Το έργο του Ευάγγελου Λεμπέση με τίτλο ''Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω'', που παίζεται αυτόν τον καιρό στο θέατρο Ιλίσια - Βολανάκης, είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Ας ξεκινήσω απ' αυτό. Δύσκολο όχι μόνο για τον ηθοποιό που επωμίζεται τον ένα και μοναδικό ρόλο, αλλά και για τον σκηνοθέτη που αναλαμβάνει τη θεατροποίηση του. Διότι, δεν πρόκειται για ένα αμιγώς θεατρικό κείμενο, αλλά για ένα δοκίμιο με ξεχωριστά κεφάλαια, που με τρόπο καυστικό και χιουμοριστικό, σχολιάζει την επικράτηση της τάξης των βλακών, των ηλιθίων και των κουτοπόνηρων σε ολόκληρη την κοινωνία. Σίγουρα πρόκειται επίσης για μία θεατρική πράξη, για την οποία αν δεν υπήρχαν ο συγκεκριμένος ηθοποιός και ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης από πίσω της, ενδεχομένως να έβγαινε ένα πλαδαρό θέαμα και μία ανιαρή - στα μάτια/ αυτιά του θεατή/ ακροατή - ανάγνωση, παρά τη σχετικά σύντομη διάρκεια (περίπου 70 λεπτά).
Ο Σταμάτης Κραουνάκης γνωρίζει καλά τους θεατρικούς κανόνες, εφόσον άνετα θα του αποδιδόταν ο χαρακτηρισμός του θεατράνθρωπου, πέραν αυτού του μουσικοσυνθέτη. Δεν γνωρίζω αν ήταν δική του ιδέα η μεταφορά στο σανίδι του έργου του Λεμπέση, πάντως φαίνεται να το διασκέδασε ιδιαιτέρως στο πόστο του σκηνοθέτη - καθοδηγητή. Υπάρχουν πολλά σκηνοθετικά ευρήματα που κρατούν ζωηρό το μάτι του θεατή και ορθάνοιχτα τα αυτιά του, καθώς ο ηθοποιός ερμηνεύει ένα παραληρηματικό κείμενο, απ' το οποίο δεν πρέπει να χαθεί η παραμικρή ατάκα, αφού διαφορετικά κινδυνεύει με κατάρρευση το όλο οικοδόμημα. Ένα λιτό ντεκόρ, ένα παιχνίδισμα με τα φώτα, ακόμα και ένα εντυπωσιακό φωτιστικό εφέ, βασικά όμως η διδασκαλία του ηθοποιού, είναι υπεραρκετά στοιχεία για να φωτίσουν δραματουργικά το κείμενο και να καταφέρουν κάτι πολύ απλό, μα και τόσο σπουδαίο: Να κάνουν τα κεφάλια των θεατών να γνέφουν καταφατικά στις ατάκες του ηθοποιού, εφόσον δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει υποστεί στη ζωή αυτή τη συνύπαρξη με βλάκες, άλλοτε επικίνδυνους και άλλοτε πιο ακίνδυνους. Πάντως, βλάκες, με τη βλακεία να παραμένει αήττητη και να θριαμβεύει, έτσι ακριβώς όπως το έγραψε σκωπτικά ο μέγας Νίκος Γκάτσος στην ''Ελλαδογραφία'' του: Πότε θα'ρθούνε καινούργιοι άνθρωποι να συνοδεύσουνε τη βλακεία στην τελευταία της κατοικία...Επιπλέον, μου άρεσε που ο Κραουνάκης δεν κράτησε για τον εαυτό του το ρόλο και του συνθέτη της παράστασης. Θα του ήταν πολύ εύκολο, φαντάζομαι, να γράψει ή να δώσει μερικές μουσικές του, αντ' αυτού όμως προτίμησε να δώσει τη ''θέση'' αυτή στον Κωστή Ξενόπουλο κι εκείνος με τη σειρά του να κάνει πραγματικά καλή δουλειά, επενδύοντας τις συνθέσεις του με τον, αρκούντως ελληνικό, ήχο του κλαρίνου. Τι υπέροχη αντίστιξη να αλωνίζει τη σκηνή ένας χαρακτήρας ντυμένος γιάπης - χαρτογιακάς κι από πίσω ν' ακούγεται κλαρίνο, πότε μελαγχολικό και πότε πιο ρυθμικό, συμφώνως με το κείμενο.
Άφησα τελευταίο τον Χάρη Φλέουρα, τον πρωταγωνιστή της παράστασης, συνεργάτη του Κραουνάκη την τελευταία τριετία και γνώριμο από τη Σπείρα - Σπείρα του. Αυτό που κάνει ο Φλέουρας είναι ασυναγώνιστο και τον κατατάσσει στους ηθοποιούς φτιαγμένους από τη στόφα των μεγάλων κωμικών που δύσκολα συναντάς στις μέρες μας πια. Από τα πρώτα λεπτά της παρουσίας του στη σκηνή, ο Φλέουρας σέρνει το χορό με το ''Γιάννη μου, το μαντήλι σου'', δίνοντας το εθνικό στίγμα του έργου υπό το πρίσμα του γελοίου Νεοέλληνα. Η παράσταση με άλλα λόγια δεν αφορά τους βλάκες γενικά κι αόριστα, αλλά τους εξετάζει ως φαινόμενο της δικής μας κοινωνίας. Κι αν ο Φλέουρας άλλοτε αποστασιοποιείται και κριτικάρει, και άλλοτε γίνεται ο ίδιος αυτό που κατηγορεί και στηλιτεύει, το κάνει τόσο άρτια και εκπαιδευμένα με αποτέλεσμα να παίζει στην πραγματικότητα με την ψυχολογία του κοινού του. Θυμίζει παράτολμο σχοινοβάτη που λέξη - λέξη και φράση - φράση αποκαλύπτει τα πυκνά νοήματα του Λεμπέση. Βοηθάει και η πεντακάθαρη άρθρωση του στη λόγια - καθαρεύουσα γλώσσα που είναι γραμμένο το κείμενο (ένα έργο του 1941, μην ξεχνάμε), η ευκολία του να μεταμορφώνεται σε πολλές διαφορετικές περσόνες - έστω κι αν είναι πάντα μία η περσόνα του έργου που υπηρετεί -, η σωματική του ευελιξία σε κάποιες απαιτούμενες ακροβατικές κινήσεις. Στο τέλος, αυτό που παίρνει μαζί του ο θεατής είναι η εικόνα και, κυρίως, ο λόγος του Νεοέλληνα εκπροσώπου μιας βλακείας ποικιλόμορφης, όπου δεν έχει καμία ηθική αναστολή προκειμένου να επικρατήσει και να επιβληθεί. Όπως πάλι το περιέγραψε με τον δικό της ποιητικό τρόπο η Λένα Πλάτωνος στα ''Ημερολόγια'' της: Αλίμονο στους δυνατούς κι ευαίσθητους, εξουσιάζονται απ' τους αδύναμους κι αναίσθητους...
Για τον διανοητή και συγγραφέα Ευάγγελο Λεμπέση έχω να πω ότι η πρωτότυπη θεατροποίηση του έργου του δεν θα μπορούσε να είναι πιο μεστή και επιτυχημένη. Για τον σκηνοθέτη Σταμάτη Κραουνάκη φαίνεται πως τούτη η παράσταση δεν ήταν ένα πάρεργο μέσα σε όλες τις δικές του δραστηριότητες, αλλά κάτι ξεχωριστό που έγινε με πάθος και άποψη. Για τον Χάρη Φλέουρα, τέλος, θα πω ότι είναι ένα μεγάλο ταλέντο και ένας ηθοποιός με εξαιρετικές ικανότητες. Την αλήθεια λέω και αμαρτίαν ουκ έχω!