Περίπου συνομήλικοι, με κοινά βιώματα από τις αθηναϊκές γειτονιές που μεγαλώσαμε, εκείνος στον Kολωνό και στα πέριξ, πολύ κοντά στο κέντρο «Ροσινιόλ», που είχε δει μικρό παιδί τον Τσιτσάνη να παίζει, εγώ στο Πολύγωνο και στου Γκύζη, μιλάγαμε για τους κήπους που είχαν τότε τα παλιά σπίτια και έκρυβαν όλα τα μυστήρια της ζωής μας, μιλάγαμε για τα περιβόλια του Κολωνού με τα δροσερά νερά και σειρές τα κρομμυδάκια τα καρότα και τα μαρούλια στα αυλάκια. Στην πραγματικότητα μιλάγαμε για τα ανεπανάληπτα παιδικά μας χρόνια και για ό,τι μέχρι σήμερα και για όλη μας τη ζωή κουβαλάμε από εκείνη την ευλογημένη παιδική ηλικία. Συχνά διαβάζαμε ο ένας στον άλλον τα καινούργια μας ποιήματα. Αυτή η συνήθεια ήταν κάτι σαν τελετή. Η Συντέλεια, που ξεπήδησε σαν συντριβάνι αίμα μέσα από το στήθος μου, εκείνο το βράδυ τον Ιούνιο του 2004, αντί να με λυτρώσει με τάραξε περισσότερο. Του τηλεφώνησα για να του το διαβάσω και για να ξορκίσω τι; Έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός και μετά μου είπε ότι ο κύριος Νι που κουβαλάει τον πάγο είναι ο χρόνος και ότι το ποίημα είναι ένας θρήνος για τα χαμένα παιδικά μας χρόνια. Μου είπε ότι του αρέσει πάρα πολύ, το θεωρεί δικό του ποίημα και τότε του λέω ότι το δικαιούται και ότι θα του το αφιερώσω.
Τώρα, που η ζωή τα αναποδογυρίζει όλα και φέρνει τόσο γρήγορα και απρόσμενα τα πάνω κάτω, εκείνο το άκλιτο «Στον» στην αφιέρωση, πρέπει ν’αλλάξει. Το σβήνω και φέρνω στη θέση του το αφηρημένο ουσιαστικό «Μνήμη», στη δοτική χαριστική, με μια νοητή υπογεγραμμένη στο ήτα της λήγουσας, όπως γραφόταν παλαιά.
Θεωρώ τη φιλία μου με τον Ποιητή Αντρέα Παγουλάτο σπάνιο και ανεπανάληπτο περιουσιακό μου στοιχείο, αναπαλλοτρίωτο, μη εμπορεύσιμο, μη ανταλλάξιμο, ανεπίδεκτο οποιασδήποτε αλλαγής, ιδιαίτερα πολύτιμο και μοναδικό.
κκκ
Η ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ
Μνήμη Αντρέα Παγουλάτου
κκκ
Μου φάνηκε σαν ένα πρόσωπο άνοιξε το παράθυρο και μπήκε.
Μπήκε πάνοπλο με το μαχαίρι με το πριόνι με το τσιγκέλι και με στρατό τα μερμήγκια πίσω του.
Μερμήγκια μαύρα καi ξανθά μερμήγκια μεγάλα και μικρά σαν αυτά που γεμίζουν τον κήπο με σπόρους τούς κουβαλούν έξω από τη φωλιά τους στον αέρα για να στεγνώσουν μετά τη βροχή.
Το πρόσωπο κοιτάζει γύρω τριγύρω στο δωμάτιο ψάχνει για κάτι βυθισμένο κάτι κρυφό.
Το σώμα του μοιάζει με σώμα σουπιάς χωρίς χέρια χωρίς πόδια μόνο με το κεφάλι στη θέση του που ξέφυγε σαν από κάποιο πανηγύρι κάποιο τσίρκο αρχαίο κάποιο βαθύ πηγάδι με νερό.
Το σώμα φοράει τα λεφτά κατάσαρκα γύρω τριγύρω στη μέση του τα εικοσάρικα τα πενηντάρικα τα κατοστάρικα ιριδίζουν κεραμιδί πορτοκαλί πράσινες ανταύγειες.
Το σώμα είναι ο κύριος Νι που κουβαλάει με τη μοτοσικλέτα του το καλοκαίρι κολόνες πάγο στη γειτονιά τις ξεφορτώνει κάθε πρωί έξω από την πόρτα μας.
Κολόνες πάγου που τις φορτώνει η μάνα μου στο τσουβάλι και γεμίζει την ξύλινη παγωνιέρα ώς απάνω γεμίζει την κουζίνα με πάγο γεμίζουν οι κάμαρες με πάγο γεμίζει το χολ με πάγο γεμίζει το σπίτι μας ψηλά στα ταβάνια ώς απάνω με πάγο γεμίζει και η φτωχή μου καρδιά κολόνες πάγος που τώρα πια δεν λιώνει και δεν τελειώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου