Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Τα XII ''Egata'' του Στέφανου Χυτήρη είναι έργο ανεβασμένης αισθητικής - περί jazz - αντίληψης!

Ο μουσικός Στέφανος Χυτήρης μού χάρισε προ ημερών το καινούργιο δισκογραφικό του project που φέρει τον τίτλο ''Egata'' και περιλαμβάνει δώδεκα άτιτλα instrumentals. Μιλάμε για ένα διπλό βινύλιο, ηχογραφημένο στο Oktaven Studio της Νέας Υόρκης με μηχανικό ήχου τον Ryan Streber. Με τον Χυτήρη που παίζει τύμπανα και υπογράφει τη μουσική διεύθυνση και την όλη παραγωγή, συμπράττουν δεξιοτέχνες μουσικής της διεθνούς jazz σκηνής: Η Γερμανίδα Ingrid Laubrock στο σαξόφωνο (τη δισκοθήκη μου κοσμεί το άλμπουμ της, ''Who is it?'' του 1998), ο Αμερικανός Joe Moffett στην τρομπέτα, η Γιαπωνέζα Rema Hasumi στο πιάνο, ο Αμερικανός Todd Neufeld στην κιθάρα (συνεργάτης του Χυτήρη από το προηγούμενο Flux Project), ο Αφροαμερικανός Lester St. Louis στο τσέλο και ο Γαλλογερμανός Pascal Niggenkemper στο μπάσο. Μπορείς να αποδώσεις πολλούς χαρακτηρισμούς στη συγκεκριμένη εργασία, αν και μάλλον δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Όσο κι αν συνυπάρχουν στοιχεία ηλεκτροακουστικά, free form, ακόμη και freak out που προσωπικά με παρέπεμψαν στα 60s και στους Red Krayola, δύο μόνο λέξεις θα απέδιδαν επιτυχημένα ίσως τη φύση του project: Spiritual Jazz. ''Spiritual'' χωρίς καμία θρησκευτική διάθεση, εφόσον όλα τα tracks (αριθμημένα στα λατινικά) στοχεύουν στην ενεργοποίηση του συναισθηματικού κόσμου του ακροατή. Με το έργο ''Egata'' δεν απολαμβάνεις τον καφέ ή το ουίσκι σου μπροστά στο τζάκι, δεν είναι δηλαδή σαν τους παλιούς jazz δίσκους που, παρά το αναμφισβήτητο μεγαλείο τους, κατήντησαν μικροαστική κατ' ιδίαν ανάπαυλα. Ακούς απλά τη ''συνομιλία'' των οργάνων μέσα σε μία νωχελική, σχεδόν ναρκωτική, ατμόσφαιρα και εισπράττεις το εξής παράδοξο: Σαν να βρίσκεσαι σε ένα πανεπιστημιακό αμφιθέατρο και παρακολουθείς μία διάλεξη του Lawrens Ferlinghetti ή σαν να στήνεις αυτί για ν' ακούσεις τον διάλογο υψηλού επιπέδου τριών - τεσσάρων διανοουμένων. Τα XII tracks, έτσι, έχουν και δεν έχουν φωνή ταυτόχρονα, εφόσον το μήνυμα μεταφέρεται μέσω του ήχου και όχι του συγκροτημένου ανθρώπινου λόγου. Σπανίως τυχαίνει να σου μιλάει μία οργανική μουσική και να σε καταβυθίζει στον πυρήνα της, δίχως να χάνεσαι στον αυτοσχεδιαστικό αυνανισμό και στο συχνά εγωκεντρικό παίξιμο των μουσικών της jazz. Υπάρχουν κομμάτια όπως το III που το πιάνο της Hasumi συστήνει μια μοναδική ατμόσφαιρα και το VII με τα τύμπανα του Χυτήρη και την τρομπέτα του Moffett αντιμέτωπα σαν δύο λιοντάρια με ανασηκωμένο το τρίχωμα τους, λίγο πριν σκάσει το σαξόφωνο της Laubrock σε ρόλο...γητευτή λιονταριών. Πρόκειται στην τελική για μία ώριμη μουσική κατάθεση με προσανατολισμό και για ένα έργο ανεβασμένης αισθητικής αντίληψης και εκλεπτυσμένου - χωρίς να γίνεται επ' ουδενί σνομπ - ύφους!
Στέφανος Χυτήρης

Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Η Ευσταθία και η Μαρία Κίτσου μιλάνε αποκλειστικά στα Άσματα και Μιάσματα λίγο πριν από το δεύτερο και τελευταίο live τους στην Αθήνα

Ευσταθία, να ξεκινήσω με σένα. Γράφεις τραγούδια, ανεβάζεις θεατρικά έργα, εκδίδεις βιβλία, τώρα κάνετε μουσικοθεατρική παράσταση με τη Μαρία Κίτσου. Αναρωτιέμαι τι θα πάθεις αν σταματήσεις να τα κάνεις όλα αυτά.
Ευσταθία: Θα σκάσω! Είναι μια ανάγκη, αφού η τέχνη μου είναι μία προέκταση της ζωής μου. Δεν τα βλέπω σαν δουλειές όλα αυτά, αλλά σαν χαρές που μου δίνει η ίδια η χαρά της δημιουργίας. Νιώθω πιο πολύ δημιουργός απ' ότι τραγουδίστρια.
Εννοείς τραγουδοποιός - συνθέτρια;
Ε.: Δημιουργός. Αν πω τραγουδοποιός, γράφω τραγούδια δηλαδή, θα το συγκεκριμενοποιήσω. Μπορεί να γράψω χώρια μουσική, χώρια στίχους ή και ένα ολόκληρο βιβλίο, όπως εκείνο που σε είχα καλέσει να προλογίσεις στον Ιανό κάποτε. Θά'λεγα ότι το βιβλίο είχε κείμενα μου. Δεν τολμώ να τα πω ποιήματα, αν και προς τα κει το πήγαινα. 
Εντάξει, οι μισοί Έλληνες ποιητές δηλώνουν.
Ε.: Δεν έχω γνώση της ποίησης, ούτε θέλω να παίρνω και τη δουλειά των άλλων. Απ' την άλλη, θεωρώ τα πάντα προέκταση των τραγουδιών μου, εφόσον γράφω τραγούδια σαν ιστοριούλες με τη λογική μικρού μήκους ταινιών. 
Μαρία Κίτσου: Μα και η Μαρία Πολυδούρη τα ποιήματα της τα έλεγε τραγούδια. 
Εσύ, Μαρία, είναι η πρώτη σου φορά που συνεργάζεσαι με μία μουσικό αποκλειστικά;
Μ.Κ.: Είναι η πρώτη φορά, ναι. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μ' άρεσε τρομερά να τραγουδάω. Τους ζάλιζα στο σπίτι με το να το παίζω υψίφωνος (γέλια). ''Σκάσε, μας έχεις ζαλίσει'' φώναζαν οι γονείς μου! Στα οκτώ μου είχα φτιάξει ένα συγκρότημα που το έλεγα The Lions. 
Ε.: Επειδή είναι και Λιοντάρι στο ζώδιο, κατάλαβες;
Μ.Κ.: Ήθελα πολύ να μάθω πιάνο και μας πήγαν με τον αδερφό μου οι δικοί μου στο Ωδείο. Δεν τό'χε καθόλου ο αδερφός μου. Κάθε Τρίτη είχαμε κηδεία στο σπίτι, έκλαιγε για να μην πάει στο Ωδείο. Με έπιαναν οι καθηγήτριες και μου έλεγαν ''Πήγαινε να βοηθήσεις τον αδερφό σου''...Ψυχολογικό τραύμα μου είχε γίνει. Την επόμενη χρονιά, έτσι, το πήραν απόφαση οι γονείς μας και δεν μας ξανάστειλαν. Εγώ είχα όμως τους Lions και σκάρωνα μουσικές και στιχάκια. Έκανα όνειρα να ανοίξουμε ένα μαγαζί σε μια αλάνα στο Χαϊδάρι, όπου πηγαίναμε κι εγώ έπαιρνα μέτρα, τους έλεγα ''Εδώ θα μπει η σκηνή, εκεί οι θέσεις'' κ.λπ. Είχα σχέδια και έκτοτε δεν έκανα κάτι άλλο στο τραγούδι, πέραν τραγουδομαχιών που κάναμε με τις φίλες μου. Τρελό, λοιπόν, ήταν όταν μου πρότεινε η Ευσταθία να γράψουμε το ''Σε θέλω'', αλλά και να φτιάξουμε από κοινού μία μουσικοθεατρική παράσταση. Εμπιστεύθηκε τη φωνή μου; Δεν ξέρω...
Η αλήθεια είναι πως έχεις ένα γρέζι στη φωνή.
Ε.: Ναι, έχει περίεργη φωνή, ιδιαίτερη.
Επέλεξες, Ευσταθία, να μεταφέρεις στα ελληνικά μία αγαπημένη μπαλάντα του Elvis Costello, το ''I want you'' ως ''Σε θέλω''. Γιατί δεν έμεινες σ' αυτό και έβαλες απαγγελία στίχων της Πολυδούρη;
Ε.: Ξετύλιξα μια ολόκληρη ιστορία πάλι, δεν ήταν απλά μία διασκευή. Σκέφτηκα ότι αυτό το τραγούδι θα μπορούσε να τό'χει πει η Πολυδούρη στον Καρυωτάκη και ότι θα της άρεσε πολύ αν το άκουγε όταν ήταν άρρωστη στο ''Σωτηρία''. Κι επειδή η Τέχνη μας δίνει απεριόριστη ελευθερία, αφού είναι ένας Παράδεισος χωρίς απαγορευμένο καρπό, είπα γιατί να μην το κάνω όπως τό'χω στο μυαλό μου; Και να βρω μια Πολυδούρη επίσης; Ποια καλύτερη και πιο επιτυχημένη να έβρισκα από τη Μαρία; 
Με εντυπωσιάζει η μορφή της Μαρίας. Αν της κάνεις τα μαλλιά ''σκάλες'' μοιάζει σαν κορίτσι του Μεσοπολέμου.
Ε.: Η Μαρία σε παραπέμπει στο παλιό σαν να βγήκε στο σήμερα από μια χρονομηχανή.
Μ.Κ.: Το καλό με μένα είναι ότι το πρόσωπο μου μεταμορφώνεται πολύ εύκολα. Άμα αλλάξω μαλλί ή μακιγιάζ γίνομαι αλλιώς κι αυτό είναι φοβερό εργαλείο για κάθε ηθοποιό. Ευτυχώς.
Είχατε χημεία απ' την πρώτη στιγμή μεταξύ σας;
Ε.: Η Μαρία ήταν συνεργάσιμη απ' την πρώτη στιγμή, άκουγε και την ευχαριστώ πολύ γι' αυτό βέβαια. Δεν το λέω τυπικά τώρα. Είχαμε απόλυτη συνεννόηση κι έλεγα ''Κοίτα να δεις που ένας άγνωστος άνθρωπος, που δεν τον έχω ξανασυναντήσει, με εμπιστεύεται''...
Αυτό τώρα με κάνει να σε ρωτήσω μήπως δεν είχες ευχαριστηθεί και τόσο τις προηγούμενες συνεργασίες σου. Ισχύει;
Ε.: Ισχύει! Είχα πολύ καιρό να χαρώ μέσα σε μία συνεργασία, γιατί - όπως ξέρετε - το τραγούδι είναι μια μοναχική πορεία. Σκέφτομαι δηλαδή ότι μετά τη Μαρία θα αισθάνομαι πάλι μοναξιά στη σκηνή. Πως θα βγαίνω μόνη μου; Τιμώ όλους όσοι συνεργαστήκαμε, αλλά τέτοια συνεννόηση δεν την είχα. 
Μ.Κ.: Δεν υπάρχει κανένας εγωισμός. Μαθαίνω κι εγώ τόσα πολλά από την Ευσταθία! Ρωτάμε η μία την άλλη για διάφορα και στο τέλος κατασταλάζουμε στην ίδια άποψη.
Σε συνέχεια αυτού που είπε η Ευσταθία, τι είναι πιο μοναχικό και για σένα, Μαρία, το τραγούδι ή το θέατρο;
Μ.Κ.: Το θέατρο σίγουρα δεν είναι μοναχικό. Το θέατρο είναι συλλογικό, συντροφικό, τελεία, δεν υπάρχει κάτι άλλο. Ακόμα και μονόλογο να κάνεις, έχεις συνεργάτες. Απ' την εμπειρία μου με την Ευσταθία, ούτε το τραγούδι είναι μοναχικό. Βέβαια, αν και ο τραγουδιστής έχει τη μπάντα του ή τους μουσικούς του, στέκει μονάχος του στη σκηνή. Είναι αυτός που εκτίθεται. Πιστεύω στη συντροφικότητα σε όλες τις τέχνες, είμαι και συντροφικός άνθρωπος, οπότε δεν μ' αρέσει να κάνω πράγματα μόνη μου. Νιώθω υπέροχα με το ν' ακούω τις γνώμες των άλλων, ακόμα και παιδιών που έχουν μόλις βγει στο θέατρο και νιώθουν άνεση να μου πουν τις παρατηρήσεις τους. Θεωρώ εξυπνάδα ν' ακούς τους πάντες σήμερα!
Θα ήθελες, Ευσταθία, να δισκογραφηθεί η παράσταση σας;
Ε.: Φυσικά και θα μου άρεσε, αλλά όλα στην πορεία προκύπτουν.
Ξέρετε τι γίνεται; Έχω απέναντι μου δύο κορίτσια ιδιαιτέρως δημιουργικά από τότε όμως που ξεκίνησε η κρίση. Ειδικά εσύ, Ευσταθία, δεν έχεις βάλει κώλο κάτω!
Ε.: Ακριβώς από τότε που ξεκίνησε η κρίση! Υπήρχε παντού μια μιζέρια και η ανάγκη εξάρτησης ενός τραγουδιστή από τις εταιρείες ή τους μάνατζερ μέχρι τον κόσμο που θα ερχόταν να τον δει, ένα ολόκληρο σύστημα δηλαδή που περίμενε να τον στηρίξει. Τη δημιουργικότητα σου, όμως, δεν μπορεί κανένας να την εμποδίσει. Το πνεύμα παραμένει αδούλωτο, η αλήθεια είναι αυτή. Αν το καταλαβαίναμε, θα κάναμε θαύματα.
Μ.Κ.: Το θέατρο, όμως; Χωρίς θεατές δε μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα...
Και στο live κάθε μουσικού σημαίνει αυτό, που αν δεν παίζει για μεγάλο κοινό, το κάνει για πέντε φίλους του.
Ε.: Γι' αυτό και πλέον δίνονται παραστάσεις μέχρι και μέσα στα σπίτια! 
Γίνεται αυτό;
Ε.: Αμέ, δεν το ξέρεις; Κι είναι και πολύ της μόδας!
Για το εξωτερικό τό'χα ακούσει, όχι όμως και για εδώ.
Ε.: Ανοίγεις το σπίτι σου αν θες και έρχεται ο άλλος να δει μια παράσταση. Χωρίς εισιτήριο, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο, αλλά με καπέλο, του στυλ ''Ότι έχετε ευχαρίστηση''...
Μ.Κ.: Να πούμε επίσης ότι στο Κρατικό είχε φτιαχτεί ομάδα ηθοποιών που πήγαιναν στα σπίτια ανήμπορων ή ανάπηρων ανθρώπων και τους έπαιζαν ολόκληρο το έργο. 
Άλλο είναι αυτό! 
Ε.: Η τέχνη είναι σαν τη λάβα που θέλει να βγει απ' το φλοιό της γης και κάνει σεισμό. Δε μπορείς να την κρατήσεις.
Και ποιες ήταν οι συνέπειες της κρίσης για τις δυο σας σε ψυχολογικό κυρίως επίπεδο;
Ε.: Εγώ μπορώ να ζήσω και με τα πολλά και με τα λίγα, καθόλου δεν το σκέφτομαι έτσι. Με πείραξε μόνο που δε μπορώ να κάνω ταξίδια, που έχω τους φίλους μου στο Λονδίνο και δε μπορώ πια να πετάγομαι να τους βλέπω. Με ενοχλεί αυτό, η καθήλωση σε ένα μέρος. Τίποτα άλλο δεν μου έλειψε απ' την κρίση, ούτε φαΐ έξω, ούτε ποτά και διασκεδάσεις. 
Μ.Κ.: Εγώ τελείωσα τις σπουδές μου στην αρχή της κρίσης. Έπρεπε να δουλεύεις συνέχεια τότε, ειδικά αν δεν είχες από πουθενά αλλού έσοδα, απ' την οικογένεια κ.λπ. Δε μπορούσες να πας διακοπές, να κάνεις ένα διάλειμμα για να ξελαμπικάρεις. Να μην κάνεις θέατρο, αλλά να βλέπεις θέατρο, να βγαίνεις κι εσύ για να ψυχαγωγηθείς. Σίγουρα όλοι παλεύουμε για την επιβίωση, ωστόσο έχω σταθεί τυχερή γιατί ποτέ δεν έκανα πράγματα, τα οποία να μην πίστεψα. Θα προτιμήσω να στερηθώ και να μείνω με τα λιγότερα παρά να κάνω κάτι που δεν θα το φχαριστηθώ. Το προτιμώ δηλαδή από το να πάθω κατάθλιψη μετά.
Ας φτάσουμε τώρα στο πως από ένα τραγούδι οδηγηθήκατε σε ολόκληρη παράσταση
Ε.: Κι αυτό σταδιακά προέκυψε, όπως σου είπα προηγουμένως και για έναν ενδεχόμενο δίσκο. Το ένα φέρνει τ' άλλο. Μετά την κυκλοφορία του κομματιού, ήθελα να δώσω μία συναυλία στο Σπίτι του Ηθοποιού που μου ανάθεσε η φίλη μου, η Άννα Φόνσου. Επειδή δεν κάνω πλέον συχνά εμφανίσεις, σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο να έκανε η Μαρία ένα guest με ακόμη ένα τραγούδι που θα διάλεγε η ίδια. 
Ποιο διάλεξες, Μαρία;
Μ.Κ.: Το ''Dedication'' από τα ''Reflections'' του Χατζιδάκι.
Ε.: Την είδα εκεί ότι τό'χε και με το τραγουδιστικό σανίδι. Εγώ διάβασα και ένα ποίημα - επιστολή της Πολυδούρη στον Ίωνα Δραγούμη, που λατρεύει η Μαρία, κι έτσι μου έδωσε το έναυσμα για μια ολόκληρη μουσικοθεατρική παράσταση.
Σου έδωσε το concept, σα να λέμε.
Ε.: Concept τώρα, δεν ξέρω...Πρέπει να υπάρχει πάντα ένας λόγος για να κάνεις κάτι. Ειδικά στις μέρες μας οφείλεις νά'χεις έναν απώτερο σκοπό και να διαγράφεται μια μεταφυσική πορεία, αν αυτό είναι εφικτό. Επειδή κι εγώ έχω μια αδυναμία στις βιογραφίες των γυναικών με πνευματικότητα, που λείπει στις μέρες μας, έκανα ένα προσχέδιο, το πήγα στη Μαρία και την ενθουσίασε. Από τον περασμένο Δεκέμβρη δουλεύαμε την ιδέα. 
Εσύ, Μαρία, εννοείται πως όλο αυτόν τον καιρό επίσης δε σταμάτησες τη θεατρική σου δραστηριότητα.
Μ.Κ.: Καθόλου. Κάναμε τον μονόλογο της Ελένης Παπαδάκη με τον Μάνο Καρατζογιάννη, βγήκαμε περιοδεία, έπαιξα επίσης στους ''Πόθους κάτω από τις λεύκες'' στο Εθνικό σε σκηνοθεσία του Αντώνη Αντύπα. Ήμουν σε μια πυρετώδη φάση και ιδιαίτερα δημιουργική, γι' αυτό και τρελάθηκα με την πρόταση της Ευσταθίας που ήρθε και ''έδεσε''. Είναι και πολύ ωραία τα κείμενα της! Τη ρώτησα προχθές αν το κομμάτι της Καμίλ Κλοντέλ το βρήκε κάπου ή ήταν δικό της και μου απάντησε το δεύτερο. Το ότι βγήκα και τραγούδησα επίσης ήταν μια μοναδική εμπειρία για μένα.
Ε.: Εντάξει, άμα δεν ήσουν καλή, άμα δεν τό'χες, δεν θα σ'το πρότεινα κι εγώ.
Μ.Κ.: Αισθάνθηκα απίστευτο άγχος στην πρώτη μας παράσταση στον Ιανό! ''Παιδιά, το σκατό στην κάλτσα'' τους έλεγα, κανονικά όμως (γέλια). Με πιάνει μια φίλη και μου λέει: ''Μαρία, σύνελθε! Έχεις βγει στην Επίδαυρο'', η Πέγκυ Τρικαλιώτη μού το είπε! Με το που πάτησα όμως στη σκηνή ένιωσα τόση χαρά, τόση ανακούφιση, τόση επικοινωνία με τον κόσμο, ώστε είπα ''Παραιτούμαι από ηθοποιός και γίνομαι τραγουδίστρια''! 
Ιστορικά αν το δούμε, πάντως, πολλοί ηθοποιοί ήταν εξαιρετικοί τραγουδιστές.
Ε.: Έχει άλλη γλύκα ο ηθοποιός όταν αποδίδει ένα τραγούδι!
Μ.Κ.: Ο ηθοποιός πρέπει να είναι πολυεργαλείο, μαθαίνει να παίζει, να τραγουδάει και να χορεύει. 
Ε.: Πάρτε και τη Μάρλεν Ντίτριχ. Την Τσανακλίδου επίσης πού'ναι και ηθοποιός. Ακόμα και η Βουγιουκλάκη στα τραγούδια του Χατζιδάκι έπιανε κάτι απίστευτες νότες. Ερμηνεύει, το σκίζει το ''Θάλασσα πλατιά''! 
Μ.Κ.: Από την Εντίθ Πιάφ μέχρι την Ούτε Λέμπερ, όλες είχαν μία θεατρικότητα στις ερμηνείες τους.
Καλά, μην ξεχνάμε πως οι περισσότερες απ'όλες αυτές τραγούδησαν και τα τραγούδια των Βάιλ/ Μπρεχτ.
Μ.Κ.: Σωστό, απ' αυτό το ρεπερτόριο οδηγείσαι σε τέτοιες ερμηνείες! 
Μαζί κάνατε την επιμέλεια του προγράμματος;
Ε.: Ναι, αλλά η Μαρία ''έφερε'' και κάποιες προσωπικότητες που εγώ δεν τις είχα σκεφτεί.
Όπως;
Μ.Κ.: Τη Βιρτζίνια Γουλφ, τη Φρίντα Κάλο, τη Σιμόν ντε Μποβουάρ...
Μιλάμε για ένα αμιγώς γυναικείο project.
Ε.: Δεν μένουμε πολύ στην κάθε μία προσωπικότητα, δίνουμε μια ''γεύση'' ώστε αν δεν την ξέρει ο άλλος, να κάτσει να την ψάξει. 
Μια ερώτηση που έκανα προ ημερών και στη Γλυκερία είναι γιατί πιστεύετε ότι έχουμε τέτοια μεγάλη παραγωγή στην Ελλάδα γυναικών ηθοποιών και τραγουδιστριών;
Μ.Κ.: Εγώ θα το απέδιδα στο ότι οι άντρες σήμερα δεν έχουν καλή επαφή με τη θηλυκή πλευρά τους σε αντίθεση με τις γυναίκες που έχουμε στο πρόγραμμα μας και που είναι με τονισμένη την αρσενική πλευρά τους. 
Ε.: Υπάρχει μια εξισορρόπηση του αρσενικού και του θηλυκού στοιχείου στις γυναίκες της παράστασης.
Ήταν κάτι που μελετήσατε εκ των προτέρων;
Ε.: Βέβαια, γιατί ψάχναμε δυναμικές γυναίκες με έντονο αυτό το στοιχείο ώστε να στηρίξουν τα ''θέλω'' τους. Η παράσταση λέγεται ''Σε θέλω'', μην ξεχνάς.
Μ.Κ.: Αυτές θεωρώ εγώ δυναμικές γυναίκες, που έχουν την αρσενική πλευρά μέσα τους ισορροπημένη. Αυτές είναι οι αληθινές γυναίκες! Δεν μπορώ να διανοηθώ καν γυναίκες - γατούλες με νάζια και όλα αυτά...
Είσαι κι εσύ έτσι ως γυναίκα, Μαρία;
Μ.Κ.: Ναι, είμαι. Δεν τό'χω καθόλου δηλαδή με τα τσαλιμάκια κ.λπ. Και βρίζω και είμαι χύμα και μου αρέσει κιόλας! 
Ε.: Εντάξει, διεκδικείς, ρε παιδί μου. Εδώ να πω όμως ότι διαφωνώ με το αρχικό σου ερώτημα: Σαφώς έχουμε πολλές γυναίκες τραγουδίστριες, οι οποίες όμως λένε αντρών τραγούδια. Η δημιουργία όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και ανά την υφήλιο, είναι ακόμα υπόθεση αντρική! Μάλιστα, μια γυναίκα δημιουργός είναι πάντα υποβαθμισμένη, δεν εκτιμάται όσο ο άντρας. Λόγου χάριν, εμένα στο δρόμο αν με δουν θα πουν ''Η Ευσταθία η τραγουδίστρια'', τον Φοίβο Δεληβοριά όμως θα τον πουν ''τραγουδοποιό''. Όχι ότι με προσβάλλει αυτό, αλλά η αλήθεια είναι πως η γυναίκα θεωρείται σοβαρή μέχρι να κουνήσει τον κώλο της και να είναι πάντα performer ως σοβαρή αρτίστα. Όχι όμως να δημιουργεί! Αυτή είναι δυστυχώς μια βαθιά πεποίθηση της κοινωνίας! Η Λου Σαλομέ ήταν η μούσα του Νίτσε, του Ρίλκε και του Φρόιντ. Ήταν όμορφη και να άλλο ένα στοιχείο ρατσισμού: Μια όμορφη γυναίκα δεν μπορεί να σκέφτεται! 
Μ.Κ.: Η οποία Λου Σαλομέ τους έπαιζε στα δάχτυλα και τους τρεις! Αν διαβάσεις τα κείμενα της, ήταν καταπληκτική συγγραφέας που ποτέ δεν βγήκε στην επιφάνεια. Δεν ήταν όμορφη με την κλασική έννοια, αλλά μάλλον γοητευτική ήταν. 
Ε.: Φοβερό το ότι μία δυναμική προσωπικότητα και μία καλή συγγραφέας πέρασε στην ιστορία ως η τσούλα των μεγάλων αντρών που δεν τους καθόταν κιόλας! 
Πολύ άσχημο αυτό, πράγματι!
Ε.: Σικέ ήταν όλο αυτό, δεν το συζητάμε, με όλη αυτή την τρομοκρατία εξ Ανατολής. Απίστευτη βιαιότητα υφίστανται οι γυναίκες στην Αφρική ή στην Ινδία μέχρι σήμερα. Ζούμε εδώ στην Ελλάδα και δε μπορούμε να συλλάβουμε τι σημαίνει κλειτοριδεκτομή. Ας τα αφήσουμε όμως αυτά τα ακραία, διότι η υποτίμηση της γυναίκας έρχεται κι από τη Δύση, πιο ύπουλα όμως και υπονομευτικά. Δες τον Τραμπ! Έχει μια bimbo δίπλα του κι είναι και μάγκας που έχει τη bimbo. Η γυναίκα δηλαδή φτάνει μέχρι εκεί, νά'χει ένα ωραίο φουσκωμένο κώλο και δύο στητά βυζάκια. Απαγορεύεται η γυναίκα να είναι σκεπτόμενη ή έξυπνη κι αν είναι κι όμορφη, θά'ναι μόνο γι' αυτή τη δουλειά στυλ Τραμπ! 
Πως αντιλαμβάνεσαι την παρουσία του αρσενικού, Μαρία, στη ζωή σου;
Μ.Κ.: Αν μιλάς για σύντροφο, έτσι τον αντιλαμβάνομαι κιόλας. Σαν σύντροφο! Να τον θαυμάζω και να με θαυμάζει - είναι απαραίτητο και για τους δυο μας αυτό. Δεν θαυμάζω συχνά, αλλά άμα θαυμάζω, συμβαίνει με πάθος. Η ιδανική σχέση είναι να έχω και σύντροφο και φίλο κι εραστή, έναν σύντροφο σε όλα! Οι ηθοποιοί, ξέρετε, θεωρούμαστε και είμαστε περίεργα άτομα, τα πλέον ακατάλληλα για σοβαρή σχέση, εγώ όμως στη ζωή μου δεν μπορώ να υποκριθώ ή να πω ψέματα. Φαίνεται, με πιάνει ο άλλος! 
Η τέχνη είναι και μία απάτη;
Ε.: Με την τέχνη δεν εξαπατάς ακριβώς τον άλλον. Τον παραμυθιάζεις, είναι σαν ένα παραμύθι που τον αρπάζει και τον πάει αλλού. Τον παραμυθιάζεις βέβαια εν γνώσει του. Η τέχνη είναι το πιο αληθινό και σκληρό παράλληλα παραμύθι. 
Μ.Κ.: Που να σας έχω στο Εθνικό που παίζαμε τους ''Πόθους''. Κάτι γριές από κάτω να μονολογούν και να ακούγονται: ''Βρε την τσούλα, α την αλήτισσα!'' κι εμείς να τρώμε τα συκώτια μας πάνω στη σκηνή για να μην ξεκαρδιστούμε! 
Βλέπετε όμως και πόσο πιο επικοινωνιακή είναι η σχέση του μέσου θεατή με το θέατρο απ' ότι με το τραγούδι. Στο θέατρο σπάνια θα μιλάει κάποιος, σε μουσική σκηνή πάλι συνήθως δε βγάζουν το σκασμό...
Μ.Κ.: Φέτος στην κεντρική σκηνή του Εθνικού υπήρχαν μέρες που είχαμε γονατίσει μ' αυτούς που μιλούσαν αναίσχυντα στα κινητά τους την ώρα της παράστασης. 
Ε.: Εγώ ξέρεις τι έκανα μια φορά; Τραγουδούσα ρετρό με τον Δαυίδ Ναχμία στο πιάνο κι από κάτω ήταν ένας μεγαλοδικηγόρος πού'χε έρθει με την παρέα του. Μιλούσαν πολύ δυνατά. Σταματάω την πρώτη φορά, τους λέω ''Σας παρακαλώ, κάντε λίγη ησυχία''. Συνεχίζω σα να μην έχει συμβεί τίποτα. Με έγραψαν αυτοί, συνέχισαν να μιλάνε, οπότε σταμάτησα για δεύτερη φορά κι εκεί τους είπα να φύγουν άμα δεν θέλουν να ακούσουν. Δεν αισθάνθηκα ενόχληση απέναντι σε μένα, αλλά τον διπλανό τους που ήρθε με το υστέρημα του για να μ' ακούσει. Αυτό το δεκάρικο που δίνει ο άλλος είναι συνήθως από το υστέρημα του κι ο άλλος ο μαλάκας έρχεται και τον ενοχλεί. Οφείλω να προστατεύσω τον άνθρωπο που με τιμάει, δεν οφείλεται η αντίδραση μου σε εγωκεντρικούς λόγους.
Πόση ώρα διαρκεί η παράσταση σας και πόσοι μουσικοί βρίσκονται επί σκηνής;
Ε.: Είναι ο Μανώλης Λιανής στα τύμπανα και στην κιθάρα, η Μελίνα Ντελίκου στο βιολί και ο Χάρης Μπότσης στο πιάνο και στα πλήκτρα. Μαζί με το διάλειμμα, η παράσταση διαρκεί ένα δίωρο. 
Μ.Κ.: Τα παιδιά όλα επιδεικνύουν ένα νοιάξιμο τρομερό. Δουλεύουμε σαν σύντροφοι και δέχονται κάποιες σκηνοθετικές οδηγίες μου. 
Πόσες ώρες κάνατε ή κάνετε πρόβες;
Ε.: Αρκετές και τώρα που μπλέξαμε και με ηθοποιό...(γέλια)
Μ.Κ.: Εγώ ήμουν μαθημένη τουλάχιστον σε πεντάωρα. Τόσο είναι οι κανονικές πρόβες ενός ηθοποιού κι από κει και πέρα χτυπάς εφτάωρο, οχτάωρο ή και δωδεκάωρο, όπως συνέβαινε καμιά φορά με τον Λευτέρη Βογιατζή. 
Ε.: Του μουσικού πάλι οι πρόβες είναι ''Εντάξει, μωρέ, τό'χουμε, πάμε να φύγουμε, παιδιά'' (γέλια)
Ευσταθία - Μαρία Κίτσου
Ευσταθία - Μπόσκο - Μαρία Κίτσου
* Η παράσταση ''Σε θέλω'' των Ευσταθίας - Μαρίας Κίτσου θα δοθεί στον Ιανό της Σταδίου αυτή την Παρασκευή 19 Μαΐου στις 21.00 με είσοδο 16 ευρώ (με μπίρα ή κρασί)

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Η εξομολόγηση της Γλυκερίας στην ηλεκτρονική LIFO

Η Γλυκερία, όνομα και πράγμα, είναι μία Ελληνίδα τραγουδίστρια που δεν μου είχε δώσει ποτέ συνέντευξη και το ήθελα πολύ. Όταν μου ανατέθηκε λοιπόν από τη LIFO μία συνέντευξη μαζί της, η χαρά ήταν μεγάλη. Όλα έγιναν άμεσα και γρήγορα - όχι βέβαια τόσο άμεσα, όσο με τη συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη -, αλλά είχαμε μπει σε μια σειρά και απλά περιμέναμε τις ημερομηνίες που θα τη βόλευαν. 
Νά'μαστε λοιπόν με τον φωτογράφο Πάρι Ταβιτιάν στο λιμάνι της Ραφήνας, στα μέρη της, να την περιμένουμε, έχοντας ακούσει πριν στο αυτοκίνητο του παλιά λαϊκά με τον Μπιθικώτση, τον Καζαντζίδη, την Πόλυ Πάνου και τη Γιώτα Λύδια. Για να εγκλιματιστούμε ίσως, εφόσον και ο Πάρις έμεινε αναγκαστικά στη συνέντευξη για να γυρίσουμε μαζί στο κέντρο της Αθήνας. 
Η συνέντευξη με τη Γλυκερία διήρκησε σχεδόν ένα δίωρο και έγινε σε τρομερά φιλικό κλίμα, κάτι που νομίζω ότι αποτυπώθηκε και στη δημοσίευση της στο LIFO.gr! Συζητήσαμε για πολλά θέματα που πάντα ήθελα να τη ρωτήσω, όχι απαραιτήτως προβλέψιμα, εφόσον ποιος να φανταζόταν - λόγου χάριν - ότι η Γλυκερία θα μιλούσε για παράλληλα σύμπαντα και θρησκειολογικές αναζητήσεις; Το θέμα είναι ότι πήγε αρκετά καλά από επισκεψιμότητα στον ιστότοπο της LIFO, δίνοντας την ευκαιρία σε πολύ κόσμο να την ''γνωρίσει'', διότι υπάρχουν και οι πολλοί νεότεροι αναγνώστες που ενδέχεται να μην ακούν τα τραγούδια της. Με καινούργιο δίσκο στις αποσκευές της και έντονη συναυλιακή δραστηριότητα, η Γλυκερία έδωσε μία συνέντευξη ''από τις καλύτερες, αν όχι την καλύτερη'', όπως μου είπε χαρακτηριστικά η ίδια την ίδια μέρα της δημοσίευσης. 
* Τη συνέντευξη της Γλυκερίας στην ηλεκτρονική LIFO, τη διαβάζετε εδώ:
www.lifo.gr/articles/music_articles/144579

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Μαρία Φαραντούρη: Η γνωριμία με τους Beatles το 1969 στο Λονδίνο

Η μία και μοναδική συνάντηση μου με τους Beatles στο Apple Studio του Λονδίνου οφείλεται στον Αλέξη Μάρδα. Ο Μάρδας ήταν φίλος εκείνα τα χρόνια και μάλιστα τώρα, λίγο καιρό πριν ''φύγει'', μου είχε στείλει μια κάρτα. Υπήρξε φαν δικός μου και του Μάνου Λοΐζου. Στις αρχές του '60, πριν κάνω δισκογραφία θυμάμαι, μας παρακολουθούσε που παίζαμε με τον Λοΐζο, που με συνόδευε με την κιθάρα του. Εδώ να πω ότι πολλά χρόνια αργότερα, βρήκε κάπου έξω τον Τηλέμαχο Χυτήρη, τον άντρα μου, και του είπε ότι έχει στα χέρια του μπομπίνα με μένα και τον Λοΐζο. Έτσι έφτασε και μένα στα δικά μου χέρια και τις έχω αυτές τις πρόχειρες ηχογραφήσεις μας. Μας είχε καλέσει σε ένα πάρτι στην Αθήνα ο Μάρδας, πρωτοποριακής τέχνης υποτίθεται, όπου μεσ' στο σπίτι ήταν κάτι φέρετρα, απ' τα οποία...έβγαιναν οι καλλιτέχνες. Φρικάραμε με τον Λοΐζο. ''Πάμε να φύγουμε, τι γίνεται εδώ πέρα;'' έλεγα του Μάνου και γελούσαμε. Πολλά χρόνια μετά, όταν ζούσα στο Λονδίνο, επί χούντας, ερχόταν στις συναυλίες μου. Μου είχε φέρει τον Donovan, ο οποίος μου είχε κάνει δώρο ένα πορτοκάλι, λέγοντας κάτι ''χίπικα'' περίεργα. Μια μέρα ο Μάρδας μου πρότεινε να με πάει στο περίφημο Apple Studio των Beatles για να τους γνωρίσω. Ήταν έξυπνος ο Μάρδας, μιλούσε ωραία και είχε ''ψήσει'' τους Beatles. Λέγεται πως η χάρη του είχε φτάσει μέχρι τον Bob Dylan, αλλά αυτός δεν σκεφτόταν μάλλον το ίδιο με τους Beatles για το ποιοι θα τον συναναστρέφονταν. Ήθελαν, λοιπόν, οι Beatles κι αυτοί να με γνωρίσουν - μου είπε ο Μάρδας - αφού ήμουν τραγουδίστρια του Θεοδωράκη και είχαν ήδη πει το ''Honeymoon song'' (''Αν θυμηθείς τ' όνειρο μου''). Ήταν στα τέλη του 1969 αυτό και το θυμάμαι καλά, αφού μερικούς μήνες μετά οι Beatles διαλύθηκαν! 
Πάμε στο Apple Studio, εγώ με τον τότε πιανίστα μου, τον Κυριάκο Σφέτσα, και τον Μάρδα. Ο Σφέτσας, ενώ ασχολιόταν με τη λόγια μουσική ως πρωτοποριακός μουσικός, αγαπούσε τον Θεοδωράκη και ειδικά το τραγούδι του, ''Κράτησα τη ζωή μου''. Περιμέναμε. Πρώτος ήρθε ο Paul McCartney, ευγενέστατος, λαϊκό παιδί έμοιαζε. Μετά ο George Harrison με τον Ringo Star και τελευταίοι ο John Lennon με τη Yoko Ono. Με ρωτούσαν όλοι τους για την κατάσταση με τη χούντα στην Ελλάδα, λέγοντας πόσο τους άρεσαν τα τραγούδια του Θεοδωράκη. Θυμάμαι ειδικά τη Yoko Ono που ως γυναίκα με αντιμετώπιζε με τρομερή φιλικότητα. Μόνο με τον John μιλούσε αυτή, αφού, ως φαίνεται τώρα, οι άλλοι τη θεωρούσαν υπαίτια για τη διάλυση του συγκροτήματος από τότε. Έκατσαν κάτω όλοι τους κι εγώ άρχισα να τους τραγουδώ, συνοδεία του Σφέτσα στο πιάνο, το ''Ένα το χελιδόνι'' και το ''Κράτησα τη ζωή μου''. Δεν θα ξεχάσω τα χέρια τους που τα χτυπούσαν στο ρυθμό του πρώτου τραγουδιού. Έδειχναν να απολαμβάνουν το τραγούδι μου και στα δύο αυτά κομμάτια. Δεν τους ξανάδα από τότε. Εννοείται πως με είχε συνταράξει το γεγονός, τόσο της διάλυσης των Beatles λίγο μετά, όσο και της δολοφονίας του John Lennon το '80. Από το Apple Studio βέβαια ξαναπέρασα στις αρχές του ΄70, όταν έγραψα τη φωνή μου στα τραγούδια της ''Μεγάλης Αγρυπνίας'' της Ελένης Καραΐνδρου, ξεχωριστά από τις ορχήστρες που είχαν γραφτεί στην Ελλάδα. Σαφώς και καταλάβαινα πόσο σημαντικοί ήταν οι Beatles στον καιρό τους, αλλά δεν θεωρώ αυτή τη συνάντηση σημαντικότερη απ' άλλες κι άλλες συνευρέσεις μου με μυθικά πλέον ονόματα της διεθνούς μουσικής. Να σκεφτείς ότι δεν την έχω διηγηθεί την ιστορία αυτή ούτε καν στον γιο μου...
* Η συνομιλία με τη Μαρία Φαραντούρη πραγματοποιήθηκε βράδυ Παρασκευής, 12 Μαΐου 2017, στο μπαρ ''Κόκκινη κλωστή''

Σάββατο 13 Μαΐου 2017

Τετ α τετ ιστορίες με τον Μίκη Θεοδωράκη: Πως έγινε ο - κατά Μάνο Χατζιδάκι - Επιτάφιος του με τη Νάνα Μούσχουρη!

Εγώ τον Επιτάφιο δεν ήθελα καθόλου να τον κάνω. Είχα γυρίσει στην Αθήνα το 1960 και έγραφα τη μουσική για τις Φοίνισσες, ενώ είχα πολλά συμβόλαια για να συνεχίσω τη δουλειά μου στην Ευρώπη. Δεν σκόπευα καθόλου να μείνω στην Ελλάδα. Πως έγινα όμως λαϊκός συνθέτης; Ήταν καλοκαίρι, οι Φοίνισσες είχαν παιχτεί κι ετοιμαζόμασταν οικογενειακώς να πάμε πάλι στο Παρίσι. Ήρθε και με βρήκε, όμως, ένας αδερφικός φίλος που ήταν καταδικασμένος σε θάνατο, όπως κι εγώ άλλωστε, τον οποίο είχαν στείλει στον Άι-Στράτη. Δημήτρης Δεσποτίδης λεγότανε. Γεννούσε η γυναίκα του και τότε, το 1960, τους δίνονταν άδειες μιας εβδομάδας για να δουν το νεογέννητο. ''Τι θα γίνει με τους 6.000 κρατούμενους που έχουμε ακόμα;'' με ρωτάει ο Δεσποτίδης και μου ζητάει να μιλήσω του Χατζιδάκι για να μιλήσει με τη σειρά του στον Καραμανλή που ήταν φίλος του. Είχε το θάρρος ο Δεσποτίδης, γιατί τον Χατζιδάκι κατά ένα τρόπο εμείς τον είχαμε αναδείξει στην ΕΠΟΝ. Του είχαμε δώσει την πρώτη του δουλειά, το Καλοκαίρι θα θερίσουμε με τον Αλέξη Δαμιανό. ''Αν θες να μιλήσεις του Χατζιδάκι πάμε τώρα να τον βρούμε στου Φλόκα, εκεί θα τον πετύχουμε'' πρότεινα του Δεσποτίδη στις δύο το μεσημέρι.
Πάμε, ήταν πράγματι εκεί ο Χατζιδάκις, ωραίος, άνετος, ευάερος, ''Δημήτρη μου, εσύ;'' λέει του Δεσποτίδη μόλις τον βλέπει, αγκαλιές, φιλιά. ''Πες του Μάνου, Μίκη, τι τον θέλουμε'' με παρότρυνε ο Δεσποτίδης κι άρχισα εγώ: ''Μάνο μου, ο Δημήτρης είναι σύντροφος μας από την ΕΠΟΝ και ήρθε γιατί γεννάει η γυναίκα του, αλλά από αύριο θα ξαναπάει εξορία. Υπάρχουν 6.000 ακόμα κρατούμενοι σύντροφοι μας, όπως ξέρεις. Μήπως να έλεγες μια κουβέντα του Καραμανλή να έκανε κάποια δήλωση τουλάχιστον;'' Τον Μάνο εκείνη τη στιγμή τον έπιασε το κακό του, το πολύ αντιδραστικό του. ''Ακούστε να δείτε'', σηκώνεται πάνω, ''εγώ τα έχω ξεχάσει αυτά! Έχω το διαβατήριο μου και πηγαίνω όπου θέλω, μ' αρέσει αυτή η κατάσταση''! ''Πάμε να φύγουμε, Μίκη!'' μου κάνει ο Δεσποτίδης, αλλά ο Μάνος κατάλαβε αμέσως ότι δεν μίλησε καλά. ''Με συγχωρείς, έκανα λάθος'' λέει...''Ρε, άντε φύγε από δω'' του απαντάει ο Δημήτρης και βγαίνουμε μαζί έξω. Αύγουστος μήνας ήταν, αυτοκίνητο ούτε για δείγμα στην Αθήνα, 45 βαθμοί έξω. Θυμήθηκα τότε ότι από το '58 είχα στείλει τον Επιτάφιο από μπομπίνα σε φίλους στην Αθήνα και τους άρεσε. ''Δε μου λες'' ρωτάω τον Δεσποτίδη, ''ο Χατζιδάκις είναι διάσημος, τον αγαπούν, αλλά γιατί πήγαμε σ' αυτόν; Γιατί τον αγαπούν;'' Μου απαντάει: ''Γιατί γράφει ωραία τραγούδια''...Ακολουθεί ο διάλογος μας:
- Κι εγώ γράφω ωραία τραγούδια!
- Τι τραγούδια;
- Τον Επιτάφιο!
- Ρε άντε από δω κι εσύ, τραγούδι είναι ο Επιτάφιος; Πως να διασκεδάσει ο κόσμος;
- Μα είναι ωραία λαϊκά τραγούδια. Τα έστειλα εδώ σε μερικούς και τους άρεσαν. 
- Άντε, άσε μας τώρα...
Τον ''ψήνω'' όμως και πάμε στο Zonars για να του τα τραγουδήσω. Μου λέει: ''Ξεκίνα''!
Παραγγέλνουμε δυο μπίρες ξεροσφύρι κι αρχίζω εγώ να χτυπάω το μάρμαρο στο ρυθμό: ''Γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου''...Με σταματάει: ''Παρακάτω''! ''Δεν είναι δυνατόν'' λέω μέσα μου, ''ας το πιάσω πιο μαλακά'' κι αρχίζω ''Μέρα Μαγιού μου μίσεψες''...Σηκώνεται απάνω ο Δεσποτίδης ''Τώρα αυτό τραγούδι είναι;'' 
(Παρεμβαίνει ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας στην αφήγηση): Τι νόμιζε αυτός, τον Επιτάφιο στην εκκλησία;
Ε, σου λέει, ''τίτλος για τραγούδι ειν' αυτό;'' Θυμηθείτε ότι τότε είχα κάνει το ''Μάνα μου και Παναγιά'', ''κλαίει η μάνα μου στο μνήμα'', μετά ήρθε το ''Τραγούδι του νεκρού αδελφού'', μια ζωή νεκρολογία ήμουν εγώ, νεκροταφείο (γέλια). ''Συνέχισε'' μου λέει αυτός, και μετά;
- Καλά, δε θα περάσουν από λογοκρισία;
- Πως δεν θα περάσουν...
- Καλά, εσύ είσαι κομμουνιστής, ο Ρίτσος είναι κομμουνιστής, πως θα περάσουν;
- Μα, είναι δύο εταιρείες που τα θέλουν, η μία είναι του Πατσιφά κι η άλλη...
(Παρεμβαίνει πάλι ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας): Συγγνώμη, το '60 υπήρχε λογοκρισία;
Σαφώς και υπήρχε, βέβαια! Η λογοκρισία υπήρχε από καταβολής ελληνικού κράτους. Ανέκαθεν μας είχαν υπό έλεγχο. Όπως τον Κολοκοτρώνη τον είχαν όχι κάτω απλά, αλλά σε ένα λάκκο μέσα. Τον Κολοκοτρώνη που μας απελευθέρωσε. Σαν οι Αμερικανοί να βαράνε τον Ουάσιγκτον. Αφού έβαλαν, λοιπόν, τον Κολοκοτρώνη στη φυλακή, με μας θα έκαναν πίσω; Λοιπόν, συνεχίζω...''Αυτές οι δύο εταιρείες'' λέω του Δεσποτίδη, ''έχουν πιο μεγάλη δύναμη απ' τη λογοκρισία''! ''Τότε τι κάθεσαι;'' μου κάνει αυτός κι αποφασίζω να ξεκινήσω από τον Πατσιφά. Του άρεσαν του Πατσιφά τα τραγούδια, με πίστευε, του εξήγησα πως θέλω λαϊκά με μπουζούκια, ''πάρε την Άννα Χρυσάφη'' μου λέει. Τότε τα γραφεία του Πατσιφά έβλεπαν προς το Σύνταγμα.
Η Νάνα Μούσχουρη το 1960
Με πιάνει μια μέρα και μου λέει: ''Άκουσε να δεις, άκουσε τα τραγούδια η Μούσχουρη και της άρεσαν. Μήπως να τα δίναμε σ' αυτήν;'' ''Και τη Χρυσάφη τι θα την κάνουμε, θα την πετάξουμε;'' ρωτάω εγώ για να λάβω την απάντηση του: ''Άσ' τη τη Χρυσάφη, θα την κανονίσω εγώ, θα της δώσω κάτι άλλα τραγούδια που θα της πηγαίνουν''. Εγώ σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό, τη στιγμή που Χατζιδάκις - Μούσχουρη ήταν το Νο 1 εκείνη την εποχή. Θα είχα τα μπουζούκια, αλλά με τη Μούσχουρη δεν θα μ' άκουγε μόνο η εργατιά, θα περνούσα και στους αστούς. ''Κύριε Θεοδωράκη'' μου είπε η Μούσχουρη, ''μου άρεσαν πάρα πολύ τα τραγούδια σας, αλλά θα πρέπει να πάρω άδεια από τον κύριο Χατζιδάκι, καταλαβαίνετε. Να έρθετε το μεσημέρι από δω που θα είναι κι ο κύριος Χατζιδάκις για να του μιλήσουμε μαζί''. ''Μάλιστα'' λέω εγώ! Έρχεται ο Χατζιδάκις, κατευθείαν λέει ''Όχι''. Πετάγεται η Μούσχουρη (κάνει τη φωνή του παραπονιάρικη): ''Κύριε Μάνο, ο κύριος Θεοδωράκης μου έδωσε κάτι τραγουδάκια που μ' αρέσουν πολύ. Μπορώ να τα τραγουδήσω;'' (γέλια). ''Υπό έναν όγον'' κάνει αυστηρά ο Μάνος, ''Ότι θέλετε, κύριε Χατζιδάκι'' του απαντάει ο Πατσιφάς, κάθεται στο γραφείο, του δίνουν πένα κι αρχίζει να γράφει: ''Εδώ μαντολίνο, εδώ βιολί, εδώ φλάουτο, εδώ τσέλο'' και στο τέλος ''Πιάνο: Μάνος Χατζιδάκις''! Εγώ τά'χασα! ''Μάνο μου,σ' ευχαριστώ, με τιμάει πολύ αυτό που κάνεις τούτη τη στιγμή''! Έτσι αρχίσαμε, αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα: Πως θα ξύπναγε ο Μάνος, αφού εμείς γράφαμε στις 2 το μεσημέρι κι εκείνος κοιμότανε. Πηγαίνουμε, λοιπόν, στο σπίτι του, τρία δωμάτια όλο κι όλο. Στο ένα ήταν το πιάνο του, στον προθάλαμο ας πούμε, μια κουρτίνα υπήρχε για να απομονώνει το κρεβάτι του και στ' άλλο κοιμόταν η Μιράντα, η αδερφή του, με τη μαμά. Η κουζίνα ήταν. Τον ξυπνάμε, του φτιάχνουμε καφέ, ροχάλιζε ο Μάνος στην κουζίνα (μιμείται το βαρύ ροχαλητό του) και με τα πολλά, μετά από κάνα δίωρο, ξύπνησε και τον πήραμε για την Κολούμπια. Πάμε, ''Μάνο μου, που είναι τα αναλόγια;'' τον ρωτάω, ''ποια αναλόγια;'' μου απαντάει και μου εξηγεί πως έχουμε λαϊκούς μουσικούς και θα τα μάθουν με τ' αυτί. ''Πότε θα γίνει αυτό;'' ξαναρωτάω, ''Τώρα, αυτή τη στιγμή'' λέει ο Μάνος. Τέλος πάντων, αρχίζω εγώ να διευθύνω και κάνουμε τα πρώτα τρία κομμάτια. Μετά από λίγο, όμως, μου λέει ο Μάνος: ''Βλέπω ότι δεν είσαι στα νερά σου. Θες να διευθύνω εγώ και να παίξεις εσύ πιάνο;'' ''Οπωσδήποτε'' απαντάω και αρχίζει ο Μάνος να κάνει την ''κουζίνα'', που τα ήξερε καλά αυτά, κι εγώ να παίζω πιάνο. Εκείνο τον καιρό εγώ με τη γυναίκα μου, τη Μυρτώ, είχαμε αυτοκίνητο, απ' τα ελάχιστα στην Αθήνα, και πηγαίναμε στην Πατριάρχου Ιωακείμ, που έμενε ο Αλεξανδράκης με τη Γεωργούλη. Εκεί υπήρχε κι ένα εστιατόριο που πήγαινε ο Σπυρομήλιος, πρόεδρος του ΕΙΡ τότε. Μας πετυχαίνουν ο Σπυρομήλιος, ο Γκάτσος κι ο Χατζιδάκις, ''Μίκη, έλα εδώ'' μου κάνουν. Ο Σπυρομήλιος ήταν μεγάλο κεφάλι, δεν μάσαγε. Τον έπαιρνε τηλέφωνο ο Καραμανλής και τού'λεγε ''Γιατί μου βάζεις τα τραγούδια αυτού του κομμουνιστή;'' και του απαντούσε  ''Γιατί έτσι μου γουστάρει''! Ήταν κι ο μεγάλος έρωτας της Μελίνας ο Σπυρομήλιος!

(παρεμβαίνω εγώ: Γι' αυτόν ο Χατζιδάκις με τον Γκάτσο έγραψαν το ''Κουρασμένο παλικάρι'')
Ναι, ακριβώς. Ωραίος τύπος ήταν αυτός και τη μεγάλη ιστορία του με τη Μελίνα θα την αφήσουμε για μιαν άλλη φορά. Την άλλη μέρα, στου Φλόκα, επειδή ο Χατζιδάκις ζήλευε και δεν άφηνε τον Γκάτσο να μου δίνει στίχους του - το ξανάπαμε και στη συνέντευξη - μου βάζει ένα σκονάκι στην τσέπη και μου λέει στ' αυτί συνομωτικά: ''Να, να, διάβασε το αυτό όταν θά'σαι μόνος σου''...Το ανοίγω και βλέπω τους στίχους της ''Μυρτιάς''! Μου άρεσαν πολύ! Λέω του Γκάτσου συνομωτικά κι εγώ: ''Αύριο! Μεσ' στην ίντριγκα ήμασταν'' (γέλια) Την επόμενη, είμαστε ο Πατσιφάς, ο Γκάτσος, εγώ και μετά ήρθε κι ο Χατζιδάκις. Τους παίζω τη ''Μυρτιά'', όπως είχα ήδη μελοποιήσει το ποίημα. Κάνει ο Πατσιφάς: ''Πολύ ωραίο είναι, πάμε να το γράψουμε αύριο. Ποιος θα διευθύνει; Μάνο, εσύ θα το κάνεις''. Εκεί τους ενημερώνω για ένα άλλο τραγούδι που είχα γράψει και που είχε γίνει πολύ μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό (τραγουδάει τη μελωδία από το ''Honeymoon song''). 
Τους το παίζω στο πιάνο και λέω στον Γκάτσο ''Νίκο, γράψε ελληνικούς στίχους εσύ''. Τους έγραψε επί τόπου ο Νίκος. ''Ποιος θα τα πει τα τραγούδια;'' λέμε κι ακούμε ξαφνικά μια φωνή από το βάθος: ''Εγώ θα τα πω''! Γυρίζουμε, βλέπουμε μια ξανθιά κοπέλα με τουπέ, ''ποια είσαι εσύ;'' τη ρωτάει ο Πατσιφάς, ''είμαι η Γιοβάννα'' λέει αυτή, ακριβώς έτσι όπως σας το λέω! ''Που τραγουδάς;'' τη ρωτάμε, ''Πουθενά'' απαντάει (γέλια) και αμέσως μετά: ''Μπορώ να τα πω εγώ; Τά'μαθα κιόλας απ' έξω''. Ξανακάθομαι στο πιάνο, βρίσκω τον τόνο της και την άλλη μέρα πράγματι γράψαμε σε δισκάκι τα δύο κομμάτια.  
''Πήγαν'' αμέσως, είχαν ωραίο τέμπο, έβαλε ο Μάνος και τα όργανα που ήθελε, τα είπε και εξαιρετικά η Γιοβάννα. Υπήρχε μεγάλο κέφι στην ηχογράφηση τους. Έλα, όμως, που μια μέρα μετά θα συνεχίζαμε με το τέταρτο τραγούδι του ''Επιταφίου''! Στην ίδια μπομπίνα είχαμε βάλει μέσα τα δύο νέα τραγούδια με τη Γιοβάννα. Τσιμουδιά, μην το πάρει χαμπάρι η Μούσχουρη! Στο διάλειμμα, όμως, λέει ο Μάνος: ''Ας ακούσουμε κι αυτά που γράψαμε χθες''. ''Τι γράψατε χθες;'' πετάγεται η Μούσχουρη. ''Θ' ακούσεις'' της απαντάει ο Μάνος. 
- Τι τραγούδια ειν' αυτά;
- Κάτι τραγούδια που έγραψε ο Μίκης.
- Πότε τά'γραψε;
- Χθες! 
- Και ποια ειν' αυτή που τα τραγούδησε;
(γέλια) Και την πιάνει μια υστερία τη Μούσχουρη, ήθελε να τα σπάσει όλα! Υπήρχαν κάτι τασάκια εμαγιέ, της τά'δινε ο Πατσιφάς: ''Να, πάρε, Νάνα μου'' κι αυτή τα έσπαγε το ένα μετά το άλλο! Σκηνή κινηματογραφικής ταινίας, μεγάλη κωμωδία! 
Μετά η Μούσχουρη δήλωσε ''Μ' αυτόν δε θέλω να ξανασυνεργαστώ'', δεν το είπε όμως έτσι σε μένα. Εμένα μου είπε κάτι άλλο. Μπαίνουμε όλοι σ' ένα ταξί να μας πάει στου Φλόκα - απορώ πως χωρέσαμε - και μου λέει: ''Κύριε Θεοδωράκη, θέλω να σας μιλήσω. Δε νομίζω ότι μπορούμε να συνεργαστούμε, εσείς έχετε τραγουδίστρια αυτήν τη Γιοβάννα - πως τη λένε''...Ύστερα απ' αυτό έπιασα εγώ τον Πατσιφά: ''Άκουσε να δεις, εγώ δεν σου ζήτησα τίποτα. Εσύ ήθελες να γραφτεί ο Επιτάφιος, αφού όμως η Μούσχουρη είπε έτσι, δεν θέλω, αποχωρώ. Ποιος θα μου πει εμένα τι θα κάνω; Ξέρεις ποιος ειμ' εγώ και πόσο έχω υποφέρει για να κάνω ότι έκανα; Τι πράγματα είναι αυτά;'' ''Έλα, μωρέ, αφού την ξέρεις'' ήταν η απάντηση του Πατσιφά. ''Όχι'' του λέω και κατευθείαν στην Κολούμπια! Στην Κολούμπια διαπιστώνω πως έδιναν τόση σημασία στη δισκογραφία, ώστε ο διευθυντής της εταιρείας ήταν και ο υπεύθυνος του λογιστηρίου. Περιμένοντας, βλέπω μια μεγάλη ουρά που περίμεναν οι καλλιτέχνες να πληρωθούν. Ξεχωρίζω έναν αδύνατο τύπο. ''Με συγχωρείτε'' ρωτάω κάποιον, ''μήπως αυτός εκεί είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης;''
- Ναι, αυτός είναι!
- Και κάθεται στην ουρά;
- Που να κάτσει;
- Μα ξέρετε τι γίνεται στη Γαλλία; Ξέρετε πως παίρνει τα λεφτά του ο Charles Aznavour; Του τα πηγαίνει η Ρολς Ρόις στο σπίτι του τα λεφτά του! 
Εμένα μου έδωσαν εφάπαξ 1500 δραχμές το τραγούδι, πήρα συνολικά 12000. Ο δε Μπιθικώτσης πήρε 500 δραχμές το τραγούδι. Αυτά δίναν τότε. Η Παπαγιαννοπούλου το ''Δυο πόρτες έχει η ζωή'' το πούλησε 50 δραχμές, που παιζόταν παντού. Ερχόταν πολλές φορές σπίτι μου μετά απ' τη χαρτοπαιξία για να μου δώσει τραγούδια. Εγώ δεν ήθελα να της πάρω στίχους - είχα στήσει κατάσταση ήδη με τους ποιητές - της έφτιαχνα όμως καφέ, της έδινα κι ένα πεντακοσάρικο, λέγοντας της ''Πάρε να βολευτείς και δώσ' τα αλλού''. Μετά έδωσε μια συνέντευξη στον Λευτέρη Παπαδόπουλο και τού'πε ότι μου είχε φέρει το ''Ειμ' αϊτός χωρίς φτερά'', δεν το πήρα εγώ κι έτσι το έδωσε στον Χατζιδάκι. Αυτή είναι κι η ιστορία μου με την Παπαγιαννοπούλου. Πάμε πάλι στην Κολούμπια, όπου τους δηλώνω ότι θέλω τραγουδιστή τον Μπιθικώτση. ''Ποιος ειν'αυτός;'' με ρωτάνε, ''αυτός που είπε το Γαρίφαλο στ' αυτί'' τους απαντάω. Αυτό ήξερα εγώ! Στη Μακρόνησο, που λένε, ο Μπιθικώτσης δεν τραγουδούσε, ήταν συνθέτης. Μάλιστα το πρώτο τραγούδι του, το ''Καντήλι τρεμοσβήνει'', το τραγούδησε ο Βαμβακάρης. Εγώ τη φωνή του, λοιπόν, την είχα ακούσει στα όμορφα τραγούδια του Χατζιδάκι, την ''Κυρά'', το ''Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω'' και το ''Γαρίφαλο στ' αυτί''. Τότε ήρθε ο Τάκης Λαμπρόπουλος εξ Αμερικής. ''Κύριε Θεοδωράκη'' μου λέει, ''θέλετε οπωσδήποτε τον Μπιθικώτση; Εδώ έχουμε εξαιρετικές γυναικείες φωνές, τη Γιώτα Λύδια, την Πόλυ Πάνου, τη Μαίρη Λίντα, πείτε, ποιαν θέλετε;'' ''Τον Μπιθικώτση θέλω!'' επέμενα. Τότε ο Μπιθικώτσης ετοιμαζόταν να τα παρατήσει. Αυτοκράτορας ήταν ο Καζαντζίδης, ο οποίος έπαιρνε 5000 μεροκάματο στις Τζιτζιφιές. Ο Μπιθικώτσης πήγε σε μαγαζί απέναντι με 50 δραχμές μεροκάματο. Αυτή ήταν η διαφορά στις τιμές τους. Ο Μπιθικώτσης δεν είχε καριέρα σαν φωνή, ήταν έτοιμος να γίνει υδραυλικός και να παρατήσει το τραγούδι. Εγώ τον καθιέρωσα σαν τραγουδιστή. 
Θυμάμαι το ίδιο πάνω - κάτω διάστημα που γράφαμε την ''Πολιτεία Α'' να είμαστε ο Καζαντζίδης, ο Χιώτης, η Μαίρη Λίντα κι εγώ και να μπαίνει μέσα ο Μπιθικώτσης ντυμένος με ένα ωραίο μακρύ σακάκι. Μάγκας αυθεντικός. Δεν υπήρχε άνθρωπος, άντρας, που να χορεύει ωραιότερο ζεϊμπέκικο από τον Μπιθικώτση. Είχε αυτό το στρατιωτικό όνομα και το αρχοντικό παρουσιαστικό, που κανείς δε μπορεί να καταλάβει πόσο ευαίσθητος άνθρωπος ήτανε. Πριν βγει στη σκηνή έκανε εμετό απ' το άγχος του. Ήταν μέχρι να βγάλει την πρώτη νότα, εκεί μεθούσε ο ίδιος με τη φωνή του και άλλαζε! Ποιος θα είχε φωνές σαν του Μπιθικώτση, της Φαραντούρη και του Πανδή; Άλλοι θα πλήρωναν, όχι θα πληρώνονταν, για να τους ερμηνεύουν τέτοιες φωνές! Τέτοια ήταν η χαρά μου που τους άκουγα στα τραγούδια μου και χανόμουν!
Μίκης Θεοδωράκης - Θέμης Ροδαμίτης - Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Η συνομιλία με τον Μίκη Θεοδωράκη πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του, απόγευμα Πέμπτης 11 Μαΐου 2017, παρουσία της κόρης του, Μαργαρίτας, του Γιώργου Λιάνη, του Θέμη Ροδαμίτη, του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και της Παυλίνας Βουλγαράκη.

Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

Ο Μίκης Θεοδωράκης & ο Jimi Hendrix στη LIFO αυτής της εβδομάδας!

Η συνέντευξη με τον Μίκη Θεοδωράκη από χθες κυκλοφορεί με το υπ' αριθμ. 518 φύλλο της LIFO - ωραία συγκυρία που μπήκε μαζί με μία σπάνια συνέντευξη του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, στον Γιάννη Πανταζόπουλο - ενώ προχθές, ημέρα Τρίτη, αναρτήθηκε στον ιστότοπο του free press. Σημείωσε μεγάλη επιτυχία, έκανε γκελ, που λένε, κάτι που ήταν μάλλον αναμενόμενο. Αν πάντως διάβαζα την εν λόγω συνέντευξη σαν να μην την είχα πάρει εγώ, αν προσπαθήσω δηλαδή να αποστασιοποιηθώ λίγο τώρα, θα απέδιδα στο εξής την επιτυχία της: Στο ότι ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης είχε πολύ καιρό, μην πω χρόνια, να δώσει μία συνέντευξη, στην οποία δεν θα αναλώνεται στην εφήμερη πολιτική κατάσταση της χώρας (έχει την προσωπική του ιστοσελίδα γι' αυτό το σκοπό), ενώ ίσως για πρώτη φορά μίλησε δημόσια για τις επιλογές του αναφορικά με τους τραγουδιστές της ''απέναντι όχθης'' που τον τραγουδάνε τελευταία.  
Μόνο από τον δικό μου λογαριασμό στο facebook, περίπου 200 άνθρωποι έκαναν share τη συνέντευξη, τη ''μοίρασαν'' δηλαδή, γεγονός που φανερώνει ότι διαβάστηκε από χιλιάδες άτομα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Ο Βασίλης Κουμής, που βρίσκεται κοντά στους θεοδωρακαίους, με ενημέρωσε πως ο Μίκης ήδη τη διάβασε και έδειξε πολύ, μα πάρα πολύ, ευχαριστημένος! Το ίδιο και η κόρη του, Μαργαρίτα, που τη διάβασε από το διαδίκτυο, ευρισκόμενη στο Βραχάτι, στο εξοχικό της οικογένειας.  
Σήμερα θα τηλεφωνήσω στη Ρένα Παρμενίδου, τη γυναίκα που φροντίζει τον Μίκη, για να περάσω να του αφήσω μερικά φύλλα της LIFO, αλλά και το CD του Jimi Hendrix, όπως του υποσχέθηκα. Και ποιος ξέρει, μπορεί να ακούσουμε παρέα το ''Hey Joe'' ή το ''Purple Haze'' και να τον καταγράψω όσο μου σχολιάζει τα σόλο στην κιθάρα του σημαντικότερου ηλεκτρικού κιθαρίστα όλων των εποχών! 

Τρίτη 9 Μαΐου 2017

Ο Μίκης Θεοδωράκης έρχεται αποκλειστικά στην έντυπη και ηλεκτρονική LIFO!

Τον Μίκη Θεοδωράκη τον ''κυνηγούσα'' τα τρία τελευταία χρόνια για μία συνέντευξη, πάντα για τη LIFO. Τη μία μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο με το αναπνευστικό του, την άλλη οι δικοί του τον προστάτευαν από τα μικρόβια και τις λοιμώξεις - και καλά κάνανε -, πάντως ούτε η φίλη μου η Μαρία Φαραντούρη δε μπορούσε να κάνει τίποτα, αλλά ούτε και η κόρη του η ίδια, η Μαργαρίτα, με την οποία κάποια στιγμή επικοινωνήσαμε στο facebook. Λίγο καιρό πριν συνάντησα στην αίθουσα ''Παρνασσός'' την γυναίκα που τον φροντίζει, τη Ρένα Παρμενίδου, και μου είπε ότι ο Μίκης δεν δίνει πια τετ α τετ συνεντεύξεις, μα μόνο μέσω email κ.λπ. Πόσο είχα στενοχωρηθεί όταν δεν πέρασε μια βδομάδα από τη συνάντηση μου με την Παρμενίδου και διάβασα συνέντευξη του συνθέτη σε κυριακάτικη μεγάλη εφημερίδα με φωτογράφηση του κιόλας...Απογοητεύθηκα, εκεί είπα πως δεν πρόκειται να συναντήσω ποτέ ξανά τον Μίκη που τόσο το ήθελα! 
Για την ιστορία, να πω ότι σπίτι του Θεοδωράκη έχω μπει άλλες δύο φορές τα προηγούμενα χρόνια και μάλιστα μού'χε δώσει συνέντευξη, αλλά όχι σαν αυτή που κάναμε την περασμένη εβδομάδα! Η πρώτη μου γνωριμία με τον Μίκη πηγαίνει πολύ πίσω, το 1994, όταν κάναμε το βίντεο κλιπ του τραγουδιού του, ''Ο κόκορας'' (από τον δίσκο ''40 τραγούδια για παιδάκια και παιδιά'') με τον Ανδρέα Ταρνανά σκηνοθέτη και την παιδική μου φίλη, Κατερίνα Παρασκευοπούλου, ''συμπρωταγωνίστρια'' του, μια και ο ίδιος εμφανιζόταν ως ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας - τέτοιο ήταν το concept! Ο Μίκης σήμερα δε θυμάται τίποτα από το εν λόγω κλιπ και μάλλον πρέπει να του το πάω σε ένα DVD, εφόσον τι να πρωτοθυμηθεί ο άνθρωπος που δεν έχει σταματήσει να συμμετέχει σε γυρίσματα για εκπομπές, ρεπορτάζ και ντοκιμαντέρ; Το παράξενο θα ήταν να το θυμόταν! Αρκετά χρόνια μετά, το 2001 ή το 2002 τού πήραμε μία μεγάλη συνέντευξη για το περιοδικό ΗΧΟΣ μαζί με τη συνάδελφο Λιάνα Μαλανδρενιώτη. Δεν την είχα ''χαρεί'' καθόλου εκείνη τη συνέντευξη, αφού έγινε μέσω email και δεν υπήρχε προσωπική επαφή. Πάλι λίγα χρόνια μετά, πήγα για πρώτη φορά στο σπίτι του μαζί με τον Διονύση Σαββόπουλο, τον συνθέτη και τότε διευθυντή του Διφώνου, Μιχάλη Κουμπιό, και τη Λιάνα Μαλανδρενιώτη. Πήγαμε ως team Δίφωνο, μια και ο Μίκης θα μοιραζόταν ένα εξώφυλλο του μαζί με τον Σαββόπουλο. Τέλος, ακριβώς πριν μία δεκαετία, το 2007, ξαναπήγα στο σπίτι του μαζί με τον συνάδελφο Κώστα Μπαλαχούτη και κινηματογραφικό συνεργείο - ως σκηνοθέτης τούτη τη φορά - για να ''τραβήξουμε'' μία μαραθώνια συνέντευξη του που μπήκε μονταρισμένη στη σειρά με την ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Έκτοτε, τον έβλεπα μόνο εξ αποστάσεως σε συναυλίες με έργα του και τραγούδια του, πότε στο Ηρώδειο και πότε στο Μέγαρο Μουσικής ή στο Βεάκειο του Πειραιά. 
Ότι δεν είχαν καταφέρει, λοιπόν, η Φαραντούρη, η κόρη του και η οικονόμος του, το κατάφερε ένα δραστήριο κορίτσι, η καλλιτεχνική μάνατζερ και υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων, Άννα Γιώτη. Εκείνη μου τηλεφώνησε πριν μία εβδομάδα ζητώντας μου να καλύψω για τη LIFO τις παραστάσεις της Ζωής Παπαδοπούλου με τα Κίτρινα Ποδήλατα σε τραγούδια του Θεοδωράκη για το ''Kremlino''. Στη βράση κολλάει το σίδερο, σκέφτηκα, και εξήγησα αμέσως στη Γιώτη πως δεν θα έκανα ποτέ κάτι στη LIFO για τον Μίκη αν δεν μου έδινε μία συνέντευξη! Εννοείται πως όποιος ψάξει, θα βρει στο LIFO.gr πολλά άρθρα μου για τον Μίκη Θεοδωράκη με ιστορίες των τραγουδιών του! Δεν πέρασε ένα τέταρτο από το πρώτο μας τηλεφώνημα και η Γιώτη με ξαναπήρε: ''Το κανόνισα! Αύριο στις 5.30 το απόγευμα θα είσαι στο σπίτι του Θεοδωράκη, σε περιμένει''! Δεν το πίστευα, έλεγα πως είναι αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο! Ενημέρωσα αμέσως τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο προσωπικά, υπήρξε μία άμεση και ευχάριστη κινητοποίηση κι έτσι την επόμενη, Πέμπτη 4 Μαΐου του σωτηρίου έτους 2017, βρέθηκα πράγματι στο πανέμορφο σπίτι του μεγαλύτερου εν ζωή Έλληνα μουσικοσυνθέτη να συνομιλώ μαζί του για περισσότερο από ένα δίωρο, ενόσω ο Πάρις Ταβιτιάν μας φωτογράφιζε! Δεν θα γράψω τώρα τι είπαμε με τον Θεοδωράκη - η συνέντευξη θα δημοσιευθεί στο αυριανό φύλλο της LIFO και θα αναρτηθεί στο διαδίκτυο - το κλίμα ωστόσο ήταν κάτι παραπάνω από φιλικό και αγαπησιάρικο. Ανανεώσαμε μάλιστα το ραντεβού μας για να του πάω ένα CD του...Jimi Hendrix, που μου ζήτησε (!), αλλά και τον δικό του ''Επιτάφιο'' στην ανέκδοτη ηχογράφηση του 1970 στη Νέα Υόρκη με τον Μάνο Χατζιδάκι στο πιάνο και τη Φλέρυ Νταντωνάκη στο τραγούδι. Θα γίνει! Αυτα τα ολίγα για την ώρα εν αναμονή της δημοσίευσης της συζήτησης μας στην αυριανή LIFO και στο LIFO.gr! 

Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Για το - κατά Ρούλα Πατεράκη - ''Δηλητήριο'' της Lot Vekemans

Λάζαρος Γεωργακόπουλος - Εύρη Σωφρονιάδου
Οι θεατές εισέρχονται σε ένα υγρό χωμάτινο ντεκόρ. Δύο παγκάκια στον προαύλιο χώρο ενός υποτιθέμενου νεκροταφείου. Εκεί που αναπαύεται ο μικρός Γιάκομπ και πρόκειται να εκταφιαστεί. Μ' αυτή την οριακή θλιβερή αφορμή ένα μεσήλικο ζευγάρι συναντιέται ξανά ύστερα από δέκα ολόκληρα χρόνια χωρισμού. Είναι οι γονείς του Γιάκομπ, εκείνος και εκείνη. Εκείνος είναι δημοσιογράφος και επίδοξος συγγραφέας ενός βιβλίου, με το οποίο μάλλον προσπαθεί να εξορκίσει το πένθος του. Έχει προοδεύσει ωστόσο μέσα σ' αυτά τα δέκα χρόνια. Ξαναπαντρεύτηκε μια Βαλερί και περιμένει νέο παιδί απ' αυτήν. Εκείνη είναι φανερά σε πιο δύσκολη θέση. Το πένθος την έχει τσακίσει, είναι νευρωτική και δυστυχισμένη, διψασμένη για αγάπη και αρνητική ταυτόχρονα απέναντι στο ίδιο της το συναίσθημα. Οι δύο αυτοί άνθρωποι επανενώνονται και γίνεται ηλεκτρική κένωση μεταξύ τους. Ο λόγος τους, όσο πλούσιος κι αν είναι, όσο ψυχολογικά καλοδουλεμένος, αδυνατεί να κρύψει την αποσύνθεση τους. Ούτε οι ίδιοι ξέρουν αν ο ένας θέλει να φάει τις σάρκες του άλλου ή να χωθούν/ χαθούν για πάντα σε μια ανοιχτή αγκαλιά. Για 80 λεπτά που διαρκεί η σύγχρονη τραγωδία τους, ο θεατής τρώει γροθιά στο στομάχι, θέλει να ανοίξει μια μαύρη ομπρέλα και να βραχεί από τη βροχή τους - κι ας έχει έξω στου Ψυρρή 26 βαθμούς -, μετέχοντας βουβά στη θεατρική κηδεία των συναισθημάτων τους. Εξάγγελος τους ένας νέος με ασκητική φυσιογνωμία. Ραίνει τον χώρο με κόκκινο χώμα, χρωματιστές και μαύρες τουλίπες. Ένα τραγούδι του Sting θυμίζει ό,τι σκοτώθηκε με την πάροδο των χρόνων. Τι θα απογίνουν οι δύο αυτοί άνθρωποι σαν πέσει η αυλαία και οι ηθοποιοί χειροκροτηθούν; Εκείνος θα γυρίσει στη νέα του σύζυγο, στη Νορμανδία, έτοιμος ουσιαστικά για μια νέα αρχή. Εκείνη θα παραμείνει στην Ολλανδία, μόνη, παρέα με τα αντικαταθλιπτικά και τους μικροαστούς γείτονες, σε μία προσπάθεια απλώς να επιβιώσει. 
Εύρη Σωφρονιάδου - Σπύρος Βάρελης
Το ''Δηλητήριο'' της Lot Vekemans φαίνεται ότι είναι γραμμένο από γυναίκα. Η συγγραφέας ζωγράφισε Εκείνη, όπως ένα μικρό παιδί θα σχεδίαζε την ίδια την κατάθλιψη σε ένα κομμάτι χαρτί με μαρκαδόρους. Αγαπάει κι Εκείνον, όμως, από μία απόσταση ασφαλείας. Κι ας τον αποδίδει πιο ''υγιή'' φαινομενικά από τη δυστυχισμένη πρώην γυναίκα του. Ξέρει από την πρώτη στιγμή που συνέλαβε το συγκεκριμένο έργο πως δεν υπάρχει θεατής που δεν θά'χει βιώσει τη συναισθηματική απώλεια ενός χωρισμού. Διότι το πένθος του χωρισμού Εκείνου κι Εκείνης ισούται με το πένθος για το χαμό του παιδιού τους. Το βάρυνε πολύ, όμως, η Vekemans...Δεν υπάρχει κανένα έλεος για τους ήρωες της, δεν τους χαρίζει καμία ελπίδα, όσο κι αν τους αγαπάει, όσο κι αν συμπάσχει μαζί τους. Το ''Δηλητήριο'' της έχει αυστηρά βορειοευρωπαϊκή καταγωγή. Εκεί που οι άνθρωποι συνήθως είναι ''κλειστοί'', εσωστρεφείς και ο αναπτυγμένος λόγος καλύπτει κατά ένα τρόπο το εσωτερικό τους έρεβος. Έτσι όπως το σκηνοθέτησε η δικιά μας Ρούλα Πατεράκη, το έκανε δικό της. Όχι ''ελληνικό'' - και τι θα πει στην τελική ''ελληνικό'' ή ''ολλανδικό'' θέατρο; - αλλά οικουμενικό, δεδομένου του αιώνιου ζητήματος στις ζωές των ανθρώπων: Της έλλειψης επικοινωνίας και της αναζήτησης της αγάπης. Τόσο η Εύρη Σωφρονιάδου, όσο και ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος - συγκλονιστικοί αμφότεροι - παίζουν προτάσσοντας πάνω απ' όλα την ανθρώπινη λογική τους. Είναι δύο απόλυτα λογικοί άνθρωποι αντιμέτωποι μετά από μία ρημαγμένη, ευτυχισμένη κάποτε, σχέση. Όλες οι απονενοημένες κινήσεις τους γίνονται βάσει λογικής. Πλησιάζονται και απομακρύνονται, θυμώνουν, ειρωνεύονται ο ένας τον άλλον, χειροδικούν, αγκαλιάζονται, γιατί ξέρουν πως το νήμα έχει κοπεί οριστικά και πως η αποξένωση τους είναι αμετάκλητη. Ίσως αν λειτουργούσαν περισσότερο με το συναίσθημα και λιγότερο με τη λογική, να έβρισκαν μια λύση. Αν το ήθελε η Vekemans φυσικά. Μου άρεσε πολύ, μα πάρα πολύ, η παράσταση αυτή, όσο κι αν μου γάμησε την ψυχολογία - το λέω ευθαρσώς -, όσο κι αν μετά ήθελα να βγω έξω για να πάρω αέρα. Αίσθηση μου είναι μέχρι τώρα πως χθες βράδυ πήγα σε μία κηδεία δύο ανθρώπων, που χωρίς να είναι γνωστοί μου, με έκαναν μεριδιούχο στον πόνο τους. Εγώ αυτό το λέω ψυχαγωγία με όλη την έννοια της λέξης και θα πρότεινα να περάσετε όλοι από το θέατρο Faust
Λάζαρος Γεωργακόπουλος - Εύρη Σωφρονιάδου - Σπύρος Βάρελης

Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Ο Μάνος Χατζιδάκις για τον Brian Jones των Rolling Stones: ''Πέθανε από κέφι''

Αγόρασα πριν λίγες μέρες από τα Public την ταινία ''Stoned'' που γύρισε το 2005 ο μουσικόφιλος κινηματογραφιστής Stephen Woolley, βοηθός του Neil Jordan σε όλες τις διακεκριμένες δουλειές του. Εξαιρετική βιογραφία, βασισμένη στο βιβλίο του Geoffrey Giuliano, σύμφωνα με το οποίο, τον ιδρυτή των Rolling Stones δολοφόνησε ο Frank Thorogood, ο χτίστης της βίλας του. Ο Thorogood είχε περάσει αρκετό καιρό μαζί με τον Jones, δεχόμενος τις προσβολές του, ερχόμενος επίσης σε επαφή με το LSD και τις ναρκωτικές ουσίες που του πάσαρε ο αυτοκαταστροφικός Βρετανός μουσικός. Μου άρεσαν πολύ η αναπαράσταση των sixties - ο σκηνοθέτης φάνηκε να έχει μεγάλη αγάπη για την εποχή -, η μίξη ψηφιακού και χημικού σινεμά, καθώς και οι ερμηνείες του Leo Gregory ως Brian Jones, του Paddy Considine ως Frank Thorogood και της σέξι Monet Mazur ως Anita Pallenberg - το κορίτσι του Jones, που τον ''έφτυσε'' για τον Keith Richards και που μέχρι σήμερα παραμένει κολλητή της Marianne Faithfull. Αυτό που δεν μου άρεσε, γνωρίζοντας κιόλας πόσο...τζόρες είναι οι ζάπλουτοι Stones με τα δικαιώματα της μουσικής τους, ήταν ότι ακριβώς έλειπαν οι Stones! Ο Woolley, για να μη μπλέξει με δικαστικές διαμάχες, προτίμησε να υπάρχουν στο soundtrack της ταινίας του ορίτζιναλ ηχογραφήσεις των Jefferson Airplane, Traffic κ.α., ενώ το κομμάτι των Rolling Stones καλύφθηκε με διασκευές σε παλιά blues - που είχαν ηχογραφήσει και οι ίδιοι στο ξεκίνημα τους - διασκευασμένα όμως από τους White Stripes. 
Ο Brian Jones (1942 - 1969)
Η Nico με τον Brian Jones στο Monterey International Pop Festival τον Ιούνιο του 1967
Ο Brian Jones με τον φίλο του, Jimi Hendrix, στο Monterey International Pop Festival τον Ιούνιο του 1967. Ο Jones είχε προλογίσει τους Jimi Hendrix Experience στο συγκεκριμένο, ιστορικής σημασίας, φεστιβάλ, εφόσον δεν είχαν γίνει ακόμη γνωστοί επί αμερικανικού εδάφους
Όταν με πήρε ο ύπνος, αμέσως μετά την ιδιωτική προβολή του ''Stoned'', είδα ένα παράξενο όνειρο: Ένα πελώριο καράβι, λέει, θα έφερνε από κάπου μακριά τη σορό του Μάνου Χατζιδάκι και ένα πλήθος ανθρώπων αρχίσαμε να συρρέουμε για να πούμε το τελευταίο αντίο στον μεγάλο Έλληνα συνθέτη. Υπήρχε μια λύπη διάχυτη μεσ' στ' όνειρο, αποτέλεσμα ίσως της λύπης που μου είχε προξενήσει ενδόμυχα η βιογραφία του Brian Jones. Τι σχέση μπορεί νά'χουν ο Brian Jones με τον Μάνο Χατζιδάκι; Καμία εκ πρώτης όψεως! Κι όμως! Πριν λίγες ώρες θυμήθηκα πως ο θάνατος του Βρετανού νεαρού ρόκερ δεν είχε αφήσει αδιάφορο τον Έλληνα συνθέτη, όταν εκείνος το ίδιο διάστημα δούλευε στο Λονδίνο το soundtrack της ταινίας ''Heroes'' του Ζαν Νεγκουλέσκο. Για του λόγου το αληθές, μάλιστα, υπάρχει και ένα κείμενο του Χατζιδάκι για τον Jones, όπως το διάβασε ο ίδιος από το Τρίτο Πρόγραμμα, κάποτε που παρουσίασε για πρώτη φορά στο ελληνικό ραδιόφωνο την ανέκδοτη μουσική του για την ταινία του Νεγκουλέσκο! Έχω το ηχογράφημα στα χέρια μου και παραθέτω το σχετικό απόσπασμα, αφού - κατά τη γνώμη μου - παρουσιάζει ενδιαφέρον:
...Έτσι βρέθηκα στην Kings Road μιαν άνοιξη στο Λονδίνο. Το Λονδίνο και η Kings Road ζούσαν τον τελευταίο χρόνο ενός Blow Up με πολύχρωμα κουρέλια, φανταστικούς αντικέρ, αισθητικούς και μη. Με τραγούδια του Donovan και των Rolling Stones, ακριβώς όταν ένας απ' αυτούς πέθανε από κέφι στην πολυτελή πισίνα του σπιτιού του και τα κοριτσόπουλα της Ευρώπης και της Αμερικής κλαίγανε ρυθμικά το θάνατο του. Μέσα σ' αυτή την αναρχία της αγγλικής πρωτεύουσας, ο Αργυράκης κι εγώ, διδάσκαμε μαθήματα αμερικανοελληνικού πολιτισμού σε νέους που διψούσαν να έρθουν σε επαφή με γνήσιους και εξωτικούς πολιτισμούς - τον δικό μας, παραδείγματος χάρη, Και μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα, ήταν περίεργο το αίσθημα του έγχρωμου χιπισμού που ζούσα με τους φίλους μου στο Chelsea του Λονδίνου...

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Anti - Flower - Power - post!

Μα πως κάνουν έτσι όλοι με τα λουλούδια στα social media λόγω Πρωτομαγιάς; Τι τρυφεροί άνθρωποι που έγιναν ξαφνικά, με την καλή κουβέντα στο στόμα για πρωτομηνιά; Ελάχιστοι πάλι ασχολήθηκαν με τον πραγματικό εορτασμό της ημέρας, τα δικαιώματα του εργάτη κ.λπ. την ίδια ώρα που - απ' ότι διάβασα - καθαρογράφονταν τα νέα μέτρα στο Χίλτον. Εγώ πάλι ουδέποτε είχα καλή σχέση με τα λουλούδια. Θεωρούσα βλακώδες να κάθεσαι και να μιλάς στην τριανταφυλλιά σου, λόγου χάριν, λες και υπήρχε περίπτωση να σου απαντούσε ποτέ. Σαν τη Marianne Faithfull, την Ιέρεια του ''sex, drugs and rock'n'roll'' να πούμε, που φώναζε ''Σαίξπηρ'' ένα φυτό στη βεράντα της. Και τώρα στο καινούργιο σπίτι, όποτε μου φέρνουν για τα καλορίζικα κάνα μικρό γλαστράκι, το παρατηρώ να δω αν θα βολέψει για...τασάκι. ''Αυτό'' μου είπε η φίλη μου η Μάιρα τις προάλλες, ''είναι εσωτερικού χώρου. Θέλει πότισμα μία φορά τη βδομάδα''! Έτσι μου είπε, όταν μου παρέδωσε μια γλάστρα με ένα, ομολογουμένως όμορφο, κόκκινο φυτό, μόνο που την ώρα που μου τό'δινε, εγώ σκεφτόμουν: ''Άσ' το εδώ κι αυτό και θα καλοπεράσει''...Τα ξεχνάω τα έρμα τα λουλούδια, δεν τα ποτίζω όπως θά'πρεπε ή, αντίθετα, τα παραποτίζω και σαπίζουν. Δεν έχουν κι αυτά φωνή να μου πουν ''Διψάω, πότισε με'', να κάνουν ένα θόρυβο, κάτι τέλος πάντων, όπως με ειδοποιεί ο ατμομάγειρας ότι το φαΐ είναι έτοιμο και πρέπει να τον κλείσω. Δυο - τρεις βασιλικούς έχω πάρει τους τελευταίους μήνες από τη λαϊκή, τον ένα πετάω, τον άλλο φυτεύω. Μια λεβάντα πάλι που μου φέρανε μέσα σε ένα μήνα γέρασε, έπεσε και ακόμα μοιάζει με τηγανητό καλαμαράκι στην καλύτερη ή και με παιδί της θαληδομίδης στη χειρότερη. Αυτήν προσπάθησα να την αναστήσω, βέβαια, αλλά δεν...
Ακούω μερικούς να λένε ότι έβαλαν στο μπαλκόνι τους από κισσούς μέχρι πιπεριές και φασολιές και αναρωτιέμαι πως διάολο γίνεται και μένα ούτε ένας βασιλικός δεν κατορθώνει να επιβιώσει στα χέρια μου. Και να πεις ότι δεν μ' αρέσει να τα βλέπω αλλού τα λουλούδια! Μ' αρέσει, τον παραμικρό χρόνο ωστόσο δεν προτίθεμαι να καταναλώσω για πάρτη τους. Κάποτε ήταν της μόδας τα πλαστικά, στα 70s και στα 80s μετά, νομίζω. Και γαμώ τα κιτς! Γέμιζαν τα σαλόνια από κίτρινες πλαστικές τουλίπες πάνω σε σεμεδάκια κι άπαξ ήταν και λίγο τεμπέλα η νοικοκυρά, έπιαναν και μάκα απάνω με το πέρασμα του χρόνου, ούτως ώστε όχι να τα μυρίσεις δεν σού'κανε διάθεση, αλλά ούτε να τα ακουμπήσεις για να διαπιστώσεις αν είναι αληθινά ή ψεύτικα. Ήταν μια λύση, βέβαια, για όσους περιφρονούσαν την ανθοκομική και θέλανε να δείχνουν ευαίσθητες ψυχές. Παπαριές! Τα λουλούδια είναι για τα χωριά και τους κάμπους. Να πάρεις φόρα και να κυλιστείς απάνω τους, όπως είχα κάνει ένα Πάσχα στην ανθισμένη Λήμνο. Να βάψει το τζιν σου από το κίτρινο της μαργαρίτας και το κόκκινο της παπαρούνας. Να βγάλουν φουσκάλες τα χέρια σου σαν κάνεις το λάθος και κόψεις τσουκνίδες. Να πιείς νερό μέσα σε λουλούδια -''σκυλάκια''. Έτσι, ναι. Δεν έχουν την ανάγκη σου τα λουλούδια, δεν βασανίζονται από μετοίκηση μέσα στις πόλεις, μια και οι μερικοί που λέω πιο πάνω πιστεύουν ότι τα φυτά έχουν αισθήματα. Τι διαφορά έχει ένας βασιλικός που πωλείται σε γλάστρα από ένα κοτοπουλάκι που πωλείται επίσης μέσα σε χαρτόκουτο, ζωντανό, για τις μέρες του Πάσχα; Μεγάλη διαφορά, κατά τη γνώμη μου. Ο βασιλικός - πάλι αν υποτεθεί πως ''νιώθει'' - δεν είναι υποχρεωμένος να τρώει το καυσαέριο της Κοδριγκτώνος. Το κοτοπουλάκι, απ' την άλλη, ποιος ξέρει που θα καταλήξει...Σαν κάτι χαζοαμερικανούς που αγόραζαν κροκοδειλάκια στα πιτσιρίκια τους και μόλις μεγάλωναν λίγο τα πέταγαν στη λεκάνη της τουαλέτας και τράβαγαν και το καζανάκι. Να πως γράφονται τα σενάρια των ταινιών τρόμου, κατάλαβες; Γι' αυτό σου λέω, καλύτερα άδεια τα μπαλκόνια μας. Το πολύ - πολύ με ένα τραπέζι και λίγες καρέκλες, ένα φαναράκι, ένα κερί αντικουνουπικό και ένα μεγάλο τασάκι. Χωρίς κανένα άγχος για το αν ο βασιλικός σου δει μιαν ωραία μέρα τα ραδίκια ανάποδα και η μολόχα σου πάρει όψη μαλλιού της γριάς...