Στο κέντρο της σκηνής ένα μεγάλο τραπέζι που παραπέμπει στο Μυστικό Δείπνο, όπως τον συνέλαβε κάποιος Αναγεννησιακός ζωγράφος. Ένα πιάνο κι ένα βιολοντσέλο στα αριστερά. Κεριά δεξιά και πέριξ της σκηνής. Ένας παλιός πολυέλαιος να φωτίζει ατμοσφαιρικά. Οι δύο τραγουδιστές κάνουν την εμφάνιση τους, μαυροντυμένοι, σαν καλόγεροι της Καπέλα Σιξτίνα σε ένα κράμα βυζαντινισμού και Καθολικισμού. Δεν είναι απλά δύο τραγουδιστές. Στην ουσία είναι το ακροατήριο του ποιητή, όταν εκείνος έδωσε τη διάλεξη περί duende στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής πριν από 84 χρόνια. Η όλη κατάσταση που ευφυώς έχει στηθεί στο Θέατρο Τέχνης σε προϊδεάζει για το τι θα δεις - ακούσεις. Ευφραίνεσαι, καθώς η ποιητική ατμόσφαιρα δεν πετυχαίνει πάντα, με την είσοδο δηλαδή του κοινού στην αίθουσα. Εδώ δεν υπάρχει αυτό, δεν ψάχνεσαι, δεν μονολογείς ''Άντε να δούμε τι θα δούμε'', δεν πας να παρακολουθήσεις κάτι απροσδιόριστο. Μπαίνεις σ' ένα άλλο κόσμο και κάπου σκέφτεσαι το μετά, την επάνοδο στην καθημερινότητα, το ότι εκεί έξω δεν θα υπάρχει ένας ποιητής να σου αφηγείται και κανένας καλόγερος - μαθητής του δεν θα σου χαρίσει το τραγούδι του. Ο Σταμάτης Κραουνάκης - Federico Garcia Lorca επιβάλλεται με την παρουσία του στο κέντρο της σκηνής. Κάθεται στην Αγία Τράπεζα του duende και ανοίγει τα χαρτιά της διάλεξης του. Τι είναι στ' αλήθεια το duende; Το μεσογειακό ταμπεραμέντο; Εκείνο το ξυράφι που σκίζει σε μικρά κομματάκια τα υγρά μάτια των θεατών; Μην είναι ο Ανδαλουσιανός Σκύλος που αναλήφθηκε στους ουρανούς την πιο κρύα νύχτα στην Αθήνα; Οι τόνοι πέφτουν καθώς ο ποιητής αρχίζει την ομιλία του. Είναι φανερό, μπορεί η παράσταση να διαθέτει ατμόσφαιρα και ακριβό γούστο, όμως εν αρχή ην ο Λόγος κι αυτό το γνωρίζουν καλά όλοι οι συντελεστές. Ακούμε για Ισπανούς καλλιτέχνες χαμένους στα βάθη του χρόνου, εισπράττουμε την ψυχαναλυτική δομή μιας ποιητικής διάλεξης που και χιούμορ διαθέτει (του Lorca ή του Κραουνάκη, θα σας γελάσω), και πολιτισμούς ενώνει με κοινό παρανομαστή το πάθος και τον ερωτικό παροξυσμό. Ένας παροξυσμός που προσφέρεται χαμηλότονα, εγκεφαλικά, καθώς ο ποιητής δεν ομιλεί αυτάρεσκα, αλλά αργά και καθαρά, λες και δεν θέλει καμία κουβέντα να πέσει απλώς στα πατώματα. Είναι τόσο ωραίο το κείμενο αυτό του Lorca, που ο ίδιος δεν πρόλαβε να δει ποτέ δημοσιευμένο! Παγκόσμια κληρονομιά στην απόδοση της, γνωστής σε μένα από τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, Ολυμπίας Καράγεωργα. Την αναζητούσα χθες την Καράγεωργα, θυμήθηκα πριν κάποια χρόνια - ούτε δεκαετία δεν θά'ναι - που τα πίναμε σε ταβερνείο των Εξαρχείων μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Καλή της ώρα! Μέσω Κραουνάκη, συνειδητοποίησα πως η Καράγεωργα μετέφρασε τον Lorca δίχως ποιητικές φιοριτούρες που, ομολογουμένως, έχουν γίνει και λίγο κλισέ στην περίπτωση του. Δεν χρειάζεται δηλαδή να ακούσεις για φεγγάρια και όμορφες χωριατοπούλες στα ποτάμια. Υπάρχουν όλα αυτά στη σκηνοθεσία, στα επιμέρους θεατρικά στοιχεία και κυρίως στην ερμηνεία του Κραουνάκη που ως θεατράνθρωπος και γνώστης του Lorca, γνωρίζει πόσο ''Έλληνας'' ποιητής έχει γίνει μέσα στα χρόνια. Διότι από τον ''Ματωμένο Γάμο'' στην απόδοση του Νίκου Γκάτσου και αργότερα σ' αυτήν του Σεβαστίκογλου μέχρι τη μετάφραση του από τον Οδυσσέα Ελύτη, ο μεγάλος Ισπανός καλλιτέχνης μπήκε για τα καλά στη ζωή μας με τη μεταξύ μας σχέση να αναζωπυρώνεται συχνά, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο επιτυχημένα. Πιστεύω πως το - κατά Κραουνάκη - ''Duende'' είναι από τις παραστάσεις εκείνες που ανοίγουν μια καινούργια σελίδα στο βιβλίο των λογαριασμών του Lorca με τη χώρα μας. Ένας Lorca, όπως τον δίδαξαν ο Χατζιδάκις και ο Τσιτσάνης - ο τελευταίος ερήμην του μάλλον μέσα από την πίκρα των ηρώων του και το ανθρώπινο ανικανοποίητο, το όνειρο που εδεχομένως ποτέ δεν θα γίνει πραγματικότητα. Έπειτα είναι και τα τραγούδια! Συνθέσεις του Κραουνάκη με την αύρα του κλασικού, τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν - για να πεταχτώ στον Brecht τώρα -, παρέες που όρισαν το νεοελληνικό πολιτισμό με έναν φανό θυέλλης και ένα καλό φτηνό κρασί, με την επίγνωση πως η τέχνη γεννιέται μέσα από από καρδιοχτύπια, λόγια, λόγια, συμβουλές, κουβέντες, παρατηρήσεις, αγωνίες, αδιέξοδα, δημιουργικά άγχη και, βασικά, πνεύματα ομοούσια. Άκουσα πολύ προσεκτικά την εργασία του συνθέτη πάνω στον Lorca, αφού κάτι άλλο σημαντικό που κατάφερε είναι να μην υπερσκελίσει η μελωδία και ο στίχος τον δικό του τρέχοντα λόγο. Μα έτσι όπως αφηγείται, είναι σαν να τραγουδάει κι αυτός! Κι ας έχει δίπλα του, γύρω του, δύο εξαίσιες νεανικές ανδρικές φωνές: Του Χρήστου Γεροντίδη και του Κώστα Μπουγιώτη, παιδιά της Σπείρας - Σπείρας του.
Αυτό που λέω παραπάνω! Δε χρειάζεται ν' ακούς για ερωτοχτυπημένα αγόρια και κορίτσια και αιθέριες ποιητικές υπάρξεις. Έτσι όπως ερμηνεύει χαμηλότονα ο Γεροντίδης γίνεται το λαϊκό παλικάρι που ξεπήδησε από κάποιο Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Επιβάλλεται κι αυτός με την παρουσία του χωρίς φωνητικές ακροβασίες και επιδειξιομανία - δεν το χρειάζεται αυτό, άλλωστε, ο στίχος του ποιητή. Κι όταν γίνεται ένα από τα εφτά κορίτσια του ποιητή, διατηρεί τον αντρίκιο τόνο της φωνής του και καλύπτει τη μορφή του με ένα κόκκινο μαντίλι - σκηνοθετικό εύρημα όλο duende κι αυτό!
Ο Μπουγιώτης, πάλι, είναι ο λαϊκός τενόρος. Άλλοτε εκτινάσσει την ασκημένη φωνή του, κατά πώς του ζητήθηκε, και άλλοτε συμπορεύεται φωνητικά με τον καλλιτεχνικό του σύντροφο. Οι δυο τους σαν να συστήνουν ένα τραγούδι διαφορετικό, δικό τους εντελώς, μια φόρμα τραγουδιού για την ακρίβεια, που μπορεί κανείς να αντιληφθεί με όλες τις λεπτομέρειες, μόνο αν έχει ακούσει κάποτε εκείνες τις ανέκδοτες ''Διφωνίες'' του Χατζιδάκι και της Δημητρούκα με τις φωνές του Λιούγκου και του Λέκκα! Αν αυτό το έργο ήταν ''Το Άξιον Εστί'' του Μίκη και του Ελύτη, ο Γεροντίδης θα ήταν ο Μπιθικώτσης και ο Μπουγιώτης ο Δημήτριεφ, για να καταλάβουν και οι λιγότερο μυημένοι μουσικόφιλοι - αναγνώστες του κειμένου μου.
Το διάχυτο χατζιδακικό πνεύμα δε μπόρεσε να το αποφύγει ο Κραουνάκης στα δικά του τραγούδια - και δεν υπήρχε λόγος να το αποφύγει κιόλας, δεν μιλάμε για κάνα σκόπελο, αλλά για αναφορές, αγάπες και βιώματα! Με εντυπωσίασε που σε κάποια τραγούδια έγινε τόσο Ισπανός και τόσο Έλληνας ταυτόχρονα! Εκεί που πήγαινε να ξεπέσει σε ισπανικά φολκλορικά τερτίπια, την εύκολη δηλαδή λύση για κάθε επίδοξο μελοποιό του Lorca, νάσου ξεπρόβαλλε το ταλέντο του, παρουσιάζοντας τελικά τραγούδια, τα οποία - να μου το θυμηθείτε - θα λειτουργήσουν μια μέρα σαν μυστικοί κώδικες επικοινωνίας με μια μέγιστη ποιητική φωνή. Εύχομαι και προσδοκώ να δισκογραφηθεί πάραυτα η συγκεκριμένη εργασία του Κραουνάκη με τον Μπουγιώτη, τον Γεροντίδη και τους μουσικούς τους. Είναι ωραίο που είχαμε την τύχη να τα ακούσουμε πρώτοι σε μία σύμπραξη μουσικής και θεατρικής τέχνης και να εισπράξουμε το παν του ελαχίστου, το μεγαλείο της απλότητας τους. Είναι ωραίο, ακόμη, να διαπιστώνουμε πως κάποτε ο Πειραιώτης ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης (1940 - 1991) μετέφρασε τους στίχους του Lorca, ορμώμενος από το δικό του καβαφικό duende που εδεχομένως να του στέρησε την ίδια τη ζωή του - γι' αυτό και μόνο η εργασία του Αγγελάκη στην αντίστοιχη εργασία του Lorca σηματοδοτεί ισάξια ποιητική αποπερατωμένη πράξη. Βγαίνοντας από το Θέατρο Τέχνης έγινε αυτό με το οποίο ξεκίνησα τούτο το κείμενο: Εισήλθαμε σε μία άχαρη κατάβαση στον Άδη της καθημερινότητας του ο καθένας, χαμογελάσαμε γλυκόπικρα, παραμυθιαστήκαμε με μια μουσική ομιλία που πάντα αποζητούμε και δεν τη βρίσκουμε έτσι πού'χουμε γίνει.
Η παράσταση ''Duende'', ακόμη κι αν δεν ξεκαθαρίζει τι σημαίνει τελικά η συγκεκριμένη λέξη, διαθέτει ολόκληρη duende, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο ενενηκοστό λεπτό. Μεταδίδει τη μαγεία του Lorca με τέτοια δυναμική και τέτοια αγνότητα, που πηγάζουν από την πληθωρική προσωπικότητα του Κραουνάκη και την αγωνία του να φωτίσει τη δική μας γλώσσα. Το ταλέντο του Κραουνάκη δεν επιδέχεται ετικέτες και δεν τον υποχρέωσε ποτέ να διαλέξει. Ανέκαθεν διευρυνόταν και τώρα είναι αναμφισβήτητο πως του χαρίζει ένα ακόμη άλμα στη μακρά σταδιοδρομία του. Σ' ευχαριστούμε, Σταμάτη Κραουνάκη! Σ' ευχαριστούμε, Χρήστο Γεροντίδη και Κώστα Μπουγιώτη! Το ''Duende'' εγώ κατάλαβα πως σημαίνει Ψυχή κι απ' αυτήν η δουλειά σας έχει ολόκληρα αποθέματα!