Σάββατο 12 Ιουλίου 2008

ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΝ! (ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ CHARLES BUKOWSKI)...


Για να επισκεφτεί κανείς ένα τσοντάδικο ή αλλιώς ένα πορνοσινεμά σίγουρα θα’ χει τους λόγους του! Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ακριβώς τότε που παίζονταν στον SEVEN – X τα cult Πρόσωπα, έπεσε η ιδέα απ' το ίδιο team να φτιαχτεί ο πιλότος για μια σειρά που θα κατέγραφε την ιστορία της πορνογραφίας, μέσα από τη λογοτεχνία (από Μαρκήσιο Ντε Σάντ έως Ανδρέα Εμπειρίκο), ταινίες του είδους, αλλά και σημερινές καταστάσεις (βόλτες σε μπουρδέλα, τσοντάδικα κλπ.) Μια και τα μπουρδέλα ήταν πολύ μπανάλ τον καιρό εκείνο, κυρίως όμως επειδή αναζητούσα εκείνο το παραμικρό ίχνος σύνδεσης αυτού που πηγαίναμε να κάνουμε με τον κινηματογράφο, εγώ ζήτησα ως βοηθός σκηνοθέτης να μου δοθεί το κομμάτι τσοντάδικα. Καλώς ή κακώς πήγα δύο φορές σε τσοντάδικο, όπου μέσα στο σκότος και τα Σόδομα και Γόμορρα, τολμούσα να’ χω μπλοκάκι και να κρατάω σημειώσεις! Οι δύο αυτές συνολικά επισκέψεις πολλά χρόνια αργότερα έγιναν μία και πολύωρη για τις ανάγκες ενός άλλου διηγήματος που κατέθεσα σε λογοτεχνικό διαγωνισμό τη χρονιά της Ολυμπιάδας και όπως ήταν φυσικό απορρίφθηκε! Από κάποια παλιά δισκέτα ανέσυρα το διήγημα μου και το καταθέτω ως must για τα Άσματα και Μιάσματα

ΣΤΟ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤ ΚΑΝΟΥΝ ΠΙΠΕΣ…
Δεν υπάρχει κανένα πιο περιθωριακό μέρος σε ολόκληρη την Αθήνα απ’ τα τσοντάδικα της. Οι ταβέρνες και τα καφενεία – τρύπες της Λιοσίων με τους αρουραίους να κόβουν βόλτες ανάμεσα στα πόδια σου ενώ ετοιμάζεσαι να φας το πρασινισμένο σαλάμι ως μεζέ που θα σε στείλει ντουγρού στο νοσοκομείο, μοιάζουν με το Χίλτον μπροστά στις βρωμερές σκοτεινές αίθουσες που προσφέρονται για κατ’ ιδίαν ερωτική απόλαυση, όπως έλεγε κάπου κι ο Χατζιδάκις. Στις μέρες μας, με τα Village και την εξολόθρευση των περιφερειακών μικρών αιθουσών, εθεώρησα πολύ δελεαστικό να εισβάλω σε μια τέτοια αίθουσα και να χαθώ ανάμεσα στους πούστηδες, τους αργόσχολους και τους, συνειδητά, πεοκρούστες!
Στην είσοδο του Κοσμοπολίτ, λοιπόν, στον πεζόδρομο ανηφορίζοντας προς Ομόνοια, με υποδέχτηκε μια γρια ξεδοντιάρα, σαν την κλασική τσατσά ενός παραμυθιού ακατάλληλου για παιδιά. Επιτρέπεται το κάπνισμα μέσα; τη ρωτώ όλο ευγένεια για να εισπράξω την εύλογη απάντηση: ναι μωρέ, το κάπνισμα σας μάρανε! Αφού, λοιπόν έκοψα το εισιτήριο μου – τριάμισι ευρώ, ότι πρέπει για το εισόδημα ενός αργόσχολου που ξημερώνεται εκεί μέσα σκέφτηκα – τράβηξα την ελαφριά μεγάλη πόρτα και χίμηξα στο απόλυτο σκότος. Μια οθόνη τεράστια, στην οποία εντούτοις εύκολα ξεχώριζε η κακή ποιότητα του βίντεο που εκείνη την ώρα προβαλλόταν, με μια φουκαριάρα που την πηδούσαν αλύπητα δύο μαντράχαλοι! Η σχετική αμηχανία της εισόδου μου σε έναν χώρο άγνωστο, για τον οποίο μόνο τραγελαφικά πράγματα είχα ακούσει, υποχώρησε μετά από το πρώτο 10λεπτο και με έκανε να βολευτώ σε ένα κάθισμα κάπου στη μέση. Αποφεύγοντας τα ακριανά καθίσματα, ότι πρέπει δηλαδή για να μην έρθει κάνας ξελιγωμένος πούστης και σου χουφτώσει τον πούτσο, βάλθηκα να κοιτάζω προσεχτικά, δεξιά κι αριστερά, ενώ η οθόνη θύμιζε μάθημα ανατομίας.
Τότε ήταν που συνειδητοποίησα πόσο αυτός ο χώρος, αποκρουστικός για κάθε οικογενειάρχη ή έστω για κάθε φυσιολογικό, εξέφραζε την απόλυτη γύμνια της ανθρώπινης ύπαρξης. Και γι’ αυτό εντέλει διέθετε ξεχωριστή αξία! Ένας χώρος, όπου έξω από κάθε κοινωνική σύμβαση πρόσφερε ερωτικό καταφύγιο σε ένα σωρό καταπιεσμένες ψυχές, από τον Πακιστανό που η μοίρα του τον έστειλε στην Ελλάδα, μέχρι τον κρυπτο – ομοφυλόφιλο σύζυγο και πατέρα, ο οποίος γραβατωμένος και με τον χαρτοφύλακα στα χέρια επιζητούσε να κάνει καμιά πίπα, προτού χωθεί στην αγκαλιά της γυναίκας του και απολαύσουν ξαπλωμένοι το νυχτερινό σήριαλ. Γι’ αυτό και τα τσοντάδικα συνήθως γεμίζουν από πενηντάρηδες με ένα μόνιμο ύφος ενοχής, απ’ όσο σου επιτρέπεται να διακρίνεις στο σκοτάδι της αίθουσας, με αργές, σχεδόν τελετουργικές κινήσεις, αλλά και με έναν εξαιρετικό κυνισμό, όταν επιτέλους διεκπεραιώσουν το στόχο τους!

Ο κυνισμός αυτός έγινε ολοφάνερος δίπλα ακριβώς στα μάτια μου, όταν μια αποστεωμένη γριά αδερφή την έπεσε σε έναν αράπη κι αυτός σε σπαστά ελληνικά ζήτησε ούτε λίγο, ούτε πολύ, το ρολόι χειρός που φορούσε σε αντάλλαγμα των ερωτικών, ούτως ειπείν, υπηρεσιών του. Οι περισσότερες, όμως καταστάσεις που βιώνει κανείς στο τσοντάδικο είναι πλέον τόσο παρακμιακές και αηδιαστικές που αν δεν αποτελεί ο ίδιος συνήθη θαμώνα, δηλαδή ομοφυλόφιλο ή για την ακρίβεια λούμπεν ομοφυλόφιλο, δύσκολα το σκέπτεται να ξαναπεράσει απ’ αυτό το άντρο της ακολασίας στο κέντρο των Αθηνών.
Οι τουαλέτες των τσοντάδικων είναι άλλο ένα στοιχείο αναπόσπαστο της έννοιας του περιθωρίου που αντιπροσωπεύουν. Τόπος που διαφέρει ελάχιστα από μία αίθουσα νεκροτομείου με τα λευκά πλακάκια μπάνιου και το φθοριούχο φωτισμό που διαχέεται φωτίζοντας ασθενικές λιμασμένες φάτσες. Σε αντίθεση με το σκότος της αίθουσας, στο εκεί κάτω φως οι άνθρωποι αποκτούν περισσότερο θάρρος, γίνονται άκρως κυνικοί, σχεδόν εγκληματικοί δίχως ίχνος αισχύνης. Γι’ αυτό και εφορμώντας συνειδητά στο χώρο αυτό, θεώρησα μέσα μου ότι έκανα κάτι εξαιρετικά τολμηρό, τουλάχιστον για την καθημερινότητα μου. Δεν άργησα να δεχτώ την επίθεση ενός μαυριδερού Ασιάτη, ο οποίος με μια εντυπωσιακή λαχτάρα και όρεξη μου έπιασε τα αρχίδια, λέγοντας κάτι ακατάληπτα. Ετράπην σε φυγή αφήνοντας απορημένο τον φτωχό, άσχημο και πούστη μετανάστη, μια και δε μπορούσε να συλλάβει για ποιον άλλο λόγο εκτός απ’ το, οικείο σε αυτόν, ψωνιστήρι βρέθηκα εκεί κάτω. Στο σκοτάδι της αίθουσας πάλι, που εκείνη την ώρα μου φάνηκε σαν κατηχητικό, αποφάσισα να συνεχίσω την ανακάλυψη αυτού του νέου κόσμου, όρθιος τούτη τη φορά και καλύπτοντας με το μπουφάν το μπροστινό μέρος του σώματος μου. Ένας νεαρός Έλλην τώρα, με γυαλάκια και συντηρητικό ντύσιμο κάθισε δίπλα μου, πλησιάζοντας με αργά – αργά ολοένα και περισσότερο. Γιατί είστε εδώ; με ρώτησε ψιθυριστά, συνωμοτικά. Η αρχική σκέψη μου ήταν η θρυλική ατάκα του Βασίλη Λογοθετίδη προς τον τρελό Χρήστο Τσαγανέα απ’ το Οι Γερμανοί ξανάρχονται του Σακελλάριου, εμείς οι δυο καλά θα τα πάμε, να ξουρίσεις και το μούσι να βγαίνουμ’ όξω παρέα! Η ελαφρά αγωνία, όμως του τι θα συναντούσα πάλι και κυρίως σε ποιον χώρο γίνεται αυτή η συνάντηση, με ώθησε στο να ανταπαντήσω με ερώτηση: Εσείς, γιατί είστε; Χωρίς άλλες κουβέντες, ο τύπος μπήκε κατ’ ευθείαν στο ψητό: Με συγχωρείτε, κύριε, θα θέλατε να γαμήσετε μία κυρία κι εγώ να σας παίρνω μάτι; Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα, άλλωστε είχα εν μέρει ετοιμαστεί για ακόμη ένα αδερφίστικο πέσιμο, ετούτος εδώ όμως κυριολεκτικά με τσάκισε! Χωρίς να το πολυσκεφτώ και με εξαιρετικά ευγενικά ύφος απάντησα αρνητικά: όχι, κύριε μου, δεν πειράζει, αϊ στη δουλίτσα σου για να εισπράξω μια γενναία δόση αβροφροσύνης του τύπου ευχαριστώ πολύ, κύριε μου, να είστε καλά, μιαν άλλη φορά ίσως! Τι κώδικες ευγενείας ήταν αυτοί, απίστευτο για δυο ρεμάλια που είχαν χάσει πια το χρόνο παραμονής τους στο τσοντάδικο και είχαν ενσωματωθεί στο έρεβος που μύριζε σάρκα, σπέρμα και βαριά γυναικεία αρώματα, το μοναδικό γνήσιο θηλυκό στοιχείο που έβρισκες εκεί μέσα.

Είχε πάψει πλέον να με αφορά το ποικίλο θέαμα που εξελισσόταν, τόσο σε α΄ επίπεδο στην οθόνη, όσο και στις γωνιές, τις σκάλες του εξώστη και τα καθίσματα. Εκεί που σκεφτόμουν ότι η επίσκεψη μου έλαβε τέλος κι ότι είμαι ένας πιο ενημερωμένος πολίτης, σε σχέση με όλα τα όρθια βόδια που ξημεροβραδιάζονται στις τηλεοράσεις τους, η μεγάλη πόρτα άνοιξε απότομα, γεμίζοντας με φως την αίθουσα. Ένας αγριάνθρωπος μπούκαρε, φωνάζοντας δυνατά: Τέλος, κύριοι! Αύριο πάλι! Άντε στα σπίτια σας! Η ώρα είχε πάει δύο το πρωί, βρισκόμουν τουλάχιστον ένα δίωρο μέσ’ στο τσοντάδικο! Τα φώτα άναψαν, οι περισσότεροι σηκώνονταν απ’ τα καθίσματα με κατεβασμένα κεφάλια, άλλοι με ορθάνοιχτες αθλητικές εφημερίδες και γρήγορα – γρήγορα εκκένωναν την αίθουσα. Έφυγα απ’ τους τελευταίους, παρατηρώντας στο σύντομο διάστημα που το σινεμά άδειαζε, τα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων. Σα να επέστρεφαν κι αυτοί στη μίζερη καθημερινότητα τους, με τη σκέψη ό,τι πιάσαμε, πιάσαμε απόψε και αναπαράγοντας μέσα τους τη φράση του αιθουσάρχη Αύριο πάλι! Φράση συμφέρουσα γι’ αυτόν, βάλσαμο γι’ αυτούς.
Στην έξοδο, καθόταν κουλουριασμένη σε μια καρέκλα καφενείου και έτοιμη προ πολλού να κοιμηθεί, η ηλικιωμένη γυναίκα που με πληροφόρησε με τον τρόπο της πως το κάπνισμα επιτρέπεται εντός της αίθουσας. Ανηφόρισα προς την τετραγωνισμένη και χυδαία, ως θέαμα, πλατεία της Ομόνοιας, πιο χυδαία κι απ’ το σκηνικό που μόλις πριν λίγα λεπτά είχα την ευκαιρία να ζήσω. Μια σκέψη, όμως τριβέλιζε στο μυαλό μου, φέρνοντας μου ρίγη μεταμέλειας. Να έπραξα σωστά, άραγε, που δεν ακολούθησα εκείνον τον ευγενικό τύπο στην πρόταση του για δραστηριότητες μετά οφθαλμοπορνείας και ενδεχόμενης παρτούζας; Τουλάχιστον, θα έκανα ευτυχείς δύο συνανθρώπους μου. Άντε, τρεις, συμπεριλαμβανομένης της ανήσυχης και αιωνίως ευκαιριακής φύσης μου.

ΜΠΟΣΚΟ
ΟΣΤΙΣ ΕΞ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ ΑΦΙΧΘΗ
ΚΑΙ ΕΥΘΥΣ ΣΤΑΣ ΗΔΟΝΑΣ ΕΡΡΙΦΘΗ
Καλοκαίρι 2004

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Γειάσου καλό μου Μποσκάκι!...με άφησε πραγματικά άναυδη αυτό το πόστ....όχι από σεμνοτυφία ας το πώ έτσι..ή από ηλίθια τάση προς τη δήθεν 'ηθική'....ή επειδή θεώρησα ότι ήταν 'ανήθικο ή πρόστυχο'όπως μπορεί να έλεγαν πολλοί δήθεν 'ηθικοπλαστικοί'παλαιών αρχών' και δε συμμαζέυεται αν το διάβαζαν...με άφησε άφωνη επειδή είναι τόοοοοοοσο πολύ αληθινό..τόσο πολύ που όταν το διαβάζεις νιώθεις σάνα τρώς μπουνιά στο στομάχι...κάπως έτσι.. και μιλάει τόσο γλαφυρά και τόσο παραστατικά...για όλα αυτά που εμείς ποτέ ΔΕΝ έχουμε δεί..αλλά και που ούτε καν ίσως οι πιό πολλοί;;;;νομίζω;;;φανταζόμαστε πως υπάρχουν..μιλάει για μιά εντελώς αθέατη πλευρά της ζωής..και για τη διαφθορά,τη δυστυχία,τη μιζέρια,και το ξεγύμνωμα των ανθρώπινων ψυχών..ένα ξεγύμνωμα που εμείς ούτε καν το φανταζόμαστε..και μιά δυστυχία που ούτε καν φανταζομαστε ότι υπάρχει γύρω μας και που ίσως αρνούμαστε πάντα να τη δούμε στρέφοντας αλλού με αηδία το κεφάλι;;;....αλλά που όμως υπάρχει..μέσα στα μάτια και τις ψυχές των ταλαίπορων αυτών ανθρώπων που προσπαθούν να την 'καλύψουν'με εφήμερες μεθόδους όπως είναι αυτές οι επισκέψεις σε αυτά τα μέρη.....ίσως νομίζω ότι είναι και αυτό που οδήγησε στην απόρριψη του κειμένου σου...ότι οι άνθρωποι ΔΕΝ αντέχουν ποτέ να βλέπουν την αλήθεια γυμνή με τα μάτια τους...χωρίς περιτύλιγμα,φτιασίδωμα να το πώ έτσι...όπως είναι...γιατί αυτή ενοχλεί και πονάει πάντα...εξαιρετικό κείμενο..και λυπάμαι που απορρίφθηκε τελικά..πολύ ωραίο πόστ...φιλάκια,Αθανασία.

BOSKO είπε...

αθανασία...
που να τα δεις, Αθανασία μου; σιγά μην πάρεις σβάρνα τα τσοντάδικα...Κι εγώ συλλέκτης εμπειριών είμαι και καταγραφέας τους. Λατρεύω τους ανήθικους, συχαίνομαι τους αήθεις. Πολύ καλά τα λες όλα στο σχόλιο σου!

Rena Fan είπε...

Πολύ ωραίο κείμενο!
Αν είχανε μυαλό και κρίση οι επιτροπές...

BOSKO είπε...

rena fan...
thanx, Απόστολε, για τον καλό σου το λόγο!

Ανώνυμος είπε...

www.arelis.gr
περιεχει ερωτονομικον που απαγορευθηκε στην ελλαδα λογω των ομοφυλοφιλικων σκηνων ποπυ
περιεχει