Η οικογένεια του Μιγκέλ περνάει κρίση. Ο αυτιστικός έφηβος γιος του, Λουίς, έχει ψύχωση με τα ζώα και κάθε τόσο φέρνει στο σπίτι σκυλιά, γάτες και πουλιά. Η γυναίκα του, Αλίσια, συγγραφέας νοσηρών παιδικών διηγημάτων, παίρνει πάντα το μέρος του παιδιού κι εξαγριώνει τον Μιγκέλ. Μοιραία αυτός αρχίζει να ποθεί την Άνα, τη νεαρή και όμορφη υπηρέτρια τους. Αλλά κι η Αλίσια δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Νιώθει έλξη για τον καλύτερο φίλο και συμμαθητή του γιού της. Γουστάρει μάλιστα να την ταπεινώνει την ώρα του σεξ. Όταν ο Μιγκέλ θα φύγει από το σπίτι για να συζήσει με την Άνα, η κατάσταση για όλους θα καταντήσει διαστροφική παράνοια: ο Λουίς σταδιακά πέφτει στην πρέζα, η Αλίσια το παρατραβάει το σχοινί με τον πιτσιρικά φίλο του και τα πεθερικά της, οι γονείς του Μιγκέλ, κάνουν μια τραγελαφική απόπειρα αυτοκτονίας. Το παζλ του αλλόκοτου συμπληρώνουν η καλύτερη φίλη της Αλίσια, που συνηθίζει να βασανίζει εν είδει εκπαίδευσης τη μικρή της κόρη, αλλά και ζώα που καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας χάνουν από διάφορα ατυχήματα τη ζωή τους. Στο τέλος, όλα τα πρόσωπα γύρω από το τραπέζι του δείπνου, επιχειρούν την ανοικοδόμηση της χαμένης επικοινωνίας, μα κανείς δεν έχει το θάρρος ν' ανοίξει σ' αυτόν που τους χτυπάει την πόρτα. Η ισπανική ταινία Η κουνουπιέρα του Αγκούστο Βίλα συμμετείχε στο πρόσφατο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου του Κάρλοβι Βάρι, όπου απέσπασε το μεγαλύτερο βραβείο. Δεν γνωρίζω αν ο Βίλα είχε δει κάπου τον Κυνόδοντα, πάντως η ταινία του έχει πολλά κοινά μ' αυτήν του Λάνθιμου, παρ' όλο που τη βρήκα πολύ πιο...λάιτ. Πρόκειται για ένα κινηματογραφικό δοκίμιο που καυτηριάζει με τρόπο προκλητικό και ανελέητο τις συμβάσεις της οικογένειας, τις συζυγικές και γονικές σχέσεις, το καταπιεσμένο σεξουαλικό ένστικτο, τελικά την ίδια τη ζωή στην εποχή που βρισκόμαστε. Και αν δεν υπήρχαν κάποιες στιγμές κατάμαυρου χιούμορ ο θεατής δεν θα μπορούσε κυριολεκτικά να ανασάνει. Η κουνουπιέρα είναι σκληρή ταινία. Όλοι οι χαρακτήρες της παίζουν με τα πιο ακραία συναισθήματα, έτοιμοι να μεταβληθούν ανά πάσα στιγμή σε ανθρωπόμορφα τέρατα, δίνοντας έναν αέρα φυσιολογικού και νορμάλ στην ανεξήγητα παράδοξη συμπεριφορά τους. Σε ένα μικρό, μα καίριο ρόλο, εμφανίζεται και η Τζέραλντιν Τσάπλιν. Υποδύεται τη γριά μητέρα του Μιγκέλ που δεν μπορεί να μιλήσει, λόγω του αλτσχάιμερ, και που ωστόσο έχει εμφυσήσει τη σκέψη και τον λόγο της μέσα στο σώμα του άνδρα της. Περισσότερο με σόκαρε η εικόνα των δύο ηλικιωμένων αυτών ανθρώπων, παρά οι σκηνές όπου ο σκύλος γλείφει από το πάτωμα το χρησιμοποιημένο προφυλακτικό ή το υπαινικτικό παιχνίδι κτηνοβασίας μεταξύ ενός άλλου σκυλιού και της Αλίσια. Όπως επίσης μού έδωσαν γροθιά στο στομάχι η αργή, αλλά σταθερή μετατροπή του προβληματικού Λουίς σε ανέκφραστο πρεζάκι και η ικεσία σχεδόν του πατέρα Μιγκέλ για να αγγίξει το χέρι της Άνα. Ο Αγκούστο Βίλα χρησιμοποιεί κατά κόρον δύο σύμβολα στην ιστορία του: τα ζώα που σα να κυριαρχούν πάνω στους ανθρώπους, εφόσον η θανάτωση τους τούς οδηγεί σε χαοτικές αποδομήσεις των προσωπικοτήτων τους και το χρήμα, το οποίο παρουσιάζεται σαν τη λύση για τα πάντα, διαμορφώνοντας επίσης ανθρώπινες συμπεριφορές. Μού άρεσε η ταινία αυτή κι έχω την αίσθηση ότι ο Κυνόδοντας του Λάνθιμου τελικά έφτιαξε ολόκληρη σχολή...διεστραμμένων οικογενειών, πάντα υπό το πρίσμα κοινωνικής αλληγορίας. Διαφορετικά, θα μιλάγαμε για ταινίες τρόμου και όχι για κινηματογραφικές παραβολές που αν μη τι άλλο ξεβολεύουν τον θεατή τους και τον φέρνουν αντιμέτωπο με τον πιο ωμό ρεαλισμό μέσω της μη ρεαλιστικής τους αφήγησης. Ας βγούμε τώρα από το Αττικόν με την Κουνουπιέρα του Βίλα κι ας μεταφερθούμε δίπλα στον Απόλλωνα. Γρήγορα μόνο γιατί σε δέκα λεπτά ξεκινάει το τριπαριστό Wonderwall του Τζο Μάσσοτ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου