Αναγκαστικά, αφού
αυτή η χώρα πάντα έδιωχνε τα σημαντικά μυαλά της. Ανέκαθεν ήμασταν μια
γεροντολάγνα χώρα και οι νέοι ήταν του πεταματού, της σφαλιάρας. Έχω μια κόρη
στην εφηβεία πλέον και προσπαθώ να της δώσω να καταλάβει τι ακριβώς γίνεται
γύρω μας και να μη φοβάται να κυνηγάει το όνειρο της.
Θα ήθελα ένα
σχόλιο για το εκλογικό αποτέλεσμα ως προς την άνοδο της ακροδεξιάς.
Το ανησυχητικό
δεν είναι η άνοδος των φασιστών, αλλά το ότι 250.000 άνθρωποι ψήφισαν κάποιον
που δεν ξέρουν και που δεν έχουν δει ποτέ. Πάντα το κράτος είναι υπεύθυνο για
τα προβλήματα της κοινωνίας όσο και να θέλουν οι φίλοι μας να κρυφτούν πίσω από
το δάχτυλο τους. Ας πηγαίνουν κάθε χρόνο τα παιδιά εκπαιδευτική εκδρομή στο Άουσβιτς
και δε χρειάζεται κάτι άλλο. Απ’ την
άλλη φοβάσαι να πεις σήμερα ότι είσαι πατριώτης, ότι αγαπάς τον τόπο σου, ρε
παιδί μου. Έχεις πρόβλημα, σε λένε ακροδεξιό. Κατάλαβες που φτάσαμε; Έτσι, αντί
να πηγαίνουν τα παιδιά στα μπουζούκια, ας τα πηγαίνουν οι δάσκαλοι μια εκδρομή
στο Άουσβιτς και να τους λένε: «Αυτό είναι και μπορείτε να βρεθείτε κι εσείς
μια μέρα εδώ μέσα». Έτσι κι αλλιώς είμαστε μια χώρα με μνήμη ψαριού.
Πόσων ετών
είστε;
Είμαι 55 ετών.
Σας έχουν πει
ποτέ ότι αυτή η λαϊκή χροιά, το γρέζι στη φωνή σας, βγαίνει στο φυζίκ σας;
Όχι, δε μου το
έχουν πει. Εγώ ξεκίνησα να τραγουδάω λαϊκά αφού έκανα το κασετόφωνο στο
αυτοκίνητο του πατέρα μου. Έτσι έμαθα και έχω μέσα μου όλους τους μεγάλους
λαϊκούς τραγουδιστές. Μετά πήγα στον Bob Dylan και στα δικά μου ακούσματα,
μια και δεν ήταν εύκολη η πρόσβαση. Έπαιρνε κάποιος ένα βινύλιο, το άκουγε
πέντε μέρες και περιμέναμε όλοι στη σειρά μετά να το κάνουμε κασέτα για να του
πιούμε το αίμα. Δεν είναι τυχαίο που θυμάμαι απ’ έξω αυτή τη στιγμή πάνω από 200
δίσκους. Υπήρχε μια αναζήτηση, μια αγωνία.
Με το
διαδίκτυο τώρα δεν έχει χαθεί αυτή η μαγεία του ψαξίματος; Μ’ ένα κλικ τα έχεις
όλα στο πιάτο.
Όποτε το
χρησιμοποιείς θετικά, είναι ένα πολύ θετικό εργαλείο το διαδίκτυο. Είναι όμως
και πολύ άσχημο, αλλά αυτό έχει να κάνει αποκλειστικά με σένα, με το πώς το
χρησιμοποιείς.
Σας συναντώ στα Εξάρχεια, που τα κάνατε και τραγούδι. Ίσως το δεύτερο τραγούδι για τα Εξάρχεια την τελευταία δεκαετία μετά απ’ αυτό της αείμνηστης Αρλέτας.
Νομίζω ότι είναι
η πιο ωραία και η πιο ζωντανή περιοχή της Αθήνας. Σφύζει από ζωή, από νέα
παιδιά κι εγώ βγαίνω έξω μια βόλτα και γεμίζω από ενέργεια. Λόγω των πολλών
περιοχών που έδινα συναυλίες, όταν γύριζα στην Αθήνα ήθελα τα βουνά και τα
λαγκάδια, να είμαι δηλαδή απομονωμένος. Τώρα που έχω μεγαλώσει λίγο, ζητάω πάλι
τον κόσμο.
Βρισκόμαστε σ’
ένα διαμέρισμα που στήνεται αυτές τις μέρες. Μιλάμε για μόνιμη εγκατάσταση
πλέον στα Εξάρχεια;
Ναι, μόνιμη, δεν
λέω να πάω κάπου αλλού. Μ’ αρέσει κι η Καλαμάτα, εδώ όμως είναι η οικογένεια
μου, όλα γύρω – γύρω. Η Καλαμάτα είναι
περισσότερο ένας τρόπος διαφυγής για μένα. Όταν θέλω να σκεφτώ ή να είμαι για
πάρτη μου, την κάνω για κει. Για το τραγούδι, φιλοξενούσα έναν φίλο μου από την
Καλαμάτα, που είχε καρκίνο και που τελικά έφυγε πριν ένα μήνα. Ένα βράδυ εγώ
δεν ήθελα να βγω κι αυτός με τράβηξε σ’ ένα ταβερνάκι στη Μεθώνης. Όσα λέει το
τραγούδι είναι η καταγραφή εκείνης της βραδιάς, που μου έβγαλε μια άλλη
αίσθηση, σαν να ήμουν ξαφνικά στο 1960. Περάσαμε ένα τρομερό βράδυ με τον
Τζιμάκο και γι’ αυτό του το αφιέρωσα.
Στο δίσκο σας
δεσπόζει ο κλασικός ροκ ήχος. Υπάρχει κι η άποψη που λέει πως το ροκ πνέει τα
λοίσθια.
Πάρα πολλές φορές
έχει ειπωθεί αυτό στη διάρκεια των χρόνων. Δεν το δέχομαι, με συγχωρείτε. Για
μένα ροκ είναι και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, που έχει πολλά παραδοσιακά
στοιχεία. Τα λόγια του όλα είναι ροκ. Έχει βάλει μέσα την παράδοση και καλά
κάνει, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο. Κι εγώ θέλω να υπάρχει μια τέτοια
«μυρωδιά» μες τα τραγούδια μου, γι’ αυτό χρησιμοποιώ κλαρίνο. Δεν μπορούμε να
κάνουμε το μπλουζ των Αμερικανών, το ξέρουν καλύτερα από μας. Μπορούμε να
κάνουμε όμως ηπειρώτικο μπλουζ, που είναι δικό μας. Όταν βγήκαν τα μεγάλα ροκ
συγκροτήματα, απ’ τον Πρίσλεϊ και μετά, όλους τους είχαν για ξοφλημένους, ότι
δεν θα έκαναν τίποτα. Το ροκ, όμως, έχει να κάνει με τον κάθε καλλιτέχνη και το
τι θέλει, δεν καθορίζεται απ’ τον ήχο μιας ηλεκτρικής κιθάρας.
Με την Αγαθή
είμαστε φίλοι πάρα πολλά χρόνια κι εγώ ούτως ή άλλως έχω μια μεγάλη αγάπη στους
ποιητές (σ.σ. πάνω στο τραπεζάκι υπήρχαν τα άπαντα του Τάσου Λειβαδίτη).
Πίστευα από μικρός αυτό που λέγεται ό,τι για όπου θες να πας, πριν από σένα
είχε πάει ένας ποιητής. Το ποίημα του Καβάφη, που μελοποίησα στο δίσκο, ήταν
αγαπημένο ποίημα εδώ και τριάντα χρόνια. Το είχε κάνει και ο Ανεστόπουλος από
τα Διάφανα Κρίνα, αλλά είπα να κάνω κι εγώ τη δικιά μου εκδοχή. Η Αγαθή είναι
ένας καταπληκτικός άνθρωπος, μια αγνή καθαρή ψυχή και δε νομίζω να υπήρχε πιο
κατάλληλος άνθρωπος για το αρχείο του Γκάτσου. Όποτε μου ζητάει μια συνεργασία,
πάντα λέω ναι και δεν το κάνω, γιατί είναι φίλη μου, αλλά γιατί κάνει σημαντικά
πράγματα η ίδια. Να σας πω και ότι τρεις φορές είχα περάσει έξω απ’ το σπίτι
του Χατζιδάκι, αλλά από συστολή, επειδή τον εκτιμούσα πολύ, δεν χτύπησα το
κουδούνι. Ήθελα πάρα πολύ να τον γνωρίσω από κοντά, αλλά δεν έγινε.
Αναφέρατε τον
Θανάση Παπακωνσταντίνου και θα σας πάω πολλά χρόνια πίσω. Σε μένα είχατε
μιλήσει με κάπως απαξιωτικά λόγια για την περιβόητη «σχολή της Θεσσαλονίκης».
Τα’χα χώσει τότε
γιατί από το πρωί ως το βράδυ μας έβριζαν χωρίς να υπάρχει λόγος. Εγώ δεν έχω
πρόβλημα με την κριτική, ούτε μ’ ενδιέφερε ποτέ να μ’ αγαπάνε όλοι. Το να είσαι
κακοπροαίρετος, όμως, δεν υπάρχει λόγος. Είναι όπως κατέκριναν ένα διάστημα τη
Μποφίλιου για την πολιτική της θέση. Δικαίωμα της δεν είναι να’χει όποια θέση
θέλει; Άμα τελικά δεν σου αρέσει η Μποφίλιου, μην την ακούς. Το να τη βρίζεις,
όμως, χωρίς να την ακούς, χωρίς να την ξέρεις…
Είναι αυτό που
έγραψε η Λίνα Νικολακοπούλου: «Ότι σταυρώνεις, το προσκυνάς».
Ακριβώς. Τότε,
λοιπόν, θα με πετύχατε σε μία περίοδο που ήμουν και λίγο ζοχάδας. Μετά το
ξεπέρασα, δεν έχω θέματα. Μακάρι άνθρωποι σαν τον Θανάση, τον Σωκράτη και τον
Αλκίνοο, να γεμίζουν στάδια. Τι άλλο θέλουμε δηλαδή;
Ο συνάδελφος
Δημήτρης Μανιάτης έγραψε κάτι καλό: «Οι Έλληνες δεν ψήφισαν σαν
θανασοσωκράτηδες, αλλά σαν τράπερς».
(γελάει) Σωστό
είναι, φυσικά. Εμένα, όλοι αυτοί που αναφέραμε, μου έχουν κάνει καλό, τους έχω
εδώ και τους ακούω. Ποτέ δεν ζήλεψα, τους αγαπούσα κι ακόμη, όποτε ακούω ένα
τραγούδι συναδέλφου και συγκινούμαι, χαίρομαι πάρα πολύ. Η μουσική κι αυτός ο
λαός βγαίνουν κερδισμένοι.
Το καλοκαίρι
σας περιμένει μια μεγάλη περιοδεία, όχι ως Στόκας, αλλά ως Πυξ Λαξ.
Και ως Στόκας!
Παίζω και μόνος μου.
Μια συναυλία σόλο του Στόκα ή του Πλιάτσικα μαζεύει τον ίδιο κόσμο με μία συναυλία των Πυξ Λαξ;
Όχι, οι Πυξ Λαξ πάντα
μαζεύουν περισσότερο κόσμο. Κι εγώ κι ο Φίλιππας έχουμε προβληματιστεί.
Βλέπουμε πολλά νέα παιδιά. Κάποια στιγμή του είπα: «Άμα δούμε να είναι μόνο
συνομήλικοί μας από κάτω, να το σταματήσουμε το έργο». Κι εδώ βγαίνουμε σε
συναυλίες και μπροστά έχουμε 3.000 πιτσιρικάδες. Αυτό είναι ένα ζήτημα και για
μένα είναι γιορτή μια συναυλία των Πυξ Λαξ. Πάω δηλαδή για να το χαρώ! Στις
σόλο συναυλίες τώρα θέλω να παίζω σιγά – σιγά τον καινούργιο δίσκο, αφού πέσαμε
μες την καραντίνα, που μας πετσόκοψε όλους και ειδικά συνθέτες και στιχουργούς,
οι οποίοι φτάσανε στα όρια της πείνας. Τρομερά πράγματα! Αυτή η Πολιτεία που
θέλει να πουλάει τους αρχαίους της και τον πολιτισμό της, πιο πολύ δεν θα
μπορούσε να γράψει στα αρχίδια της τον πολιτισμό. Δες τους χώρους πολιτισμού
πώς είναι, δες το τσιμέντωμα της Ακρόπολης, φρικαλεότητες, οι οποίες
παρατηρούμε τελικά να μην ενοχλούν κανέναν. No problem. Δεν υπάρχει
πολιτική συνείδηση. Η χώρα αυτή ήταν μια ζωή κομματικοποιημένη. Σε πείραξε ο
άλλος; Μην τον ξαναψηφίσεις, είναι απλό για όσο έχεις δικαίωμα ψήφου. Σε λίγα
χρόνια θα μας πουν πως ούτε αυτό χρειάζεται. Άμα δηλαδή από 50% των ψηφοφόρων,
μένει το 30%, θα σου λένε «Δεν θέλετε να ψηφίσετε, δεν πειράζει, θα το κάνουμε
εμείς για σας».
Αποφασίζουμε
και διατάζουμε, λοιπόν.
Ναι, γιατί όχι;
Ποιον απασχολεί; Εδώ περάσανε ότι είναι επαναστατικό το να μην ψηφίζεις. Έτσι,
μαγκιά! Όχι, πρέπει να ψηφίσεις και να πάρεις μια θέση, αυτή που πιστεύεις.
Κανενός ανθρώπου δεν με πείραξαν ποτέ, ούτε οι πολιτικές του προτιμήσεις, ούτε
οι ερωτικές, ούτε οι θέσεις του. Κι αν διαφωνώ σε πολλά πράγματα, δεν θα πάω να
πιάσω τους άλλους απ’ τ’ αυτί. Η δημοκρατία δεν σου λέει κάνε αυτό ή εκείνο,
αλλά ότι είμαστε όλοι ίσοι.
Τι έχουν
πιστεύετε οι Πυξ Λαξ και γεμίζουν ακόμη στάδια; Συνδέουν ένα κόσμο με τις
μνήμες του, ποντάρουν στη νοσταλγία;
Ναι, πιστεύω ότι
έχει να κάνει πάρα πολύ με τη μνήμη και με τις στιγμές που έζησε ο καθένας. Οι
Πυξ Λαξ ήταν μια αθώα μπάντα. Ποτέ δεν το παίξαμε οι μεγάλοι μουσικοί και οι
βιρτουόζοι. Τα τραγούδια μας είναι απλά και πάντα θέλαμε να μπορούν να παιχτούν
στην παραλία. Να μπορεί ένας να κάνει τον μάγκα στο κορίτσι του, καταλαβαίνετε;
Αυτό ήταν όλο το σκεπτικό μαζί με
στίχους που θέλαμε να λένε πέντε πράγματα παραπάνω. Είχαμε και αποτυχίες, όπως
έχουν όλοι.
Είχατε όμως
και τεράστιες επιτυχίες.
ΟΚ, ισχύει…
Με θυμάμαι
φαντάρο στη Λήμνο το 1998 να ακούω για πρώτη φορά μέσα στο λεωφορείο το «Senor» του Bob Dylan που είχατε κάνει στα
ελληνικά.
Αυτό είναι απ’ τα
αγαπημένα μου τραγούδια του Dylan! Έτσι προβληματιζόμαστε με το πόση αγάπη
υπάρχει σήμερα γι’ αυτή τη μπάντα. Κοιτάξτε, εγώ πάντα πίστευα στο τραγούδι.
Μπορεί να εμποδίζεται, αλλά όσο πιο πολύ το εμποδίζεις, τόσο πιο πολύ θα
προβάλλεται. Και σήμερα το εμποδίζουν το καλό τραγούδι. Δεν θα στηριχτεί ένας
πιτσιρικάς που πάει να κάνει έναν πιο μυστήριο δίσκο. Δεν είμαστε ούτε Αμερική,
ούτε Αγγλία.
Αυτό δεν έγινε
ουσιαστικά ποτέ από μας το 2004 που αποφασίσαμε να σταματήσουμε και
σταματήσαμε. Αυτή η μπάντα πείραξε πάρα πολλούς συναδέλφους μας και είναι
ανθρώπινο, το καταλαβαίνω. Τους πείραξε η τρελή επιτυχία. Το’χω ξεπεράσει και
πλέον έχω συγχωρέσει όλους αυτούς που ξέρω γύρω μου. Είναι όπως συζητάγαμε μια
φορά με τον Μαχαιρίτσα για τον Διονύση Τσακνή. «Τον ζήλευα στην αρχή» μου έλεγε
ο Λαυρέντης. «Είχε κόσμο, ενώ εγώ δεν είχα». Και ήταν κολλητοί φίλοι,
κουμπάροι, έτσι; Αγαπιόντουσαν. Τέλος πάντων, με εμάς άρχισαν τα σχόλια ότι
σταματάμε και ξαναβγαίνουμε κλπ.
Όχι άδικα
όμως.
Εντάξει, στην
τελική εγώ σου λέω πως ότι γουστάρουμε, θα κάνουμε. Όσες φορές θέλουμε θα
παίζουμε κι όσες φορές δεν θέλουμε, δεν θα παίζουμε. Και αύριο σταματάμε τη
μπάντα και μεθαύριο την ξεκινάμε ξανά. Sorry κιόλας, δεν έχω καμία όρεξη να σε ρωτήσω αν θα το κάνουμε
αυτό. Ότι γουστάρω κάνω!
Σ’ ένα γκρουπ
άλλος θέλει να προοδεύσει μουσικά, άλλος να βγάλει γκόμενα, άλλος να κάνει
λεφτά. Εσείς είχατε ένα κοινό όραμα;
Εγώ κλίνω
περισσότερο στο να έβγαζα γκόμενα. Το ότι η μουσική είναι μία διέξοδος για
μένα, το κατάλαβα όταν άρχισα να παίζω. Τα πρώτα χρόνια ειδικά μού έκανε πάρα
πολύ καλό αυτή η εκτόνωση, αλλιώς θα έκανα άπειρες μαλακίες. Ήμουν πολύ
τσαμπουκαλεμένο παιδί, αλλά η πρώτη σκέψη ήταν: «Α, παίζουμε τραγούδια και τα
κορίτσια γουστάρουν». Φυσικά μετά αυτό πήγε αλλού, κατάλαβα ότι η μουσική είναι
σαν εκείνο το «kill the fascism» γραμμένο πάνω στην κιθάρα ενός κιθαρίστα. Ή, όπως έλεγαν οι αρχαίοι,
«αυτό που ακούς, αυτό είσαι».
Η μουσική σας
εξέλιξε και σαν άνθρωπο.
Εννοείται. Ήμουν
ένας λίγο μπρουτάλ νέος, που η μουσική τον γαλήνεψε. Μεγάλωσα στο
Μενίδι, σε μια γειτονιά που η βία ήταν καθημερινότητα και δεν μπορούσες να την
αποφύγεις. Έπρεπε να ξεπεράσεις τον εαυτό σου για να μπορέσεις να επιβιώσεις.
Για όλες τις τέχνες, υπάρχει ο ψυχοθεραπευτικός χαρακτήρας. Θυμάμαι πως όταν
ξεκινούσαμε, όπου παίζαμε, άρχισε να μ’ ενδιαφέρει η ζωγραφική και πήγαινα στα
μουσεία και τις εκθέσεις. Η μουσική έχει να κάνει με τη μνήμη και με το μέλλον,
με το συλλογικό ασυνείδητο. Βλέπεις να αγαπούν το ίδιο τραγούδι ένας καθηγητής
πανεπιστημίου με έναν κομμωτή, που δεν έχουν καμία κοινή αναφορά.
Σίγουρα περάσαμε
μια 25ετία που νομίζαμε πως τραγούδι είναι μόνο διασκέδαση και να κάνουμε τη
μαϊμού πάνω στα τραπέζια. Πως να ξεπεραστεί αυτό; Όπως το έλεγε ο Αϊνστάιν: «Μπορείς
ν’ αλλάξεις τη ζωή σου χωρίς ν’ αλλάξεις τίποτα;» Κι εγώ όταν ήμουν 14 ετών
μεγάλωνα κοντά σ’ ανθρώπους που δεν είχαν σχέση με την ποίηση ή με αριστερές
καταβολές. Έψαξα και τα βρήκα μόνος μου όλα αυτά. Να ψαχτεί, να ψάξει να βρει
τον εαυτό του – αυτό συστήνω σε κάθε νέο παιδί. Δεν είμαστε σορός, δεν είμαστε
όχλος. Ο καθένας είναι μοναδικός. Το να κλείνεις την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο
όποτε θέλεις εσύ, είναι αρκετό. Δεν χρειάζεται να είσαι ο Αϊνστάιν. Κι όταν πας
βόλτες το καλοκαίρι, πήγαινε και δυο – τρεις φορές στην Ακρόπολη, πήγαινε σε
καμιά παράσταση στο Ηρώδειο, σε πέντε – έξι συναυλίες καλλιτεχνών που δεν
ξέρεις και που μπορεί να σ’ αρέσουν. Τι φοβόμαστε, μπας και μας αρέσει κάτι;
Όπως έλεγε η γιαγιά μου: «Τα πιο ωραία πράγματα στη ζωή είναι τζάμπα. Δες το
ηλιοβασίλεμα». Δεν είναι κακός ο ρομαντισμός, ξέρετε. Διάβαζα πρόσφατα ότι στην
Αμερική οι πιτσιρικάδες πετάνε σιγά – σιγά το κινητό. Σκέψου τον πιτσιρικά να
ξέρει ότι τον παρακολουθούν ενόσω είναι πάνω στα γκάζια του, σου λέει κάπου
«Όπα, μεγάλε»…Ένα βράδυ έβγαινα απ’ το στούντιο και είδα παιδιά να ακούν Pink Floyd. Τους κέρασα τις μπίρες. «Μπράβο, ρε μάγκες» τους είπα, «αυτό είναι
σοβαρό».
Η αλήθεια
είναι πως καταφέρατε κάτι μοναδικό. Να ξεχωρίσετε τρεις από τους Πυξ Λαξ,
εσείς, ο Πλιάτσικας και ο Μάνος Ξυδούς, εκεί που συνήθως μόνο ένας συνεχίζει
πετυχημένα μέσα από ένα συγκρότημα.
Ναι, γιατί
ήμασταν τρεις περσόνες, που από μόνες τους θα μπορούσαν να κάνουν πράγματα.
Έτυχε απλά να βρεθούν μαζί και κατάλαβαν ότι είχε σημασία το κοινό καλό.
Μπορούσε, ας πούμε, ο Φίλιππας να έχει σε μια φάση τα καλύτερα τραγούδια απ’
όσα είχαμε γράψει όλοι. Δεν σκεφτόμασταν αν τα δικαιώματα του θα ήταν
πενταπλάσια από τα δικά μου. Αυτό ήταν το κοινό καλό της μπάντας, που συνέβη
και κατά τη διάλυση της. Άρχισαν και οι τρεις να έχουν λόγο.
Ήταν μεγάλη η
απώλεια του Ξυδού;
Μεγάλη, μεγάλη…Ο
Μάνος ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πάρα πολύ τους νέους. Όταν πρότεινε τον
Γιάννη Χαρούλη, του λέγαμε όλοι «Ποιος ειν’ αυτός». Τον θυμάμαι να μου λέει
«Κάτι έχει αυτός, θα ‘’γίνει’’». Το μυριζόταν! Ο κόσμος δεν ξέρει ότι ήταν μια
παγκόσμια περσόνα, αφού ολόκληρες διεθνείς σειρές δίσκων ήταν δικές του ιδέες.
Μεγάλη περίπτωση και μεγάλο κακό για μας που έφυγε!
Ό,τι και η
απώλεια του Τάσου Φαληρέα για τον Διονύση Σαββόπουλο.
Ακριβώς. Όταν
είχαμε βγει, μας είχε καλέσει ο Φαληρέας στο Κολωνάκι για να μας πει: «Θα την
κάνετε εσείς, θα ‘’γίνετε’’». Μας είχε προϊδεάσει, όταν εμείς ήμασταν άφραγκοι
και αμόλυντοι.
Ενώ στη
συνέχεια δεν ήσασταν αμόλυντοι;
Πάντα σε μολύνει
η δόξα. Σε χαλάει σαν άνθρωπο και το ζήτημα είναι να το καταλάβεις και να
μαζευτείς. Εγώ δεν κινδύνεψα να γίνω επηρμένος, επειδή ίσως είμαι νούμερο και
δεν το είδα ποτέ έτσι. Παίζαμε επί εφτά μέρες στον Λυκαβηττό και δεν έκανα ποτέ
τον πολλαπλασιασμό, πόσες χιλιάδες κόσμου είχαμε. Πήγαινα στο Μενίδι μετά κι
έπαιζα τάβλι με τους φίλους μου. Και μένα κάποια στιγμή μ’ έπιασε μια
μεγαλομανία.
Λογικό δεν
είναι;
Φυσικά. Εκεί
πρέπει να έχεις καλούς φίλους και να τους ακούς. Να σου λένε «Όπα, μεγάλε, εδώ
παραφέρεσαι. Μαζέψου αν θες». Κι εκεί ή διώχνεις τον φίλο ή μαζεύεσαι. Εγώ,
π.χ., μέχρι να ξεκινήσω τη μουσική, ήμουν μόνο του καυγά. Δεν σήκωνα πολλά –
πολλά. Μετά όχι. Σιχαίνομαι τη βία, αλλά μεγάλωσα μέσα σ’ αυτή. Ακόμη και τώρα
σκέφτομαι περιπτώσεις που θυμώνω και μου περνάει η κακή σκέψη απ’ το μυαλό.
Υπάρχει μέσα μου, είναι η συνήθεια.
Ακούτε εσείς τα
τραγούδια του Μίκη, του Μαρκόπουλου, του Ξαρχάκου, του Χατζιδάκι; Μιλάμε για
γίγαντες. Κι άμα είσαι νέος και δεν τους ξέρεις αυτούς, πως θα κάνεις μουσική;
Ας μην περιμένουμε κι απ’ τους ταξιτζήδες μ’ αυτά που ακούν να κάνουν μαθήματα
μουσικής παιδείας. Ένας ταξιτζής μπορεί να εξυπηρετεί τον εαυτό του βασικά.
Όταν το 98% των σταθμών κάνουν meeting για να δουν αν θα παίξουν το τραγούδι σου, τι να
λέμε…Υποχρέωση τους είναι αυτοί να διαλέξουν ένα τραγούδι.
Κόβουν ταρίφα,
αντιθέτως, απ’ ότι ακούγεται.
Φυσικά και κόβουν
ταρίφα. Πως θες να πάνε έτσι μπροστά τα πράγματα;
Κι εσείς τι
κάνετε γι’ αυτό;
Τι να
κάνουμε…Είναι θέμα εταιρειών, εγώ τους το λέω. Δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι,
αλλά έτσι δουλεύουν οι άνθρωποι.
Εσείς βέβαια
έχετε την τύχη να βγάζετε δίσκους σε μια κραταιά δισκογραφική.
Ναι, αλλά αυτό
είναι θέμα εξυπηρέτησης. Κάπου αλλού τους εξυπηρετώ κι εγώ για να βγαίνουν οι
δίσκοι μου όπως τους θέλω. Ούτε η εταιρεία μου ξέρει πως ν’ αντιδράσει μέσα σ’
όλο αυτό το σκηνικό, όπως δεν ξέρει και κανένας. Είναι πολύ απλό: Αυτοί έχουν
τα τραγούδια. Αυτοί έχουν το φαΐ. Όχι, ρε φίλε, δεν πληρώνεις για να παίζεται
ένα τραγούδι σου, διότι αυτό είναι ψεύτικο έτσι κι αλλιώς. Βλέπουμε 60.000.000 views σε ελληνικά τραγούδια. Μα πως
γίνονται 60.000.000 views σ’ ένα ελληνικό τραγούδι; Είμαστε 10-15.000.000 όλοι μας. Αυτοί που
ακούν, να είναι εφτά; Να βάλουμε και τους φίλους μας, άλλα εφτά; Να βάλουμε κι
άλλα εφτά κάποιους ξένους που το άκουσαν και γούσταραν; Και πάλι δεν βγαίνουν
τα νούμερα! Τι συμβαίνει, άντε πες μου εσύ τώρα. Μου έλεγε κάτι ένας
μαγαζάτορας που έχει πλάκα: «Μ’ είχαν ζαλίσει να κάνω ένα πρόγραμμα μ’ όλους
αυτούς που είχαν 50 και 60.000.000 views. Τους άκουσα και το έκανα και μάζεψαν 150 άτομα.
Τους λέω ‘’Που είναι αυτοί που σας έδωσαν τόσα views;» Τρομερό κι είναι πραγματικό αυτό που σας λέω.
Κι εγώ μπορώ να κάνω κάθε τραγούδι μου να’χει 15.000.000 views μ’ ένα πεντακοσάρικο. Ξέρω όμως ότι
θα’ναι ψέματα. Κάναμε το ψέμα αλήθεια και την αλήθεια ψέμα. Κι επειδή εμένα μ’
άρεσε πάντα το μπακάλικο, αν μιλήσουμε με νούμερα, εγώ σε σένα θα έδινα
συνέντευξη για δύο λόγους: Ή γιατί θα εκτιμούσα τη δουλειά σου ή γιατί θα ήξερα
ότι έχεις μισό εκατομμύριο followers. Όλοι τώρα διαλέγουν το δεύτερο από σένα. Βλέπεις
έναν ινφλουένσερ και τα παίρνει όλα τζάμπα, σπίτια και αυτοκίνητα. Ο άλλος ο
κακομοίρης που είναι καλλιτέχνης και ψάχνει να βρει ένα πεντακοσάρικο, είναι
στη σφαλιάρα. Ποιοι μαζεύουν περισσότερο κόσμο αυτή τη στιγμή; Η έντεχνη σκηνή
ή οι άλλοι; Αυτό δεν παρακολουθείται από πουθενά. Κανένας δεν είναι τόσο τίγκα,
όσο είναι ο Αλκίνοος, ο Θανάσης, εμείς, ο Πασχαλίδης. Και σκέψου ότι ο
Πασχαλίδης δεν μπορεί να πάρει ένα αυτοκίνητο έξι μήνες να κυκλοφοράει.
Καταλάβατε; Είναι λίγο τραγικό, γιατί παραμερίζουμε την ίδια την αλήθεια.
Νιώθετε λίγο
μοναχικά ως προς την τέχνη σας;
Εμένα μ’ άρεσε
πάντα η μοναχικότητα. Η μοναξιά δεν μ’ αρέσει. Με τη μοναξιά έχω θέμα.
Είστε θετικός
στο να τραγουδάτε νέους συνθέτες;
Φυσικά. Άμα μου
φέρουν κάτι που θα έχω λόγο να το τραγουδήσω, για το δικό μου κριτήριο, πάντα
το κάνω. Είναι ένας μύθος αυτό το «Δεν μ’ αφήνει η εταιρεία» για καλλιτέχνες
της δικής μου εμβέλειας. Ότι θέλω να τραγουδήσω το τραγουδάω και δεν υπάρχει
θέμα με καμία εταιρεία.
«Κι έρχεται η
αγάπη ξανά» λέγεται ο δίσκος σας με την αγάπη να’ναι πανταχού παρούσα.
Είναι ένας πολύ
προσωπικός μου δίσκος αυτός. Προσπάθησα να μαζέψω όλα μου τα κομμάτια. Εγώ
είμαι κατά βάση λαϊκός τραγουδιστής, άρα μου αρέσει πολύ το λαϊκό τραγούδι. Θα
ήθελα άπειρες φορές να κάνω ένα πρόγραμμα μόνο λαϊκό γιατί μπορώ και γιατί το
γουστάρω. Απ’ την άλλη μ’ αρέσουν οι μεγάλες ορχήστρες, τα ρεμπέτικα και τα
παραδοσιακά. Όλα θέλω να τα κάνω γι’ αυτό και μου είναι δύσκολο να στήνω
προγράμματα. Τώρα πια θέλω να είμαι μόνο ο εαυτός μου και να έχω χρόνο, που
νομίζω ότι είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο.
Νέος είστε,
δεν σας πήραν και τα χρόνια. Τι θα λέτε σε είκοσι χρόνια που θα είστε 75;
Το πρόβλημα
θα’ναι που θα γερνάει το σώμα, αλλά το μυαλό μου θα’ναι σαν 20 χρονών. Έχω
φίλους στο χωριό που’ναι 75 και μου μιλάνε σαν να είναι νεότεροι από μένα.
Πιστεύω πως αν είμαι καλά, θα έχω πλάκα στα 75 μου. Θα με μαλώνει η κόρη μου, η
πιο μεγάλη αγάπη στη ζωή μου. Με άλλαξε η πατρότητα, το ένιωσα την πρώτη στιγμή
που την έπιασα μωρό στα χέρια μου. Γύρισα αλλιώς εκείνο το βράδυ στο σπίτι.
Τώρα πια είμαστε φιλαράκια.
Ποιος είναι
για σας ο μεγαλύτερος βαθμός ευτυχίας;
Να είμαι υγιής
και να έχω γύρω μου ανθρώπους που τους αγαπώ και μ’ αγαπούν. Της δυστυχίας θα ήταν το αντίθετο ή να είχα
την υγεία μου, αλλά κανέναν άνθρωπο δίπλα μου. Όσο μεγαλώνουμε, αποζητάμε τη
συντροφιά.
* Ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης με τον Μπάμπη Στόκα δημοσιεύθηκε στο ένθετο Docville με την εφημερίδα Documento
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου