Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Χαρούλα Λαμπράκη: Η Μούσα του Βασίλη Τσιτσάνη και του Άκη Πάνου σε μία εκ βαθέων συνέντευξη

 

Η Χαρούλα Λαμπράκη είναι η τραγουδίστρια που ταυτίστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη, έχοντας την τύχη να αποδώσει σε α’ εκτέλεση πολλά δημοφιλή τραγούδια του, απ’ τα πιο εξωστρεφή και γλεντζέδικα του, για να είμαστε ακριβείς. Ίσως το συνταξίδεμα της με τον Τσιτσάνη να της στέρησε και μιαν άλλη ταύτιση, εξίσου δημιουργική – αυτήν με τον Άκη Πάνου, του οποίου υπήρξε στενή φίλη και συνεργάτιδα πολλών ετών.

Είχα την ευκαιρία να την επισκεφτώ στο σπίτι της το 2007 για πρώτη φορά, όταν κάναμε με τον Κώστα Μπαλαχούτη γυρίσματα για τη σειρά «Η ιστορία του λαϊκού τραγουδιού». Θυμάμαι πολύ καλά τον προσωπικό της χώρο: Ένα διαμέρισμα στην Καλλιθέα, το ιδανικό σκηνικό για κάθε κινηματογραφιστή που θα επιθυμούσε να γυρίσει μια ταινία εποχής 70s. Γουστόζικα, ρετρό σήμερα, έπιπλα και «βαριές» ταπετσαρίες με έντονα χρώματα και σχεδόν…psychedelic σχέδια – τα ίδια σχέδια που υπήρχαν, άλλωστε, στα εξώφυλλα των δίσκων της εκείνα τα χρόνια. Στη συζήτηση μας μιλήσαμε και γι’ αυτό.

Μιλήσαμε και για πολλά άλλα, που κατάργησαν τη μεταξύ μας απόσταση εξ αιτίας του κορονοϊού και της καραντίνας. Για το δημοτικό τραγούδι – τη μεγάλη της αγάπη, τις τραγουδίστριες που την καθόρισαν, τους τραγουδιστές – θρύλους που συναναστράφηκε, τα λαϊκά πάλκα, τη θέση της ως γυναίκα στο καλλιτεχνικό πλαίσιο της εποχής της, την οικογένεια της, αλλά και το σημερινό λαϊκό τραγούδι με τους νεότερους εκπροσώπους του. Κι όταν η κουβέντα επεκτάθηκε στις απώλειες και στο βιολογικό τέλος, ένιωσε να μπαίνουμε σε «βαθύτερα πράγματα», όπως η ίδια είπε χαρακτηριστικά. Ευτύχημα που ανταποκρίθηκε σε όλα εν είδει μιας ανοιχτής συζήτησης.

Λίγο ανορθόδοξη η συνθήκη της συνομιλίας μας μέσα σ’ όλη αυτή την ταλαιπωρία.

Ακριβώς ταλαιπωρία. Για όλους όσοι το περνάμε αυτό, άντρες, γυναίκες, παιδιά, δεν είναι μόνο ταλαιπωρία βέβαια. Αν ήταν μόνο ταλαιπωρία, αλλά να ξαναβρεθούν οι άνθρωποι όρθιοι, δεν θα το συζητούσαμε καν. Δυστυχώς όμως κάθε μέρα δεν ακούμε ευχάριστες ειδήσεις.

Σας παρηγορεί το ότι η θέση της χώρας μας ολοένα και χαμηλώνει σε κρούσματα και νεκρούς;

Με παρηγορεί εν μέρει. Δεν είμαστε τα εκατομμύρια των Αμερικανών, ούτε των Κινέζων, ούτε των Άγγλων, ούτε και των Ιταλών. Δεν με παρηγορεί το ότι χάνουμε τόσους ανθρώπους κάθε μέρα, υπολογίζοντας κι αυτούς που αρρωσταίνουν και μπαίνουν στην Εντατική. Γιατί; Ποιος έκανε αυτό το έγκλημα;

Πανδημίες έχει περάσει πολλές στην ιστορία της η ανθρωπότητα.

Το ξέρω, αλλά η συγκεκριμένη πανδημία δεν μπορεί να εμφανίστηκε από μόνη της.

Το πιστεύετε αυτό;

Βέβαια! Κάπου, κάπως, σε πειράματα που κάνουνε για να καταστρέψουν τον άνθρωπο, πάνε να το καταφέρουν τελικά! Τους ξέφυγε αυτός ο κορονοϊός, όπως τον λένε! 

Ως βιολογικό όπλο;

Ακριβώς! Δεν το πιστεύω μόνο εγώ, αλλά και άλλοι, που δεν δέχονται ότι αυτό ήρθε απ’ τον ουρανό. Δεν ξέρω εσείς τι πιστεύετε…

Υπάρχει η εξήγηση για τα ζώα με την τροφική αλυσίδα μέχρι να φτάσει στον άνθρωπο ο ιός.

Στην αρχή το λέγανε αυτό το τροπάριο, αλλά μετά το σταμάτησαν! Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι κάτι φτιάχνανε και τους ξέφυγε.

Ακούγατε τις προηγούμενες δεκαετίες για το ενδεχόμενο μιας πανδημίας;

Ποτέ δεν είχαμε ανάλογο πρόβλημα. Απ’ το ’67 που ξεκίνησα να τραγουδάω μέχρι που «έσκασε» αυτό, δεν είχαμε τέτοιες «ιστορίες». Το να είχαμε μία επιδημία γρίπης, ας πούμε, το γνωρίζαμε και το πέρναγε όλος ο κόσμος, αυτό το πράγμα τώρα όμως είναι πολύ θλιβερό. 

Η Χαρούλα Λαμπράκη το 1964
Λέτε ότι ξεκινήσατε το ’67, αλλά εγώ είχα την εντύπωση πως ξεκινήσατε το ’62, απ’ όταν ήρθατε στην Αθήνα.

(σαν να χαμογελάει) Τα λέτε σωστά, αλλά δεν βγήκα αμέσως στο πάλκο, μέχρι δηλαδή να με ανακαλύψει ο Μπάμπης Μπακάλης και να τον γνωρίσω. Γύρω στο ’65 θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι βγήκα ως τραγουδίστρια.

Μιλήστε μου λίγο για το τοπίο του τραγουδιού εκείνων των χρόνων.

Ήταν πααάρα πολύ καλό! Επειδή ήμουν και πολύ μικρό κορίτσι, τό’χα από πολύ νωρίς το τραγούδι μεσ’ στην ψυχή μου και στο μυαλό μου. Από τον πατέρα μου μάθαινα τα δημοτικά, που πρέπει πρώτα να τα λέει η ψυχή σου για να τα τραγουδήσεις. Ερχόμενη στην Αθήνα έμενα στη θεία μου, που γνώριζε τη μητέρα του Μπάμπη Μπακάλη κι εγώ της έψησα το ψάρι στα χείλη για να με πήγαινε από κει. Με πήγε τελικά, ο Μπάμπης μετά με πήγε με τη σειρά του στην Κολούμπια και υπόγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο.

Όλα έγιναν γρήγορα.

Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που εγώ δεν κατάλαβα τότε και τι ήταν αυτό το συμβόλαιο που υπόγραψα. Ως μικρή, δεν στεκόμουν στο τι θα πει «ποσοστά», δεν την ήξερα τη λέξη. Ταυτόχρονα σπούδαζα κιόλας.

Είναι μεγάλο σχολείο το δημοτικό τραγούδι;

Το πρώτο! Κάποιος ή κάποια, εννοώ, που νά’χει περάσει απ’ αυτό και να ξέρει να το τραγουδάει το δημοτικό. Το αυθεντικό όμως, χωρίς να θέλω τώρα να θίξω κανέναν. Αγαπώ πολύ τους γύφτους, τους τσιγγάνους, αλλά αυτό το είδος τραγουδιού δεν τραγουδιέται απ’ αυτούς. Μόνο πολύ μεγάλοι τραγουδιστές μπορούν να το τραγουδήσουν, όπως του αξίζει. Εγώ το’χα καταφέρει, πριν ασχοληθώ επαγγελματικά. Στο Λιακόβατο του Νομού Ηλείας, κοντά στη Ζαχάρω, δεν είχαμε πολλές μουσικές «πηγές». Δημοτικά ακούγαμε μόνο από’να ραδιοφωνάκι. 

Είχατε περάσει κι από τα πανηγύρια; 

Όχι, ήμουν πολύ μικρή τότε για να τραγουδούσα εκεί. Άκουγα δημοτικά από το ραδιόφωνο του θείου μου, στο σπίτι μου, με τη μητέρα μου και με τον πατέρα μου, που τραγουδούσε πάρα πολύ καλά. Αυτές ήταν οι πρώτες μου βάσεις.

Αυτό συνηθιζόταν σε παλιές οικογένειες φιλόμουσες.

Η δική μου ήταν φιλόμουση, χωρίς να κάνει κανείς αυτό το επάγγελμα. Τραγουδούσαν πάρα πολύ καλά και σωστά και οι δύο γονείς μου. 

Κατάγεστε από πολυμελή οικογένεια;

Τρία κορίτσια ήμασταν και είμαστε, εγώ η μικρότερη! Έχουμε μέχρι σήμερα αρμονία μεταξύ μας – ευτυχώς ζουν οι αδερφές μου και κάθε μέρα μιλάμε στο τηλέφωνο, αφού τώρα δεν μπορούμε να πάμε η μία στην άλλη. Γενικά στην οικογένεια μας δεν υπήρχε το «Εσύ» και κυρίως το «Εγώ. Εμείς, τα τρία κορίτσια, παρακολουθούσαμε τους γονείς μας να δουλεύουν στα κτήματα όλη μέρα τότε, στη σταφίδα. Ε, όταν πήγαινα στην εβδόμη Γυμνασίου, στα 15 – 16 μου, εγώ πήρα την απόφαση να τους πω ότι θα έρθω στην Αθήνα για να κυνηγήσω τ’ όνειρο μου και για να σπουδάσω φιλόλογος.

Ήταν επαναστατική πράξη αυτό κατά μία έννοια.

Αν το πάρουμε με τη σημερινή έννοια, ίσως ήταν μια επανάσταση, αλλά κατόπιν ωρίμου σκέψεως. Ήξερα και που θα πήγαινα, δεν ήταν άντε έρχομαι στην Αθήνα κι ότι βρέξει, ας κατεβάσει. Πήγα στη θεία μου, στην αδερφή της μητέρας μου, κι έπειτα ήθελα να ακολουθήσω τη φιλολογία, αυτή που με «προχώρησε» και με έκανε να ξέρω να μιλάω και να γράφω.

Μάλιστα. Επομένως σπουδάσατε αυτό που θέλατε παράλληλα με το τραγούδι.

Ναι, σπούδασα, αλλά δεν την τελείωσα τη φιλολογία, γιατί αμέσως απ’ τον Μπακάλη βρέθηκα στον Λαμπρόπουλο της Κολούμπια, τον Λαμπρόπουλο Β, όπως τον λέγαμε, κι αυτός μ’ έστειλε στον Πάνο Γαβαλά. 

Ποια ήταν τα τραγουδιστικά σας πρότυπα στο ξεκίνημα σας;

Δεν θα’λεγα πρότυπα, γιατί αν σ’ αυτή τη δουλειά ακολουθούσα ένα πρότυπο, δεν θά’κανα κάτι δικό μου. Αυτή που αγαπούσα και αγαπώ πολύ ήταν η Γιώτα Λύδια.

Μα είναι επίσης μία λαϊκή τραγουδίστρια στενά συνδεδεμένη και με το δημοτικό. 

Βέβαια, αλλά να σας πω κάτι; Για μένα μία τραγουδίστρια που τραγουδάει καλά το δημοτικό, μπορεί να τραγουδήσει εξίσου καλά το λαϊκό και το ρεμπέτικο. Λάτρευα τη Γιώτα Λύδια, χωρίς φυσικά να αναιρώ τη μεγάλη Καίτη Γκρέυ και την Πόλυ Πάνου – αυτού του είδους οι φωνές ήτανε πρότυπα μου. Αναμφισβήτητα, πρότυπο για μένα ήταν και η Τζένη Βάνου! Αυτής της στόφας τραγουδίστρια είμαι κι εγώ.

Το να λες, πάντως, θα κυνηγήσω τ’ όνειρο μου, φανερώνει και μια φιλοδοξία απαραίτητη για την ηλικία που ήσασταν.

Όταν το λες αυτό, πρέπει ν’ αφοσιώνεσαι ολοκληρωτικά χωρίς να κοιτάς τα της επιβίωσης. Έτσι εγώ κοιτούσα και τ’ άλλο το επάγγελμα, που ήταν πιο πρακτικό, κάνοντας μαθήματα σαν καθηγήτρια. Στο μεταξύ, είχα πει του πατέρα μου ότι αν μέσα σε δυο χρόνια δεν κάνω κάτι, θα συνέχιζα τη φιλολογία. Το ήξερε και το μόνο που μου’χε πει ήταν: «Κορίτσι μου, κάνε ότι εσύ νομίζεις σωστό, αρκεί να μη με ντροπιάσεις»! Να που μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια έγινε κάτι κι έμεινα τραγουδίστρια.

Σκεπτόμενη τώρα τα λόγια του πατέρα σας, τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να τον ντροπιάσει;

Ήταν η σκέψη ενός πατέρα αγρότη, αλλά με καλό μυαλό και με καλή φωνή, όπως σας είπα. Του περνούσε μια σκέψη του τύπου «Το παιδί αυτό είναι μικρό για να πάει μόνο του στην Αθήνα και δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει»…Ίσως γι’ αυτό κι εγώ δεν έγινα ποτέ των άκρων. Αντίθετα, έγινα πάρα πολύ θετική κι άλλο τόσο δοτική στη δουλειά που τελικά επέλεξα. Γνώρισα πολύ σύντομα σημαντικούς ανθρώπους, τον Γαβαλά, τον Περπινιάδη, τον Καζαντζίδη, όλους τους μεγάλους, με τους οποίους κάναμε παρέα. Με τον Στέλιο μέναμε πολύ κοντά ένα φεγγάρι. Δεν μπορείς να μην πάρεις ωραία πράγματα από τέτοιους ανθρώπους! Όταν ο Πάνος Γαβαλάς τράβηξε μια καρέκλα και μ’ έβαλε να κάτσω δίπλα του, ξέρετε τι κατόρθωμα ήταν για μένα;

Ήταν δύσκολος χαρακτήρας ο Γαβαλάς, όπως έχει ακουστεί;

Όχι, δεν ήτανε. Εγώ τον έζησα, γίναμε στενοί φίλοι, ήρθε στο χωριό μου και αγόρασε ελιές. Σαν παιδί του μ’ έβλεπε και καλύτερα, μην σας πω!  

Είδατε τελικά τι είναι οι φήμες από τον καθένα…

Κοιτάξτε, εγώ μιλάω απ’ τη θέση ενός ανθρώπου που γνωρίζει εκ των έσω κάποια πράγματα. Για μένα ο Γαβαλάς ήταν το Α και το Ω, μου έλεγε μέχρι και πως θα κρατήσω το μικρόφωνο ή πως θα κάτσω δίπλα του. Έμαθα πολλά. 

Ο Άκης Πάνου
Ένας συνθέτης που γνωρίζω ότι σας αγαπούσε πολύ ήταν και ο Άκης Πάνου.

(το λέει με νοσταλγία) Εεε, ο καλύτερος μου φίλος! 

Θα ήθελα να μου μιλήσετε για τον Άκη Πάνου.

Ήταν και είναι για μένα- δεν έχει «φύγει»- ένας συνθέτης πάνω απ’ όλα που έγραφε ότι ήθελε εκείνος και όχι ότι του έλεγαν οι άλλοι. Οι άλλοι συνθέτες που γνώρισα «έπαιρναν» καμιά φορά πράγματα ο ένας απ’ τον άλλο. Ο Άκης ήταν αυθεντικός, πολύ μπροστά απ’ την εποχή του και ήθελε να μην τον «ρίχνεις», να τον προσέχεις όταν σου μιλούσε. Έγραψε αριστουργήματα και συνδεθήκαμε με στενή φιλία. Εγώ τότε έμενα κοντά στο εργοστάσιο της Κολούμπια και μου τηλεφωνούσε: «Θά’ρθεις σπίτι;»…«Έρχομαι» τού’λεγα…Πήγαινα απ’ το σπίτι του, γνώρισα την αδερφή του, τη Μίνα, και πρέπει να σας πω ότι εγώ δεν έχασα ποτέ επαφή με τον Άκη παρά μόνο όταν αρρώστησε.

Πηγαίνατε στη φυλακή και τον βλέπατε;

Και βέβαια! Ούτε ποτέ κώλωσα μπροστά στο γεγονός, το οποίο συνέβη!

Προς τιμήν σας. 

Ήξερα ότι δεν τό’κανε μόνος του ο Άκης αυτό το πράγμα.

Ολοένα και πιο πολύ ακούγεται η άποψη αυτή.

Δεν ήταν αυτού του χαρακτήρα ο Άκης, γι’ αυτό και δεν πίστεψα απ’ την πρώτη στιγμή ότι έκανε μια τέτοια πράξη. Ας μείνει μετέωρο. 

Ήταν ο Άκης Πάνου αυτό που λέμε «καταραμένος καλλιτέχνης»;

Ακριβώς! «Καταραμένος», όπως λέγαμε και για την περίφημη «κατάρα των Κένεντι». 

Είναι συνήθως μεγάλοι καλλιτέχνες οι «καταραμένοι»;

Το πιστεύω. Πολύ μεγάλα μυαλά, αυτόφωτοι, αυτοδύναμοι. Δεν είναι τυχαίο που ο Άκης δε χρειαζόταν να πάει στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, τη μεγάλη αυτή στιχουργό. Τα έγραφε όλα μόνος του! Και πόση σημασία είχαν…

Ήταν τεράστιος ο Άκης Πάνου, κυρία Λαμπράκη, πραγματικά.

Τεράστιος, έτσι, όχι μόνο για μας που τον συζητάμε τώρα, αλλά και για πολύ κόσμο.

Αναρωτιέμαι αν εσείς φοβηθήκατε μην σας κατατρέξει κάποια κατάρα μέσα απ’ την ενασχόληση σας με την τέχνη.

Όχι, ίσως γιατί δεν είχα πρόβλημα με κανέναν συνάδελφο, καμία αντιδικία ή αντιζηλία.

Μπορεί η «κατάρα» που λέω νά’χε να κάνει με τα μέσα σας, όχι με τους άλλους. 

Σε ότι αφορά τα μέσα μου, πάντα ήμουν φωτεινός άνθρωπος. Ποτέ δεν πάλεψα με καταθλίψεις και τέτοια πράγματα. Μια ζωή ήμουν με το γέλιο και με την αγάπη για όλους. Πως αλλιώς, νομίζετε, θα με διάλεγε ο Τσιτσάνης;

Δεν έχετε άδικο. Ταυτιστήκατε με τον Τσιτσάνη απ’ το ’70 και μετά.

Απ’ το 1966 για την ακρίβεια. Είχα πει ένα τραγούδι του Καλδάρα και μ’ άκουσε ο Τσιτσάνης απ’ το ραδιόφωνο. Τηλεφώνησε στην εταιρεία μου, με την οποία είχα κάνει συμβόλαιο, και είπε: «Θέλω να μου στείλετε αυτό το κοριτσάκι». Όταν πήγα, δεν μου φέρθηκε σαν ο Τσιτσάνης ο μεγάλος, αν και ήταν σίγουρα μεγάλος. «Καλώς το» μου είπε. «Κάθισε»…Και μετά: «Για πάμε αυτό το τραγουδάκι»…

Θυμάστε ποιο ήταν;

Ναι, αμέ, αφού ακόμα το λέω και μου το ζητάνε. Το «Δε ρωτώ ποια είσαι»! Μετά ήρθαν τα «Απόψε στις ακρογιαλιές», «Με παράσυρε το ρέμα», «Κορίτσι μου όλα για σένα». Έγραψε περισσότερα από 25 τραγούδια πάνω μου! 

1965, το πρώτο εξώφυλλο της Χαρούλας Λαμπράκη στο περιοδικό ΝΤΟΜΙΝΟ μαζί με τον Βασίλη Τσιτσάνη
Εμένα με εντυπωσιάζει το ότι σας έγραψε τα πιο έξω καρδιά τραγούδια του. Δεν σας έδωσε, λόγου χάριν, ένα «Γεννήθηκα για να πονώ» ή ένα «Σαν απόκληρος γυρίζω».

Ναι, είναι σωστή παρατήρηση αυτή! Καταρχάς εγώ τον έλεγα Τσίλια, όπως ήθελε να τον φωνάζουν, και δεν μου έδινε να πω τραγούδια που είχαν πει η Μαρίκα Νίνου ή η Πόλυ Πάνου. Έγραψε πρωτότυπα δικά μας τραγούδια για να τα λέμε μαζί ή για να τα λέω μόνη μου. Τέτοια μεγάλη ευτυχία είχα, γιατί όταν γνώρισα τον Τσιτσάνη, ήταν σαν να γνώριζα…Ποιον να σας πω τώρα;

Μεγάλο δώρο ήταν αυτό.

Μεγάλο δώρο και χαίρομαι που και οι υπόλοιποι, τραγουδιστές και συνθέτες, το παραδέχονταν. Μου λέγανε: «Άντε, βρε Χαρούλα, πόσο τυχερή είσαι που τραγουδάς δίπλα στον Τσιτσάνη», ο Τσιτσάνης όμως εμένα δεν μου απαγόρευσε ποτέ να τραγουδήσω Μίμη Πλέσσα, Μανώλη Χιώτη, Τάκη Σούκα, Τάκη Μουσαφίρη.

Δεν σας είχε δεσμεύσει, θέλετε να πείτε.

Όχι, ποτέ. Όποτε θα’χε κάποιο τραγούδι που θα το προόριζε για μένα, μου τηλεφωνούσε: «Νινί, έλα να κάνουμε πρόβα» – Νινί μ’ έλεγε. Πήγαινα, το κάναμε πρόβα και την άλλη μέρα το γράφαμε. Είχε απλά την απαίτηση να δίνω όλη την προσοχή απ’ την πρώτη στιγμή ώστε να το μάθω. 

1967 Βασίλης Τσιτσάνης -
 Χαρούλα Λαμπράκη
Οι άλλοι συνθέτες σας καλούσαν εκείνοι για συνεργασία ή το επιδιώκατε κι εσείς;

Πρώτα απ’ όλα θέλανε όλοι οι συνάδελφοι να δουλέψουμε μαζί, όπως ο Μιχάλης Μανιδιάτης, ο αγαπημένος μου. Πήγαινα στον Πάνο Γαβαλά και του έλεγα: «Θα φύγω για λίγο, κύριε Πάνο» κι αυτός απαντούσε «Άσε τα ”κύριε Πάνο”», αλλά εγώ του’χα σεβασμό. Μέχρι τελευταία που πήγαμε μαζί στο χωριό μου, «Κύριε Πάνο» τον έλεγα, δεν ξέρω, του είχα τρομερό σεβασμό. Του έλεγα, λοιπόν «Θα πάω μία, άντε δύο σαιζόν με τον Μιχάλη και θά’ρθω πάλι» κι έτσι γινότανε. Μ’ άφηνε δηλαδή. Δεν ήμουν δεσμευμένη από κανέναν, ούτε απ’ την εταιρεία. Η εταιρεία μόνο τη γνώμη της μπορούσε να πει, αλλά μέχρι εκεί. Τίποτα άλλο. 

Και δεν αντιμετωπίσατε πρόβλημα ποτέ; Να θέλετε να πάτε με κάποιον και να μη μπορείτε.

Όχι, γιατί σε όλους έλεγα πάντα «Για μία σαιζόν θα έρθω και μετά βλέπουμε». Μπορώ να πω έτσι ότι τα κατάφερα και δούλεψα καλά με όλους: Με τον Μανώλη τον Αγγελόπουλο, με τον Τόλη Βοσκόπουλο, με τον Στράτο Διονυσίου, με όλους όπως σας είπα.

Σας βρίσκω πολύ οργανωτική να ήσασταν, έτσι όπως μου τα λέτε τουλάχιστον.

Ήμουν πάρα πολύ οργανωτική και δεν μετανιώνω γι’ αυτό. 

Και γιατί να μετανιώσετε;

Γιατί έχω ακούσει συναδέλφους να λένε «Έπρεπε να’χω κάνει αυτό» ή «Αν ξαναγεννιόμουν, θά’κανα εκείνο». Εγώ θα έκανα τα ίδια, θα γινόμουν πάλι αυτή που είμαι, με ή χωρίς τη βοήθεια και τη συμπαράσταση όλων των καλλιτεχνών που αναφέραμε.

Είχατε ποτέ την ανάγκη ενός μάνατζερ δίπλα σας;

Όχι, ποτέ. Μάνατζερ ήταν ένας που μπορεί να μου έλεγε «Θέλεις, Χαρούλα, να σου ”κλείσω” την τάδε περιοδεία στο εξωτερικό;» Εκεί ναι, μόνο τότε είχα μάνατζερ.

Πότε ακριβώς ξεκινήσατε τα ταξίδια στο εξωτερικό;

Το ’69 τραγουδούσα με τον μεγάλο Στράτο Διονυσίου στο «Καν-Καν». Τότε ήταν που φύγαμε για περιοδεία στην Αμερική και στον Καναδά. Θα έλεγα ότι έχω κάνει πολλά – πολλά ταξίδια, αλλά και πολλούς φίλους από την Αμερική μέχρι την Αυστραλία.

Αρχές δεκαετίας 1980 Χαρούλα Λαμπράκη - Μανώλης Αγγελόπουλος
Σήμερα θα κάνατε με την ίδια ευκολία ένα τόσο μεγάλο ταξίδι;

Αν δεν υπήρχε αυτό το πρόβλημα της πανδημίας παντού, θα πήγαινα, δεν θα’χα κανένα άλλο θέμα. Αυστραλία έχω πάει τρεις – τέσσερις φορές, γιατί να μην πήγαινα;

Γιατί μπορεί να σας κουράζει πλέον το αεροπλάνο.

Όχι, όχι, δεν είμαι άνθρωπος που θα παραπονεθώ «Αχ, με κούρασε αυτό», «Αχ, με κούρασε εκείνο».

Είναι θέμα καλής πνευματικής κατάστασης ή περισσότερο βιολογικής γενικά;

Εννοείται πως είναι θέμα μιας καλής ψυχολογίας και μιας καλής ζωής, θα έλεγα. Έχει σημασία, νομίζω, το ότι δεν θα μπορούσα να κοιμάμαι στις 9 το πρωί. Όχι, κοιμόμουν κατευθείαν την ώρα που τελειώναμε. Να φανταστείτε ότι κάποιες εποχές δουλεύαμε ως τις 6 – 7 το πρωί. Το ίδιο και πιο πρόσφατα στη «Στοά των Αθανάτων», που δούλευα μέχρι τελευταία, γιατί δυστυχώς είχα πέσει και ράγισε το πόδι μου. Ακόμα κι εκεί δηλαδή, που τελειώναμε στις 6 το πρωί, δεν παραπονούμασταν, γιατί μας άρεσε. Και να σας πω κάτι; Θέλω να τραγουδάω! Και ν’ ακούω τραγούδια καλά! 

Σημερινά τραγούδια;

Φυσικά και συγγνώμη που θα μιλήσω έτσι τώρα, αλλά δε βλέπω πολύ φως απ’ τα νέα παιδιά με τα τραγούδια που κάνουν. Ακούγονται για ένα – δυο χρόνια ή για μία σαιζόν και μετά ξεχνιούνται.

Κι αυτό που οφείλεται; Στα νέα παιδιά ή στα τραγούδια που τους δίνονται;

Όπως το λέτε, στα τραγούδια. Το πιστεύω ακράδαντα. Τα ραδιόφωνα βάζουν όλο τα εύκολα για ν’ ακολουθήσουν και τα άλλα παιδιά, χωρίς να σπάσουν το κεφάλι τους. Γι’ αυτό, όμως, δεν μπορούν να στήσουν ένα πρόγραμμα της προκοπής άμα δε βάλουν στο τέλος ένα «Δεν με πονάς, γι’ αυτό με βασανίζεις» (σ.σ. το τραγουδάει)

Και μοιραία γυρνάνε στο ρεπερτόριο της εποχής σας.

Ναι, ακριβώς. 

Μου κάνει εντύπωση που είστε σ’ αυτή την ηλικία…

(με διακόπτει) 72 είμαι.

Μια χαρά είστε, νέα ακόμη.

Μα δεν κρύβω τίποτα, ούτε παραπονέθηκα ποτέ επ’ αυτού. Εγώ τη ζωή μου την έζησα!

Έλεγα πως μου κάνει εντύπωση το εξής: Δεν έχετε την επιθυμία να κάνετε καινούργια τραγούδια σήμερα.

Κι όμως! Και επιθυμία υπάρχει, και τα’χω κι έτοιμα εδώ τα καινούργια κομμάτια. Περιμένω να έρθει ο Νίκος ο Ξένος, που είναι σε μια περιοδεία με ηθοποιούς, για να μπω να τα γράψουμε. 

Κι εγώ σας ερωτώ: Σε τι θα διαφοροποιούνται τα νέα σας κομμάτια απ’ αυτά που ακούτε και τα βρίσκετε νά’χουν ημερομηνία λήξης;

Ένα κομμάτι έχει μείνει και τα άλλα δύο τα’χω τελειώσει, αλλά είναι τραγούδια λαϊκά, σαν αυτά που λέγαμε κάποτε. Και δεν είναι μακριά, νομίζω, αυτό το κάποτε.

Μακριά δεν είναι, αλλά κι οι εποχές αλλάζουν. Δεν γίνεται να σταθεί με ευκολία ένας στίχος του 1965 και του ’70 στο 2020.

Σωστό, οι εποχές αλλάζουν, γι’ αυτό και όλοι σκέφτονται «Άντε να γράψουμε κάνα τραγούδι που θ’ ακουστεί για έναν – δυο μήνες»! Δεν είναι έτσι, όμως!

Σας θυμίζω και πάλι ότι εσείς κάνατε δίσκο, όμως, με τον Τάκη Μουσαφίρη, τον «πρέσβη» του ελληνικού τραγουδιού – σλόγκαν. Κι αυτό, πιστέψτε με, δεν το λέω σαν μομφή.

Με τον Μουσαφίρη, που τον αγαπώ κι είναι πολύ φίλος μου, κάναμε ένα τραγούδι που τραγουδιέται ακόμα και άμα δεν το πω, μου το ζητάνε! Το «Σούξου, μούξου, τούσου» λέω. 

Βεβαίως, το γνωρίζω. 

Ο Μουσαφίρης μπορεί ν’ άνοιξε το δρόμο για το τραγούδι – σλόγκαν, αλλά αυτά τα τραγούδια γινόντουσαν επιτυχίες. Ξέρετε τι’ναι να’χω πει τραγούδια του το 1974 και να μου τα ζητάνε μέχρι σήμερα, που έχουμε 2020; Μιλάμε για διαχρονικά πράγματα.

Μεταξύ ενός διαχρονικού και ενός πιασάρικου, η διαφορά είναι εύληπτη.

(γελάει) Πιασάρικο, δεν αντιλέγω. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να περάσει ευρέως στον κόσμο ένα λαϊκό τραγούδι. 

Αισθάνεστε μοναξιά σήμερα; Κι εδώ αναφέρομαι σ’ όλους τους μεγάλους που δεν είναι πια ανάμεσα μας.

Αισθάνομαι μοναξιά γι’ αυτούς τους μεγάλους, που μπαινόβγαιναν στο σπίτι μου κι εγώ στο δικό τους. Αυτοί μου λείπουν και δε μπορώ εύκολα να συνεργαστώ πια μ’ ένα απ’ τα καινούργια παιδιά, που τα βλέπω σήμερα και μου φαίνονται κάπως «φευγάτα».

Όταν λέτε «φευγάτα»;

Δεν είναι ισορροπημένα…Δεν καθιερώνεσαι μ’ ένα τραγούδι. Κάνεις μια επιτυχία, αλλά δεν κάθεσαι εκεί. Ένας που μ’ αρέσει, που δεν τον λες νέο συνθέτη και που δεν τό’φερε η ζωή να συναντηθούμε, είναι ο Κραουνάκης. Εγώ τον παραδέχομαι, τον λατρεύω κι αν ποτέ με πάρει τηλέφωνο και μου πει «Έλα δω, Χαρούλα, έχω για σένα αυτά», θα τα πω με προθυμία!

Αλήθεια είναι πως εσείς δεν στραφήκατε ποτέ στο έντεχνο, τη μελοποιημένη ποίηση κλπ., που υπηρέτησαν πολλοί άλλοι συνάδελφοι σας από το λαϊκό τραγούδι.

Όταν ένα τραγούδι είναι καλό, αυτό είναι και το λαϊκό. Δηλαδή είναι άτεχνο; Όχι! Δεν έτυχε να ασχοληθώ με τη μελοποιημένη ποίηση, αλλά εγώ τραγούδησα Τσιτσάνη, που δεν τραγούδησαν όλοι. Είμαι ικανοποιημένη μ’ αυτά που’χω πει και μπορεί να πω κι άλλα.

Τα ακούγατε ωστόσο αυτά τα τραγούδια, τα έντεχνα;

Όλα τα άκουγα και τα ακούω, από τα έντεχνα μέχρι τα νέα δημοτικά. Και τη Γωγώ Τσαμπά την ακούω. Μπράβο της, μάλιστα, που έκανε επιτυχία ένα τραγούδι, που μπορεί να μην τό’λεγε ένας μεγάλος τραγουδιστής. Και τον Μίκη Θεοδωράκη έχω γνωρίσει! Ήμασταν έτοιμοι να κάνουμε ένα δίσκο με ζεϊμπέκικα, αλλά απ’ ότι ξέρω αρρώστησε και ναυάγησε το σχέδιο. Με τον Χατζιδάκι, αντίθετα, δεν έτυχε να γνωριστώ ποτέ, αλλά άκουσα πολλές ιστορίες απ’ τον Τσιτσάνη γι’ αυτόν, που τον εκτιμούσε πάρα πολύ. Να σας πω έναν καινούργιο που μου άρεσε; Λέω γι’ αυτό το παιδί που σκοτώθηκε…

Τον Παντελή Παντελίδη λέτε.

Ναι, θα μ’ άρεσε αν ζούσε, να συνεργαζόμουν. Επρόκειτο να του δώσουν πολύ ωραία τραγούδια, ξέρετε.

Το λαϊκό τραγούδι δεν είναι κι ένας «ύποπτος» χώρος, στον οποίο μπορεί να παρεισφρήσει το σκυλάδικο;

Μην ξεχνάμε ότι κι αυτό που λέμε σκυλάδικο έχει κάποιο ακροατήριο. Δεν μπορεί να’ναι όλα όπως τα θέλουμε εμείς. Από κει και πέρα ή τα λες ή δεν τα λες.

Μικρό παιδί ήμουν και θυμάμαι έναν δίσκο που’χατε κάνει με τον Λευτέρη Πανταζή.

Με τραγούδια Τσιτσάνη ήταν αυτό, αλλά δεν το κάναμε ως σκυλάδικο! Ο παραγωγός μου, ο συχωρεμένος ο Λαζογιώργος, που ήταν κουμπάροι με τον Πανταζή, τον έπιασε και του είπε: «Λευτέρη, θέλω να πεις με τη Χαρούλα τα τραγούδια του Τσιτσάνη»…«Εγώ;» έκανε ο Λευτέρης…«Ναι, εσύ θα τραγουδήσεις στη θέση του Τσιτσάνη» του απάντησε αυτός. Βγήκε αυτός ο δίσκος και ο Λευτέρης ερχόταν απ’ το μεσημέρι για πρόβα στο στούντιο. Πήγαμε πάρα πολύ καλά, βγήκαμε σε πολλές τηλεοράσεις. Ο Λευτέρης, αν τον ρωτήσεις σήμερα τι σημαντικότερο έχει κάνει, θα σου πει «Έχω τραγουδήσει έναν Πλέσσα κι έναν Τσιτσάνη».

Καλά, αυτό μπορώ να το καταλάβω για τον Πανταζή, ο εν λόγω δίσκος όμως είχε ξενίσει πολλούς σκληροπυρηνικούς φαν του Τσιτσάνη.

Μόνο είχε ξενίσει; Κάπου γράψανε: «Τσιτσάνη, θα τρίζουν τα κόκαλα σου», αλλά δεν έμεινε εκεί το πράγμα. Ήταν τόσο καλά τα τραγούδια και τα’χα πει παλιότερα εγώ με τον Τσιτσάνη ώστε πέρασαν στον κόσμο. 

Φαντάζομαι ότι δεν θα κάνατε την σύμπραξη αυτή για να ξαναθυμηθεί ο κόσμος τον Τσιτσάνη.

Όχι βέβαια, αφού εγώ δεν είχα σταματήσει να τα λέω. Μέχρι που έκλεισε η «Στοά των Αθανάτων», με Τσιτσάνη άρχιζα και με Τσιτσάνη τελείωνα το πρόγραμμα.

Υπήρξατε ένα νόστιμο κορίτσι και δεν σας έλεγαν τυχαία «Το νινί». Υπολογίζατε την εμφάνιση σας στην πίστα, το πως θα φαίνεστε;

Αυτό, ναι, πολύ! Υπήρχαν τα μακριά φορέματα τότε, εμείς δεν βγάζαμε το πόδι στην πίστα. Η εξωτερική εμφάνιση με απασχολούσε στο νά’μαι καλά ντυμένη στο ανώτερο δυνατό. Προσεγμένη, καθαρή, βαμμένη, όπως κάθε κοπέλα της ηλικίας μου, όχι όμως ακρότητες!

Εδώ εννοείτε να μην είστε έτσι και στην καθημερινότητα σας, αν κατάλαβα.

Εννοώ να μην κρύβεις το σώμα σου στη σκηνή, όπως κάνουν σήμερα.

Η Χαρούλα Λαμπράκη νύφη το 1975
Ο γάμος ήταν ένα φρένο στην καλλιτεχνική σας εξέλιξη;

Όχι. Ένας γάμος υπήρξε και υπάρχει στη ζωή μου. Τώρα υπάρχουν και η κόρη μου με τον εγγονό μου. Το γάμο, αντίθετα, θα τον χαρακτήριζα σταθμό στην καριέρα μου.

Ήταν άνθρωπος του χώρου ο σύζυγος σας;

Όχι, απλά αυτός ο άνθρωπος με ακολούθησε και με κράτησε, αλλά κι εγώ έκανα το παιδί μας χωρίς τυμπανοκρουσίες. Το παντρέψαμε και μας έκανε το εγγόνι μας. Λογικά πράγματα δηλαδή μεσ’ στο πλαίσιο της ζωής.

Ήσασταν ποτέ των καταχρήσεων στη δουλειά σας;

Ευτυχώς όχι, γι’ αυτό και δεν άλλαξε η φωνή μου και μπορώ να τραγουδάω οτιδήποτε.

Κι όταν βλέπατε συναδέρφους σας να «καίγονται»;

Έβλεπα πάρα πολλούς και στενοχωριόμουν, μα αν τους είχα πει και κάτι, σίγουρα θα’ταν από ενδιαφέρον και όχι από κακία. Θυμάμαι τον καημένο τον Τσαουσάκη, τον γιο του Πρόδρομου, που κάπνιζε σα φουγάρο ενώ είχε κάνει χειρουργείο καρδιά. «Μην καπνίζεις» του έλεγα…«Έλα, βρε Χαρούλα, δεν είναι και τίποτα» απαντούσε…Και «έφυγε»! Ποτέ δεν κατηγορούσα κανέναν για τα πάθη του, ήμουν συμπονετική και συναινετική. Και ανεκτική, επίσης. 

Αναγνωρίζετε ωστόσο πως κάποιος μπορεί να μην έχει τις δικές σας άμυνες;

Βεβαίως και το αναγνωρίζω, γι’ αυτό και είπα ότι δεν κατηγορώ κανέναν. Απλά συμπονάω…

Θα σας ταίριαζε ο προσδιορισμός του ευαίσθητου ανθρώπου;

Πάρα πολύ, αλλά χωρίς να το δείχνω. Στην πίστα δεν έδειχνα τίποτα! Άφηνα τα προβλήματα μου στο σπίτι και πήγαινα στη δουλειά μου να την κάνω όσο καλύτερα γινόταν. Το όταν γύρναγα σπίτι μου, το μετά, ήταν άλλη ιστορία.

Και ποτέ δεν βγήκατε να τραγουδήσετε χωρίς όρεξη, μ’ αυτό που λέμε «με βαριά καρδιά»;

Όχι, ποτέ, γιατί το τραγούδι ήταν η ζωή μου! Τα πάντα έκανα μέσα απ’ αυτό, μέχρι και το παιδί μου. Δεν σταμάτησα και ποτέ.

Τα πάντα τραγούδι, κυρία Λαμπράκη;

Τα πάντα τραγούδι, όπως ακριβώς το είπατε!

Είμαι σίγουρος πως θα διατηρείτε συλλογή με τα δισκάκια σας.

Φυσικά! Τα έχω όλα γιατί είναι διαμάντια. Εντάξει, τα «κατεβάζεις» κάποια στον υπολογιστή, υπάρχουν, αλλά άλλο είναι να’χεις τα βινύλια.

Ασχολείστε με τους υπολογιστές;

Έχω υπολογιστή, αλλά δεν θέλω ν’ασχολούμαι. Το χέρι όλο με πάει σε άσχημα γεγονότα. Μου έχει ανοίξει ο άντρας μου σελίδα και επικοινωνώ με τους θαυμαστές. Όχι «θαυμαστές», δεν μ’ αρέσει η λέξη, με τον κόσμο θα έλεγα. 

Μένετε ακόμη στο ίδιο σπίτι με τη διακόσμηση της δεκαετίας του ’70; 

Πράγματι, δεν τό’χω πειράξει, ακόμη έτσι είναι.

Ψυχολογικά πως εξηγείται αυτό; Να σας πω κι εγώ το ίδιο θα’κανα στη θέση σας.

Εξηγείται, αφού το ίδιο θα κάνατε κι εσείς. Μου άρεσε απ’ την αρχή το κλασικό και το διατήρησα. 

Δεν είναι κι ένας τρόπος άμεσης σύνδεσης με το παρελθόν; Να λες «ζω στον ίδιο χώρο από τότε που ξεκίνησα».

Έχετε τόσο δίκιο! Μπορεί να έρθει σήμερα ένας συνεργάτης, να κάτσει σε μία καρέκλα κι εγώ να του πω: «Ξέρεις εδώ ποιος καθότανε;» Φέρνω στο μυαλό μου δηλαδή πράγματα που έχω ζήσει.

Αυτό ακριβώς εννοούσα. Επιπλέον δεν βγάζει μοναξιά ο προσωπικός σας χώρος, μελαγχολία.

Κοιτάξτε, όταν είσαι μέσα σου μελαγχολικός βγαίνει και στο χώρο που ζεις. Το πιστεύω απόλυτα.

Είναι το σπίτι σας γεμάτο από φωτογραφίες ανθρώπων και από στιγμές που ζήσατε;

Ναι, είναι (γελάει). Πορτραίτα και πίνακες πολλούς έχω.

Περνάτε και βλέπετε την ίδια φωτογραφία σας με τον Τσιτσάνη, λόγου χάριν. Κάθε μέρα την ίδια. Τι σκέφτεστε;

Λέω «αυτό έγινε εκεί» ή «εδώ ήμασταν εκεί». Δοκιμάζω τη μνήμη μου έτσι και, ευτυχώς, θυμάμαι ακόμα. Δεν έχω ξεχάσει τους τόπους ή τα μαγαζιά, απ’ τα οποία πέρασα.

Να όμως που μπορεί να γίνει μελαγχολικό όλο αυτό. 

Όταν τα’χεις ζήσει, νομίζω, απλά σκέφτεσαι ότι αυτή η εποχή δεν ξανάρχεται ή έρχεται με άλλο τρόπο. Είναι θέμα νοσταλγίας ίσως, όχι μελαγχολίας. Με την καλή έννοια της νοσταλγίας κιόλας, όχι «Αχ, τι καλά ήταν εδώ τότε» κλπ. Άμα είναι έτσι, πέσε να πεθάνεις καλύτερα! 

Δε φοβάστε θάνατο, απ’ ότι αντιλαμβάνομαι.

Ο θάνατος καθαυτός με φοβίζει, αν και δεδομένος. Με φοβίζει ο τρόπος που θα γίνει.

Είναι πιο ευτυχισμένο ένα οποιοδήποτε άλλο ζώο που δεν έχει την ίδια αγωνία;

Πάμε σε πολύ βαθιά πράγματα τώρα…

Δεν πειράζει, μιλήστε μου.

Από πολύ νωρίς κατάλαβα τι είναι η ζωή και το ότι θα πεθάνω. Ήξερα ότι κάποια μέρα θα φύγω απ’ τη ζωή, αλλά άρχισε να μ’ ενοχλεί όταν «έφυγαν» ο πατέρας μου κι η μητέρα μου. Οι γονείς, ούτως ή άλλως, είναι αυτοί που ρίχνουν το σπόρο και βγαίνουμε. Τώρα, αν με ρωτάτε, δε με φοβίζει ο θάνατος, αλλά όλα αυτά που βλέπω στα νοσοκομεία! Σύριγγες, γάζες, ράντσα στους διαδρόμους, ανέχεια, φτώχεια…Τις συνθήκες εννοώ, όχι το θάνατο τον ίδιο, ο οποίος θέλει να’ρθει γρήγορα, θέλει να’ρθει αργά…Ας έρθει, δικό του πρόβλημα! Το θάνατο, επίσης, τον βίωσα άσχημα με τις απώλειες των φίλων, έκλαιγα πολύ, για μέρες, ειδικά όταν ήμουν μόνη μου. 

Δεν είναι κακό το κλάμα ως συνθήκη.

Εγώ δεν είπα ότι είναι κακό! Κακό είναι να τα παίρνεις όλα μέσα σου και να μην τα εξωτερικεύεις.

Ακόμη και με γλεντζέδικα τραγούδια;

Δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να κλαίει ένας άνθρωπος μ’ ένα τραγούδι. Αν γινόταν αυτό, δεν θα υπήρχαν τα συναισθήματα.

Σας έχει τύχει να λέτε ένα τραγούδι εξωστρεφές κι από κάτω να κλαίνε;

Μου έχει τύχει! Ήταν ένα τραγούδι του Τάκη Σούκα, που τό’λεγα στο «Μονσενιέρ» κι από κάτω κάποιες κυρίες δάκρυζαν. Δάκρυζα κι εγώ, να πω την αλήθεια. Ίσως ήταν οι στίχοι του, το πως τό’λεγα εγώ, δεν ξέρω…

Η Γιώτα Λύδια μου είχε πει πως κάποτε τραγουδούσε το «Να’χα χίλια μάτια» κι ένας νεαρός από κάτω έκλαιγε με λυγμούς. Ήταν, απ’ ότι συνειδητοποίησε, τυφλός.

Μα, είμαστε άνθρωποι κι εμείς! Δεν είμαστε μηχανές! (σ.σ. τη στιγμή αυτή, ακούγεται έντονο ένα κελάηδημα)

Τι έχετε εκεί, κυρία Λαμπράκη, πουλάκια;

Έχω ένα καναρινάκι. Τραγουδάει πάρα πολύ.

Θα’ναι το alter ego σας.

Ναι, πολύ! (γελάει)

Πως ακούγατε εσείς το λυγμό στη φωνή του Καζαντζίδη;

Ο Καζαντζίδης ήταν ένας και μοναδικός και δεν φαντάζεστε πόσο στενοχωρήθηκα όταν «έφυγε». Τον αγαπούσε πάρα πολύ ο Άκης Πάνου, όπως κι ο Στέλιος τον Άκη. Είχαν σε όλα μια αλληλένδετη εκτίμηση. Να πω ότι και ο Άκης έγραφε καταπληκτικά κομμάτια για τη φωνή του Στέλιου αποκλειστικά.

Γυρνώντας πάλι στον Άκη Πάνου, πιστεύετε ότι κακώς δεν θεωρείστε σήμερα τόσο ταυτισμένη μαζί του όσο με τον Τσιτσάνη;

Να σας πω γιατί; Τα τραγούδια είναι αυτά που είναι, τόσο του Άκη, όσο και του Βασίλη, τον Τσιτσάνη όμως ο κόσμος τον είχε και τον έχει εκεί πάνω, στην κορυφή, και δεν ήθελε να τον υποσκελίσει κανένας άλλος. Στον κόσμο οφείλεται αυτό που λέτε. Και λογικό, αφού ο Τσιτσάνης παραμένει ένα μυθικό πρόσωπο. Ο Άκης, απ’ την άλλη, που λαθεμένα για μένα τον είπαν «έντεχνο», πιο απλά και μεγάλα τραγούδια δεν έγραφε κανένας σαν κι αυτόν. Η «Ζωή μου όλη» δεν υπάρχει, ας πούμε! Αν σκεφτείτε τι λέει αυτό το τραγούδι…

Αυτό που μου’χε αφηγηθεί ο Μενιδιάτης, εσείς το’χατε δει; Ο Λαμπρόπουλος της Κολούμπια, έλεγε, υποδείκνυε στον κάθε τραγουδιστή του πως θα ντύνεται, ακόμη και πως θα βαδίζει, για να μη μοιάζει ο ένας με τον άλλο.

Όχι σε μένα, όχι. Ίσως γιατί έβλεπε ότι ντυνόμουν πολύ καλά και σωστά. Δεν επενέβαινε και σε καμία, νομίζω, δεν έκανε παρατηρήσεις. Μπορεί στους άντρες ερμηνευτές να το έλεγε, όμως, αν έβλεπε κάτι που δεν θα ήταν του γούστου του. Προς τα έξω, πάντως, δεν έβγαινε κάτι τέτοιο απ’ τον Λαμπρόπουλο.

Είχατε τα καψούρια σας ως νεαρή τραγουδίστρια;

Πως δεν είχα! Είχα! Ήξερα ότι αυτός είναι εκεί κι εγώ είμαι εδώ. Όταν μπερδεύεις το πάλκο και τη δουλειά σου με την καψούρα, δεν βγαίνει σε καλό.

Γιατί το λέτε αυτό; 

Το λέω όχι γιατί δεν τό’κανα εγώ. Δεν έτυχε ίσως να το κάνω…Με πήγαινε σερί το τραγούδι και η δουλειά μου, αλλά έχω ακούσει, έχω δει πολλούς συναδέλφους, οι οποίοι καταστράφηκαν από ένα δεσμό.

Μήπως είχατε αυστηρά περιφρουρήσει το ένστικτο σας;

Μα τι λέμε, τι συνέντευξη ειν’ αυτή; (γελάει) Μπορεί, μπορεί…Δεν νομίζω να μου βγήκε σε κακό όλη αυτή η συστολή. 

Α, ήσασταν και συνεσταλμένη.

Ναι, γι’ αυτό σας είπα ότι πάνω και κάτω απ’ την πίστα ήμουν αλλιώτικος άνθρωπος.

Και πως μία ερμηνεύτρια μπορεί να υπηρετήσει το τραγούδι της καψούρας, όταν η ίδια είναι συνεσταλμένη;

Θα’λεγα ότι βγάζει εκεί όλα τα συναισθήματα της. Όταν τραγουδάει δηλαδή, δεν είναι πια συνεσταλμένη. 

Υπήρχε κι η Τζένη Βάνου, βέβαια, που τραγουδούσε και έπαιρνε ολόκληρη φωτιά από έρωτα.

Τη Τζένη την ήξερα και τέτοια φωνή δεν θα ξαναϋπάρξει, αλλά ήταν έτσι η Τζένη κι έτσι το βίωνε. Μέχρι που αρρώστησε κι «έφυγε» κι αυτή…

Υπήρξατε ποτέ πολιτικοποιημένη;

Όχι, δεν θα τό’λεγα. Ξεκίνησα μεσ’ στη χούντα και ποτέ δεν αντιμετώπισα πρόβλημα. Ίσα – ίσα που δουλεύαμε σε γεμάτα μαγαζιά. Κι ύστερα, δεν είμαι «βαμμένη», ώστε να πω «Α, θα φύγει αυτός, θα’ρθει ο άλλος». Επειδή πλέον ωρίμασα και κάτι καταλαβαίνω, δεν βλέπω τη διαφορά πια του ενός απ’ τον άλλον. Έχω τραγουδήσει πολλές φορές, ας πούμε, στη γιορτή του ΚΚΕ, αφού είχα και έχω φίλους πολλούς απ’ όλα τα κόμματα. Όλοι μ’ αγαπούσαν και μ’ αγαπάνε γι’ αυτό που είμαι, όχι γιατί θα τους ψηφίσω. 

Είναι ίδιον του λαϊκού καλλιτέχνη αυτό;

Ο λαϊκός καλλιτέχνης πρέπει να’ναι ουδέτερος και να μη στιγματίζεται. Κάποτε, βέβαια, ήταν πολύ βαρύ να δηλώσεις αριστερός ή δεξιός. Σήμερα δεν υπάρχει καθόλου αυτό. Θυμάμαι που τραγουδούσα στον «Διογένη» κι είχε έρθει ο Παπανδρέου και χόρεψε το ζεϊμπέκικο του. Μιλήσαμε, μου είπε τα καλά όλου του κόσμου. Εγώ ανήκω σε όλους. Δηλαδή αν έρθει ο Μητσοτάκης, εγώ δεν θα τραγουδήσω; Ή αν έρθει ο Τσίπρας, που ερχόταν και στη «Στοά των Αθανάτων», πριν βγει Πρωθυπουργός; Έτσι, δηλαδή, θα’χω και το δικαίωμα να πω κάτι αν κάποιος κάνει στραβά πράγματα.  

Όταν ανακοίνωσα ότι θα μου δώσετε συνέντευξη, έλαβα πολλά όμορφα σχόλια, από την Έλενα Ακρίτα μέχρι παλιούς θαμώνες στο «Χάραμα».

Το φαντάζομαι! Νά’ναι καλά η Έλενα, γιατί με είχε φωνάξει και κάναμε μια ωραία εκπομπή στην τηλεόραση. Έχει μια διαφορετική στάση ζωής και δεν θέλω να την ενοχλώ, γι’ αυτό δεν μιλάμε συχνά, ξέρει όμως ότι την αγαπώ. Χαίρομαι για τα σχόλια που λάβατε και να πείτε σε όλους ότι τους αγαπώ πολύ κι εγώ! 

Κυρία Λαμπράκη, τι περιμένετε να σας χαρίσει η ζωή από δω και πέρα;

Υγεία! Και να’ναι καλά το παιδί μου και το εγγονάκι μου. 

Και καινούργια τραγούδια.

Βέβαια, να μας επιτρέψουν να βγούμε πάλι έξω όμως.

Τι θα είναι το πρώτο που θα κάνετε όταν μας πουν να βγούμε απ’ τα σπίτια;

Θα πάω στο στούντιο.

Μα θα βγείτε από’ναν χώρο για να κλειστείτε σε άλλον;

Ναι, αλλά έχει διαφορά ο ένας χώρος απ’ τον άλλον. Εκεί ζωντανεύεις, εδώ κάθεσαι και βλέπεις κι ακούς…

Κι όταν ανοίγετε το παράθυρο σας κάθε πρωί;

Εκεί λέω «Ευχαριστώ Θεέ μου που μού’δωσες ζωή για να βλέπω τον κόσμο και τους ανθρώπους»! 

Ας κλείσουμε με έναν στίχο που σας εκφράζει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο.

Η ζωή μου όλη είναι μια ευθύνη/ όλα μου τα παίρνει, τίποτα δεν δίνει/ Η ζωή μου όλη είναι ένα καμίνι/ που έχω πέσει μέσα και με σιγοσβήνει…

Κυρία Λαμπράκη, σας ευχαριστώ πολύ.

Εγώ σας ευχαριστώ. Να είστε καλά.

* Η συνέντευξη με τη Χαρούλα Λαμπράκη πραγματοποιήθηκε από τηλεφώνου τον Απρίλιο του 2020 

Δεν υπάρχουν σχόλια: