Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Ο ΛΕ - ΠΑ με τη ζωή του όλη έρχεται στο Κουτί της Πανδώρας


    - Θέλω τώρα να θυμηθείτε την πρώτη φορά που τραγουδήσατε ενώπιον κοινού.
    Ένας Στέλιος Λαδάς με στέλνει στην Κολοκυνθούς, τέρμα, στο μαγαζί του Στέλιου του Κουράδα, ''Αστέρια'' νομίζω λεγόταν. Κουράδα λέγανε τον ιδιοκτήτη! Πως ήταν αυτός; Μουστάκι, αλυσίδα κι ένα πιστόλι κρεμασμένο στη μέση. Πάω κι εγώ ο καημένος, ''Έρχομαι από τον κύριο Στέλιο'' του λέω. Μου κάνει (σ.σ. Μιμείται τη μάγκικη φωνή του): ''Πήγαινε κάτσε εκεί στη γωνία''. Το μαγαζί έκανε ένα ''V''. Έκατσα σε μιαν άκρη και περίμενα πότε θα με φωνάξουν για να μ' ακούσουν. Μετά από λίγο μπαίνουν μέσα τέσσερα θηρία με κάτι μεγάλα κεφάλια και χερούκλες και κάθονται μπροστά μου. Πάνω στο τραπέζι μου υπήρχαν τέσσερα ποτήρια αναποδογυρισμένα, όπως είθισται. Πήραν ο καθένας από ένα ποτήρι και φάγανε μέχρι και τους πάτους!
    - Παρντόν;
    Όπως σ'το λέω, τα φάγανε, μασήσανε τα γυαλιά! Άκουγα τα ''κρατς – κρατς'' κι έπαθα σοκ! Κατουρήθηκα πάνω μου! Είπα: ''Τι να τραγουδήσω εδώ μέσα; Αφού αυτοί φάγανε τα ποτήρια, εμένα θα με φάνε ζωντανό και αμάσητο''! Ήμουν δέκα στα έντεκα και το πρωί είχα σχολείο. Σηκώνομαι σιγά – σιγά και πάω να την κάνω, αλλά ακούω πίσω μου μια αγριοφωνάρα: ''Που πας;''. ''Να κατουρήσω''! ''Απ' έξω πήγαινε''! Τι να σου λέω, Περιστέρι – Αιγάλεω πρέπει νά'φτασα σε τέσσερα λεπτά! Φτερά στα πόδια έβγαλα, εξαφανίστηκα! Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία σε μαγαζί (γέλια)
    Δεν είχατε όμως την επίγνωση τι σχέση μπορεί νά'χε το ''Τό'πε τό'πε ο παπαγάλος'' με τα τραγούδια του Μπιθικώτση, του Θεοδωράκη και του Ρίτσου, ας πούμε;

  • Δηλαδή, αυτό το τραγούδι δεν την έχει την κουλτούρα του; Είναι κάτι που μου είχε πει ο Πλέσσας: ''Μη στενοχωριέσαι, αυτό το κομμάτι το τραγουδάνε χιλιάδες άνθρωποι στο δρόμο. Έχεις κάνει τη δική σου ποπ κουλτούρα''! Όταν το ''Τό'πε τό'πε ο παπαγάλος'' πουλάει 100.000 δίσκους και το τραγουδάνε όλοι, έχει κι αυτό την κουλτούρα του. Ξέρετε που κατέληξα τελικά; Να βγω και να πω: ''Εγώ είμαι διασκεδαστής''! Δεν με ξανάγγιξε κανείς, ηρέμησαν όλοι και δεν με ενοχλούσαν.
  • ** Ο Λευτέρης Πανταζής στην εξιστόρηση της ζωής του, προσεχώς, αποκλειστικά στο Κουτί της Πανδώρας 

    Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

    Στο καζίνο με την Πάολα_Σαν σκηνή της Βλαχοπούλου

    Εδώ και δύο χρόνια την έψηνα την Πάολα να πάμε μέχρι το καζίνο του Λουτρακίου, πιστεύοντας ότι της ''πάνε'' τα καζίνα και ότι θα κερδίσει ως πρωτάρα. Ευτυχώς για το δεύτερο έπεσα μέσα, ενώ στο πρώτο αστόχησα: Η Πάολα είναι εγκρατής άνθρωπος και δεν παρασύρεται από το εύκολο χρήμα όσο κι αν τό'χει ανάγκη αυτή την εποχή, όπως όλοι μας. Με τον συνεργάτη της στα ντοκιμαντέρ και καλό μας φίλο, τον Ροδίτη Γιώργο Γκόνο, πήραμε το αυτοκίνητο του και λίγο μετά τα μεσάνυχτα φτάσαμε στην Πάρνηθα - επιλέξαμε την Πάρνηθα τελικά, μια και πέφτει πιο κοντά από την Αθήνα και συν τοις άλλοις ήθελα να το δω κι εγώ πρώτη φορά το καζίνο της. Είχα ξεχάσει, όμως, πως για να πας στο καζίνο της Πάρνηθας πρέπει να μπεις στο τελεφερίκ και να σκαρφαλώσεις τα μαύρα βουνά...Τι να έκανα, μπήκαμε στο κουβούκλιο, πάλι καλά που δεν είχε πολύ αέρα και δεν πηγαίναμε πέρα - δώθε, αλλά ένας φόβος μου βγήκε, όπως και να το κάνεις, με αναμενόμενο αποτέλεσμα να αρχίσουν να γελάνε όσοι ''συνταξίδευαν'' μαζί μας. Χαρακτηριστικά, η Πάολα άλλαξε θέση για να με έχει απέναντι της, να παρακολουθεί τον πανικό μου και να σπάει κέφι. Μπαίνουμε στο καζίνο και μου φάνηκε πιο Β κατηγορίας απ' αυτό του Λουτρακίου. Πολύ μικρότερο και σου χρεώνουν τον καφέ φρέντο που ήθελα να πιω εγώ και που πρέπει να πας από το μπαρ κιόλας - εν αντιθέσει με το Λουτράκι που κάθε τρεις και λίγο περνάνε οι σερβιτόροι και σου παίρνουν παραγγελία για δωρεάν καφέδες και ποτά. Είχαμε όμως ένα δωρεάν γεύμα στο εστιατόριο από την κάρτα του Γιώργου. Πριν πάμε φυσικά στο εστιατόριο, δώσαμε τα στοιχεία μας, μας φωτογράφισαν και μας έβγαλαν κάρτα μέλους. Στο εστιατόριο τώρα η Πάολα κι εγώ γεμίσαμε από δυο πιάτα ο καθένας με ότι μπορείς να φανταστείς: Από μύδια σαγανάκι και κεμπάπ μέχρι γαλοπούλες και μπουγάτσες. Ανακατέψαμε τις γεύσεις και σε ένα δεκάλεπτο είχαμε τάση για εμετό - κανείς δεν τό'λεγε βέβαια μαζί με το ότι η ποιότητα του φαγητού ήταν της κακιάς ώρας. Α, και χρέωναν και την κόκα - κόλα οι γιούφτοι! Ως εδώ καλά! Ο τραγέλαφος ξεκίνησε απ' την ώρα που κάτσαμε στα φρουτάκια. Βάζει η Πάολα την κάρτα της στο μηχάνημα και συνειδητοποιούμε πως το ποσό των 10 ευρώ - δωρεάν για την πρώτη φορά της - δεν υπήρχε στην κάρτα. Γυρνάει με κοιτάει, ''Εσύ με γκαντέμιασες, πανάθεμα σε'' μου λέει. Φωνάζουμε μια υπάλληλο, βλέπει στην οθόνη που έγραφε ''Mr. Reveniotis'' η κάρτα της και κάνει: ''Μα αυτή η κάρτα δεν είναι της κυρίας''. Πετάγεται η Πάολα, ''Έλα, εντάξει τώρα, παρακάτω'' της λέει κι αυτή φεύγει να φωνάξει άλλον υπάλληλο του καζίνου. Έρχεται ο άλλος, λοιπόν, μετά από μισή ώρα με την Πάολα να με κοιτάζει συνέχεια και να μου λέει ''Πανάθεμα σε, σκόρδο έπρεπε να φέρω με σένα δίπλα μου''! Μας λέει o τσιφ εκεί πέρα ''Αυτό συμβαίνει πολύ σπάνια να μην αναγνωρίζει η κάρτα το bonus'', ''Με τον Μπόσκο μαζί σου συμβαίνει πάντα'' του κάνει η Πάολα και με τα πολλά η κάρτα φτιάχνεται και πάμε να παίξουμε σε άλλο μηχάνημα. Βάζει η Πάολα ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ - για να ενεργοποιηθεί το bonus της κάρτας - κι εκεί το μηχάνημα, αφού τρώει το πεντάευρω, κοκαλώνει! Ξανάρχεται ο ίδιος υπάλληλος, μας κάνει ''Τό'χει η μέρα σήμερα, αυτό κι αν συμβαίνει σπανιότατα''. Οπότε εκεί η Πάολα σηκώνεται όρθια κι αρχίζει να μου φωνάζει: ''Ρε, χάλασες το μηχάνημα, ρε! Εξαφανίσου, γκαντέμη, φύγε μακριά! Το καταλαβαίνεις; Χάλασε το μηχάνημα! Μακριά, φύγε μακριά'' Όλο το καζίνο είχε γυρίσει και μας κοίταζε. Ο κόσμος γελούσε. Γελούσα κι εγώ, όμως, που έβλεπα την Πάολα σαν τη Βλαχοπούλου σε ταινία του Δαλιανίδη: Αν εκείνη την ώρα δηλαδή κρατούσε τσάντα, άνετα θα μου την έφερνε στο κεφάλι. Κάνω μεταβολή, φεύγω με πνιχτά γέλια και πάω στο Black Jack που ήταν όντως αρκετά μακριά από τα φρουτάκια της Πάολας και του Γιώργου. Παίζω ένα εικοσάευρω, το χάνω μέσα σε τρία λεπτά και λέω να ξαναγυρίσω στην παρέα μου. Με το που πλησιάζω, η Πάολα μου φωνάζει από μακριά: ''Μη μιλήσεις! Μη μιλήσεις, κιχ μη βγάλεις''! Τι είχε συμβεί; Η Πάολα μέσα σε ένα πεντάλεπτο είχε κερδίσει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 250 ευρώ περίπου. Είχα εγώ τις μαύρες μου που έχασα μόλις ένα εικοσάρικο, απ' την άλλη χαιρόμουν απίστευτα με την τύχη της. Με τον Γιώργο την αγκαλιάσαμε και τη φιλήσαμε. Κι εκείνη, απ' τη χαρά της φυσικά και την ακόμα πιο έντονη διάθεση της να μου κάνει πλάκα, φώναζε: ''Είδες; Με το που έφυγες, κέρδισα! Ου, γκαντέμη''! Έλα όμως που εγώ δεν είχα διάθεση πια για πλάκα κι αφού της είχα ήδη εκφράσει την αληθινή χαρά μου για τα κέρδη της, πέρασα στην αντεπίθεση: ''Βούλωσ' το, μωρή, μη μιλάς! Έπαιξες πέντε ευρώ κι έβγαλες ένα διακοσοπενηντάρι κι εμένα μου φάγανε το εικοσάρικο! Πως θα τη βγάλω, μωρή, αύριο;'' Ε, καταλαβαίνεις τώρα τι έγινε! Σόου δώσαμε! Μας πιάσανε τα γέλια, όπως κι όλους τους θαμώνες γύρω μας, με την Πάολα εν τω μεταξύ να συμμερίζεται την τσαντίλα μου, αλλά και μένα να κατανοώ πως κατά βάθος με πείραζε, όπως της αρέσει πάντα να κάνει. Λεπτομέρεια: Την ώρα που η Πάολα έπαιζε και το μηχάνημα έκανε ''γκλιν - γκλιν'' με τα κέρδη της, έλεγε του Γιώργου: ''Για δες μήπως έρχεται ο Μπόσκο να σταματήσουμε! Κι αν έρχεται, κάντου νόημα να μην πλησιάσει, σταμάτα τον''! Φύγαμε από το καζίνο κατά τις 3.30 το πρωί και καταλήξαμε στην καντίνα της λεωφόρου Καβάλας, ένα από τα καλύτερα και άγνωστα στέκια που μας έχει μάθει η Πάολα. Ανανεώσαμε το τζογαδόρικο ραντεβού μας τον επερχόμενο χειμώνα για το Λουτράκι όμως! 

    Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

    Ο σπαραγμός του 90s electro-techno soundscape των Συνθετικών

    ΣΥΝΘΕΤΙΚΟΙ
    ΤΗΝ ΤΡΕΛΑ ΘΑ ΑΓΓΙΞΩ
    ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
    Το τέταρτο κατά σειρά άλμπουμ των Συνθετικών μία πενταετία μετά τις ''Ανθρώπινες ιστορίες'' τους. Είχαν προηγηθεί ακόμη τα ''Προσωπεία - Εφιάλτες'' το 2010 και φυσικά το ομότιτλο ντεμπούτο τους το 1990. Προσωπικά γνώρισα τους Συνθετικούς μέσα από τον The Boy που δεν παρέλειπε, εκεί γύρω στο 2009 - 2010, να τους αναφέρει ως βασική επιρροή του. Λίγο μετά, όταν τους άκουσα, συνειδητοποίησα για ποιο λόγο ένας μουσικός της σημερινής εποχής τους είχε ξεχωρίσει. Χωρίς να είμαι βέβαιος γι' αυτό που θα πω, πιθανώς το comeback των Συνθετικών με τα ''Προσωπεία - Εφιάλτες'' να οφείλεται εν πολλοίς στο προμοτάρισμα - ελπίζω να χρησιμοποιώ τη σωστή λέξη - από τον The Boy. Όπως και νά'χει, γιατί όχι; Μιλάμε για ένα συγκρότημα ή, σωστότερα, για ένα μουσικό ντουέτο (Διονύσης Αυγερινός στα πλήκτρα - φωνή, Αποστόλης Λοβέρδος στην κιθάρα - φωνή) που μια ζωή κινήθηκε στο περιθώριο ακόμη και της ηλεκτρονικής σκηνής στην Ελλάδα, ειδικά όταν αυτή έβγαινε μπροστά και διεκδικούσε μια πιο στιβαρή ή και διανοουμενίστικη θέση, αρχικά με τη Λένα Πλάτωνος και λίγο μετά με τους Στέρεο Νόβα - σίγουρα υπήρξαν κι άλλοι εκπρόσωποι του συγκεκριμένου ύφους, που σήμερα τους θυμούνται - ανακαλύπτουν μόνο οι συλλέκτες. Ορμώμενος από το άκουσμα του καινούργιου ''Την τρέλα θα αγγίξω'', έχω να πω κάτι που φαντάζομαι θα ισχύει και για τις άλλες δουλειές τους: Οι Συνθετικοί δεν έχουν καμία σχέση με όλους τους προαναφερόμενους καλλιτέχνες. Η μουσική τους δεν περιέχει samples ή ενορχηστρώσεις που συμβαδίζουν με την τρέχουσα παγκόσμια ηλεκτρονική παραγωγή. Τα synthesizers είναι το βασικό τους όργανο και πάνω σ' αυτό χτίζουν τις πιασάρικες, θα τολμούσα να πω, νιουγουεϊβάδικες μελωδίες τους. Οι Συνθετικοί γράφουν απλούς και όχι απλοϊκούς στίχους, σε καμία περίπτωση όμως δεν μιλάνε με πολυεπίπεδα απ' την άποψη της ''ανάγνωσης'' στιχουργήματα. Δύο αγγλόφωνα κομμάτια (''Thoughts Fantasy'', ''It' s usual''), ένα δυνατό instrumental opening (''Arpeggios for synth'') και ένα εξίσου δυνατό instrumentl φινάλε (''Arpeggios for digital piano'') μαζί άλλα εννιά τραγούδια με ελληνικό στίχο είναι συνολικά το υλικό τους, ικανό να μεταφέρει όλη την electro-pop ηδύτητα των late 80s - early 90s, έτσι όπως έφτασε σε μας από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα του εξωτερικού και στα οποία μέχρι και τους Pet Shop Boys θα μπορούσα να συμπεριλάβω. Αν κάποιος ισχυριζόταν πως τη σήμερον ημέρα ακούγονται κάπως παλαιομοδίτες, ''κολλημένοι'' δηλαδή στην εποχή που ανάφερα, θα του πρότεινα να αφεθεί στη σύνθεση ''Arpeggios for synth'', που θα ζήλευε έως και ο Mark Snow (κατά κόσμον Martin Fulterman) όταν έγραφε το θρυλικό πια score των ''X-Files''! Αυτό το προνόμιο έχουν οι Συνθετικοί του 2018: Να συνδυάζουν μια σπαρακτικότητα ισομετρημένη με το 90s electro-techno soundscape και μια διάθεση νοσταλγίας για μιαν εποχή που η μουσική ήτανε περιπέτεια και φλερτ με την ανατροπή.    

    Ο ''Τελευταίος λευκός ρινόκερος'' της Μιχαέλας Κυργιαφίνη είναι ο πιο πολιτικοποιημένος ελληνικός δίσκος που κυκλοφόρησε τελευταία

    ΜΙΧΑΕΛΑ ΚΥΡΓΙΑΦΙΝΗ
    Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΕΥΚΟΣ ΡΙΝΟΚΕΡΟΣ
    ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
    Τη νέα τραγουδοποιό Μιχαέλα Κυργιαφίνη τη γνωρίσαμε μέσα από το label Μικρός Ήρως και το πρώτο της άλμπουμ με τίτλο την ηλικία της: ''Ετών 21''. Εκείνο το άλμπουμ της το είχα ακούσει και μου άφησε καλές εντυπώσεις, μπορώ να πω, ενώ αντίθετα το δεύτερο της, το ''Άνθρωποι κι ανθρώποι'', δεν είχα την ευκαιρία να το ακούσω. Να που τώρα έχουμε τον τρίτο προσωπικό της δίσκο σε ολόδική της παραγωγή με εννιά καινούργια κομμάτια. Στίχοι, μουσική και ερμηνεία από την ίδια με τη σύμπραξη δεξιοτεχνών μουσικών, σαν τον Φώτη Σιώτα (βιολιά, εφέ), τον Δημήτρη Λάππα (κιθάρες/ μπάσα), τον Νίκο Σαμαρά (τρομπέτες), τον Διονύση Θεοδόση (καβάλ) κ.α. Με φανερές τις επιρροές της από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και τον Σωκράτη Μάλαμα, η Κυργιαφίνη έχει το χάρισμα της δημιουργίας τραγουδιών με το λεγόμενο επικοινωνιακό προσόν: Εννοώ πως το μεγαλύτερο μέρος του τωρινού υλικού της διέπεται από έντονη ρυθμική διάθεση, απόλυτη αξιοποίηση της συνθήκης κουπλέ - ρεφρέν και μία ''κιθαροκεντρική'' ενορχήστρωση που σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα όργανα, δημιουργεί ατμόσφαιρα σπάνια για τα δεδομένα της τρέχουσας δισκογραφίας. Ξεχώρισα την εναρκτήρια ''Σφίγγα'', τη ''Φουρκάλω'' (κλείνεις τα μάτια και σου λείπει η φωνή της Χαρούλας Αλεξίου), το ''Εσπερινό'' με τη Μαρία Παπαγεωργίου (φλερτάρει με το φλαμένκο) και το ''Παράπονο'' (πανέμορφη ηλεκτρική μπαλάντα). Αυτά σε γενικές γραμμές, διότι αν κάτι πρέπει να αναγνωριστεί στην Κυργιαφίνη είναι το πολιτικοποιημένο της στίγμα όλο ευαισθησία και τραχύτητα μαζί για καταστάσεις που πονάνε τη νεοελληνική κοινωνία. Έτσι, ναι μεν ο ''Τελευταίος λευκός ρινόκερος'' κλείνει με έναν παφλασμό θαλάσσης και τους συγκλονιστικούς στίχους ''Είμαστε οι ξένοι στων Αγίων τη γειτονιά'', έχουν προηγηθεί όμως στην αρχή οι ''Άλλοι'' που, μεταξύ άλλων, λένε τα εξής: ''Πες μου τι ειν' ο φασισμός και τι ιδιότητα έχει/ το ξέρουμε από παλιά, πολλά κεφάλια έχει/ πες μου ποιος ειν' ο ρατσιστής με ποιους τα έχει βάλει/ είναι οι εχθροί του ταξικοί ή γενικά οι άλλοι''...Οι στίχοι της Κυργιαφίνη δεν χαϊδεύουν, μα ούτε και δημαγωγούν, είναι η φωνή κάθε σκεπτόμενου πολίτη αυτού του τόπου που τιμάει το ανθρώπινο είδος και εναντιώνεται στη γιγάντωση του τέρατος. Πόσο ευχάριστο να υπάρχουν δημιουργοί, οι οποίοι προάγουν την ανώτερη ανθρώπινη σκέψη. Και ξέρετε γιατί η Κυργιαφίνη δεν δημαγωγεί, αλλά μόνο την αλήθεια της καταθέτει; Πρόκειται για μία καλλιτέχνιδα που ελάχιστοι γνωρίζουν, που τώρα στην ουσία συστήνεται στο τραγούδι κι ας βρίσκεται ήδη στον τρίτο της δίσκο. Το να πουλάς ''αντίφα'' και νά'σαι ο σταρ Γιάννης Χαρούλης, ας πούμε, μοιάζει και λίγο...προκάτ, τηρουμένων των αναλογιών. Και για να το πω αλλιώς και να κλείσω, μου αρέσει νέοι δημιουργοί να λένε τα πράγματα με το όνομα τους, τα αυτονόητα ίσως, με το δικό τους τρόπο, έξω από τη συνθήκη της ατέλειωτης συναισθηματολογίας στους στίχους τους. Χαρακτηρίζω, λοιπόν, τον ''Τελευταίο λευκό ρινόκερο'' της Μιχαέλας Κυργιαφίνη ως τον πλέον πολιτικό ελληνικό δίσκο που κυκλοφόρησε και θα σας τον πρότεινα ανεπιφύλακτα στο πλαίσιο ενός πραγματικά εναλλακτικού ακροάματος. Μπράβο και πάλι μπράβο! 

    Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

    Τρεις μεγάλες ερμηνείες στον - κατά Χρήστο Σουγάρη - Οιδίποδα Τύραννο

    Είχα την τύχη να παρακολουθήσω τη γενική πρόβα της παράστασης ''Οιδίπους Τύραννος'' στο Νέο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου σε σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη. Μου είχε αρέσει πολύ απ' όλες τις απόψεις, από τη σκηνοθεσία του Σουγάρη και τις ερμηνείες του θιάσου μέχρι τα επιμέρους καλλιτεχνικά στοιχεία. Χθες βράδυ παρακολούθησα μία κανονική παράσταση του έργου, καθώς οδεύει σιγά - σιγά προς την ολοκλήρωση της παρουσίασης του στην Αθήνα. Θέλω να γράψω για τις τρεις ερμηνείες που εγώ ξεχώρισα, όχι φυσικά υποτιμώντας τους υπόλοιπους ηθοποιούς - πραγματικά είναι όλοι τους εξαιρετικοί -, αλλά επειδή αυτές οι τρεις ερμηνείες βασίζονται εν πολλοίς στην κινησιολογία και στο στήσιμο των ηθοποιών μαζί με την πλήρη ανάδειξη των εκφραστικών τους μέσων. Ξεκινάω από την Ιοκάστη - Νίκη Σερέτη: 
    Η Ιοκάστη κάνει την εμφάνιση της με μαύρο γυναικείο κοστούμι και ψηλά τακούνια. Είναι μια ώριμη ωραία γυναίκα με αρχοντικό παρουσιαστικό που δίνει αμέσως το στίγμα της βασίλισσας. Είναι υπομονετική απέναντι στην αποκάλυψη του δράματος του συζύγου και γιου της, πράα και τελικά συμπονετική. Την ίδια στιγμή που ο βοσκός Θηβαίος θ' αποκαλύψει την αλήθεια στον Οιδίποδα, εκείνη θα βγάλει τα τακούνια της, θα περπατήσει απάνω στο περβάζι του μπαλκονιού του παλατιού  και θα πέσει στο κενό, ξεκινώντας τον κύκλο του αίματος και του θανάτου, ελέω Θείας Δίκης. Στο περιθώριο των ηχηρών παραστάσεων στην Επίδαυρο και όχι μόνο, όπου η Ιοκάστη παρουσιάζεται συνήθως από γυναίκες ηθοποιούς με παράδοση πολλών χρόνων στην τραγωδία, η Σερέτη κάνει μία εξίσου ηχηρή διαφορά από τις προκατόχους της. Παίζει φυσικά χωρίς κανένα στόμφο και με τον τρόπο της προξενεί την ταύτιση με το θεατή. Έτσι όπως υποδύεται την Ιοκάστη δηλαδή, θα μπορούσε να είναι μία οποιαδήποτε γυναίκα με προσωπικότητα που βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τραγωδία ακραία και, δυστυχώς, όχι και τόσο αποξενωμένη από το σήμερα: Αν λάβουμε υπ' όψιν το βασικό αμάρτημα του Οιδίποδα, που ήταν η ερωτική συνεύρεση με τη μάνα του και η τεκνοποιία απ' αυτήν την ίδια, το αστυνομικό δελτίο των τελευταίων εβδομάδων έχει πολλά να μας πει για τις συνθήκες τραγωδίας, κάτω απ' τις οποίες σκέφτονται και λειτουργούν ορισμένοι συμπατριώτες μας εις βάρος των άτυχων παιδιών τους. Η Σερέτη υποστηρίζει την πράξη αυτοχειρίας και αυτοθυσίας του χαρακτήρα της με την ίδια στωικότητα καθ' όλη τη διάρκεια της παρουσίας της στο σανίδι. Θα έλεγα πως συνεπικουρούμενη από την, εικαστικού ύφους, σκηνοθεσία του Σουγάρη, ειδικά στη σκηνή του τέλους της, αναδεικνύεται σε ποιητική φιγούρα και αναλαμβάνει να ''καθαρίσει'' για κάθε έναν που προβαίνει σε μια τέτοια απονενοημένη κίνηση. Δεν γνωρίζω τι της επιφυλάσσει το μέλλον, πιστεύω ακράδαντα όμως πως ο ρόλος αυτός θα την ακολουθεί σαν την πιο γλυκιά Ιοκάστη της χαρμολύπης και της ηρεμίας στο σύγχρονο θέατρο. 
    Την ίδια στιγμή, όπως είπαμε, που η Ιοκάστη αυτοκτονεί ενώπιον του κοινού, βλέπουμε σε παράλληλη δράση την αποκάλυψη της φρικτής αλήθειας: Ο Θηβαίος βοσκός - Γιώργος Ψυχογυιός φανερώνει στον Οιδίποδα πως εκείνος είχε σώσει το μωρό στον Κιθαιρώνα που έμελλε να σκοτώσει τον πατέρα του και να πλαγιάσει με τη μητέρα του. Σφιχταγκαλιάζονται με τον άντρα που έχει πλέον μπροστά του και κλαίνε με λυγμούς. Ο Ψυχογυιός καταθέτει μία μεγάλη ερμηνεία, παρά το σύντομο της παρουσίας του στη σκηνή! Έχω την αίσθηση πως δίπλα στον Ντένη Μακρή - Οιδίποδα, η χημεία τους προκαλεί μία έκρηξη συναισθημάτων και οδηγεί στην αποκορύφωση του δράματος. Ο βοσκός του Ψυχογυιού απ' τη μία γνωρίζει πως η διάσωση ενός πεταμένου βρέφους αποτελεί πράξη κοινωνικά αποδεκτή και θεμιτή, είναι κι αυτός όμως δέσμιος της θεϊκής κατάρας, που υπερβαίνει τις νόρμες των ανθρώπινων κοινωνιών. Και γι' αυτό, κλαίει σπαρακτικά, έχοντας επίγνωση κιόλας πως από τα δικά του χέρια ξεκίνησε το Κακό. Αν στην προηγούμενη δουλειά του, τον ''Αίαντα'', είχα εξάρει πάλι την εικαστική ματιά του, στον τωρινό ''Οιδίποδα'' του ο Σουγάρης συνέθεσε μία σκηνή ακριβής ποιητικής αισθητικής: Μιλάω για τη μία και μοναδική σκηνή που ο Ψυχογυιός εμφανίζεται, οι πάντες πάνω και κάτω παγώνουν με τις σοκαριστικές αποκαλύψεις, ενώ η Ιοκάστη - Νίκη Σερέτη σέρνει πρώτη το χορό του θανάτου και του θρήνου. Μια όμορφη σκηνοθετική ιδέα σε συνδυασμό με ένα καλό και απόλυτα θεατρογενές timing! 
    Η Μπέττυ Βακαλίδου - Τειρεσίας είναι μία άλλη ξεχωριστή ερμηνεία στο σύνολο της παράστασης. Ντυμένη με ένα πορτοκαλί κιμονό, με το μπαστούνι του τυφλού στο ένα χέρι, και με το λουρί του σκύλου - οδηγού στο άλλο, η Βακαλίδου γίνεται το άφυλο αινιγματικό πλάσμα που γνωρίζει την αλήθεια, αλλά διστάζει να τη φανερώσει. Ξεχνάς αμέσως πως στη σκηνή παίζει μια γυναίκα τρανς με τη δική της μεγάλη ιστορία στην Ελλάδα κι αυτό είναι άθλος για τη Βακαλίδου που τον έφερε εις πέρας με επιτυχία. Ούσα αποστασιοποιημένη από την κοινωνία των ''στρέιτ'' συμπολιτών της, ακόμη κι αν αυτοί είναι βασιλιάδες, η Βακαλίδου πλάθει έναν Τειρεσία βιτριολικό και απόκοσμο, όσο απόκοσμος υπήρξε ο μάντης στο παλάτι του αρχαίου μύθου. Κι όταν με το μπαστούνι της δίνει μία στα αρχίδια του Οιδίποδα, φαίνεται να έχει επίγνωση της μαντικής αξίας της και της δύναμης μιας ανυπότακτης θέλησης. Μία επιλογή τέλεια για τον σκηνοθέτη απ' την άποψη του casting, αφού η Βακαλίδου δεν είναι άντρας, δεν είναι γυναίκα, δεν είναι καν τρανς επί σκηνής: Είναι ένα ολοκληρωμένο μυστηριακό πλάσμα - ίσως ο πιο δυνατός χαρακτήρας σ' ολόκληρο το έργο του Σοφοκλή - που η παρουσία του ταράζει και εντυπωσιάζει! Η Βακαλίδου - Τειρεσίας γνωρίζει όσο γνωρίζουν και οι θεατές που παρόλα αυτά περιμένουν τον καλό το λόγο από τα χείλη της, λες και ο μύθος θα αλλάξει εξ αιτίας της και το Κακό θ' αποφευχθεί. Αυτό δεν γίνεται ποτέ φυσικά! Ο Τειρεσίας με τον σκύλο - οδηγό αποχωρούν και η Βακαλίδου παίζει με αυτοπεποίθηση και με μία αίσθηση μαύρου χιούμορ, έτσι όπως τό'θελε ο Σουγάρης. 

    * Το έργο ''Οιδίπους Τύραννος'' του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη ολοκληρώνει τις παραστάσεις του αυτή την Κυριακή 3/6 στο Νέο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου

    Τρίτη 29 Μαΐου 2018

    Benelux 2018_Μέρος 2ο_Λουξεμβούργο

    Ήταν απίστευτο που το εισιτήριο από τις Βρυξέλλες για Λουξεμβούργο κόστισε περίπου εφτάμισι ευρώ με το λεωφορείο, κοινώς ούτε δεκαπέντε ευρώ δεν μας πήγαν τα εισιτήρια μαζί με τη Λιάνα. Αντίθετα, με το τραίνο θα μας κόστιζε γύρω στα 87 ευρώ, ασύλληπτη δηλαδή διαφορά στην τιμή των δύο μεταφορικών μέσων. Ψάχνοντας το, μάθαμε πως υπάρχει μια νέα εταιρεία μεταφοράς με λεωφορεία στις γειτονικές χώρες που λέγεται Flixbus και που προσφέρει πάμφθηνα εισιτήρια με σκοπό τον ανταγωνισμό με τις σιδηροδρομικές εταιρείες. Λόγου χάριν, η γραμμή του Flixbus συνδέει τις Βρυξέλλες με το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, τη Γερμανία, την Τσεχία και την Ελβετία με εισιτήρια που κυμαίνονται μεταξύ 5 και 20 ευρώ - και μιλάμε για λεωφορεία άνετα με εσωτερική τουαλέτα και παροχή wi-fi. Αυτά είναι, όταν για να πας Αθήνα - Θεσσαλονίκη δε σου φτάνει ένα πενηντάευρω! Τέλος πάντων, πρωί φύγαμε από Βρυξέλλες και μετά από ένα τρίωρο περίπου φτάσαμε στο Λουξεμβούργο. Το πρώτο πράγμα που φωτογραφήθηκε φυσικά ήταν ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός του Λουξεμβούργου που μου έμελλε να τον επισκεφτώ αρκετές φορές από το 2007 που πρωτοπήγα στο συγκεκριμένο κράτος.  
    Μας παρέλαβαν ο Νίκος Βερβερίδης με τη γυναίκα του, τη Τζένη Γαβαλάκη, αφού θα μας φιλοξενούσαν για ένα βράδυ, το πρώτο μας στο Λουξεμβούργο. Τα παιδιά μένουν στην ''Οδό Αγριοτριανταφυλλιάς'', στο πανέμορφο αλπικό σπίτι τους σε ένα από τα καλύτερα προάστια της πρωτεύουσας. Η Λιάνα εντυπωσιάστηκε με την εργασία που έχει ρίξει ο Νίκος στο σπίτι: Μία καθ'όλα καλλιτεχνική εργασία, ακόμη και με αρτ ντεκώ κάγκελα στην εσωτερική σκάλα, που κάνει την οικία τους να μοιάζει σαν να βγήκε από παραμύθι των αδερφών Γκριμ! 
    Ήσυχη η γειτονιά του Νίκου και της Τζένης με σπίτια σε μικρή απόσταση το ένα απ' τ' άλλο, όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Την πρώτη μέρα στο Λουξεμβούργο δεν κάναμε τίποτα, καθώς συνειδητοποιήσαμε από νωρίς πως τα ταξίδια με το λεωφορείο είναι κάπως κουραστικά, παρόλες τις προαναφερόμενες ανέσεις. Μας έβγαλαν όμως για φαγητό τα παιδιά σε ένα ωραίο ιταλικό εστιατόριο κοντά στο σπίτι τους. Κοιμηθήκαμε νωρίς σχετικά και την επόμενη, μέχρι την πρώτη βραδινή προβολή της ταινίας μου στο Cine - Utopia, αποφασίσαμε να εκδράμουμε στην παλιά πόλη!   
     Μια ομορφιά η παλιά πόλη! Φέτος ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι την είδα καλύτερα, αφού με τη Λιάνα δεν μας εγκατέλειψε η μόνιμη διάθεση για βόλτες και τη γυρίσαμε ολόκληρη σχεδόν με τα πόδια μας, περνώντας μέσα από τα κανάλια, τα γεφύρια, το καταπράσινο τοπίο και τα μεσαιωνικά κτίρια. Δυστυχώς το μπαρ ''Liquid'', στο οποίο πριν τρία χρόνια γυρίσαμε μια σκηνή από τα ''Γράμματα στη Γερμανία'', ήταν κλειστό και δε μπόρεσα έτσι να καλέσω τον συμπαθέστατο, Βέλγο απ' ότι θυμάμαι, ιδιοκτήτη του για να παραστεί στην προβολή. Κάτσαμε όμως με τη Λιάνα για ένα καφέ, χρησιμοποιήσαμε το καινούργιο τελεφερίκ για να κατεβούμε στο πρώτο επίπεδο, κάτω από την κεντρική λεωφόρο του Λουξεμβούργου, και μετά το μεγάλο ασανσέρ που σε οδηγεί κατευθείαν στην καρδιά της παλιάς πόλης. Πιθανώς να τό'χω ξαναγράψει, αλλά η παλιά πόλη του Λουξεμβούργου έχει χαρακτηριστεί Μνημείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την Ουνέσκο! 
    Στο υπόγειο του ασανσέρ που ανεβοκατεβάζει τον κόσμο μεταξύ της παλιάς και της καινούργιας πόλης, υπήρχε και μια έκθεση με εικαστικά έργα εμπνευσμένα από το Λουξεμβούργο.  
    Αν και μικρό, είναι πολύ όμορφο κρατίδιο το Λουξεμβούργο με τη δική του μεγάλη ιστορία στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την άρνηση των υπηκόων του να πάνε με το μέρος του Χίτλερ που τους έλεγε μέσω της προπαγάνδας του ότι είναι Γερμανοί στην ουσία και θα έχουν συμφέρον από τη φρικαλέα δράση του στην υφήλιο. Δεν ήξερα επίσης ότι μία από τις πρώτες μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις σε χώρα υπό ναζιστική κατοχή είχε γίνει στο Λουξεμβούργο!  
    Η Λιάνα ήθελε να αγοράσει στρατιωτάκια ''chevaliers'' για τον Λεό, τον εγγονό της, κι έτσι επισκεφτήκαμε κι ένα παιχνιδάδικο στο κέντρο με τις τιμές του να κυμαίνονται πάνω - κάτω στα ίδια επίπεδα με την Ελλάδα. 

     
    Μας έκανε και πάλι καλό καιρό, ασυνήθιστο για την εποχή. Δεν περίμενα δηλαδή σ' αυτό το tour στο Benelux επί μία εβδομάδα να κυκλοφορώ με βερμούδα και κοντομάνικο μπλουζάκι. 
    Σ' αυτήν εδώ την πλατεία που φωτογράφισα τη Λιάνα με τα αγάλματα, θυμάμαι ότι είχαμε κάτσει και με τον Δεστούνη, τον Θεοδωρόπουλο και τον Μπόλλα προ τριετίας μετά από ένα κουραστικό γύρισμα στην παλιά πόλη. Ήταν Κυριακή μεσημέρι και είχα βρει με μεγάλη χαρά παγωμένο καφέ! Αυτή τη φορά δεν καθίσαμε για καφέ, απλώς περάσαμε.  
    Αυτή πάλι είναι η Γέφυρα της Δούκισσας Σαρλότ του Λουξεμβούργου που κάποτε οι άνθρωποι και κυρίως οι νέοι αυτοκτονούσαν, πέφτοντας στην παλιά πόλη που βρίσκεται ακριβώς από κάτω! Η κατάσταση είχε παραγίνει, μέχρι και ταμπέλα με την επισήμανση του δελτίου...αυτοκτονιών υπήρχε, εξού και τώρα μπήκε αυτό το ψηλό πλέγμα που αποτρέπει τουλάχιστον τις πτώσεις, επιτρέπει όμως και στα διερχόμενα αυτοκίνητα να μη χάνουν την υπέροχη θέα! 
    Γυρίσαμε στο σπίτι της Τζένης και του Νίκου κουρασμένοι από το περπάτημα - το είχαμε συνηθίσει, η αλήθεια είναι - και το απόγευμα ετοιμαστήκαμε για τη Cine-Utopia και την προβολή των ''Γραμμάτων στη Γερμανία''. Εδώ είμαι στο τεράστιο υπαίθριο γκαράζ παραδίπλα απ' τη Cine-Utopia, το πρώτο πράγμα που είχα δει όταν το 2007 με πρωτόφεραν στο Λουξεμβούργο για την προβολή του ''Ζωντανοί στο Κύτταρο - Σκηνές Ροκ''!  
    Εδώ είναι ο Βύρων Γουλάκης, ο καλός μας άνθρωπος, που αν δεν υπήρχε, πιθανώς να μη γυρίζονταν τα ''Γράμματα στη Γερμανία'' στο Λουξεμβούργο. Δίπλα του η Τζένη, η πρόεδρος της Ελληνικής Κινηματογραφικής Λέσχης του Λουξεμβούργου, κανονίζοντας τα της προβολής.  
    Περίπου τριάντα άτομα, Έλληνες και ξένοι, προσήλθαν στην προβολή και ήταν κάτι το λιγότερο συγκινητικό! Μία ταινία μικρού μήκους που γυρίστηκε σε Ελλάδα και Λουξεμβούργο, στην ουσία επέστρεφε ολοκληρωμένη για να παιχτεί στη δεύτερη πατρίδα της και να τη δουν επιτέλους οι άνθρωποι της! 
    Στη μεγάλη οθόνη τα πρόσωπα του Μανώλη, του Απόλλωνα, της Λίλας και του Παντελή, το σπίτι της Λιάνας στο Παγκράτι και το νεκροταφείο στο Λουξεμβούργο, που θα επισκεπτόμασταν την επόμενη μέρα κιόλας! Η Λιάνα προλόγισε την ταινία, αναφερόμενη στα θέματα της μετανάστευσης και της απώλειας, ενώ την παράσταση έκλεψε - όπως ήταν κάπου αναμενόμενο - η πρωτότυπη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου. Υπήρξαν και ερωτήσεις στο q&a με το κοινό αμέσως μετά, συνθήκη που επίσης με χαροποίησε, εφόσον κατάλαβα πως η ταινία άρεσε και έδωσε λαβή για παρατηρήσεις και θετικά σχόλια! 
    Παρέα με τα παιδιά της Ελληνικής Κινηματογραφικής Λέσχης φάγαμε στο παρακείμενο ιταλικό εστιατόριο, θυμηθήκαμε τα παλιά απ' τις πρώτες μου επισκέψεις στο Λουξεμβούργο, και κατά τις 11 το βράδυ κινήσαμε για το σπίτι του Βύρωνα και της Κατερίνας αυτή τη φορά, που θα μας φιλοξενούσαν για δύο βραδιές. Είχαμε πάλι πρωινό ξύπνημα: Δεν θα την χάναμε μία επίσκεψη στην πόλη Τρίερ της Γερμανίας που γιορτάζει ακόμη τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Καρόλου Μαρξ!