Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Βάσω Καζαντζίδη: «Δεν ήταν ο Στέλιος μου, ήταν ο Στέλιος μας» (η χήρα του μεγαλύτερου Έλληνα λαϊκου τραγουδιστή για την κοινή ζωή τους)

 

Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι ένα μυθικό πρόσωπο της ελληνικής μουσικής του 20ου αι. «Αν εμείς όλοι είμαστε οι λοχαγοί, ο Καζαντζίδης ήταν ο συνταγματάρχης» μου’χε πει κάποτε ο αείμνηστος Σπύρος Ζαγοραίος. Θυμάμαι και τον Μάνο Παπαδάκη, τον τραγουδιστή του «Θα τα κάψω τα λεφτά μου», που έλεγε πόσο ο Καζαντζίδης τον είχε βοηθήσει, μη θέλοντας να του πάρει τραγούδι απ’ το «στόμα», ακόμη κι αν ο ίδιος είχε κάνει καριέρα λέγοντας τα τραγούδια του Στέλιου σε β’ εκτέλεση. Λέγεται πως όταν είχε βγει το «Υπάρχω» του Νικολόπουλου και του Πυθαγόρα, το 1975, οι δρόμοι είχαν αδειάσει με τον κόσμο να ψάχνει τηλεόραση τότε για να δει το απόλυτο λαϊκό είδωλο στην πρώτη τηλεοπτική ζωντανή απόδοση των τραγουδιών. Ο Καζαντζίδης δεν άφησε φυσικούς απογόνους. Κι αν η ζωή του ταυτίστηκε με θυελλώδεις έρωτες και έριδες με τις σημαντικότερες Ελληνίδες λαϊκές τραγουδίστριες, η αλήθεια είναι πως ο ίδιος αποζητούσε την οικογενειακή θαλπωρή – αυτό δηλαδή εξομολογείται στη συνέντευξη μας η χήρα του, η Βάσω Καζαντζίδη, με την οποία έζησαν μαζί για 23 ολόκληρα χρόνια, από το 1978 που πρωτογνωρίστηκαν μέχρι το 2001 που ο Στέλιος έφυγε από τη ζωή χτυπημένος από τον καρκίνο.

Στο σπίτι τους μπήκα για πρώτη φορά το 2007 για τα γυρίσματα μιας σειράς ντοκιμαντέρ με την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Τη δημοσιογραφική έρευνα είχε αναλάβει ο μεγάλος φαν και βιογράφος του Καζαντζίδη, Κώστας Μπαλαχούτης. Εγώ, απλά, σκηνοθετούσα. Εκεί είχαμε την ευκαιρία ν’ ακούσουμε τη Βάσω Καζαντζίδη σε πολλές ιστορίες απ’ τα χρόνια της δίπλα στον Στέλιο, όμως εμένα εκείνο που μου’χε κάνει εντύπωση ήταν μια συγκεκριμένη πληροφορία, η οποία φανέρωνε τη μοναχικότητα και τη μελαγχολική ψυχοσύνθεση του Καζαντζίδη: Όποτε είχε έγνοιες, λέει, έπαιρνε τη βάρκα του και ξανοιγόταν στη θάλασσα μόνο και μόνο για να αδειάσει το μυαλό του απ’ τις πολλές σκέψεις και τις στενοχώριες. Μα το ίδιο δεν έγραψε και η Λένα Πλάτωνος στα «Ημερολόγια» της; «Τη θάλασσα 14 χρόνια είχα να τη δω/ υποθέτω πως έτσι ξαναγεννιέται κανείς/ ανοίγοντας τον εαυτό του/ μοιρογνωμόνιο του ορίζοντα/ σε μιαν ανείπωτη αγκαλιά/ για τη μητέρα του κόσμου/ τη θάλασσα»…Κοίτα να δεις που μ’ αυτόν τον άνθρωπο τριγυρνάγαμε στα ίδια στέκια, στην ίδια γειτονιά, μα ποτέ δεν πήγα να του μιλήσω όσες φορές τον συναντούσα. Μεγάλωνα με τον Καζαντζίδη εντός κι εκτός σπιτιού: Στα βινύλια του πατέρα μου και στο φούρνο πιο κάτω, αντιστοίχως.

Κυρία Καζαντζίδη, η επικοινωνία μας αυτή σας βρίσκει στην Κύπρο. Έχετε αφήσει μόνιμα την Ελλάδα ή απλά σας πετυχαίνω στο νησί;

Εδώ και οχτώ χρόνια είναι στη Λευκωσία ο εγγονός μου με τη γυναίκα του και το παιδάκι τους. Πηγαινοέρχομαι το χειμώνα γιατί χρειάζονται τη βοήθεια μου. Το παιδάκι πηγαίνει στον παιδικό σταθμό και, καταλαβαίνετε, χρειάζεται ένας άνθρωπος στο σπίτι για βοήθεια.

Πώς βλέπετε το ότι, ενώ περνούν τα χρόνια, το ενδιαφέρον για τον Στέλιο Καζαντζίδη αναζωπυρώνεται συνεχώς αντί να χάνεται;

Με συγκινεί ιδιαίτερα αυτό που λέτε, αφού το ζω σε καθημερινή βάση σχεδόν. Όσο περνάνε τα χρόνια από το φευγιό του Στέλιου, υπάρχει στον κόσμο μια νοσταλγία, ένας αναβρασμός, να θέλουν να κάνουν πράγματα για να μην ξεχαστεί ο Στέλιος. Εγώ ειλικρινά ευχαριστώ τον κόσμο απ’ τα βάθη της καρδιάς μου γιατί κρατάνε ζωντανή τη μνήμη του. Εάν δεν γίνονταν συναυλίες και αφιερώματα, θα κινδύνευε η μνήμη του, αν και ο Στέλιος έχει αφήσει παρακαταθήκη τα τραγούδια του. Δηλαδή άλλο πράγμα είναι να τον τιμούν και να βλέπεις τη νεολαία να γεμίζει χώρους, όπου ακούγονται τραγούδια Καζαντζίδη. Τα νεότερα παιδιά είχαν άλλα ακούσματα και θα θυμηθώ μία πρόσφατη εκδήλωση που είχε γίνει στην Πάτρα. Μαγεύτηκα από τη νεολαία, δε φαντάζεστε τι γινόταν. Έτσι χαίρομαι γι’ αυτή την πρωτοβουλία του Christmas Theater τώρα και πάντα θα επικροτώ κι εγώ ο,τιδήποτε γίνεται για τον Στέλιο.

Πάντα ήσασταν τόσο θετική; Εννοώ, δεν υπήρξαν περιπτώσεις που να είπατε «Όχι, παιδιά, αφήστε το καλύτερα»;

Δεν μπορώ να πω «όχι» και δεν το λέω. Μα, μικρή συναυλία θα’ ναι, μεγάλη σε μέγεθος και σε κόσμο, πάντα θα είμαι εκεί προσκεκλημένη και θα παρακολουθώ. Δεν μπορώ να απαγορεύσω τη στιγμή που μου λένε «εμείς θα το τολμήσουμε».

Σας αγχώνει το ότι είστε διαχειρίστρια του πνευματικού έργου του Καζαντζίδη; Είναι μία βαριά κληρονομιά κι εσείς είστε νέα ακόμη…

(γελάει) Να σας πω τα χρόνια μου; Είμαι 77 ετών. Νιώθω ευθύνη, πολύ μεγάλη ευθύνη, γι’ αυτό τα πατήματα μου είναι αργά και πολύ προσεκτικά. Ο κόσμος, π.χ., δεν θα πει «ο Μποσκοΐτης πήρε άλλη μία συνέντευξη», θα πει «η Βάσω έδωσε άλλη μία συνέντευξη και είπε αυτό, είπε εκείνο» δηλαδή κάπου λογοκρίνομαι από τους οπαδούς του Καζαντζίδη. Πιάνονται με την καλή έννοια απ’ το τι θα πω οι άνθρωποι που έκοβαν τις φλέβες τους για τον Καζαντζίδη.

Απ’ τη στιγμή που ο Καζαντζίδης δεν έχει αφήσει παιδιά, είστε η μοναδική εκπρόσωπος του, έτσι δεν είναι; Σε ότι αφορά τα πνευματικά του δικαιώματα.

Δεν είμαι η μόνη, είναι εν ζωή και ο Στάθης, ο αδερφός του Στέλιου, αισίως 79 ετών τώρα – ήταν δεκατέσσερα χρόνια μικρότερος απ’ τον Στέλιο. Δεν ασχολείται, δεν δίνει συνεντεύξεις, γι’ αυτό και έχω πάρει εγώ όλο το βάρος πάνω μου.

Ο Γιώργος Χατζιδάκις, ο θετός γιος του Μάνου Χατζιδάκι, μου είχε πει κάποτε πως λίγο πριν πεθάνει ο μεγάλος συνθέτης, του είχε πει το εξής: «Οι πρώτοι που θα σε πολεμήσουν θα είναι οι φίλοι μου και μετά οι δημοσιογράφοι». Ας αφήσουμε κατά μέρος τους απλούς φαν του Καζαντζίδη τώρα. Σας ερωτώ: Μ’ όλη αυτή την ευθύνη διαχείρισης του έργου του, νιώσατε ότι σας πολέμησαν κάποιοι;

Στην αρχή, αφού έφυγε ο Στέλιος απ’ τη ζωή, ναι. Ανοιχτός πόλεμος σε κανάλια και όπου τους δινόταν η ευκαιρία. Είναι γνωστό, όμως, πως κράτησα μια στάση σιωπής γιατί δεν μου αρέσει καθόλου η έκθεση. Κράτησα το στόμα μου κλειστό και στην πορεία έδειξε ο καθένας με τον τρόπο του ποιος είναι και τι είναι. Τουλάχιστον όσο ζω, ό,τι καλύτερο μπορώ θα κάνω για τον Στέλιο. Τον αγάπησα, έζησα 24 χρόνια μαζί του, μοιράστηκα καλές και άσχημες στιγμές. Η ζωή δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα…

Πάμε να πιάσουμε το νήμα απ’ την αρχή. Εσείς, φαντάζομαι, υπήρξατε φαν του Στέλιου πριν τον συναντήσετε.

Οπωσδήποτε. Εγώ, Αντώνη, μεγάλωσα σε μία φτωχογειτονιά της Λαμίας. Εκεί δεν άκουγες τίποτα άλλο, μόνο Καζαντζίδη, και χωρίς τα μέσα που υπάρχουν σήμερα. Ένα ραδιόφωνο κάθε Κυριακή έπαιζε στη γειτονιά. Ένα κοριτσάκι, θυμάμαι, που είχε κινητικά προβλήματα, απέκτησε πικάπ που κατάφεραν και του αγόρασαν οι γονείς του κι αυτό κάθε Σαββατοκύριακο άνοιγε το παράθυρο και έβαζε τραγούδια Καζαντζίδη. Αυτά ήταν τα ακούσματα μας. Ποτέ, όμως, μα ποτέ, δεν θα περνούσε απ’ το μυαλό μου ότι θα μπορούσε να είναι ο σύντροφός μου.

Περνώντας τα χρόνια, πάντα λαϊκά τραγούδια ακούγατε;

Μου άρεσε το λαϊκό τραγούδι, αλλά γενικώς όλα τα τραγούδια τα άκουγα και τα ακούω. Όταν ακούω, όμως, λαϊκό τραγούδι, μέσα μου κάτι φτερουγίζει.

Πότε γίνεται η πρώτη γνωριμία σας με τον Στέλιο;

Το 1978 στη Θεσσαλονίκη. Ο Στέλιος επιστρέφει από την Αμερική κι εγώ τον γνωρίζω από μία φίλη μου. Συνέχεια την άκουγα να λέει «έρχεται ο Στέλιος και αύριο βράδυ θα βγούμε για φαγητό». Δεν έβαλα με το μυαλό μου ότι θα’ ναι ο Στέλιος Καζαντζίδης, σκέφτηκα ότι κάποιος φίλος της θα ήταν. Μόλις άκουσα και το επίθετο, τη ρώτησα:
– Ποιος είναι, ο τραγουδιστής;
– Ναι!
– Μπορώ να έρθω στη συντροφιά σας; Θέλω να τον γνωρίσω τον Στέλιο, τον θαυμάζω από μικρή.
– Και γιατί όχι; Να ’ρθεις!
Έτσι έγινε η πρώτη γνωριμία.

Θυμάστε ποια ήταν η πρώτη εντύπωση που του κάνατε;

Μπορώ να σας πω ότι από εκείνη τη βραδιά μού ζήτησε το τηλέφωνο μου και μου είπε «θέλω να βγούμε οι δυο μας για φαγητό και να συζητήσω μαζί σου σοβαρά πράγματα». Όντως, μου τηλεφώνησε, βγήκαμε για φαγητό και στις τρεις τα ξημερώματα τον έβλεπα να βγαίνει απ’ τη θάλασσα. Με είχε πάει με το αυτοκίνητο ως τη Χαλκιδική, όπου τον περίμεναν κάποιοι φίλοι του, χωρίς να μου πει ότι θα πήγαινε για ψάρεμα.

Θα έχει ενδιαφέρον να μου μεταφέρετε ποιες ήταν οι πρώτες κουβέντες που είχατε μαζί του. Τι θα ήθελε να μάθει ο Καζαντζίδης, ας πούμε, από μια κοπέλα που του άρεσε.

Εγώ είχα προηγούμενο γάμο, ένα παιδί και μια μικρή φασοβιοτεχνία. Εργαζόμουν εκεί κι ο Στέλιος άρχισε να με ρωτάει διάφορα για τη ζωή μου και για το χωρισμό μου. Από κει κι ύστερα, αυτός άρχισε να μου αφηγείται τη δική του ζωή. Είχαμε ξημερώσει. «Δεν τελειώνουν αυτές οι κουβέντες» μου είπε, «θα ξαναδώσουμε ένα ραντεβού και θα έχει συνέχεια η ιστορία μας». Σαν γυναίκα κολακεύτηκα για να με ξεχωρίσει ο Στέλιος μέσα σε τόσες γυναίκες που γνώριζε και που τον κυνηγούσαν. Αμέσως μετά με ενδιέφερε το πιο σημαντικό: Έπρεπε να γνωριστούμε, να συζήσουμε, να γνωρίσει ο ένας καλά τον άλλον, αφού είχα παιδί και δεν μ’ έπαιρνε για δεύτερο λάθος στη ζωή μου. Συζητώντας, μου είπε το εξής: «Εκτίμησα ένα πράγμα από σένα: Πως θα είχες περίσσευμα αγάπης να δώσεις από αλλού εάν δεν μου μιλούσες πρώτα για την αγάπη που τρέφεις για το παιδί σου; Έβαλες πάνω απ’ όλα το παιδί».

Θα του άρεσε και που ήσασταν ένα λαϊκό κορίτσι, δεν ερχόσασταν από κάποια μεγαλοαστική τάξη.

Σίγουρα. Ο Στέλιος δεν κοίταζε καν κοινωνικές τάξεις, δεν τον ενδιέφερε αυτό, έψαχνε να δει σε βάθος την ψυχή του άλλου και τον χαρακτήρα του. Μου είπε σε κάποια στιγμή: «Με κέρδισες με τη σιωπή σου, ήσουν εκεί και δεν ήσουν. Αυτό μου αρέσει πάρα πολύ σε μία γυναίκα, το να μην το παίζει ξερόλας». Μετά μου πρότεινε να πάμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, στο εξοχικό του. Μια ψαροκαλύβα είχε εκεί τότε. Γνώρισα τη μαμά του, ζήσαμε τελικά μαζί.

Πώς σας αντιμετώπισε η κυρία Γεθσημανή; Ήταν δεσποτική γυναίκα, απ’ ότι λέγεται.

Μου είπε: «Πάντα ήθελα ο γιος μου να βρει μια γυναίκα που να είναι δίπλα του κυριολεκτικά. Να τον αγαπήσει και να τον πονέσει ώστε να ζήσει κι αυτός επιτέλους ωραία τα επόμενα χρόνια του».

Αυτό θα το έλεγε, έχοντας την άσχημη εμπειρία των σχέσεων του γιου της μόνο με γυναίκες συναδέλφους του, από τη Σεβάς Χανούμ και την Καίτη Γκρέυ μέχρι τη Μαρινέλλα.

Όλες οι γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του Στέλιου ήταν επιλογές του. Δεν μπορείς να πεις τίποτα. Όταν, όμως, μία γυναίκα είναι στο ίδιο επάγγελμα κι έχει ίδιες υποχρεώσεις με τον σύντροφο της, δεν μπορούν να βρουν χρόνο περίσσιο ν’ αφιερώνουν ο ένας στον άλλο. Εγώ σταμάτησα τη δουλειά μου και ήμουν στο σπίτι. Φρόντιζα τον άνδρα μου.

Κι εκείνος κατάλαβε ότι έστηνε ένα νοικοκυριό με λίγα λόγια.

Ακριβώς. Αυτό που ζήλευε πάντα στη ζωή του. Όταν μείναμε μαζί με τον Στέλιο, μου είπε «θέλω να γνωρίσεις τους φίλους μου. Θα κάνουμε ένα φαγητό στο σπίτι και θα τους καλέσουμε να έρθουν». Μιλούσε για τους αγαπημένους ανθρώπους του, τους κολλητούς του, όλοι εκτός του δικού του χώρου, αφού κι ο ίδιος ήταν εκτός χώρου όταν εγώ τον γνώρισα. Ετοίμαζα, μαγείρευα. Μ’ αγκάλιασε και μου εξομολογήθηκε ότι δεν είχε τίποτα πια να ζηλέψει απ’ όσα επιθυμούσε στη ζωή του. «Μπαίνω σήμερα σ’ ένα σπίτι» ήταν τα λόγια του, «και μοσχομυρίζει νοικοκυριό, ένα ωραίο φαγητό. Πόσο χαρούμενο και ευτυχισμένο με κάνεις». Ειλικρινά, όταν ήρθαν οι φίλοι του, ειδικά η Ευγενία, καλή φίλη από Θεσσαλονίκη, γύρισε και του είπε: «Όντως, Στέλιο, δεν έχεις να ζηλέψεις τίποτα. Πιστεύω ότι αυτή τη φορά βρήκες τον άνθρωπο σου και χαίρομαι γι’ αυτό».

Σας είχε εκφράσει τις πίκρες του, σε συντροφικό επίπεδο, απ’ τις τραγουδίστριες με τις οποίες είχε κάνει σχέση;

Όχι, όχι. Τις αγάπησε, δεν βρέθηκαν τυχαία δίπλα του κι αυτός δεν είχε να πει κάτι κακό. Ποτέ. Οι γυναίκες αυτές δεν είχαν απλώς χρόνο να αφιερώσουν στον Στέλιο, αφού τραγουδούσαν. Δεν μπορούσαν οι γυναίκες αυτές να είναι στο σπίτι, να μαγειρεύουν ή να πλένουν και να σιδερώνουν. Τρέχανε κι αυτές με τις δημόσιες σχέσεις, είχαν στούντιο για ηχογράφηση, είχαν τα μαγαζιά… Πολλά πράγματα.

Το 2018 είχα την τύχη να κάνω μία μαραθώνια συνέντευξη με την Καίτη Γκρέυ. Ξέρετε τι εξέλαβα απ’ τις ατέλειωτες ιστορίες της για τον Καζαντζίδη; Πως η γυναίκα αυτή, ούσα αιωνόβια σχεδόν, σαν να μην τον ξεπέρασε ποτέ μέχρι σήμερα.

Τον αγάπησε, είναι γεγονός. Και εκείνος. Δεν μένεις πέντε – έξι χρόνια μ’ έναν άνθρωπο αν δεν τον αγαπάς. Όταν δεις ότι κάτι δεν πάει καλά, δίνεις τέλος σ’ αυτή τη σχέση.

Την δικαιολογήσατε κάπου την Καίτη Γκρέυ όταν έβγαινε και φώναζε για την ταφή του Στέλιου στην Ελευσίνα και όχι στο Πρώτο Νεκροταφείο; Είπατε «εντάξει, πληγωμένη γυναίκα είναι»;

Εγώ,  Αντώνη, ένιωθα πολύ ωραία με τον εαυτό μου. Έκανα εκείνο που έπρεπε να κάνω και δεν θα παράβλεπα την εντολή του Στέλιου. Όταν επέλεξε η μητέρα του να ταφεί στην Ελευσίνα, επόμενο ήταν κι εκείνος να «κοιμηθεί» δίπλα της. Μετέφερε και τα οστά του πατέρα του από τον Κόκκινο Μύλο, οπότε και ο Στέλιος έπρεπε να αναπαυθεί στην αγκαλιά των γονιών του. Αυτή ήταν η επιθυμία του και αυτό έκανα. Τώρα, πάρα πολλοί, όπως και η Καίτη – καλή της ώρα, καλά να’ναι η γυναίκα – ήθελαν να ταφεί στο Πρώτο Νεκροταφείο. Μα, δεν το’θελε ο Στέλιος. Ήθελε να «κοιμηθεί» κάπου ήσυχα και, πραγματικά, αν πάτε στο μνήμα και δείτε, περνάει ο κόσμος και του αφήνει λουλούδια, τσιγάρα, ότι μπορεί να βάλει το μυαλό σου. Εγώ πια δεν μπορώ να πάω, γιατί λείπω από την Αθήνα, αλλά μαθαίνω πως έχουν το μνήμα του Στέλιου.

Όπως ο Χατζιδάκις, που ήθελε να αναπαυθεί στο κοιμητήριο της Παιανίας, ήσυχα, απομονωμένα, και όχι στο Πρώτο Νεκροταφείο.

Ακριβώς. Θα μπορούσε ο γιος του να πει: «Όχι, εγώ θα τον πάω στο Πρώτο Νεκροταφείο;» Όχι, έπρεπε να τηρήσει την εντολή του. Ε, το ίδιο έκανα κι εγώ και δεν κρατάω κακία σε κανέναν. Κι αν φώναξαν, κι αν με έβρισαν, όλα τα προσπερνάω και η ζωή μας συνεχίζεται.

Πιστεύετε ότι πέραν της τεράστιας φωνής του Στέλιου, θα ήταν καταχωρημένο ως τόσο σπουδαίο το ρεπερτόριο του, αν δεν είχε ερμηνεύσει Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Τσιτσάνη, Λοΐζο, Λεοντή κλπ.;

Τραγούδησε όλους τους μεγάλους συνθέτες, όμως αγαπούσε όλα τα τραγούδια που είπε. Ηχογράφησε Νικολόπουλο, Σούκα, Άκη Πάνου – δικές του ήταν οι αποφάσεις και μου έλεγε: «Όσα έχω τραγουδήσει, είναι σαν ένας γονιός που έχει πάρα πολλά παιδιά και τα αγαπάει όλα χωρίς να τα ξεχωρίζει. Έτσι κι εγώ. Όλοι οι συνθέτες που τραγούδησα ήταν σημαντικοί». Ήταν σπουδαίο το ότι τραγούδησε Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Λοΐζο, Σπανουδάκη, αλλά δεν ξεχώριζε κανέναν από τους συνθέτες των τραγουδιών του.

Θυμάμαι μια εικόνα που μου είχε αφηγηθεί κάποτε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος: Έγραφαν, λέει, το «Δεν θα ξαναγαπήσω» του Λοΐζου και με το που άνοιξε το στόμα του ο Στέλιος, άρχισαν να τρίζουν τα τζάμια του στούντιο.

Το έχω ζήσει κι εγώ αυτό έτσι ακριβώς. Όταν γνώρισα τον Στέλιο, έκανε την επάνοδο του στο τραγούδι μετά από κάποια χρόνια. Είχε κάνει το δίσκο της επιστροφής του με την εταιρεία ΜΙΝΟΣ. Ήρθαν σε συμφωνία με τον Μάκη Μάτσα και ο Μάκης ήταν ένας κύριος, έκανε ότι του ζήτησε ο Στέλιος. Του έλεγε «Να προχωράμε, Στέλιο, να τελειώνει κι αυτή η διαμάχη που είχαμε». Έτσι είναι, κάποτε πρέπει ν’ αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τα καλύτερα. Ήμουν παρούσα σ’ όλες τις επόμενες ηχογραφήσεις του, γιατί με ήθελε κοντά του. Έμπαινε πάντα αργά το βράδυ και έγραφε, μετά τις 11 και τελειώναμε στις 3 – 4 το πρωί. Έζησα μεγαλείο. Η φωνή του ήταν συγκλονιστική ειδικά στο στούντιο.

Έρχεται καμιά φορά στον ύπνο σας, τώρα, τα τελευταία χρόνια;

Πάντα. Και αν καμιά φορά αργήσει, λέω «τι γίνεται, βρε παιδί μου; Να πάω να του ανάψω κάνα κεράκι»…Δεν υπάρχει αυτό, δεν υπάρχει! Πολλές φορές απλώνω το χέρι μου για να τον πιάσω, είναι δίπλα μου (σ.σ. σπάει η φωνή της)

Είχε θρησκευτικές πεποιθήσεις;

Πίστευε, αλλά δεν ήταν ο άνθρωπος που θα πήγαινε στις εκκλησίες. Με τον τρόπο του έκανε πράγματα που δεν λέγονται…

Αναφέρεστε σε αγαθοεργίες;

Ναι…Δεν θέλω να τα λέω, επειδή δεν θα το έκανε ποτέ αυτό ο Στέλιος. Συχνά μου έλεγε «Αύριο θα πας εκεί, θα είσαι την τάδε ώρα και πρόσεξε μη σε δει κανένας». Δεν ήταν ο άνθρωπος που ήθελε να έβγαιναν προς τα έξω οι πράξεις του, όμως βοήθησε κόσμο και σήμερα είναι στη ζωή κάποιοι άνθρωποι, που το χρωστάνε στον Στέλιο.

Τον θυμάμαι σαν όνειρο αφού μέναμε στην ίδια γειτονιά. Φορούσε τους χειμώνες το γούνινο καπέλο του και έπαιρνε ψωμί απ’ τον ίδιο φούρνο. Ποτέ δεν του μίλησα, από δέος. Πάντα πέρναγα απλώς από δίπλα του και το θεωρούσα τιμή μου.

Ήταν πολύ απλός και ταπεινός. Δεν αλλοιώθηκε από τα φώτα και το χειροκρότημα. Άνδρας παλαιάς κοπής με όλη τη σημασία της λέξεως. Του άρεσε να του μιλάει ο κόσμος, γιατί ήξερε πως είχε ήδη περάσει μέσα στα σπίτια τους. Πολλές φορές στις συνεντεύξεις μου λέω «δεν ήταν ο Στέλιος μου, ήταν ο Στέλιος μας, αφού έτσι τον αισθανόταν ο κόσμος». Δικό τους τον νιώθανε. Δεχόταν κόσμο στο σπίτι, εντάξει, αλλά δεν μπορείς να είσαι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στημένος πότε θα σε επισκεφτεί ο ένας κι ο άλλος. Κάποιες στιγμές ήθελε κι εκείνος τον προσωπικό του χρόνο.

Υπάρχουν ιστορίες του με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, που τις ξέρετε εσείς και θα ήταν όμορφο να τις μοιραστείτε;

Για τον Χατζιδάκι μού είχε μιλήσει όταν τραβιόταν στα δικαστήρια με τον Λαμπρόπουλο. Τα ξέρετε, για τα δικαιώματα, όχι μόνο τα δικά του, αλλά και των συναδέλφων του. Σαν μάρτυρα, λοιπόν, είχαν φέρει τον Χατζιδάκι στο δικαστήριο, κατά του Στέλιου. Τον βλέπει ο Μάνος τον Στέλιο στην αίθουσα και τον ρωτάει:
– Στελάκο μου, πως από δω;
– Έχω ένα δικαστήριο κι εγώ.
– Με ποιους;
– Με τους Λαμπροπουλαίους.
– Και γι’ αυτό δεν μου είπαν σε ποιον θα είμαι μάρτυρας κατηγορίας και ότι «θα πεις απλά αυτό κι αυτό»;
Σηκώθηκε κι έφυγε ο Χατζιδάκις. Δεν κατέθεσε ποτέ. Έπιασε μόνο το δικηγόρο και του είπε: «Έπρεπε να μου πείτε για ποιον με φωνάξατε εδώ. Εγώ κατά του Στέλιου; Αποχωρώ αυτή τη στιγμή». Και ποια τραγούδια του Μάνου δεν είπε ο Στέλιος! Το «Πέλαγο είναι βαθύ», το «Κουρασμένο παλικάρι»; Τι συγκλονιστικές ερμηνείες! Δεν γράφονται πια τέτοια τραγούδια.

Μα και στο ένθετο ενός δίσκου – πορτραίτου του Στέλιου, ο Χατζιδάκις αναφέρεται να λέει πως «φωνές σαν του Καζαντζίδη βγαίνουν κάθε πεντακόσια χρόνια».

Ακριβώς! Θα σας πω μια άλλη ιστορία που με συγκλόνισε: Είχε ραντεβού ο Στέλιος με τον Μίκη στο σπίτι του στου Φιλοπάππου. Πήγαμε μαζί και σε μια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο του Μίκη. Ήταν ο Μάνος. Του λέει ο Μίκης:
– Πες μου με ποιον είμαι αυτή τη στιγμή.
– Που να ξέρω, Μίκη μου, με ποιον είσαι εσύ τώρα; Πες μου, μη με βασανίζεις.
– Με τον Στελάκη!
– Με τον Στελάκη; Έρχομαι!
Ανεβαίνει απάνω τα σκαλιά του σπιτιού, γιατί ακόμη δεν είχε ασανσέρ ο Μίκης στο σπίτι, και δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. Αγκάλιασε τον Στέλιο χωρίς να μπορεί να του μιλήσει και του κάνει νόημα «να ησυχάσω λίγο και θα τα πούμε». Ήρθε εκεί για να δει ξανά τον Στέλιο. Καταλαβαίνετε εκεί οι τρεις τους τώρα τι κουβέντα θα κάνανε.

Να πώς γνωρίσατε σε νεαρή ηλικία κι εσείς τα Ιερά Τέρατα δίπλα στον Στέλιο.

Ναι, τα γνώρισα, τα γνώρισα…

Με τους ποιητές είχε επαφές; Με τον Γκάτσο, με τον Ελύτη, μ’ αυτούς.

Δεν είχε, αλλά τους μελετούσε πολύ.

«Έπιανε» τα ενίοτε λοξά γραφόμενά τους;

Είχε τον Νίκο Τζανιδάκη, τον κουμπάρο του. Ότι απορία είχε, του τηλεφωνούσε: «Για πες μου τώρα, εσύ που τελείωσες πανεπιστήμιο, τι θέλει να πει εδώ ο ποιητής;» Και του εξηγούσε ο Νίκος, που είναι ένας απ’ τους πέντε κουμπάρους στο γάμο μας. Καθηγητής πανεπιστημίου. Ένα διάστημα κάναμε κολλητή παρέα, ούτε ο ύπνος δεν μας χώριζε. Ήταν το δεξί χέρι του Στέλιου, χωρίς αυτόν τίποτα δεν έκανε. «Ψηλέ μου, τι λες εσύ γι’ αυτό;» τον ρωτούσε ο Στέλιος κι εκείνος του έλεγε προχωράμε ή δεν προχωράμε. Ένας άνθρωπος ολοκληρωμένος που δεν έλεγε την παραμικρή κουβέντα για κανέναν, πέρα από μια γνώμη που του ζητούσε ο Στέλιος. Απ’ όταν έφυγε ο Στέλιος, η γυναίκα του, η Πόπη, και τα παιδιά του, πάντα είναι στο πλευρό μου. «Θεία Βάσω» με φωνάζουν ακόμη τα παιδιά του.

Γνωρίζω πως ταξιδεύατε πάρα πολύ εκτός Ελλάδας οι δυο σας με τον Στέλιο. Ισχύει;

Πηγαίναμε πάρα πολλά ταξίδια, οδικώς πάντα, αφού δεν έμπαινε σ’ αεροπλάνο. Σ’ αεροπλάνο μπήκε τελευταία φορά όταν πηγαίναμε στη Γερμανία, που ήταν άρρωστος. Μου έλεγε «Εάν δεν είχα κάνει αυτό το ταξίδι, δεν θα’ χα κάνει τίποτα πια». Δεν ένιωθε ότι ταξίδευε, νόμιζε ότι είναι κάπου και τα βλέπει όλα από ψηλά. Του άρεσε εκείνη η συγκεκριμένη μέρα που ταξιδεύαμε, όχι το αεροπλάνο. Εκεί είπα «Για δες τι κάνει η ελπίδα για τη ζωή»! Ήξερα πως ο Στέλιος δεν έμπαινε στο αεροπλάνο, φοβόταν. Η βάση μας ήταν η Γερμανία παλιότερα, απ’ όπου παίρναμε το αυτοκίνητο και γυρίζαμε και σ’ άλλες χώρες. Πήγαμε Σουηδία, Δανία και αλλού, οδικώς πάντα. Μας τρώγανε τα αυτοκίνητα και τα φέρι μποτ.

Του άρεσε το ότι στη Δανία, π.χ., δεν θα τον αναγνώριζε κανείς και θα ένιωθε πιο ελεύθερος;

Βασικά πάντα τον ενδιέφερε ο τρόπος ζωής μιας άλλης χώρας. Ένιωθε όμως και πολύ ελεύθερος. Μπαίναμε και ψωνίζαμε άνετα στα μαγαζιά. Εδώ, πάλι, όποτε βγαίναμε να φάμε κάπου, ο κόσμος που τον έβλεπε και δεν καταλάβαινε ότι ο άνθρωπος βγήκε με την παρέα του να φάει ένα ζεστό φαγητό, ερχόταν στο τραπέζι μας για ένα αυτόγραφο ή μια φωτογραφία. Στο εξωτερικό, λοιπόν, ο Στέλιος ένιωθε ελεύθερος. Πιο παλιά εννοείται πως είχε γυρίσει όλο τον κόσμο, στην επιστροφή του όμως από Αυστραλία είχε πιάσει φωτιά η μια τουρμπίνα του αεροπλάνου και προσγειώθηκαν αναγκαστικά στην Τουρκία. Εκεί είπε «Τέρμα πια το αεροπλάνο».

Θυμάστε πότε είχε γίνει αυτό;

Πολύ παλιά, στις αρχές του ’60, όταν ήταν πολύ νέος. Μετά την αναγκαστική προσγείωση στην Τουρκία, έφυγε οδικώς για την Ελλάδα. Στο τέλος μόνο, όπως είπα, πήγαμε αεροπορικώς για τη θεραπεία του στη Γερμανία.

Ήταν μελαγχολικός άνθρωπος ο Στέλιος;

Ναι, ήταν. Πολλά πράγματα δεν του άρεσαν. Η φτώχεια και η αδικία, πράγματα που τα έζησε ως παιδάκι και ο ίδιος. Άκουγε έναν άνθρωπο που ήταν άρρωστος και δε μπορούσε να πάει στο εξωτερικό για τη θεραπεία του κι έλεγε «Πόση αδικία υπάρχει! Άλλοι να πετάνε τα εκατομμύρια του κόσμου και άλλοι να μη μπορούν να ζήσουν, να μεγαλώσουν να χαρούν τα παιδιά τους»… Πάντα ήταν ευαίσθητος σε κοινωνικά θέματα.

Υπό αυτή την έννοια, θα τον λέγαμε έναν βαθιά αριστερό άνθρωπο.

Οι ιδέες του προς τα κει έκλιναν. Όχι κομματικά, αφού πάντα ο Στέλιος έλεγε «Θα ψηφίσω αυτόν που θα δω ότι αγαπάει την Ελλάδα και κάτι θα κάνει». Αγαπούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Και ο Παπανδρέου το ίδιο, απ’ όσο ξέρω.

Ναι, πάρα πολύ. Το ΠΑΣΟΚ πρέσβευε τη μεγάλη αλλαγή μετά τη χούντα και τη δεξιά στις αρχές του ’80. Λογικό να πήγαινε προς τα κει, όπως κι ο περισσότερος κόσμος τότε.

Τώρα σας θυμίζω δικά σας λόγια, όπως μου τα είχατε πει το 2007. Ο Στέλιος, λέγατε, όποτε ήθελε να αδειάσει το μυαλό του από έγνοιες, έπαιρνε τη βάρκα του και ξανοιγόταν με τις ώρες στη θάλασσα.

Η θάλασσα ήταν μετά την αγάπη της μητέρας του, η δεύτερη αγάπη του. Εκεί ξεπερνούσε τα πάντα, κάτι που εγώ δε μπορούσα να καταλάβω, γιατί πήγαινα μαζί του στο ψάρεμα. Νύχτες ολόκληρες ψαρεύαμε παρέα. Δε μπορούσα να νιώσω τι ήταν αυτό που άρεσε τόσο πολύ στον Στέλιο. Η ηρεμία που δημιουργεί η θάλασσα; Το να μην ακούς τίποτα άλλο εκτός απ’ το κύμα; Όταν έφυγε απ’ τη ζωή ο Στέλιος, κατάλαβα πόσο δίκιο είχε. Κι εγώ τώρα, όποτε παίρνω τη βάρκα και ξανοίγομαι, εκεί αδειάζει το μυαλό μου. Εγώ δεν το είχα το χόμπι του ψαρέματος, το έμαθα όμως απ’ αυτόν. Πλέον ήταν το μόνο πράγμα που με γαλήνευε από τη φυγή του και μετά.

Στ’ αλήθεια, μες τη συνάφεια του κόσμου που σας περιβάλλει, είπατε «τώρα παίρνω τη βάρκα και ενώνομαι πραγματικά με τον Στέλιο»;

(χαμογελάει) Εγώ λέω ότι για να το έκανε αυτό ο Στέλιος, πρέπει να ένιωθε μέσα του γαλήνη και ηρεμία. Εκεί αδειάζεις, δε σκέφτεσαι τίποτα, μόνο αν θα τσιμπήσει το ψάρι από κάτω για να το πιάσεις. Όλα τα άλλα τα αφήνεις πίσω.

Ζήσατε την απώλεια της μητέρας του;

Βέβαια, στα χέρια μου ξεψύχησε. Η πεθερά μου «έφυγε» το 1988.

Είχατε το άγχος του πως θα το έπαιρνε ο Στέλιος, που τη λάτρευε, όταν ερχόταν εκείνη η ώρα;

Πάντα, επειδή ήταν αρκετό το διάστημα που ταλαιπωρήθηκε η μητέρα του, προσπαθούσαμε να του πούμε όλοι με τον τρόπο μας ότι η γυναίκα δεν πάει πολύ καλά με την υγεία της και μπορεί να επέλθει το μοιραίο. Είχε συνειδητοποιήσει ότι πλησίαζε το τέλος, αλλά ήταν και δύσκολο… Ένα πρωινό, επειδή πήγαινα κάθε μέρα στο νοσοκομείο, μου ζήτησε να μείνω σπίτι να ξεκουραστώ για να πέρναγε ο ίδιος απ’ τη μάνα του. Μου τηλεφωνεί λίγο μετά: «Βάσω μου, σε παρακαλώ, πάρε ένα ταξί και έλα γρήγορα, η μαμά δεν είναι καλά». Εκεί μου είπε: «Θα φύγω, δεν ξέρω τι θα γίνει, αλλά δεν θέλω να είμαι μπροστά σ’ αυτή τη στιγμή. Τηλεφώνησε μου στον Μανώλη και θα με βρεις». Πραγματικά, το μεσημέρι εκείνης της μέρας η μητέρα του τελείωσε, έφυγε από τη ζωή. Του τηλεφώνησα, ήρθε και με βρήκε σε σοκ, γιατί και για μένα ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα να «φεύγει» άνθρωπος. Μόλις με είδε, μου είπε: «Η μητέρα μου δεν σ’ έχει πια ανάγκη. Σ’ ευχαριστώ για ότι έκανες. Ανάγκη σ’ έχω εγώ τώρα».

Πόσο συγκινητικό.

Πολύ, πολύ…

Τον είδατε να κλαίει αυτός που έκανε τον κόσμο να κλαίει με τη φωνή του;

Έκλαψε όχι μόνο την ημέρα εκείνη, αλλά για πολύ μεγάλο διάστημα. Πάντα τη θυμόταν τη μητέρα του. Κι εκείνη, όμως, είχε σταθεί δίπλα του σε χρόνια που ήταν πολύ δύσκολα και ο Στέλιος είχε βγει πολύ μικρός στο τραγούδι. Προσπαθούσε να τον προστατέψει απ’ τις κακοτοπιές.

Τον φοβόταν το θάνατο ο Στέλιος;

Όχι. Καθόλου. Ήταν παλικάρι σ’ αυτά. Έλεγε «Πόσο θα ζήσουμε; Δόξα τω θεώ», αλλά κάθε μέρα βέβαια που ξύπναγε, έβλεπε τον ήλιο και τον αποκαλούσε «ο νταής της Μεσογείου». Όταν αρρώστησε, όλοι παίζαμε κρυφτό, ο ένας το έκρυβε απ’ τον άλλον, δε θέλαμε να του πούμε ακριβώς τι συμβαίνει, αλλά εκείνος είχε καταλάβει.

Υπήρξε στιγμή που σας είπε «Όπου να ‘ναι, “φεύγω”»;

Όχι, όχι έτσι. Ήμασταν στον κήπο και πίναμε καφέ. Μου κάνει «Το βλέπεις αυτό το λουλουδάκι; Απόψε θα ανθίσει, θα κάνει τον κύκλο του και αύριο το πρωί δεν θα υπάρχει». Νυχτολούλουδο ήταν. Ένιωσα σαν να μου τά’πε όλα…

Δραματικές πάντα τέτοιες στιγμές.

Δεν ήταν, ίσως γιατί δεν τον αφήσαμε να πονέσει και γι’ αυτό κάναμε εκείνο το ταξίδι στη Γερμανία. Ο Στέλιος δεν είχε επιστροφή, αλλά δεν ήθελα να τον βλέπω να υποφέρει. Κι εδώ υπήρχαν τα κατάλληλα μηχανήματα, όμως η ειδικότητα τότε ήταν λίγο δυσεύρετη. Στη Γερμανία ήταν ο Ζαμπόγλου ο ογκολόγος, ο οποίος μου είπε: «Το μόνο που μπορώ να σου υποσχεθώ για τον Στέλιο είναι το ότι δεν θα αισθανθεί πόνο. Θα ‘’φύγει’’ σαν πουλάκι. Θα μικρύνουν οι όγκοι και δεν θα πιέζουν τα νεύρα να πονάει». Έτσι έφυγε, ήρεμος και γαλήνιος.

Ξαναπάω στη μαρτυρία της Καίτης Γκρέυ. Υποστήριζε πως είχε μείνει έγκυος απ’ τον Στέλιο και πως ο καρκίνος του εγκεφάλου του, είχε ξεκινήσει απ’ τους όρχεις.

Είναι γνωστά αυτά, ο Στέλιος κάποια στιγμή στο στρατό είχε ένα ατύχημα. Τον χτύπησε ένα μουλάρι και οι γιατροί του είχαν πει: «Τη ζωή σου τη γλίτωσες, αλλά παιδί δεν θα αποκτήσεις ποτέ». Στην πορεία, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε ο καρκίνος στους όρχεις, έκανε μετάσταση στο κεφάλι. Δεν είχε καρκίνο πριν ο Στέλιος, 24 χρόνια ήμασταν μαζί. Έπρεπε να είχε κάνει από πολύ νωρίς την επέμβαση, αλλά επειδή ο Στέλιος δεν είχε καλή σχέση με γιατρούς, δεν έπαιρνε την απόφαση. Κανείς δεν ήξερε πως θα εξελισσόταν το πράγμα αυτό. Σκεφτείτε πως έξι μήνες πριν πεθάνει, διαγνώστηκε με καρκίνο. Το να έμεινε έγκυος η Καίτη Γκρέυ, δεν το συζητάω καθόλου. Μέχρι εκεί, τι να πεις τώρα…

Η ζωή σας συνεχίζεται. Έχετε παιδιά, εγγόνια…

Ο Στέλιος είναι παντού. Απ’ την ώρα που θα ξυπνήσω, είναι η πρώτη σκέψη μου. Έχω τις φωτογραφίες του, συζητάμε με τα παιδιά για το πως ήταν ο παππούς τους. Δεν ξεχνιέται και δεν θα ξεχαστεί ο Στέλιος!

Τώρα έχουμε 2023. Το 2123 που δεν θα υπάρχει κανείς από μας, πιστεύετε ότι θα συνεχίσει ν’ ακούγεται η φωνή του Στέλιου;

(γελάει) Νομίζω ναι, αν θα γίνονται τέτοιες εκδηλώσεις, σαν κι αυτήν της 16ης Δεκεμβρίου στο Christmas Theater. Αν τα νέα παιδιά δεν είναι οι συνεχιστές, όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα ξεχαστούν μοιραία. Δυστυχώς.

Βέβαια, θέλοντας και μη, λένε οι ιστορικοί πως σε 200 και σε 300 χρόνια από τώρα, κανένας δεν θα θυμάται τίποτα για κανέναν.

Έτσι ακριβώς. Δεν θέλω να το πιστεύω, αλλά η Ιστορία δείχνει πως κάπου εκεί οδηγούν τα πράγματα. Τουλάχιστον ας μείνει η φωνή του σαν ένα χνάρι πολιτισμού στον κόσμο.

Κυρία Βάσω Καζαντζίδη, σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συζήτηση.

Εγώ ευχαριστώ, Αντώνη, να είσαι πάντα καλά.

* Η συνέντευξη με την Βάσω Καζαντζίδη πραγματοποιήθηκε τηλεφωνικά τον Δεκέμβριο του 2023

** Πρώτη δημοσίευση: documentonews.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια: