Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

η-κούπα-του-τσαγιού-του-βασίλη-ζηλάκου-σε-μια-κούπα-με-καφέ-στην-πλατεία-ομονοίας

Πηγαίνοντας στην Οδό Πανός ν' αφήσω το τελευταίο stuff για το επερχόμενο τεύχος-αφιέρωμα στον Παύλο Σιδηρόπουλο (θα κυκλοφορήσει σε ένα μήνα ακριβώς), συνάντησα τον Βασίλη Ζηλάκο, ένα νέο ποιητή και εκδότη του λογοτεχνικού περιοδικού κουκούτσι. Τι κάνεις εσύ; τον ρωτάω και προτού απαντήσει μού ξέφυγε η φράση Προσπαθείς...Προσπαθεί, συμπλήρωσε ο Χρονάς πίσω απ' το γραφείο του, όπως όλοι μας, είπα κι εγώ πάλι και ο Ζηλάκος συμφώνησε με ένα νεύμα. Η επόμενη κίνηση του ήταν να μου χαρίσει την ποιητική συλλογή του και το τρίτο τεύχος του εντύπου περιποίησης που εκδίδει. Δεν ξέρω γιατί η χαρά της απόκτησης κάθε νέου βιβλίου είναι πλέον πολύ μεγαλύτερη από εκείνη ενός δίσκου. Μ' αυτή τη σκέψη ή μάλλον μ' αυτή την αίσθηση κατηφόρισα προς την Ομόνοια, αγοράζοντας μια πενηντάδα άγραφων (οι ξένοι θά 'λεγαν άκαων) CDs και DVDs, αποφεύγοντας συνειδητά να περάσω από το Metropolis και τις δισκοπροσφορές του. Πήρα έναν καφέ από το μαγαζάκι δίπλα από το κεντρικό ταχυδρομείο και την άραξα έξω, στον μεταλλικό πάγκο, με το σκαμπό που δεν έχει και τα πιο ίσια ποδάρια και ως εκ τούτου κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να ξαπλωθείς στο πεζοδρόμιο. Εκεί, λοιπόν, με μια κούπα καφέ, άνοιξα την Κούπα του τσαγιού του Βασίλη Ζηλάκου, η οποία φέρει τον υπότιτλο αποσπάσματα από τα τετράδια ενός τραυλού Ερημίτη. Αντί προλόγου ή κάτω από μια φωτογραφία διαβάζεται το πρώτο ποίημα, χωρίς βιογραφικά στοιχεία δηλαδή, εντείνοντας έτσι το μυστήριο για τον ποιητή. Ένα μυστήριο που βασίζεται κυρίως στο άχρονο στοιχείο της γραφής του. Για κάποιον που μπορεί να είναι είτε φανατικός της περίφημης Γενιάς του 1930, είτε επιδερμικός θιασώτης της ποίησης, το έργο του Ζηλάκου τού μιλάει και στις δύο των περιπτώσεων. Είναι τέτοιος ο λυρισμός του που παραπέμπει ευθέως στα λαϊκά ισπανικά τραγούδια, που μας κληροδότησε ο Federico Garcia Lorca, αλλά και στην πρώιμη υπερρεαλιστική ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Ο Ζηλάκος αγαπάει εξίσου τον Lorca, τον Ελύτη και τον Γκάτσο της Αμοργού. Τα ορθροκύανα πουλιά, τα σπασμένα βέλη και τις μακρινές διαβάσεις. Τους ηδονιστές Άγιους νεκρούς της Ζωής, τις καχύποπτες γάτες και τη Μαρία Μαγδαληνή που την ανάγκασαν να εγκαταλείψει το ίδιο της το σώμα. Τα ανθρώπινα όντα του Ζηλάκου συνήθισαν το κλάμα, όχι από ηττοπάθεια, αλλά από την παραδοχή της υπεροχής εκείνου που πίσω τους χορεύει και μοιράζει σταχτιές δίνες στο λυκόφως. Δύο ώρες περνούν μεσ' στο ψιλόβροχο της Ομόνοιας. Συλλαμβάνω την εικόνα του εαυτού μου, καθηλωμένου στο σκαμπό, στο πεζοδρόμιο, μοναχικού, παρ' όλους τους κυρίους και τις κυρίες που προσπερνάνε αδιάφορα, αγχωμένα με βαλιτσάκια σαμσονάιτ και φακέλλους ανά χείρας. Νέους δρόμους χάραξαν οι φωτιές, μα ο ποιητής -ως αυθεντικός ποιητής- δεν ενδιαφέρεται για στείρα στρατευμένα πράγματα. Δεν δύναται άλλωστε και δεν είναι στις προθέσεις του να εγκαταλείψει τον λυρικό του κόσμο και να γίνει γήινος με τρόπο σχεδόν βίαιο. Τη στιγμή που ο γύπας χώνευε το σπλάχνο του Προμηθέα μικρή καμπάνα καλούσε σε τόπο μακρινό...λέει κάπου. Πηγαίνω στο επόμενο ποίημα γρήγορα, μη θέλοντας να μάθω τι, ποιον και γιατί καλούσε αυτή η μικρή καμπάνα. Ίσως εμένα εκείνη τη στιγμή, οπότε δεν θα ήθελα να χάσω για τίποτα στον κόσμο αυτήν την αίσθηση του ιδιωτικού και του προσωπικού. Σε ένα απόσπασμα από τον Επίλογο, συναντώ την γλωσσοκεντρική ποίηση του Παγουλάτου, περισσότερο ως δομή και λιγότερο ως περιεχόμενο. Οι λέξεις φτιάχνουν μια σκάλα που οδηγεί σε βερολινέζικο μουσείο. Κι ας περιέχουν βότσαλα από τη θάλασσα του Αιγαίου. Το κορίτσι που ονομάζεται ΧΑΜΕΝΗ είναι η Κέτε Κόλβιτζ με όλη την, στα όρια της κατάθλιψης, εσωστρέφεια της. Μάτταια ο επιμελητής της έκδοσης, Αντώνης Γκάντζης, προσπαθεί να μου πει με τις σημειώσεις και τους αστερίσκους του πως χάζεψα ξαφνικά μια βροχερή μέρα στο πολύβουο κέντρο της Αθήνας. Δεν ξέρει ίσως πως τα σχέδια του, μαζί με τ' άλλα του Ισπανού Goya, του Κινέζου Ting -Chien και της Ινδής Sabhita Arni, τα οποία κλείνουν το βιβλίο, ισοδυναμούν με τον βοριά, τον ομορφότερο των ανέμων, που στεγνώνει τα πάντα κι ας έχει προηγηθεί ολονύχτια νεροποντή. Στο δρόμο της επιστροφής, το ραδιόφωνο του ταξί ήταν συντονισμένο στον Εν Λευκώ με μεξικανικά boleros.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

http://www.poiein.gr/archives/13159/index.html

BOSKO είπε...

Ανώνυμος...
σ' ευχαριστώ για το link.
καλό θά 'ναι να δουν κι άλλοι την ανάρτηση του Αραβανή στο ποιείν και κυρίως τα ενδιαφέροντα σχόλια των επισκεπτών του για το βιβλίο του Ζηλάκου.

Κλυτία είπε...

Να την πω την αμαρτία μου;

Όποτε γραφείς με κάποιον άλλον άξονα, μια διαδρομή (με στάσεις, περιστατικά, κλπ.), μ'αρέσουν περισσότερο τα κείμενα.

Ξεφεύγουν από την κλασική "παρουσίαση" κάποιου έργου και το προβαλλόμενο γίνεται πιο φιλικό, με προ(σ)καλεί να το γνωρίσω.

Τελοσπάντων, εσύ ξέρεις καλύτερα.
Πάντως την Κούπα του τσαγιού, λέω να τη γνωρίσω κι εγώ. :-)

BOSKO είπε...

Κλυτία...
και μένα το ίδιο.
απλά συνειδητοποιώ πως συχνά δουλεύω στο blog σα νά 'ναι εφημερίδα, "τρέχοντας" δηλαδή να προλάβω την επικαιρότητα (βλέπε R.I.P., δισκογραφεία, συναυλίες κλπ.)
έτσι θά 'γραφα μόνιμα- να είσαι σίγουρη- αν ανανέωνα τις αναρτήσεις μόνο όποτε είχα διάθεση.
"Λέει" η Κούπα του τσαγιού, να την προμηθευτείς ασυζητητί!