Όποιος τη δει λάιβ να ερμηνεύει τα τραγούδια των μεγάλων συνθετών, θα αντιληφθεί πως το εύθραυστο πλάσμα που ακούει στο όνομα Μαργαρίτα Ζορμπαλά είναι πια μια ώριμη τραγουδίστρια που πρόσεξε το εργαλείο της, τη φωνή της, και βασικά διαφύλαξε την ακριβή αισθητική της. Τον καιρό αυτό η Ζορμπαλά, που είναι μόνιμη κάτοικος Κύπρου, διαμένει στην Αθήνα αφού υπάρχουν δύο ακόμη προγραμματισμένες εμφανίσεις της στο «Άλσος» του Πεδίου του Άρεως. Μ’ αυτή την αφορμή τη συνάντησα και οδηγηθήκαμε σε μία χειμαρρώδη συζήτηση, στην οποία χώρεσαν ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις, οι ποιητές και η πρώην Σοβιετική Ένωση, η γενέτειρα της, καθώς και θέματα τα οποία άπτονται μιας ευρύτερης φιλοσοφίας για τη ζωή και την τέχνη της.
Έχοντας δει την πρώτη από τις συνολικά τρεις παραστάσεις σας, πρέπει να σας πω ότι απόλαυσα ρεπερτόριο. Σε ποια μουσική σκηνή θα άκουγες τη σήμερον ημέρα το «Μεθυσμένο κορίτσι» του Χατζιδάκι ή το «Οι στίχοι αυτοί» του Θεοδωράκη;
Είναι κομμάτια
της δισκογραφίας μου, αλλά είπα και πράγματα που δεν είχα ξανατραγουδήσει ποτέ.
Αυτό που με βοηθάει είναι το ότι λείπω από την Αθήνα και δεν ξέρω τι γίνεται
εδώ και τι τραγουδάει ο κόσμος. Εγώ βασίζομαι εντελώς στο τι θέλω να πω τη
συγκεκριμένη στιγμή και στο τι μού’ρχεται ψυχικά, πνευματικά. Στο πρώτο μέρος
βασίστηκα στο «Μεθυσμένο κορίτσι» και τις «Μπαλάντες», τους δίσκους μου με τον
Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. Από κει και πέρα μου βγήκε ένας θυμός και μια
διαμαρτυρία χωρίς να είμαι καθόλου επαναστάτρια. Βέβαια ένα θυμό τον έχω για
όσα συμβαίνουν και όχι μόνο στην Ελλάδα. Σ’ αυτό το πλαίσιο έβαλα τη
«Χοντρομπαλού» του Ξαρχάκου, τα «Μικρά παιδιά» της Αρλέτας ή τα δύο
αντιπολεμικά τραγούδια του Λοΐζου.
Ποτέ δεν
υπήρξατε επαναστάτρια;
Όχι, ποτέ. Κι αν
ξεκίνησα με τον Μίκη, κατάλαβε το είναι μου και το ότι είμαι πιο λυρική ή πιο
ρομαντική, αν θέλετε, τραγουδίστρια, γι’ αυτό ποτέ δεν με έβαλε να πω
στρατευμένα τραγούδια.
Μα πως;
Τραγουδήσατε τον «Άνθρωπο με το γαρίφαλο» για τον Μπελογιάννη.
Ναι, αλλά κι αυτό
το τραγούδησα κάπως μελωδικά ή νοσταλγικά, αν προσέξετε την ερμηνεία.
Δεν μου αρέσουν
οι μεγάλες δηλώσεις, είμαι έτσι σαν άνθρωπος. Αυτό βγαίνει στην τέχνη μου, δε
μου αρέσει να φωνάζω ή να κουνάω το δάχτυλο. Ο καθένας μας επιλέγει τι θέλει
και πως να το κάνει, γι’ αυτό και μάλλον δεν μου βγαίνει το επαναστατικό.
Παρόλο, βέβαια, που πάνω στη σκηνή έχω μια ένταση και μια δύναμη, αλλιώτικη
όμως, όχι του «Πάμε, παιδιά, να κάνουμε την επανάσταση». Ακόμη και στις
περιοδείες με τον Μίκη, εγώ πάντα έλεγα τα πιο λυρικά του και η Σοφία Μιχαηλίδη
έλεγε τη «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» και το «Γελαστό παιδί».
Θυμίστε μου:
Συμμετείχατε στη συναυλία με τα «Λυρικά» του Θεοδωράκη στον Λυκαβηττό το 1977;
Ναι, τότε που
πρωτοπαρουσιάστηκαν. Τα είπε ο ίδιος ο Μίκης κι εμείς κάναμε τη χορωδία. Τα
είπε υπέροχα και έπρεπε να τα τραγουδήσει πρώτα εκείνος.
Το ζητούμενο
σας απ’ την τέχνη ήταν να τελειοποιηθείτε σαν άνθρωπος ή σαν καλλιτέχνιδα;
Αυτά πάνε μαζί
νομίζω, δεν διαχωρίζονται. Ότι είσαι στη ζωή, είσαι και στη σκηνή. Τώρα που
μιλάω στα σχολεία της Κύπρου και εξηγώ στα παιδιά για το τι συμβαίνει στη
σκηνή, τους λέω ότι εκεί πάνω φαίνεται μέχρι και ποιες παιδικές αρρώστιες
έχουμε περάσει. Ο κόσμος τα βλέπει όλα και δεν τον κοροϊδεύεις.
Πως κρίνετε το
γεγονός ότι παραμένετε τόσο κοσμαγάπητη τραγουδίστρια;
Μου λένε τι
γράφεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά δηλώνω άσχετη. Πρέπει να κάνω
μαθήματα γιατί δεν γίνεται, έχω μείνει πολύ εκτός εποχής. Δεν ξέρω καν να μπω
στο δικό μου facebook, που το
διαχειρίζεται κάποια κοπέλα. Συνέχεια μου ζητάει να της πω κάτι να γράψει κι
εγώ της απαντώ ότι βαριέμαι (γέλια). Βέβαια, ακόμη και να το μάθω το facebook, δεν είναι του χαρακτήρα μου όλη αυτή η
υπερέκθεση. Σας θαυμάζω όλους εσάς που εκτίθεστε τόσο πολύ, αλλά εγώ έτσι
είμαι. Ούτε για τα προσωπικά μου μιλάω, ούτε εκφέρω γνώμη για πράγματα που δεν
ξέρω. Για τη μουσική, λόγου χάριν, ναι, να την πω την άποψη μου.
Μήπως αυτή
ακριβώς η στάση μιας απόστασης ασφαλείας απ’ τον κόσμο, διατηρεί και τον μύθο
σας;
Αυτό ακριβώς μου
είπε και ο Μίκης στην τελευταία συνάντηση που είχαμε. Θα συμμετείχα στην
«Ταράτσα του Φοίβου», το έμαθε και ζήτησε να με δει. Με το που μπήκα μέσα, μου
είπε: «Ξέρεις, ε; Έχεις γίνει μύθος». Του απάντησα απορημένη: «Εγώ; Εσύ είσαι ο
μύθος»! «Κι όμως» συνέχισε, «ξέρω τι λέω»! Πραγματικά, δεν το λέω από
σεμνότητα, αλλά αυτό που μου λέτε, δεν το ξέρω. Ίσως να οφείλεται στην απόσταση
και στο ότι εμφανίζομαι πάρα πολύ σπάνια. Τρέμω κάθε φορά για το αν ο κόσμος με
θυμάται, αν θα έρθει, αν θα αρέσω, αν η φωνή μου αντέχει. Όλα αυτά τα άγχη
υπάρχουν και είναι αληθινά.
Η ανασφάλεια τελικά είναι ίδιον των καλλιτεχνών;
Δεν ξέρω, εγώ
πάντως την έχω. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες έχουν τεράστιο τρακ και ανασφάλεια,
ειδικά όσοι εκτίθενται πάνω στη σκηνή. Δεν θα ξεχάσω τι τρακ είχε ο
Μπιθικώτσης, αυτός ο τεράστιος τραγουδιστής, που έτρεμε ολόκληρος, πρασίνιζε,
κιτρίνιζε, έκανε εμετούς. Στις τελευταίες του συναυλίες ήμασταν μαζί και με τον
Μητσιά σε καλοκαιρινή περιοδεία. Κάναμε και τέσσερις μεγάλες συναυλίες σε
μεγάλα θέατρα, όπου είχε έρθει σαν γκεστ, πολύ μεγάλος πια. Τον ήξερα καλά,
είχα πάει και στο σπίτι του, ενώ είχαμε δουλέψει και στην επιθεώρηση «Ω μαμά
Ελλάς» στο θέατρο Παρκ. Έπαιζαν ο Παπαμιχαήλ και ο Λογοθέτης, που λυπήθηκα πάρα
πολύ με τον θάνατο του, σε νούμερα που πέρναγε όλη η ιστορία της Ελλάδας μέσα
και από τα τραγούδια του Μίκη. Ήμασταν τρεις τραγουδιστές του Θεοδωράκη που
ένωναν τρεις διαφορετικές γενιές: Ο Μπιθικώτσης, ο Καλογιάννης κι εγώ. Θυμάμαι
και μια μεγάλη πλάκα που είχε γίνει εκεί! Τα αγόρια πεινάσανε, ο Μπιθικώτσης με
τον Καλογιάννη, φορούσαν και κάτι άσπρες φανέλες «του παππού» και τους ήρθε να
τηγανίσουν αυγά. Χωρίς εξαερισμό, άρχισαν να τινάζονται τα λάδια και κάποιος
φώναξε «Φωτιά, φωτιά»! Βγήκαμε εμείς ημίγυμνες, οι χορεύτριες και οι ηθοποιοί,
τρέχοντας προς πάσα κατεύθυνση – ήταν πάρα πολύ αστείο! Ο Μπιθικώτσης μου έκανε
την πιο μεγάλη εντύπωση, γιατί στις τελευταίες συναυλίες του, δεν χρειαζόταν
καν να τραγουδήσει. Έβγαινε και επιβαλλόταν χωρίς καν ν’ ανοίξει το στόμα του.
Μου κρατούσε το χέρι και ένιωθα την τρεμούλα του μέχρι που ο κόσμος άρχισε να
χειροκροτεί ασταμάτητα.
Γνωρίσατε
εξίσου καλά τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι. Πείτε μου μία βασική διαφορά τους.
Ο Χατζιδάκις ήταν
λεπτολόγος, τα ήθελε όλα πολύ οργανωμένα στις ενορχηστρώσεις και το στούντιο.
Κι αν το «Μεθυσμένο κορίτσι» το ενορχήστρωσε ο Τάσος Καρακατσάνης, ο ίδιος είχε
μεγάλη επίβλεψη. Σε αντίθεση με τον Μίκη, που είπε «Κάντε ότι θέλετε» (γέλια).
Ο Μίκης μια ζωή ήθελε να τραγουδιούνται τα τραγούδια του και γι’ αυτό τα άφησε
ελεύθερα να τα τραγουδά ο καθένας. Για του Χατζιδάκι, πάλι, πρέπει να πάρεις
άδεια για να τον τραγουδήσεις σήμερα. Για να είμαι ειλικρινής, θα τα ήθελα τα
τραγούδια του Χατζιδάκι να είναι λίγο πιο ελεύθερα και του Θεοδωράκη λίγο πιο
μαζεμένα.
Μοιραστήκατε
την ιστορία αυτή με τον κόσμο στο «Άλσος»: Ο Μίκης δεν άφησε να κάνετε ολόκληρο
δίσκο με τον Χατζιδάκι;
Το σχέδιο του
Μάνου ήταν να γίνουν επανεκτελέσεις τραγουδιών του που δεν είχε εκείνος την
ευθύνη των ενορχηστρώσεων στο παρελθόν. Εκείνος μου υπέδειξε, όπως και ο Μίκης,
τα τραγούδια που θα έλεγα. Δεν υπήρχε περίπτωση τότε να έλεγες στον Μίκη ή στον
Μάνο τι θες να τραγουδήσεις. Ούτε καν μας πέρναγε απ’ το μυαλό και ήμασταν
ευτυχείς γι’ αυτό, καθόλου δυστυχείς. Τα έλεγα συνέχεια αυτά τα τραγούδια τότε
και έρχονταν οι δυο τους και μ’ έβλεπαν στο «ΖΟΟΜ». Ήταν πολύ συγκινητικό που
τους έβλεπα να κάθονται αγαπημένοι και μετά να έρχονται μαζί στο καμαρίνι.
Ξέρετε πως όταν ο Μίκης είχε μπλεξίματα με τη δικτατορία, όλες τις παρτιτούρες
του τις έστελνε στον Μάνο και του τις φύλαγε; Είχαν μεγάλη αλληλογραφία,
στήριζε ο ένας τον άλλον. Και τον Γκάτσο γνώρισα, αλλά όχι τόσο καλά όσο τον
Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. Δεν ήμουν στην παρέα του, όπως ήταν τα φιλαράκια
του, ο Μητσιάς και ο Κηλαηδόνης, αλλά πήρα μία γεύση. Ήμουν και πολύ μικρή,
θυμάμαι όμως να πειράζει ασταμάτητα τον Χατζιδάκι. Ο Μίκης συνήθως γέλαγε, αυτή
την εικόνα έχω.
Και τον Γιάννη Ρίτσο γνωρίσατε καλά επίσης.
Βέβαια, είχα πάει
και στο σπίτι του, όπου μου χάρισε τις πέτρες που ζωγράφιζε. Τις κρατάω και τις
δύο αυτές πέτρες σαν το γούρι μου. Όταν φοβάμαι πολύ σε μια παράσταση, τις
παίρνω μαζί μου και τους μιλάω: «Έλα, Γιάννη, δώσε μου δύναμη τώρα». Γενικώς,
όμως, δεν πολυμίλαγα κοντά σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Ήμουν έτσι απ’ όταν ήρθαμε
στην Ελλάδα το 1975 για να κάνω τις «Μπαλάντες» και μετά ξαναφύγαμε με τους
δικούς μου. Τέλη του ΄76 γυρίσαμε οριστικά στην Ελλάδα και η αιτία δεν ήταν η
καριέρα μου, αλλά η νοσταλγία. Απ’ τα παιδικά μας χρόνια συνέχεια ακούγαμε ότι
εδώ είμαστε φιλοξενούμενοι και μια μέρα θα επιστρέψουμε στην πατρίδα. Ήταν το
λάιτ μοτίβ της ζωής εμού και του αδερφού μου. Οι γονείς τα λέγανε, αλλά εμείς
μεγαλώναμε σ’ ένα άλλο περιβάλλον. Μπήκα στο πανεπιστήμιο και μου ήρθε κάπως
απότομα που μ’ αρπάξανε και με μεταφέρανε σ’ έναν άλλο τόπο. Είχα κάνει τις
«Μπαλάντες» ήδη και πάλι έκλαιγα το ΄76 που αποχαιρετούσα οριστικά τη Μόσχα.
Το τραγούδι
αποτελεί μια δικλίδα ασφαλείας για σας;
Δεν νομίζω πως
επειδή τραγουδάω, πατάω στη γη, όχι. Αντίθετα απογειώνομαι. Στη ζωή είμαι
εντελώς άλλο πράγμα απ’ αυτό που είδατε στη σκηνή. Μεταμορφώνομαι, μου το λένε
και το νιώθω κι εγώ. Στη σκηνή «φεύγω», ενώ στη ζωή είμαι πιο ρεαλίστρια και
γειωμένη.
Ανέκαθεν
αναρωτιόμουν αν η
Ζορμπαλά είναι και τρεμάμενη ύπαρξη, εύθραυστη.
Νομίζω πως το
εύθραυστο είναι η μία πλευρά κάθε καλλιτέχνη. Το ράγισμα υπάρχει και δίχως αυτό
δεν μπορείς να’σαι καλλιτέχνης. Αν είσαι παντού ραγισμένος, όμως, δεν θ’
αντέξεις. Περνάς σ’ άλλο στάδιο, της αυτοκαταστροφής. Όταν βγαίνεις στη σκηνή
τα ραγίσματα σου πρέπει να φαίνονται, γιατί αυτά συγκινούν τον κόσμο. Και δεν
μπορείς να τα κρύψεις κιόλας, φαίνονται.
Δυο – τρεις
φορές είπατε στο «Άλσος» απευθυνόμενη στον κόσμο: «Θα με κάνετε να κλάψω»…
Συγκινούμαι
εύκολα. Δεν είναι να δω άνθρωπο να κλαίει μπροστά μου, ακόμη και άγνωστο.
Αρχίζω να κλαίω και δεν είναι κατάσταση αυτή. Από παιδούλα το είχα και το
κατάλαβα όταν ενηλικιώθηκα, ίσως γιατί τότε το συνειδητοποίησα.
Πράγματι, δεν
τραγούδησα καθόλου εκείνη την περίοδο μου. Έτσι μου βγήκε, έτσι προέκυψε και
δεν σταματώ τον εαυτό μου. Την άλλη φορά μπορεί να κάνω ένα ολόκληρο μέρος
Κριεζή, δεν το αποκλείει κανείς. Πρέπει να υπάρχει και μια αφήγηση, γιατί εγώ
λειτουργώ και λίγο θεατρικά στις παραστάσεις μου. Τις λέω παραστάσεις και όχι
συναυλίες, υπάρχει διαφορά. Έτσι χώρισα τα δύο μέρη σε δύο μονόπρακτα, το
«Προβληματιζόμαστε» και το «Αγαπιόμαστε».
Εσείς
εισπράττετε στα αλήθεια την αγάπη του κοινού σας;
Αυτό είναι ένα
πρόβλημα του χαρακτήρα μου, να αμφισβητώ μονίμως τον εαυτό μου και να τον
μειώνω. Είναι βασανιστικό πολλές φορές, αλλά και δημιουργικό, καθώς δεν
επαναπαύομαι, μόνο ψάχνομαι και κριτικάρω εμένα την ίδια. Την επόμενη μέρα απ’ το «Άλσος» ξύπνησα κι
ήθελα να χοροπηδάω σε φάση «Πω, πω, τα κατάφερα, πήγε καλά η παράσταση» κλπ. Ύστερα
από μία ώρα άρχισα: «Μήπως ήρθαν μόνο δικοί μου άνθρωποι που μ’ αγαπούν;»
Δικαιολογίες που βρίσκω για να μαλώνω τον εαυτό μου.
Σας πληροφορώ,
όσο κι αν σας ακούγεται παράξενο, πως σας γνωρίζουν παιδιά 20 και 25 χρονών.
Μου κάνει
εντύπωση μεγάλη. Λείπω 31 χρόνια στην Κύπρο, από που; Ίσως έπαιξε ρόλο και το
πρόσφατο σχετικά αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο με τον Απόστολο Ρίζο. Πάντως, μου το
είπαν ότι είχε πολλά νέα παιδιά στο «Άλσος», αλλά εγώ δε βλέπω κανέναν την ώρα
που τραγουδάω.
Θα υπήρχε περίπτωση να επιστρέψετε μόνιμα στην Ελλάδα;
Την Ελλάδα τη
λατρεύω και δεν την αλλάζω με καμία χώρα. Ίσως να έχω κι αυτό του απόδημου
ελληνισμού που αγαπάμε την πατρίδα περισσότερο απ’ όσους έχουν γεννηθεί εδώ. Το
έχουμε μες το αίμα μας απ’ τους γονείς μας. Την Αθήνα δεν πολυαγαπώ, γιατί
αρχίζει και γίνεται μια πόλη εχθρική προς τους πολίτες. Με κουράζει, την Ελλάδα
όμως γενικά δεν τη βαριέμαι ποτέ.
Αγαπάτε τους
Έλληνες παρά τα τόσα ελαττώματα τους;
Μα, αφού είμαι
Ελληνίδα, δεν γίνεται αλλιώς. Αν μισώ το λαό μου, θα’ναι σα να μισώ τον εαυτό
μου. Όλες οι φυλές έχουν ελαττώματα, πείτε μου μία που να μην έχει. Έχουμε
ελαττώματα, όμως, σοβαρά μάλιστα, αλλά εγώ είμαι της άποψης ότι δε βγαίνουμε
ποτέ να χτυπάμε την οικογένεια μας. Εδώ μπορούμε να κατηγορούμαστε, να λέμε
διάφορα, αλλά ειδικά στο εξωτερικό δεν επιτρέπω σε κανένα να πει κακή κουβέντα
για τη χώρα μου.
Πιστεύετε ότι
την ξέρετε καλά τη ζωή ή ακόμα τη μαθαίνετε;
Να σας το
αντιστρέψω το ερώτημα: Μαθαίνεται η ζωή; Συνέχεια, ακόμη και μεγαλώνοντας, τη
μαθαίνουμε. Αυτό που μπορώ να πω, γιατί το έχω ζήσει στο πετσί μου, είναι η
σιγουριά για το απρόβλεπτο της ζωής. Που να φανταζόμουν εγώ, ας πούμε, ότι απ’
την Τασκένδη, απ’ τα βάθη της Ασίας που γεννήθηκα, θα ζούσα τριάντα χρόνια στην
Κύπρο; Και να γυρνάω όλο τον κόσμο με μια βαλίτσα στο χέρι, εγώ, ένα κοριτσάκι
που δεν είχε βγει ποτέ από τη Σοβιετική Ένωση.
Τώρα που δεν
είστε πια κοριτσάκι, νιώθετε να έχει αλλάξει ο τραγουδιστικός παλμός σας;
Ναι…Με την
εμπειρία έχω εξελιχτεί σκηνικά και εκφραστικά. Δίνω πλέον πολύ μεγαλύτερη βάση
στον στίχο, διότι όταν τραγούδησα τις «Μπαλάντες» δεν ήξερα ελληνικά καλά –
καλά, όχι να πιάσω τα νοήματα του Αναγνωστάκη, ο οποίος είχε περάσει για λίγο
και από το στούντιο. Θυμάμαι να με πηγαίνει στο στούντιο η γιαγιά μου απ’ το
χεράκι. Δεν είχα ιδέα από Αθήνα και οι δικοί μου είχαν νοικιάσει ένα
διαμερισματάκι στου Γκύζη. Διασχίζαμε το Πεδίο του Άρεως και φτάναμε στο «Polysound» της Πατησίων όπου γραφόταν ο δίσκος.
Εκεί κάναμε και πρόβες χωρίς εγώ να είμαι τραγουδίστρια. Μπορεί η μαμά μου να
τραγουδούσε ή να’χε ένα συγκρότημα στη Ρωσία, αλλά η φωνή μου ακόμη πήγαινε κι
ερχόταν. Πόσο μάλλον που οι «Μπαλάντες» δεν ήταν με αμιγώς ελληνικές μελωδίες.
Καθόταν ο Μίκης και δίπλα του είχε τα μπουζούκια, τον Νικολόπουλο και τον
Πολυκανδριώτη. Ερχόταν ο Κατράκης, καθόταν απλά και άκουγε. Η γιαγιά μου, που
ήταν ο αγαπημένος της, μόνο χάμω που δεν έπεσε. «Ο Μάνος ο Κατράκης! Μου είπε
να τους φτιάξω καφέ» έλεγε η γιαγιά μου (γέλια).
(σκέφτεται) Βρε,
κάτι ερωτήσεις! Νομίζω και τα δύο. Αναγκαστικά βασίζεσαι στο παρελθόν. Και στο
παρόν, όμως, όπως όταν κάναμε τότε εκείνο το δίσκο με τον Νίκο Ζούδιαρη (σ.σ.
το «Νερό κι αλάτι» το 2003). Μας είχε ενώσει μια φοβερή ραδιοφωνική παραγωγός,
η Γιώτα Τσουκαλά. Ήρθε στην Κύπρο, με άκουσε και μου πρότεινε να κάνουμε
καινούργια τραγούδια με τον Ζούδιαρη. Είχα κάνει, βέβαια, τα ποπάκια μου και τα
ρετρό μου.
Μην τα λέτε
έτσι, εγώ το «Πάμε σαν άλλοτε» με τον Κηλαηδόνη το θεωρώ δίσκο αναφοράς.
Έχετε δίκιο,
είναι δίσκος της καρδιάς, ενώ ο άλλος, με το αφιέρωμα στον Γιαννίδη, έφερε την
τελειομανία του Σαββόπουλου που ήταν ο παραγωγός. Με τον Λουκιανό βγήκε ψυχή.
Όλοι οι δίσκοι μου στη ΛΥΡΑ βγήκαν επί Πατσιφά. Ο Μίκης με πήγε εκεί και καλά
έκανε γιατί στη ΛΥΡΑ ο Πατσιφάς με στήριξε όσο κανένας άλλος. Δυστυχώς έφυγε
γρήγορα και έριξα τρελό κλάμα στην κηδεία του, γιατί ήταν και ξαφνικό. Σε ότι
αφορά τα «ποπάκια», απλά ήθελα το mainstream σ’ εκείνη τη φάση, το αναζήτησα, άλλο αν δεν μου έκανε και
έφυγα γρήγορα. Το ίδιο διάστημα, τραγουδούσα στο «Τραγούδι του νεκρού αδερφού»
του Μίκη όπου έπαιζαν ο Νότης Περγιάλης και η Ελένη Ζαφειρίου. Καθόμουν ανάμεσα
τους και ξαφνικά, σαν να μην υπήρχα, λέει ο Περγιάλης στη Ζαφειρίου: «Να σου
πω, δεν την ετοιμάζεις να δώσει στο Εθνικό, γιατί θα είναι πολύ καλή στο
θέατρο;» Έπαιζε και ο Μάνος Τσιλιμίδης, ο δημοσιογράφος, που ήταν απόφοιτος του
Εθνικού. Αυτός έφτιαξε τα χαρτιά μου και η Ζαφειρίου με προετοίμασε με κατ’
οίκον μαθήματα.
Δεν σας κάλυψε, όμως, το θέατρο.
Το έκανα, αλλά
όχι, δεν με κάλυψε, γιατί πια είχα μπει γερά στο τραγούδι. Το έλεγα όμως, ότι
παρόλο που τελείωσα το πρώτο έτος με υποτροφία, μπήκα στο θέατρο για να εξελίξω
την τέχνη του τραγουδιού. Η Χατζηαργύρη, π.χ., μου έλεγε ότι με ετοίμαζαν για
αρχαία τραγωδία στην Επίδαυρο, όμως εγώ έλεγα ότι κάνω θέατρο για να μάθω πρώτα
απ’ όλα καλά ελληνικά μέσα από τα κείμενα. Δεν μου έφτανε το να στέκομαι μες τη
μέση μ’ ένα σταθερό μικρόφωνο και να με διευθύνει κάποιος. Εκεί ένιωσα ότι
έπρεπε να γίνει αλλιώς η επαφή με τον κόσμο και στράφηκα στη βοήθεια της
υποκριτικής τέχνης.
Υπάρχουν
πράγματα για τα οποία αμφιβάλετε;
Πάρα πολλά! Πρώτα
απ’ όλα για τον εαυτό μου μέσα στην τέχνη. Τρομερά βασανιστικό, κάθομαι ώρες
ατελείωτες στο σπίτι μου σ’ ένα χωριό έξω απ’ τη Λεμεσό και αναμετριέμαι με τις
μνήμες μου. Το έκανα και τώρα για το πρόγραμμα στο «Άλσος», ανάτρεξα στον Μάνο και
στον Μίκη και στο πως με διδάξανε για να τους ερμηνεύσω. Ήθελα να βάλω και το
καινούργιο, όμως, σαν προσωπικότητα και σαν όσα έμαθα όλα αυτά τα χρόνια δίχως
αυτούς δίπλα μου. Η μνήμη είναι οι ρίζες μας και άνθρωπος χωρίς ρίζες είναι
ό,τι χειρότερο! Το έχουμε ζήσει όμως το να’σαι ξεριζωμένος χωρίς ταυτότητα, να
περιφέρεσαι και να σε λένε «Γκριτσιάνκα», δηλαδή «Ελληνίδα» στα ρωσικά.
Ποιες ψυχικές
ανάγκες καλύπτετε με το να τραγουδάτε;
Πολλές, πάρα
πολλές. Χωρίς το τραγούδι θα έλεγα ότι μπορώ να ζήσω, αλλά ταυτόχρονα με
καλύπτει πάρα πολύ. Όποτε τραγουδώ, το χαίρομαι πάρα πολύ παρόλες τις
ανασφάλειες μου. Αναμοχλεύει πολλά πράγματα, που δεν αντιλαμβάνομαι ότι τα έχω
και τα ανακαλύπτω πάνω στη σκηνή.
Όσο γυρνάμε
μες τη συνάφεια του κόσμου, δεν αποφεύγουμε να σκεφτόμαστε το αναλώσιμο της
ύπαρξης;
Όχι, εγώ δεν το
έχω καθόλου αυτό. Ξέρω εντελώς πως είμαστε αναλώσιμοι και θα επέλθει το τέλος
της φωνής, της υγείας και μετά το βιολογικό. Από πολύ μικρή το είχα
συνειδητοποιήσει και γι’ αυτό μπόρεσα να πω σε ένα σημείο «Στοπ τώρα, δεν
ξανατραγουδώ»! Μου άρεσε όπως τραγουδούσα, αλλά δεν μου άρεσαν τα γύρω – γύρω
που συνέβαιναν. Και τότε δεν ήξερα καν ότι μια μέρα θα ξανατραγουδούσα. Καλά
κάνουμε και το λέμε τώρα, καθώς πολλοί συνάδελφοί σας το μεταφράζουν ότι απλά
έκανα ένα διάλειμμα, δεν ήταν όμως έτσι.
Δεν είχα κέφι,
δεν είχα όρεξη, χάθηκε το χειροποίητο, η λαχτάρα, το ανατρίχιασμα. Έπαιξαν ρόλο
και διάφοροι εξωτερικοί παράγοντες, όπως και το ότι δουλεύαμε πάρα πολύ και όχι
στις πιο κατάλληλες συνθήκες. Συχνά δεν διαλέγαμε εμείς τους μουσικούς μας.
Άρχισε να μη μ’ αρέσει το επάγγελμα και γι’ αυτό μέχρι σήμερα δηλώνω ερασιτέχνις.
Δεν ζω απ’ αυτή τη δουλειά, άρα δεν είμαι επαγγελματίας. Είμαι εραστής της
τέχνης, τελεία!
Φαίνεται πως
μόνο η κατάθλιψη σε κάνει να σταματάς την τέχνη σου, τον στόχο σου.
Τότε που
σταμάτησα, ούτε που ήξερα τι ήταν κατάθλιψη. Μπορεί και να την πέρασα, αλλά δεν
την ήξερα. Μετά την έμαθα ότι υπήρχε, όπως και τα χάπια και τα συναφή. Μάλιστα,
δεν είμαι εναντίον, αφού όταν υπάρχουν προβλήματα και οι άνθρωποι δεν μπορούν
να τα λύσουν μόνοι τους, πρέπει κάπως να λύνονται.
Έχει
ψυχιατρικοποιηθεί πολύ, λέτε, η εποχή μας;
Ισχύει. Να, πριν
που λέγαμε για ελαττώματα των λαών, οι Αμερικανοί το έχουν πολύ αυτό. Είναι της
υπερβολής σε όλα τους. Εγώ πάλι έχω κακή σχέση με την υπερβολή και θέλω το
μέτρο. Η φωνή, για παράδειγμα, είναι
μυς. Θέλει ξεκούραση, φροντίδα, εκγύμναση και παύσεις. Αν ήμουν της υπερβολής,
δεν θα μιλούσα στο τσιγάρο για να το κόψω! Του έλεγα «Δεν θα μου κανονίζεις εσύ
τη ζωή» κι έτσι μπόρεσα και το έκοψα με δυσκολίες, όπως γίνεται μ’ όλες τις
εξαρτήσεις.
Πείτε μου,
κλείνοντας, μερικά πράγματα που σας φοβίζουν.
Έτσι αυθόρμητα θα
πω να χάνω δικούς μου ανθρώπους. Επίσης δεν μου αρέσει το σκοτάδι και είμαι και
κλειστοφοβική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου