρεσε η γραφή του.
Πιστεύετε ότι
υπήρχαν στοιχεία πολιτικοποίησης στα τραγούδια των Vaya Con Dios;
Αμιγώς τέτοια
στοιχεία δεν υπήρχαν, αλλά με τον τρόπο που ζούσαμε, που μιλούσαμε και που
δρούσαμε, ήμασταν πολιτικά όντα. Θεωρώ ότι είναι λάθος να κολλάμε σε πολιτικές
ιδεολογίες του παρελθόντος. Θα δήλωνα σοσιαλίστρια υπό την έννοια του ότι θα
ήθελα όλοι να δικαιούνται ίσες ευκαιρίες. Δεν πιστεύω ότι ο ένας είναι
σημαντικότερος από τον άλλον. Είδα, όμως, τους σοσιαλιστές για χρόνια στο
Βέλγιο να λειτουργούν καταστροφικά για την κοινωνία. Πλέον δεν δηλώνω
σοσιαλίστρια και θα ευχόμουν να μπορούσα, αλλά στην πράξη αποδείχτηκε ότι οι
σοσιαλιστές, όπως και οι κομμουνιστές, όταν έρχονται στην εξουσία, κάνουν τα
αντίθετα απ’ αυτά που υπόσχονταν. Δεν θέλω πλέον να ανήκω σε κανέναν ιδεολογικό
χώρο, θέλω οι άνθρωποι να είναι ειλικρινείς με τους εαυτούς τους και να είναι
καλοί με τους άλλους. Έχεις τη χώρα σου, έχεις την πόλη σου, έχεις τα σύνορα
σου – υποτίθεται – αλλά τι κάνεις άμα σου επιτεθεί ένας Πούτιν; Που θα
μεταφερθείς στα ξαφνικά; Αν και ποτέ δεν υπήρξα μέλος κανενός κόμματος, σαφώς
και ψήφιζα μια ζωή Αριστερά, καθώς αυτή ανταποκρινόταν ολοκληρωτικά στις ιδέες
μου. Σας το είπα, πάντα ήθελα ίσες ευκαιρίες για όλους. Άλλος μπορεί να είναι
ταλαντούχος σε κάτι, άλλος πιο έξυπνος και άλλος λιγότερο ικανός, αλλά όλοι
είμαστε ανθρώπινα πλάσματα.
Θυμάστε μια πολύ
ευτυχισμένη στιγμή από τα παιδικά σας χρόνια;
Ναι, όταν παίζαμε
με μια φίλη μου στο πατρικό της τις καλλιτέχνιδες. Εγώ έκανα την τραγουδίστρια
κι εκείνη με τη μητέρα της, που δεν είχε δουλειά και μας παρακολουθούσε, έκαναν
το κοινό. Ήταν υπέροχα χρόνια.
Η πανδημία έπαιξε ένα ρόλο στο να ανακτήσετε τις καλλιτεχνικές σας δυνάμεις.
Έχω το σπίτι μου
στις Βρυξέλλες, αλλά έχω κι ένα σπίτι στην Ισπανία. Πέρναγα πολύ καιρό στην
Ανδαλουσία κοντά στη Σεβίλλη. Και ήμουν καλά με τα σκυλιά μου, τις κότες μου,
τις ντομάτες μου.
Παραμένετε
χίπισσα.
Ναι, ακριβώς
(γέλια). Έβγαινα έξω με καλούς φίλους εκεί, η ζωή πέρναγε απλά και καλά. Κάποια
στιγμή γύρισα στις Βρυξέλλες για δουλειές μου, αλλά με την πανδημία σταμάτησαν
οι πτήσεις. Κοντά μου ζει ο Τιερί, που παίζει κιθάρα στο νέο άλμπουμ των Vaya Con Dios. Καταπληκτικός μουσικός
που τα είχαμε πριν πολλά χρόνια. Μου τηλεφώνησε μια μέρα: «Είμαι μόνος, είσαι
μόνη, δεν έρχεσαι από το στούντιο με τον μπασίστα τον Φρανσουά να γράψουμε νέο
υλικό; Αφού δεν βλέπουμε άλλο κόσμο, ας βλεπόμαστε οι τρεις μας». Έτσι για
πλάκα το ξαναρχίσαμε, για να έχουμε κάτι να κάνουμε. Μας δόθηκε η ευκαιρία να
ξαναβρεθούμε και να βγάλουμε τελικά ένα νέο δίσκο.
Πως
αντιμετωπίζετε το χρόνο που έχει περάσει και που περνάει;
Είμαι πια 71 ετών
και τα έχω καλά με το χρόνο. Ακούω κάθε μέρα για φίλους που πεθαίνουν και που
είναι με καρκίνο στο νοσοκομείο. Είναι πολύ δύσκολο να μη σκέφτεσαι το θάνατο
και πως μια μέρα τα πάντα θα τελειώσουν. Αυτό βάζει άλλες προτεραιότητες στη
ζωή σου και η κύρια είναι να χαίρεσαι όσες στιγμές μένουν. Ξέρεις πως δεν έχεις πολύ χρόνο κι αν έχεις,
δεν ξέρεις σε τι κατάσταση θα είσαι.
Παρότι η φωνή
σας διατηρείται σε εντυπωσιακά επίπεδα, σε δέκα χρόνια που θα είστε 81 ετών,
ενδεχομένως να μη μπορείτε να τραγουδήσετε. Έχετε σκεφτεί που θα διοχετεύσετε
τη δημιουργικότητα σας;
Δεν θα χρειάζεται
να κάνω τίποτα. Έχω τα τρία σκυλιά μου που τους μιλάω και μου μιλάνε. Έχω ένα
μεγάλο κήπο, έχω καλούς φίλους, έτσι θα απολαμβάνω τη ζωή μου. Δεν χρειάζεται
να αγχώνομαι από τώρα και γι’ αυτό, κάτι δηλαδή που είναι η φυσική ροή.
Το παιχνίδι
διανομής της μουσικής έχει αλλάξει πρωτίστως για megastars, όπως εσείς. Νιώθετε εξοικειωμένη με τις
ψηφιακές πλατφόρμες;
Είμαι και δεν θα
γινόταν αλλιώς, θα ένιωθα κυριολεκτικά σαν τη μύγα μες το γάλα και το λέω
μεταφορικά. Είναι πολύ εύκολο πια να κάνεις μουσική κι αυτό μόνο καλό κάνει
στους νέους ανθρώπους που δεν χρειάζεται να χτυπάνε τις πόρτες των
δισκογραφικών. Απ’ την άλλη, όμως, ο καθένας μπορεί να γίνει μουσικός,
συνθέτης, πως θα ξεχωρίσει όμως; Μεγάλο πρόβλημα αυτό.
Κάνετε ακόμη
όνειρα;
Όχι, δεν κάνω
όνειρα. Χαίρομαι να ζω την κάθε μέρα μου και να παίρνω τα πράγματα όπως
έρχονται.
Δεν είναι το
όνειρο στη φύση του καλλιτέχνη;
Το όνειρο είναι
στη φύση κάθε ανθρώπου. Ο καθένας έχει όνειρα, προοπτικές και ελπίδες για κάτι
καλύτερο. Μπορεί να’ναι υλιστικό ή πνευματικό, ο καθένας όμως ονειρεύεται κάτι
που δεν έχει.
Λέω αμέσως
μετά τη συνέντευξη μας, να ακούσω στο σπίτι μου το νέο σας άλμπουμ και να
ανοίξω ένα μπουκάλι ρετσίνα.
Λατρεύω τη
ρετσίνα!
Το ξέρω, δεν
το είπα τυχαία.
(γέλια) Δεν πίνω
πια, δεν κάνει να πίνω γιατί έχω το συκώτι μου και το στομάχι μου, αλλά θα σας
πω ένα ανέκδοτο: Πολλά χρόνια πριν υπήρχε εδώ ένα κυριλέ εστιατόριο με Κρητικά
εδέσματα. Οι φίλοι μου με πήγαν σ’ αυτό το φανταστικό και ακριβό ελληνικό εστιατόριο,
παρόλο που δεν προτιμώ τα ακριβά εστιατόρια, αφού δεν πιστεύω ότι θα φας καλά
εκεί. «Τι θα πιείτε;» με ρώτησε ο σερβιτόρος κι όταν είπα «ρετσίνα», μου είπε
πως δεν τη σερβίρουν και πως δεν μου ταιριάζει. «Δεν με νοιάζει» απάντησα, «εγώ
θέλω ρετσίνα. Είναι δυνατόν σε ελληνικό εστιατόριο να μη σερβίρετε ρετσίνα;»
Δεν είχαν το κρασί του φτωχού, κατάλαβες; Είπα πως δεν θα ξαναπήγαινα σ’ αυτό
το εστιατόριο και δεν ξαναπήγα.
Με ρωτάει να της
γράψω κάπου το όνομα μου για να μου γράψει με τη σειρά της αφιέρωση πάνω στο
βινύλιο. Απογοητεύεται λίγο που το όνομα είναι Αντώνης, χριστιανικό, και όχι
Άδωνις, αρχαιοελληνικό. Σχολιάζει εντυπωσιασμένη που τη ρώτησα στην αρχή για
τον Ferre Grignard.
«Δεν πίστευα πως θα με ρωτούσε ποτέ κανείς γι’ αυτόν, όχι μόνο από την Ελλάδα,
αλλά και απ’ όλο τον κόσμο. Και χωρίς να υπήρξατε χίπης». Χαιρετιόμαστε με
γέλια και χαρές.
Μου άρεσαν πολύ
οι στίχοι του «Una mujer
(Μια γυναίκα)», γιατί είχαν μία αμεσότητα και η γλώσσα επέτρεπε να
χρησιμοποιήσω άνετα την ελληνική. Είχα την ιδέα ο Θοδωρής να τραγουδήσει στο
τρίτο πρόσωπο. Η Ντάνι μιλάει ως μία γυναίκα, οπότε όταν μου λύθηκε το
«σεναριακό», κατάλαβα πως ο ακροατής μπαίνει σε μια συνεχή ροή από τα ισπανικά
στα ελληνικά. Ήθελα να υπάρχει μία αδιάσπαστη αφήγηση για το τι είναι μία
γυναίκα. Στο ρεφρέν ακούγεται το εξής: «Ένα ποτάμι τρέχει και δεν γυρίζει», εγώ
όμως έβαλα το ότι ο χρόνος είναι ένα ποτάμι που τρέχει, δηλαδή έκανα μικρές
προσαρμογές πάντα πάνω στο πνεύμα του πρωτογενούς λόγου. Πάντως, ενώ με τον
Πιοβάνι τελειώναμε τα κομμάτια και τα στέλναμε, τώρα έχουμε τη χαρά να είναι
εδώ η Ντάνι και να το ζούμε μαζί όλο αυτό. Έπειτα, από τα 23 μου, από πολύ
νωρίς, δούλευα ξένα τραγούδια στην ελληνική τους απόδοση. Δεν ήταν εύκολο, αλλά
εμένα η ξένη γλώσσα που είχα ευχέρεια ήταν τα ιταλικά, ανήκα σε μία γενιά με την
κουλτούρα του διεθνούς ρεπερτορίου. Εκμεταλλευόμουν τις μελωδίες κι έλεγα πως
αφού με συγκινεί η μουσική, αποκλείεται εγώ να μη βρω λόγο στα ελληνικά να
αποδώσω τα αισθήματα τους. Το «Una mujer», που διαθέτει
μεσογειακή φλόγα, το άκουσα δεκάδες φορές πριν κάτσω να γράψω και ευτυχώς είμαι
μακριά απ’ αυτό που λέγανε παλιά, «πλένει το ρούχο για κορμί και το κορμί για
ρούχο». Είμαστε ευγνώμονες στην Panik, που μετά το δύσκολο εγχείρημα με τον Πιοβάνι, κατάλαβε πως η χροιά της
φωνής του Θοδωρή είναι συμβατή με τη δυτική μουσική. Ένα θέλημα εσωτερικό του
δικαιώνεται με τη συνέπεια και την αισθητική του.
Όταν τηλεφώνησα
της Λίνας, είχα μια μικρή αγωνία γιατί είχα ακούσει μερικά τραγούδια απ’ τον
ακυκλοφόρητο ακόμη δίσκο των Vaya Con Dios. Ήθελα ν’ ακούσω ότι το συγκεκριμένο τραγούδι, το «Una mujer» μπορούσε να γίνει στα ελληνικά, αφού εκεί ένιωθα να χτυπά η καρδιά μου.
Όταν η Λίνα μου έδωσε τους στίχους, κατευθείαν συνδέθηκαν με τη μητέρα μου, την
οποία έχασα πρόσφατα. Η χαρά της
συγκίνησης ήρθε και έδεσε μ’ αυτό το οριακό συμβάν στη ζωή κάθε ανθρώπου και
γι’ αυτό νομίζω πως θα το αφιερώσουμε στη μνήμη της. Ακόμη έχω στα αυτιά μου τη
φωνή του μπαμπά μου, βραχνή από το τσιγάρο, να τραγουδά «Άι για-για-για,
Πουέρτο Ρίκο», οπότε είναι βιωματική ανάμνηση συν το ότι δεν υπήρχε σκηνή στη
Θεσσαλονίκη, όταν ξεκινούσα, που να μην παίζονταν τα κομμάτια των Vaya Con Dios. Δεν νιώθω λοιπόν ηλικιακό
χάσμα με τη Ντάνι, αφού είχα από νωρίς στη ζωή μου το τραγούδι της. Σ’ αυτή τη
φάση νιώθω πως με τη Λίνα και τις παραστάσεις μας στο Θέατρο Τέχνης,
προσδιόρισα επακριβώς τη σχέση μου με το κοινό. Για την ώρα, χαίρομαι που αξιώθηκα
να ζήσω κάτι που να μη θεωρείται απίθανο.
* Απαγορεύεται η αναπαραγωγή των φωτογραφιών (copyright: Αγγελική Παπαϊωάννου) και ολόκληρης ή μέρους της συνέντευξης από άλλα διαδικτυακά sites/ έντυπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου