Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Χρήστος Νικολόπουλος: «Δεν μου αρέσει να επιδεικνύομαι πάνω στη σκηνή, είναι θέμα χαρακτήρα»

 

Αν σήμερα μπορούμε να μιλάμε για ζωντανό λαϊκό τραγούδι που εξακολουθεί να παράγεται – και από άλλους νεότερους συναδέλφους του – αυτό οφείλεται σαφέστατα στον Χρήστο Νικολόπουλο. Υπήρξε η ασφαλής διαχωριστική γραμμή που δεν άφησε το ευρύ κοινό να παραδοθεί εξ ολοκλήρου στο ευτελές τραγούδι των κέντρων και της τηλεόρασης. Ο συνθέτης που κρατάει την τιμή του λαϊκού τραγουδιού στα δάχτυλα των χεριών του, μίλησε στο Documento για όλα και αφορμή ήταν η επερχόμενη συναυλία του στο Ηρώδειο.

Η συναυλία σας αυτή θα είναι αφιερωμένη στον Μάρκο Βαμβακάρη;

Τον είχα γνωρίσει και μάλιστα είχα παίξει σε κάποια λίγα τραγούδια του. Αφιέρωσα σαν φόρο τιμής τη συναυλία στη μνήμη του και θα ακουστεί ένα τραγούδι του μαζί με τριάντα μπουζούκια, «Τα ματόκλαδα σου λάμπουν» που θα πει ο Φοίβος Δεληβοριάς. Εκτιμώ πολύ τους ρεμπέτες, που άνοιξαν το δρόμο για μας τους νεότερους ώστε να είναι καλύτερα τα πράγματα. Τους πρόλαβα όλους, τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, όπως και τον Παγιουμτζή, με τον οποίο δούλεψα για δέκα μέρες περίπου, αφού πήγα στο μαγαζί με το τέλος της σεζόν.

Κάνετε συχνές αναδρομές στο ξεκίνημα της πορείας σας;

Πολύ συχνά, αφού ως γνωστόν όταν οι άνθρωποι μεγαλώνουν, πάνε προς το παρελθόν. Με ξεκουράζει και σκέφτομαι πως η μνήμη μου δουλεύει καλά ακόμη, εφόσον θυμάμαι λεπτομέρειες.

Την αεροπλανοφοβία την ξεπεράσατε;

Τώρα ναι, μπαίνω πια κανονικά στο αεροπλάνο. Αμερική δεν πάω, μέχρι Αγγλία. Είχα μεγάλο θέμα. Μόνος μου το ξεπέρασα, δεν βοηθάει και τίποτα.

Τον περασμένο Ιούλιο γίνατε 77 ετών, αν τα λέω σωστά.

Ακριβώς, στις 11 Ιουλίου. Είναι μια οριακή ηλικία, γιατί συνήθως δεν βοηθάει τον άνθρωπο το σώμα του και το πνεύμα του. Εμένα, επειδή έκανα πολύ καλή ζωή, πρόσεχα τα πάντα και από νέος δεν έκανα καταχρήσεις, ούτε τσιγάρα, ούτε ουσίες, ούτε ποτά, όλοι σήμερα με περνάνε για εξηντάρη (γέλια). Ξέρω συναδέλφους που τους έφαγε το σαράκι για να είναι στην κορυφή, όπως και μπουζουξήδες, που δεν κατάφεραν να κάνουν ότι έκανα εγώ εν πάση περιπτώσει. Εγώ δεν είχα τέτοια προβλήματα και ποτέ μου δεν πείραξα κανέναν.

Αυτή την υπέρμετρη φιλοδοξία τη βλέπουμε περισσότερο στους τραγουδιστές.

Έχετε δίκιο, οι τραγουδιστές πάντα έχουν την αγωνία του σουξέ. Τους έχω ζήσει όλους. Ακόμη κι αν κάνουν το σουξέ, λοιπόν, μετά έχουν την αγωνία του επόμενου. Απ’ την άλλη, έχουν το προνόμιο να μπορούν να επιζούν για τα επόμενα χρόνια ακόμη και μ’ ένα σουξέ μόνο. Οι δημιουργοί έπαιρναν κάποτε τα δικαιώματα τους και μπορούσαν να ζουν καλά επίσης. Έπαιρναν, δεν παίρνουν!

Με το μπουζούκι του σε νεαρή ηλικία, μέσα της δεκαετίας του 1960
Μεγαλώσατε σε φτωχή οικογένεια, όπως οι περισσότεροι της γενιάς σας;

Μεγάλη φτώχεια. Ήμασταν τέσσερα αδέρφια μέσα σε μια αγαπημένη, αλλά πολύ φτωχή οικογένεια. Μεγάλωσα σ’ ένα χωριό της Μακεδονίας και από πολύ νωρίς ένιωσα ότι θα γίνω μουσικός, μην έχοντας πιάσει κανένα όργανο στα χέρια μου.

Ενστικτωδώς δηλαδή.

Όποτε άκουγα μουσική κόλλαγα το αυτί μου και το ίδιο γινόταν με τα συγκροτήματα στα πανηγύρια. Οι δικοί μου ήξεραν ότι θα με βρουν εκεί. Το ίδιο και ο αδερφός μου που πήρε πρώτος μπουζούκι για να μάθει, αλλά τελικά το έμαθα εγώ. Δεν ζει πια, ήταν μεγαλύτερος μου.

Χάρις Αλεξίου - Χρήστος Νικολόπουλος το 1975 όταν έκαναν το άλμπουμ «Η ζωή μου κύκλους κάνει»
Εξαιτίας της φτώχειας, αρχίσατε να παίζετε μουσική;

Ακριβώς, ξεκίνησα να παίζω απ’ τα δώδεκα μου. Πήγα σε μια σχολή για πέντε μήνες και μάλιστα αρίστευσα, αλλά ήμουν πιο πολύ αυτοδίδακτος. Άκουγα τραγούδια και τα ξεπατίκωνα. Στα 14 μου, με ζήτησαν να αντικαταστήσω κάποιον σε ένα συγκρότημα, που είχε φύγει φαντάρος. Έτσι μπήκα στο επάγγελμα για να βοηθήσω την οικογένεια μου.

Με την ώθηση των γονιών σας;

Καθόλου. Ο πατέρας μου θεωρούσε αλητεία τα μπουζούκια, που ακόμη τότε ήταν παρεξηγημένα. Εγώ βέβαια δεν σταμάτησα κι όταν άρχισα να βγάζω λεφτά και τους βοήθαγα, του άρεσε.

Σας απασχολούσε και το να βγάλετε δικά σας τραγούδια;

Καμία σχέση. Το μόνο που ήθελα ήταν να καλυτερεύσω τη ζωή μου, να βγάλω χρήματα και να στηθώ στα πόδια μου. Η σύνθεση προέκυψε από κάποιες συγκυρίες. Η πρώτη ήταν όταν είχα έρθει στην Αθήνα σαν κατατρεγμένος για να έβρισκα την τύχη μου.

Που μένατε τότε;

Έμενα σ’ έναν γνωστό λαϊκό Πόντιο τραγουδιστή απ’ τα μέρη τα δικά μας. Μόλις έβγαζα μεροκάματο, έφυγα απ’ αυτόν κι έμενα μ’ έναν άλλο φίλο μου, με τον οποίο γνωριστήκαμε στο περίφημο καφενείο των μουσικών. Αυτός έπαιζε λίγο μπουζούκι κι έγραφε κάνα τραγούδι με μένα να τον βοηθάω επειδή είχα μεγαλύτερη ευχέρεια. Έτσι άρχισα ν’ ασχολούμαι με τη σύνθεση, σαν ένα παιχνίδι μ’ ένα φίλο. Τα πρώτα χρόνια με φώναζαν στο στούντιο κι έπαιζα τζάμπα για να με γνωρίσουν – μόνο χαρτζιλίκι μου δίνανε. Μιλάω για τις μικρές εταιρείες της Ομόνοιας. Όταν υπήρχε, ας πούμε, ένας πιο καλός συνθέτης, θέλανε κι έναν καλύτερο μπουζουξή. Σε μια απ’ αυτές τις ηχογραφήσεις, ήταν ο Στέλιος Ζαφειρίου που του είπαν ότι θα παίξει κι ένας μικρός μαζί του. Έτσι έπαιξα μαζί του κι αυτός ενθουσιάστηκε. Άρχισε να με φωνάζει σε καλύτερες εταιρείες, τις «μεσαίες», που πληρωνόμουν κανονικά. Μέσω των ηχογραφήσεων αυτών, γνώρισα τον Μανώλη Αγγελόπουλο. Δουλέψαμε για ένα μήνα μαζί, το καλοκαίρι του 1964, αφού ο Γιάννης Παλαιολόγου, ο μπουζουξής του, είχε πάει φαντάρος. Πήγαμε Θεσσαλονίκη και κάναμε πολλά εξτρά. Τον ίδιο καιρό ο Πάνος Ιατρού, ένας άλλος μουσικός που γνώρισα, με έστειλε στον Καζαντζίδη, που ενώ είχε μπουζούκια, ήθελε να τα αλλάξει. Πέρασα από ακρόαση.  Ο Καζαντζίδης ως γνωστόν σταμάτησε να τραγουδάει την Καθαρά Δευτέρα του 1966.

Με το γνωστό επεισόδιο με το πιάτο.

Το υποτιθέμενο, ας πούμε, μια και ο Καζαντζίδης φοβόταν απλώς τα πιάτα. Να, τώρα στην ταινία που ετοιμάζεται, ένας κάνει τον Νικολόπουλο. Ένα παιδί είναι, ακορντεονίστας, και μάλιστα με φώναξαν για σύμβουλο. Δεν είχα κανέναν ενδοιασμό, αφού η εταιρεία που έκανε την ταινία είναι πολύ έμπειρη μετά την «Ευτυχία». Βρήκανε τα πρόσωπα που ταιριάζανε. Συμφωνώ με την επιλογή του Μάστορα. Πίσω, στα δικά μας, όταν σταμάτησε ο Καζαντζίδης, εγώ έγινα περιζήτητος πλέον. Μαζί του, ούτως ή άλλως, είχα μπει στις μεγάλες εταιρείες. Έπαιζα μπουζούκι σ’ όλους τους συνθέτες. Και στον Θεοδωράκη, σε όλους, εκτός από τον Χατζιδάκι.

Με τη Λίτσα Διαμάντη και τον Μίμη Πλέσσα, τέλη της δεκαετίας του 1980 για την εκπομπή «Καλλιτεχνικό Καφενείο» της ΕΡΤ 
Ο Χατζιδάκις δούλευε με τον Πολυκανδριώτη τότε.

Και πιο πριν με τον Ζαμπέτα, που είχαν κάνει φαντάροι μαζί. Δεν τον άκουγα πολύ τον Χατζιδάκι, μου πήγαινε περισσότερο ο Θεοδωράκης, που είχε πάρει πιο πολλά στοιχεία απ’ τους λαϊκούς. Στον Μίκη, μάλιστα, έδειξα και τους δρόμους στο μπουζούκι κάποια στιγμή. Το’ χε πει και δημοσίως, μιλάω για αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση. Με τον Χατζιδάκι, μάλιστα, είχαμε μεγάλες κόντρες με τα σωματειακά.

Τι είχε γίνει ακριβώς με τον Χατζιδάκι;

Εμείς τότε είχαμε ένα σωματείο, την ΕΜΣΕ. Ήμουν στο ΔΣ και από τα ιδρυτικά μέλη του. Γύρω στο 1978, προέκυψε η ψήφιση ενός νόμου για τα συγγενικά δικαιώματα τραγουδιστών και μουσικών. Η ΑΕΠΙ δεν ήθελε να έχουν κι οι άλλοι δικαιώματα, το ίδιο με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. «Δεν μπορεί εμένα το τραγούδι μου να ορίζεται από έναν τραγουδιστή» έλεγαν. Η Μερκούρη δεν πέρναγε το νόμο αυτό επειδή δεν τον ήθελε ο Χατζιδάκις. Εφτά χρόνια τον είχε στο συρτάρι η Μελίνα το νόμο. Σ’ ένα συμβούλιο, ανταλλάξαμε βαριές κουβέντες με τον Χατζιδάκι και τους άλλους μεγάλους. Μου άρεσε, όμως, γιατί την επόμενη σεζόν που παίζαμε με τον Βελλή στη Θεσσαλονίκη, ο Χατζιδάκις πήρε την παρέα του και ήρθε στο μαγαζί. Πήγα, του ζήτησα συγγνώμη, «άλλες απόψεις είχαμε απλώς, κύριε Χατζιδάκι» του είπα. Δεν ήταν όμως ένας άνθρωπος της παρέας μου ή του χαρακτήρα μου.

Πότε δημοσιοποιείτε το πρώτο σας τραγούδι;

Όταν ήμουν με τον Καζαντζίδη, έπαιξα τα πρώτα μου τραγούδια στη Μαρινέλλα, σκέτες μελωδίες. Με συμπαθούσε ιδιαιτέρως η Μαρινέλλα, «Μπράβο, μικρέ» μου είπε όταν άκουσε τέσσερα – πέντε κομμάτια μου. Η ίδια μεσολάβησε για να τα παίξω στον Στέλιο, ο οποίος μου ζήτησε να τα βάλει σε δίσκο του κάποια στιγμή. Έτσι, αργότερα, το 1968, βγήκαν το «Νυχτερίδες κι αράχνες» και μερικά άλλα τραγούδια μου.

Με την είσοδο στα 70s, είδατε να μετασχηματίζεται το λαϊκό τραγούδι;

Έζησα όλους τους μετασχηματισμούς, όπως το είπατε πολύ ωραία. Το λαϊκό τραγούδι πέρασε πολύ έντονα ένα διάστημα στην κοσμικότητα και μετά ήρθαν οι μεγάλοι δημιουργοί, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Μαρκόπουλος. Ο Μαρκόπουλος ήταν πολύ μεγάλο ταλέντο, όπως και ο Ξαρχάκος. Μέγας! Και ο Μούτσης! Εγώ αυτούς τους θαυμάζω περισσότερο απ’ τους Χατζιδάκι – Θεοδωράκη.

Για ποιο λόγο;

Δεν αμφισβητώ την προσφορά κανενός, αλλά αυτοί ήταν προνομιούχοι, στηριζόμενοι από κάποιες τάξεις ανθρώπων. Ο Χατζιδάκις απ’ τη Δεξιά και ο Θεοδωράκης απ’ την Αριστερά. Μπόρεσαν και έγραψαν μουσική σε πολλές ταινίες, ο μεν Χατζιδάκις σε 94 ταινίες, ο δε Θεοδωράκης σε 96. Και ατάλαντος να ήταν κάποιος, θα διέπρεπε μέσα απ’ αυτές τις ταινίες.

Ο κινηματογράφος ήταν ένα πεδίο δηλαδή για να γίνονται γνωστοί οι συνθέτες.

Πάρα πολύ! Εγώ τότε ήμουν στα ξεκινήματα μου και τους παρακολουθούσα όλους. Κι αυτοί, που σας είπα ότι αγαπώ περισσότερο, έγραψαν μουσική σε ελάχιστες ταινίες. Ο Ξαρχάκος να έγραψε μουσική σε 20 ταινίες και σε ακόμη λιγότερες ο Μούτσης. Σημαίνει ότι αναδείχτηκαν με την αξία τους.

Πρώτη συνεργασία στη νύχτα με την ανερχόμενη τότε Ελευθερία Αρβανιτάκη, μέσα της δεκαετίας του 1980
Αυτοί ήταν και πιο λόγιοι συνθέτες, ασχολούνταν και με τις μελοποιήσεις.

Φυσικά. Κι εγώ μόνο μία μελοποίηση έχω κάνει, τα «Γκρίζα» του Καβάφη.

Είναι αριστούργημα αυτό το τραγούδι.

Έγινε με την παρότρυνση του Μάνου Ελευθερίου. «Γράψε κι εσύ πάνω σ’ ένα ποίημα» μου έλεγε και του απαντούσα «Γράφουν οι άλλοι, εγώ κάνω τα λαϊκά μου». Μου διάλεξε αυτός τα «Γκρίζα», μου άρεσε πολύ το ποίημα και το έφτιαξα. Θα ακουστεί στο Ηρώδειο και θα το πει ο Φοίβος Δεληβοριάς.

Ωστόσο έχετε μελοποιήσει την αφρόκρεμα των Ελλήνων στιχουργών.

Τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Ρασούλη, τον Ελευθερίου, τον Πυθαγόρα. Αυτοί έγραφαν και ποιήματα, όπως ο Ελευθερίου, αλλά στον στίχο διέπρεψαν. Συχνά οι στίχοι των λαϊκών τραγουδιών έχουν ποιητικά στοιχεία. Ήταν σημαντικό για μένα να με εμπιστευθούν στο ξεκίνημα μου ο Πυθαγόρας και ο Κώστας Βίρβος, άλλος μεγάλος! Μόνο με τον μέγα Γκάτσο δεν συνεργάστηκα ποτέ, ούτε και τον γνώρισα, πέρα από τυχαίες συναντήσεις μας σε στούντιο. Μ’ αυτόν θα ήθελα πραγματικά να έχω γράψει ένα τραγούδι έστω, αλλά δεν μας προέκυψε.

Πριν από 18 χρόνια σε μένα είχατε δηλώσει πως δεν υπάρχει περίπτωση να γράψεις κάτι και να καταξιωθείς στο μέλλον. Σήμερα, εν έτει 2024, τι θα λέγατε;

Αναφερόμουν σε επιτυχίες που γίνονταν μόνο από επανεκτελέσεις, κάτι που συμβαίνει και τώρα νομίζω. Λίγα είναι τα τραγούδια που γράφτηκαν και καταξιώθηκαν την τελευταία εικοσαετία. Οι «Μέλισσες» του Καζαντζή, π.χ., που βέβαια είναι έντεχνο τραγούδι. Έντεχνο εγώ ορίζω το τραγούδι που γράφεται βάσει των γνώσεων του συνθέτη, της παρτιτούρας. Δεν έχουν, όμως, λαϊκή φόρμα αυτά τα τραγούδια. Ο Τσιτσάνης μετά τους ρεμπέτες εδραίωσε το λαϊκό τραγούδι με τον πόνο και την καντάδα, εμπλουτίζοντας την ορχήστρα και μ’ άλλα όργανα. Στη συνέχεια, το λαϊκό τραγούδι εκτοξεύτηκε απ’ τις μεγάλες φωνές, Καζαντζίδη, Γαβαλά, Αγγελόπουλο, Καίτη Γκρέυ, τεράστιοι όλοι. Μετά εξευγενίστηκε λίγο – Βοσκόπουλος, μεγάλη μορφή – ώσπου ο Νταλάρας στήριξε πολύ το περιθωριοποιημένο για χρόνια ρεμπέτικο. Ήμουν μαζί του και τον έζησα. Το λαϊκό τραγούδι δέχτηκε πλήγματα: Ο Καζαντζίδης, ενώ ήταν ο Νο 1 τραγουδιστής, δεν τραγουδούσε εξ αιτίας των διαφορών του με τις εταιρείες. Αυτό σήμαινε ότι δεν το στήριζε σε κέντρα, σε λάιβ, σε αντίθεση με τον Στράτο Διονυσίου. Εάν ο Καζαντζίδης τραγουδούσε αυτά τα είκοσι χρόνια απουσίας του, η συνέχεια του λαϊκού τραγουδιού θα ήταν διαφορετική. Το 1985 – 90 έφτασε σε μια τρομερή έξαρση με τραγουδιστές σαν τον Βελλή, αλλά και με τον πιο εξαιρετικό όλων που ήταν ο Νότης Σφακιανάκης. Πρώτη φορά το λέω αυτό. Αυτός διάλεγε καλά τραγούδια και δημιούργησε μια δική του ιδιαιτερότητα, ασχέτως του χαρακτήρα του, που είναι δικό του θέμα. Υπήρξε μεγάλη μορφή ο Σφακιανάκης με αποδέκτες χιλιάδες κόσμου. Είναι πλήγμα που δεν τραγουδάει ο Σφακιανάκης σήμερα.

Θεωρείτε τον Σφακιανάκη τελευταίο καθαρόαιμο λαϊκό τραγουδιστή;

Ακριβώς. Και με μία ευγένεια. Το λέω αντικειμενικά, δεν υπήρξαμε ποτέ συνεργάτες. Ο Ρέμος κάνει ένα άλλο είδος, πιο πολύ ποπ και λιγότερο λαϊκό. Ο Σφακιανάκης δεν τραγούδησε ποτέ ποπ. Ο Οικονομόπουλος, ο Αργυρός και ο Βέρτης παραμένουν εξαιρετικοί στο είδος τους και θα μπορούσαν να ενταχθούν στο αμιγώς λαϊκό τραγούδι, απλώς κοιτάνε την ευκολία τους και με το είδος που εκπροσωπούν δυστυχώς μεγαλώνουν οι έφηβοι. Και λέω δυστυχώς γιατί τα παιδιά μας θα νομίζουν πως αυτό είναι το ελληνικό τραγούδι.

Είστε κατά του λεγόμενου λαϊκοπόπ;

Το ποπ τώρα το λένε λαϊκό. Πλήγμα είναι ακόμη που δεν τραγουδάει ο Πασχάλης Τερζής. Τραγουδιστάρα! Δόξα τω θεώ, είναι μια χαρά με την υγεία του. Φυσικά υπάρχει και ο Νταλάρας, μεγάλη ιστορία.

Μιλώντας για τραγούδια, η «Πριγκιπέσσα» του Μάλαμα είναι ένα κλασικό πια λαϊκό τραγούδι.

Έχω εξαιρετική γνώμη γι’ αυτούς τους δημιουργούς, που είναι έντεχνοι βέβαια. Κάποια είδη συμβάδιζαν κι από παλιά είχαμε τους πιο «προχωρημένους» στον λόγο, σαν τον Σαββόπουλο και τα Κατσιμιχάκια. Πάλι καλά που υπάρχουν σήμερα ο Μάλαμας, ο Περίδης, ο Πασχαλίδης. ο Θαλασσινός, ο Καραμουρατίδης που μου αρέσει πάρα πολύ. Και ευγενείς λαϊκοί συνθέτες, όπως ο Γιώργος Θεοφάνους και ο Κυριάκος Παπαδόπουλος, οι οποίοι γράφουν εξαιρετικά λαϊκά τραγούδια.

Αρχές της δεκαετίας του 1990 μεταξύ άλλων με τον Μάνο Ελευθερίου και τον Γιώργο Νταλάρα
Δώστε μου έναν ορισμό της ευγένειας στο λαϊκό τραγούδι.

Το «Φεγγάρι μου χλωμό», ας πούμε, δεν έχει μία ευγένεια και καμία χοντροκοπιά; Άλλο τα έντεχνα, έτσι; Του Σφακιανάκη δεν ήταν σκληρά λαϊκά τραγούδια, ήταν η μετεξέλιξη όλων των ειδών.

Γνωρίζοντας όλα τα Ιερά Τέρατα και δουλεύοντας δίπλα τους, ποια μορφή θα αναπολούσατε σήμερα;

Μάνος Λοΐζος! Έπαιξα στα περισσότερα τραγούδια του. Σταύρος Κουγιουμτζής! Πολύ μεγάλος! Τον εκτιμώ αφάνταστα. Και από τραγουδιστές, ο Μανώλης Αγγελόπουλος στα νταλγκαδιάρικα. Κοιτάξτε, τα πράγματα έχουν αλλάξει κι εγώ το έχω αποδεχτεί. Άλλοι δεν αποδέχονται τα σημερινά τραγούδια. Εγώ πάλι αποδέχομαι μέχρι και τους ράπερ, που τους θεωρώ ευρηματικούς, αν και έχουν κολλήσει στον υβριστικό καταγγελτικό στίχο. Αν αλλάξουν στίχο, θα σαρώσουν, είμαι σίγουρος. Είναι ένα κίνημα όλοι αυτοί με εκατομμύρια views. Ποιος το καταφέρνει αυτό απ’ τους ποπ καλλιτέχνες; Απ’ την άλλη, γεμίζει η ψυχή μου εμένα να βοηθάω νέους με τα τραγούδια μου: Μακεδόνας, Μπάσης, Θεοχαρίδης, Ζωή Παπαδοπούλου, Σοφία Παπάζογλου. Ίσως γίνομαι κι εγώ πιο νέος μαζί τους.

Διατηρείτε φιλικές σχέσεις μ’ όλους τους τραγουδιστές σας;

Με τον Νταλάρα είμαστε αδέρφια. Ότι και να μου κάνει, δεν θα τον παρεξηγήσω ποτέ. Θυμάμαι τη μητέρα του να μου λέει ότι είμαι ο δεύτερος γιος της. Με τον Τερζή ακόμη, μιλάμε κάθε μέρα σχεδόν. Και με τον Καζαντζίδη τότε, μια χαρά ήμασταν. Αν δεν με είχε προσβάλλει βάναυσα με τις δηλώσεις του, δεν θα είχα κάνει τίποτα. Εντάξει, όλα πήγαν καλά και μιλάμε μέχρι σήμερα με τη Βάσω, τη χήρα του. Να δείτε τώρα τι θα γίνει με την ταινία που λέγεται «Υπάρχω». Θα αναδειχτεί εκ νέου και ο δίσκος του 1975.

Για ένα μεγάλο διάστημα, ταυτιστήκατε με το ΠΑΣΟΚ, ήσασταν και υποψήφιος στις νομαρχιακές εκλογές.

Η χειρότερη μου περίοδος. Δεν μου άρεσε καθόλου και το έκανα υπό το βάρος των πιέσεων του φίλου μου του Σκανδαλίδη. Αυτοί, όμως, τρώγονται, διαφωνούν μεταξύ τους, ακόμη και καλές προτάσεις να τους πας. Τέσσερα χρόνια βασανιστικά διήρκεσε όλο αυτό. Απ’ τους πρώτους μήνες δήλωσα παραίτηση, αλλά πέσανε πάνω μου, «σε παρακαλώ» κλπ.

Παρακολουθείτε σήμερα τα του ΠΑΣΟΚ;

Είναι μπερδεμένο το τοπίο. Δεν υπάρχει η φυσιογνωμία του Ανδρέα, αυτό να το ξεχάσουμε. Κι απ’ τα υπάρχοντα πρόσωπα δεν υπάρχει ένα που να αγγίζει τους μεγάλους ηγέτες. Σε όλα τα κόμματα. Δεν έχουμε μεγέθη να μας πείσουν για όσα λένε.

Παλιά το δίπολο ήταν ΠΑΣΟΚ – ΝΔ. Σήμερα υπάρχει ταύτιση μεταξύ τους, το λεγόμενο ακραίο κέντρο. Συμφωνείτε;

Έτσι είναι. Υπάρχει ιδεολογική ταύτιση μεταξύ όλων, πλην του ΚΚΕ. Ο δε Κουτσούμπας μου είναι πολύ συμπαθής και χορεύει ζεϊμπέκικο, όπως χόρευε ο Ανδρέας. Υπάρχει φωτογραφία που παίζω μπουζούκι και χορεύει ο Ανδρέας. Πάντως, η ιδεολογική σύμπνοια των κομμάτων είναι κι αυτό ένα δείγμα της εποχής. Ο κόσμος τους έχει όλους υπό αμφισβήτηση, λόγω της ακρίβειας. Κανείς δεν φταίει για τις τιμές στα σούπερ μάρκετ; Οι κυβερνήσεις αλλάζουν και οι τιμές ανεβαίνουν. Κανείς δεν μπορεί να βάλει φρένο; Ουσιαστικά, λοιπόν, κανείς δεν ξεχωρίζει πέραν του ΚΚΕ που έχει μια δική του γραμμή. Ανέκαθεν συμπαθούσα το ΚΚΕ, γνώριζα τον Φλωράκη και ακόμη παίζω στα φεστιβάλ του. Δεν είμαι ενταγμένος πλέον εγώ. Συμπαθώ πρόσωπα, θα έλεγα, απ’ όλα τα κόμματα.

Θα φανταζόσασταν ότι θα γιορτάζατε τα εξήντα χρόνια σας στο Ηρώδειο;

Όχι, ειλικρινά. Είχα ξαναπαίξει στο Ηρώδειο το 1999 μέσω της ΕΡΤ με την Αρβανιτάκη, τον Μπάση και τον Μακεδόνα. Από τότε το ζητούσα περιστασιακά και δεν μου το δίνανε. Μία χρονιά επί Γερουλάνου μου είπαν πως φοβούνται μη φθαρούν τα μάρμαρα απ’ την εκτόνωση του κόσμου.

Νομίζω πως πια απαγορεύονται για τον ίδιο λόγο τα τακούνια των κυριών.

Αυτό μπορεί να έχει ένα λόγο. Γενικώς είμαι υπέρ του σεβασμού των μνημείων και ειδικά του συγκεκριμένου χώρου. Θυμάμαι τον Τσιτσάνη και τον Ζαμπέτα να είναι παραπονεμένοι που έδιναν το Ηρώδειο σε ξένους. «Εμείς τι είμαστε δηλαδή; Πότε θα μπούμε στο Ηρώδειο;» έλεγε ο Ζαμπέτας. Δεν πρόλαβαν να χαρούν οι άνθρωποι αυτοί. Την τωρινή συναυλία την ετοιμάζουμε εδώ και πολλούς μήνες. Κάλεσα φίλους τραγουδιστές και οι εκπλήξεις θα είναι ο Κραουνάκης και ο Δεληβοριάς. Με τον Σταμάτη είμαστε φιλαράκια και τον θεωρώ συνθέτη που έδωσε ένα πολύ ιδιαίτερο στυλ στο τραγούδι.

Τι γνώμη είχατε για την «Εκδίκηση της γυφτιάς» και «Τα δήθεν» των Ξυδάκη – Ρασούλη που άλλαξαν το τοπίο του λαϊκού τραγουδιού;

Εξαιρετική γνώμη έχω και επηρεάστηκα κι εγώ απ’ τους δρόμους αυτούς. Έπαιζα στα «Δήθεν», με φώναξε ο Γιώργος Κοντογιάννης κι εκεί γνώρισα τον Ρασούλη. Έτσι συνεργάστηκα με τον Νίκο Παπάζογλου και κάναμε μεγάλη περιοδεία στο εξωτερικό μαζί και με τη Γλυκερία.

Ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη μακρά πορεία σας στη μουσική;

Όταν έπαιξα μπουζούκι δίπλα στον Μανώλη Χιώτη για μία ολόκληρη σεζόν. Μου χάρισε, μάλιστα, ένα κρεμαστάρι για το μπουζούκι, που φυλάω ακόμη σαν κόρη οφθαλμού. Άλλη ευτυχισμένη στιγμή ήταν η μεγάλη μου συναυλία στο γήπεδο του Παναθηναϊκού το 1987 με έντεκα μεγάλους τραγουδιστές. Ξέρετε τι ωραίες είναι όμως και οι μικρές συναυλίες που δίνω στην καθημερινότητα μου; Χθες ήμασταν στη Θήβα και είχαμε 2.000 άτομα. Το ίδιο στη Σύρο και την Πάρο, που τραγουδούσαν όλοι μαζί μας.

Με τον Γιώργο Νταλάρα
Με είχε εντυπωσιάσει κάτι βλέποντας σας σε συναυλία: Όλοι οι μουσικοί ήταν μαζί κι εσείς μόνος παραπέρα με το μπουζούκι σας παίζατε ήσυχα. Είστε τελικά μοναχικός άνθρωπος;

Μ’ αρέσει η μοναχικότητα και πολλές φορές αποτραβιέμαι για να ησυχάζει η ψυχή μου. Πράγματι, ακόμη και στη σκηνή απάνω δεν θέλω να δηλώνω δίπλα στον τραγουδιστή «είμαι κι εγώ εδώ». Δίνω το βήμα σ’ αυτόν που πρέπει. Δεν μ’ αρέσει να επιδεικνύομαι, είναι θέμα χαρακτήρα.

Μα και γι’ αυτό είχα απορήσει όταν έμαθα πως θα παίρνατε εκπομπή στην τηλεόραση. Ναι μεν έχετε ωραίο δημόσιο λόγο, αλλά δεν μου κόλλαγε για τον χαρακτήρα σας να γίνετε παρουσιαστής.

(γελάει δυνατά) Μου το είπαν πάρα πολλοί αυτό και το σκέφτηκα για να πάω, αλλά όπως βλέπετε κι απ’ αυτή τη συζήτηση, έχω μέσα μου μια ολόκληρη γραμμένη εγκυκλοπαίδεια και στην τηλεόραση βρήκα βήμα για να μιλήσω. Παρουσιαστής δεν ήμουν, αλλά μου άρεσε που εξιστορούσα γεγονότα και ιστορίες. Δεν έχουμε μείνει και πολλοί…

Και το νέο τραγούδι δεν «περπατάει», η αλήθεια είναι.

Δεν «περπατάει» αφού δεν μας παίζουν. Τα ραδιόφωνα δουλεύουν «κασέτα» πλέον. Με την ΕΔΕΜ κάναμε ολόκληρη έρευνα. Το Δεύτερο παίζει 3.700 τραγούδια και τα άλλα ραδιόφωνα παίζουν τα ίδια 300 κομμάτια κάθε χρόνο. Δεν μπορείς να πεις τίποτα, γιατί είναι ιδιώτες που λειτουργούν εντός της παρέας τους, ποιος συμπαθεί ποιον, κλίκες κλπ. Τα ραδιόφωνα ακόμη μπορούν να αναδείξουν μία επιτυχία και δεν το κάνουν. Επομένως, αυτοί είναι υπαίτιοι που δεν «περπατά» το νέο τραγούδι. Έχουμε δηλαδή ν’ ακούσουμε πανελλαδική επιτυχία απ’ την «Πριγκιπέσσα», απ’ τις «Μέλισσες» κι απ’ το «Σ’ τα είπα όλα». Τρία τραγούδια όλα κι όλα. Έτσι ήταν παλιά; Μέσα μου, κατά βάθος, δεν θέλω πια να γράφω, αφού μας καταλογίζουν ότι δεν κάνουμε πια επιτυχίες και ότι κάποιοι είμαστε ξοφλημένοι. Δεν πιστεύω τελικά ότι αξίζει να γράφει κανείς από μας.

Τα λένε αυτά για έναν δημιουργό που έχει γράψει τις «Νταλίκες» και το «Υπάρχω»;

Ναι, έχω στοιχεία και το λέω. Εμένα, λοιπόν, τέτοια τραγούδια μου αρέσουν, όπως οι «Νταλίκες», που να αφηγούνται ιστορίες, σαν μικρά ντοκιμαντέρ.

Αυτό, ξέρετε, πηγάζει λίγο κι απ’ την αμερικανική φολκ παράδοση. Και ο Μπομπ Ντίλαν τραγούδια – ιστορίες έφτιαχνε.

Συμφωνώ. Πάντα μου άρεσαν τα αμερικανικά τραγούδια και ειδικά αυτά με τις μεγάλες τζαζ ορχήστρες. Πιο πολύ δοσμένος ήμουν στην ανατολίτικη μουσική, αφού γνώριζα πολλούς τραγουδιστές από Αίγυπτο, τους οποίους μου έμαθε ο Καζαντζίδης. Αυτός άκουγε πολύ την Ουμ Καλσούμ και τη Φεϊρούζ.

Θα τελειώσει αυτό κάποτε με τα ραδιόφωνα ή θα πασχίζουν οι νέοι μαζί με εσάς μπας και ακουστούν;

Νομίζω πως θα διαιωνίζεται το πράγμα. Η Μενδώνη ψήφισε ένα νόμο για περισσότερο ελληνικό ρεπερτόριο, αλλά δεν τον εφαρμόζει κανένας. Και ποιος να παρέμβει, ποιος νοιάζεται στα αλήθεια; Τα «Απρόοπτα» το 2020 ήταν ο τελευταίος μου δίσκος σε στίχους Νίκου Αναγνωστάκη. Σουξέ έγινε το «Άσε με να σε σκέφτομαι» με τον Κραουνάκη και τώρα έχω έτοιμα τα «Απρόοπτα Β» πάλι σε στίχους Αναγνωστάκη.

Ησυχία δεν έχετε…

Η έμπνευση μου διατηρείται ατόφια, δεν έχω κανένα πρόβλημα.

Με τον Μάνο Λοΐζο το 1979 όταν έγραφαν τα «Τραγούδια της Χαρούλας»
Και κάθε πότε σας επισκέπτεται;

Όταν κάθομαι να γράψω, με ή χωρίς στίχους, καλύτερα χωρίς στίχους, ελεύθερα, οι μελωδίες βγαίνουν από μέσα μου. Να πω και ότι έχουμε πολύ καλούς στιχουργούς σήμερα, όπως και συνθέτες και τραγουδιστές. Ούτε αυτοί αναδεικνύονται από τα ΜΜΕ.

Συμφωνείτε με την άποψη της Γαλάνη, όπως την είχε διατυπώσει σε μένα κάποτε, ότι το λαϊκό τραγούδι είναι και λίγο ξέφραγο αμπέλι λόγω της παρείσφρησης του σκυλάδικου;

Δεν συμφωνώ καθόλου. Ο κόσμος είναι ο τελικός κριτής, αυτός που θα βάλει στην άκρη το σκυλάδικο. Αρκεί, βέβαια, να τα ακούει όλα για να μπορέσει να τα ξεχωρίζει. Όταν προβάλλεται μόνο το ένα είδος, πώς να ακουστούν όλα τα άλλα;

Θέλω να θυμηθείτε μία στιγμή στο στούντιο που να μείνατε μ’ ανοιχτό στόμα απ’ την ερμηνεία του τραγουδιστή σας.

Υπήρξαν πολλές τέτοιες στιγμές. Είχα την τύχη να γράψω τραγούδια για τραγουδιστές που τους πέτυχα στην καλύτερη φάση τους. Γράφαμε το «Υπάρχω», καθόμουν δίπλα στο μόνιτορ, άκουγα τον Καζαντζίδη κι έλεγα «Χριστέ μου, τι ωραία ερμηνεία ειν’ αυτή»! Με τους Νταλάρα – Αλεξίου επίσης έζησα μαγικές στιγμές.

Πάντως, εμένα το δικό σας, «Με ποια τραγούδια», το λάτρεψα με τη φωνή της Βούλας Σαββίδη.

Α, ναι, του Μάνου Ελευθερίου κι αυτό! Πολύ ωραία το είπε η Σαββίδη με το μοναδικό βιμπράτο της, μου είχε αρέσει. Είμαι πλήρης από φωνές, ακόμη τις έχω όλες στο μυαλό μου.

1991 με την Τάνια Τσανακλίδου και την Ελευθερία Αρβανιτάκη 
Έχετε κάνει μόνο ένα γάμο, έτσι δεν είναι;

Είμαι παντρεμένος από το 1971, ήθελα από νωρίς να κάνω οικογένεια ως παραδοσιακός τύπος. Είμαι με την ίδια γυναίκα εδώ και 53 χρόνια, που δεν έχει καμία σχέση με το επάγγελμα μου. Καλύτερα, γιατί οι καλλιτέχνες ζευγάρια έχουν προβλήματα μεταξύ τους. Κάναμε ένα γιο και μια κόρη και σήμερα έχουμε τέσσερα εγγόνια. Και τα τέσσερα σκυλιά μας, βέβαια, που έμειναν δύο. Πέθαναν πρόσφατα και στενοχωρήθηκα πάρα πολύ. Απολαμβάνω την οικογενειακή ζωή, που τη στερήθηκα όταν μεγάλωναν τα παιδιά μου. Λόγω δουλειάς, έχουν δίκιο τα παιδιά μου που μου καταλογίζουν ευθύνες επειδή δεν ήμουν παρών όσο θα έπρεπε.

Είστε υγιής και σε καλή φυσική κατάσταση. Πως θα είστε άραγε αν βρεθούμε ξανά μετά από δέκα χρόνια, στα 87 σας;

Ένα γεροντάκι που θα θυμάται τις ιστορίες, αν τις θυμάται, για να τις λέει και στα εγγόνια του. Έτσι με φαντάζομαι, ήσυχο, με το ψάρεμα, το χόμπι μου, με το οποίο έχω τρέλα. Μέρα παρά μέρα πηγαίνω για ψάρεμα με βάρκα στα ανοιχτά και πάντα με παρέα. Αδειάζει το κεφάλι μου, αγαλλιάζω με το τοπίο της θάλασσας, με το νυχτερινό φεγγάρι, και πιάνω και κάνα ψάρι. Έχω το εξοχικό μου στον Άγιο Κωνσταντίνο και περνάω απέναντι στον Άγιο Γεώργιο με τη βαρκούλα μου.

Τελευταία ερώτηση: Νιώθετε τυχερός άνθρωπος;

Το συζητάτε; Ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου νιώθω που δεν θα το φανταζόμουν ποτέ ότι θα δίνω συναυλίες με χιλιάδες κόσμο και θα εισπράττω αγάπη για 60 συνεχόμενα χρόνια.

Με τον Στέλιο Καζαντζίδη ξανά στο στούντιο
* Η συνέντευξη με τον Χρήστο Νικολόπουλο πραγματοποιήθηκε στον «Βάρσο» της Κηφισιάς την Κυριακή 25 Αυγούστου 2024 και ένα μεγάλο μέρος της δημοσιεύθηκε στο ένθετο Docville με την εφημερίδα Documento

** Όλες οι φωτογραφίες πλην αυτής που είμαστε μαζί ανήκουν στο προσωπικό αρχείο του Χρήστου Νικολόπουλου 


Με τον Γιάννη Πάριο, αρχές δεκαετίας του 1980

Δεν υπάρχουν σχόλια: