Η παράσταση ''Αυτή η νύχτα μένει'', εμπνευσμένη από το ομώνυμο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή, το οποίο είχε εμπνευστεί με τη σειρά του από το ομώνυμο λαϊκό τραγούδι του Στέλιου Καζαντζίδη, είναι μία εντελώς πρωτότυπη και μοναδική παράσταση! Παρακάμπτω αρχικά το δημοφιλές βιβλίο, την ''πηγή'' της δηλαδή, μένοντας στην παράσταση καθ'αυτή. Σε μία περίοδο αβάσταχτου θεατρικού μεταμοντερνισμού, όπου συχνά ο εκάστοτε σκηνοθέτης σπάει το κεφάλι του για να βρει πώς θα κάνει τη διαφορά (και φυσικά μόνο κακό δεν είναι αυτό), έρχεται η Κίρκη Καραλή και προτείνει την εκ νέου ανακάλυψη ενός κομματιού του λαϊκού νεοελληνικού πολιτισμού! Διότι, ναι, το σκυλάδικο ή, πιο εξευγενισμένα, το τραγούδι της πίστας είναι δείγμα πολιτισμού, όσο κι αν μερικώς ακόμη σνομπάρεται, όπως ήταν κάποτε - και είναι - δείγμα πολιτισμού οι ρεμπέτικοι τεκέδες προτού μετεξελιχθούν στα λαϊκά ''οικογενειακά κέντρα'' των επόμενων δεκαετιών (βλέπε τις ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες του Φίνου).
Η Καραλή πήρε ένα βιβλίο ολόκληρο και το έκανε παράσταση κι αυτό είναι ένας άθλος, κατά υποκειμενική εκτίμηση! Έμπλεξε ιστορίες ανθρώπων γοητευτικών μεσ' στην παρακμή τους, μόνων και απελπισμένων, μα ταυτόχρονα ''έξω καρδιά'', ντόμπρων και σταράτων, σαφώς λιγότερο κακών ή και επικίνδυνων, για την κοινή λογική, από πολλούς άλλους που μας γαμάνε τη ζωή καθημερινά και δε μπορείς να τους πεις κουβέντα κιόλας. Αυτό, βέβαια, το να συνθέτεις ένα μωσαϊκό ανθρώπων επί σκηνής εμπεριέχει κινδύνους. Καταρχάς το να οδηγηθείς σε μία παραληρηματική δομή, όπου οι ατάκες απλώς θα φεύγουν στον αέρα, ή, αντίθετα, να είναι όλα συμβατικά και στοιχημένα σα να βλέπεις παρέλαση της 25ης Μαρτίου στο πιο λούμπεν, να πούμε. Τίποτα απ' αυτά δε συνέβη! Η Καραλή αφενός αγαπάει το περιθώριο (απόδειξη ήταν το περσινό ''Γκάμπι''), αφετέρου έχει ήδη δείξει μία φρέσκια σκηνοθετική ματιά, που δεν πατάει σε καμία προηγούμενη ''σχολή'' και που βασίζεται κατά κόρον στα εκφραστικά μέσα των ηθοποιών της. Για την Καραλή οι ηθοποιοί είναι εργαλεία που μπορούν να παίζουν και ταυτόχρονα να οδηγούν αυτοκίνητα ή να βρέχονται από της βροχής τις στάλες σε μπριόζικες θεατρικές σεκάνς που χρωστάνε την καταγωγή τους στην παντομίμα, σε ένα χιούμορ α λα Μπένι Χιλ (οι παλιότεροι θα θυμούνται), ακόμη και στο λαϊκό θέατρο σκιών, θα τολμούσα να πω. Ο πολυμελής θίασος υπό τις οδηγίες της γίνεται μία ολότητα που σπάει σε κομμάτια, τα οποία ενώνονται ξανά κι έτσι ο θεατής δε χάνει την αφηγηματική και νοηματική του συνέχεια.
Στο ''Αυτή η νύχτα μένει'' τα κομμάτια της προαναφερόμενης ολότητας είναι κάτι μοναδικοί τύποι: Η τραγουδίστρια που ξεκίνησε για να γίνει μία άλλη ''Καγιαλόγλου ή Πασπαλά'', τραγουδώντας την ''Προσευχή της Παρθένου'' του Χατζιδάκι και του Γκάτσου, μα που η ζωή την έριξε στα μαύρα σκοτάδια και την έκανε αδίστακτη και κυνική (Μάγδα Πένσου). Η τραγουδίστρια, που ξεκίνησε στο πάλκο με τον αγαπημένο της να τη συνοδεύει στο μπουζούκι, μα που γρήγορα συνειδητοποιούν αμφότεροι πως η νύχτα είναι άγρια, δε σηκώνει αγνούς έρωτες και μοιραία οδηγούνται στον χωρισμό (Λίλα Μπακλέση - Νικόλας Μακρής). Η τραγουδίστρια η ντίβα η λεγόμενη, αντροτραγανίστρα, χασικλού και επιβλητική, πάντα ετοιμόλογη και ατακαδόρισσα (Μαρία Διακοπαναγιώτου). Η τραγουδίστρια η νιόβγαλτη, η πάντα πρόθυμη να υποταχθεί στις ορέξεις του εκάστοτε νταβατζή της, ανίκανη φαινομενικά να αγαπήσει πραγματικά, μα και τόσο διψασμένη για αγάπη (Μυρτώ Γκόνη).
Ο ''πούστης'' (η λέξη δεν είναι δική μου, ακούγεται στο κείμενο εν είδει αυτοσαρκασμού) με τα λαμέ και με το ασυναγώνιστο χιούμορ που έφυγε από τη Βέροια και διέπρεψε στα σκυλάδικα, όχι ως αοιδός, αλλά ως το αντικείμενο του πόθου των πελατών, παντρεμένων με γυναίκα και παιδιά (Όμηρος Πουλάκης) - ένας ρόλος που σε μένα θύμισε τον, κατά Μάνο Χατζιδάκι, Έλληνα Ντέιβιντ Μπόουι, τον Γιάννη Φλωρινιώτη εν ολίγοις, μα που βασίστηκε στην πραγματική περσόνα του τραγουδιστή Μάριου Βεάνου. Το ψηλό και λυγερό πλουσιόπαιδο που του τα τρώνε οι πουτάνες στα σκυλάδικα, ξεχνώντας έτσι την κοινωνική του τάξη και υπογράφοντας συνάμα μία αναρχική συνθήκη με την ίδια του την υπόσταση (Νίκος Λεκάκης). Ο καλλιτεχνικός - ο θεός να τον κάνει καλλιτεχνικό - μάνατζερ, νταβατζής που σηκώνει χέρι για ψύλλου πήδημα στις ανυπότακτες τραγουδιάρες και επαρχιώτης μπίζνεσμαν που χώνει φράγκα στα σκυλάδικα (τρεις ρόλοι για τον πιο έμπειρο Ιωσήφ Πολυζωίδη). Ο κυνικός μαγαζάτορας και νταβατζής, επίσης, που σαν μοναδική υπέρτατη αξία έχει τα φράγκα όλων των παραπάνω (Νίκος Μαγδαληνός), εφόσον ουσιαστικά ο κόσμος της νύχτας και του σκυλάδικου είναι ένας κόσμος ακραίας καπιταλιστικής μανίας.
Κι ακόμη, ο Θάνος Αλεξανδρής αυτοπροσώπως, ο συγγραφέας του έργου, που δίνει το έναυσμα για την εκκίνηση της δράσης, όχι απαραιτήτως ως παρατηρητής της, μαζί με τον εαυτό του στα πρώτα αθώα τσαλαβουτήματα του στα σκοτεινά πεδία της νύχτας (Ρένος Ρώτας). Έτσι όπως παρουσιάζεται ο Αλεξανδρής στην παράσταση, κυρίως στη νεαρή ηλικία, παραπέμπει σε κομπέρ ενός live show που ξετυλίγεται για δύο ώρες και κάτι στα μάτια μας. Όχι, όμως, δεν πρόκειται για live show, τα είπαμε αυτά στην αρχή, πρόκειται για μία θεατρική πράξη στηριγμένη στην αθέατη όψη της νυχτερινής διασκέδασης.
Κι αν ακόμη η Διακοπαναγιώτου ερμηνεύει με μία φωνή που συνταιριάζει τη Billie Holiday με τη Βούλα Σαββίδη των χατζιδακικών ''Πέριξ'' (δεν είναι τυχαίο ότι σ' αυτήν δόθηκε ο ρόλος της φτασμένης ντίβας), η αεικίνητη Λίλα Μπακλέση είναι η στρουμπουλή επαρχιωτοπούλα που ρίχνει και μία Πίτσα Παπαδοπούλου από μικροφώνου για να μερακλώσει το κοινό της και βασικά τον αντρικό πληθυσμό εντός των τοιχών του σκυλάδικου. Στο σημείο αυτό να πω ότι η παράσταση ευτύχησε απ' την άποψη των τραγουδιών: Η καταγραφή των σκυλάδικων ασμάτων της δεκαετίας του 1980 είναι και η ταυτόχρονη καταγραφή της αισθητικής παρακμής της πασοκικής ευμάρειας - διόλου τυχαίο που ενώ κυριαρχούν τα κομμάτια της Πίτσας, της Άντζελας, της Κατερίνας και του Στράτου, σύσσωμος ο θίασος αποδίδει κάποια στιγμή το γνωστό τραγουδάκι - σλόγκαν του Χάρρυ Κλυνν: Ελλάδα η χώρα του πράσινου ήλιου κλπ. Κι εδώ πάλι μία μεγάλη έκπληξη: Μπορεί η σκηνοθέτιδα να έκανε τη μουσική επιμέλεια στην παράσταση της, τις ενορχηστρώσεις ωστόσο έκανε ο Κώστας Βόμβολος, αγαπημένος μουσικός της jazz και μόνιμο μέλος των Primavera en Salonico της Σαβίνας Γιαννάτου!
Για τον Αλεξανδρή, όμως, όπως και για την Καραλή, ο κόσμος του σκυλάδικου δεν είναι μόνο η ''πουτάνα'', ο ''πούστης'', ο ''νταβατζής'' και οι ''γαμιόλες''. Για την ακρίβεια είναι όλοι αυτοί, που αν κάποτε διεκδικούσαν τη θέση τους σε μια κοινωνία καλύτερη και προοδευτικότερη, ο σκληρός και ναΐφ λόγος τους θα έφτανε στα αυτιά μας σαν τα Αποσπάσματα Ερωτικού Λόγου του Ρολάν Μπαρτ - γνωστό τοις πάσι, η νύχτα θέλει έρωτα, αίμα και δάκρυα. Έτσι, το να ακούς τη Μπακλέση να λέει λόγια τόσο ενδοσκοπικά, βγαίνοντας για λίγο από την περσόνα της τραγουδιάρας, φανερώνει την έλλειψη σπουδαιοφάνειας εκ μέρους των δημιουργών. Να το πω αλλιώς, η Καραλή δε βάζει απλά ''κουλτουριάρικες πινελιές'' στα λόγια των χαρακτήρων της, σου δείχνει με τρόπο απλό και κατανοητό πως κάτω από το τραχύ περίβλημα παραμονεύει η ευαισθησιά και η ανθρωπιά.
Χαίρομαι που είδα την παράσταση αυτή. Δεν είχα κανέναν ενδοιασμό για το αποτέλεσμα, εφόσον γνωρίζω τη δουλειά της Καραλή - δηλαδή, εδώ που τα λέμε, τα έβγαλε πέρα με τον Σαίξπηρ στο Beton 7 προ τριετίας, δεν θα τα έβγαζε πέρα με ένα κόσμο που όλοι λίγο - πολύ έχουμε γνωρίσει, άλλοι ως μουσικόφιλοι και άλλοι ως καταγραφείς του; Διότι, προσωπικά, δεν έχω καλύτερο από το να παίρνω συνεντεύξεις από τους λεγόμενους ''σκυλάδες'', οι οποίοι πάντα έχουν να σου αφηγηθούν ενδιαφέροντα πράγματα. Τέλος, ταυτίζομαι απόλυτα με το κείμενο του Θάνου Αλεξανδρή στο κλείσιμο του βιβλίου του: ''Πιστεύω ακράδαντα ότι στον 21ο αιώνα, όπως και με το ρεμπέτικο, που ήταν παρεξηγημένο στην εποχή του, το σκυλάδικο θα αποτελέσει
αντικείμενο συζήτησης των κοινωνιολόγων. Πιστεύω ότι οι φοιτητές θα
προσεγγίσουν με ευλάβεια και συγκίνηση αυτό το κομμάτι της πολιτισμικής
μας ιστορίας''. Προσυπογράφω, που λένε! Πάντως, ήδη προσπάθησα να επικοινωνήσω με τον Πλανητάρχη Τάσο Μπουγά για να πάμε παρέα στην παράσταση, να τη δει κι αυτός και μετά να τη συζητήσουμε, όπως τότε που του άναψα το πούρο κι επί δύο ώρες μού μίλαγε για τη φυλακή με τον Άκη Πάνου, τα μπουρδέλα, τη γκόμενα του που γάζωσε η μαφία και τη διαφορά μπαλαφάρας και καψούρας στα δικά του άσματα. Η παράσταση ''Αυτή η νύχτα μένει'' θα παίζεται στο θέατρο ''Δημήτρης Ροντήρης'', στο κέντρο της Αθήνας, μέχρι τις 8 Ιανουαρίου της χρονιάς που θα υποδεχτούμε σε λίγες μέρες! Μην τη χάσετε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου