Σπουδαίος
τραγουδοποιός ο Νίκος Ζούδιαρης με ένα πηγαίο ταλέντο στο να φτιάχνει τραγούδια
διαχρονικά κοσμαγάπητα: Δίσκοι με τις φωνές του Αλκίνοου Ιωαννίδη, του
Απόστολου Ρίζου, της Τάνιας Τσανακλίδου, της Μαργαρίτας Ζορμπαλά, του Παύλου
Παυλίδη κ.α., όπως και τραγούδια μεμονωμένα – πολύτιμα δώρα στην καριέρα της
Ελένης Τσαλιγοπούλου («Χίλιες σιωπές») και της Ελευθερίας Αρβανιτάκη
(«Μέτρησα»). Η συνέντευξη αυτή, η πρώτη του εφ’ όλης της ύλης μετά από αρκετά
χρόνια, έγινε με αφορμή έναν ολοκαίνουργιο κύκλο τραγουδιών με τίτλο «Mascaron» και με ερμηνεύτρια την Αλεξάνδρα
Γκουντούλια, την οποία ανακάλυψε μέσω YouTube. Τα καλά
της τεχνολογίας, θα λέγαμε, όταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες
δημιουργούς θεωρεί «σπονδή στο αύριο» τη συνεργασία του μ’ ένα άγνωστο κορίτσι,
που είναι όμως μία έκτακτη εκφραστική ερμηνεύτρια. Ο λόγος στον ίδιο τον Νίκο
Ζούδιαρη:
Λογικό είναι να
το σκεφτεί κανείς, γιατί μία σιωπή συνδυάζεται συνήθως με προβλήματα υγείας,
παρότι κάποιος πάλι θα είχε γράψει κάτι αν είχα πεθάνει. Δεν ήταν απόφαση, αλλά
ένας τρόπος ζωής που με ώθησε σ’ αυτή την απομάκρυνση. Δεν είχα ποτέ την
πρεμούρα να κάνω τον ένα δίσκο μετά τον άλλο, αφού δεν λερώνω χαρτιά αν δεν έχω
κάτι να πω.
Και δεν είχατε να
πείτε κάτι μέσα στην κρίση που μας τσάκισε;
Είχα πολλά να
σκεφτώ και να αισθανθώ. Παρατήρησα ότι ο κόσμος άλλαξε πολύ μέσα στην
προηγούμενη δεκαετία, επομένως μπορεί να έγραφα, αλλά δεν είχα την ανάγκη να
εκδώσω κάτι. Μέσα στη μεγάλη ανατροπή της ζωής μας, δεν πιστεύω ότι έπαιζε ρόλο
ένα τραγούδι περισσότερο, ένα τραγούδι λιγότερο. Σκεφτόμουν πώς θα περάσει όλο
αυτό το μήκος της αποσύνθεσης κι έτσι γράφτηκα στο ΕΑΠ για να το περάσω με
σπουδές. Το 2010 ήμουν 51 ετών κι ήθελα να καταλάβω μέσα σε ποιο κόσμο
βρίσκομαι και να εξελίξω κάποιες απόψεις μου. Ταξίδευα μέσα μου παντού και έξω
στους δρόμους κι αυτό το έβλεπα μέσα από το σκότος που έφερε η Χρυσή Αυγή και ο
νεοφασισμός.
Συμμετείχατε σε διαδηλώσεις;
Σίγουρα σε πάρα
πολλές, αλλά θα μπορούσα να σας πω ένα περιστατικό: Ένα βράδυ σ’ ένα καφέ –
μπαρ, έρημο μια και ο κόσμος δεν είχε λεφτά να πιεί ένα ποτό, μπαίνει μέσα ένας
μετανάστης χτυπημένος στο κεφάλι. Μπήκε για να σωθεί και ευτυχώς ήταν ο σωστός
χώρος. Ενώ περιποιούμασταν τα τραύματα του και έξω περίμενα να δω δυο – τρεις
μαντραχαλάδες φουσκωτούς, είδα καμιά δεκαριά πιτσιρίκια 16- 17 ετών να
μορφάζουν και να κάνουν νοήματα σε στυλ «Για έλα έξω και θα τα πούμε». Το παιδί
αυτό από το Μπαγκλαντές πούλαγε λουλούδια στις γειτονιές. Αφού ηρέμησε, τον
ρώτησα που θέλει να πάει. Συνεννοηθήκαμε με μεγάλη δυσκολία και ήθελε όντως να
γυρίσει στο σπίτι του στα Κάτω Πατήσια. Του είπα να μην ανησυχεί και να μ’
εμπιστευθεί. Φεύγουμε, μπροστά εμείς προς ολοταχώς για την πλατεία με τα ταξί
κι από πίσω μας ερχόταν η αγέλη των εφήβων μουρμουρίζοντας και απειλώντας.
Ζήτησα από ένα φίλο ταξιτζή να πάει σπίτι του τον άνθρωπο και δεν δέχτηκε καν
χρήματα. Φεύγουν, αλλά εγώ γυρνώντας πίσω, βλέπω τα παιδιά μαζεμένα και πάω κατευθείαν
κατά πάνω τους: «Δεν ντρέπεστε, ρε κωλόπαιδα, να περπατάει ο πατέρας σας στο
δρόμο και να φοβάται να περάσει μη σκοτώσετε κάναν άνθρωπο;»…Πετάχτηκε ο
αρχηγός: «Μας παίρνουν τις δουλειές», το γνωστό σύνθημα. Του κάνω: «Αφού σου
παίρνει τη δουλειά, θα έρχεσαι με λουλούδια κάθε Σάββατο βράδυ στο μαγαζί αυτό
και θα σου δίνω εγώ ένα εικοσάρικο». Ντροπιάστηκε κι οι άλλοι άρχιζαν να τον
προκαλούν: «Άντε, ρε, απάντησε του τώρα»! Αυτό το βίωμα που σας περιέγραψα
φανερώνει κι άλλο το πόσο δεν έχουν σημασία τα τραγούδια, είτε βγαίνουν, είτε
δεν βγαίνουν. Ποτέ δεν ήθελα δηλαδή ν’ απασχολώ τον κόσμο με τα τραγούδια μου ή
να είμαι πρώτος, δεύτερος, τελευταίος κλπ.
Ωστόσο τον
απασχολήσατε για τα καλά τον κόσμο όταν εμφανιστήκατε το 1993 «Στην Αγορά του
Κόσμου» με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και μπήκατε στην οικογένεια των συνθετών του
λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού.
Με τον Αλκίνοο
μαζί βγήκαμε, χρωστάμε το ίδιο ο ένας στον άλλον. Είχα ξεκινήσει να σπουδάζω
μουσική, την άφησα, συνέχισα ξανά, αλλά τα περισσότερα τα συνάντησα στο δρόμο,
ερευνώντας μόνος μου το πεντάγραμμο. Σ’ ένα δάσκαλο μου οφείλω το ότι ξέρω να
διαβάζω μουσική, όπως και την ένταση να προχωρήσω. Πριν από πενήντα χρόνια η
κατάρτιση ήταν ελλιπής και δεν συνέβαινε τίποτα στα ωδεία.
Γεννήθηκα το 1959
και μεγάλωσα στην Αθήνα με καταγωγή απ’ το Νομό Ηλείας. Οι γονείς μου ήταν από
δύο διπλανά χωριά. Η μητέρα μου ήτανε δασκάλα στην Αθήνα, άρα ήρθαν νωρίς εδώ
κι εγώ έχω μνήμες από το χωριό μόνο τα καλοκαίρια. Μοναχογιός, αλλά όχι μοναχοπαίδι,
αφού έχω μια αδελφή. Ο πατέρας μου ήταν αστυνομικός, αλλά υπήρχε ένα περιβάλλον
στο σπίτι με τάσεις κυρίως προς τη λογοτεχνία. Τα πρώτα μου μουσικά ερεθίσματα
ήταν το Δεύτερο Πρόγραμμα – ο πατέρας μου είχε πάντα ένα ραδιόφωνο να παίζει
στο σπίτι – και καθώς μεγάλωνα η έκρηξη του πολιτικού τραγουδιού και του ροκ σε
Ευρώπη και Αμερική. Αγαπούσα ότι με ενεργοποιούσε και κρατάω ακόμη πολλά
βινύλια από το παρελθόν. Δεν είχα σκοπό να κάνω καμία καριέρα μουσικού.
Και πώς την
κάνατε τελικά;
Στα 12 μου πήγα
στο ωδείο και μετά έπαιζα κιθάρα σε ροκ γκρουπάκια της εποχής. Για κάποιους
λόγους βρέθηκα να δουλεύω στο λιμάνι του Πειραιά ως εκτελωνιστής σ’ ένα γραφείο
διεθνών μεταφορών. Τότε, ένας φίλος απ’ άλλο εκτελωνιστικό γραφείο, έκανε
ερασιτεχνικά τον σκηνοθέτη σ’ ένα έργο του Ντάριο Φο για τη θεατρική ομάδα του
ΟΤΕ στα Σπάτα. Αυτός μου πρότεινε να γράψω μουσική. Έκανε αυτός τον σκηνοθέτη
κι εγώ έκανα τον συνθέτη, παιδιά ήμασταν. Έγραψα κάτι μουσικές για την ομάδα
μαζί με ενάμισι τραγούδι και ανάμεσα τους γνώρισα μια ηθοποιό που έπαιζε πιάνο
και τραγουδούσε πολύ καλά. Δέσαμε και κάποια χρόνια μετά, όταν είχα ήδη αρχίσει
να φτιάχνω τα τραγούδια μου, πήγαινα στο στούντιο του Κώστα Στρατηγόπουλου. Ο
Κώστας μου έλεγε «Κάτι συμβαίνει με τα τραγούδια σου», που τα παίζαμε με δύο
κιθάρες. Μια μέρα θέλησε να μου γνωρίσει μια νεαρή κοπέλα που ήταν
παρτιτουρογράφος του Κυπουργού, νομίζω. Περιμένω και βλέπω ξαφνικά εκείνη την
κοπέλα απ’ τον θίασο των Σπαταναίων. Σπούδαζε τότε στο Εθνικό Θέατρο, ενώ είχε
προχωρήσει και στα μουσικά. Ήταν η Φωτεινή Μπαξεβάνη, γνωστή ηθοποιός σήμερα.
Ζήτησε ν’ ακούσει επί τόπου μουσικές μου κι όταν άκουσε «Το όνειρο», είπε να
τηλεφωνήσει ενός συμφοιτητή της στο θέατρο. Σε λίγο ήρθε με το παπάκι του ο
Αλκίνοος, που συγκινήθηκε και δέσαμε αμέσως. Έβλεπα τα μάτια του να λάμπουν από
συγκίνηση όποτε του παρουσίαζα ένα τραγούδι. Γίναμε σύντομα παρέα και με δυο
άλλα παιδιά που συνέχισαν μόνοι τους με τον Αλκίνοο: Τον Γιώργο Χριστοδουλίδη
και τη Στέλλα Φυρογένη. Μείναμε οι δυο μας με τον Αλκίνοο, φτιάξαμε ένα ντέμο
και ο Κώστας έλεγε να το πάμε στις εταιρείες, απ’ τις οποίες ούτε κατά που
πέφτουν δεν ήξερα. Έτυχε τότε ο Νίκος Σούλης να πάρει τον Αλκίνοο σ’ ένα κλιπ
της Γαλάνη όπου θα έκανε έναν άγγελο. Στο διάλειμμα, ο Αλκίνοος παίζει της Δήμητρας
το «Ζήνωνος». Ζήτησε να με γνωρίσει κι έτσι βρεθήκαμε στην Polygram να κάνει η Γαλάνη παραγωγή του δίσκου μας.
Σας βοήθησε η
τύχη.
Ήταν όλα ωραίες
καραμπόλες. Κάναμε δύο δίσκους και πλέον θεωρώ τον Αλκίνοο μία κατηγορία από
μόνο του. Χαθήκαμε, αλλά κρατάμε εσωτερικές επαφές. Η αποδοχή ήταν τεράστια και
σχεδόν γίναμε αμφότεροι φίρμες εν μία νυκτί. Υπήρχε ενθουσιασμός και ανησυχία
απ’ την πλευρά μου, αφού δεν ήξερα τι είναι η επιτυχία, ακούγοντας όλα τα
ραδιόφωνα να παίζουν την «Αγορά του Αλ Χαλίλι». Το ίδιο και ο Αλκίνοος, που το
«έφαγε» πιο σφοδρά, όντας νεότερος που έβγαινε και μπροστά με τη φάτσα του. Εγώ
ήμουν του παρασκηνίου και βολευόμουν. Αμέσως μ’ αγκάλιασαν όλοι: Η
Τσαλιγοπούλου με τον Ανδρέου, που κι αυτοί είχαν μόλις ξεκινήσει, όπως και ο
Θάνος Μικρούτσικος που ζήτησε να με γνωρίσει. Τεράστιος γίγαντας για μένα και
για όλη τη χώρα! Δεν βρέθηκε άνθρωπος να με αμφισβητήσει με το που εμφανίστηκα.
Όχι από μένα,
αλλά σίγουρα από τις εταιρείες που δεν ξέρουν τη ζωή τη δική μας. Όταν κάναμε
τις μίξεις και ήρθε σύσσωμη η εταιρεία ν’ ακούσει το υλικό στο «Σιέρρα»,
βρέθηκε ένας παράγοντας που μου είπε το εξής καταπληκτικό: «Νίκο, εάν αλλάξεις
στίχους στον ‘’Βόσπορο’’ και το κάνεις ερωτικό, θα γίνει μεγάλη επιτυχία».
Απάντησα: «Καλά, δεν ακούς ότι είναι ερωτικοί οι στίχοι; Αγαπώ την τελευταία
στροφή που λέει: ‘’Την βρήκα στις στροφές των ποιημάτων/ Με τις βαριές
χανούμισσες να ζει/ Και ρίχνω μες στο στόμα των αρμάτων/ Την κούφια μου αλήθεια
τη μισή’’. Μεγάλος έρωτας». Με κοίταγε καλά – καλά… Ο δίσκος έκανε την ίδια
επιτυχία με τον πρώτο. Ακολούθησε το «Αφήλιο» με την Τάνια Τσανακλίδου, τον
Νίκο Κουρουπάκη και τον Τάκη Μπουρμά.
Ήταν πολύ ωραίος
δίσκος το «Αφήλιο». Και μια συνεργασία με μια καταξιωμένη ερμηνεύτρια που ήρθε
γρήγορα.
Μέσω του ηχολήπτη
του Πετρονικολού γνωρίστηκα με την Τάνια. Της πρότεινα να έλεγε τα νέα
τραγούδια μου, το δέχτηκε κι έτσι έγινε. Επίσης μεγάλη επιτυχία σε πιο τζαζ –
ροκ ύφος, αν και μ’ έχουν διαμορφώσει πολλά είδη μουσικής. Δεν έχω στο μυαλό
μου μία παλέτα με μόνο δύο χρώματα. Πάω όπου πάει η ψυχή μου, έχω την αίσθηση
της γέννας ενός στίχου ή μιας μελωδίας.
Φαντάζομαι ότι θα
βελτιώθηκε πολύ οικονομικά η ζωή σας. Εισπράττατε και καλά δικαιώματα τότε.
Είχα εκτοξευθεί
οικονομικά, ισχύει, αν και δεν είχα κανένα οικονομικό θέμα λόγω του λιμανιού.
Ένιωσα με δυο καρπούζια κάτω από μία μασχάλη, αφού κράτησα για κάποια χρόνια
την ιδιότητα του εκτελωνιστή. Μετά το «Αφήλιο», ήρθε το «Ένας κύκνος κλαίει».
Ήξερα πολλούς
τραγουδιστές που είχατε δοκιμάσει γι’ αυτό το δίσκο σαν τον Παντελή Θεοχαρίδη
και τον Βασίλη Γισδάκη.
Με τον Παντελή
δεν είχα ντεμάρει τα κομμάτια, αλλά είχαμε επικοινωνία. Με τον Γισδάκη τα είχα
ντεμάρει και μάλιστα ανέβασε στο YouTube τη δοκιμή μας στο ομότιτλο τραγούδι. Εδώ έπαιξε
ρόλο ο χαρακτήρας μου: Ποτέ δεν μπήκα στη βιομηχανία του τραγουδιού ακόμη κι
όταν μου πρότειναν εκείνα τα χρόνια τεράστια συμβόλαια με μεγάλους
τραγουδιστές. Βεβαίως κολακευόμουν, αλλά η αγωνία μου ήταν να έχω τον πλήρη
συναισθηματικό έλεγχο των τραγουδιών μου. Αναζητούσα τη ζύμωση και όχι την
εκτέλεση των πραγμάτων. Δεν ξέρω τι έχασα με το να μη συνεργαστώ με μεγάλα
ονόματα και ποτέ δεν σνόμπαρα κανέναν, θα ήταν όμως εκτός των προθέσεων μου.
Μπορεί να μη μου «έκοβε» καλλιτεχνικά και πολύ…
Ήσασταν πιστός
τουλάχιστον στις αρχές σας.
Πιστός σε κάτι
που ήμουν εγώ ο ίδιος. Τον Γισδάκη, αν θυμάμαι καλά, μου τον είχε προτείνει ο
Θύμιος Παπαδόπουλος. Συναντηθήκαμε, δοκιμάσαμε κάτι και το παιδί ήταν
εξαιρετικός τραγουδιστής – δεν το συζητάμε – αλλά η δική μου ιδιοσυγκρασία δεν
«τραγούδαγε» καλά μαζί του, κάτι που δεν του είπα ποτέ. Ίσως να είναι ντροπή
μου. Και μετά χαθήκαμε. Όλως τυχαίως με καλεί ο Μπουρμάς που έπαιζε με τον
Γιώργο Ζήκα στο «Χαμάμ» στα Πετράλωνα. Βλέπω ένα παιδάκι να τραγουδάει λαϊκά με
μια περίεργη ροκ φωνή και παθαίνω πλάκα. Ήταν ο Απόστολος Ρίζος και τον
δοκίμασα σε δικά μου κομμάτια, αφού ποτέ δεν προβάρω γνωστά τραγούδια με
τραγουδιστές. Ήθελα πάντα να βλέπω αν ο εκάστοτε τραγουδιστής μαρκάρει δικό μου
τραγούδι ώστε να γίνει δικό του στη συνέχεια και να πω «Πάμε». Όταν πρωτόπαιξα
στον Ρίζο το «Τι να θυμηθώ» και το τραγούδησε, άκουσα αμέσως αυτό που ακούω και
στο δίσκο.
Έτσι έγινε. Είχα
μόλις αλλάξει εταιρεία, από την Polygram στη Minos, ταυτόχρονα όμως ένιωθα ότι δεν είχα πολλή δουλειά μες στις εταιρείες. Δεν
τηρούσα τα συμβόλαια, γιατί δεν μπορούσα να δίνω τραγούδια κατά παραγγελία. Δεν
ήθελα πληρωμένες αγάπες, ήθελα να αγαπάω και να αγαπιέμαι με τους τραγουδιστές
μου, όχι κάποιον που πληρώνει γι’ αυτό. Είναι σχέση ζωής για μένα με τους
ανθρώπους που τραγουδούν την ψυχή μου.
Τοποθετείτε
στην πρώτη γραμμή πάντα τους τραγουδιστές σας.
Βεβαίως, όπως και
τους μουσικούς μου, για τους οποίους θα μπορούσα να σας μιλάω για ώρες. Έμαθα
πολλά απ’ αυτούς και εξελίχθηκα κι εγώ ως μουσικός. Ένας λόγος σοβαρός που δεν
βγήκα ποτέ ως τραγουδιστής οφειλόταν στο ότι τα τραγούδια μου ήταν
καλοταξιδεμένα.
Κάτι
παρεμφερές μου είχε πει ο Νίκος Ξυδάκης όταν τον κάλεσε ο Χατζιδάκις στον
Σείριο και βγήκε ως τραγουδιστής των τραγουδιών του.
Όχι, εγώ δεν
βγήκα ποτέ τραγουδιστής, γιατί καλά περνούσα…Είχα τις σκέψεις μου, τους φίλους
μου και πάντα θα βρίσκονταν καραμέλες στην τσέπη μου για να τους κερνάω. Στην
εταιρεία, λοιπόν, για άλλα πράγματα με θέλανε και άλλα μπορούσα να κάνω. Ήταν
υπεράνω της αντίληψης και της αισθητικής μου. Συμβόλαια μου έκαναν όχι επειδή
είχαν καταλάβει ποιος είμαι και τι κάνω, αλλά επειδή είχα κάνει κάποιες
επιτυχίες.
Μιλάμε, όμως,
για βιομηχανία της μουσικής, είναι λογικό.
Δεν τους
κατηγορώ, ο καθένας κάνει τη δουλειά του.
Είναι ο
καπιταλισμός που όλα γύρω απ’ αυτόν γυρίζουν.
Αυτό, αυτό το
γνωστό απέθαντο τέρας που ξαφνικά η επιθυμία σου γίνεται εμπόριο. Όλο αυτό
έφερνε τρομαχτικές αντιρρήσεις μέσα μου ενόσω κι εγώ εξελισσόμουν. Το επόμενο
βήμα μου ήταν ο δίσκος «Νερό κι αλάτι» που κάναμε με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά κατά
επιθυμία της συχωρεμένης της Τσουκαλά. Έγινε εκτός συμβολαίου δικού μου σε
παραγωγή της ίδιας της Ζορμπαλά που το δώσαμε για διακίνηση στη Minos. Προηγουμένως είχα δώσει τις «Χίλιες
σιωπές» για ένα CD-single της Τσαλιγοπούλου, που το λέει
μέχρι σήμερα. Να’ναι καλά αυτό το κορίτσι, είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος. Ο
δίσκος με τη Ζορμπαλά δεν «περπάτησε», αλλά εμένα αυτό δεν με θορύβησε καθόλου.
Αγαπώ τα τραγούδια που κάναμε και που εξέφρασαν το πώς ήμουν τότε. Δεν μπορείς
να κατηγορήσεις ένα δέντρο με ένα ξερό κλαδί έναντι ενός άλλου που δίνει
καρπούς, ούτε θα έλεγα ότι δεν ήταν καλός ο δίσκος. Λίγο μετά έκανα το «Poster» για την Ελευθερία Αρβανιτάκη σε δική μου
παραγωγή. Έφτιαξα πέντε τραγούδια με την αίσθηση πόλης. Κάλεσα την Ελευθερία
και την ευχαριστώ που τα είπε, αφού παλιότερα είχε τραγουδήσει στίχους μου σε
μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου για τον κινηματογραφικό «Τσαλαπετεινό του
Γουαϊόμινγκ». Είχαμε γίνει μια οικογένεια. Το «Μέτρησα» έγινε μεγάλη επιτυχία,
μια χαρά, όμως εγώ είχα συμφωνήσει με τη Minos να αποδεσμευτώ. Δεν ήθελα να μην τιμώ τα συμβόλαια μου.
Οδηγούμουν σε μια
ηρεμία γιατί το τηλέφωνο μου χτύπαγε συνέχεια και ζούσα μέσα στις εντάσεις.
Είχα σημαντικές προτάσεις, αλλά ανέκαθεν ήμουν στουντιακός τύπος και της
παρέας. Πήρα μια καταπληκτική ερμηνεία από τραγουδιστή ή ένα παίξιμο από
μουσικό; Κλείνω το στούντιο και πάμε για ένα κρασί, δεν είμαστε πλεονέκτες.
Πάμε να ζήσουμε τη στιγμή! Αναζητώντας το μοναχικό μου δρόμο, τον εκτός
εταιρειών, θέλησα να εκδώσω μέσα από εκδοτικό οίκο.
Ήσασταν απ’ τους
πρώτους αφού τα επόμενα χρόνια είχαμε πολλά βιβλία – CD.
Κάλεσα τον Παύλο
Παυλίδη και τον Μανώλη Λιδάκη και κάναμε το «Για ποια ταξίδια μου μιλάς», εννέα
τραγούδια πάνω σε εννέα διηγήματα μου. Βγήκε απ’ τις εκδόσεις Γαβριηλίδη και
πέρασα καταπληκτικά στο μαγαζί του στα Εξάρχεια. Εκεί γίναμε φίλοι με τον
Αργύρη Χιόνη που ήταν μεγάλος ποιητής. Αναζητούσα ενστικτωδώς μάλλον να
κινούνται τα πράγματα με όλα τα ρίσκα και απολάμβανα την παρέα ποιητών και
λογοτεχνών. Πάντα ο λόγος μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ πίσω πάντα από τις ιδεολογίες.
Οι ιδεολογίες
που δεν σας κατέστησαν ποτέ «επαγγελματία» συνθέτη.
Όταν έχω κάτι να
πω πιάνω το χαρτί και την κιθάρα. Ταυτόχρονα προσπαθούσα να έχω ήσυχη ιδιωτική
ζωή με τις εσωτερικές εντάσεις να γεννάνε τα τραγούδια κάθε φορά. Να μην ξεχάσω
να σας πω ότι τα κομμάτια του πρώτου δίσκου είχαν απορριφθεί αρχικά απ’ την ίδια
εταιρεία που τελικά κυκλοφόρησαν. Είχα πάει τα κομμάτια από τη ΛΥΡΑ στην
Κριεζώτου και από την Polygram στη Μεσογείων. Στην αρχή, όταν πήγα να πάρω πίσω την κασέτα και τους
ρώτησα «Έχετε να μου πείτε κάτι;», μου απάντησαν πως τα βρήκαν παλιομοδίτικα.
«Ευχαριστώ πολύ» είπα κι έφυγα κι η ιστορία με τον Αλκίνοο και τη Γαλάνη έγινε
λίγο πιο μετά.
Από το 2007
και το βιβλίο – CD
μέχρι σήμερα, σας ξανακούσαμε να συμμετέχετε στον τελευταίο δίσκο του Ηλία
Λιούγκου.
Ενδιάμεσα είχα
δώσει δύο τραγούδια στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, που τον εμπεριέχω και τον
αγαπάω, όπως και κάποια τραγούδια για την «Άσφαλτο που τρέχει» του Γιώργου
Νταλάρα. Με τον Λιούγκο βρεθήκαμε πρόσφατα και τον εκτιμώ πολύ σαν καλλιτέχνη.
Όλο αυτό τον καιρό άκουγα τραγούδια άλλων και τα θαύμαζα, σαν τις «Μέλισσες»
του Καζαντζή και της Φωτάκη. Τη Φωτάκη τη γνώρισα και τη θεωρώ άριστη τεχνικά,
αλλά και μία στιχουργό που δεν φοβάται τα συναισθήματα της. Μου άρεσαν τα
τραγούδια του Παυλίδη, όπως και της Μποφίλιου. Τους παραδέχομαι, γιατί αυτοί
είναι μεγάλοι καλλιτέχνες, εφόσον κατέκτησαν το να κινούνται πάνω στο όνειρο
τους. Μου ταιριάζουν και μπράβο τους!
Μπόσκο - Νίκος Ζούδιαρης (15 Νοεμβρίου 2024)
Δεν είχα
σταματήσει να γράφω για οτιδήποτε μ’ απασχολούσε. Ότι ακούτε μέσα στο νέο δίσκο
είναι χτισμένο από τη γέννηση του, δεν πήγα δηλαδή μετά να δω τι θα κάνω. Κι
εδώ έχω την πλήρη επιμέλεια του με τη συμβολή τρομακτικών μουσικών φίλων.
Κιθάρες παίζει ο Αριστείδης Χατζησταύρου, ακουστικό μπάσο ο Δημήτρης Τσεκούρας
και τύμπανα ο Θάνος Μιχαηλίδης. Κάποια κομμάτια τα είχα δοκιμάσει με μια άλλη
φωνή, που δεν ήθελε να κάνει καριέρα. Κοιτάξτε, εγώ μπορεί να’μαι επιλεκτικός,
δύσκολος ή ότι άλλο θες, όμως ζω απ’ αυτό: Απ’ τα τραγούδια μου που παίζονται
και από τα πνευματικά μου δικαιώματα. Κάποια στιγμή την περίοδο 2019-2020 μέσω
του YouTube μου
εμφανίζεται μία κοπέλα. Αλεξάνδρα Γκουντούλια τ’ όνομα της. Ανακάλυψα την
εναλλακτική φωνή της και την ευρύτητα των ακουσμάτων της, δοκιμασμένη σε
διάφορα είδη. Κοίταζα ολόκληρη την κινησιολογία της για να μην πέσω πάνω σε
κάνα ψώνιο και με παιδέψει. Την έκοψα για εντάξει και της έστειλα ένα μήνυμα
στο inbox μήπως
μπορούσε να κατέβει από τη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζε φαρμακευτική. Δεν
απάντησε, θα είχε πάει στα σπαμ. Σκέφτηκα «Δεν θα ενδιαφέρεται, τι να κάνει
τώρα αυτό το παιδί με τους παλιούς;» μέχρι που το είπα σ’ ένα φίλο μου, που
ήξερε τον κιθαρίστα της. Έτσι έγινε, την έπιασε ο μουσικός της: «Ρε συ, σε
ψάχνει ο Ζούδιαρης, σου έχει στείλει μήνυμα». Μου απάντησε αμέσως και ήρθε στην
Αθήνα. Γνώρισα ένα κορίτσι με καταπληκτικές απόψεις και όρεξη για όνειρο, που
δεν βασιζόταν στο χτίσιμο καριέρας, αλλά σ’ ένα ταξίδι ζωής. Ήρθε με το τραίνο
δυο – τρεις φορές, οπότε της είπα: «Αλεξάνδρα μου, εμένα μου κάνεις για τα
τραγούδια μου. Δεν βιάζομαι να γίνει ο δίσκος, μπορείς να πηγαινοέρχεσαι με το
τραίνο για πέντε χρόνια. Αν όμως βιάζονται τα νιάτα σου, πρέπει να έρθεις στην
Αθήνα». Δεν μου είπε τίποτα ως συγκροτημένος άνθρωπος. Μετά από λίγους μήνες
μου τηλεφωνεί: «Κύριε Νίκο, είμαι στην Αθήνα, μένω σε κάτι φίλους στο κέντρο,
είμαι στη διάθεση σας». Της έδωσα συγχαρητήρια, αφού ανέκαθεν με γοήτευαν οι
άνθρωποι που ρισκάρουν, όμως της είπα και πως μου έβαλε τη θηλιά στο λαιμό, αφού
είχα ν’ αναλάβω όλη την υποχρέωση. Αρχίσαμε σιγά – σιγά να δουλεύουμε τα
τραγούδια, έχοντας τη συμπαράσταση των μουσικών που ανάφερα. Υπάρχουν δύο
τραγούδια μέσα που αν παρατηρήσετε, είναι ίδια: Ακούγοντας τη μπάντα να παίζει,
εμπνεύστηκα και πάνω στην ίδια αρμονία έγραψα άλλη μελωδία και άλλους στίχους.
Έχει πλάκα
αυτό γιατί στο δίσκο του Λιούγκου, που συμμετέχετε, υπάρχουν δύο διαφορετικές
μελοποιήσεις ενός στιχουργήματος.
Αυτό είναι
ενδιαφέρον, όμως αυτό που έκανα εγώ είναι πολύ πιο δύσκολο και «τρελό».
Φαντάσου πόσο πυρακτωμένος ήμουν καλλιτεχνικά! Εδώ οφείλω να ευχαριστήσω την
Αλεξάνδρα, καθώς είδα τις ανοιχτές και προοδευτικές πολιτικές θέσεις της.
Έφτιαξα μια σιλουέτα που μπαίνει μέσα στη συλλογική συνείδηση και αρχίζει να
κουρδίζει το όνειρο για να μπορέσει να γίνει η επανάσταση. Το πρώτο συστατικό
του «Revolution» είναι το «Rev-», το «Όνειρο» για να δημιουργηθεί το
μεγάλο μπαμ. Πολλοί στίχοι γράφτηκαν κυριολεκτικά πάνω στα χείλη της
Αλεξάνδρας.
Αλεξάνδρα Γκουντούλια - Νίκος Ζούδιαρης (φωτογραφία: Άκης Χρήστου)
Ακριβώς. Μία
καλλιτεχνική περσόνα που με βοήθησε να φύγω απ’ τους οποιουσδήποτε δισταγμούς
μου. Η παραγωγή είναι δική μου και το άλμπουμ θα βγει ψηφιακά στα τέλη
Νοεμβρίου, όχι από εταιρεία, αλλά μέσα από τις ψηφιακές πλατφόρμες πώλησης. Θα
υπάρχει στα κανάλια του YouTube και των δυονών μας.
Πως και δεν
χτυπήσατε πάλι πόρτες εταιρειών;
Είχα δύο
προτάσεις, η αλήθεια είναι, που με τιμούν. Ήθελα όμως να αξιοποιήσω τη
δυνατότητα της ψηφιακής πώλησης, που είναι στα χέρια των δημιουργών. Ήθελα
ακόμη να εξασφαλίσω την ανεξαρτησία της Αλεξάνδρας, παρόλο που μου είπε να
κάναμε ότι ήθελα. Η Αλεξάνδρα πλέον είναι ένα κομβικό πρόσωπο της καλλιτεχνικής
ζωής μου, αλλά και της προσωπικής, διότι – μην ξεχνάμε – είναι κόρη μου. Δεν το
λέω σεξιστικά ή πατριαρχικά, αναφέρομαι όμως στην ηλικία της, αφού μέσω αυτής
έχω μια κλειδαρότρυπα για να κοιτάω στο αύριο. Δεν με νοιάζει να περάσω στη νέα
γενιά. Ακούω το μυαλό της και την ολοκληρωμένη προσωπικότητα της. Μπορεί να μην
αγαπηθεί τίποτα απ’ όλο αυτό, αλλά εμάς μας νοιάζει το ταξίδι και δεν το λέω
κλαψούρικα. Σημασία έχουν και το ταξίδι και ο προορισμός. Αν είμαστε καλά, από
Γενάρη – Φλεβάρη το άλμπουμ θα βγει και σε βινύλιο.
Και φτάνουμε
στην άχαρη ερώτηση: Με το promo της δουλειάς αυτής, τι κάνετε;
Εδώ πέρα έχουμε
πρόβλημα και το πρόβλημα είμαι εγώ: Εγώ δεν γνωρίζω πρόσωπα και δεν τηλεφωνώ
κανενός. Έχουμε ακούσει για πληρωμένα τραγούδια, γι’ αυτό και ο κόσμος
εγκαταλείπει το ραδιόφωνο.
Είστε έτοιμος
να μπείτε σ’ έναν αγώνα που δεν τον ξέρατε τα προηγούμενα χρόνια;
Περιμένω να το
ζήσω με έκπληξη γιατί το μουσικό μου έργο έχει αγαπηθεί από τα ραδιόφωνα. Στην
περίπτωση που δεν θα δεχτούν τα τραγούδια μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Δε
θέλω να προχωρήσω μέσα από εικασίες και δεν έχω σχετική εμπειρία. Δεν είδατε
που σε έρευνα της ΕΔΕΜ μάθαμε ότι παίζονται 500 τραγούδια μόνο όλο το χρόνο; Αν
δεν δώσεις ευκαιρία στους δημιουργούς, τι σόι ραδιόφωνο είσαι;
Εκεί σου
απαντάνε «Ο κόσμος άλλα θέλει» βάσει μάλλον αστείων δημοσκοπήσεων που κάνουν.
Στην τελική γιατί να μου καθορίζουν εμένα πέντε – δέκα μικροαστοί το μουσικό
μου γούστο;
Πείτε μου εσείς
ονόματα και διευθύνσεις ακροατών στα γκάλοπ να δούμε ποιοι είναι αυτοί!
Αν σας ρωτούσα
τι προσδοκάτε μ’ αυτό το δίσκο;
Θα σας έλεγα πως
περιέχει δύο ειδήσεις: Τον ύστερο καλλιτεχνικό μου εαυτό και μια πολύ μεγάλη
δαιμόνια ερμηνεύτρια: Την Αλεξάνδρα Γκουντούλια. Θα ήθελα να πάει πάρα πολύ
καλά μόνο και μόνο για να βοηθήσει την Αλεξάνδρα να κάνει τη διαδρομή της.
Είναι σαν μια σπονδή στο αύριο.
** Η συνέντευξη με τον Νίκο Ζούδιαρη πραγματοποιήθηκε στο «Καφέ των Ποιητών» της πλατείας Βικτωρίας στις 15 Νοεμβρίου 2024
*** Εδώ ακούτε ολόκληρο το άλμπουμ «Mascaron»: https://www.youtube.com/watch?v=vVl5vjnpCsQ&list=PLoAEUdtS5a1osIGjNiEKslFsAZG0TRMPf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου