Ο οπερατέρ του κινηματογράφου Γιώργος Αρβανίτης δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Τη δουλειά του έχουν δει όλοι οι Έλληνες, από τους φαν των ταινιών του παλιού ''εμπορικού'' κινηματογράφου μέχρι τους σινεφίλ θεατές του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το ενδιαφέρον με την περίπτωση του Αρβανίτη είναι σαφώς η διεθνής καταξίωση του την τελευταία 25ετία: Είναι ο ίδιος άνθρωπος που από τη μια έχει κινηματογραφήσει τη Μάρθα Καραγιάννη και την Αλίκη Βουγιουκλάκη κι απ' την άλλη, τον Mick Jagger και τον Leonardo Dicaprio! Τον συνάντησα στη Λεμεσό, κατά τη διάρκεια του διεθνούς φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Κύπρου, τον περασμένο Οκτώβριο, αφού ήταν ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής. Ήπιαμε ένα καφέ στο λόμπι του ξενοδοχείου, λίγο πριν αναχωρήσει για το αεροδρόμιο, ευτυχώς με το μαγνητοφωνάκι μου ανάμεσά μας:
(Στο σημείο αυτό έρχεται ο Κίμων Μυλωνάς, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του διεθνούς φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Κύπρου. Του ζητάω να μας βγάλει μια φωτογραφία από το κινητό του με τον Γιώργο Αρβανίτη. ''Εγώ φωτογραφία να βγάλω μπροστά στον κύριο Αρβανίτη;'' μου λέει. ''Να τα, τα βλέπεις τι σού'λεγα;'' προσθέτει ο Αρβανίτης. Γελάμε και οι τρεις και η συνέντευξη τελειώνει)
* Μεγάλο μέρος της συνέντευξης με τον Γιώργο Αρβανίτη δημοσιεύθηκε στο τεύχος 61 του περιοδικού Downtown
Όταν άρχισε
να ''πέφτει''
ο κινηματογράφος στην Ελλάδα, έπρεπε
να κάνω ή διαφήμιση, που δεν μ' άρεσε, ή
τηλεόραση, που πάλι δεν μ' άρεσε. Είχα
γυρίσει τότε μία ταινία στο Βέλγιο και
είχα πάει εκεί για το post
production. Μια και το όνομα
μου είχε αρχίσει να ''κυκλοφορεί'' στο
εξωτερικό, αποφάσισα να μείνω αρχικά
στη Γαλλία, τη μόνη χώρα με ενεργή
κινηματογραφία. Τελικά έμεινα εκεί.
Αν και είστε
ταυτισμένος με τον Νέο Ελληνικό
Κινηματογράφο, εν τούτοις δουλέψατε
πολύ στου Φίνου στον λεγόμενο παλιό
''εμπορικό'' κινηματογράφο.
Δούλεψα σε
ταινίες με τα πράσινα και μπλε ντεκόρ
όντας ανυποψίαστος και άμαθος, γιατί
δεν είχα τελειώσει καμία σχολή. Η Φίνος
Φιλμ ήταν για μένα το σχολείο μου. Έφτασε
βέβαια η στιγμή που δε συμφωνούσα
αισθητικά και απελευθερώθηκα μετά τη
δεύτερη ταινία που κάναμε με τον
Αγγελόπουλο, τις ''Μέρες του '36''. Είχαμε
κάνει την πρώτη, την ''Αναπαράσταση'',
παίρνοντας άδεια άνευ αποδοχών από τον
Φίνο, ώσπου χρειάστηκε να ξαναπάρω άδεια
για τις ''Μέρες του '36''. Στη μέση όμως των
γυρισμάτων με ειδοποιεί ο Φίνος ότι
πρέπει να κάνω μία ταινία με τη Βλαχοπούλου.
Επειδή εκεί δουλεύαμε από τις 7 το πρωί
μέχρι τις 3, είπα του Θόδωρου ότι θα
δουλεύουμε εμείς μετά μέχρι τα μεσάνυχτα.
Πηγαίνοντας όμως να ξεκινήσω την κωμωδία
με τη Βλαχοπούλου, πέρασε μια μέρα
ολόκληρη και δε μπορούσα να φωτίσω ένα
πλάνο. Τότε είπα του Φίνου: ''Θα φύγω, δε
μπορώ και δε θέλω να κάνω κακό ούτε σε
σας, ούτε στον εαυτό μου''.
Τι άνθρωπος
αλήθεια ήταν ο Φιλοποίμην Φίνος;
Ήταν πάρα πολύ
καλός άνθρωπος και βοηθούσε κόσμο. Το
κακό του ήταν ότι δεν επρόκειτο για
καλλιτέχνη ή έμπορο, αλλά για τεχνικό.
Είχε μπει και σε μια ανταγωνιστική
λογική με τους Καραγιάννης – Καρατζόπουλος,
δηλαδή έβγαζε ο Καραγιάννης έναν
Κωνσταντάρα, έπρεπε αυτός να βγάλει μια
Βλαχοπούλου ή μια Λάσκαρη. Το μότο του
Καραγιάννη ήταν ''Στα ίδια ντεκόρ τα
ίδια εισιτήρια'', βάζοντας τους ηθοποιούς
στα ίδια σκηνικά με διαφορετικούς μόνο
διαλόγους. Τελείωνε έτσι δύο ταινίες
τη βδομάδα, αλλά άρχισε να πέφτει πολύ
η ποιότητα. Δυστυχώς δε μπορούσε να μην
ακολουθήσει ο Φίνος, έχοντας συμβόλαια
με τις αίθουσες. Μια μέρα, ίσως από
θράσος, του είπα ''Κύριε Φιλοποίμην,
καλούμε τον ίδιο κόσμο να του πούμε τα
ίδια πράγματα κάθε φορά''. Χαμογέλασε...
Πείτε μου
κάποια ταινία που θα ξεχωρίζατε απ' τις
τόσες που κάνατε στον Φίνο.
Στο ''Οι θαλασσιές
οι χάντρες'' χρησιμοποίησα πρώτη φορά
ανακλώμενο φως, όπως και λίγο μετά στη
''Δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά''. Υπήρχε κι
άλλη μια ταινία του Δαλιανίδη, ''Αυτοί
που μίλησαν με το θάνατο'' λεγόταν.
Γενικά θυμάμαι τους ομηρικούς καυγάδες
με τη Βουγιουκλάκη. Αυτή ήθελε τον
προβολέα της να φωτίζεται κι εγώ ήθελα
να κάνω κάτι άλλο που δεν μ' άφηνε. Μια
μέρα μου λέει ''Θα σε σβήσω από τον
κινηματογράφο'' και γυρνάω και της
απαντάω ''Εγώ θα φωτογραφίζω μέχρι τα
80 μου, εσύ σε μια δεκαετία δε θα
φωτογραφίζεσαι καθόλου''. Είχα γίνει
έξαλλος! Θύμωσε, ούρλιαζε, έσπασε και
κάτι καθρέφτες!
Μιλάω με έναν
άνθρωπο που έζησε εκ των έσω τον παλιό
λαϊκό κινηματογράφο. Τι είχαν, πιστεύετε,
οι ηθοποιοί αυτοί και παραμένουν
δημοφιλείς τόσες δεκαετίες μετά;
Οι ηθοποιοί
αυτοί ήταν αληθινοί. Θυμάμαι, δούλευα
βοηθός σε μια ταινία με τον Αυλωνίτη,
τη Βασιλειάδου και τον Ρίζο. Έρχονταν
οι άνθρωποι αυτοί το πρωί, μελετούσαν
το σενάριο, συνεννοούνταν με τον
σκηνοθέτη, ήταν πηγαίοι κωμικοί. Σήμερα
δεν υπάρχει ένας Χατζηχρήστος, ένας
Αυλωνίτης.
Πως έγινε η
γνωριμία με τον Θόδωρο Αγελόπουλο;
Ήμασταν μια
ομάδα τότε που ονειρευόμασταν έναν άλλο
κινηματογράφο και κάναμε πολλές μικρού
μήκους ταινίες. Ήταν ο Βούλγαρης, ο
Παπαστάθης, ο Χατζόπουλος κι ήρθε κι ο
Αγγελόπουλος από το Παρίσι. Έγραφε
κριτικές κινηματογράφου, νομίζω, στην
''Αυγή''. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον στα
γυρίσματα. Κάναμε μαζί την ''Εκπομπή'',
την πρώτη μικρού μήκους ταινία του και
μετά στην ''Αναπαράσταση'', δέσαμε. Την
''Αναπαράσταση'' την κάναμε στην ουσία
πέντε – έξι άνθρωποι. Ο Αγγελόπουλος
κι εγώ με τους δύο βοηθούς μας κι ένας
ηθοποιός, ο Γιάννης ο Τότσικας. Μετά
ήρθαν οι ''Μέρες του '36''...
Και φτάνετε
μέχρι το ''Μια αιωνιότητα και μια μέρα''
το 1998 με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες.
Πείτε μου λίγα λόγια για τον άνθρωπο
Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Σαν auteur
ήταν μεγάλος, φαίνεται κι απ' τις
δουλειές του. Σαν άνθρωπος ήταν περίεργος,
λίγο σκληρός. Δεν κολλάγαμε πολύ σαν
παρέα. Στη δουλειά πάνω όμως ήξερε ο
ένας τι θέλει ο άλλος και πως ακριβώς
να το κάνει. Στις τελευταίες του ταινίες
δε χρειαζόταν καν να μιλάμε, καταλαβαινόμασταν
αμέσως. Μου άρεσε να τον πειράζω πολύ.
Μια φορά στον ''Μεγαλέξαντρο'' πήρα τα
κυάλια και κοιτούσα. ''Τι κοιτάς, Γιώργο;''
με ρώτησε με το αργό του ύφος. ''Να, βρε
Θόδωρε, ψάχνω τους ηθοποιούς σου''.
Γελούσε, του άρεσε κι εκείνου.
Πως χώρισαν
οι δρόμοι σας; Στις τελευταίες ταινίες
του φωτογραφία έκανε ο Ανδρέας Σινάνος.
Με το θάνατο του
έχασε ο κινηματογράφος έναν μεγάλο
δημιουργό. Κι εγώ έχασα έναν συνεργάτη,
παρότι είχαν χωρίσει οι δρόμοι μας μετά
από 11 ταινίες. Εντάξει, ο Σινάνος ήταν
το πνευματικό μου παιδί, εγώ τον είχα
βγάλει στο χώρο, οπότε κατά κάποιο τρόπο
ήταν η συνέχεια μου στις ταινίες του
Αγγελόπουλου.
Η θητεία σας
δίπλα στον Αγγελόπουλο δεν ήταν αυτή
που σας άνοιξε τις πόρτες στο εξωτερικό;
Ε, νομίζω ναι!
Βέβαια, αντιμετώπισα προβλήματα αφού
όταν πήγα στη Γαλλία, μου έλεγαν πολλοί
''Α, να κάνουμε την ατμόσφαιρα που έβγαλες
στον Αγγελόπουλο'' κι εγώ έλεγα: ''Δε
γίνεται! Εσύ δε λέγεσαι Αγγελόπουλος,
το σενάριο σου είναι τελείως διαφορετικό
κι εδώ είμαστε στη Γαλλία''. Εμένα το
πρόβλημα μου ήταν που, εξαιρουμένων των
δύο πρώτων ταινιών του, όλες οι άλλες
ταινίες του Αγγελόπουλου ήταν γυρισμένες
στους ίδιους τόπους με τα ίδια ντεκόρ.
Κάθε φορά που πήγαινα στη Φλώρινα, ας
πούμε, έπρεπε να τη φωτογραφίσω
διαφορετικά. Πολύ δύσκολο ήταν αυτό,
αλλά με βοήθησε να μην αφεθώ στη μανιέρα
και στην επανάληψη.
Πόσες ξένες
ταινίες έχετε κάνει, κύριε Αρβανίτη;
Έκανα 60 πριν
φύγω απ' την Ελλάδα και άλλες 50 έξω.
Σύνολο: 110 ταινίες. Όσο με κρατάνε τα
πόδια μου και βλέπουν και τα μάτια μου,
δουλεύω. Όσο μπορώ δουλεύω.
Ποιος είναι ο
βασικός παράγοντας για να συνεργαστείτε
μ' έναν σκηνοθέτη;
Σαφώς το ποιος
είναι και το σενάριο. Ο βασικός παράγοντας
όμως, άμα έχεις και μια οικογένεια να
ζήσεις, είναι σε τι οικονομική κατάσταση
βρίσκεσαι. Πολλές φορές κάνεις και
παραχωρήσεις. Και εδώ έκανα κάποιες
ταινίες που δεν με εκφράζουν, αλλά και
έξω. Εντάξει, είχα την τύχη να δουλέψω
με τον Volker Schlondorff, με τον Shon Matias, αλλά
και με νέους σκηνοθέτες. Όταν έφυγα, δεν
είχα τίποτα, γιατί δεν κέρδισα χρήματα
από τον ελληνικό κινηματογράφο. Να σας
πω έναν άλλο λόγο που έφυγα; Για τα παιδιά
μου! Έκανα ένα λογαριασμό και είδα ότι
τα λεφτά που θα πλήρωνα στα φροντιστήρια
θα ήταν πολλά και πάλι χωρίς να κάνουν
τις σπουδές που έκαναν τώρα.
Ας πάμε στην
ταινία ''Bent'' που κάνατε
επίσης. Έχει την πλάκα του που ένας
άνθρωπος έχει ''τραβήξει'' απ' τη μια τη
Βουγιουκλάκη κι απ' την άλλη τον Mick Jagger!
Μου τηλεφώνησε
ένας νέος Εγγλέζος σκηνοθέτης που είχε
εντυπωσιαστεί απ' τη δουλειά μου με την Agnieszka Holland και τον Dicaprio. Μιλάω
για την ταινία που ήταν η ιστορία του Rimbaud και του Verlaine. Έτσι μου ζήτησε
να κάνω το ''Bent'', το οποίο
είχα δει στην Ελλάδα με τον Φυσσούν και
τον Φέρτη, αν τα λέω σωστά. Δουλεύοντας
με τον Ian McKellen, τον Clice Owen
και τον Mick Jagger, κατάλαβα τι θα πει
Άγγλος ηθοποιός! Ο δε Jagger, αριστοκράτης,
ερχόταν με τη Ρολς Ρόις, αλλά ήταν πολύ
συνεργάσιμος και διέθετε πολύ απ' το
βρετανικό χιούμορ. Σήμερα, μετά από
τόσες εμπειρίες, μπορώ να λέω ότι οι
καλύτεροι ηθοποιοί είναι οι Εγγλέζοι
και οι Ρώσοι. Κουβαλάνε μια θεατρική
παιδεία αυτοί. Για να καταλάβετε, έρχεται
Άγγλος ηθοποιός και με ρωτάει ''Τι φακό
θα βάλεις;'' Όλο αυτό προϋποθέτει μία
παιδεία.
Κύριε Αρβανίτη,
πόσο σημαντική είναι η διεύθυνση
φωτογραφίας στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα
μίας ταινίας;
Το λέει και η
λέξη: Γράφω με το φως! Διηγούμαι την ίδια
ιστορία με τον σκηνοθέτη ή τον σεναριογράφο,
αλλά σκιάζοντας ή φωτίζοντας. Καλή
φωτογραφία για μένα είναι αυτή που
βοηθάει την ταινία και όχι απαραιτήτως
η άρτια. Να σας δώσω να καταλάβετε, είχα
μία συνάντηση σε ένα καφέ με τον Godard
και με ρωτάει: ''Τι φώτα θέλεις γι' αυτό;''
Του απάντησα: ''Αν το γυρίσεις τώρα δε
θέλω τίποτα, αν το γυρίσεις τ' απόγευμα
θέλω ένα φορτηγό φώτα''. Τώρα βέβαια με
τις νέες τεχνολογίες, δεν ανάβεις, αλλά
σβήνεις τα πολλά φώτα.
Πως είδατε τη
μετάβαση από το χημικό στο ψηφιακό
σινεμά;
Απλά στη θέση
του φιλμ μπήκε ένας σένσορας. Αυτός έχει
πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ούτε
οι φακοί άλλαξαν, ούτε τα τράβελινγκ.
Και πάλι έχεις σενάριο, ντεκουπάζ και
ηθοποιούς. Η καταγραφή της εικόνας έχει
αλλάξει και δεν με ξένισε, αφού εξακολούθησα
να δουλεύω όπως στο φιλμ. Μην ξεχνάτε
ότι σήμερα οι πάντες είναι εθισμένοι
στην ψηφιακή εικόνα. Στην παγίδα της
ευκολίας πέφτουν περισσότερο οι
σκηνοθέτες. Τράβα – τράβα – τράβα,
ρίχνεις ένα υλικό στο μοντάζ και λυπάμαι
που το λέω, αλλά η ταινία είναι του μοντέρ
και όχι του σκηνοθέτη.
Σας έχει τύχει
να μην τα βρείτε με έναν σκηνοθέτη και
να αποχωρήσετε;
Μια φορά μπήκα
στο γραφείο ενός νέου Γάλλου σκηνοθέτη
35 ετών. Με υποδέχτηκε με τα πόδια πάνω
στο τραπέζι σαν τους καουμπόυδες στο
Τέξας κι έπαιζε και με το στυλό του. Η
πρώτη του κουβέντα ήταν: ''Η φωτογραφία
μου στην ταινία μου''...Τον σταματάω. Του
λέω ''Ποιος θα κάνει φωτογραφία, εσείς
ή εγώ; Αν άρχιζε η συζήτηση ως Η φωτογραφία
της ταινίας, θα τη συνεχίζαμε. Τώρα,
χαίρετε''! Του έδωσα το χέρι κι έφυγα.
Συμφωνείτε
πως έχει χαθεί εν μέρει η επικοινωνία
του σκηνοθέτη με τους ηθοποιούς;
Φυσικά! Παλιά ο
σκηνοθέτης ήταν δίπλα στην κάμερα και
στους ηθοποιούς του, τα πιο ανασφαλή
πλάσματα που θέλουν κάποιον να τους
εμψυχώνει. Πλέον ο σκηνοθέτης δίνει
οδηγίες από ένα μόνιτορ. Κάναμε μια
στρογγυλή τράπεζα στη Γαλλία για τις
διαφορές παλιού και νέου κινηματογράφου,
όπου εγώ τους είπα: ''Παλιά κάναμε γύρισμα
κι είχαμε απ' έξω ένα φορτηγό με τις
μπομπίνες του ήχου και τον σκηνοθέτη
δίπλα μου, ενώ σήμερα έχω τον ηχολήπτη
μεσ' στα πόδια μου και τον σκηνοθέτη
χαμένο κάπου στο βάθος''. Τελειώνουμε
πλάνο και με ρωτάνε οι ηθοποιοί ''Ήταν
καλό το πλάνο, Γιώργο;'' και τους απαντάω
''Μη ρωτάτε εμένα, πηγαίντε βρείτε τον
σκηνοθέτη''. Θυμάμαι, κάναμε προετοιμασία
τρεις μήνες με τον Ελία Καζάν για μία
ταινία που δε γυρίστηκε ποτέ: Δοκιμαστικά
με ηθοποιούς, με κοστούμια κλπ. Τραβήξαμε
δυο χιλιάδες μέτρα φιλμ. Μου έλεγε λοιπόν
ο Καζάν ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες
ηθοποιών: Αυτοί πού'ναι σαν το ποτάμι,
όπως ο Marlon Brando, που πρέπει να
τους μαζέψεις και οι άλλοι, οι κλειστοί,
σαν τον James Dean, που πρέπει να τους
''ανοίξεις''. Πως να γίνει αυτό άμα ο
σκηνοθέτης είναι στο μόνιτορ όλη την
ώρα;
Θα ήθελα ένα
σχόλιο σας για το σύγχρονο ελληνικό
σινεμά που διαπρέπει στο εξωτερικό,
όπως αυτό του Λάνθιμου.
Του Λάνθιμου
μού άρεσε ο ''Κυνόδοντας'', αλλά το
''Lobster'' δεν το θεωρώ ελληνική
ταινία. Αυτό που δεν μου αρέσει στις
σύγχρονες ελληνικές ταινίες είναι οι
ηθοποιοί που μιλάνε σα ρομπότ. Αυτό που
είχε ο Αγγελόπουλος και λείπει είναι
το ότι έκανε αμιγώς ελληνικές ταινίες.
Ασχολήθηκε με την ελληνική ιστορία και
εδώ δεν παραλείπω να προσθέσω ότι
δεινοπαθήσαμε από τους μιμητές του.
Πάλευαν όλοι ποιος θα φτιάξει το
μεγαλύτερο τράβελινγκ για ένα μεγάλο
διάστημα.
Στην ιστορία
πλέον του κινηματογράφου έχετε καταχωρηθεί
ως το δίδυμο Αγγελόπουλος – Αρβανίτης,
όπως αντίστοιχα το δίδυμο Μπέργκμαν –
Νίκβιστ. Πως αισθάνεστε γι' αυτό;
Πέρίεργα
αισθάνομαι, να σας πω την αλήθεια, άβολα.
Έρχονται και με πιάνουν άνθρωποι και
λέω ''Ελα Παναγία μου''! Εντάξει, έκανα
κάποιες ταινίες καλές, προσπάθησα να
κάνω κάτι δικό μου.
(Στο σημείο αυτό έρχεται ο Κίμων Μυλωνάς, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του διεθνούς φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Κύπρου. Του ζητάω να μας βγάλει μια φωτογραφία από το κινητό του με τον Γιώργο Αρβανίτη. ''Εγώ φωτογραφία να βγάλω μπροστά στον κύριο Αρβανίτη;'' μου λέει. ''Να τα, τα βλέπεις τι σού'λεγα;'' προσθέτει ο Αρβανίτης. Γελάμε και οι τρεις και η συνέντευξη τελειώνει)
* Μεγάλο μέρος της συνέντευξης με τον Γιώργο Αρβανίτη δημοσιεύθηκε στο τεύχος 61 του περιοδικού Downtown
Ο Γιώργος Αρβανίτης στην κάμερα και δίπλα του ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στα γυρίσματα του ''Μελισσοκόμου'' |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου