Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΛΕΥΤΕΡΗ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ: "Μ' ΑΡΕΣΕΙ Η ΚΟΛΑΣΗ, ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΛΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ"

Αντιγράφω από το βιογραφικό του Λευτέρη Ξανθόπουλου που συνοδεύει την έκδοση της Έβδομης βροχής, της νέας ποιητικής συλλογής του: Ο Λ.Ξ. γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών χωρίς να δώσει πτυχιακές εξετάσεις και κινηματογράφο στο London Film School στην Αγγλία. Δημοσίευσε έξι ποιητικές συλλογές και ένα βιβλίο πεζού λόγου και σκηνοθέτησε περισσότερες από σαράντα ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους και ντοκιμαντέρ (Καλή πατρίδα σύντροφε, Ο Δραπέτης, Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα, Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης, Ποιός είναι ο τρελός λαγός, Επί Κολωνώ κ.α.) Να πω κι εγώ τώρα τα δικά μου. Γνώριζα σαφώς τον σκηνοθέτη Λευτέρη Ξανθόπουλο για κάποιες από τις παραπάνω ταινίες του, ενταγμένες στην έκρηξη του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου από τη Μεταπολίτευση και μετά. Το 2002 που προέδρευσε της επιτροπής του Διεθνούς Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Δράμας, από τα χέρια του παρέλαβα το Α΄Βραβείο για το ντοκιμαντέρ για τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Ήταν η ίδια ακριβώς περίοδο που γνώρισα και τον Αντρέα Παγουλάτο, τον κοινό μας φίλο, με τον οποίο την αμέσως επόμενη χρονιά συνταξιδέψαμε παρέα στην Κομοτηνή για ένα διήμερο μουσικής, ποίησης και κινηματογράφου. Ο Άγγελος των πρώτων ημερών, το μοναδικό βιβλίο πεζού λόγου του Ξανθόπουλου, ανήκουν σ' αυτά τα λογοτεχνικά έργα που θα ήθελα κάποια στιγμή στη ζωή μου να μεταφέρω στον κινηματογράφο, αν στραφώ κι εγώ στις ταινίες μυθοπλασίας και γυρίσω την πλάτη πρόσκαιρα στο αγαπημένο μου ντοκιμαντέρ. Είναι τέτοια η αυτοδυναμία των εικόνων του και κυρίως του κειμένου του, ώστε να λες ότι κρατάς στα χέρια σου ένα ολοκληρωμένο σενάριο για την παιδική ηλικία, της οποίας- θέλουμε, δε θέλουμε- είμαστε όλοι δέσμιοι. Την ίδια αίσθηση αποκομίζει ο αναγνώστης και από την Έβδομη Βροχή του Λευτέρη Ξανθόπουλου, την ποιητική σύνθεση που ακολουθεί τη δομή του δημοτικού τραγουδιού πλάι στο θρόισμα των πεύκων, το νερό που κυλάει λιγοστό και ορμητικό ανάμεσα από βουνίσιες πέτρες, ακόμη και τον σπαρακτικό αμανέ ενός Κώστα Ρούκουνα ή ενός Ευάγγελου Σωφρονίου. Ο Λόγος του Ξανθόπουλου δεν απευθύνεται στους ανθρώπους της ευμάρειας, αυτούς που εν πολλοίς ευθύνονται για την κατάντια μιας ολόκληρης χώρας. Πρέπει να τά 'χεις καλά με τη μνήμη σου πάνω απ' όλα, με το υπαρξιακό άλγος και την απώλεια, αν θες να γίνει κτήμα σου. Εκεί που μυρίζουν ακόμα το σπαθόχορτο, η μαντζουράνα, ο δυόσμος, η μέντα, το ρόιδι, το κάρδαμο και το μπάλσαμο. Ακριβώς ένα χρόνο μετά τη συνεργασία μας στο ντοκιμαντέρ για τον Νίκο Κούνδουρο (δεν είναι τυχαίο ότι ο ΝΚ απ' όλους τους ομιλητές μεσ' στην ταινία ξεχώρισε τον ΛΞ) και κρατώντας την Έβδομη Βροχή στα χέρια μου, υπέβαλλα στον δημιουργό της μια σειρά ερωτήσεων.
Σας γνωρίζουμε ως σκηνοθέτη – ποιητή. Μία ταινία για να γίνει θέλει πολύ χρόνο, κόπο και κυρίως χρήμα. Ένα ποίημα, απ' την άλλη, για να γραφτεί δε θέλει τίποτα άλλο από ένα κομμάτι χαρτί και έμπνευση. Αν αναγκαστικά είχατε να επιλέξετε μόνο μία Τέχνη εκ των δύο, ποια θα ήταν αυτή;
Θα έμενα στον Λόγο, στον γραπτό λόγο, απ’ όπου εξάλλου και κατάγομαι. Είχα ήδη τυπώσει την πρώτη μου ποιητική συλλογή, τα Αντίψυχα, πριν φύγω στην Αγγλία να σπουδάσω κινηματογράφο. Το ποίημα είναι η ζαριά μου. Ταινία μπορείς να κάνεις οποιαδήποτε στιγμή, εφόσον υπάρχουν βέβαια οι προϋποθέσεις, οικονομικές και άλλες και η ταινία σου μπορεί να βγει καλή, μέτρια ή κακή, δεν έχει σημασία. Το ποίημα όμως, όσο και αν παρακαλάς, όσο και αν ικετεύεις, όσο και αν το βιάζεις, δεν έρχεται αν δεν ξεχειλίσουν οι δεξαμενές μέσα σου, αν δεν κοπείς χιλιάδες φορές, αν δεν πονέσεις.
Οι ταινίες σας έχουν έντονο πολιτικό στοιχείο, μοιάζουν κομμάτια μιας Ελλάδας διασπαρμένης έξω από τα στενά όρια της. Η ποίηση σας όμως είναι περισσότερο προσωποκεντρική ως προς το άτομο σας. Τι λέτε γι' αυτό;
Όλα όσα κάνω αποτελούν τις διαστάσεις του ιδίου όντος, τις εκφάνσεις του και τις παραλλαγές του. Όλα κατάγονται από τον ίδιο πυρήνα, εκκινούν από την ίδια αφετηρία που είναι η βαθιά συγκίνησή μου απέναντι στους ανθρώπους και τα πράγματα και πραγματικά δεν ξέρω με ποιόν τρόπο και για ποιόν λόγο δημιουργείται αυτή η χημεία.
Τόσο ο Άγγελος των πρώτων ημερών, αυτοβιογραφικό σας βιβλίο, όσο και η Έβδομη βροχή, τώρα, περιέχουν σκηνές, χρώματα, ήχους και αρώματα μιας ηλικίας που πέρασε ανεπιστρεπτί. Τι ρόλο παίζει τελικά η μνήμη στην ποίηση σας;
Συχνά έχω ακούσει ή έχω διαβάσει τη φράση «πατρίδα μου είναι η μνήμη» και θα το θεωρούσα κοινό τόπο να το επαναλάβω. Η συγκεκριμένη όμως μνήμη, στην οποία εγώ θα αναφερόμουν, δεν είναι οι αναμνήσεις μιας ζωής, ρομαντικές ή γλυκερές ή ρόζ ή οτιδήποτε άλλο, αλλά είναι όλα αυτά που ζήσαμε και αυτά που θα θέλαμε να ζήσουμε, είναι το στιφό και ενίοτε αποτρόπαιο βάρος του εαυτού καί των άλλων εαυτών που κουβαλάμε εντός μας. Παρ’ όλα αυτά, εγώ συνεχώς ανακαλύπτω ότι μοναδική πατρίδα μου είναι η παιδική μου ηλικία, από εκεί έρχονται όλα, όπως και αυτά που βρίσκω μπροστά μου αλλά και αυτά που πρόκειται να έρθουν. Η Έβδομη Βροχή είναι αυτή ακριβώς η ηλικία, ενός παιδιού πέντε-έξη χρονών που παρατηρεί τον κόσμο γύρω του και μεγαλώνει.
Τι μουσική προτιμάτε αλήθεια; Στην Έβδομη Βροχή υπάρχουν αναφορές στη δημοτική μας παράδοση.
Γεννήθηκα στην Αθήνα και είμαι άνθρωπος της μεγάλης πόλης. Μου αρέσει να ζω μέσα σε αυτή την φασαρία, στο ανεκπλήρωτο και στο χάος. Μ’ αρέσει η κόλαση, δεν έχω καλές σχέσεις με τον παράδεισο. Μ’ αυτό, θέλω να πω ότι δεν έχω ουσιαστικούς δεσμούς με την επαρχία και μ’ αυτό που λέμε φύση. Στην εξοχή πλήττω αφόρητα και συχνά τρομάζω, δεν ξέρω πραγματικά πώς να συμπεριφερθώ, τι να κάνω, άσε που η φύση είναι και κανίβαλος μεγαλύτερος από την πόλη. Το δημοτικό τραγούδι λοιπόν, το γνώρισα στα γυμνασιακά μου χρόνια ως ποίηση και μάλιστα πολύ μεγάλη ποίηση και το λάτρεψα. Ο ανώνυμος ποιητής του δημοτικού τραγουδιού, συχνά και εν αγνοία του, επιδιώκει διαρκώς την υπέρβαση και τότε το ποίημα βρίσκεται πολύ κοντά στον υπερρεαλισμό ή στον μαγικό ρεαλισμό. Και στα εφτά ποιητικά μου βιβλία ως τώρα, πάντα υπάρχει ως προμετωπίδα ένα δίστιχο από το δημοτικό τραγούδι. Τώρα, ως προς την μουσική που ακούω, αυτή περιορίζεται αποκλειστικά στην τζαζ και στα μπλουζ.
Σαν άνθρωπος που εκδώσατε πρόσφατα ποίηση, πιστεύετε πως η λεγόμενη οικονομική τρομοκρατία των ημερών έχει εφαρμοστεί και στα εκδοτικά; Ή μήπως ανέκαθεν η έκδοση της ποίησης επαφίονταν στην καλή θέληση του εκάστοτε εκδότη – χρηματοδότη;
Όλα συρρικνώνονται, όλα μικραίνουν στις παρούσες συνθήκες, τα πάντα. Δεν είναι ακριβώς περίοδος κρίσης όπως λένε αλλά περίοδος εντονώτατης σύγχισης που ως ένα μεγάλο βαθμό καλλιεργείται, μας επιβάλλεται και μας πρεσσάρει, είναι η επίθεση του τρόμου και του κακού γούστου στο αποκορύφωμά τους, αλλά μην φοβάσαι δεν μασάμε και δεν χανόμαστε!
Ο Μίλτος Σαχτούρης ήταν ο ποιητής που σας καθόρισε και είχατε την ευκαιρία να τον κινηματογραφήσετε. Σας ερωτώ τρία πράγματα, λοιπόν: Ι. Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας ένα περιστατικό απ' τις συχνές και πολύωρες, φαντάζομαι, συνευρέσεις σας; ΙΙ. Πόσο το έργο του υπάρχει και μέσα στο δικό σας το ποιητικό; ΙΙΙ. Μπορείτε να ξεχωρίσετε την ωραιότερη μελοποίηση που' χει γίνει στον Σαχτούρη και γιατί;
Ο Σαχτούρης υπήρξε ο γέροντάς μου, με την αγιορίτικη έννοια, ο δάσκαλός μου. Έμεινα δίπλα του 35 χρόνια. Φίλος μου δεν υπήρξε, η διαφορά της ηλικίας δεν επέτρεπε φιλίες, ήταν όμως συχνά ο πατέρας μου και μην σου φανεί παράξενο, αλλά εγώ έτσι αισθανόμουν, ήταν και το παιδί μου! Εκείνος ήθελε να με βλέπει σαν αδελφό του, έτσι έλεγε. Οι συζητήσεις μας δεν ήταν τίποτα περισπούδαχτες ή μεταφυσικές, όχι καθόλου. Μιλάγαμε βεβαίως για ποίηση, ποιητές και βιβλία αλλά κυρίως γελάγαμε πολύ. Ο Σαχτούρης ήταν γεμάτος συναρπαστικές ιστορίες από τη ζωή του και είχε ένα δαιμονικό χιούμορ, πού αν προσέξει κανείς, φαίνεται και στην ποίησή του. Περισσότερο μαθήτευσα στον τρόπο ζωής του και στον τρόπο σκέψης του και δεν πιστεύω ότι η ποιητική του, άν κάπου υπάρχει, μπορεί να ανιχνευθεί εύκολα στο δικό μου έργο. Διασκέδαζε αφάνταστα, αρχές της δεκαετίας του ’70, στη Φωκίωνος που καθόμαστε, στο Οριεντάλ, του άρεσε να φοράει μια κάλτσα κόκκινη στο ένα πόδι και μιά κίτρινη ή πράσινη στο άλλο. Διασκέδαζε με την έκπληξη που προκαλούσε σ’ αυτούς που το παρατηρούσαν. Κάποτε του λέει η σημαντική ζωγράφος και σύντροφός του Γιάννα Περσάκη: Μίλτο, πάλι παράταιρες κάλτσες φόρεσες σήμερα, γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί είμαι ποιητής, της απαντάει με ένα σκανδαλιάρικο χαμόγελο. Αν θυμάμαι καλά, η μελοποίηση, που του άρεσε περισσότερο ήταν Ο Στρατιώτης Ποιητής (δεν έχω γράψει ποιήματα / μόνο σταυρούς σε μνήματα / καρφώνω). Ήταν του Σφέτσα η μελωδιά; Ίσως, δεν θυμάμαι.
Είναι νωρίς να μιλήσουμε για επόμενο βιβλίο, αφού μόλις κυκλοφόρησε η Έβδομη Βροχή. Αν σας ρωτούσα όμως περί κινηματογραφικών σχεδίων;
Θα συνεχίσω με την ίδια όρεξη και πάθος και αγάπη και προσήλωση να κάνω ντοκιμαντέρ, το είδος του κινηματογράφου που υπηρετώ 35 χρόνια τώρα, με 40 περίπου τίτλους ταινιών στην φιλμογραφία μου, και μέσω του οποίου συναντήθηκα με τον μεγάλο μου φίλο ποιητή Ανδρέα Παγουλάτο, που δεν υπάρχει πια.

3 σχόλια:

Αλκμήνη είπε...

Η έβδομη βροχή είναι τίτλος που ταιριάζει σε ποιητικό έργο. Σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει ούτε βροχή, ούτε καν ποίηση...

Ανώνυμος είπε...

συνήθως η κόλαση γεννάει ποίηση

BOSKO είπε...

Αλκμήνη...
Ανώνυμος...
συμφωνώ και με τους δυο σας. Τό 'χουμε ξαναπεί, ίσως η ποίηση τελικά νά 'ναι το μοναδικό καταφύγιο μας σήμερα.