Είμαστε μια μέρα με τη μάνα μου και τον Ντίνο. Λέει η μάνα μου: «Παιδί μου, θέλω να ρωτήσω κάτι τον κύριο Ντίνο, αλλά δεν θα μιλήσεις». Της κάνω: «Αναλόγως τι θα πεις»! Συνέχισε εκείνη απευθυνόμενη στον ποιητή, ενόσω ο κόσμος άκουγε γύρω μας:
- Κύριε Ντίνο, μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;
- Μάλιστα, κυρία Βούλα μου, σας ακούω!
- Εσάς το παιδί μου σας ακούει. Δεν του λέτε να παντρευτεί;
- Ακούστε, να αφήσετε το παιδί ήσυχο. Εμείς περνάμε καλά. Ο γάμος είναι για τις γυναίκες.
Για χρόνια με ρωτούσε η μάνα μου τι ήθελε να πει τότε. Της έλεγα: «Πάρ' τον τηλέφωνο να σου εξηγήσει. Εγώ δε μπορώ να σου το εξηγήσω, είναι...ντινίστικο».
Κάποτε ο Σταύρος Κουγιουμτζής είχε βγάλει ένα βιβλίο, το «Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά πατζούρια», όπου σε κάποιο σημείο έκανα το λάθος - έγραφε - να πάω στον ποιητή και να του κλαφτώ για τα πάθη μου. «Ε, καλά κι εσύ» του είπε ο Ντίνος, «χίλιες δυο άλλες υπάρχουν». Ο Κουγιουμτζής, όμως, ήταν πονεμένος και έγραψε το εξής: «Τι περίμενα από' ναν άνθρωπο που λατρεύει τις αρβίλες;» Τον θανάτωσε αυτό τον Ντίνο! Κάνα δίμηνο πριν πεθάνει ο Σταύρος, πήγαμε σε τραπέζωμα στο σπίτι του μαζί με τον δημοσιογράφο Γιάννη Τσολακίδη. Ο Σταύρος πριν μου είχε τηλεφωνήσει: «Σε παρακαλώ, τηλεφώνησε του Ντίνου και πες του να έρθει κι αυτός». Του τηλεφωνούσε ο ίδιος, βλέπεις, χριστούγεννα και πρωτοχρονιές, αλλά ο Ντίνος του έκλεινε το τηλέφωνο. Παρότι του είπα πως δεν προτίθεμαι να το κάνω, τελικά το έκανα, αλλά ο Ντίνος ήταν ανένδοτος. «Ντίνο, σήμερα πατάμε εδώ και αύριο στην άλλη όχθη. Μίλα του!», αλλά δεν άκουγε τίποτα. Του θύμισα πως ήταν ο πιο στενός παιδικός του φίλος, αν και έκανε βλακεία, ήταν λάθος του. Όταν πέθανε ο Σταύρος, ο Ντίνος εθεάθη να μυξοκλαίει στο μνήμα του. «Μην κλαις τώρα! Τι σου είχα πει;» τον πλησίασα και του είπα...
- Δεν μ' αρέσουν ούτε τα ψάρια, ούτε οι ψαράδες»!
- Μα, δεν τρώγεσαι, ρε συ. Ακόμη κι ο Χριστός ψαράδες διάλεξε...
- Σωστά! Προσπαθείς εσύ τώρα να με συνετίσεις. Πάντως, άσ' τα εδώ!
Του τα άφησα, αλλά μούτρωσα και έφυγα. Πέρασε καιρός ώσπου μια μέρα τον επισκέπτομαι στη «Διαγώνιο». Συναντώ μια αξιόλογη γυναίκα, την Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου, την ώρα που εγώ έμπαινα και αυτή έβγαινε. Μου κάνει: «Άκου τώρα, Θωμά, παιδί μου, δεν πρόλαβα να βγω και μου τα σέρνει από πίσω. Τι πρέπει να τον κάνω;» Μπαίνω μέσα, ήταν και κάποιος άλλος. Τον ρωτάω:
- Ντίνο, πως σου φάνηκαν τα μπαρμπούνια;
- Α, αυτό δεν το ξέρω εγώ, το ξέρει η Αϊσέ η γάτα μου.
Σίγουρα θα τα καλόφαγε, αλλά δεν ήθελε να σου πει ποτέ «ευχαριστώ».
Κάποτε είχε παντρευτεί η Μελίνα Κανά σε πολύ μικρή ηλικία τον Φώτη - δεν ευδοκίμησε ο γάμος. Έχουμε μια φωτογραφία, μάλιστα, μαζί με τη Μελίνα μικρή και τον Νίκο Χουλιαρά. Με κάλεσαν στο γάμο. Την ίδια μέρα μου τηλεφωνεί ο Ντίνος: «Θωμά, θα πας στον εν Κανά γάμο; Είμαι κι εγώ καλεσμένος. Θες να πάμε παρέα;» «Να πάμε» του απαντώ. Μου λέει να κατεβούμε κι οι δυο μας με τα πόδια, αλλά εγώ του πρότεινα να πάρουμε ένα ταξί από τη «Διαγώνιο». Άρχισε να φωνάζει:- Όχι, να μη μπαίνεις σε ταξί, είναι ελεεινοί οι ταξιτζήδες!
- Μα, είναι ελεεινοί, αλλά τι να κάνουμε τώρα, έχουμε να πάμε σ' ένα γάμο.
- Όχι, μωρό μου, θα μπούμε στο αστικό λεωφορείο.
Κυριακή απόγευμα τώρα, δεν ήταν και τίποτα να πάρουμε ένα ταξί απ' το να πάρουμε το λεωφορείο, που θα ήταν πήχτρα, για τρεις στάσεις. Είπα να του κάνω το χατήρι. Μπαίνουμε στο αστικό, στριμωγμένοι, όπου μου λέει: «Είναι πολλοί εδώ μέσα, πιάσε με αγκαζέ, κράτα με, να μη μας πειράζουν». Τον είχε πιάσει φοβία. Κατεβαίνουμε τελικά σε δυο στάσεις. Μπροστά ήταν ένα ανθρωπάκι λίγο καμπούρικο με ένα μουστακάκι χιτλερικού τύπου. Κάνει ο Ντίνος:
- Τώρα θα δεις τι θα πάθεις!
- Σε μένα το λες;
- Όχι, μωρό μου. Στον άλλον! Δεν τη βλέπεις μπροστά μας αυτή την ποντικομαμή;
Έρχεται αυτός κοντά μας. Ήταν ένας γυμνασιάρχης. Του λέει ο Ντίνος:
- Τι γίνεται, πως πάνε οι καρατομήσεις μαθητών;
- Μια χαρά πήγαμε φέτος.
- Κουράδες πήγατε μια χαρά. Έφαγες κόσμο και ντουνιά και φέτος. Που πας εσύ τέτοια ώρα;
- Εγώ, Ντίνο μου, που πάω; Σε κάτι βαφτίσια!
- Α, κι εμείς με το παιδί από δω πάμε σε κάτι γαμήσια!
Το γέλιο που έπεσε μέσα στο λεωφορείο δεν περιγράφεται. Κατεβαίνουμε και μου λέει:
- Καλά να πάθει!
- Τι σου έκανε;
- Εμένα; Τίποτα δεν μου έκανε. Είναι τόσο ελεεινός και κακοποιητικός με τους μαθητές του!
Τον πίστευα τον Ντίνο. Ήξερα πως πολλοί απ' αυτούς που έκανε επιμέλεια στα βιβλία τους, δεν τον πλήρωναν.
- Θα με πας μέχρι το αστικό, αλλά δεν θα σταματάς όπου γουστάρεις.
- Γιατί;
- Γιατί συνηθίζεις να πηγαίνεις κοντά σε αστυνομικούς!
- Εγώ; Δεν έχω κάνα θέμα, δεν φοβάμαι, απλώς τους προσπερνάω.
- Να έχεις! Μπορεί να σε συλλάβουν. Χρειάζονται, βέβαια, τα σώματα ασφαλείας, αλλά μην πολυπλησιάζεις. Μπορεί να σκάσει μια βόμβα, μπορεί να σε συλλάβουν για ένα χρέος.
Λίγο παρακάτω, στου Μοδιάνου, ήταν ένας κουρέας. Συνέχισε ο Ντίνος:
- Δεν μ' αρέσει αυτός, κοιτάζει ύποπτα.
- Ε, και τι να κάνουμε τώρα;
Μου πρότεινε ν' αλλάξουμε δρόμο. Τέλος πάντων, καθόμασταν κάτω από υπόστεγο και για να περάσει η ώρα, του πρότεινα εγώ να βαθμολογήσουμε τον κόσμο που περνούσε. Βαθμούς αισθητικής, τη σούμα του καθενός, πως ήταν ντυμένοι κλπ. Περνάνε τρεις - τέσσερις γυναίκες, κοντόχοντρες, που μάλλον δεν ήξεραν που να πάνε μες τη βροχή. «Αυτές δεν βαθμολογούνται» άρχισε να φωνάζει ο Ντίνος, «παίρνουν κάτω από το μηδέν! Ούτε εσύ να τους βάλεις βαθμό». Σε λίγο περνάει ένας κουτσός:
- Αυτός, μάλιστα! Είναι βιοπαλαιστής!
- Μα δεν κάνουμε κριτική στο με τι ασχολείται ο καθένας.
- Εγώ του βάζω 8.
- Τι 8, ρε Ντίνο;
Περνάει μια άλλη με μίνι φουστίτσα, κάνω εγώ «Χαριτωμένο κοριτσάκι». Ο Ντίνος της έβαλε 4!
- Από μένα, 4! Κατουράει σε παρένθεση, είναι στραβοκάνα!
Πάει κι αυτή...Ξεραινόμουν στα γέλια, αλλά ετοιμαζόμουν και για επίθεση, αφού αυτό ήταν μονίμως το παιχνίδι του. Περνάει μετά ένας μεγάλος κύριος, περιποιημένος, Δον που λένε. Σχολιάζω εγώ:
- Δεν μ' αρέσει το ντύσιμο του αλλά του βάζω 9. Πολύ ωραίος άντρας!
- Μηδέν από μένα. Είναι ελεεινός. Τα παίρνει διπλά και τριπλά απ' τους ασθενείς του. Είναι γιατρός.
Στο τέλος, περνάει ένας παίδαρος. Κάνω εγώ:
- Ντίνο, αφού εσύ δε βάζεις 10, εγώ εδώ θα βάλω εννιάμισι.
- Σε παραδέχομαι, έχεις γούστο, του βάζω κι εγώ 9 με την καρδιά μου.
- Και γιατί δεν βάζεις κι εσύ εννιάμισι;
- Όχι, μωρό μου, ξεχνάς κάτι. Έχει κώλο!
- Και τι να'χει ο άνθρωπος;
Κατάλαβα εκεί, λοιπόν, πως δεν ξεμπέρδευες εύκολα με τον Χριστιανόπουλο.
Τραγουδά η Πόλυ Πάνου στον «Μύλο» και μου ζητάνε από τη ΛΥΡΑ να την παρουσιάσω εγώ. Είχα καλή γνωριμία μαζί της. Η Πόλυ φορούσε μια καταπληκτική εσθήτα και είχε μπουζουξή τον Καραντίνη. «Κλάψε, Καραντίνη, κλάψε» του έλεγε. Τραγουδούσε στο αίθριο του «Μύλου» και ο Ντίνος ήταν κι αυτός καλεσμένος. Λόγω Ντίνου, δεν πήγα μετά στο τραπέζι. Μου είχε κάνει πολλές χαλάστρες τώρα που τα θυμάμαι...Ήταν εκεί η Μαριώ, ο Παπάζογλου, ο Μπακιρτζής, όλοι. Μια καλή παρέα ήμασταν. Μου χώθηκε, επειδή αγαπιόμασταν με την Πόλυ. Τον είχα δίπλα μου και μου κάνει:- Τι τις παινεύεις όλες; Αυτές είναι παρακατιανές, όλα σταματάνε στη Μπέλλου. Γκρέυ, Πόλυ και τα τοιαύτα, δεν κάνουνε...
- Την παινεύω, Ντίνο, γιατί τη γουστάρω. Άμα δεν τη γουστάρεις, τι σηκώθηκες και ήρθες εδώ; Προσβάλλεις τη γυναίκα, αλλά και μένα που την παρουσίασα. Σήκω φύγε καλύτερα.
Εννοείται πως όταν άκουγε κάτι που δεν τον συνέφερε, σφύριζε κλέφτικα. Δεν έφευγε με τίποτα, αφού θ' ακολουθούσαν κεφτέδες μετά. Γυρίζει και μου λέει:
- Επειδή ξέρεις ότι σ' αγαπώ, για πρόσεξε την καλά.
- Τι, δεν σ' αρέσει το φόρεμα της;
- Το φόρεμα είναι εκπληκτικό, από καλή μοδίστρα. Φαίνεται πως το...ψιλό υπάρχει.
- Μήπως δε σ' αρέσει το V μπροστά; Δεν είναι πολύ ανοιχτό.
- Είναι εξαιρετικό, όπως πρέπει. Και ωραία τραγουδάει, και ο μπουζουξής ωραίος, όλα τέλεια. Για προχώρα παρακάτω λίγο.
- Τι παρακάτω;
- Κάτω απ' τα βυζιά!
Δεν είχε κάτι περίεργο να πιαστώ. Τον ρωτάω:
- Τα κουμπιά δεν σ' αρέσουν;
- Εκπληκτικά!
- Ε, τότε;
- Πιο κάτω, κάτω απ' τον αφαλό.
Διακρίνω κι εγώ ότι ήταν λίγο πιο σκιερά εκεί που μου είπε. Οπότε κάνει ο Ντίνος:
- Τι περιμένεις από γυναίκες με άσπρα φουστάνια και μαύρα βρακιά;
Έρχεται ο ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης. Εγώ πολύ νέος τότε, ήμουν λίγο ψάρι μπροστά του. Τον θυμάμαι να κυνηγάει τα πορτοκάλια στην αγορά, που του έπεφταν, ενώ ήταν πλούσιος. Του φώναζα: «Κύριε ποιητά, τα πορτοκάλια σας»! Μπαίνει στη «Διαγώνιο» και λέει του Χριστιανόπουλου:- Ντίνο, πήρα το όγδοο βραβείο μου απ' την τάδε Βιβλιοθήκη της Λειψίας.
- Μπράβο, Τάκη μου. Πρόσεξε, όμως, γιατί κινδυνεύεις τα βραβεία σου να' ναι περισσότερα απ' τους αναγνώστες σου.
Εμένα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Ο Βαρβιτσιώτης δεν πτοήθηκε αντί να παρεξηγηθεί κι άρχισε να του διαβάζει στίχους: «Άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν στα πεζοδρόμια της Τσιμισκή» κλπ. Κάνει ο Ντίνος:
- Τάκη μου, είσαι αιθεροβάμων και ανεδαφικός! Εγώ μόνο τσόλια βλέπω και μαλακισμένες πλούσιες. Τίποτα άλλο!
* Στις 14 Μαρτίου 2023, αμέσως μετά την παράσταση «Ντίνος Χριστιανόπουλος - Το Ταγκαλάκι» στο θέατρο «Αμαλία» της Θεσσαλονίκης, πήγαμε στην καθιερωμένη ταβέρνα με εκλεκτή παρέα, επικεφαλής της οποίας ήταν ο συγγραφέας και προσωπικός φίλος του Χριστιανόπουλου, Θωμάς Κοροβίνης. Ήταν ακόμη ο ηθοποιός Χάρης Φλέουρας, η συγγραφέας Εύη Κουτρουμπάκη, οι τραγουδίστριες Βούλα Σαββίδη και Λιζέτα Καλημέρη κ.α. Εκεί στήθηκε με γέλια, μέχρι τη μία τη νύχτα, το καλύτερο μνημόσυνο για τον ποιητή. Μερικές ιστορίες απ' αυτές που μόλις διαβάσατε, έχουν ήδη δημοσιευθεί σε βιβλία του Κοροβίνη και άλλες δημοσιοποιούνται για πρώτη φορά. Σήμερα, 11 Αυγούστου του 2023, συμπληρώνονται τρία χρόνια από το θάνατο ενός απ' τους πιο αντισυμβατικούς ποιητές των ελληνικών γραμμάτων. Τον θυμόμαστε με μεγάλη αγάπη, με όλα τα καλά και τα αγκαθάκια του, και τον ευγνωμονούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου