Εφτά χρόνια συμπληρώνονται σε λίγες μέρες από το θάνατο του ποιητή και αγαπημένου φίλου, Αντρέα Παγουλάτου, τον οποίο θυμάμαι να μου μιλάει όλο καμάρι - και δεν είναι υπερβολή αυτό - για τα τραγούδια που αξιώθηκαν να φτιάξουν κάποτε από κοινού με τον συνθέτη Πάρι Παρασχόπουλο. Για την ακρίβεια, πολλά χρόνια πριν τον μελοποιήσουν νεότεροι τραγουδοποιοί και συνθέτες, σαν τον Ηλία Βαμβακούση και τον Πάνο Μπούσαλη, ο Παγουλάτος μνημόνευε σταθερά τη συνεργασία του με τον Θάνο Μικρούτσικο στα 70s και με τον Παρασχόπουλο στην επόμενη δεκαετία. Ο Παγουλάτος χαιρόταν απίστευτα το συνταξίδεμα της ποίησης του με τη μουσική ως λάτρης της συγκεκριμένης τέχνης σε όλες τις μορφές της: από τα παλιά ρεμπέτικα τραγούδια μέχρι το ψυχεδελικό rock κι από τα νέγρικα blues μέχρι τη λεγόμενη σύγχρονη μουσική. Σ' αυτήν ακριβώς, τη σύγχρονη μουσική, θεωρούσε ότι ανήκει και ο Πάρις Παρασχόπουλος, που γεννήθηκε στις Σέρρες και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη για να βρεθεί στο Παρίσι, όπου σπούδασε τη μουσική και επί 12 χρόνια ήρθε σε στενή επαφή με όλα τα προοδευτικά κινήματα. Προτού γνωρίσω από κοντά κι εγώ τον Παρασχόπουλο, η εικόνα που είχα γι' αυτόν - μέσω του Παγουλάτου πάντα - ήταν αυτή ενός πρωτοποριακού συνθέτη, επηρεασμένου ίσως από τον Γιάννη Χρήστου, που επίσης ο Παγουλάτος είχε γνωρίσει και συνεργαστεί μάλιστα στα πολύ νεανικά του χρόνια. Δε μπορούσα τότε να γνωρίζω πως ο Παρασχόπουλος ανάμεσα στις πιο πειραματικές μουσικές αναζητήσεις του, σεβόταν απεριόριστα τη φόρμα του τραγουδιού με αρχή, μέση και τέλος, όχι μόνο μελοποιώντας τον γλωσσοκεντριστή Παγουλάτο, αλλά και τον Βασίλη Ρώτα, καθώς και τον Σταύρο Ζαφειρίου. Έτσι, η δική μου πρώτη γνωριμία με τη μουσική του έγινε προ 10ετίας περίπου με ένα τραγούδι του που κυκλοφόρησε σε CD μαζί με το ρηξικέλευθο λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Συντέλεια - προϊόν της φωτισμένης συνεργασίας του Παγουλάτου πάλι με τον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη. Το τραγουδούσε ο Δημήτρης Νικολούδης, ένας σημαντικός ερμηνευτής της Θεσσαλονίκης, ικανός να υπηρετεί πάντα το καλό ελληνικό τραγούδι, είτε πρόκειται για το έντεχνο, είτε για το πιο περίτεχνο και σύνθετο, σαν αυτό δηλαδή του Παρασχόπουλου. Όταν ο Παγουλάτος έφυγε απρόσμενα από τη ζωή, ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη και συνάντησα για πρώτη φορά τον Παρασχόπουλο προκειμένου να του παραδώσω ένα σπάνιο ηχογράφημα: Τη φωνή του ποιητή, όπως την είχα διασώσει σε απαγγελίες ποιημάτων του, από κάτι ωραίες εκπομπές που κάναμε επί σειρά ετών πρώτα Στο Κόκκινο 105.5 και κατόπιν στο Κανάλι 1 του Πειραιά. Πέρασε ο καιρός και πόσο μεγάλη πραγματικά ήταν η χαρά της παραλαβής από το ταχυδρομείο του συλλεκτικού CD με τίτλο ''Χνάρια'', την ολοκληρωμένη αποτύπωση εν ολίγοις της εργασίας του Παρασχόπουλου πάνω στην ποίηση του Παγουλάτου και με ερμηνευτή τον Νικολούδη! Ομολογώ πως το CD αυτό που παρουσιάζουμε απόψε και που εγώ κρατάω στο αρχείο μου εδώ και μερικά χρόνια, ήταν ένα πολιτιστικό σοκ σχεδόν! Δεν λέω έκπληξη, καθώς, όπως είπα πριν, ο Παγουλάτος μού είχε γνωρίσει τον συνθέτη Παρασχόπουλο, μιλώντας μου για την πολυσχιδή καλλιτεχνική του προσωπικότητα - μία προσωπικότητα που εκφράστηκε κατά καιρούς μετά από τις συνθέσεις του για το θέατρο, τον κινηματογράφο, το ντοκιμαντέρ, ακόμη και για το χορό και την τηλεόραση.
Τα ''Χνάρια'' είναι ένα ανατρεπτικό μουσικό έργο, αναρχικό θα τολμούσα να πω, συμφώνως και με το τελικό άλφα - σύμβολο της λέξης του τίτλου. Είναι εντυπωσιακό πως ο Παρασχόπουλος μεταχειρίστηκε απρόβλεπτους μουσικούς συνδυασμούς σα να ήταν ζωγράφος σουρεαλιστής που μπροστά στο καβαλέτο του, αντί για χρώματα, δούλεψε με τις σκορπισμένες πάνω στο χαρτί λέξεις του Παγουλάτου. Δίχως κανένα βερμπαλισμό εκ μέρους του, με γνώση αντιθέτως της τέχνης του, δημιούργησε μια ''οικονομία λογισμών και αισθημάτων'', κατά πως θά'λεγε κι ο ποιητής, αξιοποιώντας εμβόλιμη τη φωνή του Νικολούδη και μουσικά όργανα, όπως το πιάνο, το μαντολίνο, τα πνευστά και τα κρουστά. Για μένα η συγκίνηση είναι μεγάλη κάθε φορά που ακούω τη συγκλονιστική φωνή του ποιητή να αναδύεται μέσα από τα ηχητικά τοπία του Παρασχόπουλου, υπενθυμίζοντας μου τη μόνιμη αγωνία, όχι μόνο δική του, αλλά έτσι όπως την εξέφρασε για κάθε συνάνθρωπό του: Ποιος θα βρεθεί ν' αθωώσει την αγάπη άνευ όρων; Κι αν ακόμη με τα ''Χνάρια'', ο Παρασχόπουλος αγκάλιασε τον λόγο του Παγουλάτου, έτσι όπως του ταίριαζε κι έτσι όπως θα τό'θελε κι ο ίδιος, με ένα άλλο έργο του, το ''Πανσέληνο βλέμμα'' (τι όμορφος τίτλος!) σε στίχους του Σταύρου Ζαφειρίου, ο συνθέτης έφτιαξε έναν υπέροχο κύκλο jazzy λαϊκότροπων τραγουδιών με τις φωνές του Νικολούδη, της Λίνας Παλερά και της Ιωάννας Δέσποινας Ζαζοπούλου. Με το ''Πανσέληνο βλέμμα'' ο Παρασχόπουλος με όχημα την ποίηση του Ζαφειρίου μοιάζει να αφήνει παράμερα τα παρισινά αμφιθέατρα και να μας παρασύρει σε ένα περίπατο στη Θεσσαλονίκη, στις Σαράντα Εκκλησιές του Ντίνου Χριστιανόπουλου, στον περιθωριακό Βαρδάρη και στα ρωμαϊκά απομεινάρια της πόλης, συνεπικουρούμενος από την Ορχήστρα Orion Art. Είναι εξαίσιο που το ''Πανσέληνο βλέμμα'' επανεκδίδεται σήμερα από τον Μετρονόμο του Θανάση Συλιβού και μπορούν κι άλλοι πολλοί να έχουν πρόσβαση στη σπάνια μελωδικότητα και στην ατόφια λαϊκή του ατμόσφαιρα. Ωστόσο, η έκπληξη που μας περίμενε στη γωνία δεν ήρθε ούτε και με το ''HoMo'', τις σουίτες που έγραψε ο Παρασχόπουλος για το σαξόφωνο του Θεόφιλου Σωτηριάδη με τη συμμετοχή στο βιμπράφωνο της Μαργαρίτας Κουρτπαρασίδου. Είπαμε, στη σύγχρονη μουσική ανήκει ο συνθέτης, απόλυτα λογικό επομένως να αντλεί κατά καιρούς την έμπνευση του από τα πιο προοδευτικά μουσικά ρεύματα. Η έκπληξη ήρθε κανονικά με την κυκλοφορία από τον Μετρονόμο του δικού του ''Ερωτόκριτου'' στην απόδοση του Βασίλη Ρώτα.
Δεν έχω πρόβλημα να μαρτυρήσω πως το συγκεριμένο μουσικό έργο είναι εφάμιλλο του κύκλου ''Αχαρνής'' του Διονύση Σαββόπουλου και μπορεί ο ιστορικός του μέλλοντος κάπου εκεί να το συμπεριλάβει. Με τον ''Ερωτόκριτο'' ο Παρασχόπουλος αποδεικνύει, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τη σύνθεση του, πώς την ιστορία πραγματικά τη φτιάχνουν οι παρέες. Και τι παρέες! Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και αν υποτεθεί πως στο έργο αυτό έβαλαν τη φωνή τους ο αείμνηστος Νίκος Παπάζογλου, ο οποίος τότε μεσουρανούσε, αλλά και ο Σωκράτης Μάλαμας, που μόλις είχε βγάλει τις ''Ασπρόμαυρες ιστορίες'' του, ο αναρχικός στο πνεύμα Πάρις Παρασχόπουλος προχώρησε σε κάτι ακραίο: Ένα μεσημέρι πήγε, όπως λέει ο ίδιος στο ένθετο, από όλα τα γνωστά στέκια της Θεσσαλονίκης και πρότεινε σε όποιον έβρισκε, αν ήθελε νά'ρθει να τραγουδήσει στο στούντιο ένα τραγούδι! Μια πράξη αρκούντως ελληνική, η αποθέωση της εξωστρέφειας, της προσφοράς και της ζήτησης, σε μία περίοδο που ερχόμενος από το Παρίσι αποζητούσε την προσωπική του ελληνικότητα. Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε με έναν κύκλο τραγουδιών γεμάτων από τον ήχο του τζουρά, του λαούτου, του μπαγλαμά και του βιολιού, καθώς και από τις ερμηνείες του Παπάζογλου, του Μάλαμα, του Σταύρου Ζιώγα, της Αγγελικής Λεμονή και της Όλγας Αθανασιάδου. Ενδεχομένως τώρα ο Συλιβός νά'χει βαρεθεί ν' ακούει συγχαρητήρια για τη δουλειά του εδώ και τόσα χρόνια στο χώρο των μουσικών εκδόσεων, θεωρώ όμως πως η ''γνωριμία'' που επιχειρεί του Παρασχόπουλου με ένα ευρύτερο κοινό είναι από τα πιο πρωτοποριακά και εναλλακτικά πράγματα που έκανε ποτέ με τον Μετρονόμο του. Έτσι, γιατί ο Παρασχόπουλος δεν είναι συνθέτης διάσημος Β' κατηγορίας, ίσως και Γ', όπως χιουμοριστικά αυτοπροσδιορίζεται. Είναι ένας Έλληνας συνθέτης Α' κατηγορίας, άλφα - άλφα που λέμε, όαση πραγματική μέσα στην περιρρέουσα ασημαντότητα ενός τραγουδιού που κατά κόρον προβάλλεται από τα μέσα. Γνωρίστε τον και αφεθείτε στην υψηλού επιπέδου Τέχνη του. Και ίσως κάποιοι μπορούμε να φανταστούμε ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο του Αντρέα Παγουλάτου, καθώς ακούει τα έργα του φίλου του. Όπου κι αν βρίσκεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου