Το περίμενα ότι θα έφευγε μία απ' αυτές τις μέρες η κυρία Αφροδίτη. Ήταν 92 ετών και έμενε στον από πάνω όροφο, καθηλωμένη σ' ένα κρεβάτι ή μια πολυθρόνα, ανήμπορη να μιλήσει ή να σκεφτεί, ευρισκόμενη στο τελευταίο στάδιο του αλτσχάιμερ. Κανονικά το αλτσχάιμερ θα έπρεπε να λογίζεται ως το πέρασμα ή μάλλον η επιστροφή του ηλικιωμένου ανθρώπου στο βρεφικό στάδιο λίγο προ του τάφου. Με έθλιβε πολύ να βλέπω την κυρία Αφροδίτη ζωντανή - νεκρή, το πιο ανυπεράσπιστο πλάσμα που είχα συναντήσει ποτέ μου. Χαιρόμουν μόνο που η κόρη της η Λιάνα φρόντιζε ώστε να μην της λείψει καμία φροντίδα και καμία αγάπη έστω και σ' αυτή την άσχημη κατάσταση, την ''παρωδία ζωής'' που ζούσε.
Η κυρία Αφροδίτη υπήρξε πολύ γενναία. Θρακιώτισσα στην καταγωγή, μεγαλόψυχη, αυτό που λένε ''αρχοντογυναίκα''. Έκανε έναν καλό γάμο, μεγάλωσε τρία παιδιά, είδε εγγόνια, ταξίδεψε αρκετά εντός κι εκτός Ελλάδας, μέχρι που βίωσε τη μεγαλύτερη τραγωδία που μπορεί να βιώσει άνθρωπος, ο οποίος είναι ''δυο φορές'' γονέας. Λέγεται πως το κακό τη χτύπησε από την επόμενη κιόλας μέρα του θανάτου του αγαπημένου της εγγονού. Ή μάλλον το καλό τη βρήκε, κανείς πια δε μπορεί να ξέρει. Το μυαλό της έκανε delete το πιο τραγικό συμβάν στη ζωή της σαν από άμυνα για να μην πηδήξει από κάποιο μπαλκόνι εξ αιτίας της αβάσταχτης θλίψης της. Όταν εγώ τη γνώρισα ακριβώς πριν μία δεκαετία η αρρώστια της βρισκόταν στο ξεκίνημα. Ο σύζυγος της με την κόρη τους έπλεναν το οικογενειακό μνήμα στο Α΄ Νεκροταφείο με τον τάφο του παιδιού. Έκλαιγαν αυτοί, έκλαιγα κι εγώ που τους έβλεπα. Η κυρία Αφροδίτη καθόταν λίγο παραπέρα, αμέτοχη και με ρωτούσε με ένα χαμόγελο γεμάτο καλωσύνη που δε θα ξεχάσω ποτέ μου: ''Μα γιατί κλαίνε; Κλαίτε κι εσείς. Πείτε μου, γιατί κλαίτε;''
Πόσο τυχερή είναι η μάνα σου που δεν καταλαβαίνει τι της γίνεται, έλεγα στη Λιάνα καθώς κατηφορίζαμε ανάμεσα απ' τους τάφους. Η απόλυτη αντίθεση! Η Λιάνα να σφίγγει το χέρι μου, να με ρωτάει πότε επιτέλους θα βρεθεί ένα φάρμακο να γιατρέψει αυτό το είδος του πόνου και από πίσω η μάνα της, η κυρία Αφροδίτη, να νομίζει πως γυρνάει από κυριακάτικη εκδρομή της δεκαετίας του 1950, τότε που η οικογένεια σύσσωμη καβάλαγε μια καρότσα φορτηγού και ξεχυνόταν στα πεύκα. Το περίμενα - επαναλαμβάνω - ότι θα έφευγε μία απ' αυτές τις μέρες. Και δεν οφειλόταν στο γεγονός της μετακίνησης της από το ένα διαμέρισμα στο άλλο, ούτε στο δέρμα της που είχε μαυρίσει σα να σκέπαζε πια κούφια κόκαλα, ούτε ακόμη και στην εγκατάλειψη της από πέντε αχάριστες Σύριες γυναίκες που τη φρόντιζαν, λειτουργώντας υπό την κυνική λογική ''Προσέχω για να έχω''. Το κατάλαβα ότι θα μας χαιρετούσε παντοτινά η κυρία Αφροδίτη όταν πριν λίγες μέρες η Λιάνα πρόσταξε τη Μιρέλλα από την Αλβανία να ξυλώσει ολόκληρο τον κήπο μου. Δούλεψε βράδυ η Μιρέλλα, χωρίς φως, και μέσα σε μία ώρα έκοψε τα παράσιτα από τα παρτέρια που είχαν ψηλώσει, κιτρινισμένα τεράστια φύλλα και άλλα φυτά που δε γνωρίζω την ονομασία τους και που βαριόμουν απίστευτα να ποτίσω. Από τότε, όποτε άνοιγα το παράθυρο κι έβλεπα τον κήπο άδειο, γυμνό, νιώθοντας μέχρι και την αγωνία των γατιών για να βρουν ένα σκιερό μέρος να δροσιστούν, είχα την αίσθηση ότι ανοίχθηκε ένας τάφος, ότι η μικρή αυτή έκταση γης καθαρίστηκε από τα φυτά για να υποδεχτεί έναν άνθρωπο στα σπλάχνα της. Και, όμως, η κυρία Αφροδίτη δεν θα ταφεί στον κήπο μου. Αύριο αναχωρεί για το χωριό της στη Νεμέα και την τελευταία της κατοικία. Έσβησε χθες ίδια ώρα μ' αυτήν που κάθομαι τώρα και γράφω, χωρίς επιθανάτιο ρόγχο, αλλά με μία ανάσα, κυριολεκτικά σαν ''πουλάκι'' ή σαν το γατάκι που κατάφερε να ζήσει μόνο για δύο 24ωρα στα χέρια μου. Αντιθέτως, η κυρία Αφροδίτη έζησε 92 γεμάτα χρόνια, πλήρης ημερών, για να σηκωθεί σε μια στιγμή από την κλίνη της και να διαλυθεί σε αστερόσκονη παντού στην ατμόσφαιρα.
1 σχόλιο:
http://www.youtube.com/watch?v=4D0O8EzLPWU
καλο ταξιδι στην κυρια αφροδιτη κι απο μενα
Δημοσίευση σχολίου